Ο ανελκυστήρ
της Ακροπόλεως
Περίοδος
προεκλογική στην χώρα μας. Μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη του 2019, 7 Ιουλίου,
θα διεξαχθούν οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές. Αν και, μεσολαβεί το τριήμερο
της αργίας του αγίου πνεύματος, και όσοι πιστοί του πνεύματος (και της ηθικής
που έλεγε ο Βασίλης Αυλωνίτης), θα εκδράμουν για τα κυκλαδίτικα και άλλα νησιά
του αιγαίου πελάγους. Ιδιαίτερα, αυτά με την μεγάλη τουριστική κίνηση. Τα
δωμάτια διαμονής των ξενοδοχειακών μονάδων έχουν κλεισθεί προ πολλού.
Καπαρώθηκαν και τα δωμάτια των σπιτιών που θα νοικιάσουν οι ντόπιοι στους
τριημερήτες εκδρομείς. Στριμωξίδι, μπαγκάζια στο χέρι, μωρά στα καροτσάκια,
καλωδιωμένοι και περιχαρείς έλληνες και ελληνίδες, αργοπορημένοι και αγχωμένοι
έλληνες και ελληνίδες που θα ξεσκάσουνε για ένα ακόμα τριήμερο. Τουλάχιστον,
αυτοί που μπορούν και τους δίνεται η δυνατότητα. Όπου φύγει-φύγει τα λεφούσια
των εκδρομέων πριν αυξηθούν τα διόδια, όπως ανακοίνωσαν στις ειδήσεις (και το
έκαναν γαργάρα οι υποψήφιοι πολιτικοί μας). «Με αεροπλάνα και βαπόρια, και με
τους φίλους τους παλιούς…» ακούγεται να τραγουδά η Σωτηρία Μπέλλου από το
ραδιόφωνο ενός αυτοκινήτου. Γεμάτο το
ρεζερβουάρ με βενζίνη, τα εισιτήρια έτοιμα, σφραγισμένα, στο χέρι ή στην
αριστερή πόρτα του οδηγού του αυτοκινήτου. Απαραίτητα τα κέρματα για τα διόδια, βεβαίως,
βεβαίως, για να μην καθυστερούμε. Ενώ ο μικρός τετράποδος αναμαλλιάρης μούργος,
(ο πάντα πιστός σύντροφος και απόγονος του Ομηρικού Αργου) με το όμορφο και θλιμμένο
μουσουδάκι, σηκωμένος στα δυό του πόδια με την γλωσσίτσα έξω και τα αυτιά
τεντωμένα, κοιτά με απορία το πλήθος από το παράθυρο, γρυλίζοντας και κουνώντας
την ουρίτσα του στον άγνωστό του διαβάτη που βιαστικά τρέχει προς κάθε
κατεύθυνση σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον φωνάζοντας. Και αναρωτιέται με το μικρό
του μυαλουδάκι, «βρε που πάτε, βρε που πάτε…». Οι σχολικές εξετάσεις τελείωσαν σχεδόν. Ότι
γράψαμε-γράψαμε, φωνάζουν τα ελληνικά εφηβικά μπουμπούκια με το σκουλαρίκι σε κάθε
σημείο του σώματός τους που άνετα πλέον χωρίς στρες, καλωδιωμένα ακούν την μουσική
της αρεσκείας τους ή στέλνουν στα τυφλά sms. Στα γκομενοφιλαράκια τους.
Τιτιβίζουν ασύστολα, χωρίς σκοπό, χαμογελώντας με πολλά υποσχόμενα υπονοούμενα. "Αρκετά ιδρώσαμε (στο διάβασμα!), κουραστήκαμε", φωνάζουν μεταξύ τους. "Από δω και
πέρα! «Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα»" που τραγουδούσε ο καλός
μουσικοσυνθέτης, ο πρώην άνδρας της Αννούλας από την Κύπρο. Ευτυχώς, η παλαιά
συνήθεια να σχίζουν τα σχολικά τους βιβλία μετά το πέρας της χρονιάς σταμάτησε. Ή μήπως ξεχάστηκε!
Ο άρχων
της μετεωρολογίας, ο πάντα χαμογελαστός κύριος Τάσος, προβλέπει άστατο καιρό.
Αν τον αφήσει να ψελλίσει λέξη ο συνεχούς ροής λόγος του κυρίου Γιώργου, που
τραβούσε κάποτε καροτσάκι στο εργοστάσιο της ΗΒΗΣ. Τοπικές βροχές στα βόρεια,
κουφόβραση και ζέστη στα νότια. «Σκάει ο τέττιξ» που έλεγαν οι μεγαλύτερες σε
ηλικία μεγαλοκυράδες και άνοιγαν τις κινέζικες βεντάλιες τους ανασαίνοντας
βαθιά, αυτές που είχαν λιλιπούτεια σχέδια με παγόδες και λωτούς της άπω
ανατολής, που, κατά εκατοντάδες, πωλούν σε κεντρικά μέρη της πόλης και στους
σταθμούς του ηλεκτρικού ξένοι μικροπωλητές, μαζί με άλλα καλοκαιρινά αξεσουάρ.
Ενώ άλλοι, πλανόδιοι αλλοδαποί, πιο προχωρημένοι στις πωλήσεις, διαφημίζουν
μικρές πολύχρωμες ομπρελίτσες που δένουν με κορδέλες γύρω από το λαιμό και
στερεώνονται με προσοχή πάνω στο κεφάλι ευτραφών κυριών. Άλλες πάλι, σαν τους
ανθρακωρύχους με τον φακό στο μέτωπο, φέρουν επί της κεφαλής των μικρά
ανεμιστηράκια. Και λες, τώρα θα απογειωθεί η κατέ με την κλαρωτή φούστα και το
ξώφτερνο. Και προσπαθείς να καταλάβεις που έχει δέσει το ατομικό της αερόστατο που θα σηκώσει και τα κιλά της και τα χρήματα που μοιράζουν προεκλογικά η
απελθούσα κυβέρνηση και η αντιπολίτευση που ετοιμάζεται να αναλάβει τα γκέμια
της κυβερνητικής εξουσίας, και να βάλει σε τάξη το μπαχαλοειδές ρωμέικο.
Γουστόζικα μικρομπιχλιμπίδια και πορτοφολάκια, μπαταρίες και μικροαντικείμενα
πάνω σε μικρούς πάγκους πωλούν πακιστανοί και μπαγκλαντεσιανοί σε φτηνές τιμές,
ξεροσταλιάζοντας. Ενώ αθλητικά παπούτσια όλων των χρωμάτων, αλλά ένα μόνο
μέγεθος (!) βρίσκονται απλωμένα πάνω σε σεντόνια στην άσφαλτο, που τα
διαφημίζουν πανύψηλοι πωλητές της μαύρης ηπείρου. Η Μαύρη Αθηνά σε εμπορικό
οργασμό εντός των ελληνικών τειχών και έξωθεν των φορολογικών.
Και οι πρώτες σαγιονάρες έχουν αρχίσει να σέρνονται στους δρόμους με τις δεκάδες λακκούβες και τα πεζοδρόμια-που ο πας εις παρκάρει ότι τον διευκολύνει-μαζί με τα χασμουρητά των χασομέρηδων και των φραπεδόβιων ελλήνων και ελληνίδων. Και οι μπόμπιρες από κοντά, (αυτοί που τους προορίζουν μεγαλώνοντας να σηκώσουν στους εργασιακούς τους ώμους το Ελληνικό χρέος και τα τρία memorandum) να ζητούν τραβώντας από το χέρι τη μαμάκα τους να τους αγοράσει κάθε μεγέθους και γεύσεων παγωτά. Της Δέλτα οφ κορς. Πολλές φορές, ανεβαίνοντας πάνω στο ψυγείο και χώνοντας το χεράκι τους μέσα, αναζητούν τον πύραυλο με τα φουντούκια και την σοκολάτα που θα τους απογειώσει γευστικά. Αρχίζουν να μαθαίνουν τις ηδονές των γεύσεων. Ενώ παράλληλα, η φιλόστοργος μήτηρ τους, θα τους κατακεραυνώσει με την ματιά της τσιρίζοντας: «Δεν φτάνει που λέρωσες τα ρούχα σου, σου χύθηκε και πάνω στην φούστα μου. Δεν πρόκειται να σου ξαναπάρω παγωτό μέχρι να μάθεις να τρως σωστά. Και όχι λιμάρικα». Και τα πιτσιρίκια με το παγωτό να στάζει από τα χείλη τους, στρίβουν το πρόσωπό τους, μπας και η με το κομοδινή μαλλί φωνακλού μαμάκα τους, (που για ανταύγειες πήγε και άλλο της προέκυψε στο κομμωτήριο) τους πάρει το παγωτό από την χούφτα και το πετάξει, ή το φάει η ίδια. Εξαρτάται, να μην πάνε χαμένα και τα χρήματα που έδωσε. Στις πρωινές καφετέριες οι φραπέδες με το αφρόγαλο και τα πλαστικά καλαμάκια των αγουροξυπνημένων κανακάρηδων πλημμυρίζουν τα τραπεζάκια «έξω», των πλατειών. «Είμαι δεκαεξάρης σας γαμώ τα Λύκεια…» που τραγουδούσε ο κυρ Νιόνος στο Στάδιο με το αερόστατο. «Δεν είμαι πασόκα δεν είμαι ούτε κουκουέ, είμαι ότι είμαι και ότι τραγουδώ για σε…». Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι. Με τα διαφημιστικά προεκλογικά πολύχρωμα φυλλάδια των υποψηφίων να αρχίζουν να μας προειδοποιούν για τι προεκλογικές, ελάχιστες, μέρες μας περιμένουν. Πρόσωπα νεανικά και καλοντυμένα φιγουράρουν στις κάθε πολιτικής ιδεολογίας φωτογραφίες, πάντα χαμογελαστά. Ιλουστρασιόν εθνοσωτήρια άτομα που χαμογελούν χωρίς λόγο και αιτία πάνω σε κομματικό φόντο. Σμάιλ είναι η κάντιντ κάμερα που έλεγε μια παλιά διαφήμιση. Ένα χαμόγελο που ξεκινά από τα απαστράπτοντα άγνωστά μας άτομα και φτάνει μέχρι τις τσέπες των ρούχων τους. Και αναρωτιέσαι, πότε πρόλαβαν να κάνουν τόσα πράγματα στην ζωή τους που εκθέτουν στα προεκλογικά τους φυλλάδια; Άραγε, έκαναν ένα μεροκάματο, αυτά τα άτομα που προέρχονται από τις λαϊκές συνοικίες και τάξεις; «Επανάσταση και αντίσταση λαέ». Με ή χωρίς αμπέχονα και άρβυλα. Άραγε, σε ποιους προσβλέπουν να τους ψηφίσουν! Και πότε θα ξαναθυμηθούν και πάλι τον κυρίαρχο πάντα τετραετούς φοιτήσεως ψηφοφόρο λαό, και θα ζητήσουν να του σφίξουν το χέρι! Να φωτογραφηθούν μαζί του στις παραλίες, τις ταβέρνες τις πλατείες, τις πλαζ που πάνω στις ξαπλώστρες λιάζονται οικογενειακά οι εκδρομείς. Οι τηλεοπτικές δημοσκοπήσεις δίνουν και παίρνουν. Τα ποσοστά κυμαίνονται ανάλογα με το τι υποστηρίζει κάθε δημοσιογράφος.
Και οι πρώτες σαγιονάρες έχουν αρχίσει να σέρνονται στους δρόμους με τις δεκάδες λακκούβες και τα πεζοδρόμια-που ο πας εις παρκάρει ότι τον διευκολύνει-μαζί με τα χασμουρητά των χασομέρηδων και των φραπεδόβιων ελλήνων και ελληνίδων. Και οι μπόμπιρες από κοντά, (αυτοί που τους προορίζουν μεγαλώνοντας να σηκώσουν στους εργασιακούς τους ώμους το Ελληνικό χρέος και τα τρία memorandum) να ζητούν τραβώντας από το χέρι τη μαμάκα τους να τους αγοράσει κάθε μεγέθους και γεύσεων παγωτά. Της Δέλτα οφ κορς. Πολλές φορές, ανεβαίνοντας πάνω στο ψυγείο και χώνοντας το χεράκι τους μέσα, αναζητούν τον πύραυλο με τα φουντούκια και την σοκολάτα που θα τους απογειώσει γευστικά. Αρχίζουν να μαθαίνουν τις ηδονές των γεύσεων. Ενώ παράλληλα, η φιλόστοργος μήτηρ τους, θα τους κατακεραυνώσει με την ματιά της τσιρίζοντας: «Δεν φτάνει που λέρωσες τα ρούχα σου, σου χύθηκε και πάνω στην φούστα μου. Δεν πρόκειται να σου ξαναπάρω παγωτό μέχρι να μάθεις να τρως σωστά. Και όχι λιμάρικα». Και τα πιτσιρίκια με το παγωτό να στάζει από τα χείλη τους, στρίβουν το πρόσωπό τους, μπας και η με το κομοδινή μαλλί φωνακλού μαμάκα τους, (που για ανταύγειες πήγε και άλλο της προέκυψε στο κομμωτήριο) τους πάρει το παγωτό από την χούφτα και το πετάξει, ή το φάει η ίδια. Εξαρτάται, να μην πάνε χαμένα και τα χρήματα που έδωσε. Στις πρωινές καφετέριες οι φραπέδες με το αφρόγαλο και τα πλαστικά καλαμάκια των αγουροξυπνημένων κανακάρηδων πλημμυρίζουν τα τραπεζάκια «έξω», των πλατειών. «Είμαι δεκαεξάρης σας γαμώ τα Λύκεια…» που τραγουδούσε ο κυρ Νιόνος στο Στάδιο με το αερόστατο. «Δεν είμαι πασόκα δεν είμαι ούτε κουκουέ, είμαι ότι είμαι και ότι τραγουδώ για σε…». Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι. Με τα διαφημιστικά προεκλογικά πολύχρωμα φυλλάδια των υποψηφίων να αρχίζουν να μας προειδοποιούν για τι προεκλογικές, ελάχιστες, μέρες μας περιμένουν. Πρόσωπα νεανικά και καλοντυμένα φιγουράρουν στις κάθε πολιτικής ιδεολογίας φωτογραφίες, πάντα χαμογελαστά. Ιλουστρασιόν εθνοσωτήρια άτομα που χαμογελούν χωρίς λόγο και αιτία πάνω σε κομματικό φόντο. Σμάιλ είναι η κάντιντ κάμερα που έλεγε μια παλιά διαφήμιση. Ένα χαμόγελο που ξεκινά από τα απαστράπτοντα άγνωστά μας άτομα και φτάνει μέχρι τις τσέπες των ρούχων τους. Και αναρωτιέσαι, πότε πρόλαβαν να κάνουν τόσα πράγματα στην ζωή τους που εκθέτουν στα προεκλογικά τους φυλλάδια; Άραγε, έκαναν ένα μεροκάματο, αυτά τα άτομα που προέρχονται από τις λαϊκές συνοικίες και τάξεις; «Επανάσταση και αντίσταση λαέ». Με ή χωρίς αμπέχονα και άρβυλα. Άραγε, σε ποιους προσβλέπουν να τους ψηφίσουν! Και πότε θα ξαναθυμηθούν και πάλι τον κυρίαρχο πάντα τετραετούς φοιτήσεως ψηφοφόρο λαό, και θα ζητήσουν να του σφίξουν το χέρι! Να φωτογραφηθούν μαζί του στις παραλίες, τις ταβέρνες τις πλατείες, τις πλαζ που πάνω στις ξαπλώστρες λιάζονται οικογενειακά οι εκδρομείς. Οι τηλεοπτικές δημοσκοπήσεις δίνουν και παίρνουν. Τα ποσοστά κυμαίνονται ανάλογα με το τι υποστηρίζει κάθε δημοσιογράφος.
Η μαθητιώσα ελληνική νεολαία, ξένοιαστη και ανέμελη
αρχίζει να αναστενάζει ερωτικά στις παραλίες και τις πλαζ. Έφηβοι με
κοντομάνικα φανελάκια και σορτσάκια και την τσίμπλα του ύπνου ακόμα στα μάτια, και κοριτσόπουλα με το μπούστο ανοιχτό, φλυαρούν αδιάκοπα. Που βρίσκουν την
δύναμη οι φωνητικές τους χορδές. Κορμιά νεανικά γεμάτα τατουάζ χωρίς
καλαισθησία συνήθως,-γιατί αυτό απαιτεί η αισθητική της μόδας των εποχών- που
μόλις τέλειωσαν τις εξετάσεις τους. Παρέες-παρέες, νεολαίοι που πρώτη φορά
ψήφισαν (και μάλιστα συντηρητικά) με τα φιλαράκια τους, μικρές τσαπερδόνες
γαλιάντρες, ονειρεύονται ποια ξένη δίμετρη τουρίστρια θα καμακώσουν στα νησιά
των σελέμπριτοι και πόσα είδη κοκτέιλ θα δοκιμάσουν.
Μπάνια, παραλία, ηλιοθεραπεία, τένις, κοζαρίσματα ημίγυμνων κορμιών, μπουγελώματα, σερφινγκ μηνυμάτων στα κινητά τους, μπύρες την νύχτα, ποδόσφαιρο, χαλαρά. Η ζωή είναι ωραία, χαλαρά. Μεσημεριανά και νυχτερινά σουλατσαρίσματα μετά την «υπερβολική κούραση» των μαθημάτων της χρονιάς. Διαχρονικές νεανικές συνήθειες χωρίς τελειωμό, χωρίς κούραση. Μια επαναλαμβανόμενη μικροπεριπέτεια νεανικής φλόγας και ελπίδας. «Νάταν τα νιάτα δυό φορές…» τραγουδά το Αλικάκη.
Μπάνια, παραλία, ηλιοθεραπεία, τένις, κοζαρίσματα ημίγυμνων κορμιών, μπουγελώματα, σερφινγκ μηνυμάτων στα κινητά τους, μπύρες την νύχτα, ποδόσφαιρο, χαλαρά. Η ζωή είναι ωραία, χαλαρά. Μεσημεριανά και νυχτερινά σουλατσαρίσματα μετά την «υπερβολική κούραση» των μαθημάτων της χρονιάς. Διαχρονικές νεανικές συνήθειες χωρίς τελειωμό, χωρίς κούραση. Μια επαναλαμβανόμενη μικροπεριπέτεια νεανικής φλόγας και ελπίδας. «Νάταν τα νιάτα δυό φορές…» τραγουδά το Αλικάκη.
Άρχισε να
ακούγεται πιο συχνά το μελωδικό τραγούδι του τζίτζικα μέσα στην άδεια και έρημη
πόλη. Ο τζίτζικας στέκει μονάχος και υπερήφανος πάνω στον κορμό του πεύκου και
τραγουδά, τραγουδά μελωδικά, χωρίς να σκέφτεται ποιος θα τον ακούσει, ποιος θα
τον σιγοντάρει στο τραγούδι της δικής του μοναχικής μονότονης καλοκαιρινής
ευτυχίας. Ποιος ή ποια όμως, ακούει το τραγούδι αυτό του μικρού πανάρχαιου
συντρόφου των καλοκαιρινών μας ημερών, μέσα στην τόση φασαρία των ντεσιμπέλ και
το βουητό της πόλης, τους κακόηχους ήχους και τα κορναρίσματα. Αυτός όμως επιμένει στωικά, ελεήμονα χωρίς να αφήνει το πόστο του, δίχως να αναπαύεται.
Τζιτζικίζει μέσα στην καλοκαιρινή λαύρα. Τα γουργουρητά των περιστεριών που
πετούν ασταμάτητα σε χαμηλές πτήσεις, ακούγονται ανταγωνιστικά των δικών μας
φωνών. Τα χελιδόνια που σαν σφαίρες πετούν από τρελή χαρά, αναζητούν τροφή. Οι
αριστοφανικές σφήκες εξορμούν για τα αμπέλια, και χασκογελούν με τις άλλες
σφήκες-των ανθρώπων-που αναζητούν οικονομικά σκάνδαλα να χώσουν το κεντρί τους
κορδακιζόμενες. Οι κόκκινες με τις άσπρες ή μαύρες βούλες πασχαλίτσες φέρουν
γύρω τις άτιμες τσουκνίδες. Αναζητούν τροφή, ενώ πιτσιρίκα τις φυλακίζουν μέσα
σε σπιρτόκουτα που τα γεμίζουν ζάχαρη. Οι πολύχρωμες μικρές πεταλούδες,
σιωπηλές, όμορφες, ευαίσθητες, ντελικάτες, μοναχικές, τρελούτσικες, αυτές οι μη
μου άπτου, που έρχονται από το πουθενά, πετούν παντού και αφήνουν το απαλό
χνούδι τους πάνω στα δάχτυλα των χεριών, αν κατά λάθος τις αγγίξεις. Και χωρίς
να τρομάζουν, σου χαμογελούν μέσα από το μικρό τίναγμα των φτερών τους,
πετώντας ψηλά και χαρούμενα. Σε κάτι χορευτικές κινήσεις, που θα τις ζήλευε και
η καλύτερη χορεύτρια. Ενώ, οι ξαφνικές μπόρες, τα ξαφνικά μπουρίνια, εξακολουθούν
να ποτίζουν το χώμα.
Ο κυρίαρχος
ελληνικός λαός-που οι πολιτικοί στέκονται προσοχή όταν ψηφίζει, όπως λέει
μυστακοφόρος υποψήφιος, προετοιμάζει τις επίσημες παραδοσιακές του διακοπές.
Ανοίγει το χειμερινό πουγκί του. Τα περιβόητα μπάνια του λαού,-που έλεγε ο
«βυθίσατε το…»- σε θάλασσες και πισίνες, λίμνες και παραπόταμους, και φέτος,
και στις κάλπες. Βγήκαν τα ξώπλατα και τα μπικίνια στις παραλίες, οι στριγκατικοφόρες
έχουν αρχίσει να λιάζονται στις ξαπλώστρες, οι τοπλεράτες τρυφηλές υπάρξεις με
τα αντηλιακά μαυρίσματος, που δεν παραλείπουν οι κάμερες των τηλεοπτικών
ειδήσεων να εστιάζουν στο απλωμένο στην άμμο κορμί τους. Ενώ οι ψηφοφόροι
έλληνες, μαυρίζουν αλλέως. Τα αγόρια, ντροπαλά κάπως, κρύβουν την ανθοφορούσα
ήβη τους που τους γαργαλάει επικίνδυνα. Ξύνουν τα αλατισμένα αχαμνά τους
υπερηφανευόμενα για τις μελλοντικές κατακτήσεις τους. Οι ελληνίδες μανάδες και
γιαγιάδες με τις κλαρωτές ρόμπες και τα ψαθάκια, βάζουν μπρατσάκια στα μωρά
τους και τα βουτούν στην θάλασσα να δροσιστούν. Όλοι οι έλληνες και οι ελληνίδες
υπαίθριοι εκλογείς μιλούν για όλα. Οι μισοί ψηφοφόροι κατηγορούν τους άλλους
μισούς. "Όλοι τα ίδια σκατά είναι, πουφ τους βαρέθηκα πια. Όλοι την τσέπη τους
κοιτάνε. Πως θα βολευτούνε", ακούς τους λουόμενους να λένε μεταξύ τους.
Στοχοποιούν αρνητικά πολιτικά τους άλλους μισούς. Πολιτική του καφενείου,
πολιτική της παραλίας. Ε! είναι και αυτό μια σχετική πρόοδος! Και το γαϊτανάκι
των πρόωρων εκλογικών προετοιμασιών εν μέσω Καλοκαιριού, οδεύει προς άγνωστο
εκλογικό μπουρίνι αποτέλεσμα. Παρά τις πρόσφατες εκλογικές αναλύσεις των
δημοσκόπων. Η ελληνική πολιτική σκηνή, ανέβηκε στο καλοκαιρινό σανίδι της ζωής
και της ραστώνης ημών των ελλήνων. Συγχρωτίστηκε μαζί της. Τίποτα δεν πάει
χαμένο σε αυτήν την ζωή και την χώρα. Όλα τα αντέχει του έλληνος ο τράχηλος.
Μόνο η τσέπη του βαρυγκωμά. Όσο υπάρχουν
έλληνες και ελληνίδες πολιτικοί Σωτήρες μας, η Πατρίς ανθίσταται υπερηφάνως.
Εξαρτάται από τα έμπειρα και πεπειραμένα χέρια του σκηνοθέτη του έργου των
εκλογών και της σύγχρονης ζωής μας. Οι νέοι Μπρισίμηδες. Τα μοντέρνα Κάρμινα
Μπουράνα της ελληνικής πολιτικής δόξας του καλοκαιριού του 2019. Εξάλλου,
προηγείται η αργία του Αγίου Πνεύματος. Όλοι χρειάζονται διακοπές διαρκείας, ακόμα και
ο πάκης. Κάτι σαν τα γάλατα, γαργάλατα-γαργάλατα.
Άκουσα
στις ειδήσεις, και είδα ταυτόχρονα, ορισμένα άτομα πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι,
άτομα με κινητικά προβλήματα, να παραπονιούνται ότι δεν λειτουργεί το ανσασέρ
της Ακρόπολης, του ιερού βράχου, και δεν μπορούν οι επισκέπτες με τα ειδικά
αυτά σωματικά προβλήματα να ανέβουν πάνω στον ιερό βράχο να θαυμάσουν και να
δουν από κοντά, το παγκόσμιο αυτό ελληνικό μνημείο πολιτισμού και πολιτικής
δημοκρατίας. Μάλιστα, εκτός από τους επισκέπτες που μίλησαν στην κάμερα,
κάποιος υπεύθυνος εργαζόμενος, είπε αν μεταφέρω ορθά τα λόγια του: «ότι ο
ανελκυστήρας είναι εδώ και αρκετό καιρό χαλασμένος, δεν έχει συντηρηθεί, και
έτσι δεν λειτουργεί» «Είναι σε αχρηστία». Όσοι είδαμε στις οθόνες και ακούσαμε
την είδηση, καταλάβαμε ίσως δυσαρεστημένοι, το «διαρκές» πρόβλημα της μη
λειτουργίας του ανελκυστήρα που θα βοηθούσε τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή τους
μεγάλης ηλικίας επισκέπτες,-που δεν μπορούν να ανέβουν από τα μεγάλα σκαλιά,
όπως οι υπόλοιποι-στον ιερό λόφο και να θαυμάσουν τα αρχαία και
σύγχρονα εκθέματα του ελληνικού πολιτισμού.
Και ο
γράφων, αναρωτήθηκε και ταυτοχρόνως θυμήθηκε μια δική του παρόμοια περίπτωση.
Αναρωτήθηκε πρώτα, γιατί το υπουργείο πολιτισμού ή οι άλλοι αρμόδιοι
αρχαιολογικοί φορείς-δεν γνωρίζω σε ποιανού δικαιοδοσία υπάγονται τέτοιου
είδους τεχνικής φύσεως προβλήματα-δεν δίνουν το απαραίτητο κονδύλι ώστε να
συντηρηθεί και να φτιαχτεί ο
ανελκυστήρας που θα λειτουργήσει ξανά, ώστε να μπορούν οι έλληνες και ιδιαίτερα
ξένοι τουρίστες και επισκέπτες να ανέβουν πάνω στον ιερό βράχο; Ποια
γραφειοκρατικά γρανάζια εμποδίζουν αυτό το απαραίτητο και αυτονόητο πράγμα να
υλοποιηθεί. Ποιες υπογραφές δημόσιων- κρατικών ιθυνόντων χρειάζονται για κάτι τόσο αυτονόητο και επωφελές
όχι μόνο για τον ελληνικό τουρισμό και την τουριστική ελληνική οικονομία αλλά
και για την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Και ας έχουν γραφτεί διεθνώς τόσα
πολλά και φημισμένα για την Ακρόπολη. Ποια ελληνική αβελτηρία δημοσίων αρχών εμποδίζει κάτι το
τόσο προφανές χρήσιμο; Και μετά μιλάμε όλοι εν χορώ για ελληνικό πολιτισμό;
Μπράβο μας φωστήρες Έλληνες εκλογείς αλλά και ψηφοφόροι. Η πανταχού παρούσα
κρατική μέριμνα να είναι καλά. Τα αυτονόητα της γραφειοκρατίας μας και του
ωχαδερφισμού μας. Το ελληνικό κράτος, είναι πάντα οι επόμενοι κυβερνήτες.
Και θυμήθηκα μια παρόμοια περίπτωση. Πάνε χρόνια
τώρα, που ξένος φίλος επισκέφτηκε μαζί με την μητέρα του, τον αδερφό του και
την μητέρα της μητέρας του την χώρα μας. Όπως ήταν φυσικό και άρμοζε,
προθυμοποιήθηκα να τους ξεναγήσω σε ορισμένους αρχαιολογικούς χώρους των Αθηνών
και σε Μουσεία, και όχι μόνο. Έτσι και έγινε. Όλοι μαζί, μίαν ωραία πρωίαν
αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τον λόφο της Ακροπόλεως. Ο γράφων έχει επισκεφτεί
αρκετές φορές την Ακρόπολη και έχει θαυμάσει τα εκθέματα του Μουσείου της, όταν
ακόμα το Μουσείο της Ακροπόλεως βρίσκονταν πάνω στον ιερό βράχο. Δεν είχε
οικοδομηθεί το νέο και λαμπρό στολίδι του Μουσείου της Ακροπόλεως κάτω,
περιφερειακά του Ναού. Βγάλαμε εισιτήρια και μπήκαμε από την κύρια είσοδο και οι
5 επισκέπτες, και ανηφορίζαμε προς τα πάνω. Είχα διαβάσει και είχα ενημερωθεί
για την ιστορία της Ακρόπολης, αγοράσαμε και ένα ξενόγλωσσο οδηγό, και αργά και
μιλώντας, ανηφορίζαμε. Η γιαγιά των παιδιών κάθονταν πάνω σε «αναπηρικό»
καροτσάκι. Μια ευγενική γιαγιούλα, πρόσχαρη και καλοσυνάτη, μόνο που, δεν
μπορούσε να περπατήσει, και φυσικά, δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά. Όλη η
περιχαρής φιλική παρέα, φτάσαμε σε ένα σημείο του δρόμου που οδηγεί πάνω στον
λόφο και σταματήσαμε. Τα δύο αδέλφια, η μητέρα και εγώ, μπορούσαμε να ανεβούμε,
αλλά με την γιαγιά, τι θα γινόταν; Ή θα
σταματούσαμε εκεί, και θα επιστρέφαμε πίσω και μια άλλη φορά, χωρίς το άτομο που καθόταν στο
καροτσάκι, θα επισκεφτόμασταν τον χώρο ή θα έμενε ένας πίσω, να κάνει συντροφιά στην γιαγιά και οι υπόλοιποι
θα ανεβαίναμε στον ιερό βράχο. Θα επισκεπτόμασταν το Μουσείο, θα βλέπαμε τα
εκθέματα, τους ναούς και θα επιστρέφαμε κατόπιν κάτω. Επικράτησε μια φυσική όπως
ήταν αναμενόμενο, σχετική αμηχανία για το τι έπρεπε να γίνει. Η συζήτηση μεταξύ
της οικογένειας δεν μπορούσε να βρει λύση. Θέλανε μεν να ανέβουν πάνω στον
λόφο, αφού έφτασαν μέχρι τα μέσα της διαδρομής, αλλά από την άλλη, ήταν δύσκολο
και κουραστικό να ανεβεί η γιαγιά με το καροτσάκι πάνω στο λόφο, ώστε να δει
και να θαυμάσει και εκείνη τα εκθέματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Να μην
φλυαρώ, ο υποφαινόμενος όταν είδε ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν, καθώς
στέκονταν σιωπηλός και τους άκουγε, περιμένοντας τι θα κάνουν, τους ρίχνει μια
ιδέα. Προτείνει στον φίλο επισκέπτη να κουβαλήσουνε στα χέρια, (εγώ και αυτός) το
καρότσι με την γιαγιά πάνω σιγά-σιγά, και να την ανεβάσουμε στον λόφο να χαρεί
και εκείνη το θέαμα και να έχει να αφηγείται επιστρέφοντας στην πατρίδα της ότι
επισκέφτηκε την Ακρόπολη και ανέβηκε στον ιερό βράχο. Έτσι και έγινε, με αργές
κινήσεις- κουραστικές φυσικά- ανεβάσαμε την γιαγιά, οι δυό μας, στην κορφή.
Επισκεφτήκαμε χαρούμενοι-και κουρασμένοι τους χώρους, το Ερέχθειο με τις
Καρυάτιδες, τον περίλαμπρο περίπτερο αμφιπρόστυλο ναό τον Παρθενώνα, με
τις 46 δωρικές κολόνες, σταθήκαμε στον ναό της Αθηνάς Νίκης, της προμάχου της πόλης,
μνημονεύσαμε τους κτήτορες αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, κατεβήκαμε (τότε)
τα σκαλιά του Μουσείου της Ακροπόλεως, είδαμε τον γύρω χώρο, με την νοερή συντροφιά
και σκέπη της γλαύκας, και αφού ξεκουραστήκαμε και φωτογραφήθηκαν οι ξένοι
επισκέπτες, κατεβήκαμε και πάλι με αργές κινήσεις και βήματα κάτω στον
περιφερειακό δρόμο, φορτωμένοι το καρότσι. Δεν χρειάζεται να γράψω, το πόσο χαρούμενη ήταν η
οικογένεια και προπάντων η γιαγιά του Κ. Την περιπέτεια αυτή που έζησε, μου
έγραφε ο Κ. την έλεγε για μήνες στους οικείους και φίλους της οικογένειας όταν
επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Έχοντας επισκεφτεί όλοι μαζί, και άλλους
αρχαιολογικούς χώρους εκτός Αττικής, μια και νοίκιασαν αυτοκίνητο και εγώ ήμουν
ο ξεναγός τους.
Αυτή η
προσωπική ιστορία, όπως και μία άλλη παρόμοια από επίσκεψή μου στον Άθω, που,
μεγάλης ηλικίας άτομο, πρώτη φορά επισκέφτηκε το Περιβόλι της Παναγίας και
κουβάλαγε τρείς βαλίτσες μαζί του, λες και θα πήγαινε διακοπές στην Παταγονία,
και του κουβαλήσαμε τις γεμάτες βαλίτσες από την Δάφνη πάνω στις Καρυές για να
βγάλει το διαμονητήριο, με τα πόδια. 3 με 4 ώρες δρόμο, κατακαλόκαιρο.
Ξεθεωθήκαμε. Τι Γολγοθάς και ιερά άλογα του Φαέθοντος. Ούτε οι ήρωες του Δάντη
από το Πουργκατόριο στον Παράδεισο δεν χρειάστηκαν να ανεβούν τόσες ώρες τις
αμαρτίες τους κουβαλώντας. Αλλά, νιάτα βλέπεις.
Σκεφτόμενος λοιπόν, αυτές τις καθημερινές μικρές και
απρόσμενες περιπέτειες των νιάτων μας, της δικής μας γενιάς, αναλογίστηκα, τα
άτομα αυτά που είδαμε στην τηλεόραση να παραπονιούνται για το ότι δεν
λειτουργεί το ασανσέρ που ανεβάζει τους επισκέπτες με ειδικές ανάγκες πάνω στον
ιερό λόφο, τώρα μάλιστα, που έχει αρχιτεκτονηθεί το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης,
απέναντι από τον ιερό λόφο και μπορεί κανείς άνετα να το επισκεφτεί, δεν
μπορούσε να βοηθήσει κανείς, σιγά-σιγά τα άτομο που ήταν πάνω στο καροτσάκι να τα σηκώσουν και να τα ανεβάσουν πάνω στον λόφο; να προσκυνήσουν τον Παρθενώνα, αντί
να φεύγουν αγανακτισμένοι και να καλούν τα κανάλια; Το ίδιο ισχύει και για τους
δημόσιους λειτουργούς που βγήκαν και έκαναν, και δικαίως, τις καταγγελίες τους
στα κανάλια, για την μακροχρόνια έλλειψη συντήρησης του ανελκυστήρος της
Ακροπόλεως. Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει, από τους νεότερους έλληνες
που κόπτονται υπέρ βωμών και εστιών;
Τις σύγχρονος Αθηναίος πολίτης αγορεύει βούλεται
περί τούτου; Και βοηθήσει έμπρακτα όχι μέσω καναλιών;
«Ανεβαίνουμε
στην Ακρόπολη, για να θαυμάσουμε τον Παρθενώνα και τ’ άλλα μνημεία της που
θυμίζουν την κλασική εποχή, την εποχή της δόξας της Αθήνας.
Η Ακρόπολη, όμως, αντιπροσωπεύει όλες τις
εποχές αυτής της πολιτείας. Γιατί όλη της η ιστορία, από τα προϊστορικά χρόνια
ως σήμερα σχεδόν, ξετυλίχτηκε με κέντρο
το μικρό τούτο βράχο.
Οι πέτρες και το χώμα του, τα μάρμαρα κι οι κολόνες των ναών και των
μνημείων που υψώνονται πάνω του κι ολόγυρά του, μας μιλούν για τους θρύλους και
τις παραδόσεις, για τους κάθε λογής αγώνες της ελληνικής φυλής, για τις
ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες ώρες της ιστορίας της.»
Από το βιβλίο της Βίτω Αγγελοπούλου, «Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ», κείμενα Βίτω Αγγελοπούλου, φωτογραφίες Μαρίκα Μπιτσίου,
εκδόσεις Κέδρος 1985, σ.5.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 15 Ιουνίου 2019.
ΥΓ. Την Βίτω Αγγελοπούλου, αυτήν την εκπληκτική συγγραφέα
παιδικών βιβλίων, είχα την τύχη το 1989 ή 1990; Κάπου εκεί, να την συναντήσω στο
σπίτι της κοντά στο Σύνταγμα. Θαύμασα την πολυμέρεια των γνώσεών της, το ταλέντο
της στην συγγραφή παιδικών βιβλίων, την αγάπη της και την φροντίδα της για την παιδική
λογοτεχνία. Ζήλεψα την μεγάλη της βιβλιοθήκη και ιδιαίτερα, τα βιβλία της παγκόσμιας
λογοτεχνίας που διέθεται και είχε διαβάσει, που αφορούν παιδιά και εφήβους. Καλή
συγγραφέας. Ο Χάρης Σακελλαρίου και ο Δημήτρης Γιάκος, είναι οι δύο παλαιοί περισσότερο
γνωστοί μας ιστορικοί της παιδικής μας λογοτεχνίας. Ένας ξεχωριστός κλάδος μέσα
στο λιβάδι της ελληνικής λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε ότι ο Νίκος Καζαντζάκης, η Πηνελόπη
Δέλτα, ο Γιάννης Ρίτσος, στον χώρο της ποίησης, και αρκετοί άλλοι έλληνες συγγραφείς
έχουν γράψει και βιβλία για εφήβους και παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου