Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος


Ο ΛΑΪΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Του Ν. Καρτσωνάκη Νάκη, Καθηγητής του Κολλεγίου Αθηνών
Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τχ.75/3, 1961, σελ.191-197

     Το καλοκαίρι του 1947 καθόμουνα ένα βράδυ στην αυλή του σπιτιού του πιανίστα Γιάννη Άντοβικ, που βρισκότανε στο χωριό Βορειά της Μυτιλήνης. Μου είπε λοιπόν ο πιανίστας: «κάποιος ηλικιωμένος κύριος, εδώ παρακάτω, έχει μερικές εικόνες του Θεόφιλου και σε παρακαλεί να πας να τις ιδείς». Πράγματι ένα βράδυ πήγαμε με τον Άντοβικ στο σπίτι του ηλικιωμένου κυρίου, χτυπήσαμε την αυλόπορτα και ένας γηραλέος άνθρωπος μας άνοιξε. Σαν καθήσαμε, γυρίζει και μου λέει: «Ξέρετε, εγώ είμαι αδελφός εκείνου του ζωγράφου του Θεόφιλου. Να το σπίτι που γεννήθηκε πλάϊ στο δικό μου. Να και η αδελφή μας η Φώτω» και μας δείχνει μια γριούλα, ξεμαλλιασμένη με γλυκό πρόσωπο, που καθόταν πάρα κάτω στην αυλή.
      Όταν συνήλθα απ’ την έκπληξη αρχίσαμε να μιλάμε για τον Θεόφιλο. Μου έδειξε τις εικόνες που είχε. Εκείνη τη βραδυά μου είπε πολλά και από τότες κάθε βράδυ βλεπόμαστε, μιλάγαμε κι’ εγώ κρατούσα σημειώσεις.
     Το επίθετο του Θεόφιλου ήτανε Χατζή-Μιχαήλ. Ο πατέρας του λεγότανε Γαβριήλ, ήτανε τσαγκάρης, η μητέρα του Πηνελόπη. Έκανε οχτώ παιδιά.
1ος Ο Θεόφιλος
2η Η Ελπίδα (πέθανε)
3η Η Φώτω Γαβριήλ Βερτούμη ζεί, έχει δυό κόρες και δυό γιούς
4η Ο Σταύρος, γεννήθηκε το 1875 4 Οκτωβρίου
5η Η Σοφία Μερέντζου. Κάθεται στην Αθήνα, στον Ποδονίφτη, οδός Ανακούς 90.
6η Ο Παναγιώτης (πέθανε)
7η Η Αθανασία Σημαντήρη, καθότανε στα Σφαγεία, πέθανε.
8η Ο Μιχάλης, πέθανε.
     Ο παππούς του Θεόφιλου από τη μητέρα του λεγότανε Κωνσταντίνος Ζωγράφος και καταγότανε από τα Μοσχονήσια. Φόραγε σαλβάρια και σαμαρένια γούνα, ήτανε το επάγγελμα ζωγράφος, είχε τότες το μονοπώλιο της ζωγραφικής στη Μυτιλήνη. Την εποχήν εκείνη ήτανε έθιμο να προσφέρουν στους νιόνυμφους δώρο ένα εικόνισμα κι ο ζωγράφος είχε πολλή δουλειά κ’ έβγαλε πολλά λεφτά.
     Ο παππούς είχε πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια: την Πηνελόπη και την Έλλη Βιντέρη. Τα προίκισε από δύο σπίτια, ένα στη Μυτιλήνη κ’ ένα στη Βαρειά. Κι’ ακόμη τους έδωκε χτήματα, ένα στη θέση Μόθωνα στη μητέρα του Θεόφιλου κ’ ένα στον Ποταμό στην Βιντέρη. Κι’ ακόμα από πενήντα λίρες χρυσές στην κάθε μία σαν πέθανε 102 χρονώ! πρίν από τριάντα χρόνια. Όταν παντρευτήκανε οι κόρες του ξαναπαντρεύτηκε κι αυτός γιατί ήτανε χηρευάμενος. Όμως τον Θεόφιλο δεν τον ήθελε κοντά του.
Παιδική ηλικία
     Τα λίγα γράμματα που ήξερε τάμαθε στο σχολείο της Μυτιλήνης. Πήγαινε κάθε πρωί με τον πατέρα του, απ’ την Βαρειά που απείχε 3,5 χιλιόμετρα από τη Χώρα. Ο δάσκαλος τον τιμωρούσε γιατί δεν διάβαζε. Την ώρα του μαθήματος αυτός έκανε σχέδια. Έτσι ο πατέρας του τον πήρε από το σχολείο και τον έβαλε σε τσαγκάρη να μάθει την τέχνη. Αλλ’ ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να κάνει στο τσαγκαράδικο. Κατόπιν τον έβαλε κοντά σ’ ένα θείο του χτίστη και κοσμηματογράφο, τον Γεώργη Ζωγράφο, γυιό του παππού του Κωνσταντή.  Εκεί κουβαλούσε λάσπη κ’ έτριβε τα χώματα με στουπέτσι. Μιάν ημέα τον εζάλισε το στουπέτσι, έπεσε απ’ την σκαλωσιά κ’ έσπασε το κεφάλι του. Τον πήρανε δυό παιδιά στα χέρια και τον πήγανε στο σπίτι του. Δεν ξαναπάτησε πιά στο θείο του.
     Δέκα πέντε χρονώ περίπου, έφυγε από το σπίτι του και πήγε στη Σμύρνη κι ήταν χαμένος για τους δικούς του δέκα πέντε χρόνια. Η μάνα του ρωτούσε δεξιά και αριστερά, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει που βρισκότανε.
     Στη Σμύρνη καθότανε στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου στο σπίτι μιανής  γαλατζούς της οποίας οι γυιοί φτιάχνανε τσόκαρα, γαλότζες, όπως τα λέγανε στη Σμύρνη και τις πουλούσανε στα γύρα. Έβγαζε λεφτά ο Θεόφιλος απ’ τη ζωγραφική αλλά του τα κλέβανε.
     Στη Σμύρνη κάθε 25 Μαρτίου έβαζε φουστανέλλες και πήγαινε στο Βερχανέ (Φράνκ-Χανέ) του Ελληνικού Προξενείου. Δεν ήτανε καβάσης (κλητήρας) του Προξενείου αλλά έκανε χουσμέτια (θελήματα) των καβάσηδων του Προξενείου.
     Μια εικοσιπέντε Μαρτίου τον είδα κ’ εγώ με φουστανέλλες στο Προξενείο κι ο κόσμος έλεγε: «Να ο Θεόφιλος».
     Έφυγε από τη Σμύρνη και πήγε στη Μακρυνίτσα της Θεσσαλίας. Ήθελε από παιδί να βλέπει φουστανέλλες. Από τότες φορούσε ταχτικά τις φουστανέλλες. Τα κοσμήματα της φορεσιάς τα κεντούσε μόνος του. Οι συγγενείς του δεν γνώριζαν τίποτε από τη παραμονή του στη Θεσσαλία.
      Μια φορά τον καλέσανε σε τραπέζι και του προτείνανε να τόνε παντρέψουνε. Αυτός αρνήθηκε και τον φοβερίσανε πώς θα τον σκοτώσουνε. Φοβήθηκε λοιπόν κ’ έφυγε απ’ τη Μακρυνίτσα και γύρισε στη Μυτιλήνη. Τότες ήτανε ακόμα τουρκοκρατία κι αυτός κουβαλάει μαζί του τρία μπαούλα που είχανε μέσα μεταξύ των άλλων πραγμάτων, ένα καριοφίλι, κουμπούρες, μικρά πιστόλια της καβαλλαρίας, μολύβια και φυσέκια έτοιμα. Όλα αυτά τα είδε ένας βαρκάρης φίλος του πατέρα του Θεόφιλου, τον ειδοποίησε και βγάλανε στην ξηρά τη νύχτα τα μπαούλα. Την άλλη μέρα τον αναζητήσανε οι Τούρκοι, αλλά τους δώσανε λεφτά και φύγανε.
     Σαν γύρισε ο Θεόφιλος στην Μυτιλήνη ήταν άρρωστος, είχε πυρετό κι ο αδερφός του ο Σταύρος τον περιποιήθηκε επί μήνες. Τον πήρε στο σπίτι του (οδός Κολυμπάρας) κι ο Θεόφιλος εζωγράφισε στους τοίχους του σπιτιού τον Ερωτόκριτο, τον Ηρακλή, μια γοργόνα να πιάνει μιάν άγκυρα. Στο απάνω πάτωμα του σπιτιού ζωγράφισε τις τρείς Μοίρες. Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο τη μία με ψαλίδι στο χέρι και μιάν άλλη να γνέθει το νήμα της ζωής. Το σπίτι αυτό κάηκε.
     Κατόπιν πήγε με τη μητέρα του και κάθησε στο σπίτι της αδελφής του Μιρέντζου δέκα χρόνια, στην οδό Τσούφλου. Έπειτα πουλήθηκε το σπίτι και φύγανε. Έπιασε ένα σπίτι στον Άγιο Παντελεήμονα, κοντά στο Νεκροταφείο. Ήτανε ένα μονόροφο πέτρινο σπιτάκι. Είχε και τη μητέρα του μαζί. Ο αδελφός του Σταύρος τους έστελνε ψωμί. Η μητέρα του πέθανε το 1932.
     Είχε κάνει τοιχογραφίες στο σπίτι που γεννήθηκε στη Βαρειά, σ’ αυτό που μένει τώρα η αδελφή του Φώτω Βερτουμή. Τις καταστρέψανε όμως οι συγγενείς του γιατί δεν του δίνανε σημασία και τον θεωρούσανε χαμένον άνθρωπο.
Ο χαρακτήρας του
     Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση της εργασίας του, θα πρέπει να περιγράψουμε τον χαρακτήρα του όπως τον περιγράψανε οι συγγενείς του.
     Από μικρός φαινότανε να ήτανε σαν αγαθός, έτσι λέγανε στη Μικρασία τους όχι ισορροπημένους ανθρώπους. Οι μεγάλοι τόνε πειράζανε και τον βάζανε να διηγέται τα ταξίδια του.
     Όταν ξαναγύρισε στη Μυτιλήνη, το 1910 ίσως, ήταν γύρω στα σαράντα. Φορούσε φουστανέλλα, μια κάπα χειμώνα καλοκαίρι και τουζλούκια. Κρέμαγε έναν ντορβά στον ώμο. Μεσ’ τον ντορβά είχε μπηγμένο ένα ξύλο απάνω στο οποίο ήταν καρφωμένη μια βυζαντινή σημαία. Ένας αετός μαύρος σε κίτρινο σε κίτρινο βάθος. Τη σημαία την είχε ακόμα ο Κουτζούκης στη Μυτιλήνη.
     Τα τσαρούχια του τα σόλιαζε μόνος του κάρφωνε σόλα επάνω στη σόλα κι ήτανε το καθένα βάρος τρείς οκάδες. Κρατούσε μια μπαστούνα στο χέρι. Τα σύνεργα της ζωγραφικής του ήτανε στο σελάχι του, προφανώς τα πινέλλα!
     Έτσι το λοιπόν ντυμένος τριγυρνούσε τα χωριά της Μυτιλήνης κ’ έκανε τοιχογραφίες στα καφενεία. Είχα δει στην Καρήνη να έχει ζωγραφισμένο ολόκληρο το έξω μέρος ενός καφενείου. Στην Κουντουρουδιά της Γέρας σώζονται απάνω από την είσοδο ενός καφενείου και στο εσωτερικό ενός άλλου απέναντι, τοιχογραφίες. Στο Μεσαγρό της Γέρας είδα τοιχογραφίες του στο εσωτερικό ενός φούρνου.
     Η αμοιβή του για τις τοιχογραφίες ή για εικόνες ήτανε όσπρια, αυγά, τυρί, τραχανάς, ψωμί και ίσως λίγα χρήματα ακόμη. Κι όσες μέρες εζωγράφισε τόνε ταϊζανε. Έτσι φορτωμένος με τρόφιμα γύριζε στη Μυτιλήνη για να ξαναρχίσει αλλού πάλι τις περιοδείες του. Δεν υπόφερε από τρόφιμα κι όταν πέθανε βρεθήκανε τρόφιμα στο σπίτι του. Κάθε δυό τρείς μέρες κατέβαινε στην αγορά και ψώνιζε ό,τι του χρειαζότανε γιατί το σπίτι του ήτανε ψηλά, σε λόφο.
     Ποτές του δεν θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησία ούτε μεταλάβαινε. Ήτανε ασκητικός, μονήρης, φιλάργυρος, αφηρημένος. Όταν δούλευε φορούσε μπλε φουστανέλλα, μπλε πουκάμισο και στο κεφάλι φέσι.
     Τα μαλλιά του ήτανε αρκετά μεγάλα, τα έδενε με μικρό φιογκάκι σε κώτσο και τα έβαζε κάτω από το φέσι του. Δεν ήθελε να τόνε βλέπουνε να τρώει. Είχε μεγάλα νύχια. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Σε καφενείο δεν πήγαινε, ούτε σε διασκέδαση, ούτε σεργιάνι. Όταν δούλευε καθότανε κατάχαμα. Τα μικρά τόνε βλέπανε με τις φουστανέλλες και τον φοβόντανε. Λέγανε έρχεται ο μπάρμπα- τσολιάς! Περπατούσε σκυφτός, έλεγε πως πήγε ως την Άγκυρα με φουστανέλλες. Είχε κάνει και στο Άϊβαλί.
     Ήτανε γενικά καταφρονεμένος κι ο τρόμος των νοικοκυράδων, από τις ψείρες πούχε απάνω του.
     Μούπανε στη Βαρειά πως ο αδελφός του ο Σταύρος τον έδερνε κάπου κάπου.
     Ζούσε σε έναν κόσμο δικό του. Στον χώρο της Ελληνικής Ιστορίας όπως αυτός τόνε φανταζότανε. Αντλούσε τα θέματά του από την Αρχαιότητα, από το Βυζάντιο, από την Επανάσταση. Σίγουρα εταύτιζε τον εαυτό του με τα ιστορικά πρόσωπα που ζωγράφιζε.
     Γιαυτό κάθε απόκριες ντυνότανε αρχαίος Έλληνας, Μέγας Αλέξανδρος, έντυνε και μερικά αλητόπαιδα με θώρακες, περικεφαλαίες τους έδινε ασπίδες, δόρατα, ψεύτικα σπαθιά κι’ έβγαινε με τους οπαδούς του αυτούς στους δρόμους της Σμύρνης και της Μυτιλήνης κ’ εκάνανε δήθεν ψευτομάχες μεταξύ τους. Μάζευαν φυσικά χρήματα. Είχε και ένα ακκορντεόν μαζί του. όταν τελείωνε η περιοδεία στις γειτονιές έπαιρνε όλο το θίασο σε φωτογραφείο και φωτογραφιζόντανε. Κατόπιν πούλαγε τις φωτογραφίες πέντε δραχμές τη μία. Τις πανοπλίες και τα ρούχα του θιάσου τα έκανε μόνος του.
     Τέτοιες φωτογραφίες υπήρχαν πολλές στη Μυτιλήνη, στα χέρια των συγγενών του. Είχα κ’ εγώ μερικές τραβηγμένες στη Σμύρνη, τις οποίες έστειλα με το άρθρο μου αυτό στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, αλλά χάθηκαν και το άρθρο και οι φωτογραφίες. Τα είχα στείλει το 1947. Ήταν παρμένες στο Photographie Acropole, Rue Armenienne No 51Smyrna, όπως έγραφαν τα χαρτόνια που ήταν κολλημένες. Σε μια από αυτές φαίνεται  νέος καμμιά τριανταριά χρονώ. Έχει ωραίο πρόσωπο και ξανθό μουστάκι. Τα μάτια του ήτανε γκριζογάλανα όπως του αδελφού του του Σταύρου, ο οποίος του μοιάζει κάπως. Φρύδια έχει λίγα, το μέτωπό του είναι μεγάλο και υψηλό. Κρατάει μια σημαία μ’ έναν αετό, όχι δικέφαλο. Είναι φωτογραφημένος μόνος του, και φοράει ωραία φουστανέλλα με κεντημένο το γιλέκο και τα τουζλούκια.
     Κρατάει μια γυμνή ψεύτικη κάμα, της οποίας το θηκάρι είναι στο σελάχι του.
     Υπήρχε και μια άλλη φωτογραφία του μαζί με τη μητέρα του, τραβηγμένη στη Μυτιλήνη. Η γριά είναι καθησμένη, αυτός είναι όρθιος φοράει φουστανέλλα και κρατάει ένα ξεγυμνωμένο σπαθί από πάνω από το κεφάλι της. Έχει ύφος αρειμάνιο, το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο φακό, κυττάζει με κάποια φιλαρέσκεια, το κορμί του κάνει μια τσάκιση, το δεξί του πόδι προβάλλει μπροστά. Η αδελφή του, η Φώτω, μοιάζει πολύ με τη μάνα τους, σ’ αυτή τη φωτογραφία.
     Σε μια άλλη φωτογραφία απ’ τη Σμύρνη, είναι μαζί με τους «οπαδούς» του. Είναι όλοι πάνοπλοι με δόρατα και ασπίδες. Ο ίδιος κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ψεύτικο σπαθί και με το αριστερό του ένα κοντάρι από το οποίο κρέμεται μια επιγραφή, την οποία δεν μπόρεσα να διαβάσω. Πάντως διακρίνονταν: «Οι (αρχαίοι) Μακεδόνες» και μια ημερομηνία ή 1904 ή 1907. Το πρόσωπό του είναι παχουλό, με χαμηλωμένα μουστάκια, έχει δε αρκετά μεγάλα μαλλιά. Σε μια κονσόλα του φωτογραφείου είναι ακουμπισμένο το ακορντεόν, η φυσαρμόνικά του. Οι οπαδοί φαίνονται αλήτες και διακρίνονται τα δάχτυλα των ποδιών τους έξω από τα παληοπάπουτσα που φοράνε.
Ο αδελφός του
     Ο αδελφός του Σταύρος Ζατζή-Μιχαήλ αυτός που μου έδωσε τις περισσότερες πληροφορίες για το Θεόφιλο, γεννήθηκε στη Βαρειά το 1875 κι ήτανε το τέταρτο παιδί. Είναι ξυλουργός, έκανε στη Σμύρνη ένα χρόνο και ένα χρόνο στην Πόλη. Είναι άριστος τεχνίτης και χρημάτισε 12 χρόνια διευθυντής του ξυλουργικού τμήματος του Ορφανοτροφείου Μυτιλήνης. Εκτός από την τέχνη του είχε την μανία να βγάζει λόγους και να γράφει πανηγυρικούς στις εφημερίδες. Τελείωσε την 6η Δημοτικού, αλλά έχει μεγάλη φιλολογική φιλοδοξία. Για τον εαυτό του έλεγε πως δεν αγαπούσε τα χρήματα αλλά τη δόξα. Επίσης ισχυρίζεται πως ότι έφτιαξε ο Θεόφιλος στη ζωγραφική το έκανε αυτός στη ρητορική.
Ο Ελευθεριάδης
     Ο Στρατής Ελευθεριάδης γεννήθηκε το 1897 στη Σκαμνιά της Λέσβου και είναι κριτικός των πλαστικών τεχνών. Σταδιοδρόμησε λοιπόν στο Παρίσι και εξέδιδε το περιοδικό Cahier dArt κατόπιν το περιοδικό Μινώταυρος και το Verve. Αυτός ανέδειξε πολλούς καλλιτέχνες ευρωπαίους καθώς και τους δικούς μας Χατζηκυριάκο-Γκίκα και το Γουναρόπουλο. Έγραψε ακόμα πολλές μελέτες για την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη σύγχρονη τέχνη. Αυτός λοιπόν γνώρισε και το Θεόφιλο στη Μυτιλήνη και θέλησε να τον αναδείξει σαν λαϊκό και πρωτόγονο ζωγράφο.
     Στο Παρίσι ο Ελευθεριάδης γνωριζότανε σαν Τεριάντ.
     Ότι γράφω για τον Ελευθεριάδη παρακάτω, μου τα διηγήθηκαν οι συγγενείς του Θεόφιλου, δηλαδή ο αδελφός του Σταύρος, η γυναίκα του αδελφού του Παναγιώτη, οι ανηψιές του και άλλοι Μυτιληνιοί. Ώστε εγώ καμμία ευθύνη δεν φέρω για την ακρίβεια των γεγονότων.
     Αυτοί λέγανε πως ο Ελευθεριάδης, ανακάλυψε τον Θεόφιλο και του αγόρασε έργα αγνώστου αριθμού, τα οποία πήρε μαζί του στο Παρίσι. Όταν επρόκειτο να φύγει απ’ τη Μυτιλήνη, συμφώνησε με το Θεόφιλο να του κάνει αυτός μια σειρά έργα και να τα παραδίδει στον πατέρα του Ελευθεριάδη, που κάθεται ακόμη στη Βαρειά (1947). Και όταν ο πατέρας τα έστειλε στο Παρίσι στο γυιό του Τεριάντ, τότες ο Θεόφιλος θα πλερωνότανε.
     Κάθε βδομάδα ετοίμαζε ο Θεόφιλος ένα έργο καμωμένο απάνω σε κάμποτο διαστάσεων 1Χ2, το έπαιρνε υπό μάλης, το πήγαινε με τα πόδια στη Βαρειά, το παρέδιδε στον πατέρα του Ελευθεριάδη, κι αυτός τούδινε 50 δραχμές, λίγα ζαρζαβατικά του κήπου, και μισό ψωμί. Μ’ αυτά έπρεπε να φάει, ν’ αγοράσει κάμποτο και χρώματα.
     Τελάρωνε το κάμποτο, το πέρναε ως φαίνεται ένα χέρι ψαρόκολλα για να μην απορροφά τα χρώματα και καθότανε κατάχαμα κι’ εζωγράφιζε. Η αδελφή του η Φώτω μου είπε πως όταν ζωγράφιζε για τον Ελευθεριάδη, είχανε μαυρίσει τα πισινά του απ’ το πολύ καθησιό κατάχαμα.
     Λένε ακόμα οι συγγενείς του  πως παράδωκε στον πατέρα Ελευθεριάδη 12 έργα και έπαιρνε κάθε φορά την αμοιβή που έγραψα παραπάνω. Όταν τελάρωσε το 13 έργο του ήρθε συμφόρηση από υπερβολική κόπωση και πέθανε. Παραπονιότανε πως είχε στερέψει η φαντασία του. Είχε την ελπίδα πως με τα χρήματα που θα του έδινε ο Ελευθεριάδης (εκτός βέβαια από τις 50 δραχμές και το μισό ψωμί) όταν γύριζε από το Παρίσι, θα έχτιζε μια παράγκα για να μην πλερώνει νοίκι.
     Σαν πέθανε ο Θεόφιλος, πήγε ο αδελφός του Παναγιώτης στη Βαρειά, βρήκε τον πατέρα Ελευθεριάδη και του είπε πως πέθανε ο Θεόφιλος και του ζήτησε χρήματα για να τον θάψει. Ο Ελευθεριάδης τότε του είπε:
    «Άντε να φύγεις κι ο Θεόφιλος είναι πλερωμένος. Δεν έχω να δώσω τίποτα». Ο γυιός Ελευθεριάδης έλεγε στο Θεόφιλο να τον πάρει στο Παρίσι να τον ταϊζει, αλλά να βγάλει τη φουστανέλλα. Αυτός όμως αρνήθηκε.
Ο θάνατος
     Ο αδελφός το Θεόφιλου Παναγιώτης καθότανε πίσω απ’ το σπίτι του Θεόφιλου μαζί με τη γυναίκα του Μαρία, και τα παιδιά του, σ’ έναν παράλληλο δρόμο, στη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα του Νεκροταφείου (που λέγεται Βουναράκι) στην οδό Κυθήρων αριθ. 45. Η Μαρία περιποιότανε συχνά το Θεόφιλο και τον έπλενε.
     Το σπίτι του Θεόφιλου ήταν πάροδος της οδού Ιθάκης αριθ. 17.
     Μια Κυριακή του 1934 ώρα 5 το απόγευμα, πήγε ο Θεόφιλος στο σπίτι του Παναγιώτη λίγο χλωμός, φαινότανε αδιάθετος. Τούχανε προσφέρει ένα τσιγάρο κι αυτός τόδωκε στον Παναγιώτη.
     Τον είδε η Μαρία σ’ αυτήν την κατάσταση και του είπε:
«-Θεόφιλε, φαίνεσαι άρρωστος, να σου ψήσω ένα τσάϊ;» Του τόψησε και τούδωκε ένα παξιμαδάκι. Μετά έφυγε ο Θεόφιλος. Δεν τον ξαναείδαν ζωντανό.
     Η γειτόνισσα του Θεόφιλου, η κερά Σουλτάνα τούδινε κάθε πρωί γάλα κι ανησύχησε γιατί δύο μέρες ο Θεόφιλος δεν φάνηκε. Μάλιστα είπε πως ακούστηκαν βογγητά τη νύχτα της Κυριακής.
    Χτυπήσανε την εξώπορτα. Δεν ακουότανε κανένας. Ο Θεόφιλος είχε «πετρώσει» την αυλόπορτα από μέσα. Έβαλε δηλαδή μια μεγάλη πέτρα πίσω από την πόρτα. Τρέξανε οι γείτονες, φωνάξανε τη Μαρία, έσπασε ο Παναγιώτης το παράθυρο και τον βρήκε νεκρό και πρησμένο. Δεν μπορούσανε να του βγάλουνε τα ρούχα του απ’ το πρήξιμο. Τόνε σκεπάσανε με ένα σεντόνι και το σάβανο του το βάλανε από πάνω του. Ήτανε ξαπλωμένος μπρούμητα σε μια κουρελού γιατί δεν κοιμότανε στο στρώμα. Το μισό κεφάλι του ήταν γυρισμένο στο πλάϊ. Είχε βγάλει αίμα από το στόμα του. Όταν τον βρήκανε μύριζε, «έπιασε να χνωτάει». Το φαί του ήταν ακόμα στο τζάκι.
     Ξημερώματα του Ευαγγελισμού του 1934 ξεψύχισε. Τον έθαψε η Δημαρχία στο Νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα. Ο τάφος του δεν υπάρχει πιά.
     Ο Παναγιώτης πήρε όλα τα πάντα από το σπίτι του Θεόφιλου, και πούλησε του αδελφού του Σταύρου 5 έργα για 1500 δραχμές. Η Φώτω πήρε ένα καριοφίλι. Ο Θεόφιλος είχε τρείς φορεσιές φουστανέλλες. Την καλύτερη την έχει ο Χατζηδήμου και την αγόρασε από την αδελφή του Θεόφιλου, Αθανασία Σημαντήρη. Ο Παναγιώτης επούλησε τα έργα στον Εμπειρίκο.
Η αισθητική του
Τα έργα του Θεόφιλου είναι τριών ειδών;
α) Αντιγραφές από εικόνες, βιβλίων, από χρωματιστά δελτάρια, από λιθογραφίες και λοιπά. Δεν είχε τη φροντίδα ν’ αποδώσει το πρωτότυπο στο σχέδιο και στο χρώμα. Μηχανικά το αντέγραφε κι ότι έβγαινε. Όμως του έδινε τη σφραγίδα της τέχνης του στο χρώμα, στους τόνους στην ογκολογία.
β) Έργα από την Ιστορία. Αυτά είναι δικά του θέματα εμπνευσμένα από την αρχαία ιστορία, από τη βυζαντινή και από την επανάσταση. Τα θέματα αυτά επαναλαμβάνει άπειρες φορές, σχεδόν τα ίδια.
γ) Έργα εμπνευσμένα από την ζωή. Αυτά είναι καμωμένα με καλλιτεχνική διάθεση, στα οποία φαίνεται όλη του η ζωγραφική ιδιοσυγκρασία και το αναμφισβήτητο αλλά ακαλλιέργητο ταλέντο του, το τεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο στο οποίο έφτασε και η προσπάθεια να το αποτυπώσει, κάποιους ψυχολογικούς χαρακτήρες και αισθήματα στα πρόσωπα που ζωγραφίζει.
     Το τεράστιο έργο του είναι άνισο και αφρόντιστο, αλλά μέσα σ’ αυτήν την ανισότητα θα μπορούσαμε να απομονώσουμε τη ζωγραφική ιδιοσυγκρασία του Θεόφιλου.
     Ο άνθρωπος αυτός που γεννήθηκε περίπου κατά το 1868, εργαζότανε κάπου πενήντα χρόνια τη ζωγραφική κι από ασφαλείς πληροφορίες που έχουμε, φαίνεται πως από μικρός είχε έμφυτη κλίση προς αυτή. Δόθηκε μ’ όλη την ψυχή σ’ αυτήν και ζούσε απ’ αυτήν. Έτσι από την μακροχρόνια άσκησή της, βρήκε τον δικό του τρόπο έκφρασης, ζώντας με φαντασίωση σε δικό του καλλιτεχνικό κόσμο. Ο τρόπος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί σαν λαϊκή τέχνη και είναι πραγματικά, μια που δεν βγήκε από τη σπουδή της ζωγραφικής κει έχει έναν μυστικό σύνδεσμο με την λαϊκή τέχνη των παλιότερων εθνικών εκδηλώσεων. Εκφράζεται με λιτά μέσα και γίνεται κατανοητός από το λαό από το είδος της θεματολογίας του.
     Ως γνωστόν ο λαός ζητάει από τον πίνακα να δει τι παρασταίνει αυτός.
     Τα πολύτροπα θέματά του δεν τα ζωγράφιζε πάντα με τον ίδιο τρόπο, αλλά πολλές φορές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του θέματος. Έπειτα από τη μακρά άσκηση της ζωγραφικής απόχτησε βαθειά αίσθηση της αρμονίας των χρωμάτων, και την έννοια, τη φυσική, των χρωματικών αντιθέσεων.
     Χωρίς να νοιάζεται για τη φυσική φωτοσκίαση, πολλές φορές το απλό χρώμα του έχει όγκο και βάθος.
    Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια και τις προϋποθέσεις άφηνε τη φαντασία του αχαλίνωτη να βυθίζεται στις σφαίρες της ιστορίας της φυλής μας, όπως αυτός την καταλάβαινε και όταν ζωγράφιζε σκηνές από την ιστορία, αυτήν την ιστορία την ζούσε ο ίδιος, όπως ζει και ο άξιος ηθοποιός το ρόλο του. Στο διαχωρισμό του από την κοινωνία εύρισκε την ευκαιρία να φαντάζεται τον εαυτό του πότε Μεγαλέξανδρο Μακεδόνα, πότε Βυζαντινό ήρωα, πότε πολεμιστή της Επανάστασης. Την καθημερινή ήταν ντυμένος φουστανελλάς, τις απόκριες παράσταινε τον Μεγαλέξανδρο στους δρόμους. Και η αγαθοσύνη του τον βοηθούσε να μην νοιώθει ότι γίνεται περίγελο του κόσμου όταν έβγαινε μασκαρεμένος για να δώσει παραστάσεις, ψευτομάχες μέσα στις συνοικίες της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.
     Να πως τον έβλεπε ο αδελφός του στη ζωγραφική του. μου είπε: «Κύτταζε τα τοπία και συνδύαζε τα χρώματα. Παρατηρούσε τα άνθη και πειραματιζότανε. Έβλεπε πως ζωγράφιζαν οι άλλοι, παρατηρούσε την τεχνική τους αλλά δεν ακολουθούσε κενάνανε.»
     Η τέχνη του ήταν απλή. Μαύρα περιγράμματα στις μορφές γιομισμένα με χρώμα. Πολλές φορές έβαζε ασημένιες ή χρυσές πινελιές στη θέση των φώτων. Εργαζότανε πάνω σε ευτελή υλικά, σε κάμποτο, σε λαμαρίνες σε απαρασκεύαστο τοίχο, σε χαρτόνια σε σανίδες, σε ό,τι έβρισκε δηλαδή μπροστά του αυθόρμητα, όπως αυθόρμητα βγαίνει από τον άνθρωπο ένα τραγούδι.
     Έβαζε το κάμποτο σε τελάρο. Έτριβε μόνος του τα χρώματα απάνω σ’ ένα τζάμι με λάδι, χρώματα έκανε και από κοπανισμένο κεραμίδι, φύλλα ροδιάς, και ούρα!
     Ένα διάστημα εργαζόταν με χοντρά μαλλιά. Σχημάτιζε ευζώνους απάνω σε χοντρό χαρτί, ζωγράφιζε τα πρόσωπα με χρώμα και κολλούσε στο μέρος των φορεμάτων χρωματιστά χοντρά μαλλιά.
     Το έργο του αναβρύζει απλό, αφρόντιστο, αφελές, αυθόρμητο, λιτό και λαϊκό τραγούδι.
     Αυτός λοιπόν ο αγράμματος, ο αγαθιάρης που τον περιφρονούσαν δικοί του και ξένοι, αυτός ο φθειριών, μίλησε στην ψυχή του απλού ελληνικού λαού και του εξιστόρησε το έπος της ιστορίας του, όσο λίγοι καλλιτέχνες τα κατάφεραν. Ακόμα έδωσε ένα υψηλό μάθημα στους Έλληνες καλλιτέχνες να συλλογιστούνε ποιο είναι το καθήκον τους.
Περιγραφή δύο έργων του
     Το ένα επιγράφεται «Χωρίον Ανατολής Κίρκ Αγάτς» που βρίσκεται στη συλλογή Κουτζούκη στη Μυτιλήνη.
     Στο χωριό Κίρκ-Αγάτς υπάρχει έργο όπου συγκεντρώνονται όλες οι αρετές του Θεόφιλου ενώ σε άλλα έργα του υπάρχουνε πολλές ανισότητες. Είναι ένα συνθετικό κατόρθωμα, μια θαυμάσια αγροτική σκηνή, εμπνευσμένη από τη μακροχρόνια παραμονή του στη Μικρασία, σίγουρα δε η πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Τότες η ευημερία των Χριστιανών της Τουρκίας ήτανε μεγάλη, ιδιαίτερα πρίν από το Σύνταγμα του 1908.
     Η σύνθεση είναι χωρισμένη σε δύο μέρη: σε απάνω και σε κάτω. Σε πρώτο επίπεδο δεξιά στέκεται ο γέροντας Κεχαγιάς Αλή και κουβεντιάζει με σοβαρότητα με τον αγροφύλακα Αζήλ. Τα ονόματά τους είναι γραμμένα δίπλα τους. Ο Κεχαγιάς φοράει τα ρούχα των Τούρκων της Ανατολής, χρώματος καφέ. Στέκεται ολόκληρος κατά μέτωπο, αλλά τα πόδια του είναι γυρισμένα στα πλάγια. Είναι σοβαρός σαν να κάνει αργές χειρονομίες, έχει μορφή αγαθή ανατολική και κρατάει μπαστούνα στο ένα του χέρι. Ο αγροφύλακας Αζήλ είναι ζεϊμπέκος ντυμένος με τα χαρακτηριστική στολή του. Στέκεται στα πλάγια και έχει ένα παληό ντουφέκι στον ώμο του. Το ύφος του είναι παλληκαρίστικο. Ο γέρος δείχνει ένα κοπάδι αγελάδες που βρίσκουνε στο λιβάδι. Ένα ρυάκι τρέχει αριστερά κάνοντας μια καμπύλη. Το κοπάδι πιάνει τα τρία τέταρτα του κάτω επιπέδου του πίνακα σε ωοειδές σχήμα. Το λιβάδι είναι χρωματισμένο με ανοιχτά και βαθειά πράσινα χρώματα με ξεχωριστές πινελιές σαν κι αυτές που τοποθετούν οι pointillistes ζωγράφοι.
     Το απάνω μέρος της σύνθεσης πιάνει το ένα τρίτο της επιφάνειας του πίνακα. Δεξιά, καβαλλάρης σε καφετί άλογο, καλπάζει ο Τσερκέζ Ιμπραήμ και ρίχνει μια θηλειά για να πιάσει ένα από τα δύο μοσχαράκια και τρέχουνε μπροστά του. Πίσω του καλπάζει σε άσπρο άλογο ένας ρωμιός, ο Γεώργης Αράπης και σηκώνει κι αυτός μια θηλειά. Ο Τσερκέζ Ιμπραήμ φοράει τη γνωστή τσερκέζικη φορεσιά, με ρεαλισμό ζωγραφισμένη κι ο Γεώργης φοράει τα ρούχα των ρωμιών χωρικών της Ανατολής με ένα μαντήλι στο κεφάλι του. Στο κέντρο της σκηνής τρέχει ένας σκύλος. Όλο το φόντο το πιάνει μια σειρά χαμηλών λόφων με διάσπαρτες κομψές εληές, παρά πολύ φυσικά αποδομένες.
     Το σχέδιο των ανθρώπων και των ζώων είναι απόλυτα αναλογικό, ή κίνηση των αλόγων ζωηρή, μάλιστα το άλογο του Τσερκέζου θυμίζει τα άλογα των καβαλλάρηδων αγίων. Τα επίλοιπα ζώα είναι πολύ χαρακτηρισμένα. Πολύ χαριτωμένη είναι η κίνηση του μοσχαριού στο  πρώτο επίπεδο, που σηκώνει το κεφάλι του και βυζαίνει.
     Η άρτια αυτή σύνθεση έχει βαθειά ψυχογραφία των μορφών. Στο πρώτο επίπεδο με τον Κεχαγιά Αλή και τις αγελάδες, κυριαρχεί ειδυλλιακή ηρεμία, αντίθετα στο δεύτερο επίπεδο παρατηρείται ζωηρότατη κίνηση των καβαλλάρηδων και των μοσχαριών.
     Ο χρωματισμός του πίνακα είναι αρμονικός και όλα μυρίζουν εξοχή ανατολίτικη. Υπάρχει προοπτική αναλογία μεταξύ των ανθρώπων και των ζώων του πρώτου προς το δεύτερο επίπεδο. Όπως επίσης υπάρχει εναέρια χρωματική προοπτική των διαφόρων επιπέδων μεταξύ τους. Εδώ ο Θεόφιλος έφτασε στο υπέρτατο σημείο της τεχνικής και συναισθηματικής του απόδοσης και το «χωριό Κίρκ Αγάτς» είναι τρόπον τινά η συνισταμένη των αρετών μέσα στην πολυάριθμη παραγωγή του.
     Ο Θεόφιλος έκανε και αγιογραφίες, πολλές φορές έργα της έσχατης προχειρότητας. Η Κοίμηση όμως της Θεοτόκου που βρίσκεται στην εκκλησία του Νεκροταφείου, τον Άγιο Παντελεήμονα, είναι από τις καλύτερες που έχει κάνει. Έχει διαστάσεις 0,60Χ0,60, και είναι κορνιζαρισμένη. Η σύνθεση ακολουθεί τον γνωστό τρόπο της Κοίμησης.
     Τα πρόσωπα του Χριστού και των Αποστόλων είναι ωραία, σοβαρά, σεβάσμια και με σωστό σχεδιασμό, σεβάσμια και με σωστά σχέδια καμωμένα. Επάνω σε προπαρασκευή με χρώμα ώχρα βγάζει το γενικό φως της σάρκας. Το μάτι του αποζητάει να τοποθετήσει κοντά στα ψυχρά, θερμά χρώματα. Δροσεροί και ζωηροί είναι οι χρωματισμοί του έργου, του οποίου η μορφή είναι ευχάριστη και μοντέρνα.
Ν. ΚΑΡΤΣΩΝΑΚΗΣ ΝΑΚΗΣ
Καθηγητής Κολλεγίου Αθηνών
Περιοδικό «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ» τεύχος 75/3, 1961, σελίδες 191-197.
--
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Ο Ζωγράφος του λαϊκού θρύλου
Γιώργος Πετρής
Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τχ. 75/3,1961, σελ.198-2000
     Συχνά φέρνω στο νου, τις πρώτες μου αναμνήσεις από το Θεόφιλο. Είναι γραφικές, όσο γραφικό ήταν και το περιβάλλον που τον απάντησα, μα και ο ίδιος ο Θεόφιλος, και σαν παρουσιαστικό και σαν φυσιογνωμία. Ήμουνα πολύ νέος, σχεδόν παιδί, όταν τον πρωτοείδα στην Μυτιλήνη. Μούκανε εντύπωση η παράξενη φορεσιά του, η λερή φουστανέλλα του, το παραγεμισμένο σελάχι του, τα βαρειά τσαρούχια που τάσερνε καθώς περπατούσε. Κείνο τον καιρό ζωγράφιζα με φούρια και μου κατέβηκε πως τούτος ο άνθρωπος ήτανε κατάλληλος για μοντέλο. Τον έφερνα βόλτα, μα δεν τον γνώριζα και ντρεπόμουνα να του μιλήσω. Ώσπου μια μέρα, κάποιος φίλος μου, ερασιτέχνης ζωγράφος κι αυτός, μα πολύ πιο μεγάλος και πιο γνωστός από μένα, μου είπε ποιος ήτανε ο άνθρωπος αυτός. Στην αρχή ξαφνιάστηκα, ύστερα βρήκα πως ο Θεόφιλος, που ήξερα αρκετά έργα του, δεν μπορούσε να είναι αλλοιώτικος. Μου έφυγε πια η όρεξη να τον ζωγραφίσω, τώρα που τον ήξερα δεν θα τολμούσα δα να του προτείνω τίποτε τέτοιο, όμως ήθελα πολύ, πάρα πολύ, να του μιλήσω.
     Είχα δει ως τα τότε πολλές ζωγραφιές του σε διάφορα μέρη του νησιού. Είχε ζωγραφίσει σε ταβέρνες, και σε καφενεία, τοιχογραφίες, μα και πάνω σε μακαβέδες (χαρτόνια) ή και σε κομμάτια από τενεκέ, που φαίνεται να τον προτιμούσε γιατί δεν τραβούσε την μπογιά. Τα πιο πολλά έργα του ήτανε ζωγραφισμένα στους εξωτερικούς τοίχους και σιγά σιγά χαλούσανε. Για μένα ήταν μαγεία να κάθουμαι να τα βλέπω. Ήτανε ένα χρωματικό παραμύθι, τόσο γνωστό και τόσο πολυακουσμένο, μα που ο άνθρωπος που το έλεγε είχε έναν καινούργιο τρόπο να το παρουσιάζει. Κι αργότερα, σαν μεγάλωσα κ’ είδα πιο σοβαρά το έργο του Θεόφιλου, πάλι σαν τέτοιο το είδα, τουλάχιστο δεν άλλαξε μέσα μου και πολύ η αρχική ιδέα που είχα για το έργο του Θεόφιλου. Τα πιο πολλά έργα του, κείνα που είδα εγώ, τα είχε ζωγραφίσει για τις αγροτικές γιορτές της Μυτιλήνης στους τοίχους του αυλόγυρου του γυμνασίου της Μυτιλήνης. Είχε ζωγραφίσει μυθικές σκηνές, τον Αδάμ και την Εύα, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα (όχι πάντα ιστορικά θέματα) κι άλλες ακόμα ξέχωρες  φιγούρες, που θα πιάσανε αρκετές κατοστές μέτρα. Όπως με όλα τα έργα του Θεόφιλου, ήτανε και δω γραμμένη με το χέρι του μια λεζάντα που εξηγούσε το θέμα. Κ’ ήτανε γουστόζα αυτά τα γραφτά και σα σύνταξη και σαν ορθογραφία κι είχανε κάτι παραμυθένιο και το ποιητικό. Είναι κρίμα που όλα τα έργα του αυτά εξαφανίστηκαν. Τα είχε ζωγραφίσει με νερομπογιές το καλοκαίρι του 1930 ή του 1931 και σαν ήρθε ο χειμώνας και ξαναπήγαμε στο σκολείο καθόμουνα για ώρες και τα θαύμαζα, τα μελετούσα και διάβαζα τις λεζάντες. Μα η χαρά μου δε βάσταξε και τόσο. Οι βροχές σε λίγο τα ξεβάψανε και τον άλλο χρόνο τα ντουβάρια ξανασβεστωθήκαν. Κείνο που θυμάμαι πολύ καθαρά ακόμα, ίσως γιατί μου έκανε πιο μεγάλη εντύπωση, ήτανε μια γυναικεία φιγούρα, ζωγραφισμένη στην εξωτερική γωνιά του τοίχου του γυμναστηρίου, μια σωστή αντρογυναίκα, όπως έκανε δα πάντα τις γυναίκες, που έμοιαζε πολύ με παιδικό σχέδιο που δημοσίεψε το περιοδικό μας στο προηγούμενο τεύχος (σελ.25). Μόνο που εκείνη ήτανε παρδαλή και κρατούσε στο χέρι μια πελώρια τράκα-τρούκα. Δίπλα η εξήγηση: «η Αντριάνα, η πρώτη στραγωδίστρα των Αθηνών».
     Τον πετύχαινα στον απάνω δρόμο, που πήγαινε απ’ το Ακλειδιού στην Αγιά Μαρίνα, κι εκεί μια μέρα του μίλησα. Δεν θυμάμαι πιά τι και πως. Θυμάμαι, όμως, πως τον συναντούσα συχνά σ’ αυτό το δρόμο, όπου εγώ έκανα σουλάτσο, γιατί πήγαινα τότε στο Ακρωτήρι και τις Βαγιές, γιατί εκεί ήτανε πολλά εξοχικά καφενεδάκια και ζωγράφιζε. Περπατούσαμε μαζί κα μιλούσαμε. Ήτανε τσακισμένος και κοντακιανός και δυσκολευότανε να συγχρονίσει το βήμα του με το δικό μου. Και τότε, με τις κουβέντες μου εκείνες μαζί του, κατάλαβα πιο καλά το έργο του, θεμελίωσα καλύτερα κείνο που είχε μισογεννηθεί στην σκέψη μου.
     Ο Θεόφιλος ήτανε «λογάς», Σαν άνοιγε το στόμα του, άνοιγε και την ψυχή του και διηγιότανε πράγματα ωραία και θαυμαστά. Δεν ήταν ρήτορας, κάθε άλλο, σε αιχμαλώτιζαν, όμως, κείνα που ιστορούσε. Έλεγε ιστορίες απ’ τη ζωή του, απ’ τη μυθολογία, αλλά διάφορα περιστατικά από την Τουρκοκρατία, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλία κι ήτανε όλα τούτα ντυμένα με το ρούχο της ποίησης και της φαντασίας. Το έργο του ήτανε η εικονογράφηση της ιστορίας που έλεγε, ήτανε μάλλον η ίδια η κουβέντα του ζωγραφισμένη. Δεν το χωρούσε το μυαλό του πως μπορούν να ζωγραφίζουν μια φόρμα, που δεν θέλει έξω από τη  μορφή της να πει τίποτ’ άλλο. Του έλεγα μια φορά να μου ζωγραφίσει ένα τοπίο, κι αντιστεκότανε, είναι η αλήθεια με ευγένεια, μα το ένοιωθα πως δεν ήτανε καθόλου ευχαριστημένος με την πρότασή μου.
    «Άσε να σου κάνω τον Καραϊσκάκη, το Μάρκο Μπότσαρη, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο», μούλεγε αναμμένος και στα μάτια του έβλεπες πως τα ζούσε όλ’ αυτά που του διηγιότανε. Όταν κι ο ζωγράφος Ορέστης Κανέλλος του γύρεψε κάτι ανάλογο, ο Θεόφιλος απάντησε με ζέση:
«Θα σου ζωγραφίσω το Μεγαλέξαντρο, που μπαίνει μέσα στους εχθρούς με το σπαθί του…» και του διηγήθηκε, σαν ν’ απάγγελνε ποίημα απόξω, όλο το όραμα που τον γέμιζε, κι ήθελε να το ζωγραφίσει.
     Είναι γνωστό πως στα νειάτα του παράσταινε μαζί μ’ άλλους πολλές απ’ τις αρχαίες σκηνές, που αργότερα ζωγράφιζε.
     Δεν ήταν, λοιπόν, ο Θεόφιλος ένας μπογιατζής που είχε έναν αισθητικό έλεγχο στο χρώμα του. Αυτά που ζωγράφιζε δεν ήτανε γι’ αυτόν μόνο υπόθεση ματιού, μα πρίν από κάθε άλλο, υπόθεση ψυχής. Ήτανε ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, με ποιητική αίσθηση, ένας ρωμαντικός άνθρωπος. Και συχνά, τα ζούσε κείνα τα οράματά του, γι’ αυτό και φαινότανε κάπως αγαθιάρης. Το έργο του έβγαινε, λοιπόν, από μια πνευματική άσκηση, από έναν κόσμο που είχε μέσα του, κι αυτόν γύρευε να εκφράσει. Και τον έβγαζε όχι με μεταφορές και αλληγορίες, παρά άμεσα και καθαρά. Διηγιότανε με το έργο του μίαν ιστορία κι όχι μόνο στον εαυτό του, μα σ’ όλους τους άλλους, τους ανθρώπους που τον τριγύριζαν. Και τους έλεγε πράγματα που τα ήξεραν κι αυτοί που τα ζούσαν και που τα καταλάβαιναν. Γι’ αυτό και το πνεύμα του είχε ένα ομαδικό θα λέγαμε χαρακτήρα. Ο ίδιος ζωγράφιζε σύμφωνα με το κοινό αίσθημα. Οι άνθρωποι γύρω του τον αγαπούσαν και τον αναζητούσαν. Ήξερα άλλους τέτοιους παραμυθάδες, φτωχούς και τυραγνισμένους ψυχάρηδες, που μπορούσαν να κάθουνται μαζί του ολόκληρες βραδιές, να κουτσοπίνουν και να κουβεντιάζουν. Δεν είχανε κανέναν ιδιαίτερο θαυμασμό για ό,τι του έλεγε ή για ό,τι ζωγράφιζε. Τους άρεζαν και τα καταλάβαιναν όλα, μα τα θεωρούσανε κάπως αυτονόητα. Μόνο που ήτανε δα κι αυτοί φτωχοί και τυραγνισμένοι και δεν μπορούσαν να τον θρέψουνε πάντα και γι’ αυτό περνούσε και μεγάλη περίοδο που πεινούσε, κυρίως σαν έμενε στο Τζούφλο, στο φτωχομαχαλά της πόλης. Μα σαν πήγαινε στα χωριά, και μάλιστα στα πλούσια, Καλλονή, Αγιά Παρασκευή, καλοπερνούσε.
     Ζωγράφιζε λοιπόν λαϊκές ιστορίες. Περιστατικά στη φαντασία του λαού. Αντλεί απ’ το λαϊκό αίσθημα. Και από τη μεριά αυτή είναι περισσότερο ένα εκτελεστής, παρά πρωτότυπος δημιουργός. Τον γοητεύει και η αρχαία ιστορία, με τον Όμηρο και το Μεγαλέξαντρο, και η Βυζαντινή με τον Παλαιολόγο, μα πιο πολύ η νεώτερη. Τα πρόσωπα και τα περιστατικά τούτα είναι τα  μεγάλα του τα θέματα. Ζωγραφίζει με το ίδιο πάθος τον Αδάμ με την Εύα και τον Ερωτόκριτο με την Αρετούσα. «Διά σκοινίου σκάλας αναβιβαζόμενος ο Ερωτόκριτος χαιρετών την Αρετούσα» γράφει δίπλα. Ζωγραφίζει λαϊκούς ήρωες και λαϊκές καλλονές ακόμα, σαν την Ανδριάνα ή την Ευανθία τη Μπουρνουβαλιά, που καρφώνει με χάρη ένα λουλούδι στα μαλλιά της. Γενικά σαν ζωγραφίζει γυναίκες είναι κάπως δισταχτικός κι άβολος. Δεν περάσανε δά και πολλές στο λαϊκό θρύλο και ίσως και γι’ αυτό τις κάνει άχαρες κι ασουλούπωτες. Μα σαν ζωγραφίζει άντρες και μάλιστα ξακουστούς, τους κάνει όλους σύγχρονους λεβέντες, όμορφους και παλληκαράδες, όπως τους θέλει ο λαϊκός θρύλος. Ζωγραφίζει ακόμα και σκηνές απ’ την καθημερινή ζωή, Κυνήγια, αρβανιτόβλαχους, τσομπάνηδες με τις στάνες τους, ψαράδες με τις τράτες, υφάντρες αγιασσώτισσες. Σπανιώτερα είναι τα τοπία. Κι αυτά πάντα έχουνε μέσα τους φιγούρες ή ζώα, μιάν ιστορία, ένα ανέκδοτο. Ο κόσμος του είναι ο θαυμαστός κόσμος, όπως τον βλέπει το αγνό μάτι του λαού: Ηρωικός, παλληκαρίσιος, με ηθικές αρχές, στέριος, αξιοπρεπής, καλωσυνάτος και αισιόδοξος. Νομίζω πως αυτή είναι η βάση του έργου του κι αυτό είναι το κυριώτερο συστατικό της λαϊκότητάς του. Ελάχιστες είναι οι αγιογραφίες κι αυτές δεν είναι καθόλου βυζαντινές. Πολλές είναι σχεδόν γελοιογραφίες. Γενικά η παθητικότητα της βυζαντινής ζωγραφικής δεν του πάει. Ο κόσμος της αυστηρής προσευχής δεν τον τραβά. Θέλει ζωντανά πράματα, προτιμά να μιλά για τις παλληκαριές του λαού, να ζωγραφίζει τη χαρά της ζωής, με φαντασία, αγνότητα και αφέλεια. Είναι ο ίδιος ο λαός.
     Δε θα ζούσε το έργο αυτό και δεν θα μας έκανε να το σχολιάζουμε αν δεν είχε μαζί και μορφικές αρετές. Τη ζωγραφική δεν φαίνεται να την έμαθε από πουθενά. Ο πατέρας του ήτανε αγιογράφος κ’ εκεί, μέσα στο σπίτι του, κάτι θάρπαξε το μάτι του. όμως στο Πήλιο, όπου ζει και ανθεί σχεδόν ως τις μέρες του η λαϊκή ζωγραφική, με τις τοιχογραφίες της σ’ αρχοντικά και εκκλησίες, εκεί διαμορφώθηκε η τέχνη του. Ένα πολύ μεγάλο μέρος τους είναι θρεμμένο κι απ’ τις διηγήσεις που άκουσε ή τις σκηνές που είδε στην παλιά Ελλάδα. Το έργο του που γενικά δεν γνωρίζει την προοπτική, τούτο το πήρε απ’ τη μεταβυζαντινή αγιογραφία και δεν προβάλλει ιδιαίτερα την τρίτη διάσταση, ακόμα και όταν το επιχειρεί. Πολλά στοιχεία του είναι τόσο αφελή που θαρρείς και τα έκανε κανένα παιδί. Κι αλήθεια το σχέδιο σε πολλές φιγούρες του είναι σαν τα όμορφα παιδικά σχέδια που χαιρόμαστε καμιά φορά. Σ’ ένα κυνήγι πάλι, έχει βάλει πάπιες να πετούν πάνω απ’ το νερό κι η αντανάκλασή τους μέσα του, δεν παριστάνει τα πουλιά, όπως είναι φυσικό, απ’ την ανάποδη, μα απ’ την καλή, σαν να πετά κανένα άλλο κοπάδι πουλιά, μέσα στο νερό. Όμως το χρώμα του είναι που μαγεύει το μάτι σαν κυττάς τον πίνακα. Ξέρει να το δίνει μαστορικά, πολλές φορές έξω από κάθε κανόνα. Είναι ζωντανό, δυνατό, χαρούμενο, ηχηρό, κ’ εκφραστικό. Δεν έχει ανάγκη να κάνει λεπτομέρειες, σαν τον Ντουανιέ Ρουσσώ ή την Σεραφίνα. Βγάζει ό,τι θέλει με μεγάλες επιφάνειες, με χρώμα άταχτο και ζωηρό, που σου φέρνει στο νου πιότερο τον Ματίς. Αφού κάνει από κάτω μια προετοιμασία, ύστερα με μαύρη μπογιά ζωγραφίζει τις φιγούρες του και γεμίζει τις επιφάνειες με χρώμα. Τα σκιερά μέρη τα κάνει άλλη φορά με πιο σκούρο χρώμα κι άλλη φορά με μαύρο γραμμωτό. Συνθέτει με τόλμη, φαντασία κι αφέλεια. Σαν τα παιδιά ζωγραφίζει το πράμα που ξέρει κι όχι κείνο που βλέπει. Πάνω σ’ ένα μικρό σχετικά πίνακα μπορεί να σου χωρέσει χωριά και πολιτείες, βουνά, δάση και ποτάμια. Έτσι και με την τεχνική του είναι πολύ κοντά μας σήμερα. Είναι μια τεχνική προσωπική, μέσα στο σύγχρονο πνεύμα.
     Τα θέματά του, που τα ζωγραφίζει πολλές φορές σε παραλλαγές (όπως βγούν), τα παίρνει από παντού. Έχω ακούσει πως είχε ένα τετράδιο όπου είχε μέσα σχεδιάσει, μάλλον ξεσηκώσει απ’ αλλού, διάφορες συνθέσεις. Εγώ δεν το είδα. Και τις τυποποιημένες ακόμα συνθέσεις του τον είδα να τις ζωγραφίζει απ’ το νού του.
     Σε πολλές συνθέσεις του η καταγωγή τους είναι φανερή. Παίρνει θέματα από παλιές γκραβούρες, λαϊκές ζωγραφιές, εικονογραφήσεις από τις ξένες στάμπες που αναφέρονταν σε πρόσωπα είτε περιστατικά του 21. Θάξιζε να μελετήσει κανείς τις πηγές και τις παραλλαγές του Θεόφιλου. Φαίνεται να ξεσήκωσε θέματα ακόμα και από κάρτες. Γιατί μερικά ξενικά τοπία που έχω υπόψη μου, και που είναι ίσως τα μόνα του έργα που δεν έχουν φιγούρες, δε μπορεί να τα έχει δει αλλοιώς. Μα ζωγράφιζε τοπία, σκηνές και φιγούρες κι απ’ το φυσικό, και πολύ συχνά τα έργα του αυτά είναι κι απ’ τα πιο καλά του. Βέβαια, όλ’ αυτά τα μεταγράφει αυτόματα στο δικό του κλίμα, μα είναι αρκετά χαρακτηρισμένα, τόσο που να μπορείς εύκολα να γνωρίσεις τοποθεσίες και πρόσωπα. Γιατί η πρόθεσή του παραμένει πάντα να ζωγραφίσει την αλήθεια και βάζει όλες τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες είτε φαίνονται στο μάτι είτε όχι, Βέβαια, η αναπαράσταση δεν είναι πάντοτε τέλεια, μα αποδίνει πολύ πετυχημένα το πνεύμα.
     Μά ίσως όλα τούτα να μην αξίζουν τίποτα, αν δεν υπήρχε εκείνη η αμεσότητα στα αίσθημα που καταξιώνει τα ζωγραφικά του στοιχεία. Γιατί η σύνθεσή του, τα χρώματά του, η φιγούρα του είναι αίσθηση ζωής, είναι οπτική διατύπωση του κόσμου του, η ζωγραφική εκδήλωση ενός λαϊκού θρύλου που ζούσε ως τα χτές στην καρδιά και τη φαντασία του λαού, του θρύλου που διηγιότανε τα χτεσινά θαυμάσια και φτέρωνε την πίστη για το αύριο, όπως ο Καραγκιόζης, είναι η έκφραση της λαϊκής παλληκαριάς και της αρετής, ο αντίλαλος του 21 που ζούσε μέσα στο λαό σαν αληθινό παραμύθι, που ο Θεόφιλος πρόφτασε να τ’ αφουγκραστεί και να γευτεί τη γοητεία του.
Γ. ΠΕΤΡΗΣ
Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τχ. 75/3,1961, σ.198-200
--
        
Σημειώσεις:
Πάνε χρόνια τώρα που βρήκα στο εμπόριο και αγόρασα και διάβασα τα τεύχη-σχεδόν όλα-του παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» μηνιαίο περιοδικό γραμμάτων και τεχνών. Διευθύνεται από επιτροπή. Εμβάσματα: Μιχάλης Μπάζαν, Ακαδημίας 74, Αθήνα.
Ένα σοβαρό περιοδικό της εποχής του που εξέφραζε-τότε-την ιδεολογική, πνευματική, καλλιτεχνική και αισθητική κοσμοθεωρία και πολιτικές και κοινωνικές θέσεις της αριστεράς, της ανανεωτικής, και της κομμουνιστικής επανάστασης και το θεωρητικό μοντέλο της για την σοβιετική και παγκόσμια Τέχνη σε όλες της τις μορφές, εκφράσεις και εκδηλώσεις. Λογοτεχνία, Ποίηση, Δοκίμιο, Μελέτες, Εικαστικές Τέχνες, Αρχιτεκτονική, Κινηματογράφος, Θέατρο, κλπ. Ένα λογοτεχνικό περιοδικό που αν το ξεφυλλίσουμε, ακόμα και στα χρόνια μας, που η μαρξιστική θεωρία και ιδεολογία με ότι αυτή κόμισε στο διάβα της, τις απόψεις και τις θέσεις της για την λεγόμενη προλεταριακή τέχνη έχει υποχωρήσει διεθνώς, και ευτυχώς, και στην πατρίδα μας,-ιδιαίτερα μετά το 1989- και την τρίτη τεχνολογική επανάσταση των καιρών μας. Στο περιοδικό αυτί συναντάμε κείμενα και άρθρα, αναλύσεις έργων και κοινωνικών καταστάσεων, πρώτες δημοσιεύσεις πεζών και ποιημάτων, μεταφράσεις πεζών και θεατρικών έργων, ποιημάτων, δοκιμίων, που έχουν το ενδιαφέρον τους και την σημασία τους. Εξακολουθούν να κρατούν εναργή την ματιά του αναγνώστη ακόμα και σήμερα. Ένα λογοτεχνικό περιοδικό, με έντονο ιδεολογικό βάρος και πολιτικό  χρωματισμό, που βρίσκονταν στον αντίποδα του μετέπειτα χρονικά, λογοτεχνικού περιοδικού «ΕΠΟΧΕΣ» και τους συνεργάτες του. Τους μη κομμουνιστοτραφείς, τους λεγόμενους αστούς λογοτέχνες, τους κεντρώους, που προέρχονταν σωστότερα, από την παλαιά Βενιζελογενή πολιτική παράταξη του μεσοπολέμου.Ένα εξίσου σημαντικό και χρήσιμο λογοτεχνικό περιοδικό εκείνων των χρόνων, (δεκαετίας του 1960) που διαμόρφωσαν και τα δύο, τις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές συνειδήσεις των νέων ελλήνων των εποχών της έκδοσής τους. Τα περιοδικά αυτά κινούνταν μέσα σε ένα κλίμα ανεύρεσης της ελληνικότητας ή επαναδιατύπωσής της. Διαθέτοντας ένα στελεχειακό δυναμικό συγγραφικό προσωπικό με ιδιαίτερες ευρωπαικές γνώσεις, αλλά με γερές ελληνικές πνευματικές βάσεις, στράφηκαν προς την ελληνική παράδοση και τον πολιτισμό, χωρίς να αγνοούν τα ξένα παγκόσμια πνευματικά ρεύματα. Η "Επιθεώρηση Τέχνης", είναι μάλλον περισσότερο λαϊκή, με την θετική και ουσιαστική σημασία και βάρος που έχει αυτός ο όρος και στην εποχή του και σήμερα. Μέσα από τις σελίδες της «Επιθεώρησης Τέχνης» αναδείχθηκαν όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, ονόματα συγγραφέων εγνωσμένης δημοκρατικής συνείδησης. Αντιστασιακοί δημιουργοί με αριστερό ήθος. Έλληνες και Ελληνίδες πνευματικοί δημιουργοί, συγγραφείς μπροστάρηδες, που πολέμησαν και αντιστάθηκαν στους γερμανούς και ιταλούς εισβολείς. Πατριωτών διανοουμένων που πρόσφεραν πάνω στην κρίσιμη ηλικία της ενηλικίωσής τους ότι καλύτερο είχαν, στην πατρίδα τους. Τα νιάτα τους, τις ελπίδες τους, τα οράματά τους, τα όνειρά τους, το μέλλον τους, τις ίδιες τους τις ζωές, για την πολιτική και κοινωνική ελευθερία της Ελλάδας και των κατοπινών ελληνικών γενεών. Εμπνεόμενοι από τους ηρωικούς αγώνες των κοντινών τους προγόνων αγωνιστών, τους ήρωες και τις ηρωίδες του 1821. Έλληνες που μπορεί να ασπάζονταν μια κοσμοθεωρία διεθνιστικών προπαγανδιστικών προδιαγραφών, να δέχονταν συνήθως χωρίς αμφισβήτηση, τις ιδεολογικές επιταγές των ξένων κομμουνιστικών ηγετών, όμως έπρατταν και έπραξαν το καθήκον τους απέναντι στην Ελλάδα. Πολέμησαν τις κρίσιμες ιστορικά για το έθνος στιγμές, στις πρώτες γραμμές του πολέμου και της αντίστασης. Στάθηκαν όρθιοι και ενάντια στον ξένο εισβολέα, τον ξένο υπέρτερο στρατιωτικά κατακτητή, για να διασώσουν τα ιερά και τα όσια της δικής τους χώρας, και όχι της Μέκκας του μαρξισμού-λενινισμού. Κοινός ο αγώνας των ευρωπαίων πολιτών εναντίον των δυνάμεων του άξονα (η συνεισφορά των σοβιετικών ρώσικων στρατευμάτων τεράστια) αλλά στα ελληνικά χώματα πραγματοποιούνταν ένα ιδιαίτερο μεν ηρωικό θαύμα, αλλά άδικο ανθρωπιστικό δράμα. Τα ελληνικά χώματα των προγόνων τους, ο τόπος που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν αυτοί και οι οικογένειές τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους, είχαν καταπατηθεί βίαια από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, τις δήθεν πολιτισμένες φασιστικές στρατιωτικές ορδές.  Γερμανικά στρατεύματα που άκουγαν τις Όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ, διάβαζαν τον ρομαντικό ποιητή Γκαίτε και παρακολουθούσαν παραστάσεις Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας.
Τα δημοσιεύματα και τα κείμενα του περιοδικού, έχουν όπως είναι εύλογο, προοδευτικό προσανατολισμό, διακρίνονται για τον κοινωνικό τους χαρακτήρα και την ανθρωπιστική και αντιστασιακή τους θεματολογία. Παλαιότερες γενιές αριστερών λογοτεχνών-άντρες και γυναίκες-συμμετείχαν με κείμενά τους και διαβάζονταν παράλληλα, με τις κατοχικές γενιές και της γενιάς της ήττας, του εμφυλίου, της μετά κατοχικής αριστεράς. Της κυνηγημένης και διωκόμενης ελληνικής αριστερής παράταξης από τους ξένους νικητές και τους ντόπιους συμμάχους τους. Αν δούμε τους σταθερούς και κατά περίσταση συνεργάτες του περιοδικού, την θεματική των κειμένων τους, τα δημοσιεύματά τους, τα αφιερώματα του περιοδικού, τις μεταφράσεις του, θα διαπιστώσουμε ότι δημοσιεύονται όχι μόνο πρωτότυπα κείμενα και άρθρα αλλά, μια μεγάλη και αρμονική μείξη λογοτεχνικών παρουσιάσεων, που προέρχονταν από άτομα-συγγραφείς όλων των γενεών της εποχής τους, σε μια συνεχή γέφυρα επικοινωνίας των νέων αναγνωστών και των νεότερων ηλικιών με τους παλαιότερους έλληνες δημιουργούς που είχαν άμεση και βιωματική σχέση με τα διαδραματιζόμενα τις αφηγήσεις και περιγραφές των δημοσιευμάτων τους. Η δημοσίευση στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» ήταν θα γράφαμε-για τους διανοούμενους και συγγραφείς της εποχής- ένα είδος «διαβατηρίου» και για τα άλλα έντυπα, περιοδικά και εφημερίδες της αριστεράς. Οι υπογραφές τους ήσαν αναγνωρίσιμες και έχαιραν σεβασμού και εκτίμησης από τον κύκλο των νεότερων ελλήνων καλλιτεχνών. Ιστορικοί και πεζογράφοι, ποιητές και μεταφραστές, ελληνικά δημοσιευμένα για πρώτη φορά ποιήματα και διηγήματα. Αφιερώματα σε ξένους ποιητές. Άρθρα και αναλύσεις, μεταφράσεις ξένων δημιουργών, άγνωστων μέχρι τότε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Κριτικές βιβλίων, θεατρικές κριτικές, εικαστικές μελέτες και κρίσεις για τις πλαστικές τέχνες. Συζητήσεις από τις στήλες του περιοδικού πάνω σε επίκαιρα κοινωνικά και άλλα θέματα της εποχής. Σχόλια στην επικαιρότητας θεωρητικές μελέτες πάνω στην Ποίηση και τον ρόλο της. Κείμενα για την μουσική. Διάλογος με τους αναγνώστες, ιστορικές μαρτυρίες και προσωπικές καταθέσεις και εξομολογήσεις ελλήνων αντιστασιακών αγωνιστών. Καταγραφές ιστορικών γεγονότων. Πρωτοπόροι καλλιτέχνες της εποχής, ζωγράφοι και χαράκτες κοσμούν τις σελίδες του περιοδικού και τα εξώφυλλά του. Εξώφυλλα με αναπαραστάσεις από έργα ελλήνων καλλιτεχνών, ξυλογραφίες κλπ. Όλα αυτά, συναντά ο αναγνώστης στο παλαιό αυτό περιοδικό της αριστερής διανόησης. Που αν δεν κάνω λάθος, έχει αποδελτιωθεί και μπορεί κανείς να το βρει και να το διαβάσει στο διαδίκτυο.
     Παράλληλα με την ανάγνωση των κρίσεων και των δοκιμίων για τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (1873-1934) των δύο ποιητικών μας νόμπελ, του Γιώργου Σεφέρη, δες «Δοκιμές» τόμος Α΄ Ίκαρος 1974, και Οδυσσέα Ελύτη, δες «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» Αστερίας 1973, σε ταξιδιωτική επίσκεψή μου στο Πήλιο, είδα από κοντά, θαύμασα και χάρηκα, στάθηκα ενεός μπροστά στις μαγευτικές ζωγραφιές του. Αυτού του ταπεινού και σαλού μικροκαμωμένου ζωγράφου από την Μυτιλήνη, του ζερβοχέρη Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που υποκλίθηκαν μπροστά στις δημιουργίες του όλοι σχεδόν οι έλληνες πνευματικοί δημιουργοί και καλλιτέχνες της γενιάς του 1930 και των σύγχρονων εικαστικών γενεών. Που ο θρύλος του παραμυθιού της τυραννισμένης ζωής του, και της ακατέργαστης τεχνικής του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, χάρη στην ιδιοφυή αποδοχή του έργου του από τον Τεριάντ. Ο πλάνης, ταπεινός ρακένδυτος λαϊκός ζωγράφος, αυτό το παιδί για θελήματα με το αθώο ταλέντο, κατόρθωσε να μαγεύσει Έλληες και Ξένους φιλότεχνους. Ο Θεόφιλος που διοργάνωνε μάχες ηρωικές και ένδοξες στις εθνικές επετείους με τα χαμίνια της γειτονιάς τους. Αυτός ο "μπογιατζής" που τον κορόιδευαν στο πέρασμά του, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, δεν γνώριζε όσο ζούσε ούτε ο ίδιος την αξία και σπουδαιότητά του, του έργου του. Τον Θεόφιλο, αγάπησα και εγώ μαζί με τους άλλους φιλότεχνους νέους της δικής μου γενιάς. Διάβαζα κάθε τι που κυκλοφορούσε και μπορούσα να βρω στο εμπόριο και στις δημόσιες βιβλιοθήκες. 
Το «Ο φίλος μου ο Θεόφιλος» του Στρατή Αναστασέλλη, Κείμενα 1981.
Το μελέτημα του Κίτσου Α. Μακρή, «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» Βόλος 1998.
Το μελέτημα του Γιώργου Γιαννουλλέλη, «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» Βασιλόπουλος 1986. 
Το μικρό βιβλιαράκιτου Γεράσιμου Ζώρα, «Θεόφιλος και Ερωτόκριτος» Ομπρέλα 1989.
Τον «άλλο Θεόφιλο» του Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, Κάκτος 1997.
Τα μελετήματα της Άννας Χατζηγιαννάκη, «Θεόφιλος» Κ. Αδάμ 2007, και Βικτωρίας Ζαφειροπούλου, «Θεόφιλος» Προσκήνιο 2007, και της Ευαγγελίας Διαμαντοπούλου, «Ο Θεόφιλος στο Πήλιο-Ζητήματα ζωγραφικής σκηνοθεσίας» Αλεξάνδρεια 2007. 
Του Γιώργου Πετρή, «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» Δήμος Μυτιλήνης 2008 και το «Λεύκωμα» από το Μουσείο Θεόφιλου του Νίκου Π. Δαμδούμη, Δήμος Λέσβου χ.χ.
Το βιβλίο του Παντελή Ζωιόπουλου, «Θεόφιλος, ο ιδιοφυής σαλός» Αρμός 2008, και το «Ημερολόγιο» για τον Θεόφιλο που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστης το 2003.
Το Λεύκωμα για τον Θεόφιλο της Εμπορικής Τραπέζης Ελλάδος 1967 και επανέκδοση. 
Το Λεύκωμα της Δημοτικής Πινακοθήκης της Θεσσαλονίκης, Ιανός. Και δεν χορταίνω να γράφω τι έχω διαβάσει και εξακολουθώ να διαβάζω για αυτόν τον «άγιο» της λαϊκής ζωγραφικής μας που μαζί με τον μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, είναι τα ελληνικά σήμαντρα της ελληνικής τέχνης. Όπως είναι και ας μην κακοφανεί, ο Αντρέι Ρουμπλιώφ της ρώσικης αγιογραφίας, τουλάχιστον για μένα. Ενός αυθεντικού και γνήσιου λαϊκού έλληνα καλλιτέχνη παραμυθά, που όπως και ο διηγηματογράφος μας κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πέθανε φτωχός και πένης. Ανέστιος και πλάνης, λοιδορούμενος ίσως και από αυτούς που αγόραζαν τα έργα του, του τα παράγγελλαν για ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ζωγραφιές του. Λιτοδίαιτοι και οι δύο, ασκητικοί, αλλά λεβέντες ρωμιοί, υπερήφανα ελληνικά πνεύματα μιας άλλης εποχής. Με ένα ήθος που δεν είχαν οι γραμματιζούμενοι της εποχής του. 
Στάθηκα αρκετές ώρες μπροστά στα έργα του παρατηρώντας, την λαϊκή ναι, αλλά αριστοκρατική πηγαία και γεμάτη αυθορμητισμό τέχνη του, στο καφενείο που ζωγράφισε κατά την διαμονή του στο Πήλιο, το χώρο που με υπερηφάνεια δείχνουν οι ιδιοκτήτες στους επισκέπτες του. Ζήλεψα τα λεγόμενα και γραφόμενα του Κίτσου Α. Μακρή για την τέχνη του Θεόφιλου. Αρκετές φορές διάβασα τη μυθιστορηματική βιογραφία που έγραψε σαν παραμύθι ο συγγραφέας Νέστορας Μάτσας για την ζωή του. Βλέπε εκδόσεις Εστία. Προμηθεύτηκα το αφιέρωμα του περιοδικού «Η ΛΕΞΗ» τχ. 172/11,12,2002 για τον Θεόφιλο, το αφιέρωμα του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα» τχ.80-81/3,4,1984 και το αφιέρωμα της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ» Επτά Ημέρες 20/3/1994. Διάβασα τα κείμενα του Δ. Ευαγγελίδη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη στο περιοδικό ‘Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» τχ. 1 και 2/5,6, 1947. Επισκέφτηκα στα μετέπειτα χρόνια τις διάφορες Εκθέσεις με έργα του από συλλογές ιδιωτών, όπως τα 20 έργα που έχει στην συλλογή της, η Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τον Γενάρη του 1995. Είδα από κοντά 51 έργα του στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα Μερκούρη» το Γενάρη του 2000, στο παλαιό εργοστάσιο Πουλόπουλου στο Θησείο, με την συνεργεία του Μουσείου Θεόφιλου κλπ. Εμείς οι φιλότεχνοι, ζεσταθήκαμε με τις ζωγραφιές και τα χρώματά του, τον θεματικό του καμβά, το λαϊκό ύφος και αθώα αναπαραστατική τεχνική ενός έλληνα «αχμάκη», ενός καλλιτέχνη «επώνυμου από τον χώρο των ανωνύμων» όπως γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» Δευτέρα 3/1/2000, ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Νίκος Χατζηνικολάου. Ότι και να διαβάσεις για αυτόν τον κοντοπίθαρο ταλαντούχο φουστανελά, είναι λίγο. Αγράμματος και συνήθως άστεγος, μας φανέρωσε ένα ταλέντο που δεν συναντάμε εύκολα. Φτωχός αλλά ένδοξος έλληνας παλληκαράς. Ένα χαμίνι των πλαστικών τεχνών που ότι η απλή και αθώα φαντασία του, η ακατέργαστη, ονειρεύτηκε, το απεικόνισε με την ίδια μαγεία που διαθέτουν οι σπουδαίοι ευρωπαίοι ζωγράφοι της εποχής του. Για ένα πιάτο φαϊ, για δυό ελιές και ένα κομμάτι φέτα. Για μια περικεφαλαία του Μέγα Αλέξανδρου. Εξίσου όμοιος με τους ναϊφ των ευρωπαϊκών σαλονιών, τους πρίμιτιφ, που δεν είχαν την τύχη να συναναστραφούν έναν Θεόφιλο, έναν Μακρυγιάννη. 
Ο Θεόφιλος, που δεν έζησε παρά για την τέχνη του πάνω στα πιο άχρηστα και ταπεινά υλικά, που μύριζε νέφτι και μπογιές, εξέφρασε με το έργο του την Ελληνικότητα και το ήθος της. Την ιστορία της Ελλάδας και τους μύθους της, την διαχρονική ιστορία της.Την λεβεντιά της, Το φως και τα χρώματά της.Την ζωή και το όνειρο της Ελλάδας. Αυτός, ο παρακατιανός, ο λιγδιάρης, ο ψειριάρης, που δεν σου γέμιζε το μάτι, που ζούσε έγκλειστος μέσα στο καλύβι του, έκρυβε μέσα του έναν ηρωισμό και ένα μεγαλείο ψυχής που δεν συναντάμε πλέον. Προέρχονταν από μια εποχή ηρωικού ελληνικού μεγαλείου που οι διπλανοί του, ούτε μπορούσαν να αναγνωρίσουν ούτε να εκτιμήσουν. Ο κόσμος του είναι μια παρηγοριά και ένα σχολείο μαζί. Μια ανάσα πνευματικής κληρονομιάς και ένδοξης ελληνικής ιστορίας.
     Ο Θεόφιλος, αυτός ο Έλλην λαϊκός ζωγράφος, εξέφρασε με την απλή και χαρούμενη τέχνη του, την απροσχημάτιστη και καθαρή από ρεύματα και φιλοσοφίες, ότι δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε και να δούμε εμείς οι υπόλοιποι. Ο Θεόφιλος, εκφράζει την παιδική και αθώα ματιά των Ελλήνων. Την ψυχή των Ελλήνων που δεν παγιδεύτηκε στα δίχτυα των περγαμηνών καταξίωσης των ευρωπαίων. Που όπως έγραφε και επιθυμούσε στην δική του καριέρα ο σημαντικός Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο, ήθελε να μάθει να ζωγραφίζει με την αθώα ματιά ενός παιδιού.
 Και ο Έλληνας ζωγράφος Θεόφιλος, αυτό δεν το φιλοδόξησε, γιατί είχε γεννηθεί με αυτό το τάλαντο μέσα του, στην δική του παιδική ψυχή. Και το ταλέντο αυτό, διατήρησε σε όλη του τη ζωή και χάραξε μέσα στο έργο του.
Θεόφιλος, το ταπεινό ηρωικό παραμύθι και η παραμυθία των Ελλήνων. Και ίσως μια παλαιά παρηγοριά τους.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 9 Ιουνίου 2019
ΥΓ. Α΄, Διατήρησα την ορθογραφία των δημοσιευμάτων του περιοδικού.
ΥΓ. Β΄, Πόσο διαφορετικό το ήθος ζωής των παλαιών αυτών συνεργατών και δημιουργών του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» από τις σημερινές «αδίστακτες» και «κυνικές» κυβερνητικές και υπουργικές πολιτικές παρουσίες. Αν μπορούν να ευχαριστούν και να ζητούν συγγνώμη μόνο από τους οπαδούς και τους φίλους τους, και όχι όλους τους Έλληνες που τους «τάϊσαν» και θα εξακολουθούν να τους «ταΐζουν» και για τα άλλα τους πολιτικά χρόνια, τότε και εμείς που δεν ανήκουμε πλέον στους οπαδούς τους, μπορούμε να σκεφτούμε, ότι το 22 με 23 της % των Ελλήνων που εξακολουθεί να τους ακολουθεί και να τους πιστεύει, ότι κάτι σίγουρα δεν πάει καλά στο δημοκρατικό πολιτικό φρόνημα αυτών των Ελλήνων. Φαίνεται ότι η κατάργηση της Αριστείας δεν αφορούσε μόνο το πόπολο, αλλά πρωτίστως, τα νυν κυβερνητικά στελέχη. Οι συμψηφισμοί του βολέματος, δεν αποτελεί τιμή για όλο το πολιτικό σύστημα. Πρωτίστως για αυτούς που νομίζαμε κάποτε,  πιστεύαμε επί ματαίω, ότι προέρχονται από μια άλλη πολιτική αβόλευτη δεξαμενή.
ΥΓ. Γ΄, Μεγάλο λάθος η πολιτική εκπαραθύρωση από το ΚΙΝΑΛ του Ευάγγελου Βενιζέλου. Δεν είμαστε σίγουροι αν αυτό θα το έπραττε ο Γιώργος Γεννηματάς.
ΥΓ. Δ΄, και μια πολιτική παράκληση προς μία δημοσιογράφο και πολιτικό που θαυμάζω και εκτιμώ από παλιά, την ευφράδειά της, το λέγειν της, την μνήμη της, την κυρία Λιάνα Κανέλλη. Κυρία Κανέλλη, αν άνηκα ή ψήφιζα το ιστορικό και αγωνιστικό κόμμα σας, θα αναρωτιόμουν γιατί κάθε φορά που γίνονται εκλογές πέφτουν τα ποσοστά του; Γιατί δεν το εμπιστεύεται η πλειοψηφία του ελληνικού λαού; Γιατί μένει καθηλωμένο σε αυτά τα εκλογικά ποσοστά; Μήπως φταίνε οι κεραυνοί που εξαπολύει εναντίων όλων ανεξαιρέτως των υπολοίπων αστικών κομμάτων; Που δυστυχώς για εσάς παίρνουν πάνω από το 90% του εκλογικού αποτελέσματος; Μήπως λέγω, και μπορεί να κάνω λάθος, οφείλετε να αναρωτηθείτε και για τα δικά σας κομματικά λάθη και πολιτικές πρακτικές; Μήπως λειτουργείτε σαν τους καλοκάγαθους και κατατρεγμένους Μάρτυρες του Ιεχωβά; Χωρίς να μειώνω καμία ομάδα εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών και θρησκευτικών τειχών. Αν δεν υπάρχουν Αριστοτελικά θέσφατα ή Βιβλικά δόγματα και απαγορεύσεις, τότε δεν υπάρχουν σίγουρα, ούτε μαρξιστικά ή λενινιστικά. Η εύκολη ρετσινιά του αντικομουνιστή και αντιδραστικού μικροαστού, του λούμπεν φοβισμένου ψηφοφόρου και οπαδού, δεν εξηγεί γιατί ποτέ, ούτε και στις μέρες μας είναι ώριμες οι συνθήκες για να σας υποστηρίξει ο πελατειακός ψηφοφόρος της αστικής ή μετά αστικής σύγχρονης κουτσής δημοκρατίας; Τα ποσοστά σας πέφτουν καθώς και η επιρροή των ιδεών σας στο εκλογικό σώμα, και εσείς, και συγχωρέστε με, παίζετε το ρόλο του θηλυκού Κόναν του πολιτικά καθαρού και αγωνιστή εξολοθρευτή; Κάνω λάθος; Λέω αν, αν λέγω, έγραφαν τα θεωρητικά μαρξιστικά και οικονομικά τους κείμενα οι ηγέτες δάσκαλοι και θεωρητικοί της μαρξιστικής ιδεολογίας σήμερα το 2019, θα τα άφηναν όπως έχει; Θα τα αναθεωρούσαν; Θα τα καταργούσαν ως άκαιρα των σημερινών πολιτικών καιρών; Θα τα απαρνιόνταν σαν πρωτόλειες πολιτικές μπροσούρες, μιας άλλης εποχής και φιλοσοφίας, και οικονομικής τάξης; Ελπίζω να επιτρέπετε σε έναν μη κομμουνιστή αυτές τις σκέψεις και τα ερωτήματα. Όπως και εμείς, οι άλλοι, οι συμβιβασμένοι, επιτρέπουμε σε εσάς να μας κατακεραυνώνεται. Και μάλιστα, με τον μονόλογο δημοσιογραφικό λόγο και δυναμικό τρόπο που γνωρίζει a woman. Η «Θηλυκή μπρίζα βγάζει καπνό»; Θυμάστε; NEMESIS.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου