Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Λόρδος Μπάυρον ένας άγγλος ρομαντικός ποιητής και φιλέλληνας

     ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΪΡΟΝ: ΘΥΜΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΑΘΕΙΑΣ
     Ή ΑΚΡΑΙΦΝΗΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ;
ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ.

Του ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ 
Περιοδικό Διάλογος τχ.7/Οκτώβρης 1989.
Περιοδική έκδοση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου 1989, σ. 27-34.
     Ένα μικρό ανάτυπο με την υπογραφή και την φιλική αφιέρωση του πειραιώτη καθηγητή αγγλικών, μεταφραστή και ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη 26/11/1989, βρέθηκε ανάμεσα στους δύο τόμους της συλλογής των Δημοτικών Τραγουδιών του γάλλου φιλέλληνα Κλοντ Φοριέλ. Περίμενε υπομονετικά-όπως ξέρουν υπομονετικά να περιμένουν τα βιβλία και τα αναγνώσματα-το ξαναδιάβασμά του. Έτσι απλά, σαν μια υπενθύμιση δύο αγαπημένων μου ποιητών, ενός άγγλου πανθεϊστή λόρδου,  βίαιου επαναστάτη «σαν αστροπελέκι» όπως λέει ο φιλόσοφος Bertrand Russell, φιλέλληνα ρομαντικού, του 19ου αιώνα, και ενός πειραιώτη ποιητή, μαχητικού για τα ανθρώπινα δικαιώματα του 20ου αιώνα, που γνώριζε τον βίο και διάβαζε την ποίηση του «όμορφου κύκνου» όπως αποκαλούσαν στην εποχή του τον λόρδο Μπάϊρον. Θαυμαστής από παλιά του έργου τους συγκέντρωνα βιβλία και άρθρα που έχουν γραφτεί για τον βίο και την ποιητική τους δημιουργία. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τον παν-ηδονιστή Lord Byron.
Επισκέφτηκα παλαιότερα την περιοχή του Βύρωνα, που φέρει το όνομά του, και άλλες τοποθεσίες της πρωτεύουσας,-τον Κήπο του Ζαππείου της Αθήνας, αλλά και τον Κήπο των Ηρώων όταν ταξίδευσα στο Μεσολόγγι, αναζητώντας δρόμους και σοκάκια που φέρουν το όνομά του ή πάρκα που έχουν στηθεί προτομές του. Επισκέφτηκα Μουσεία για να δω από κοντά πίνακες εικαστικών που φέρουν την παρουσία του. Στην σκέψη μου στροβίλιζε, η μάλλον για πρώτη φορά ιστορική απόφαση των ελλήνων, των ηρώων επαναστατών του 1821, να τιμήσουν σαν χρέος των ελλήνων την θυσιαστική προσφορά του υπέρ του μαχόμενου ελληνικού γένους δραστήριου και ριψοκίνδυνου άγγλου ποιητή, του Μπάϊρον. Αποφασίζοντας με σεβασμό και αγάπη να θάψουν τα σπλάχνα του, μετά την ταρίχευση του σώματός του, κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Μεσολογγίου που λειτουργούνταν, μεταλάμβαναν και προσεύχονταν μετά τον θάνατό του. Μια πράξη όχι άσκοπη ιστορικά και πολιτικά, καθόλου τυχαία. Προέβησαν σε αυτήν την ενέργεια  θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν έναν εν ζωή-ακόμα-ποιητικό θρύλο της εποχής τους. Ένας μύθος που ο θάνατός του στο Μεσολόγγι ήταν ιερός για τους έλληνες. Είμαστε βέβαιοι ότι οι ήρωες αγωνιστές, δεν θα γνώριζαν ούτε το ποιητικό του έργο, ούτε την περιπετειώδη ζωή του, οι περισσότεροι, αλλά το έπραξαν γιατί ήταν δίπλα τους, κοντά τους, υπέφερε μαζί τους, βασανίζονταν από τις αρρώστιες όπως και οι υπόλοιποι αγωνιστές, ζούσε μαζί τους τις άσχημες υγιεινής συνθήκες που βίωναν. Ήταν συμποσιαστής στην φτώχεια τους. Στον άγγλο ρομαντικό ποιητή που εγκατέλειψε τις χαρές του βίου του, που δεν ήταν και λίγες, άφησε τις καλλιτεχνικές και άλλες δημόσιες δραστηριότητές για να βρεθεί δίπλα τους, ανάμεσά τους, ενεργά, αποφασιστικά, μαχόμενος για το ελληνικό ζήτημα. Η ευσέβεια αυτή της πράξης των απλών αγωνιζόμενων ελλήνων απέναντι στον άγγλο (αλλόφυλο και αλλόθρησκο) δικό τους φιλέλληνα, που άφησε την τελευταία του πνοή νεότατος κοντά τους, αγωνιζόμενος μαζί τους,-ας μην μας κουράζει να το επαναλαμβάνουμε-δηλώνει τον αμέριστο θαυμασμό και εμπιστοσύνη που έτρεφαν στο πρόσωπό του, αλλά, και μια πνευματική παρακαταθήκη σε εμάς τους πολύ μεταγενέστερους-που χάρις σε αυτούς τους απλούς και αγράμματους Έλληνας και ξένους φιλέλληνας είμαστε εμείς ελεύθεροι. Η ραχοκοκαλιά της παράδοσης του γένους της ιστορίας των Ελλήνων δεν κάνει διάκριση μεταξύ «αμαρτωλών» στην ιδιωτική τους ζωή ή «ενάρετων» ανθρώπων, επισημαίνει και στέκεται στην θυσιαστική τους τελική προσφορά και εξιλέωση. Στην ατομική τους πάλη ενάντια στους εσωτερικούς τους δαίμονες αλλά και στους εξωτερικούς, τους κοινωνικούς αγώνες, τον πολύμορφο αγώνα για την Ελευθερία του Ανθρώπου. Απόκληρος ίσως από το πολιτικό κατεστημένο της πατρίδας του αναζήτησε για δεύτερη φορά να ταξιδέψει στην ανατολή, όχι σαν λόρδος περιπλανητής αλλά, σαν ένας εξεγερμένος νέος και ποιητής, που έκανε σκοπό της ζωής του την έμπρακτη συμπαράσταση στους αγωνιζόμενους φτωχούς και εξαθλιωμένους έλληνας, που στέναζαν κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
Αυτός υπήρξε ο George Gordon Byron, ένας ρομαντικός και «εωσφορικού ύφους» ποιητής, «ξεπεσμένος» οικονομικά από λάθη των προγόνων του αλλά αριστοκράτης, οργισμένος και παθιασμένος με την Ελευθερία. Ατίθασος σαν χαρακτήρας και όχι χλιαρός επαναστάτης από ιδιοσυγκρασία, που πάλευε ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής και ατομικής καταπίεση στην εποχή του. Σατίριζε και αρνιόταν το πολιτικό συντηρητικό κατεστημένο της αγγλικής αριστοκρατίας και του πνεύματος. Υπήρξε ναι, ένας φιλήδονος στον ιδιωτικό του βίο, ένας αντισυμβατικός του έρωτα, αποστάτης του κληρονομικού του μεγαλείου, αυτός ήταν ο φιλέλληνας ποιητής λόρδος Μπάϊρον. Που έζησε και δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά σε έναν αιώνα, που δικαιωματικά ανήκει σε τρείς μεγάλες και ισχυρές ευρωπαϊκές προσωπικότητες. Τον Μεγάλο Ναπολέοντα στην Πολιτική και τον λόρδο Μπάυρον και τον Γκαίτε στον χώρο του πνεύματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του περασμένου αιώνα, ο άγγλος Bertrand Russell, ο ιδρυτής του παγκόσμιου κινήματος για την Ειρήνη που φέρει το όνομα του, αφιέρωσε το 23 κεφάλαιο του έργου του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» σελίδες 519-527, στον Βύρωνα, ένα μικρό κεφάλαιο που φέρει το όνομά ενός ποιητή. Βλέπε Μπέρναρντ Ράσελ «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας», μετάφραση-σημειώσεις Αιμίλιος Χουρμούζιος, τόμος Α΄, εκδόσεις «Ι. Δ. Αρσενίδης» χ.χ.
Γράφει στην  αρχή του κεφαλαίου:
«Ο Δέκατος ένατος αιώνας, συγκρινόμενος με τη σημερινή εποχή, εμφανίζεται ορθολογικός, προοδευτικός και ικανοποιημένος ΄ εν τούτοις πολλοί από τους αξιολογότερους εκπροσώπους της εποχής του φιλελεύθερου οπτιμισμού εμφανίζουν τις αντίθετες ιδιότητες της δικής μας εποχής. Όταν εξετάζουμε τους ανθρώπους όχι ως καλλιτέχνες ή εφευρέτες, όχι ως συμπαθητικούς ή αντιπαθητικούς για τα γούστα μας, αλλά ως δυνάμεις, ως αίτια αλλαγής στην κοινωνική διάρθρωση και στις εκτιμήσεις των αξιών, ή στην πνευματική φυσιογνωμία μιας εποχής, βρίσκουμε πως η πορεία των γεγονότων στους νεότερους καιρούς διεκδικεί αρκετή αναπροσαρμογή των αξιολογήσεών μας, καθιστώντας μερικούς ανθρώπους λιγότερο σπουδαίους απ’ όσο φαίνονται και άλλους περισσότερο. Μεταξύ εκείνων, η σημασία των οποίων είναι μεγαλύτερη απ’ όσο φαινόταν, ο Βύρων διεκδικεί εξέχουσα θέση. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, μιά τέτοια άποψη δεν θα φαινόταν εκπληκτική, αλλά στον αγγλόφωνο κόσμο θα φαινόταν μάλλον περίεργη. Η επιρροή του Βύρωνα ήταν μεγάλη στην άλλη Ευρώπη και η πνευματική κληρονομιά του δεν θα πρέπει ν’ αναζητηθή στην Αγγλία. Σε πολλούς από μας, ο στίχος του φαίνεται φτωχός και το συναίσθημά του ενίοτε φτηνό, αλλά στην αλλοδαπή ο συναισθηματικός του κόσμος και η βιοθεωρία του είχαν διοχετευθή και μεταξιωθή και είχαν αποκτήσει διάδοση τέτοια ώστε να καταστούν παράγοντες μεγάλων γεγονότων.» σ.519.
    Τον από βασιλική καταγωγή, ευγενή άγγλο ευπατρίδη, τον χωλό στο δέμας, τον απροσποίητο ποιητή με την στεντόρεια φωνή, τον απεκάλεσαν μέχρι και πράκτορα της αγγλικής πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας, έλληνες σημαντικοί ερευνητές και συγγραφείς, θέλοντας να αμαυρώσουν την ουσιαστική προσφορά του προς το Έθνος των Ελλήνων. Οι αιώνιοι Έλληνες πικρόχολοι, που καθήμενοι στα ζεστά τους γραφεία αποφαίνονται περί πάντων περισπούδαστα, παραβλέποντας ημών των Ελλήνων τα φυλετικά ελαττώματα και κοινωνικά και πολιτικά πάθη. Λησμονώντας ότι άφησε πίσω του τις όποιες οικονομικές του ανέσεις, την οικογενειακή του θαλπωρή, την σύζυγό του και το παιδί του, τους ένθερμους φίλους του, τους συνοδοιπόρους του. Άφησε πολυάριθμες ερωμένες που τον λάτρεψαν παθιασμένα και ορισμένους ερωμένους, για να έρθει στην Ελλάδα. Άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, και αυτό, έχουμε βάσιμες υποψίες ότι το έπραξε οικειοθελώς. Ήθελε να πεθάνει στην χώρα μας. Είναι από τους φιλέλληνες ευρωπαίους που, θα σημειώναμε, επέλεξε μάλλον τον θάνατό του. Όχι για την φήμη-αυτήν ούτως ή άλλως-την είχε κερδίσει, αλλά σαν αυταπάρνηση, σαν τελευταίο καθήκον υπέρ της Ελευθερίας. Δεν θέλουν να θυμούνται οι Έλληνες αρνητές του, ότι έδωσε μέρος από τα χρήματα (94.500 λίρες) της πώλησης του πατρογονικού του πύργου- “Newstead Priory”-που έλαβε,(αφού ξόφλησε τα οικογενειακά του χρέη) για την αγορά πολεμοφοδίων των αγωνιζόμενων ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης. Παραβλέποντας ακόμα και πώς τον θρήνησαν οι απλοί έλληνες αγωνιστές, πως τον θρήνησαν έλληνες πολιτικοί όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ισάξια με τον γερμανό Γκαίτε, ο Ανδρέας Κάλβος. Ξεχνώντας οι αρνητές του, την Βυρονολατρεία που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα, όχι αδίκως, που μας μίλησε για αυτήν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Αγνοώντας το σώμα των ελλήνων ποιητών που έγραψαν για τον ταξιδευτή-προσκυνητή φιλέλληνα που ύμνησε μέσα στο έργο του την Ελλάδα. Την ιστορία και τους ιστορικούς της χώρους. Από τους καθαρευουσιάνους αδελφούς Σούτσους και τον Αχιλλέα Παράσχο έως τον υμνητή της Αθήνας Γεώργιο Δροσίνη, από τον Ιωάννη Πολέμη έως τον Μιλτιάδη Μαλακάση, και από τον Ιωάννη Γρυπάρη έως τους σύγχρονους έλληνες νεορομαντικούς δημιουργούς, ανιχνεύουμε Βυρωνικά ίχνη και επιδράσεις. Από τον δημοτικιστή πεζογράφο Αργύρη Εφταλιώτη που μετέφρασε ποιήματά του, «Ελληνικά Νησιά» έως την ποιήτρια Μαρία Ι. Κεσίση που μετέφρασε μεγάλο μέρος του έργου του. Βλέπε το δίτομο «ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΟΣ, ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑ»  έμμετρη απόδοση Μ. Ι. Κ., εκδόσεις Σπανός 1974. Και άλλες μεταγενέστερες εκδόσεις έργων του, και μεταφράσεις ποιημάτων σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παραβλέποντας ακόμα-οι αρνητές του-πως σύγχρονοί μας έλληνες πολιτικοί του 20ου αιώνα όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ασχολήθηκε με την προσφορά και το έργο του, δημοσίευσε βιβλίο, ότι ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, ο πρωθυπουργός που μεγάλωσε τα σύνορα της Ελλάδας, ήταν επίσημος προσκεκλημένος στα εγκαίνια του «Μουσείου Byron” 16/7/1931 στο Nottingham, ο οποίος στην προσφώνησή του στα αγγλικά είπε τα εξής:
«Ο Byron αγωνίστηκε για την Ελλάδα, όμως πέθανε για την Ευρώπη. Ο Childe Harold πεθαίνει σα σταυροφόρος κι’ ο θάνατός του στάθηκε μια πολύτιμη κι’ αξέχαστη προσφορά στους αγώνες, πού θ’ αποκαταστούσαν στους αγίους τόπους των ανθρώπινων ιδανικών τον ιερό νόμο της ελευθερίας. Κατανοείτε, συνεπώς, πόσο βαθειές και πλούσιες είναι οι πηγές, από τις οποίες ξεπηδά και σπινθηροβολεί η λατρεία των Ελλήνων προς τη μνήμη ενός τέτοιου άντρα. Τ’ όνομά του απλώνεται γύρω στα χείλη εκατομμυρίων Ελλήνων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, σαν τ’ όνομα ενός προσφιλέστατου προσώπου, κ’ έχει γίνει το βαπτιστικό όνομα εκατοντάδων αγοριών στην Ελλάδα. Το άγαλμα του ποιητή στολίζει περισσότερες από μια ελληνικές πόλεις. Μια νέα πόλη, κτισμένη κοντά στην Αθήνα, ονομάσθηκε από τόνομά του Βυρώνεια.» βλέπε Γ. Βαφόπουλος σελίδα 28-29.   
     Τον πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη (Πειραιάς 28/3/1940-Πειραιάς 18/5/1991) τον γνώριζα από κοντά, κάναμε παρέα. Συνεργαστήκαμε καλλιτεχνικά, παρακολούθησα διαλέξεις του, διάβαζα τις μεταφράσεις του και τα δημοσιεύματά του, τραγουδούσα τους στίχους του, που απόδωσαν και μελοποίησαν η Λήδα (κόρη της ποιήτριας, μεταφράστριας και τραγουδίστριας Δανής) με τον σύζυγό της Σπύρο. «Όταν θα γεννηθεί ο γιός σου…». Η συνέντευξή του-ήταν η δεύτερη συνέντευξη που ακούστηκε στην ελεύθερη ιδιωτική ραδιοφωνία το 1987 του Δήμου Πειραιά Κανάλι 1, τα «Μακρά Τείχη». Η εναρκτήρια ήταν με τον μακροβιότερο πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, Γιάννη Χατζημανωλάκη. Δημοσίευσα άρθρα και κείμενα για το έργο του. Μου χάριζε με αφιέρωση τόσο τις καινούργιες ποιητικές συλλογές που εξέδιδε όσο ζούσε, όσο και παλαιότερες που δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο. Παρακολουθήσαμε μαζί κινηματογραφικές ταινίες, και θεατρικές παραστάσεις που ο ίδιος είχε μεταφράσει το έργο. Τον κατευόδωσα στην τελευταία του κατοικία στο κοιμητήριο της Ανάστασης. Ο γράφων από τους νεότερους πειραιώτες, η ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη, ο αξέχαστος Χρήστος Αδαμόπουλος (που και αυτός ο ευαίσθητος και ονειροπόλος Πειραιώτης έφυγε εντελώς ξαφνικά, τον πρόδωσε η καρδιά του, και γέμισε θλίψη όχι μόνο την οικογένειά του αλλά και τους πειραιώτες που τον γνώρισαν από κοντά και συνεργάστηκαν μαζί του) και μετρημένοι στα δάχτυλα συγγραφείς, τον διάβαζαν ή μιλούσαν για το έργο του. Οι υπόλοιποι τον αγνοούσαν, πολλές φορές επιδεικτικά, όπως και πολλούς και πολλές σύγχρονους άλλους πειραιώτες δημιουργούς. Γνωστές παρεϊστικες συμπεριφορές της Πόλης μας, που «ποδηγέτησαν» για πολλά χρόνια την πολιτιστική ζωή του Πειραιά με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.
     Αρκετές δεκαετίες χωρίζουν την ποίηση του ενός ποιητή από τον άλλον. Διαφορετικές ιστορικές και πολιτικές συνθήκες γέννησαν το ένα έργο από το άλλο, παράμετροι ιστορικοί και κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές δύο διαφορετικών ιδιοσυγκρασίας και κουλτούρας πολιτισμών, πνευματικών αναζητήσεων και επαναστατικών διεργασιών του 18ου και 19ου αιώνα. Η Ελλάδα αγωνίζονταν να κατακτήσει την Ελευθερία και Ανεξαρτησία της-τότε, στα χρόνια του «κολασμένου λόρδου» όπως τον αποκάλεσαν οι ερευνητές της ζωής και του έργου του, μια Ελλάδα ελεύθερη και ισχυρή ανάμεσα στα άλλα Ευρωπαϊκά εθνικά κράτη. Αντίθετα, τα χρόνια που έζησε, έγραψε και δημοσίευε την ποίησή και τις μεταφράσεις του ο Ανδρέας Αγγελάκης, η χώρα μας ήταν μια σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή δημοκρατία, που πάλευε να γίνει ισότιμο μέλος της τότε ΕΟΚ. Ο ποιητής του «περιθωρίου» όπως αποκαλούσαν τον πειραιώτη δημιουργό οι σχολιαστές της ποίησής του, ενδιαφέρονταν από παλαιά για το έργο του Μπάιρον. Σαν καθηγητής της αγγλικής γλώσσας, είχε την άνεση να διαβάζει και να μελετά την ποίησή του στο πρωτότυπο καθώς και μελετήματα για το έργο του.
     Θεωρώ, και ελπίζω να μην ερμηνευτικά λαθεύω, πως υπάρχει μια λεπτή αδιόρατη γραμμή ευαισθησίας και τρυφερότητας, κυνισμού και «τρέλας», άρνησης των «κατά συνθήκη ψευδών» της κοινωνίας, του κοινωνικού ταρτουφισμού της, της υποκρισίας των δήθεν ανθρωπιστικών αξιών της, ίσως και ακροτήτων του βίου ενεργειών, που τους ενώνει μέσα στο χρόνο. Φυσικά, δεν έχουν το ίδιο πνευματικό ποιητικό μέγεθος. Οι αναγνώστες των έργων τους διακρίνουν αμέσως την διαφορετική τους ποιητική θεματολογία, την διαπραγμάτευση των ιδεών που εξετάζουν, το ύφος, την εικονοποιία, την τεχνική της γραφής, τον οραματισμό, την φόρμα κλπ. Σαν ατομικές ιδιοσυγκρασίες όμως και σαν ποιητές διαφορετικών γράφω και πάλι μεγεθών, υπάρχει μια έντονη ροή τραγικότητας μέσα στα ποιήματά τους. Ένας προσωπικός σπαραγμός και μια υποδόρια σάτιρα των διαδραματιζομένων που μάλλον είναι κοινά. Υπήρξαν και οι δύο μαχητές της ζωής. Ασφαλώς ο Μπάϊρον ήταν και μαχόμενος επαναστάτης για τα δίκαια των ελλήνων, αλλά ήταν άλλες οι τότε ιστορικές συνθήκες. Και οι δύο έχουν ένα υπόστρωμα ερωτικό που, ενώ φαίνεται ιδεαλιστικό στην πρώτη του ανάγνωση, στον κεντρικό τους πυρήνα έχει έντονο το στοιχείο της τραγικότητας, και στον Ανδρέα Αγγελάκη της ανθρώπινης απαισιοδοξίας. Η έννοια πάλι του Θείου μέσα στο έργο τους, περνά από διάφορα ρεύματα για να καταλήξει σε έναν φυσικό ή ερωτικό «πανθεϊσμό». Εκείνο όμως που είναι εμφανές και στους δύο, είναι η ανάδειξη του όλου ανθρώπου με τα θετικά και τα αρνητικά του. Αριστοκράτης ή κατατρεγμένος, γυναικάς ή περιθωριακός, ο «ήρωας» παρουσιάζεται με την καθόλου πανοπλία της προσωπικής του αλήθειας. Ακόμα και αυτή, ή μέρος της, που θα τον οδηγήσει στον μοιραίο χαμό του. όμως τα πάθη και οι αρετές του είναι η προσωπική του αλήθεια και δεν μας επιτρέπεται αμφισβήτηση περί αυτού.
     Τον άγγλο εκκεντρικό βάρδο που τόσο τα προτερήματά του όσο και τα ελαττώματα του τα είχε σε υπερθετικό βαθμό αναδείξει, όπως σχολίασαν μελετητές του, (βλέπε Μάριος Βύρων Ραϊζης, στον πρόλογο του σπονδυλωτού βιβλίου του εκ Θεσσαλονίκης ποιητή Γιώργου Θ. Βαφόπουλου, «Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΫΡΟΝ», εκδ. Ροές 1988) και τον πειραιώτη «τολμηρό και ριψοκίνδυνο» του έρωτα, τους ενώνει ακόμα η ατομική τους θέληση και αγώνας να αποτινάξουν τα κάθε είδους δεσμά του κοινωνικού κατεστημένου της εποχής τους. Να απομυθοποιήσουν την ζωή μέσα στον μύθο της. Απόλαυσαν την σκληράδα και τρυφεράδα του βίου τους μέσα σε ακραίες μάλλον για εμάς τους «κοινούς θνητούς» συμπεριφορές και πρακτικές. Ο καθένας από το δικό του των ονείρων και οραμάτων του μετερίζι, την ξόδευσε κατά κάποιον τρόπο με υπερήφανο λόγο, στα ατομικά τους πάθη και προσωπικές του έρωτος εκδηλώσεις. Την γλέντησαν χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι συνέπειες, το τι θα πει ο κοινωνικός τους περίγυρος, οι τάξεις που προέρχονταν και μεγάλωσαν, οι συγγενείς, ακόμα και οι αναγνώστες των έργων τους. Διοχέτευσαν ένα μέρος της αχαλίνωτης φύσης τους, του ελευθεριάζοντος χαρακτήρα τους, του ορμητικού απέναντι στην κοινωνία και τους θεσμούς της μέσα σε ένα πειθαρχημένο και συγκροτημένο έργο με πολλαπλά πρόσωπα. Τόσο ο άγγλος ποιητής όσο και ο έλληνας συμβημάτησαν με ιδιαίτερο τρόπο με την προσωπική τους Μοίρα μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους. Ακόμα και οι πλέον έντονες συγκινήσεις τους βρίσκονται μέσα σε ένα σύννεφο μελαγχολίας, σε μια ατμόσφαιρα αποξένωσης των ίδιων από τον κόσμο γύρω τους. Οι αρμονικές σχέσεις με το κοινωνικό περιβάλλον έχουν διαταραχθεί από πολύ νωρίς ηλικιακά και για τους δύο. Η αναγωγή θα τολμούσαμε να γράφαμε προς το μητρικό πρόσωπο είτε αυτή γίνεται φανερά είτε αδιόρατα προκαλεί μόνο θλίψη. Τα ταξίδια τους θα γράφαμε είναι διττά, τόσο προς ανίχνευση της ομορφιάς του φυσικού τοπίου και των άλλων χωρών όσο και μέσα στον ατομικό τους λαβύρινθο της ερωτικής «αμαρτίας». Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις είναι αρκετές μέσα στην ποιητική τους δημιουργία, όπως και η συνέχεια της περιπλάνησής τους. Πρόσωπα-δημιουργοί που προέρχονται από διαφορετικές τάξεις, διαφορετική οικονομική κατάσταση το καθένα,-πλούσιος αλλά και κατεστραμμένος οικονομικά, κατασπατάλησε σε γλέντια και «ασωτίες» την περιουσία του, ο άγγλος ρομαντικός ποιητής λόρδος Μπάϊρον, αλλά, και προσφέροντας ένα μεγάλο μέρος του χρηματικού ποσού που του απέμεινε από την ατομική του κληρονομιά, μετά την πώληση του πατρογονικού του πύργου για να βοηθήσει τους υπόδουλους Έλληνες στον Αγώνα ερχόμενος στην Ελλάδα, εργαζόμενος βιοπαλαιστής, καθηγητής σε ιδιωτικά και δημόσια λύκεια ο ποιητής και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης. Αποτόλμησαν και οι δύο αυτοί «αιρετικοί» κατά κάποιον τρόπο ποιητές, να οικοδομήσουν τον προσωπικό τους μύθο μέσα στην κοινωνία και τα γράμματα των χωρών τους, μην λησμονώντας την ανθρώπινη φθαρτή με τις δικές της ανάγκες φύση τους. Έζησαν, δίχως να παραγνωρίσουν τις ερωτικές και άλλες ανάγκες της σάρκας τους. Απόλυτοι στις προσωπικές τους επιλογές και σπάταλοι, γιατί, ήσαν πραγματικοί Ποιητές. Δόθηκαν στις οραματικές τους φιλοδοξίες, στις ακραίες του έρωτος εκκεντρικότητες και επιλογές, και έζησαν τον ποιητικό τους μύθο με ρομαντική ριψοκινδυνότητα αλλά και σκληρότητα. Ανδρείοι της ηδονής-όπως τους θέλει ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης-προκάλεσαν την ατομική τους Μοίρα και ίσως, αφέθηκαν στις επιπτώσεις της. Προσωπικές επιλογές ανθρώπων και ποιητών που άφησαν τα ίχνη τους μέσα στον Ιστορικό χρόνο και την γραμματεία των χωρών τους. Δεν έχει σημασία σε πιο ύψος του ποιητικού Παρνασσού ανέβηκε ο καθένας και ατένισε τον ορίζοντα της φήμης του, σημασία έχει ο αγώνας και η επιθυμία τους για Ελευθερία. Και στις εποχές που έζησε και έγραψε ο έλληνας ποιητής για ατομική και σωματική αυτοδιάθεση. Η απελευθερωτική ποιητική ευαισθησία που έκρυβαν μέσα τους. Ένας άγγλος φιλέλληνας και ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα που ο μύθος του ξεπέρασε και τον ίδιο στην εποχή του και στα μεταγενέστερα χρόνια, και ένας πειραιώτης ποιητής των νεότερων ποιητικών μας γενεών, που τόλμησε να αψηφήσει τον ίδιο του τον ερωτικό θάνατο.
Ο άγγλος ποιητής και φιλέλληνας Τζώρτζ Γκόρντον Νοέλ, έκτος Βαρώνος, Λόρδος Μπάϋρον-Lord Byron (Αγγλία 22/1/1788-Μεσολόγγι 19/4/1924), δοξασμένος και ευρωπαϊκά πασίγνωστος αγαπητός σαν ποιητής από τα 24  μόλις χρόνια στο ευρωπαικό πνευματικό στερέωμα, με πρόσωπο που θύμιζε τον αρχαίο νέο Αντίνοο, όπως έγραψε ένας παλαιός έλληνας μελετητής του έργου και της ζωής του ο Μιλτιάδης Ι. Δασκαλάκης, «Ο ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ» εκ της ζωής και των έργων του, Αθήνα 1910, («ο πώγων και τα χείλη αυτού ήσαν εκπληκτικώς παρόμοια προς τον πώγωνα και τα χείλη του Αντινόου, εκφράζοντα φλογεράν και παθαινομένην τρυφερότητα»,) σ. 9, αυτός ο «κολασμένος Απόλλων» όπως έγραψαν άλλοι βιογράφοι του και οι συμπατριώτες που τον γνώρισαν και τον συναναστρέφονταν από κοντά, θυσίασε τις ανέσεις και τις απολαύσεις του βίου του, εγκατέλειψε την ανεξαρτησία και καλοπέρασή του, τις σπάταλες διασκεδάσεις του, την ευρωπαϊκή δόξα που έχαιρε σαν Ποιητής, και ήρθε στην αγωνιζόμενη και επαναστατημένη Ελλάδα, στο Μεσολόγγι, να την βοηθήσει από κοντά. Να υποστηρίξει ένθερμα και έμπρακτα-σαν ουσιαστικός φιλέλληνας τους μαχόμενους Έλληνες στον αγώνα τους για εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία. Και άφησε την ζωή του μέσα σε ταλαιπωρίες εδώ, στην πατρίδα μας. Αυτός ο λάτρης των γυναικών της εποχής του, αυτός ο παν-ηδονιστής, που ερωτεύθηκε και αγάπησε γυναίκες αλλά και άντρες, που όπως λέγεται είχε αιμομικτικές σχέσεις με την αδελφή του, που ξόδευσε την ζωή του σε ερωτικά όργια και οινοποσίες στα νεανικά του χρόνια, σε εορτές της άνοιξης για να εορτάσει το ξέσπασμα της νιότης, έγινε ο φιλέλληνας ήρωας των σκλαβωμένων και αγωνιζομένων ελλήνων. Την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας. Ο δριμύτατα καυστικός σαν ποιητής, ο ασυμβίβαστος, που έγινε ποιητής αναπνέοντας τον αέρα της Ελλάδας, ο διονυσιακός εραστής γυναικών και αντρών, ευτύχησε να δοξαστεί πανευρωπαϊκά, να διαβαστεί αχόρταγα το έργο του. Να γίνουν πανανθρώπινα σύμβολα οι ποιητικοί του ήρωες, όπως ο Τσάιλντ Χάρολντ. Ευτύχησε η βαλσαμωμένη ομορφιά του προσώπου και του κορμιού του να διατηρηθεί αναλλοίωτη. Όταν ανοίχθηκε το φέρετρο που ήταν τοποθετημένο το σκήνωμά του, από τον αιδεσιμώτατο Cannon T. G. Barber, 15/6/1938, «Είχε δει με τα μάτια του, μέσα στο φέρετρο, το νεκρό σώμα του ποιητή, στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν τη μέρα της ταφής του, πριν από 127 ολόκληρα χρόνια! Από το σώμα του ήταν σε αποσύνθεση μόνο το δεξί του πόδι, από τον αστράγαλο και κάτω. Το άρρωστο και ανάπηρο πόδι, πού είχε προξενήσει τόσα τραύματα στην ευαίσθητη καρδιά του ποιητή», γράφει Γιώργος Θ. Βαφόπουλος σ. 68, που επισκέφτηκε τον χώρο που είναι θαμμένος ο ποιητής.    
Ο λόρδος Μπάυρον, υπήρξε το ποιητικό και ίσως ερωτικό είδωλο της εποχής του, για πολλές και πολλούς ευρωπαίους, όπως και ο συμπατριώτης και φίλος του ρομαντικός ποιητής, ο Percy Bysshe Shelley, ύμνησαν με ένδοξο και προφητικό ποιητικό τόνο την Ελλάδα και τους Έλληνες, στον αγώνα τους για Ελευθερία. Το ίδιο έπραξε στο έργο του και ο άλλος πρόωρα χαμένος ρομαντικός ποιητής ο John Keats. Το φαινόμενο του Αγγλικού Φιλολογικού Φιλελληνισμού είναι σταθερό, διαρκές και διαχρονικό. Βλέπε για το ζήτημα το μεταφρασμένο έργο στα ελληνικά του Terence Spencer, «Ο ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ»-Από τον Σαίξπηρ ως τον Μπάυρον, μετάφραση Πάνος Καραγιώργος, εκδόσεις «Σύλλογος προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων» Αθήνα 1990. Ο ρομαντικός Σέλλευ σκόπευε να επισκεφτεί την Ελλάδα, δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος το ίδιο και ο νεαρότερος Τζων Κητς. Μόνο ο Byron, ο δαφνοστεφανωμένος ποιητής, ο ρομαντικός ήρωας της εποχής του, ταξίδευσε με όλα τα μπαγκάζια της φήμης και της οικονομίας του στην Ελλάδα, για να βοηθήσει και έμπρακτα, τους μαχόμενους Έλληνες στην απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Στάθηκε δίπλα τους σε αντίξοες κοινωνικά και πολεμικά συνθήκες. Θυσίασε ότι πολυτιμότερο διαθέτει ένας άνθρωπος, την Ζωή του, για τον ιερό, εθνικό σκοπό των Ελλήνων. Φιλέλληνας από τους λίγους στην εποχής του, πέθανε στην χώρα μας-μέσα σε άθλιες κοινωνικά συνθήκες-αλλά θριαμβικά. Η θυσία του άγγλου ποιητή και φιλέλληνα έκανε ακόμα περισσότερο γνωστό το ελληνικό ζήτημα στις ευρωπαϊκές αυλές και τους λαούς, προκάλεσε «κύματα» συμπαράστασης στην μαχόμενη Ελλάδα, τον σκλαβωμένο Ελληνικό λαό. Χάθηκε περήφανα στο μαχόμενο Μεσολόγγι, δοξασμένος μαζί με τους Έλληνες. Κήρυκας μιας πανανθρώπινης Ελευθερίας, σύμβολο ηρωικό αντιπροσωπευτικό της του Ανθρώπου υπερηφάνειας, όπως ο ήρωάς του Τσάιλντ Χάρολντ. Οι κεντρικές και σημαντικότερες ποιητικές συνθέσεις του Μπάυρον, δεν γράφτηκαν στην μοναξιά του πολυτελούς γραφείου του, ούτε στα άνετα οικογενειακά του δωμάτια, αλλά, πάνω στα αρχαία της Ελλάδας ερείπια, σχεδιάστηκαν εδώ στον μαχόμενο τόπο μας, μέσα στις φλόγες του πατριωτικού αγώνα των σύγχρονων ελλήνων που οι απόγονοί τους έφταναν μέχρι τον αρχαίο Θεμιστοκλή και τον Μιλτιάδη. Των φτωχών ελλήνων-των ηρώων τσοπαναραίων και εμπόρων, που ζούσαν σκλαβωμένοι σχεδόν 400 χρόνια σε ξένο αλλόθρησκο δυνάστη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και το τέλος της βυζαντινής χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Η τιμή και η υπερηφάνεια του άγγλου ρομαντικού ποιητή και αριστοκράτη δεν δέχονταν να είναι οι έλληνες σκλαβωμένοι. Το ανήσυχο και εξεγερμένο πνεύμα του, δεν αρκούνταν να παραμείνει η βοήθειά του μόνο μέσα στα ποιήματά του που εκθειάζουν την Ελλάδα, ήθελε και την σωματική εδώ παρουσία και συμβολή. Η ποιητική του λύρα ύμνησε την αρχαία ελλάδα στο πρόσωπο της σημερινής, ερειπωμένης και σκλαβωμένης χώρας που αντίκρισε με θλίψη και πόνο όταν την επισκέφτηκε. Ο λόγος και οι περιγραφές του δεν μεροληπτούν, δεν φοβούνται να ψαύσουν την σύγχρονή των ελλήνων της εποχής του υπερηφάνεια. Τα αισθήματά του είναι βαθειά, έχουν ρίζες και κλαδιά προσφοράς σε αυτήν την χώρα. Ο θαυμασμός του είναι διάχυτος παντού για τα ελληνικά τοπία που επισκέπτεται και περιγράφει με συγκίνηση. «Ωραία Ελλάδα πένθιμο λείψανο χαμένης δόξας!/ Κι αν όχι πια αθάνατη, κι αν έπεσες πάλι μεγάλη!/ Ποιος τώρα των σκόρπιων σου παιδιών άρχος θα γίνει./ Κι απ’ την πολύχρονη σκλαβιά όπου συνήθισαν θα βγάλει;» αναρωτιέται με θλίψη. Μέσα στα πολύστιχα ηρωικά περιπετειώδη και αγωνιστικά ποιήματα του πληγωμένου λόρδου ποιητή υπάρχει ένας απέραντος θαυμασμός για την Ελλάδα, ένας θαυμασμός όχι μόνο θεωρητικός, ποιητικός αλλά και ιστορικά έμπρακτος. Ένας θαυμασμός για τα ελληνικά τοπία που επισκέπτεται και τις φυσικές ομορφιές τους, που ίσως, και να καταλαγιάζει έστω και κατ’ ελάχιστο της πράξη ιεροσυλίας που διέπραξε αγοράζοντας τα Ελγίνεια Μάρμαρα ο συμπατριώτης του λόρδος Έλγιν.  
Σημαντική και καίρια η προσφορά θυσίας, όπως και των άλλων ευρωπαίων φιλελλήνων, διανοουμένων και ποιητών, στον Αγώνα για την Εθνική μας Ανεξαρτησία. Οι οποίοι έμπρακτα με το έργο τους, βοήθησαν στο να γνωστοποιηθεί ακόμα περισσότερο ο Ελληνικός Εθνικός και Θρησκευτικός Αγώνας του 1821. Αυτό το κληρικολαϊκό πανεθνικό αιματοβαμμένο πανηγύρι της επανάστασης, που, εορτάζουμε κάθε 25 Μαρτίου και θα τιμήσουμε τα 200 χρόνια της τον Μάρτη του 2021.
     Μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου το κείμενο για τον Λόρδο Μπάϋρον αυτούσιο χωρίς ορθογραφικές ή τυπογραφικές παρεμβάσεις του πειραιώτη ποιητή και καθηγητή της αγγλικής γλώσσας, μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διάλογος» έκδοση των Φιλόλογων του Νομού Ηρακλείου. Η μεταφορά γίνεται από το ανάτυπο με αφιέρωση που έχω από τον ίδιο τον πειραιώτη ποιητή. Κάτι, που δεν μου δίνει την δυνατότητα να γνωρίζω μετά από 30 χρόνια, τα άλλα περιεχόμενα του τεύχους ώστε να τα αναφέρω. Πρόθεσή μου εξάλλου είναι  η επέτειος της 25ης Μαρτίου και ο ρόλος των ευρωπαίων και αμερικανών φιλελλήνων ποιητών και διανοουμένων, στοχαστών και ταξιδευτών που με το έργο τους στάθηκαν δίπλα μας. Με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας. Δεν μας λησμόνησαν στις δύσκολες ιστορικά στιγμές που περνούσαμε.

Από το «Καμίνο Ρεάλ» του Τεννεσσή Γουίλλιαμς
       Μονόλογος του Λόρδου Μπάϊρον
Μπάϊρον: Πολύ σωστά, σενιόρ. Αλλά το λειτούργημα του ποιητή, που ήταν το λειτούργημά μου, είναι να επιδρά πάνω στην καρδιά με ένα ευγενέστερο τρόπο απ’ ότι δείξατε σ’ αυτή τη φέτα ψωμί. Πρέπει να την εξαγνίζει και να την υψώνει πάνω από το καθημερινό της επίπεδο. Γιατί τι είναι η καρδιά παρά ένα είδος-ένα είδος οργάνου-που μεταφράζει το θόρυβο σε μουσική, το χάος σε τάξη…. Μια μυστηριώδη τάξη! Αυτό ήταν το λειτούργημά μου, μια φορά κι έναν καιρό, πριν το αμαυρώσω από τις χυδαίες επευφημίες. Λίγο-λίγο χάθηκε μέσα στις γόνδολες και στα παλάτια. Σε χορούς μεταμφιεσμένων, αστραφτερά σαλόνια, σε τεράστιες σκιερές αυλές και σ’ εισόδους με αναμμένους δαυλούς.
-Μπαρόκ προσόψεις, κλίνες και καρπέτα, πολυέλαιοι και χρυσά πιάτα σε χιονάτο δαμάσκηνο, κυρίες με λαιμούς τόσο ντελικάτους, λες κι ήταν μίσχοι λουλουδιού, γέρνοντας και αναπνέοντας προς τα μένα των ευωδιασμένη ανάσα τους, ανοίγοντας τα στήθια τους σε μένα, ψιθυρίζοντας, μισοχαμογελώντας! Και παντού μάρμαρο, το ορατό μεγαλείο του μαρμάρου, κόκκινο και γκρίζο μάρμαρο, γεμάτο φλέβες και βαμμένο σαν γδαρμένη, διεφθαρμένη σάρκα. Όλα τούτα μου πρόσφεραν ευχάριστα διαλείμματα, που μ’ απομάκρυναν απ’ την μάλλον τρομαχτική μοναξιά ενός ποιητή.
     Ώ έγραψα πολλά Κάντος στη Βενετία και στη Κωνσταντινούπολη και στη Ραββένα και στη Ρώμη για όλες αυτές τις Λατινικές, τις Φραγκολεβαντίνικες εκδρομές, όπου το χωλό μου πόδι με οδηγούσε αλλ’ άρχισα ν’ αμφιβάλλω λιγάκι για τη σκοπιμότητά τους, καθώς το κρασί στην κούπα μου σιγά σιγά σωνόταν.
     Υπάρχει ένα πάθος για κατήφορο σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τελευταία βρέθηκα να ακούω μισθωμένους μουσικούς πίσω από μια σειρά ψεύτικα φοινικόδενδρα-αντί για το μοναδικό με αγνές χορδές, όργανο της καρδιάς μου… Λοιπόν, αφού είναι έτσι, καιρός μου πια να φύγω από δώ. Υπάρχει καιρός για αναχώρηση ακόμα, έστω και αν δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος τόπος να πάω. Και τώρα πάω να ψάξω να βρώ ένα τέτοιο τρόπο. Θα κάνω πανιά για την Αθήνα. Τουλάχιστον μπορώ να ατενίσω την Ακρόπολη, μπορώ να κάτσω στους πρόποδές της και να κοιτάζω σπασμένες κολώνες πέρα, στην κορφή ενός λόφου-αν όχι αγνότητα, τουλάχιστον η ανάμνησή της… Μπορώ να καθίσω ήσυχα ψάχνοντας για πολύ, πολύ καιρό μέσα σε μια απόλυτη σιωπή, και πιθανόν, ναι, ακόμη, είναι πιθανόν, η παλιά αγνή μουσική να έρθει κοντά μου. Φυσικά, πάλι μπορεί να μην ακούσω παρά τον ελάχιστο θόρυβο των εντόμων στο γρασίδι…
     Αλλά, όμως, θα κάνω πανιά για την Αθήνα! Όρτσα τα πανιά, λοιπόν. Ας δοκιμάσουμε δεν υπάρχει τίποτε άλλο…
       Βιογραφικά, η προσωπικότητά του.
              Πρόσωπα στη ζωή του
1.Ο Τζώρτζ Γκόρντον Νόελ, έκτος Βαρώνος, Λόρδος Μπάϊρον γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου του 1788. Πέθανε στο Μεσολόγγι το 1824. Μεγάλος λυρικός ποιητής, πρωτότυπος δραματικός συγγραφέας, που θαύμασε τα έργα του ο Γκαίτε και ο Σέλλεϋ, σατιρικός, επίφοβος και ιδιαίτερα εκδικητικός, έξοχος επιστολογράφος. Πάνω απ’ όλα ρομαντικός, σε μια διάσταση απόλυτης ταύτισης έργου και προσωπικής ζωής, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μετουσιώνονται γραμμές ημερολογίου του αυθημερόν σε πειστικούς στίχους, όπου ο ίδιος είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο. Το ότι ο ποιητής στο βάθος δεν έχει άλλο θέμα παρά το σώμα του, είναι μια σύγχρονη άποψη, που βρίσκει τον πρόδρομό της στον Μπάιρον. Πολλές φορές φθάνει στην υπερβολή, τυπικό χαρακτηριστικό- και από τα πιο συναρπαστικά-της προσωπικότητας του ποιητή. Η μοίρα του χάρισε τη βούλα της ανησυχίας, της ανικανοποίησης, της ασφυξίας, της δυσαρμονίας με τα κοινωνικά δεδομένα του καιρού του. Κατάρα και ευλογία. Μόνιμη πηγή σύγκρουσης, πάθους, απογοήτευσης, έρωτα, προπάντων, έρωτα. Δεν δίστασε να πάει κόντρα στις ηθικίστικες αντιλήψεις του υποκριτικού αιώνα του, δεν φοβήθηκε να ρίξει το γάντι στη φαρισαϊκή Αγγλία, ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα, δημιουργώντας, τεράστιο σκάνδαλο, έκανε παιδί μαζί της, δόθηκε με ειλικρίνεια και φλογερό πάθος σε άντρες αγαπημένους και τρυφερές γυναίκες, χωρίς ντροπή και ενοχές. Ήταν, κοντολογίς, γεννημένος για τα βαθειά νερά. Ένας εξάδελφος των καταραμένων ποιητών, ένας poete mandit χωρίς την παθητικότητα του Μπωντλαίρ, χωρίς τις παραισθήσεις ενός Πόε, αλλά ένας καλλιτέχνης, που με πλήρη συνείδηση των δυνάμεών του παλεύει με τους δαίμονές του στο φως-εδώ πρωτοτυπεί σε σύγκριση με άλλους ποιητές, επίσης αρρωστημένων αστερισμών, όπως λένε οι Εγγλέζοι-κι όχι στα σκοτάδια, αλλάζει παλαίστρα ανάλογα με τις διαθέσεις του, σέρνοντας τα δαιμονικά του μαζί του σε καράβια, σε πρωτεύουσες, σε αλβανικά χωριά, σε πασάδες, σε μνημεία, σε σκλαβωμένες χώρες. Οι δαίμονές του μπορούν να θριαμβολογήσουν: τον νίκησαν σχετικά νωρίς, πολύ νωρίς για ένα ανεξάντλητο και διψασμένο ταλέντο σαν το δικό του. Ήταν τριάντα έξι, μόλις χρονών:  ωραίος, διάσημος, λατρευτός, αντικείμενο φθόνου και βαθύτατου θαυμασμού. Το τριανταέξι στάθηκε ένας επίμαχος και σημαδιακός αριθμός για τους δαίμονες του Λόρδου, ας σημειώσουμε. Ο πατέρας του, ο «ΤρελοΤζάκ» Κάπταιν Τζών Μπάιρον (1955-1791), πέθανε, πιθανότατα, αυτοκτόνησε, τριανταέξι ετών και αυτός. Προς τιμήν του, ο Μπάιρον πάντα υπερασπίστηκε τον πατέρα του, που εγκατέλειψε το σπίτι του, έχασε στα χαρτιά τις περιουσίες και των δύο γυναικών, που παντρεύτηκε, προκάλεσε τον κόλαφο των συγχρόνων του. Αποτελούσε μια χαρακτηρολογική παραλλαγή του γιού του, χωρίς το δημιουργικό, φωτεινό του τάλαντο, μια ιδιοσυγκρασία που ασφυκτιούσε το ίδιο στην κοινωνία του καιρού του, χωρίς τις άμυνες που διέθετε ο ποιητής. Όμως, το 36 συνεχίζει σαδιστικά την παρουσία του στην οικογένεια Μπάιρον. Η νόμιμη κόρη του, Άντα, πέθανε-στα 1852-36 ετών, επίσης. Και η Ελίζαμπεθ Μεντόρα, κόρη της ετεροθαλούς αδελφής του Αυγούστας και του ίδιου του ποιητή, πιθανότατα, πέθανε και αυτή τριανταέξι ετών, το 1849. Όλα αυτά αναλυμένα, σχολιασμένα και χωρίς την ελάχιστη ανάγκη πρόσθετων στοιχείων, αποτελούν από μόνα τους ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, μια πανοραμική, εκθαμβωτική τοιχογραφία του αιώνα του με τις αντιφάσεις και την ιδιοτυπία του, με κεντρικό κινητήριο άξονα, τον προκλητικό ποιητή. Η ιδιοφυία του είχε πλήρη επίγνωση της προκλητικότητάς της. Στην «Επιστολή προς την Αυγούστα» ποίημα του 1816, που έγραψε στην Ελβετία, παραδέχεται, πως ο ίδιος ήταν «ο προσεκτικός οδηγός της προσωπικής τους δυστυχίας». Πόζα ή καίρια αυτοπαρατήρηση; Ή και τα δύο;
     Απ’ την πλευρά της παθιασμένης αναζήτησης της αλήθειας γύρω απ’ τον εαυτό του, της εγωτικής ματιάς του κόσμου, της αντίληψης πως μια συνεχής γεωγραφική μετατόπιση, που αγγίζει τα όρια της αυτοεξορίας και της αποκοπής απ’ τη γενέθλια γη θ’ αποκαλύψει, σαν ανταμοιβή, άγνωστες περιοχές, όχι τόσο του έξω κόσμου, αλλά του ένδον, απ’ αυτή την άποψη, η ανήσυχη γενιά των αμερικανών μπήτ ποιητών έχει ένα μακρινό τιτλούχο πρόγονο. Ό,τι στάθηκε για τον Μπάρροουζ το Μεξικό, για τον Γκίνσμπεργκ το Μαρόκο, για τον Νόρς η Ύδρα, για τον Κέρουακ το Παρίσι και η Νορμανδία, ήταν η Φλωρεντία, η Ραβέννα, η Αλβανία, η Κωνσταντινούπολη, η μυστηριώδης αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, η Αθήνα της Τερέζας Μακρή, η Κεφαλονιά και, τέλος, το μοιραίο Μεσολόγγι, για τον Μπάιρον. Κι αυτός και οι μπήτ του Σαν Φραντσίσκο και της Νέας Υόρκης του πενήντα και του εξήντα, πέταξαν το γάντι τους κατάμουτρα στην κοινωνία, διατυμπάνισαν τις κάθε είδους γενετήσιες παρεκκλίσεις τους, πιο απλά, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, δεν τις απέκρυψαν επιμελώς, όπως τόσοι άλλοι συγγραφείς, αλλά τις ενσωμάτωσαν και τις αξιοποίησαν στα γραψίματά τους. Κι αν ο Μπάιρον δεν θα μπορούσε ίσως να βρεί εκδότη, αν έγραφε κάτι ανάλογο με το «Σε παρακαλώ, Κύριε» του Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή κατέγραψε τις λεπτομέρειες της φιλίας του με τους νεκρούς συμμαθητές του στο κολλέγιο του Χάρρου ή στην Ελλάδα, σχέσεις που αναβίωσαν κάθε τόσο στη ζωή του, στάθηκε, όμως πάνω απ’ τις δυνάμεις του να μη μιλήσει για την κορυφαία ερωτική σχέση της ζωής του με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα, που καρπός της υπήρξε η Ελίζαμπεθ Μεντόρα Λη (1814-1849). Η ίδια η Μεντόρα, στην αυτοβιογραφία της που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της, το 1870, δεν είχε καμμιά αμφιβολία για το ποιοι στάθηκαν οι γονείς της. Ο Μπάιρον δε, στα εκπληκτικά του γράμματα προς τη μεγάλη φίλη του, τη λαίδη Μέλμπωρν, που θεωρούνται αριστουργήματα επιστολογραφικού στυλ στην αγγλική λογοτεχνία, μιλάει πλάγια, αλλά με αρκετή σαφήνεια, για την Αυγούστα και τη Μεντόρα. Απ’ την πλευρά του πολυτάραχου βίου, της σκανδαλώδους ζωής, της συνεχούς προκλητικότητας και του κυνηγιού της ερωτικής περιπέτειας, οι άλλοι δύο, ο Τζών Κήτς και ο Σέλλευ, με τους οποίους και αποτελεί την κορυφαία τριάδα των ρομαντικών ποιητών της Αγγλίας, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δεν μπορούν να τον συμμερισθούν και να τον παρακολουθήσουν. Ο Τζών Κήτς, φεύγει πρώτος χτυπημένος από φυματίωση, νεότατος, ο δε ήσυχος Σέλλευ, που λάτρευε κι αυτός βαθειά την Ελλάδα, κι έγραφε μάλιστα και τις τραγωδίες «Προμηθέας Λυόμενος» και «Ελλάς» πνίγηκε σε νεαρή ηλικία, στ’ ανοιχτά της Βενετίας. Μια ποιητική περιγραφή του θανάτου του Σέλλεϋ βάζει στο στόμα του Μπάιρον ο Τεννεσσή Γουϊλλιαμς στο υποτιμημένο, συμβολικό, διαχρονικό δράμα του «Καμίνο Ρεάλ» που ένα κομμάτι του πρόταξα στην αρχή.
     Τα πορτραίτα που ξέρουμε παρουσιάζουν τον Μπάιρον ωραίο, εύθραυστο, σγουρομάλλη, ονειροπόλο, μια εικόνα που δεν ταιριάζει ιδιαίτερα με τις κοπώσεις στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό του με τα συνεχή ταξίδια και τις μετακινήσεις, σε συνδυασμό, μάλιστα, και με την αναπηρία του δεξιού του ποδιού. Αν λάβει κανείς υπόψη του, επιπλέον, και τις συνθήκες τουρισμού των αρχών του περασμένου αιώνα, η τουριστική ανησυχία του περίεργου λόρδου, μας φαίνεται δυσανάλογη προς τις σωματικές του δυνάμεις. Λάθος, ωστόσο. Υπήρξε, από μικρός, αθλητής, διακρίθηκε σαν κολυμβητής, ήταν καλός ξιφομάχος, σκληραγώγησε το σώμα του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το σύμπλεγμα της σωματικής του αναπηρίας, να ξεπεραστεί και ν’ αποβεί δημιουργικό. Κλασσικό δείγμα του τι μπορεί να κατορθώσει ένα ισχυρό βουλητικό. Το εύθραυστο αγόρι, που εύκολα θα μπορούσε να μπεί  στο περιθώριο της σχολικής και φοιτητικής ζωής και να γράφει, απομονωμένο στο γραφείο του, άκακα ποιήματα, κατάληξε να γίνει ο προστάτης των αδυνάτων του σχολικού του περιβάλλοντος και το αστέρι του. Όταν δε, χρειάστηκε να υπερασπιστεί το έργο του από άδικες επιθέσεις έμπειρων και καθιερωμένων φιλολογικών κύκλων, οργάνωσε άμυνα αποτελεσματικότατη και πέρασε στην αντεπίθεση με τέτοιο μένος, δηκτικότητα και πείσμα, που ο εκδότης της «Επιθεώρησης του Εδιμβούργου» σίγουρα, χιλιομετάνιωσε για την κριτική του. Ο πληγωμένος εγωϊσμός του δεν συγχωρούσε τίποτα.
     Σ’ όλη του τη ζωή θυμόταν την άδικη επίθεση και όλο επανερχόταν στο παλιό περιστατικό με νέα χολή κι ευρήματα στις σάτιρές του, κατ’ αυτών που έκαναν την γκάφα να μην διαβλέψουν έγκαιρα την ιδιοφυία του. Μια ζωή, λατρεύτηκε από γυναίκες, που, όμως κι ο ίδιος ανταπόδωσε τη λατρεία τους με ειλικρίνεια, πίστη και γενναιοφροσύνη. Η μητέρα του Κάθρην, η Αυγούστα, η Καρολίνα, η Κλάρα, η εξαδέλφη του Μάργκαρετ Πάρκερ, η Λαίδη Μέλμπωρν, η γυναίκα του Άννα-Ισαβέλλα-Ανναμπέλλα Μίλμπανκ, (γάμος τους: 2 Ιανουαρίου του 1815), η ερωμένη του κοντέσσα Τερέζα Γκουιτσιόλι, (υπήρξε η μόνη γυναίκα, που πρόσφερε σ’ αυτόν τον αιώνια έφηβο, λίγη οικογενειακή γαλήνη στη Ραβέννα, όπου είχε νοικιάσει τον επάνω όροφο του αρχοντικού) κι άλλες επώνυμες και ανώνυμες. Και τόσοι πιστοί φίλοι, που φύλαξαν άσπιλη τη μνήμη του ποιητή μετά τον θάνατό του’ μ’ επικεφαλής τον Χόμπχαουζ, τον θαυμάσιο συνοδό του στο πρώτο μεγάλο του ταξίδι στη Μεσόγειο, από τον Ιούνιο του 1809 μέχρι τον Ιούλιο του 1811 και τον βιογράφο τον Ιρλανδό ποιητή Τόμας Μούρ, τον οποίο και φιλοξένησε το 1819 στην εξοχική του βίλλα Φοσκαρίνι, όταν η Τερέζα εγκατέλειψε τον σύζυγό της για χάρη του ποιητή. Και τόσοι άλλοι.
     Ο γοητευτικός λόρδος αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι, δεν πρέπει να ‘χε παράπονο απ’ τη ζωή, που δεν του φειδωλεύτηκε δώρα, χαρίσματα και συγκλονιστικές σχέσεις. Μόνο που του δόθηκε λίγη.
 Το έργο του γενικά: Ποιητικό και Δραματουργικό
           Ο αντιφατικός «Τσάιλντ Χάρολντ»
     Όπως αναφέραμε και πιο πριν, ο Μπάιρον έγραψε λυρικά έργα, θεατρικά, σάτιρες και πεζό λόγο (επιστολές, ημερολόγια, εντυπώσεις ταξιδιωτικές). Ο πρώτος σταθμός στο πλούσιο έργο του είναι ένα μακρύ σατιρικό ποίημα, που εκδόθηκε το 1809, το «Άγγλοι βάρδοι και Σκωτσέζοι κριτικοί» που αποτελεί τη βίαιη αντίδραση του στην αρνητική κριτική της «Επιθεώρησης του Εδιμβούργου», ένα έγκυρο λογοτεχνικό περιοδικό του καιρού του, για τη συλλογή ποιημάτων του «Ώρες οκνηρίας» το 1807. Στους «Άγγλους βάρδους και Σκωτσέζους κριτικούς» και αμείλικτους. Σατιρίζει ανελέητα (1) το ύφος τους. Δεν ξεφεύγει ούτε ο θαυμάσιος Σέρ Γουώλτερ Σκόττ (με τον οποίο, αργότερα ο Μπάιρον συνδέθηκε με στενή φιλία και αναγνώρισε το άδικο της επίθεσής του), ούτε οι μεγάλοι ρομαντικοί της πρώτης περιόδου, πριν την τριάδα, Κήτς-Μπάιρον-Σέλλεϋ, δηλαδή ο Γουίλλιαμ Γουέρντογουερθ και ο Σάμιουελ Κόλριτζ, (ο τελευταίος αυτός, θυμίζουμε, πως έγραψε ένα απ’ τα ωραιότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας, τη «Μπαλλάντα του γέρου ναυτικού».
     Η σάτιρα, λοιπόν, ή γενικότερα, το σατιρικό στοιχείο παρακολούθησε όλο το βυρωνικό έργο στην πλούσια διαδρομή του κι ισορροπεί σοφά τη μεγαλοστομία και το χειμαρρώδη λόγο του ποιητή, λειτουργώντας αυτολογοκριτικά, χωρίς να τον αφήνει να πέφτει σε γλυκερότητες και εύκολες αισθηματολογίες. Ήταν συστατικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, όπως, ήταν άλλωστε, η γενναιότητα, (όχι μόνο η πνευματική, αλλά και η στενά σωματική), η τόλμη, το θάρρος και το πρακτικό πνεύμα. Το κορυφαίο έργο του «Δον Ζουάν» ξεκινάει σαν σάτιρα, άσχετα αν στην εξέλιξή του την υπερβαίνει κι υψώνεται σε άλλες σφαίρες. Ας δούμε τώρα, επιτροχάδην, το ποιητικό του έργο. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του, τον «Γκιαούρ», τον «Κουρσάρο», τον «Λάρα», τον «Τσάιλντ Χάρολντ» και τον «Δον Ζουάν». Ανάμεσα στα δραματικά του έργα, 8 στο σύνολο, ξεχωρίζει ο «Μάνφρεντ» (1817), «ο παραμορφωμένος (2) λιέρο (3), «Δόγης της Βενετίας» (1820), το «Ουρανός και Γή», «Ο Σαρδανάπαλος», «οι δύο Φόσκαροι» (1821), και ο «Κάιν, μυστήριο μεσαιωνικό» που θαύμαζε ιδιαίτερα ο Σέλλεϋ και ο Γκαίτε. Ειδικά για τον «Κάιν», αξίζει ν’ αναφέρουμε πως ο Γκαίτε, αναφερόμενος στην Τρίτη πράξη του, (όπου δικαιώνεται ο φόνος του Άβελ), την έκρινε πως ήταν «μιας τόσο μοναδικής ομορφιάς, που τέτοιο πράγμα δεν ξαναβρίσκεται στον κόσμο».
      Ο θαυμασμός, όμως του Γκαίτε για τον Κάιν δεν στάθηκε ικανός να εμποδίσει την χρονιά της έκδοσής του, το 1821 μιαν υστερική εξέγερση ευσεβών. Απ’ τα υπόλοιπα ποιήματά του, ας αναφέρουμε τη «Νύφη της Αβύδου» (1813), τον «Φυλακισμένο του Σιγιόν» (1816), τις «Εβραϊκές μελωδίες» (1815), το «Όραμα της Κρίσης» (1822), που αποτελεί μια νέα επίθεση κατά του επικολυρικού ποιητή Σάουθυ, όπου παρωδούσε μια δική του ποιητική σύνθεση (του Σάουθυ) με τον ίδιο τίτλο όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, εκθειάζει το θεσμό της βασιλείας. Να μην ξεχάσουμε ένα απ’ τα γνωστότερα ποιήματα του Μπάιρον, που έγραψε για την Τερέζα Μακρή, την δεκατετράχρονη «Κόρη των Αθηνών» όπου κάθε στροφή του ποιήματος κλείνει με την επωδό «Ζωή μου, σας αγαπώ», όπως λέμε «καρδούλα μου», «ψυχούλα μου», «ζωούλα μου». Απ’ το τεράστιο σ’ έκταση έργο, που μας κάνει ν’ απορούμε πως μπόρεσε να γραφεί από ένα συγγραφέα, που βρισκόταν συνεχώς υπ’ ατμόν και υπό το κράτος έντονων ερωτικών συγκινήσεων-κι ένας θεός ξέρει πόσο η συγγραφική του δουλειά είναι κάπου χαμαλήκι και ασκητισμός και πρέπει να της δίνεται κανείς απερίσπαστος-θα διαλέξουμε τον «Τσάιλντ Χάρολντ» για μερικές σύντομες κρίσεις, πριν προχωρήσουμε στο τρίτο μέρος της ομιλίας μας, στα «Νησιά της Ελλάδας» που ενσωματώνονται στον «Δον Ζουάν» και θίξουμε παράλληλα το θέμα του φιλελληνισμού του Μπάιρον.
    Το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», όπως είναι ο πλήρης τίτλος εκδόθηκε το 1812 και περιλάμβανε μόνο τα δύο πρώτα “Cantos”. Το τρίτο Canto εκδόθηκε το 1816 και το τέταρτο τον Απρίλη του 1818. Συνολικά, λοιπόν, αποτελείται από τέσσερα μέρη, “Cantos” , που διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους στο στυλ, στο χειρισμό του θέματος και στη γενικότερη ψυχολογική κατάσταση του ποιητή. Ξεκίνησε, το γράψιμο τους κατά το πρώτο του ταξίδι στην Τουρκία με τον Χόμπχαουζ και τα τέλειωσε μετά το σκάνδαλο με την αδελφή του, που τον ανάγκασε να ξαναφύγει απ’ την Αγγλία. Τα δύο τελευταία ποιοτικά είναι κατά πολύ ανώτερα από τα δύο πρώτα. Ο «Τσάιλντ Χάρολντ» και ο «Δον Ζουάν» αποτελούν τις ποιητικά αντιπροσωπευτικότερες και πιο μεγαλεπήβολες επιτεύξεις του. Ο «Τσάιλντ Χάρολντ»  συνέχεια πλουτιζόταν με νέα στοιχεία, που προέρχονταν απ’ τις ποικίλες εμπειρίες του ποιητή, τις ταξιδιωτικές, τις πνευματικές, τις συναισθηματικές, παρακολουθούσε κι αυτός το ωρίμασμα του δημιουργού του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συγχωνευθούν σ’ ένα δυναμικό σύνολο, μια αδιάσπαστη ενότητα, ο ποιητικός ήρωας κι ο ηρωϊκός ποιητής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο θεωρούσε τον «Τσάιλντ Χάρολντ» ο Μπάϋρον, καθρέφτη και χωνευτήρι του, είναι οι στροφές του που πρόσθεσε στο δεύτερο Canto για το νεαρό αγαπημένο φίλο του Τζών Έντλεστον, που πέθανε στα είκοσι χρόνια του-παιδί μικρής μόρφωσης, αλλά εξαίσιας ομορφιάς. Οι στίχοι είναι οι εξής:
       «Κι εσύ έχεις φύγει πιά
       αγαπημένε αξιαγάπητε.
       Εσύ που η νιότη μ’ όλα της τα δώρα
       μ’ εμένα έδεσε σφιχτά».
Στο πρόσωπο του «Τσάιλντ Χάρολντ» συναπαντιούνται, αντιφάσκουν, κονταροχτυπιούνται, συνδιαλέγονται, ένα πλήθος από άλλες μορφές, που συνέλαβε κι επεξεργάστηκε σε άλλα του έργα: αναγνωρίζουμε στοιχεία από τον «Κουρσάρο», τον «Λάρα», τον «Γκιαούρ», τον «Μπονιβάρ», τον «Μάνφρεντ». Ο σχεδόν, πολλές φορές, αυτοβιογραφικός «Τσάιλντ Χάρολντ» μπορεί να στερείται ενότητας, αλλά κερδίζει σ’ ενδιαφέρον με τις αντιφάσεις και την αποκάλυψη άγνωστων, παρθένων περιοχών του ψυχισμού ενός συμβόλου του ανήσυχου 19ου αιώνα.
     Ο «Τσάιλντ Χάρολντ» είναι ο αιώνια περιπλανώμενος, ο αιχμάλωτος του σκοτεινού μυαλού του, ο ανικανοποίητος και ο συνεχώς αυτοαναιρούμενος.
       Τα «Νησιά της Ελλάδας» και ο «Δον Ζουάν».
       Η «Αφοσίωση του στο ιδεώδες της ελευθερίας
Ο Έντουαρτ Τζών Τρελώνη δεν ήταν τόσο παλιός φίλος του Μπάιρον όσο ο Χόμπχαουζ. Τους σύστησε ο κοινός τους φίλος Σέλλεϋ αλλά από τότε ο Τρελώνη αγάπησε τον Μπάϊρον κι έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο από τις συζητήσεις του με τους δύο μεγάλους φίλους του, το «Αναμνήσεις απ’ τον Σέλλεϋ και τον Μπάιρον, καθώς και δικές μου» (1878). Από κει είναι παρμένη η φράση που του είπε ο Μπάιρον: «Αν είμαι ποιητής… ο αέρας της Ελλάδας μ’ έκαμε να είμαι». Μια φράση έντονα υπερβολική κατά το κλασικό βυρωνικό ύφος, που δείχνει, ωστόσο, την ιδιαίτερη τρυφερότητα της σχέσης του με τη χώρα μας. Γιατί, βέβαια, οπουδήποτε έβρισκε αντίσταση κατά της εξουσίας, πάλη κατά της τυραννίας, αεράκι φιλελευθερισμού, αυτόματα, ενστικτώδικα, σχεδόν, στρεφόταν, όπως τα λουλούδια προς τον ήλιο, κι όχι μόνο αξιοποιούσε ποιητικά τα περιστατικά (όπως στο «Μαρίνο Φαλιέρο», λόγου χάρη) αλλά και πρόσφερε υλική, συγκεκριμένη βοήθεια κι όχι αόριστες υποσχέσεις. Αν χρειαζόταν, έδινε κατευθυντήριες γραμμές, άνοιγε πρόθυμα την τσέπη του, (και ήταν καταχρεωμένος τα τελευταία χρόνια του, τόσο που αναγκάστηκε να πουλήσει τον αγαπημένο του πατρογονικό πύργο Νιούστεκ Ώμπευ κι αν επιβαλλόταν, άρπαζε κι ο ίδιος όπλο. Ήταν, απλούστατα, ερωτευμένος με την ελευθερία, όπως ήταν ερωτευμένος και με τον έρωτα. Αυτόματα, θυμόμαστε τη σολωμική ρήση: «Μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» και διαγράφονται μπροστά μας δύο τελείως διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες ποιητών, του 19ου αιώνα: από τη μια ο Μπάιρον, ο φιλήδονος, πανσεξουαλικός, σαρκαστής τους, από την άλλη, ο σφιγμένος, αυτοσυγκρατούμενος, στερημένος, αυτολογοκρινόμενος Διονύσιος Σολωμός, ενδόστρεφος, που συντρίφτηκε από το σκάνδαλο ης οικογενειακής του δίκης και από τότε ποτέ δεν ορθοπόδησε πια ψυχολογικά. Ο Μπάιρον χόρτασε τον έρωτα, τον χάρηκε, καμάρωνε για τις επιτυχίες του κι ας συγκρουόταν με τα χρηστά ήθη της εποχής του, ο άλλος έσβησε το εγώ του μέσα στα τέλεια θρυμματισμένα γλυπτά της ποίησής του, χωρίς να μας επιτρέπει να μάθουμε τίποτα για την ιδιωτική, ερωτική του ζωή, κάπου σίγουρα θύμα του επαρχιακού περιβάλλοντος, που τον έθρεψε.
     Ο ένας αγέρωχος και προκλητικός, ο άλλος απόμακρος και πικρόχολος, υποκαθιστώντας με την ποιητική πράξη, την προσωπική του ζωή. Δεν έχουμε ούτε μία εξακριβωμένη και πλήρη, χορταστική, ερωτική σχέση του Διονυσίου, παρά αοριστολογίες και γενικότητες, ή χαρισμένα ποιήματα εδώ και εκεί, που μας υποψιάζουν, μάλλον, παρά μας πείθουν.
Έστω.
     Κι οι δύο συναπαντήθηκαν στο ίδιο πάθος για ελευθερία, έστω και εκφρασμένο τόσο διαφορετικά στον καθένα. Ο ένας πεθαίνει στην ξένη γη με το τουφέκι, σχεδόν, στο χέρι, έτοιμος για νέες πολεμικές επιχειρήσεις, ο άλλος, κλείνεται στο γραφείο του να παλέψει με το δαίμονα της γλώσσας, αφού επιβλήθηκε ασκητικά στη φωνή του σώματος. Δεν είναι της ώρας, μια εξαντλητική και, ιδίως, μια μελέτη της σφοδρής επίδρασης, που άσκησε ο Μπάιρον πάνω στο μοναχικό Σολωμό. Σίγουρα, όμως, η σύλληψη του αιμομικτικού «Λάμπρου», η προσπάθεια της ανατομίας του βαθύτατου αισθήματος ενοχής, η ιδέα της τιμωρίας (και αυτοτιμωρίας) σαν λύτρωσης, η καταφυγής την τρέλα, που θ’ απαλλάξει το άτομο από κάθε ευθύνη προς την πραγματικότητα, ο γλυκός μαζοχισμός και η εξατομικευμένη, λυρική αντιμετώπιση της φύσης, που λειτουργεί κι αυτή, συμμετέχοντας ενεργά στα διαδραματιζόμενα, παραπέμπουν κατευθείαν στον Μπάιρον. Τα περί αιμομιξίας του Μπάιρον θα ήταν γνωστά στον Διονύσιο.
     Η επιλογή του θέματος από μια σκοτεινή πλευρά της ζωής του λόρδου, δεν είναι μια πλάγια μορφή φόρου τιμής και θαυμασμού για όσα η γεμάτη αναστολές δική του φύση, απαγόρευε; Κι όλα τα στοιχεία, που φιλοδόξησε (έστω κι αν δεν κατόρθωσε, επειδή ήταν πάνω από τις δραματουργικές του δυνάμεις) να προβάλλει στο «Λάμπρο» δεν είναι, αυτό, που αποκαλούμε maldesiecle, μια σύνοψη του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, που έξοχος δημιουργός του είναι ο ίδιος ο Μπάιρον: Ο σολωμικός «Λάμπρος» είναι ένας μικρός «Μάνφρεντ» εις τα καθ’ ημάς, που μυρίζει θυμάρι, μέντα και λιβάνι, δίπλα στον ακριβά παρφουμαρισμένο ευρωπαίο μακρινό συγγενή του.
     Πίσω στον Μπάιρον. Από το «Ημερολόγιο» της Ραβέννας πληροφορούμαστε πως δεν είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει ενεργά ο Μπάιρον σ’ επαναστατική δραστηριότητα. Ήταν μέλος της Καρμπονερίας και είχε μυηθεί από τον πατέρα Ρουτζέρο Γκάμπα και τον γιό του Πιέτρο Γκάμπα (αδελφό της ερωμένης του, κοντέσσας Γκουιτσιόλι) στην Καρμπονερία. Μάλιστα, μέσα στην Καρμπονερία τον είλκυε και στράφηκε προς εκείνη την ομάδα, που ήταν έτοιμη να κάνει κάτι πρακτικό και συγκεκριμένο. Ήδη, από τις αρχές, του 1821 (Γενάρη), ο Μπάιρον διοχετεύει πια το επαναστατικό του δυναμικό σε καθόλου αόριστες μορφές. Κανείς απορεί διαβάζοντας το «Ημερολόγιο» αυτό για την καθαρά στρατηγική ευφυία του ποιητή και τις λύσεις που προτείνει σε συγκεκριμένα περιστατικά. Άρα, όταν ο λόρδος αποβιβάζεται στο μοιραίο Μεσολόγγι μετά την Κεφαλλονιά και μπλέκεται με τους μισθοφόρους Σουλιώτες στον αγώνα τους, έχει ένα παρελθόν πολεμικής κι επαναστατικής πρακτικής, που ξεπερνάει τη θεωρητική σύλληψη και εκτέλεση ποιητικών έργων με κεντρικούς άξονες επαναστατικές μορφές (όπως ο Φαλιέρος). Ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Δεν είναι καθόλου ο αφελής ευγενής, που έκανε, χάριν ακριβής παιδιάς, τη γκάφα να παίξει εν ου παικτοίς. Στον σατιρικό (όχι μόνο, όπως είδαμε, αλλά πολυσύνθετο) ειρωνικό, κοσμογυρισμένο Δον Ζουάν, ενσωματώνει και τα «Νησιά της Ελλάδας». Ο «Δον Ζουάν», ο πολύ γήινος και καθόλου μολιερικός, μεταφυσικός, ο βυρωνικός «Δον Ζουάν» σε μια από τις περιπλανήσεις του θ’ αντικρύσει τα πάλαι ποτέ ένδοξα «Νησιά της Ελλάδας». Κατά το συνήθειό του, θα θαυμάσει και θα θλιβεί ταυτόχρονα για την τύχη που τους επιφύλαξε η μοίρα, ενώ παράλληλα, θα λοιδορήσει τους τωρινούς κατοίκους τους, συγκρίνοντάς τους με αυτούς που τα κατοίκησαν και τα δόξασαν στο παρελθόν. Τα «Νησιά της Ελλάδας» συνολικά έχουν στο πρωτότυπο 16 στροφές. Στη μάλλον ελεύθερη, αλλά πετυχημένη, μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη, που περιλαμβάνουν τα σχολικά κείμενα της β΄ γυμνασίου, από τις 16 στροφές μεταφράζονται οι εξής 6: δηλαδή, οι στροφές 1,5,6,7,15,16. Η αποσπασματική αυτή απόδοση, παρά τη φιλολογική της αυθαιρεσία, δεν καταλήγει τελικά εις βάρος του ποιήματος και δημιουργεί μια θετική συνολικά εντύπωση. Ανήκουν στο τρίτο Canto του «Δον Ζουάν» στην Τρίτη, δηλαδή, ωδή, η οποία έχει συνολικά 111 στροφές. Περιλαμβάνονται μεταξύ της 86 και 87 στροφής. Όλος ο «Δον Ζουάν» έχει 16 Cantos. Το πρώτο Canto γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1818, το 16ο που δεν επρόκειτο να είναι και το τελευταίο του, το Μάρτη του 1823, λίγο πριν την μεγάλη απόφαση να δοθεί στην ελληνική υπόθεση ψυχή τε και σώματι. Η στιχουργική μορφή των 16 στροφών στα «Νησιά της Ελλάδας» είναι διαφορετική από τη δαντική ρίμα, που χρησιμοποιείται στον υπόλοιπο «Δον Ζουάν». Δεν θα επιμείνω περισσότερο στο ίδιο το ποίημα, που, όπως είδαμε, ανήκει στην ώριμη περίοδο του ποιητή, (αν και είχε πολύ νωρίτερα γράψει άλλα αριστουργήματα), απλά να υπενθυμίσουμε πως, μέσα στην έντονη αυτοβιογραφικότητά του, το σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό alter ego του Μπάιρον αντιπαραβάλλεται προς τον αγνό, παρθενικό, ρομαντικό, «Τσάιλντ Χάρολντ» της νιότης του. Η πικρία της εμπειρίας αντιτιθέμενη στη χερουβική αθωότητα των πρώτων κεφαλαίων μιας ζωής. Οι ρυτίδες που έφερε η στενή φιλία με το Μεφιστοφελή της περιέργειας, της πείρας και του πάθους. Κορυφαίο έργο ο «Δον Ζουάν» αυτογνωσίας, τελικά, όπως άλλωστε ο μολιερικός ομώνυμός του, ή ο «Φάουστ» του Γκαίτε, ή ο «Προμηθέας Λυόμενος» του Σέλλεϋ. Τελειώσαμε.
     Η εποχή μας δεν διαβάζει ποίηση. Η εποχή μας δεν διαβάζει Μπάιρον. Κάπου, πονηρά, την ενδιαφέρουν για δραματοποίηση λαϊκής κατανάλωσης ορισμένα εκκεντρικά στοιχεία της ιδιωτικής ή δημόσιας ζωής του. Δεν έχει καιρό ν’ ασχοληθεί με την ποίησή του. Εκείνη χάνει. Αυτή και είναι η μεταθανάτια, σαρδόνεια εκδίκηση του Τζώρτζ Γκόρντον Νόελ, έκτου Βαρώνου Λόρδου Μπάιρον.
--
1.Σατιρίζει ανελέητα τα κορυφαία ονόματα της λογοτεχνίας της Αγγλίας, διακωμωδώντας το ύφος τους.
2. «Ο παραμορφωμένος μεταμορφώθηκε» (1822)
3.Ο «Μαρίνο Φαλιέρο, Δόγης της Βενετίας».
4.Ορμητικός, δραστήριος, αστέρι των σαλονιών και ταυτόχρονα σαρκαστής τους.
Ανδρέας Αγγελάκης, περιοδικό «Διάλογος» τεύχος 7/Οκτώβριος 1989 Ηράκλειο.
Περιοδική Έκδοση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου. Σελ.27-34.
--
Σημείωση:
Το κείμενο αυτό του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, για τον ποιητή Μπάϋρον, εύκολα αναγνωρίζουμε ότι δεν δημοσιεύεται μόνο σε ένα καθαρά εκπαιδευτικό περιοδικό, αλλά απευθύνεται και σε μαθητές. Σε εκπαιδευτικά χρόνια που η μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη ποιημάτων του άγγλου ρομαντικού διδάσκονταν και στην εκπαίδευση. Το κείμενο διακρίνεται για την ήπια γραφή του, τις προσεκτικές παρατηρήσεις του, τις σαφείς επισημάνσεις του, τα διακριτικά σχόλιά του. Το ήρεμο και καθαρό ύφος του, είτε όταν ο ποιητής Αγγελάκης αναφέρεται στην προσωπική ζωή του Μπάυρον είτε όταν μας αναλύει επί τροχάδην μέρος του έργου του. Η πληθωρικότητα του ποιητή φιλέλληνα δίνεται με προσοχή και με ιδιαίτερο «διδακτικό» τρόπο. Διαπιστώνει σαν εκπαιδευτικός, αλλά και σαν ποιητής, ότι η ποίηση του λόρδου Μπάυρον δεν διαβάζεται πλέον και αυτό, τον λυπεί σαν πνευματικό δημιουργό και ο ίδιος. Διαπιστώνει επίσης, ότι το ενδιαφέρον των σύγχρονων αναγνωστών στρέφεται στα πιπεράτα της ζωής του και όχι στην ανάλυση και επεξεργασία του έργου του. Αυτές του οι παρατηρήσεις, ίσως να είναι και μια έμμεση απάντηση στα όσα κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Ίσως να είναι και μια έμμεση απάντηση στα άρθρα του από την Θεσσαλονίκη ποιητή Γιώργου Θ. Βαφόπουλου, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Εστία και αλλού. Ίσως. Γιαυτό σκέφτηκα να μνημονεύσω παράλληλα αποσπάσματα από το μικρό του βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροές το 1988, ένα χρόνο πριν την δημοσίευση του κειμένου του πειραιώτη ποιητή. ο δοκιμιακός λόγος του Ανδρέα Αγγελάκη, απέχει όπως βλέπουμε από τον ποιητικό και των άλλων κατά καιρούς δημοσιευμάτων του. Ο Ανδρέας Αγγελάκης είναι πρωτίστως ποιητής, έχει ποιητική φλέβα και όχι κριτική. Ο προπομπός του κειμένου του, από το γνωστό έργο του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τέννεσυ Ουίλλιαμς, έχει νομίζω και αυτό την προσδιοριστική σημασία του, για την ζωή και το έργο «Δον Ζουάν» του Μπάιρον.
Όσο για την «σαρδόνεια εκδίκηση» για την οποία μας μιλά ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης στην καταληκτική του πρόταση ίσως είναι ακόμα και στις μέρες μας, 30 χρόνια μετά την δημοσίευση του άρθρου, ένα ανοιχτό ερώτημα για εμάς τους αναγνώστες. Ποιος στάθηκε πιο τυχερός Εμείς ή ο άγγλος φιλέλληνας;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 23 Μαρτίου 2019

Σάββατο, πρώτη γραφή σήμερα.                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου