ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
(Αθήνα 22/2/1939- Αθήνα Τρίτη 21/1/2020)
Τα
ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν
αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην
ακούτε τι σας λένε ΄
θέλει
ερωτική θαλπωρή
το
ποίημα για ν’ αντέξει
στον
κρύο χρόνο…
Από το προοίμιο της σύνθεσης "Λυπιού".
Υπάρχει μια
ελληνική ρήση που συνηθίζουν να λένε οι άνθρωποι όταν ξαφνιάζονται από την
γνωριμία τους με ένα πρόσωπο. «Τα φαινόμενα απατούν» ή «καμιά φορά, τα
φαινόμενα απατούν» και ακόμα, «και δεν του φαινόταν». Πράγματι, δεν της
φαινόταν της ποιήτριας και μεταφράστριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ότι ήταν τόσο
ερωτικός άνθρωπος. Εξέπεμπε μια ερωτική ακτινοβολία. Αν την έβλεπες από κοντά
δεν θα σου προξενούσε εντύπωση. Ήταν μια απλή καθημερινή γυναίκα,
λεπτοκαμωμένη, πολλές φορές κυρτή όταν κυκλοφορούσε, και δεν θα την έλεγες
ψηλή, το αντίθετο μάλιστα. Δεν ήταν όμορφη, δεν είχε τα φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά σαν και αυτά που έχουν γυναίκες της ηλικίας της και τις
θαυμάζεις, σου προκαλούν μια αναστάτωση, μια συναισθηματική διέγερση, θα ήθελες
να ήσαν πλάι σου. Όχι, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, σαν γυναικεία εμφάνιση δεν
είχε κάτι το ελκυστικό. Και όμως, εδώ βρίσκεται το θαύμα! Η έκπληξη, η ταραχή,
η έλκυση σε πειρασμούς και σκέψεις, με την πρώτη επικοινωνία, επαφή μαζί της.
Με το που άρχιζε να σου μιλάει αμέσως ένιωθες ένα ρίγος θαυμασμού,
διαισθανόσουν ότι έχεις δίπλα σου ένα αληθινά ερωτικό άνθρωπο, με την
ουσιαστική σημασία της λέξης. Στέκεσαι δίπλα σε ένα «αίνιγμα». Πως γίνεται αυτή
η γυναίκα, με ότι κουβαλά πάνω της σαν εμπειρία ζωής και της φύσης εικόνα, να
εκπέμπει τέτοιον ερωτισμό, τέτοια λαγνεία, μια ηδονή που υπερέβαινε την εικόνα
της, μια λάμψη που ξεπερνούσε την μορφή της, έναν πόθο, που άφηνε πίσω τις
όποιες σωματικές ατέλειες. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ήταν ένα από τα πιο
ερωτικά πρόσωπα που έχω γνωρίσει στην ποιητική μου περιπλάνηση. Και κάθε φορά
που την συναντούσα ή τηλεφωνιόμαστε, της εξέφραζα αυτόν μου τον θαυμασμό, της
έκανα πάντα την ίδια φιλοφρόνηση. Εκείνη ξέσπαγε σε γέλια και μου έλεγε: «
είσαι ένας κόλακας εσύ!» και εγώ για να την πειράξω της απαντούσα: «Κατερίνα
μου, πρόσεχε, γιατί η διαφορά μεταξύ κόλακα και βρικόλακα δεν είναι μεγάλη».
Εκείνη έβαζε τα γέλια, και λέγαμε τα δικά μας.
ΣΤΟΝ
ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ
Στον
κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει
κανείς
όλα
τις
λέξεις τρώει ο καιρός
και
μέσα από τις λέξεις
φαγώνονται
τα μάτια
τα
φιλιά
ακόμα
κι η ανάγκη να υποφέρεις.
Την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, την
συναντούσα συνήθως στον Πειραιά, στην πλατεία Καραϊσκάκη, όπου κατέβαινε για να
πάρει το πλοίο για την Αίγινα που διέμενε. Κατά την διάρκεια της αναμονής-μου
τηλεφωνούσε και μου έλεγε την ώρα-συζητούσαμε, ή ορθότερα, την ρωτούσα για το
νονό της Νίκο Καζαντζάκη και για την ποίησή της. Την ρωτούσα για την μεγάλη και
ισχυρή γυναικεία της χειραφέτηση, για τον ερωτισμό που εκπέμπει ο ποιητικός της
λόγος. Για αυτές τις αστραπές, τις στιχουργικές αστραπές που συναντάς μέσα στους
στίχους της, τις ποιητικές επαναλαμβανόμενες ερωτικές λάμψεις. Είναι η ελληνίδα
ποιήτρια του καιρού μας, με την μεγαλύτερη ποιητική Σωματικότητα. Το γυναικείο
αλλά και το αντρικό Σώμα όπως το φωτίζει η ματιά της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ,
είναι ο άξονας της ποιητικής της δημιουργίας. Η ποίησή της δεν είναι εγκεφαλικά
ερωτική. Δεν είναι μνημονικά ερωτική. Δεν είναι έρωτας της αναπόλησης και της
μνήμης. Είναι Σωματικά ερωτική. Το σώμα υποφέρει, το σώμα φθείρεται, το σώμα
αλλοιώνεται, το σώμα πάσχει. Αυτό σηκώνει πάνω του όλο το άγχος της φθοράς του
χρόνου. Μεταφέρει στους ιστούς και τα κύτταρά του τον ψυχικό πόνο της απώλειας,
των διαψεύσεων, της αλλοίωσης των πρώτων εκπλήξεων, και ταυτόχρονα, την
διαιώνιση του έρωτα μέσα από νέες ερωτικές παραστάσεις, μέσα από αντρικά
σύμβολα, που στην ουσία τους είναι ένα και κυρίαρχο. Αυτό της μεγάλης της
συζυγικής λατρείας και αγάπης. Του άντρα που την ερωτεύτηκε, της ζήτησε να τον
παντρευτεί και έμειναν μαζί μέχρι τέλους, μέχρι ο θάνατος να τους χωρίσει, ή
μάλλον, να μετατραπεί η ερωτική του σωματικότητα σε σωματικότητα του ποιητικού
της λόγου. Δεν υπήρχε κουβέντα που έκανα μαζί της, είτε δια ζώσης είτε
τηλεφωνικώς, που να μην μου μιλούσε για αυτόν. Τον έναν, που κλωθογύριζε
συνεχώς μέσα στην σκέψη της. Που στοίχειωνε την ύπαρξή της. Που εξακολουθούσε
να την προστατεύει ακόμα και μετά την αποχώρησή του από την ζωή. Η γυναίκα
Αγγελάκη αγαπήθηκε και αυτό φαίνεται μέσα στα ποιήματά της. Η φυσική της
διάπλαση, της έδωσε μια άλλη αίσθηση του κόσμου, μια αντιμετώπιση γυναικείας
αυτοπεποίθησης. Μιας αγαλλίασης ερωτικής, μιας ηρεμίας ψυχικής, μιας συνεχούς
ερωτικής διάθεσης με την οποία δημιουργούσε τους ποιητικούς της μύθους, ζούσε
τον δικό της μύθο, επεξεργαζόταν τα προσωπικά, της νύχτας και ημέρας της
όνειρα. Ταξίδευε, ονειρευόταν, έγραφε, μετέφραζε, δημιουργούσε, συμμετείχε,
λάβαινε μέρος σε καλλιτεχνικά συμβάντα της εποχής της. Καταξιώθηκε, βραβεύτηκε,
αναγνωρίστηκε, σαν γυναικεία ποιητική φωνή της εποχής της απόκτησε την δική της
αυτόνομη δυναμική και ποιητικό στίγμα. Ο ποιητικός της λόγος είναι γεμάτος
ποιητικά υποστρώματα από φωνές της αγγλικής και της αμερικάνικης ποίησης. Από
στίχους ελλήνων ποιητών. Έχει σημαντικά ιζήματα ποιητικών στρώσεων. Δεν μπορείς
να μην διακρίνεις τον εσωτερικό ιστό συγγένειας με την ποίηση του Μίλτου
Σαχτούρη όσον αφορά την διαπραγμάτευση του προσώπου του θανάτου. Άλλες φορές
πάλι, μια εικόνα, μια παράσταση από ένα ταξίδι της στο εξωτερικό της δίνει
αφορμή για να μιλήσει για τον Μαύρο Καβαλάρη. Βλέπε το ποίημά «ΜΑΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ»
με αφορμή από ένα «Άγαλμα στο κοιμητήρι της Αϊόβα». Ή πάλι, ένα ιστορικό
ελληνικό πρόσωπο που σημάδεψε με τις εκστρατείες του και το έργο του τον
παγκόσμιο πολιτισμό, ο «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» της δίνει την ευκαιρία να χτίσει ένα
κύκλο ποιημάτων. Ο αρχαίος έλληνας κυνικός ο «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», με το ξακουστό πιθάρι
του, δίνει αφορμή να συνθέσει το δικό της μακροσκελές ποίημα: «Με τις μέρες ψοφώ μες στο βαρέλι/ δεν έχω
μιμητές για το σκοτάδι./Σκλήρυνε το σκήνωμα της μάνας/ ακόμα το κατοικώ…». Αλλά
και ο μύθος το σύμβολο της Ελένης την αγγίζει με έναν σύγχρονο των ημερών μας τρόπο.
Η
ΕΛΕΝΗ
Το
βαθύ νόημα των ονείρων είναι το σκοτάδι΄ οι ιδέες τους εκφράζονται με άλλα
όνειρα. Η περιγραφή του ερώμενου είναι κι αυτή μια ερωτική πράξη. Σκέφτομαι= ζω
μιαν άλλη ζωή παράλληλη. Ο Έζρα Πάουντ κλείνει τα μάτια σφιχτά σα να τον
σουβλίζουν. Μες στη σιωπή του τα ποιήματά του ξαναρχίζουν τη ζωή τους
ανανεωμένα. Ο κόσμος που χάσκει ανοιχτός κάτω απ’ τα πόδια σου περιμένει να του
πεις, ναι, ότι τον αγαπάς, πριν σε καταβροχθίσει. Φτιάχνεις έναν έρωτα τότε για
να προστατευτείς απ’ το φαρδύ τοπίο. Ο Μενέλαος έχει ζήσει κι αυτός το δράμα
της εμορφιάς ως χαμένος. Μες στα άγαρμπα
πορφυρά του παντελόνια πλέει το πέος του σαν ψάρι σε μολυσμένα ύδατα. Όχι, όχι,
καλύτερα να την είχε φτιάξει αυτός την Ελένη κι ας ήταν ένα ποίημα μόνο.
Η Αγγελάκη, δεν έγραψε απλά καλά ή πολύ καλά
ποιήματα, αλλά ζούσε με τον δικό της τρόπο ερωτικά ποιητικά. Διοχέτευε τον
ερωτισμό της μέσα στις ποιητικές της συνθέσεις και ταυτόχρονα, αντλούσε δύναμη
από αυτές. Μυθικά και ιστορικά, θρησκευτικά πρόσωπα, στίχοι σύγχρονων ποιητών
ελλήνων και ξένων, πάρα πολλές αφιερώσεις σε επώνυμους δημιουργούς ποιητές και
ποιήτριες Κική Δημουλά, Μαρία Κυρτζάκη, Αντώνης Φωστιέρης, Ελένη Καζαντζάκη,
στη Μαρία Σερβάκη, (θέλοντας να μας μιλήσει για τα ζώα, γνωρίζοντας την αγάπη της
ποιήτριας για αυτά, στο ποίημα της «Γιατί στην καρδιά καμιά φορά τα ζώα…». Στον
Νίκο Καρούζο, τον Γιάννη Τσιώλη και άλλους, στον Rodney Rooke, στον Philip Ramp, άγνωστούς σε εμάς οικείους της,
«Στον Κώστα Γιαννακάκο» και φυσικά στον
σύντροφό της και άντρα της, παρελαύνουν μέσα στο ποιητικό της έργο. Πολλές
αφιερώσεις της είναι μόνο με τα αρχικά των ονομάτων τους. «Στον Π. Σ» στο
«ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ» Τους αφιερώνει συλλογές της ή
ποιήματά της. Σηματοδοτούν και την δική της ποιητική περιπέτεια. Ανταποδίδοντας
την ερωτική αίσθηση της επικοινωνίας της μαζί τους, από τα πρώτα της ποιητικά
βήματα. Ειδική περίπτωση που μας βεβαιώνει τα γραφόμενα, είναι το ποίημά της με
τον τρόπο του αλεξανδρινού ποιητή, δικό της ποίημα, «ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ», που η
ποιήτρια, «Με ευγνωμοσύνη στον Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ» αφιερώνει. Το Καβαφικό ποίημα της
δίνει την αφορμή να σχεδιάσει το δικό της βασιζόμενη στην τεχνική του. Σε άλλες
της ποιητικές συλλογές έχουμε αποσπάσματα από ξένους ποιητές στην αγγλική
γλώσσα, δες ενδεικτικά τους στίχους του ποιητή W. H. Auden. “The
winds
must
come
from
somewhere when
they
blow/
There
must
be
reason
why
the
leaves
decay/
Time
will
say
nothing
but
I
told
you
so”
Του «Επίλογου Αέρα», ή του έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, «… έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του
θανάτου», στο δικό της ποίημα «Ο Οίστρος του Θανάτου». Άλλοι στίχοι
σηματοδοτούν και το δικό της ποίημα, όπως ο στίχος του Πάνου Σταθογιάννη: «όταν πεθάνω θλιμμένη θα την πούνε την Παρασκευή…», στο ποίημά της «ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ».
Βρίσκει τον τίτλο του ποιήματος της «Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΨΕ» σε στίχο του Γιάννη
Στίγκα: «Σώμα είναι η πέτρα που πίστεψε».
Πολυταξιδεμένη η ίδια, τα ποιήματα ή οι συλλογές δεν γράφονται μόνο στο
συζυγικό της ερημητήριο την Αίγινα αλλά και σε διάφορα μέρη του Κόσμου που
επισκέπτεται. Πολλά τα ξαναδουλεύει αρκετές φορές όπως δείχνουν οι μεγάλες
χρονολογικές αποστάσεις που σημειώνει κάτω από την ποιητική μονάδα ή ενότητα. Από
τα πάντα μπορεί να εμπνευστεί η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τα πάντα γίνονται αφορμή
για να μας ανοίξει την σκέψη της, να απλώσει μπροστά μας τα όνειρά της, να μας φανερώσει
την αρματωσία της φαντασίας της. Η Αγγελάκη-Ρουκ δεν έχει μόνο στέρεα ποιητική
αρματωσιά αλλά και μια ποιητική τεχνική που προέρχεται από την μεγάλη της πείρα
και εμπειρία πάνω στην αγγλική ποίηση και γλώσσα. Η δομή των ποιημάτων της
στηρίζεται πάνω σε μια αγγλοσαξονική αρματωσιά. Θέλω να πω, θυμίζει την τεχνική
δομή της Καβαφικής ποίησης, που έχει το ρυθμό της αγγλικής γλώσσας. Αν
διαβάσουμε ποιήματα της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλλυ Ντίκινσον, θα
αναγνωρίσουμε την κυριαρχία της φύσης, που η αμερικανίδα ποιήτρια συνεχώς
επανέρχεται στα ποιήματα της, παράλληλα με την Σολωμική φυσιολατρία. Αν δούμε
το ποιητικό έργο της ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ, θα ανακαλύψουμε το γυναικείο
σπαραγμό της ματιάς της, την στέρηση και την απόρριψη, έτσι όπως τον βλέπουμε
και στην Αγγελάκη. Αλλά και το έργο άλλων, με έναν άλλον τρόπο, μοντέρνων
ρομαντικών και υπαρξιακών φωνών της αγγλοσαξονικής και αμερικάνικης γυναικείας
ποιητικής παράδοσης, έρχεται και ποτίζει την ποίησή της. Την τεχνική δομή των
ποιημάτων της θα διαπιστώσουμε ότι τον αναγνωρίζουμε και σε ξένους ποιητές, ο
ρυθμός της γλώσσας, η παράθεση των εικόνων, το κλίμα μέσα στο οποίο θέτει τους
συμβολισμούς της, οι έμμεσες αναφορές της, οι ποιητικές της «υποσημειώσεις»
μέσα στο ποίημα, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, δείχνουν ότι η Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ έχει όχι μόνο εκλεκτικές θεματικές και ατμόσφαιρας συγγένειες,
αλλά και διατηρεί εσωτερικές της ποίησης συνομιλίες μαζί τους. Σε αυτές των
διαβασμάτων και μεταφράσεών της φωνές βασίζεται η εσωτερική μελωδία και
γλωσσική επιμέλεια της δικής της ποίησης. Είναι μια αλυσίδα γυναικείας
ποιητικής παράδοσης, στον ευρωπαϊκό χώρο, μέσα στον οποίο εντάσσεται αρμονικά
και επάξια και η δική της φωνή. Ακόμα και όταν φτιάχνει το δικό της ποιητικό
σύμπαν με την «Λυπιού», που είναι η προσωπική της ποιητική «Ατλαντίδα», δεν
απομονώνεται από το γύρω της περιβάλλον, δεν ξεκόβει από τις ευρωπαϊκές και
παγκόσμιες ποιητικές ρίζες της. Ή Δανείζετε στίχο του ποιητή Κωστή Παλαμά, και
δίνει με αυτόν τον τίτλο του δικού της ποιήματος. «Σιγά μην τρέμεις…». Άλλες
της συνθέσεις, θυμίζουν τα ποιητικά χορικά που οικοδομεί η ποιήτρια Ζωή
Καρέλλη. Μόνο που τα δικά της, δεν μένουν μέσα στον αρχαίο περίγυρο, συμβολισμό
τους αλλά, συμβαίνουν στο σήμερα, στον ιστορικό χρόνο που βιώνει τις
καταστάσεις ερωτικές και μη η Αγγελάκη.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Να
‘ταν τα φιλιά τοπία
να
τα σκαρφάλωνα
να
με ρουφούσαν
ρουφήχτρες
της γης
να
κατρακυλούσαν τα λιθάρια χείλια
να
τα ‘ψαχνα, να τα ‘βρισκα δροσερά
στους
χάρτες των αναμνήσεων
να
τα ΄νιωθα ζεστά λαχανιαστά
πίσω
από τους θάμνους του αισθήματος
τοπία
απόκρημνα
φιλιά
γκρεμοί.
Η καθόλου ποιητική παρουσία της ελληνίδας ποιήτριας
είναι θα γράφαμε γυναικοκεντρική. Είναι στενά δεμένη με το φύλο της. Με ότι
αυτό το σωματικό φύλο εκφράζει, αισθάνεται, ονειρεύεται, ερωτεύεται, θυμάται,
απορρίπτει, ανταποδίδει. Η γραφή της προσδιορίζεται από αυτό, όπως και στις
ξένες ομοτέχνους της. Η περιπέτεια της ζωής και του έρωτα για την Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ, είναι γυναικεία και μόνο υπόθεση. Ένα επίσης κυρίαρχο υπόστρωμα
που υπάρχει μέσα στην ποιητική της παρουσία, είναι ένα είδος μηδενισμού. Ένας
μηδενισμός που θυμίζει την ποίηση του ποιητή Νίκου Καρούζου. Δεν είναι τόσο η
άρνηση της Αγγελάκη να πιστέψει, εξάλλου, η ποίησή της είναι γεμάτη από
μεταφυσικές και άλλες επικλήσεις. Η λέξη θεός επανέρχεται συχνά μέσα στο έργο
της, ίσως για να τονίσει την μοναχικότητά της, την υπαρξιακή της ερημιά, την
καταβάθως μοναξιά της. Το σύμβολο της Παναγίας εμπλουτίζεται με νέους
συμβολισμούς και καταστάσεις. Πέρα από αυτές τις επαναλαμβανόμενες της ύπαρξής
της σημαδούρες που πάνω τους σκοντάφτει ή μεταφέρει στο ποιητικό της σώμα,
υπάρχει ένας μηδενισμός που κυριαρχεί στο βλέμμα της ακόμα και όταν χαμογελά,
ακόμα και όταν μας μιλά για τον έρωτα, όταν σκιαγραφεί τα γυναικεία της ή
μυθικά και ιστορικά της πορτραίτα. Μια αίσθηση ζωής που δεν ολοκληρώνεται και
βαδίζει στα μουντά, που πεθαίνει, που χάνεται, που διαλύεται μέσα σε
επαναλαμβανόμενες συνήθειες και εκδηλώσεις συμπεριφοράς, σε αισθήματα και
αγγίγματα που λησμονούνται από τον χρόνο. Και διασώζονται ίσως μόνο στην γραφή,
στην ποίηση που και εκείνη προχωρά συνεχώς χωρίς να γνωρίζει ή να αναρωτιέται αν
βρήκε όχι τον στόχο της αλλά τον σκοπό της. Έχει μεγάλο εύρος ερμηνειών ο ποιητικός
λόγος της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Βρίσκεται σε μια διαρκή
περιπλάνηση, αναζήτηση σταθερών της ζωής που συνεχώς ακόμα και όταν πιστεύει
ότι τις έχει καταχτήσει, αυτές οι σταθερές, αυτές οι αστραπές και ερωτικές
εκλάμψεις της ζωής και της προσωπικής της έκφρασης και ιδιοσυγκρασίας που
καθορίζουν την οπτική της μένουν άπιαστες, ή χάνονται μέσα στον παρελθόντα
χρόνο της ανάμνησής της. Μόνο που από την ποίηση αυτή, πηγάζει κάτι το
εκπληκτικό, το ονειρώδες ακόμα και μέσα
στην μηδενιστική της εκφορά. Η έκφραση αισθηματοποίησης ή μάλλον σωματοποίησης
του κόσμου, των αισθήσεων που συνεχώς επανέρχονται υπενθυμίζοντας την πρώτη
τους ανθηρότητα σε κάθε νέα επαφή, των σωματικών αφών προσέγγισης που κάθε φορά
είναι σαν να επιτελούν το ρόλο τους για πρώτη φορά. Των ψιθύρων σωματικής
επικοινωνίας που ακούγονται από το βάθος του χρόνου από τους λαβυρίνθους των
προηγούμενων βιωμάτων. Άλλοτε έντονοι και άλλοτε όχι, που μας περιγράφουν τις διαψεύσημες
ελπίδες της ίδιας της ερωτικής περιπλάνησης. Το γυναικείο πρόσωπο πότε σαν
είδωλο, πότε σαν μορφή, αναδύεται περίτρανα από τα ποιητικά σπλάχνα όχι σαν
εταίρα Μαρία Αιγυπτία, ούτε σαν σύζυγος Πηνελόπη που μπροστά στον αργαλειό της
διδάχτηκε να υφαίνει το ποιητικό της υφαντό, δηλαδή την τέχνη της γραφής της,
της γυναικείας της ποιητικής, της πάντα πανταχού παρούσας θηλυκής της
ματιάς, αλλά σαν ένας παντεπόπτης
ερωτικός της μοίρας προβολέας που δρα ανεξάρτητα από τις δικές μας αποτυχίες,
αστοχίες, όνειρα, πτώσεις και επανακάμψεις της ζωής αγώνες. Ορισμένες φορές ο
λόγος της έχει μια πολιτική χροιά τόσο αδιόρατη-ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιεί
ξένα σύμβολα-χωρίς όμως αυτή η αίσθηση κοινωνικής αντίστασης να
αποπροσανατολίζει τον κεντρικό πυρήνα και άξονα γύρω από τον οποίο
περιστρέφεται ο καθόλου ποιητικός της λόγος. Τίποτα επί ματαίω σε αυτήν την
ποίηση. Ακόμα και αν αναρωτιέται ή μας απευθύνει το ερώτημα: «Φαίνομαι στο φως ή στο σκοτάδι καλύτερα;».
Ακόμα και όταν πλεονάζει σε λέξεις, σε μηνύματα, σε ποιητικές εκδοχές και
επαναλήψεις μας δίνει μια αίσθηση πληρότητας, έκπληξης, τρυφερής γυναικείας
αφήγησης που προκλητικά συνήθως και ίσως και «αναίσχυντα» κεντρίζει το σκοτάδι,
κυνικά φερόμενη «μαχαίρι κράταγα τον
έρωτα/ και κάρφωνα το άσχημο σ’ ωραία ακινησία», ειρωνεύεται τον θάνατο,
υψώνει φωνή-γραφή ακόμα και για το δικό του τέλος.
Στην ουσία εκείνο που αληθεύει της περιπλάνησης των
Σωμάτων είναι αυτό που γράφει:
Χάιδεψε
τις πληγές μου
κι
εγώ θα κατανοήσω
βαθιά
την υγεία σου.
Η
ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, παρουσιάστηκε στα γράμματα με το ποίημα
«Μοναξιά» βλέπε σελίδα 212 του λογοτεχνικού περιοδικού «Καινούργια Εποχή»,
εκδόσεις Δίφρος Φθινόπωρο του 1956. Το ποίημα δημοσιεύεται μετά το ποίημα
«Μπροστά στο ομοίωμα της Ιλάριας ντελ Καρρέττο» του ιταλού ποιητή Σαλβατόρε
Κουαζιμόντο σε μετάφραση της Ζωής Καρέλλη. Στον ίδιο τόμο δημοσιεύει ποιήματά
της η ποιήτρια από την Θεσσαλονίκη Ζωή Καρέλλη, η πειραιώτισσα ποιήτρια Όλγα
Βότση και άλλοι. Εκτός από το μικρό αφιέρωμα που κάνει το περιοδικό στον ποιητή
Κώστα Βάρναλη, η ποιήτρια και εικαστικός Ελένη Βακαλό μας μιλά για τις
Εικαστικές τέχνες ενώ η Αύρα Σ. Θεοδωροπούλου, κάνει ανασκόπηση στις Μουσικές
εκδηλώσεις της εποχής. Στην σελίδα 239 του περιοδικού, μετά από μια μικρή
παρουσίαση του ισπανού συγγραφέα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ από την πεζογράφο Ιουλία
Ιατρίδη, δημοσιεύεται με ένα τετράστιχο σχόλιο του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Αναφέρει η διεύθυνση του περιοδικού:
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ «ΜΟΝΑΞΙΑ» ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ο
μεγάλος μας φίλος Ν. Καζαντζάκης που
μας το έστειλε μας έγραφε:
Σας
παρακαλώ, δημοσιέβετε το καταπληχτικό τούτο ποίημα ΄ τόγραψε μια κοπέλα που δεν
τέλιοσε ακόμα το Γυμνάσιο. Θα στολίζει την «Καινούργια Εποχή». Είναι από τα
ωραιότερα ποιήματα που διάβασα ποτέ.
Μοναξιά
Αν
ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου,
το
γέλιο σου με τον ήλιο,
το
σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
Αν
κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του
δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με
τα χέρια αδειανά, με τα πόδια γυμνά,
θα
βρεις τη μοναξιά σου.
Αν
τρέξεις να προλάβεις το χρόνο, τη ζέστα, την παγωνιά,
τη
χαρά της πράξης, θαρθεί κάποτε κουρελιασμένο το φθινόπωρο
και
σαν ρωτήσεις, τί μας φέρνεις;
τη
μοναξιά σου.
Αν
σκύψεις στους συνανθρώπους σου,
μεσ’
τα αδιάφορα μάτια τους θάναι γραμμένη
απελπιστική,
ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι’
αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης,
και
τους ξεφωνήσεις να πιστέψουν μόνο στον εαυτό τους,
θα
τους δώσεις μιάν πίκρα παραπάνω,
γιατί
δέ θα το μπορούν, θάναι βαρύ γι’ αυτούς,
και
θάναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν
φωνάξεις την αγάπη σου
θάρθει
πίσω άδεια κούφια η ίδια σου η φωνή,
γιατί
δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις
σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα,
όλους
τους λασπωμένους δρόμους.
Θα
γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη,
λαχταριστή,
με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα
λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ
μου, τι θα γίνουμε;
Πώς
θα πορευτούμε;
Πώς
θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
μ’
αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων,
των
ψυχών από δίπλα μας;
Ένας
δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος,
Μιά
θάναι η Νίκη:
Αν
πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε
Μόνοι μας.
Μόνο το ποίημα μεταφέρεται «ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ» στην
συγκεντρωτική έκδοση, Ποιήματα 1963-1977.
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ
ΣΥΛΛΟΓΕΣ
-ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ, Ζάρβανος 1963
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
63-69, (εκτός εμπορίου), Αθήνα, Δεκέμβρης 1969
-(Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ), Ποίημα στον τόμο «Έξη
Ποιητές», Αθήνα 1971
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
63-69, Ερμείας, Οκτώβριος 1971, σ. 80, δρχ. 150
-ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ
ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ, Ερμής, Αύγουστος 1974, σ. 56, δρχ. 100
-ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, Τράμ-Εγνατία 1977
-Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, Κέδρος 1978/ 1987
-ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ, Κέδρος 1982
-ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ,
Κέδρος, Οκτώβριος 1984. (Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1985), σ. 72, δρχ. 230
-ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ (ΕΠΙΛΟΓΗ 1963-1988), Ύψιλον 1988
-ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ, Κέδρος 1990
-ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ, Κέδρος 1993
-ΩΡΑΙΑ
ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ, Καστανιώτη, Νοέμβριος 1995, σ. 56,
δρχ. 1560
-ΛΥΠΙΟΥ (Ένα ποίημα). Γιάννης Στεφανάκης, Δύο
ξυλογραφίες. Νέο Επίπεδο-Χειροκίνητο- Αθήνα 1995, σ. 32.
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1963-1977, Καστανιώτη 1997, σ. 232, δρχ. 3120
Περιλαμβάνει:
α) Αντί Προλόγου, Μοναξιά
β) Λύκοι και Σύννεφα
γ) Ποιήματα 63-69
δ) Μαγδαληνή, το Μεγάλο Θηλαστικό
ε) Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης
Από το οπισθόφυλλο
«Όσο
πιο νέος είναι ο ποιητής, τόσο πιο απαραίτητος του είναι ο μύθος, αφού
λειτουργεί και σαν έναυσμα και μαζί σαν οδηγός ζωής, μιας ζωής που ακόμη δεν
έχει ζήσει ο ποιητής.
Από το πρώτο της βιβλίο Λύκοι και Σύννεφα
ως Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, συλλογή που κλείνει και την πρώτη αυτή
περίοδο της ποίησής της (1963-1977), η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είτε πλάθει δικό
της μύθο (Λάφικτος, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κλπ.) είτε δίνει τη δική της
ποιητική ερμηνεία γνωστών μυθικών συμβόλων: Η Ιφιγένεια αρνείται να θυσιαστεί
για να μη γίνει πόλεμος, το ζευγάρι που πάει να συναντήσει τον Μινώταυρο
αισθάνεται ότι αναλαμβάνει το έργο του Θεού κι η Μαγδαληνή θεωρεί-επειδή
ερωτεύτηκε-τη δική της ιστορία πιο αιώνια από του Χριστού (γιατί εκείνη «έμεινε
χνάρι μοναδικό στις θεϊκές επαναλήψεις»), ενώ ο Μεγαλέξανδρος ανακαλύπτει ότι
«οι εκστρατείες δεν νικούν το χώμα». Με την Πηνελόπη πού λέει: «δεν ύφαινα, δεν
έπλεκα-ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/ κάτω από το βάρος της λέξης», η ποιητική
φωνή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ γίνεται πιο προσωπική, εξομολογητική, πιο
σωματική. Οι εικόνες κάθονται περισσότερο στη γη, ο έρωτας απλώνεται σαν λεκές
από αίμα κι ο θάνατος χάνει και το ελάχιστο ηρωικό στοιχείο πού μπορεί να είχε
στην αρχή΄ είναι μόνο πιά σπαραγμός, αδικία και την άνοιξη η ποιήτρια λέει:
«Ανάσταση, Ανάσταση θέλω κι εγώ/ για δε με παίζει η φύση;»
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1978-1985, Καστανιώτη, Μάρτιος 1998, σ. 168, δρχ. 3120.
Περιέχει:
α) Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας
β) Ενάντιος έρωτας
γ) Οι Μνηστήρες
«Ο
δεύτερος αυτός τόμος των Απάντων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ αναφέρεται στην
«κεντρική» δεκαετία της ζωής ενός ανθρώπου. Στα ποιήματα αυτά ο προσωπικός
τόνος κορυφώνεται ως να γίνει καθαρά υπαρξιακός, ο έρωτας περιγράφεται σαν ο
επικίνδυνος μοχλός πού με την παραμικρή κίνηση δείχνει το άλλο πρόσωπό του, το
θάνατο, ενώ συγχρόνως αποκαλύπτεται η παράξενη σκευωρία που τον έβαλε εκεί: για
να καλύπτει δηλαδή το θάνατο. Η φύση είναι πάντα παρούσα, πότε σαν παρηγοριά,
πότε σαν υπόδειγμα άνθησης, πότε σαν διδαχή πίκρας. Κι ενώ στον Έρωτα
αποτυπώνεται πλήρης η ιδεολογία της αγάπης, όλο το βιβλίο διαχέεται από ένα από
τα σταθερά θέματα της ποιήτριας: την ακατάπαυτη απώλεια των πάντων. Όμως λέει η
ίδια: «Δε θα είμαστε ποτέ/ αυτό που είμαστε στιγμιαία/ αλλ’ είναι θρίαμβος/
αυτή η σταθερή απώλεια».
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1986-1996, Καστανιώτη, Μάρτιος 1999, σ. 178,
Περιέχει:
α) Επίλογος αέρας
β) Άδεια φύση
γ) Λυπιού
δ) Ωραία έρημος η σάρκα
«Με τον τρίτο τόμο των Απάντων η Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ μπαίνει στο χώρο εκείνο που είναι επικίνδυνος και για τη ζωή του
ανθρώπου και για την ποίηση: το χώρο της ξηρασίας. Ενώ εξωτερικά η αλλαγή δεν
είναι τεράστια-η φύση πάντα πρωταγωνιστεί, παρηγορεί βέβαια τώρα πιά πολύ παρά
ενθουσιάζει-, η ποιήτρια ξέρει πώς η ώρα του μεγάλου στοιχήματος πλησιάζει,
έγινε, μπορεί να γίνει η μετουσίωση όλης αυτής της ταραχής, της συγκίνησης, του
έρωτα, της νιότης σε κάτι που θα μπορούσε να είναι νόημα ή βαθύτερη αίσθηση των
πραγμάτων ή ακόμα και σοφία; Κι ίσως εδώ-στη Γιαννούσα («Μια άνοιξη για τη
Γιαννούσα»), που κάθεται ακίνητη προσπαθώντας να συλλάβει το παρόν της- σ’ αυτά
τα ποιήματα να υπάρχει κάτι πιο δύσκολο κι απ’ το θάνατο: ο χώρος, ο χρόνος που
μεσολαβούν ως τότε. Έτσι, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εφευρίσκει μια χώρα, τη
Λυπιού, για να πηγαίνει όταν είναι «βαθιά λυπημένη», ενώ, σηκώνοντας τα μάτια
ψηλά στον Holderlin,
στον Σολωμό, κάτι ελπίζει να διδαχτεί. Κι ακόμη ελπίζει αυτό που λέει η
Πηνελόπη (Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης) στον πρώτο τόμο, πώς ό,τι χάνεται σε
αφή κερδίζει σε ουσία».
-Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ,
Καστανιώτη, Σεπτέμβριος 2001, σ. 48, δρχ. 3120 /9.16 ευρώ
-ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ
ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, Καστανιώτη, Μάρτιος 2003, σ.56,
9.36 ευρώ
-ΣΤΟΝ
ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ, Καστανιώτη 2005, σ.
40, 9.40 ευρώ
-Η
ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, Καστανιώτη, Ιανουάριος 2011, σ. 56,
10.65 ευρώ
(Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη του Ρόντνεϋ
Ρουκ»)
-ΠΟΙΗΣΗ
1963-2011, Καστανιώτη, Μάρτιος 2014, σ. 510
Περιλαμβάνει:
α) Αντί Προλόγου: Μοναξιά
β) Λύκοι και Σύννεφα (1963)
γ) Ποιήματα 1963-1969 (1971)
δ) Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό (1974)
ε) Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977)
στ) Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978)
ζ) Ενάντιος έρωτας (1982)
η) Οι Μνηστήρες (1984)
θ) Επίλογος αέρας (1990)
ι) Άδεια φύση (1993)
κ) Λυπιού (1995)
λ) Ωραία έρημος η σάρκα (1996)
μ) Η Ύλη μόνη (2001)
ν) Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003)
ξ) Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005)
ο) Η ανορεξία της ύπαρξης (2011)
Ποιητικές
Μεταφράσεις
-Ντύλαν Τόμας, Κάτω από το Γαλατόδασος, Ερμείας 1973
-Αντρέι Βυζνισιένσκι, Ποιήματα (επιλογή, μτφ. από τα
ρώσικα), Μπουκουμάνη 1974
-Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές, Ύψιλον 1983
-Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Πώς φτιάχνονται τα ποιήματα
(δοκίμιο και ποιήματα, μτφ. από τα ρωσικά), Ύψιλον 1988
-Σέιμους Χήνυ, Τα ποιήματα του βάλτου, Καστανιώτη
1996
-Μ. Λερμόντοφ, Ένας ήρωας του καιρού μας, Καστανιώτη
1998
-Α. Πούσκιν, Ευγένιος Ονέγκιν, Καστανιώτη, 1999
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ
ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ
-περ. ΠΟΙΗΣΗ τχ. 17/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σ. 45-52,
μτφ. ποιημάτων του Δημήτρη Τ. Άναλι
-περ. ΠΟΙΗΣΗ τχ. 18/ Φθινόπωρο-Χριστούγεννα
2001, σ. 38-42, μτφ. ποιημάτων του
Στέφανου Παπαδόπουλου
-περ. ΠΟΙΗΣΗ τχ. 20/ Χειμώνας 2002, σ. 54-68, μτφ.
Γερμανών ποιητών
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
-Αμάντα Μιχαλοπούλου, εφ. Η Καθημερινή 13/4/1993,
«Ποιητική συμφιλίωση με την αιωνιότητα». Η Κ.Α.Ρ., μιλάει στην «Κ» για τη νέα
της συλλογή «ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ»
-Έλενα Χουζούρη, εφ. Η Καθημερινή 12/7/1998.
«Παρηγοριά η φύση και η ποίηση». Κ.Α.Ρ., μια δημιουργός που τιμά την τέχνη στην
οποία αφιέρωσε τη ζωή της.
-Κυριακή Τσολάκη: συνέντευξη, φωτο: Πηνελόπη
Μασούρη, εφ. Μακεδονία-ανταρτε, Κυριακή 16/4/2006, σ. 18, Κ.Α.Ρ. «Ίσως η βάση
ενός ποιήματος να είναι μια ουλή»
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΗΣ
-περ. Η Λέξη τχ. 10/12, 1981, σ. 804-807, ΜΕΡΕΣ ΣΤΗ
ΜΟΡΕΛΙΑ
-περ. Η Λέξη τχ. 56/7,8,1986, σ. 702-707, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
-περ. Η Λέξη τχ. 88-89/1989, σ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
-περ. Η Λέξη τχ.133/5,6,1996, σ.269-271, Ο
ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ ΣΙΒΑ
-περ. Η Λέξη τχ. 148/11,12,1998, σ. 658-659, «ΒΑΛΕ
ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΣΟΥ!»
-περ. Η Λέξη τχ. 163/5,7, 2001, σ. 391-393, ΤΟ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
-περ. Η Λέξη τχ. 175/5,6, 2003, σ. 578-579, ΓΙΑΤΙ ΤΟ
ΑΘΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΥ. Μνήμη Βασίλη Στεριάδη, σ. 578-579
-εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα 21ος Αιώνας τχ.
15/19-6-1999, ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ…
-Κείμενο: Στον
τόμο Κοραλία Θεοτοκά, Τα Κείμενά της…, Εστία 1977, σ. 322-323, «Κοραλία
Θεοτοκά». (από περ. «Τραμ» τχ. 5)
-Κείμενο: στο βιβλίο της Ιωάννης Ράλλη, «φωτοζωή».
Βλέπε: περ. Αθηνόραμα τχ. 1230/5-5-2000
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
-περ. Ευθύνη τχ. 78/6,1978, σ. 387, (ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ
ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ)
-περ. Η Λέξη τχ. 3/3,4, 1981, σ. 187-190, (ΣΤΟ
ΔΑΣΟΣ/ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ)
-περ. Η Λέξη τχ. 23/3,4, 1983, σ. 273-275. Στο
Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Καβάφη («Εν τω μηνί Αθύρ»). Το ποίημα μεταφέρεται και
στο «Ελληνικά Καβαφογενή Ποιήματα (1909-2001) Ανθολογία. Επιλογή, Παρουσίαση,
Σχόλια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εκδ. Πανεπιστήμιο Πατρών 2003, σ. 175-177, 286
-περ. Η Λέξη τχ. 109/5,6, 1992, σ. 351-353,
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ. 13Η ΜΕΡΑ ή ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ ΠΙΑ!/ 14Η ΜΕΡΑ
ή Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ/ 20Η ΜΕΡΑ ή Η ΦΡΑΣΟΥΛΑ)
-περ. Η Λέξη τχ. 157/5,6,2000, σ.366-367,(Η ΠΟΙΗΣΗ
Μ’ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΩΣΤΑ)
-περ. Ποίηση τχ.11/Άνοιξη-Καλοκαίρι 1998, σ. 41-43,
(ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΣ ΟΙΣΤΡΟΣ, Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙΙΙΙ)
-περ. Ποίηση τχ. 14/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1999, σ.132
(ΤΕΛΟΣ ΑΡΧΗ)
-περ. Ποίηση τχ. 17/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σ. 53-56.
(ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΘΟΣ/ ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ/). Και μετάφραση Ποιημάτων του ποιητή
Δημήτρη Τ. Άναλι, σ. 45-52.
ΑΡΘΡΑ
-Βαρβάρα Γουλάκου-Κωστελένου, Βιογραφική
Εγκυκλοπαίδεια, Παγουλάτος 1977, τ. 1ος, σ. 17-19, τ. 5ος,
393-394.
-Κ. Ξ., εφ. Τα Νέα 19/2/1999, «Αισθησιακά και
διεισδυτικά». (για μετάφραση ποιημάτων της από την Τζάκι Ουίλκοξ)
-Γιώργος Μαρκόπουλος, περ. Η Λέξη τχ. 175/5,6,2003,
σ. 576
-Βασίλης Στεριάδης, Η Τέχνη της Ανάγνωσης,
Γαβριηλίδης 2004, σ. 11-12, 22, 36-38, 240, 136-139. (από περ. Λωτός
τχ.9/11,1970, σ.47-48, «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό»), (εφ. Η Καθημερινή
17/11/1977, «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης»)
-Κατερίνα Σχινά, εφ. Η Καθημερινή 10/1/1996, σ. 11,
Η ποίηση εξαιρείται;
- Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Καθημερινές Τομές, Διογένης
1977, σ. 75
-Κίμων Φράϊερ, 6 Ποιητές, Αθήνα 1971 (πρόλογος μφ.
Κ.Α.Ρ.)
-Άντεια Φραντζή, Η Ελληνική Ποίηση, τόμος Στ΄ Β΄
Μεταπολεμική Γενιά, Σοκόλη 2002, σ. 346-362
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ
-Ευγένιος
Αρανίτσης, εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 11/8/1993, σ. 26/6, «Κύκλοι έρωτα και
θανάτου». Για «ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ»
-Ευγένιος Αρανίτσης, εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη
31/1/1996, «Η άμμος και το φως». Για «ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ»
-Ευγένιος Αρανίτσης, εφ. Ελευθεροτυπία, 25/6/1997,
«Η ποίηση ως φύση». Για «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1963-1977»
-Τέα Βασιλειάδου, εφ. Η ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15/4/2000, βιβ/κη
Για «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1986-1996)»
-Ν(ίκος) Γ. Δ(αβέττας), εφ. Ελεύθερος Τύπος
28/10/1989, βιβλ/κη Για «ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ»
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, Τρίτη
16/1/1996, σ. 24, «Το θέμα του ποιητή». Για «ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ» και «ΛΥΠΙΟΎ»
-Αλέξης Ζήρας, εφ. Ελευθεροτυπία, Παρασκευή
7/8/1998, «Η δαιμονική αναζήτηση μιας αρχέγονης δύναμης». Το άφευκτο της φθοράς
και το πάθος για το ουσιώδες της ζωής. Για «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-1985»
-Ανδρέας Καραντώνης, περ. Νέα Εστία τχ.
1146/1-4-1975, σ. 485, βιβ/κη για «ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ»
-Μανώλης Κορνήλιος, εφ. Ο Ριζοσπάστης 27/8/1998, βιβ/κη.
Για «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1963-1977»
-Ελισάβετ Κοτζιά, εφ. Η Καθημερινή 21/6/1998,
«Διαβάστε…». Για «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-1985»
-Νίκος Λάζαρης, περ. Νέα Εστία τχ. 1758/ 7,8, 2003,
σ. 117-120, «Μεταφράζοντας την ποίηση κατά προσέγγιση». Για «Μεταφράζοντας σε
έρωτα της ζωής το τέλος»
-Δημήτρης Πανουσάκης, εφ. Ο Ριζοσπάστης 9/9/1993, «Η
«ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ» της Κ. Αγγελάκη-Ρουκ»
-Γιάννης Τσιώλης, περ. Ποίηση τχ. 2/ Φθινόπωρο 1993,
σ, 153-154, «Τελετουργικό ταξίδι προς το θάνατο». Για «ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ».
-Γιάννης Τσιώλης, περ. Ποίηση τχ.
8/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1996, σ. 230-233. Βιβλ/κη Για «ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ» και
«ΛΥΠΙΟΥ».
-Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο
6-7/4/2002,- ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, σ.1. «Κ.Α.Ρ. «Και η ποίηση θέλει τον… Γερμανό της».
Για «Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ»
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Η Καθημερινή
30/7/1989, «Ερωτική προσπέλαση». Για «ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ»
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Η Αυγή 14/1/1990,
«Σήμα ποιήσεως νέον». Για «ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ»
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Η Καθημερινή
15/3/1991, «Απολογισμός μιας ποιήτριας». Για «ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ»
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη
9/6/1993, «Θρήνοι για τον Έρωτα». Για «ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ»
-Νίκος Ι. Χουρδάκης, εφ. Η Αυγή 28/4/1996, «Λόγος
και εικόνα». Για «ΛΥΠΙΟΥ»
-εφ. Εξόρμηση 7/1/1996, «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΝΙΟΤΗ». Για
«ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ»
-περ. Αντί τχ. 521/14-5-1993, Ποίημα από «ΑΔΕΙΑ
ΦΥΣΗ»
-περ. Αντί τχ. 595/5-1-1996, 65, Ποίημα από «ΩΡΑΙΑ
ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ»
-περ. Η Λέξη, στην στήλη «εξ όνυχος». Τχ.
97-98/9,10,1990, σ. 661, το ποίημα «ΠΡΟΛΟΓΟΣ» από «ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ». Τχ.
116/7,8,1993, σ. 511, το ποίημα «Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Ε΄)» από «ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ».
Τχ. 134/7,8, 1996, σ. 560, το ποίημα «ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΕΣ ΨΥΧΗΣ» από «ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η
ΣΑΡΚΑ». Τχ, 175/5,6, 2003, σ. 598, το ποίημα «ΦΟΒΕΡΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ» από
«μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το
τέλος».
Α
Η αγριάδα είναι τόση που δεν φαίνεται το σχήμα της
αρχής
Β
Η βοή της
ψυχής πνίγεται μες στα τσαλακωμένα κόκαλα.
Δ
Δε θα ‘μαι ποτέ το δέντρο της ζωής ΄ δε θα δώσω ποτέ
καρπό στο δέντρο αυτό.
Τελευταία, μου απαγόρεψαν και τον περίπατο στο
δάσος.
Ε
Ο Έρωτας ζάρωσε σε προθεσμία και έγινε ΕΩΣ
Ζ
Λέει η ζητιάνα ύπαρξη: Δε ζητώ πολλά, ένα
δευτερόλεπτο απ’ τη ζωή σας να το κολλήσω στην ελάχιστη δική μου.
Θ
Μήπως κι είναι θηλυκός ο θάνατος τελικά; Θα δούμε.
Ι
Η πιο λεπτή κραυγή πόνου… αλλά και αηδίας.
Λ
Πάλι λαλώ το τέλος. Πάλι ελάχιστα φαίνομαι, ένας
λεκές τα λεγόμενά μου.
Υ
Το σώμα του ύφους παραμένει ασύλληπτο.
Χ
Χαρά, χαράχτηκε για μια στιγμή κάπου, πριν πέσει
ακόμη πιο χαμηλά, στο χάος.
Ω
Ώστε έτσι; Ω, ναι!
Από «Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
(Πάνω σε 24 πίνακες του Roland Dresher με θέμα το ελληνικό
αλφάβητο).
Από την «ΥΛΗ ΜΟΝΗ» 2001.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Γενάρη 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου