Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Ποιητικός λόγος για το καλοκαίρι


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΑΥΣΩΝΑΣ

     Ο πρώτος καλοκαιρινός καύσωνας μας άγγιξε λιγάκι απότομα. Παρότι οι μετεωρολόγοι των καναλιών είχαν προειδοποιήσει περί τούτου το φιλοθεάμων κοινό. Οι έλληνες και οι ελληνίδες κατέφυγαν στις παραλίες και τις πισίνες των ξενοδοχείων για να δροσισθούν με ότι μεταφορικό μέσον διέθεται ο καθένας και η κάθε μία. Παιδιά, κατοικίδια, μπαγκάζια, βαλίτσες και βαλιτσούλες με ροδάκια και, όπου φύγει-φύγει. Οι πολύχρωμες μεταφερμένες από το σπίτι ομπρέλες άνοιξαν υπερήφανα στις παραλίες δίπλα στις ψάθινες, σκιάζοντας τις ξαπλώστρες με τα ημίγυμνα λαδωμένα σώματα και τα ακουστικά στα αυτιά, προσφέροντας στιγμές δροσιάς και ανάσας στους λουόμενους, τους παραθεριστές του διημέρου και όχι μόνο. Οι σχολικές εξετάσεις τέλειωσαν και η μαθητιώσα νεολαία εξόρμησε με την ορμή και την ανεμελιά των νιάτων και της εφηβείας για τις κοντινές παραλίες της Αττικής ή για μονοήμερα ταξίδια στα κοντινά νησιά του αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Με μόνα της εφόδια, μια πετσέτα στον ώμο, το πολύχρωμο μπανιερό, το κοντομάνικο φανελάκι, τις σαγιονάρες και το κινητό εν δράσει. Οδεύει φωνασκώντας και χαμογελώντας για χαλάρωση και φραπέ. Τα μπουγελώματα έπονται. Φιδίσιες ουρές τα αυτοκίνητα στους περιφερειακούς δρόμους και τις μεγάλες της εξόδου της πόλεως λεωφόρους. Η πόλη καμίνι βράζει η άσφαλτος σκάει ο τζίτζικας στον πρώτο αυτόν μικρό καύσωνα του καλοκαιριού. Από κοντά και τα αλαφιασμένα και παραξενεμένα μικρά τετράποδα της οικογένειας. Ψιψινέλ μέσα σε μικρά κλουβιά αναχεντρίζονται, νιαουρίζουν, και μικροί μούργοι δεμένοι από το μικρό λουρί ακολουθούν το αφεντικό τους βγάζοντας την γλωσσίτσα τους έξω. Άλλοι, μεγαλύτεροι κύνες, βαριεστημένοι με την γλώσσα επίσης έξω από την υπερβολική ζέστη, κοιτούν τον φακό της τηλεόρασης μυρίζοντας απορημένοι. Συνωστισμός και χλαλοή παντού. Θόρυβος ανεξέλεγκτος και πολυκοσμία. Κορναρίσματα και αναμονή, με υπομονή και βρεγμένα μαντήλια επί της κεφαλής. Οι σερβιτόροι ξεροσταλιάζουν στην ορθοστασία στις ταβέρνες, γυρίζοντας σαν ανθρώπινες σβούρες προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τους πελάτες που καταφθάνουν σωρηδόν, απαιτώντας, τουλάχιστον ένα τραπέζι κοντά στην θάλασσα και ένα παγωμένο μπουκάλι νερό για αρχή. Στις οθόνες των όποιων ανοιγμένων τηλεοράσεων-που κανείς δεν ακούει τίποτα από τα λεγόμενα-διαφημιστικά σποτάκια των δύο μεγάλων- κυρίως- κομμάτων. Καλοκαιρινές επισκέψεις σε νησιά και την επαρχία των υποψηφίων. Σπορ ντύσιμο, άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα με διπλωμένα τα μανίκια. Χαμόγελα και χτυπήματα στην πλάτη. Φιλιά και φωτογραφίες προς όλους και όλες. Είμαστε μια ωραία καλοκαιρινή προεκλογική ατμόσφαιρα.  Οι βουλευτικές εκλογές πλησιάζουν, δυό βδομάδες ακόμα, και μετά, Κυβερνητικός εργασιακός οργασμός. Ο ελληνικός δικομματισμός καλά κρατεί. Παραδοσιακή πολιτική- κομματική πεπατημένη του Ρωμέϊκου. Τα ελληνικά κόμματα που ζητούν τον καλοκαιρινό ψήφο του έλληνα πολλά, το ίδιο και οι έλληνες και ελληνίδες πολιτικοί σωτήρες μας, πάμπολλοι και εν δράσει, εκδράμουν προς άγραν ψήφων και σταυρών.
     Και ένας πολίτης ψηφοφόρος-σαν την μύγα μέσα στο γάλα- ασκεπής και μοναχόβιος, αποφασίζει να κάνει την ρήξη λίγο πριν τις εκλογές, να ζητήσει σκιά μέσα στο λειμώνα της Ποίησης για να αντέξει την αφόρητη ζέστη. Τον πρώτο καύσωνα του Ελληνικού Καλοκαιριού. Ξεφυλλίζει παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, ανοίγει ποιητικές ανθολογίες, επισκέπτεται εκθέσεις βιβλίου, ακούει ραδιόφωνο με μουσικές που γαληνεύουν.
Ποίηση, ένα δροσιστικό αναψυκτικό για αυτούς που ξέρουν να εκτιμούν την χαρά της ζωής χωρίς «ανταπόδοση». Δροσερή γρανίτα του Καλοκαιριού κοντά στον φλοίσβο της Ιστορίας. Ανθρώπινη φωνή, απάντηση στους μουσικούς προαιώνιους ήχους του τζίτζικα. Της καρδερίνας και του καναρινιού το άλλο κελαΐδισμα. Η μυρωδιά των σταφυλιών από τους αμπελώνες. Το άσπρο μοναχικό ξωκλήσι στον απόκρημνο βράχο ενός νησιού του Αιγαίου Πελάγους. Το νυχτερινό σήμαντρο της σιωπής που αντιλαλεί στον κάμπο με τα εσπεριδοειδή. Ποίηση, το αθώο ξαφνικό βλέμμα δύο προσώπων μέσα στις άσπρες σελίδες που πορεύονται από το πουθενά στο όνειρο. Από τις Λέξεις στην Ζωή. Ποίηση, ο κρυφός επαναλαμβανόμενος Λόγος των Εποχών της Φύσης, της ανθρώπινης περιπέτειας που λέγεται Γραφή.
ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΣΧΕΔΙΟΝ
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο’ το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι’ ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεκτρικό φώς,
σφιγμένα χείλια κι’ άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε’ πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
--
Κι’ όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαυματουργά στην θάλασσα
την παντοτεινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες’
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος’
κι’ όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες’
κι’ ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια, νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι’ ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος,-δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι’ οι θαλασσινές σπηλιές,
πόδια γυμνά στο κόκκινο  χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι,
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτια.
--
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω.
Μιμούνται κάποτε το θάνατο κι’ έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυό ρυτίδες
σε δυό τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουν
κυλούν σαν γραμματόσημα στα τζάμια,
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
--
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
Δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενητευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν,
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δεν μας γνωρίζει.
Κι’ οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι’ οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους’ δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά,
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936             ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
--
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
                       Σπονδή στη θάλασσα
Ι
Και είπε:
Το ξύλο ετούτο γέννησε την πρώτη σπίθα
και στην τέχνη της φωτιάς και στο μυαλό μας;
να μάθουμε τις μακρινές στεριές.
Εκεί θέλαμε τους κατοίκους αλλιώτικους κι αλλιώτικη την πλάση,
πιστεύαμε το λίγο πούχαμε πολύτιμο, ένα θησαυρόν αστέρευτο εκεί’
και σήμερα στο πιο γνωστό υπάρχει η πηγή του αγνώστου,
-υπάρχει πάντα η δίψα αχόρταγη όσο περισσότερα κατέχουμε…
….Κι ας είναι ευλογημένο ξύλο που υπόταξες το μυαλό μας
υποτασσόμενο
κι έγινες καράβι’ όλος μας ο σεβασμός στην πρώτη σου αρχή’
κληρονομιά πλεούμενου ιερή, κιβωτό!
Έτσι τότε ταξίδεψε όλ’ η πλάση στην πλάτη του νερού
κείταν γλυκός τέλος ο χαιρετισμός στην κούραση του Θυμού,
το ζευγάρι των περιστεριών που αφίσαμε,
-η πρώτη απόπειρα για την ευμένεια του Κυρίου.
--
Σήμερα σιδερένια καράβια με πύρινη ψυχή
οργώνουν το θυμό της θάλασσας και λικνίζονται στο γέλιο της,
από μας άλλοι υπεύθυνα κι άλλοι ανεύθυνα ταξιδεύουν
δίνοντας το αίμα τους σ’ αυτό το νερένιο δρόμο
κι άλλοι τις φροντίδες ξανά για τις μακρινές στεριές…
Εδώ σε μας ποιο είναι το ζευγάρι τα περιστέρια;
πόσοι από μας αφίνουν ή θυμούνται τέτοια πουλιά;
Ελεύτεροι τριγυρνούνε μονάχα, της δικής τους έγνοιας
κυνηγοί, οι γλάροι.
--
Στις μέρες μας γκρινιάζουν τόσα μέταλλα, στα ταξίδια μας’
κι οι έγνοιες είναι πάντ’ ανθρώπινες έγνοιες που υπηρετούν
το άπλωμα του καταπιεσμένου ανθρώπου,
ακόμα στο νησί που συλλογίστηκα όλα τα παραπάνω ένα πρωί,
καθώς άκουγα το γέρο παπά να κάνει αγιασμό πάνω στο καράβι
-τα βίντσια δουλεύαν, δυό τρείς από το πλήρωμα σταυροκοπήθηκαν
οι άλλοι πέρασαν αδιάφοροι μπρός από τον παπά
και τ’ γαλάζιο τ’ ουρανού σημάδεψαν ή άσπρη σίγουρη κίνηση ενός
    γλάρου.
--
Θυμήθηκα και θυμάμαι όλα τα παραπάνω,
την καταγωγή της ιδέας του καραβιού
με αναγωγή που μας δίνει τούτη τη ζωή, ετούτη τη μέρα
σε γαλάζιον ατλάζι θάλασσας το καράβι μας ιστορισμένο
και μεις πάνω του συλλογιζόμαστε, συλλογισμένοι για πιο πέρα, πιο
μακριά
με τη σκέψη του ξύλου που δέχτηκε την πρώτη σπίθα της καρδιάς μας.
     ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
--
(Φοινικιά)
Ποιος το στοχάστηκε, ποιάς Μοίρας είναι τάμα,
Από τα κακομύριστα και τάπορρίμια
Να υψώνωνται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
Του Μάη κι’ Απρίλη απ’ την ακάθαρτην ασκήμια;
Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
Και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια,
Κ’ εκεί, πού ο νούς με τα υπέρτατα παλεύει,
Κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει.
--
Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα παρ’ τα και πνίχ’ τα,
Θολοί ειν’ αχνοί, κ’ είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα ωραία και ταγαθά, τα πάντα δείχτ’ τα,
Σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
Κ’ εσύ, φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
Διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
Της Καλλονής παντού κυμάτισε, ώ πορφύρα,
Κ’ η πλάση ας γίνη αγάπη κι άς χτυπάη σα λύρα!
--
Ξημέρωσε. Το φώς χίλια σου σπέρνει μάτια,
Για ν’ αγκαλιάζης τα βουνά και τα ρουμάνια,
Στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
Και τα καράβια στανοιχτά και στα λιμάνια.
Τη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
Να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.
Χέρια φυτρώνει η λεύκα και σταπλώνει πλείσια’
Σε ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.
--
Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
Ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
Βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και ταπάνω,
Ταπέραντα και τάπιαστα και τα μεγάλα,
Ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
Με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.
Κ’ εμείς γυρτά στη γη, δαρμεν’ από μια λύπη,
Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.
     ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
--
ΛΙΟΚΑΥΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
Φυλλώματα χαράς και έρωτα ο κόσμος
ένα σύγνεφο ξηλώνει τα ουράνια.
            ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
--
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά
-έτσι νάμαι-
με χωρίς κατάρτια, με χωρίς πανιά
να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι ακτή νεκρική
γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
-έτσι νάναι!-
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ στέρια μακριά
να κυττάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
-δίχως χάρη-
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μεσ’ σε νύχτες βουβές,
το φεγγάρι.
………………………………………
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
-έτσι νάμαι-
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό,
να κοιμάμαι…
     ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
--
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου’
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.

Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, από τον Καιρό.

Απ’ τον Καιρό. Ειν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά-
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
--
ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
θα ‘μια κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ
θα μ’ αγαπάς σαν καλοκαίρι
και σαν παιδί,
μα θα μου φύγεις με τ’ αγέρι
και τη βροχή.
--
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
Θα ‘μια κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ.
Και σαν θα ‘ρθει το καλοκαίρι
και σε ζητώ
θα μείνει μόνο έν’ αστέρι
να το κοιτώ.
      ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ              
  
Σημείωση:
-Διατηρώ την ορθογραφία της πρώτης δημοσίευσης, έστω και αν διαπιστώνω τις ορθογραφικές αβλεψίες. Δεν επεμβαίνω γλωσσικά ή ορθογραφικά.
-Το ποίημα του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, το ερανίστηκα από την ανατύπωση του περιοδικού «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Διευθυντής: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, χρόνος Γ΄ αριθμός 1. Γενάρης Αθήνα 1937, σ.26-27. «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» επανεκδόθηκαν από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ-ΑΘΗΝΑ MCMLXXVII.
-Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του ποιητή Δημήτρη Ι. Αντωνίου, δημοσιεύονται στο παραπάνω περιοδικό, «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» στην επανέκδοσή του, χρόνος Γ΄, αριθμός 8-10. Αύγουστος-Οχτώβρης 1937, σ.505-506. Τα εξαιρετικά αυτά ποιήματα του ποιητή Δημήτρη Ι. Αντωνίου, αποτελούν μια ενότητα 10 άτιτλων ποιημάτων αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, και καταλαμβάνουν τις σελίδες 505 έως 513 του περιοδικού, που ανοίγει τις σελίδες του με τα ποιήματα του Αντωνίου. Μια ενότητα δέκα ποιημάτων που έχουν άμεση σχέση με την θάλασσα. Το ΙΙ είναι «Χαιρετισμός στις Κυκλάδες», το ΙΙΙ έχει σαν μότο “Chopin: impromptu III op. 51, το VI είναι αφιερωμένο «Του φίλου Γιώργου Κατσίμπαλη», το VII έχει σαν μότο τα λόγια του Γκαίτε “Mais helas, mon Coeur enfin libre de tout/ Retrouve lancient tourment, plus cruel qupremier jour.” (GOETHE), το VIII είναι «Γράμμα της Αττικής άνοιξης», το IX  είναι «Γράμμα» και το X Επίλογος.
-Η μυστικιστικής υφής αυτή ποιητική σύνθεση του Κωστή Παλαμά, επανεκδόθηκε το 1997 από τις εκδόσεις «ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ», με πρόλογο του πρόωρα χαμένου ποιητή Ηλία Λάγιου. Η Φοινικιά γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά το 1900 και πρωτοδημοσιεύεται τέσσερα χρόνια μετά, το 1904, στην γνωστή ποιητική ενότητα του Παλαμά «Ασάλευτη ζωή». Η Φοινικιά είναι η Πέμπτη σειρά ενότητα ποιημάτων στον σύνολο των εννέα ενοτήτων της «Ασάλευτης ζωής». Το πάρα πολύ ωραίο αυτό ποίημα του Μεσολογγίτη δάσκαλου ποιητή, αποτελείται από 312 ιαμβικούς δεκατρισύλλαβους κατανεμημένους σε 39  οκτάστιχες στροφές.. Τα αποσπάσματα που παραθέτω, είναι η 30,31,32,33 οκτάστιχες στροφές, σελ.23-24 του βιβλίου.
-Το δίστιχο του ποιητή Νίκου Καρούζου είναι από την συλλογή του «ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ» που κυκλοφόρησε το 1986 και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Β΄ (1979-1991) εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» 1994, σελ. 425.
-Το ωραίο και πολυτραγουδισμένο αυτό ποίημα του ποιητή και μυθιστοριογράφου Γιάννη Σκαρίμπα από την Χαλκίδα, που ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Σπανός το συμπεριέλαβε στην Τρίτη Ανθολογία του και τραγουδήθηκε θεσπέσια και με ευαισθησία από τον τραγουδιστή Κώστας Καράλη, το «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» βρίσκεται στον τόμο, ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ, «ΑΠΑΝΤΕΣ ΣΤΙΧΟΙ» 1936-1970, εκδόσεις «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ»-Αθήνα 1970, σελ. 44. Ο συγγραφέας του «Ουλαλούμ» 1936, των «Βοϊδάγγελων» 1968, του μυθιστορήματος «ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΔΥΟ ΓΕΛΟΙΩΝ» 1959 και πολλών άλλων, έχει συνθέσει και άλλα ποιήματα που έχουν σαν θέματα την θάλασσα ή τα καράβια. Τα σατιρικά ποιητικά βέλη του Γιάννη Σκαρίμπα στοχεύουν με μεγάλη ακρίβεια πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι ευθύβολα και γεμάτα σπιρτάδα.
-Το ποίημα «ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ» του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, είναι από τον δεύτερο τόμο ποιημάτων  του, Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1919-1933) εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ»1972, σε φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, σελ.11.
-Οι ερωτικότατοι αυτοί  στίχοι του γνωστού και αγαπητού μας Γιώργου Παπαστεφάνου, είναι ένας διαχρονικός ύμνος των ερωτευμένων. Το τραγούδησε η ευαίσθητη φωνή της Καίτης Χωματά σε μουσική Γιάννη Σπανού. Όσες φορές και να ακούσεις αυτό το τραγούδι, δεν το χορταίνεις. Ο έρωτας συμπλέκει με την μελαγχολία, η ερωτική διάθεση με την καλοκαιρινή λαύρα που χάνεται μέσα στην επόμενη ματιά αναζήτησης της αγάπης. Ένα καινούργιο καλοκαιρινό πεφταστέρι του έρωτα, να μας ζεσταίνει. Για τις ψυχές που έμειναν μονάχες μέσα στις εποχές του χρόνου. Μαραγκιασμένα σώματα, καλοκαιρινές πυγολαμπίδες που έπαψαν να αντανακλούν το καλοκαιρινό φως. 
Το προαιώνιο μυστήριο της ανοιχτής πληγής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24 Ιουνίου 2019             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου