ΛΕΑΝΤΡΟΥ
ΠΑΛΑΜΑ
Η
ΦΟΙΝΙΚΙΑ
(ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ)
ΑΘΗΝΑ- ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» 1931, διαστάσεις 14,5Χ
20, σελίδες 20, δραχμές 800
Πάνε
χρόνια τώρα, όταν ζούσε ακόμα ο συγχωρεμένος Μάνος Χαριτάτος, η ψυχή και η
έμπνευση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, του γνωστού μας
ΕΛΙΑ, που το ΕΛΙΑ, διοργάνωνε εκθέσεις-μπαζάρ παλαιών βιβλίων και περιοδικών.
Πρώτων εκδόσεων, στην περιοχή της Πλάκας. Σε ένα κτήριο κοντά στο Αρχείο. Συνήθως
οι σποραδικές αυτές αγορές ανακοινώνονταν από τις εφημερίδες της εποχής, για
κάθε ενδιαφερόμενο Επίσης, αν αγόραζες από ένα ποσό και πάνω, σου κρατούσαν στα
πωλητήρια τα στοιχεία και σε ενημέρωναν οι πωλητές του ΕΛΙΑ για το πότε θα
πραγματοποιηθεί η καινούργια έκθεση προς πώληση βιβλίων και περιοδικών. Υπήρχαν
αν θυμάμαι σωστά και παλαιές γκραβούρες, χάρτες, καρτ-ποστάλ, λευκώματα και
άλλα είδη, για κάθε ενδιαφερόμενο. Σε αυτές τις μικρές εκθέσεις-πωλητήρια
παλαιών βιβλίων και τευχών περιοδικών, το τονίζω γιατί αυτές οι δύο κατηγορίες
ενδιέφεραν εμένα, υπήρχε ένας-δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του, πρόσχαρος,
γύρω στα 25 νεαρός-στην ηλικία που θα άρεζε στον Αλεξανδρινό ποιητή-ο οποίος
ήτανε μαμούνι κατά το κοινώς λεγόμενο στην δουλειά του. Εργάζονταν όπως μου
είχε πει στο Αρχείο, μετέφερε βιβλία και περιοδικά από τις αποθήκες του Αρχείου,
ταξινομούσε το άτακτο υλικό, και, το έφερνε στο κτήριο προς πώληση. Δεν
χρειάζεται να υπενθυμίσω, ότι τις μέρες αυτές οι αίθουσες του κτηρίου ήταν
γεμάτες από βιβλιόφιλους και βιβλιοφάγους των Αθηνών και όχι μόνο. Παρέλαυναν
από εκεί γνωστοί και άγνωστοι συγγραφείς και ποιητές, συλλέκτες και ερευνητές,
παλαιοπώλες και ανώνυμο κοινό που αγαπούσαν το διάβασμα και αναζητούσαν τα
βιβλία της αρεσκείας τους ή των ερευνών τους. Σε ένα από αυτά τα bazaar, ο νεαρός πωλητής και γνώστης των
βιβλίων, που έπιασα φιλικές σχέσεις μαζί του, με προμήθευσε με ορισμένους
τίτλους βιβλίων του ποιητή Κωστή Παλαμά και γύρω από αυτόν. Κατάλαβε ότι είμαι
παθιασμένος βιβλιοφάγος και ότι αγαπούσα και τότε και σήμερα ακόμα, την ποίηση,
το έργο ευρύτερα του δασκάλου και ποιητή Κωστή Παλαμά. Νομίζω αν θυμάμαι καλά,
και του νεαρού εκείνου, του άρεσε ο ποιητής, πράγμα παράξενο για μένα, μια και
οι νέοι και οι νέες των δεκαετιών 1980 και 1990 και μεταγενέστερα, γνώριζαν την
ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του
Κώστα Καρυωτάκη της Κατερίνας Γώγου, του Οδυσσέα Ελύτη, και μάλλον τους άφηναν
αδιάφορους οι παλαιότερες ελληνικές ποιητικές φωνές, με εξαίρεση φυσικά τον
Διονύσιο Σολωμό. Ο πωλητής του ΕΛΙΑ σε δύο ή τρείς επισκέψεις μου την ίδια χρονική
περίοδο της διοργάνωσης των πωλήσεων με εφοδιάσει με ορισμένους τίτλους.
Κατάλαβε ότι δεν ήμουν συλλέκτης αλλά αναγνώστης και έτσι, μου φύλαξε
ορισμένους τίτλους έργων. Πρίν κλείσει η δεκαετία του 1970, είχα ήδη
προμηθευτεί την 16τομοι έκδοση των Απάντων του ποιητή από τις εκδόσεις Μπίρη.
Αυτούς τους κόκκινους δεμένους τόμους. Ήταν η Δ΄ έκδοση, συγκεντρωτική του
έργου του Παλαμά όπως γράφεται στους τόμους. Ήταν το δώρο που ζήτησα κάποτε από
έναν πολύ καλό και στενό μου Βραζιλιάνο φίλο, τον Sydney, καθηγητή της γερμανικής, όταν
εκείνος προθυμοποιήθηκε να μου κάνει ένα δώρο. Του είπα ότι δεν θέλω ούτε
ρούχα, ούτε παπούτσια, ούτε τίποτε άλλο, αλλά τα Άπαντα του ποιητή. Και έτσι τα
απόχτησα και η ευγνωμοσύνη μου προς το άτομο του ήταν μεγάλη. Πολύ αργότερα
όταν γνώρισα από κοντά τον καθηγητή κύριο Μιχάλη Μερακλή, ο καθηγητής είχε την
καλοσύνη να μου χαρίσει, με πράσινη αφιέρωση, τον ξεχωριστό τόμο Ευρετήριο, της
δεκαεξάτομης έκδοσης. Έκτοτε, συμπλήρωνα όποτε μπορούσα και έβρισκα μελετήματα
για τον ποιητή, που ίσως, του άξιζε η θέση του εθνικού μας ποιητή στην θέση του
Διονυσίου Σολωμού. Είναι μια προσωπική θέση, που νομίζω ότι δεν θα λάμβανε
κανείς υπόψη του. Το Παλαμικό έργο, είναι και ποιο ευρύ και ποιο πλήρες
καλλιτεχνικά και περισσότερο απλωμένο και συγκεφαλαιωτικό των ιδεολογικών και
κοινωνικών και της τέχνης ρευμάτων της εποχής τους. Ατύχησε όμως, από τον
παμπόνηρο γέροντα της Αλεξάνδρειας και κάπως παραμερίστηκε η φωνή του, όπως και
από την ειρωνική φωνή του αυτόχειρα της Πρέβεζας. Αυτό όμως, είναι ένα άλλο
κεφάλαιο, όχι του παρόντος.
Σε ένα από αυτά τα μπαζάρ του ΕΛΙΑ, θυμάμαι ότι είχα
ρωτήσει τον πωλητή γιατί πωλούν αυτές τις παλαιές εκδόσεις που δεν βρίσκονταν
πλέον στο εμπόριο, μου απάντησε, «ότι είχαν πολλά αντίτυπα και γιαυτό το Αρχείο
είχε αποφασίσει λόγω έλλειψης χώρου να προβεί σε πωλήσεις διπλών ή και τριπλών
ή και πολλαπλών αντιτύπων, για να έχει και τα ανάλογα έσοδα για την συντήρησή
του». Έτσι βρέθηκε στην διάθεσή μου, μεταξύ άλλων, αυτό το μικρό λιλιπούτειο
βιβλιαράκι-ομιλία, των είκοσι σελίδων του γιού του ποιητή Κωστή Παλαμά, του
Λέαντρου Παλαμά, για το ποίημα «ΦΟΙΝΙΚΙΑ». Και μάλιστα, οι τιμές δεν ήταν και
τόσο μικρές, για την εποχή που αγοράζαμε τα παλαιά αυτά βιβλία. Για όσους και
όσες αγαπάμε την ελληνική ποίηση, και ξεχωριστά την ποίηση ενός δασκάλου του
γένους όπως υπήρξε ο Κωστής Παλαμάς, άξιζε όμως το έξοδο. Στους πάγκους της
αίθουσας βρίσκονταν προς πώληση πολλά αντίτυπα της μικρής αυτής μελέτης.
Θυμάμαι και χαμογελώ, ότι παλαιότερα κυκλοφορούσε και είχα αγοράσει τα Απομνημονεύματα
ενός διπλωμάτη, ενός υπουργού (;) των εξωτερικών με το όνομα Παλαμά, μπας και
συναντήσω χρήσιμες πληροφορίες για το σόϊ του ποιητή. Μια και ανήκαν στο ίδιο
οικογενειακό δέντρο. Δυστυχώς, δεν αναφέρονταν στο πολιτικό αυτό βιβλίο παρά
ελαχιστότατα στοιχεία για τον πατρινό ποιητή, εκ Μεσολογγίου, από όσα η
αναγνωστική μου μνήμη συγκράτησε.
Ας δούμε
τα στοιχεία της έκδοσης, πριν αντιγράψουμε την ομιλία του γιού του ποιητή, πού,
από όσο γνωρίζω, είναι από τις ελάχιστες εργασίες που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο,
του γιου του Κωστή Παλαμά, του Λέαντρου για τον πατέρα του. Και μάλιστα, ενός
πατέρα-ποιητή, ογκόλιθου, που υπήρξε ένας μύθος στην εποχή του, για μισό και
αιώνα, για έναν ολόκληρο λαό. Υπενθυμίζοντας, ότι το έργο του Κωστή Παλαμά
«ΦΟΙΝΙΚΙΑ», κυκλοφόρησε αυτοτελώς από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα» σε Πρόλογο του
ποιητή Ηλία Λάγιου και προσφέρθηκε και σε μια δεύτερη εκδοτική μορφή από τις
εκδόσεις του αριστερού πολιτικού περιοδικού «Αντί», με την ίδια σύνθεση. Για το
έργο αυτό του Κωστή Παλαμά μίλησαν επαινετικά αρκετοί και σημαίνοντες,
σύγχρονοι πανεπιστημιακοί και ποιητές κατά διαστήματα, που ενδιαφέρθηκαν
ποικιλοτρόπως για τον Παλαμά και τις απόψεις και θέσεις του γενικά για την
τέχνη της ποιήσεως Ο Κωστής Παλαμάς, δεν ήταν μόνο ποιητής αλλά και ένας
θεωρητικός δάσκαλος τόσο της ποίησης όσο και της ελληνικής γλώσσας. Στο
διαδίκτυο είναι δημοσιευμένες οι σχετικές κρίσεις για όποιον ενδιαφέρεται, όπως
επίσης, έχουν αντιγράψει ολόκληρο το ποίημα «Φοινικιά», που γράφηκε στην αρχή
του προηγούμενου αιώνα, το 1900 και πρωτοδημοσιεύτηκε τέσσερα χρόνια μετά, σαν μέρος
της ευρύτερης ποιητικής του σύνθεσης, «Ασάλευτη ζωή». Η «Φοινικιά» όπως γνωρίζουμε αποτελείται από
312 ιαμβικούς δεκατρισύλλαβους οι οποίοι χωρίζονται σε 39 οκτάστιχες στροφές.
Επειδή όπως ανέφερα, έχει αντιγραφεί σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, δεν
θεώρησα σκόπιμο να το αντιγράψω ξανά. Αποφάσισα να μεταφέρω μόνο το κείμενο του
ποιητή και μεταφραστή Λέαντρου Παλαμά. Και συμπληρωματικά, μετέφερα τα «Αγάπης
Λόγια» του Αργύρη Εφταλιώτη, που προηγήθηκαν πριν μερικές μέρες, και θα
προσπαθήσω να βρω την μετάφραση του ποιήματος του άγγλου λυρικού P. B. Shelley, «Αισθαντικό φυτό» που
όπως σωστά επισημαίνει και ο Λέαντρος Παλαμάς, ό όποιος αναγνώστης αυτής της
μικρής ιστοσελίδας, να έχει μια σχετική εικόνα όσον αφορά την τεχνική της
στιχουργίας, των εκλεκτικών συγγενειών και των παράλληλων ποιητικών δρόμων
μεταξύ των ποιητών της εποχής του Κωστή Παλαμά και του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού
περίγυρου.
Το έργο όπως προείπα περιλαμβάνεται στην ευρύτερη
σύνθεσή του «Ασάλευτη ζωή» η οποία περιέχεται στον τρίτο τόμο των Απάντων του,
μαζί με τους άλλους μεγάλους κύκλους των συνθέσεών του «ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ
ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ» και «Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ». Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, γράφει
σχετικά: «Θα δούμε ότι πράγματι είναι ο πυρήνας
της Ασάλευτης ζωής (αλλά και όλης της παλαμικής ποιήσεως) όμως με έναν τρόπο
πολύ περισσότερο δραματικό απ’ ό,τι ο Παλαμάς θα ήθελε. Μετά την Φοινικιά κάθε
ποίημά του θα είναι καταδικασμένο να κρίνεται και να αποτιμάται σε σχέση με τον
βαθμό συγγένειας του ως προς αυτήν.
Τελείως σχηματικά θα έλεγα ότι το ποιητικό σύμπαν του Παλαμά είναι ένα
ηλιακό σύστημα με την Φοινικιά απλανή του, και τα υπόλοιπα ποιήματά του να
περιστρέφονται καθώς πλανήτες γύρω της», σελ. 4 του Προλόγου. Εύστοχη και
καθοδηγητική η παρατήρηση του ποιητή Ηλία Λάγιου. Όπως βλέπουμε στην «Ασάλευτη
ζωή» της σύνθεσης προηγείται ένα άτιτλο ποίημα, «Και τ’ άγαλμα αγωνίστηκα…»
Ακολουθούν ο κύκλος ποιημάτων των «Πατρίδων», με τα «Σονέτα», τα «Θεοφάνεια» το
«Τραγούδι ενός πατέρα» «Στον Πάλλη» κλπ. Έχουμε κατόπιν τον κύκλο του
«Γυρισμού» με τα ωραία ποιήματα, «το δαχτυλίδι», «ο σύντροφος», «Πηνελόπη», «ο
νεκρός», «νέα ωδή του παλαιού Αλκαίου» κ. ά. Ακολουθεί ο κύκλος ποιημάτων « Κομμάτια από το
τραγούδι του Ήλιου», με τον ωραίο «Ορφικός ύμνος», «Ο ξενιτεμένος», «Ελένη», «Η
Παναγιά στην Κόλαση», «Μοιρολόγι» κ. ά. Έχουμε κατόπιν τον κύκλο «Στίχοι σε
γνωστό ήχο» με την «Ισμήνη», «Στον αμαρτωλό», κ. ά. Ακολουθεί η «ΦΟΙΝΙΚΙΑ»,
σελ, 129-142, και έχουμε κατόπιν τον δεύτερο μεγάλο κύκλο ποιητικών συνθέσεων: «Εκατό φωνές», ο κύκλος, «Από τους «Ύμνους»
και τους «Θυμούς»» εξαίσια ποιήματα «Ο Δελφικός ύμνος», «Ο Ολυμπιακός ύμνος»,
«Το Τραγούδι του Σταυρού». Ακολουθούν οι
μικρότεροι, «Από τα «Μεγάλα Οράματα», με τον «Ασκραίο» και τις «Αλυσίδες», και
οι κύκλοι τελειώνουν με τα «Κάποια τραγούδια ακόμα» ένας μικρός κύκλος επτά
ποιημάτων που κλείνει με το εξαίσιο ποίημα «Στο κορμί». Και η «Ασάλευτη ζωή»
τελειώνει με το άτιτλο ποίημα όπως και στην αρχή «Σιγά, Μην τρέμεις…». Το
Παλαμικό ποιητικό σύμπαν μας είχε δώσει νωρίτερα 1886 «Τα Τραγούδια της
πατρίδας μου», «Τα μάτια της ψυχής μου» 1892, τους «Ίαμβους και τους
ανάπαιστους» 1897, και φυσικά τον πολυδιαβασμένο «Ο Τάφος» 1898. Ενώ στα
κατοπινά χρόνια θα έχουμε το επικό του «Η Φλογέρα του Βασιλιά» 1910, τους «Βωμούς»
1915, τα «Δεκατετράστιχα» 1919, τα Πεζά του, τα Χρονογραφήματά του, τα Θεατρικά
του και τις Κριτικογραφίες του, τις Μεταφράσεις του. Ξέχωρα δημοσιεύτηκε και η
Αλληλογραφία του. Η δεκαεξάτομη έκδοση του Μπίρη, κάλυψε τα εκδοτικά Παλαμικά
κενά για πολλές δεκαετίες.
Τώρα ελάχιστα για το μικρό βιβλιαράκι. Εκτός από
τις κρίσεις του Λέαντρου Παλαμά για το έργο και τις σωστές δομικές του
επισημάνσεις, όπως το εντάσσει μέσα στην ποιητική και στιχουργική ατμόσφαιρα
της εποχής του Παλαμά, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί
ο γιός του Ποιητή, σαν ομιλητής. Ένας λεκτικός κώδικας μιας δημοτικής που
αναγνωρίζουμε στο έργο του ποιητή Κωστή Παλαμά και σε ορισμένους άλλους
συγγραφείς του δημοτικιστικού κινήματος. Ένας προφορικός λόγος καθημερινός, οικείος,
ζεστός που δεν απλώνεται σε υφολογικές ή άλλες της γλώσσας περιπέτειες. Ένας στρωτός
ήπιος λόγος, καθόλου «διανοουμενίστικος», αντάξιος ενός μεγάλου ποιητή πατέρα και
συμβόλου του έθνους. Όπως διαβάζουμε ο Λέαντρος Παλαμάς κρατά μια ισορροπία
στην γραφή του, η ματιά του είναι σεβαστική και προσεκτική απέναντι στο έργο
του πατέρα του. Ο λόγος του είναι διακριτικός και ελάχιστες φορές τον αναφέρει
ονομαστικά. Στο τέλος μάλιστα ζητά να απολογηθεί για την επιλογή του. Συνήθως
μιλάει για τον Ποιητή και τις ποιητικές του προθέσεις, όταν συνέθετε την
Φοινικιά. Συσχετίζει το έργο με άλλες ξένες λυρικές ποιητικές φωνές, και στέκεται
στην Φυσιολατρία της Παλαμικής ματιάς και σύνθεσης. Δεν επεκτείνεται σε μεγάλες
αναλύσεις ούτε αντιπαραθέτει ποιητικά νοήματα και μηνύματα.
Από τους τίτλους του οπισθόφυλλου, βλέπουμε το συνεχές
ενδιαφέρον των ανθρώπων και των συγγραφέων για το Παλαμικό έργο. Και μάλιστα, όχι
με άρθρα αλλά με πολυσέλιδες μελέτες.
Στο εξώφυλλο με κεφαλαία γράμματα αναγράφεται:
ΛΕΑΝΤΡΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ, και σε παρένθεση (ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ), στο κάτω
μέρος γράφει, ΑΘΗΝΑ, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» 1931. Στο οπισθόφυλλο, αναφέρονται
τίτλοι έργων που αφορούν τον ποιητή:
ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΕΙΡΑ ΔΡΧ. 5
Α. ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο.
Α. ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: Η Σάτιρα του Παλαμά (αργότερα)
Γ. Κ. ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ: Το παιδί στην ποίηση του Παλαμά.
Γ. Κ. ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ: Ο Παλαμάς και το Σπίτι.
Γ. Κ. ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ: Παλαμική Βιβλιογραφία (αργότερα)
ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ: Οι
Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης
ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ: Η Γυναίκα στο Παλαμικό έργο
(αργότερα)
Α. ΦΟΥΤΡΙΔΗ: Παλαμάς και Ησίοδος
Α. ΦΟΥΤΡΙΔΗΣ: Η Ασάλευτη Ζωή (αργότερα)
Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Προφητικός
Μ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ: Ο Κωστής Παλαμάς και τα Ελληνικά
νιάτα.
Ν. Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗ: Από το Σολωμό στον Παλαμά.
Β. ΚΟΥΖΟΠΟΥΛΟΥ: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου.
Λ. ΠΑΛΑΜΑΣ: Η Φοινικιά (Αναλυτικό σημείωμα)
Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ: Το ποιητικό έργο του Κ. Παλαμά
(τυπώνεται)
ΕΚΤΟΣ ΣΕΙΡΑΣ
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Το ποιητικό έργο του Κ.
Παλαμά. (Εκδότης Γ. Π. Ποταμιάνος) Αθήνα 1921.
ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ: Κωστής Παλαμάς-Το ποιητικό έργο
του. (Εκδοτικός οίκος Ζηκάκη) 1923.
ΑΛΚΗ ΘΡΥΛΟΥ: Κωστής Παλαμάς-Τρείς Ομιλίες, (Εκδότης
Α. Ι. Ράλλης) 1923.
Σ. ΧΙΛΙΑΔΑΚΗ: Η Φυσιολατρεία στο έργο του Παλαμά.
(Έκδοση Οδοιπορικού Συνδέσμου) 1926.
Δ. Σ. ΒΕΖΑΝΗ: Ο Παλαμάς Φιλόσοφος.(Εκδότης Α. Ι.
Ράλλης) 1930.
Στην σελίδα 1, αναγράφονται τα στοιχεία του
εξωφύλλου, και επιπροσθέτως κάτω από το μέσα σε παρένθεση (ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ),
το απόσπασμα της Ελισάβετ Μπράουνιγκ:
Yet, O my palm-tree, be it understood.
I will not have my thoughts Instead of thee
Who art dearer, better! Rather instantly
Renew thy presence! As a strong tree should,
Rustle thy boughs, and set, thy trunk all bare…
ELISABETH BROWNING
Όμως, ώ Φοινικιά μου, μάθε πως δε ζητώ
να
κρατήσω τους στοχασμούς μου, αλλά ζητώ
εσένα,
την πιο καλή και την πιο πολυαγάπητη!
Γοργά,
κάλλιο ξαναφανερώσου, μπροστά μου!
Σά
δυνατό δέντρο που είσαι, τρεμοσάλεψε τα
κλαδιά
σου κ’ ύψωσε τον κορμό σου ολόγυμνο…
ΕΛΙΣΑΜΠΕΤ ΜΠΡΑΟΥΝΙΝΓΚ
Στην δεύτερη σελίδα δίνονται οι εξής πληροφορίες:
Μιλήθηκε στη «Φοιτητική Συντροφιά» στις 16 του
Φλεβάρη του 1912. Και ακόμα, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» 5222.
Από τις σελίδες 3 έως 20, έχουμε το Κείμενο. Που σαν
μότο, έχει ένα δίστιχο του άγγλου ποιητή των Λιμνών:
To
me the meanest flower that blows can give
Thoughts that do often lie too deep for tears.
Wordsworth
«Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιάς
φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα, και κεί πιο ανοιχτά,
μιλούσανε. Πέρασ’ ένας ποιητής, (πού πέθανε τώρα),και ρύθμισε το μίλημά τους
έτσι». Με τ’ απλά και λιγοστά του αυτά λόγια, ο Κωστής
Παλαμάς προλογίζει στη «Φοινικιά», ένα από τα ποιήματά του πού σήμερα θα σας
μιλήσω γι’ αυτό. Το λογαριάζω σαν ένα
από τα πιο σημαντικά και τα πιο πρωτότυπα έργα του, γιατί σ’ αυτό μέσα ο ποιητής
μεταχειρίζεται τα γνώριμά του αιστηματικο- φιλοσοφικά μοτίβα, ανταμωμένα με
κάποιο ασυνήθιστο στην ποίηση του φυσιολατρικό παρουσίασμα του έξω κόσμου και
της υπαίθριας ζωής.
«Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιάς
φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια μιλούσανε». Απάνω σ’ αυτό το μίλημα
πλέκεται και το ποίημα ολόκληρο. Η «Φοινικιά» είναι ένας λυρικός μονόλογος,
είναι το φυσικό και συνάμα υπερφυσικό και μεταφυσικό τραγούδι, πού κάποιες
αδύναμες (μά και δυνατές) υπάρξεις,
κάποια ποθοπλάνευτα κι αρρωστημένα πλάσματα, (όμως και φωτισμένα από την ψυχική
ζωή και το αυτοεξέτασμα του μέσα κόσμου),-οι πανσέδες,-σταίνουνε για τη μια
τους την αγάπη, για τη μεγάλη Κυρά που κάτω από τον ίσκιο της ζούνε,-για τη
Φοινικιά.
Ξυπνάνε
μια μέρα τα λουλουδάκια μέσα στην αγκαλιά του φυτικού κόσμου, κάτου από τον
ίσκιο της αφέντρας Φοινικιάς κι ανοίγοντας τα μάτια τους-γιατί όλο μάτια είναι,
και, καθώς λέει ο ποιητής:
Μοιάσανε τα στοχαστικά και τ’ άϋλα μάτια…-
-κι αντικρίζουμε το θάμα της πλάσης. Και τους
έρχεται το ρώτημα πού ήρθε με τη σειρά του σ’ όλων μας τα βάθη’ το ρώτημα για
το αίνιγμα του ερχομού μας και της ζωής:
Ώ Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι
Το χέρι τόβαλε καταραμένη Μοίρα;
Το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιος ξέρει!
……………………………………………………
Ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του
θανάτου;
Είναι καιρός αποβροχάρης’ από την τρικυμιστή κορφή
της Φοινικιάς στάζουν αδρές βραχοσταλίδες κι έχε στηθή η γιορτή του κατάχλωρου
κόσμου’ τα γαλανά λουλουδάκια χαιρετίζουνε το λαό του κήπου, του κήπου που
είναι τώρα σ’ ανάσταση, έτσι καθώς χύθηκεν η γόνιμη βροχή μέσα στους πόρους της
γης ξυπνώντας μύρια αναβρύσματα, μύρια χρώματα, και φέγγη κι ατμούς, και
σαλέματα και τρεμούλες, και φωνές κι απορίες και χαρές, και λαχτάρες κι
οργασμούς και πόθους και πόνους…. Τώρα τ’ αηδόνια ρωτούνε τα πορτοκαλάνθια και
«κάθε πουλί ονειρεύεται πώς είναι αηδόνι». Τα γαλανά λουλουδάκια ζούνε
συντροφικά στο ίδιο περιβόλι, προς όσα σερπετά σέρνουνται τριγύρω τους κι όσα
πουλιά πετούνε απάνωθέ τους. Χαιρετίζουνε, καθώς λέει ο ποιητής, την τρίδιπλη
ψυχή του περιβολιού, τη ριζωτή ψυχή, τη σερνάμενη και τη φτερωτή. Με τρόπο
ξεχωριστό χαιρετίζουνε τα λουλούδια, πού είναι από τα μυστικότερα της γης, έτσι
καθώς ανεξήγητα βρίσκονται ανάμεσα στο ζωϊκό και τον ανόργανο κόσμο.
Άνθοι, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια.
……………………………………………..
Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια
Πράσινα, τ’ αναβρύσματα και τα μαμούδια
Και τα δετά της γης’ τανάερα τρεχαντήρια,
Τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα
πεταλούδια,
Λουλούδια, ώ δισκοπότηρα και θυμιατήρια!
Χάϊδια της χλόης, παντού φιλιά, του
μούσκλου χνούδια,
Του κάτου κόσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα’
Στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα!
Και μιλούνε προς τα ρόδα:
Τανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι,
Και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι,
Και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι
αρπάζει,
Κι απ’ την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε
πάρει.
Σαν είδωλα χλωμά σας δείχνει το μαράζι
Και το πουλί σας δίνει κάποτε τη χάρη,
Και τον αέρα μια νεράϊδα ανεμοπόδα,
Ώ με τα μύρια θεία χαμογέλα, ώ ρόδα!
Και προς τα ρόδα της Βεγγάλης:
Το πρόσταξε θεός Απρίλης ανθομάλλης:
-Ώ μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε!
Για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα της
Βεγγάλης,
Όλων των άλλων η ευωδιά σ’ εσάς φώς
είναι.
Και σύ που στέκεις των ανθών ως να είσαι
ο κράλης,
Από ποιόν κόσμο παραστράτισες, ώ κρίνε;
…………………………………………………..
Η χαρά κ’ η θλίψη δεν είναι χωριστές αυτεξούσιες
δυνάμεις θρονιασμένες καθεμιά σε δικό της κόσμο’ η χαρά είναι κάτι απαραίτητο
για να γνωρίσουμε τη θλίψη και χωρίς τη θλίψη δε μπορούμε να υποψιαστούμε, ούτε
να νοιώσουμε τη χαρά. Χαρά και θλίψη συνυπάρχουνε. Συχνά, στην πιο μεγάλη μας
απόλαψη, κρυφονοιώθουμε κάτι άπιαστο, που κι αν βρίσκεται μέσα μας, είναι
μακρινό’ κάτι υποσυνείδητο, πού δε μπορούμε να μαντέψουμε την αιτία του: τέτοια
η θλίψη. Όμοια και τα γαλανά λουλουδάκια, μέσα στο γιορτάσι της Δημιουργίας, στη
μέθη μέσα και τη μακαριότητά τους, νοιώθουνε τον Πόνο:
Σ’ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
Και σύγνεφ’ από έγνοιες, και καημούς
λαγγάδια…
Μά τα γαλανά λουλουδάκια ξέρουνε, και μέσα απ’ αυτόν
τον πόνο, πώς να κάνουν να βλασταίνη η χαρά:
Το χάσμα της πληγής γίνεται συντριβάνι.
Το σμίξιμο της χαροποίησης και της λύπης είναι η
ίδια η ζωή: η Τέχνη, ο Ρυθμός είναι ο αντίλαλος της τέτοιας ζωής. Τα γαλανά μας
λουλουδάκια, ανάμεσα απ’ όλη την βεβαιότητα για την επικράτησή τους στη ζωή,
ένοιωσαν το Ρυθμό:
Ενώ μας γγίζει ο χάρος, μας θεριεύει η Νίκη,
Τρέμομε, χαίρε του ρυθμού ιερή τρεμούλα!
Ζώντας και νοιώθοντας ολοκληρωτικά, παραδέρνοντας
από τη χαρά προς τη θλίψη προς τη χαρά, γνωριζόμαστε με την καθάρια μέθη, με τη
μέθη της μέθης, με την απόλυτη συγκίνηση, με τη συγκίνηση της συγκίνησης’ κάθε
τέτοια συγκίνηση, κάθε τέτοια μέθη, περνώντας από την πρώτη ψυχόρμητη κατάστασή
της και κατασταλάζοντας μέσα μας, μεταμορφώνεται σε στοχασμό, σε ιδέα:
Ήρθε και κλείστη μέσα μας,-ποιος να πιστέψη!
Μια κολασμένη και μιά θεία’ η σκέψη, η σκέψη!
Το ειδυλλιακότερο, το απλότερο και το πιο αφρόντιστο
αντίκρυσμα, δίπλα στην τέρψη που μας προξενεί, είναι άξιο να δώση κάτι και στη
νόησή μας:
Μιά πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψη
Τα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη.
Έτσι ζούνε τα γαλανά λουλουδάκια, ανήσυχα, διαλεχτά
όμως πάντα της άνθινης φυλής. Θαμπωμένα αντικρίζουνε τις τριγύρω ζωούλες και
την πλάση ολόκληρη, κι άλλοτε μεθούνε με το ρυθμό της ζωής, άλλοτε σκύβουνε
κάτου από το βάρος του πόνου ή κάτου από την απορία και την άγνοια για το
αιώνιο ρώτημα του λογισμού.
Τώρα όμως ήρθε και φώλιασε μέσα τους ο μεγάλος ο
Πόθος και μάντεψαν την αγάπη’ μα η αγάπη είναι το μεγαλύτερο μυστήριο, είναι το
άπιαστο’ μονάχα το είδωλό της μπορέσανε ναύρουν:
Όλη τη μουσική μεσ’ στην αγάπη βάλε,
Και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη.
Και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλι
Θάχης τον ίσκιο της αγάπης όχι εκείνη’
Εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει, και δεν
σβύνει!
Κυριάρχισσα υψώνεται η Φοινικιά απάνω από τα
λουλουδάκια τα γαλανά, με το υλικό και το άϋλο κορμί της, ρυθμική κι ανάερη!
Αυτή έμπασε τα λουλουδάκια στο νόημα της αγάπης, αυτή γίνηκε αφορμή της
αποκάλυψης. Έτσι στα μάτια τους η Φοινικιά γίνεται το απόλυτο’ ό,τι κι αν
υπάρχει, και τα γαλανά λουλουδάκια κι όλη η ολοτρόγυρα χλωράδα, υπάρχει μοναχά
για να είναι στη δούλεψη της μιάς Κυράς!
Κι
αρχίζουνε τον ύμνο, κι αρχίζουνε τους χαιρετισμούς προς τη Φοινικιά:
Δέ σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι
Του κορμιού σου χυτή κ’ ελεύτερη τη γύμνια’
Όμως, γυμνή, με ονειροϋφαντο μαγνάδι
Σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι
Κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια
Κρεμάμενη τρεμάμενη από την κορφή σου’
¨Ω τί ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί
σου!
Είναι δέν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι
Λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,
Έτσι δέν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
Πού ψέλνει σάν ποιητής και θρέφει σά
μητέρα,
Έτσι δέν είν’ η ανατολή, δέν είναι η
δύση’
Απ’ την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου
μέρα’
Έτσι όμορφη δέν είν’ η αναπαμένη λίμνη’
Στά πόδια σου οι θεοί κ’ οι θεολάλητοι
ύμνοι.
Αγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη,
Στής νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το
στόμα,
Η σκέψη, εκεί πού πρωταστράφει στου
τεχνίτη
Τόν πλατυμέτωπο ουρανό, και πρίν ακόμα,
Όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, εύρη σπίτι
Καί γίνη λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα,
Σάν τήν ιδέα σου δέν είναι, καθώς πέφτει
Κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον
καθρέφτη.
Μέσα σου ρέει το διάφανο, ταθάνατο αίμα,
Ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήση
Άπό ‘ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμα
Σε μιάς αθόλωτης ζωής τ’ ωραίο μεθύσι;
Το στέμμα της κορφής σου, είν’ ένα ξένο
ψέμα,
Ή τά μαλλιά σου, πού η πνοή σαν να
χτυπήση,
Γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σου
Τη συμφωνία των όλων και της ομορφιάς
σου;
Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν’
εκείνα,
Καί δοκιμάζεις τα καί τα τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δέν είναι, γίνονται’ οι τρώει μία
πείνα
Και σε μιά πλάση ανώτερη νάμπης
παλαίβεις.
Μια Πολιτεία, μιά ηλιοστάλαχτην Αθήνα
Δεξιά ζερβά μακριά στα ύψη όλο γυρεύεις,
Και στέκεσαι να φύγης πρός τά μισουράνια
Πετώντας με τους κύκνους και με τα
γεράνια.
Κ’ η Φοινικιά υψώνεται πάντοτε από πάνω τους
υπέρτατη, και τά γαλανά λουλουδάκια κρατούνε πάντα τ’ όραμά της πού όλο κι
αλλάζει νοερά στα μάτια τους, γιά ν’ ανεβή νέα σκαλοπάτια και να φτάση σε νέους
θριάμβους. Όμως, όπως στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», οι ομόφυλοι τον εζύγωσαν
χωρίς να νοιώσουνε το βιολί του και να σταθούνε γροικώντας το δοξάρι του, έτσι,
απάνω κι από τα γαλανά λουλουδάκια γλύστρησεν ο κόσμος χωρίς κανείς να μαντέψη
τα βάθη τους. Ακόμη κι αυτή η υπέρτατη Κυρά δε φαίνεται να τα γνώρισε: πώς να
σκύψη από τα ύψη του αιθέρα και το υπερκόσμιο ανέβασμά της, και να κυτάξη κάτου
προς τα λουλουδάκια;
Κ’ εμείς; ήρθε ως εμάς το μακρινό πουλάκι,
Τ’ αγεράκι μας άγγιξε με τα φτερά του,
Και κοντοστάθηκε το βιαστικό το ρυάκι
Και το παιδί μας έρριξε τ’ ανάβλεμμά του,
Και το περήφανο μας έγνεψε ζαμπάκι,
Και το φεγγάρι ήρθε για μας ως εδώ κάτου,
Κ’ είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα
βάθη’
Ο κόσμος γλύστρησεν απάνω μας κ’ εχάθη.
Κοντά στην αρετή και στην καλωσύνη μας, το πονηρό
βόσκει κρυμμένο μέσα μας.
Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
Και στην ψυχή μας ωκεανοί και
στενορρύμια,
Κ’ εκεί πού ο νους με τα υπέρτατα
παλαίβει,
Κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολέβει.
Το κρυμμένο τούτο πονηρό πόσο μακριά μας φέρνει
φορές φορές! Ζητούμε να ξεσκεπάσουμε μιά για πάντα τη ζωή, να ιδούμε με τα
μάτια μας τα ίδια και τα πιο φρικιαστικά, να συρθούμε σ’ όργια μέσα και σε κραιπάλες.
Γυρεύουμε μία τελειότερη γνώση. Θέλουμε να νοιώσουμε τη ζάλη του κακού και την
ηδονή του απαγορευμένου. Έτσι κ’ η Φοινικιά έσυρε τον άμοιαστο, σά σε βραχνά,
χορό, συντροφεμένη από δρακοντιές, σκυλοβότανα, φλόμους κι αζώηρους. Τα κλαδιά
της δεν είτανε πιά ούτε φτερά, ούτε μαλλιά. Είτανε σα σπαθιά που φοβέριζαν και
καρτερούσανε να χυθούνε, τόσο, που τρομασμένα τα λουλουδάκια παρακαλούσανε την
πεταλούδα να τα πάρη στα φτερά της απάνω και να δράμη. Σαρκοβόρα είχανε φωλιάση
στον κορμό της Φοινικιάς κ’ ένας γύπας εστάθηκε στην κορφή της. Κι άρχισε το
δράμα:
Η
αρρώστια μας τυράγνησε με την αγρύπνια,
Ώ Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνης,
Οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα
ξύπνια,
Νύχτα είταν, άμοιαστο χορό μ’ αυτά να
σέρνης,
Και σ’ είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοϋπνια
Με φλόμους και με χαμαιλιούς να
παραδέρνης,
Και γύρω σ’ έπνιγαν αζώηρων περιβόλια,
Κι από σκληρές αλόες λαός κι από
τριβόλια.
Κ’ είσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόρο
Αιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπα
Πείνα στο είναι σου, κα κάποιο σαρκοβόρο
Ηύρε σ’ εσέ και φώλιασε, κ’ έσκαψε τρύπα,
Κ’ έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,
Και της κορφής σου για κορφή φόρεσες
γύπα’
Σά φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια
Συρμένα από τη ρίζα ως την κορφή σου
φίδια.
Μόλις όμως λουστούμε στα βαλτονέρια του κακού και
ξεδιψάσουμε τη δίψα της γνώσης, την περιέργεια, νοσταλγούμε για την πρώτη την
ήμερη κι απονήρευτη ζωή. Διώχνουμε τα σκοτάδια και τους εφιάλτες και ζητούμε το
φως και το ξημέρωμα. Και το δράμα περνά’ και δεν θυμούμαστε πιά ποτέ.
Ήλιε, τα
μαύρα ονείρατα παρ’ τα και πνίχ’ τα,
Θολοί
είν’ αχνοί, κ’ είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα
ωραία και τ’ αγαθά, τα πάντα δείχ’ τα
Σαν
αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
Και σύ
φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
Διάφανη
σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
Της
καλλονής παντού κυμάτισε, ώ πορφύρα,
Κ’ η
πλάση άς γίνη αγάπη κι ας χτυπάη σα λύρα!
Ξημέρωσε.
Το φως χίλια σου σπέρνει μάτια
Για ν’
αγκαλιάζης τα βουνά και τα ρουμάνια,
Στα
δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
Και τα
καράβια στ’ ανοιχτά και στα λιμάνια.
Τή νύχτα
ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
Να σε
δουλέψουνε έρχονται από τα ουράνια.
Χέρια
φυτρώνει η λεύκα και στ’ απλώνει πλείσια’
Σε
ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.
Έτσι ξακολουθούνε να ζουν τα λουλουδάκια,
αντικρίζοντας πάντα προς την αέρινη κορφή της Φοινικιάς. Όμως κάποτε κάποτε
σκύβουνε και προς το χώμα κι αφουγκράζονται το μεγάλο καρδιοχτύπι της γης.
Ξακολουθούνε να ζούνε θαμπωμένα από το θάμα του τριγύρω κόσμου, έτοιμα για να
μισέψουνε σε νέα αινίγματα και σε νέα σκοτάδια, πάντα όμως απασχολημένα στα πιο
βαθειά του νου από τ’ όραμα της Φοινικιάς, της απάντρευτης, της άκαρπης και της
αξήγητης.
Και
καθώς πρόφεραν τα πρώτα τους λόγια γεμάτα απορία για το μυστήριο του ερχομού
τους, κλείνουν τώρα το μίλημά τους, από το χαμό το δικό τους, της Ιδέας
Φοινικιάς:
Και μήτε
θα βρεθή για μας κανένα μνήμα
Του
διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήση
Μονάχα
ολόφωτα τριγύρω σου ένα νεύμα
Με νέα
μου λάμψη αχάλαστη θα σε στολίση,
Και θα
είναι η σκέψη μας και ο λόγος μας κ’ η ρίμα.
Και θα
φανής εσύ στην ξαφνισμένη χτίση
Σαν ένα
χρυσοπράσινο καινούργιο αστέρι!
Και μήτ’
εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρη….
Συνοψίζοντας όσα γράψαμε και παραπάνω,
χαραχτηρίζουμε τη «Φοινικιά» ποίημα φυσιολατρικό, αιστηματικό κ’ ιδεολογικό,
ποίημα δηλαδή συνθετικό. Το φυσιολατρικό στοιχείο είναι η βάση, ο εικονικός
μύθος, όπως θα πούμε παρακάτω απ’ αυτού ξεκινά το ποίημα για να φτάση στα δύο
άλλα στοιχεία, κι αυτού βρίσκεται η πρωτοτυπία και το ξεχώρισμα πού διακρίνουμε
στη «Φοινικιά». Είναι ίσως το μοναδικό ποίημα του ποιητή πού μας δίνει την ίδια
φύση και την πλάση γυμνή, κλείνοντας μια γερή φυσιολατρική φλέβα κα κάτι σαν
πνοή πανθεϊστική. Αλήθεια! Στο τραγούδι της Φοινικιάς λες και σαλεύει γόνιμη η
βλάστηση, σαν κάτι εμψυχωμένο και μεγάλο, και το μούσκεμα της γεννήτρας γης
νοτίζει την ατμόσφαιρα. Ο λαός των εντόμων και των σερπετών, τα πουλιά με τα
κελαϊδήματά τους, τα λουλούδια, το πιο μοσκόβολο και πλουμιστό ποίημα της
πλάσης, η φύση η μιά με τ’ αναρίθμητα θησαυρίσματά της, η φύση η ήμερη, η
πραϋντικιά κ’ η ζωοδότρα κ’ η φύση η τρομερή, η άσπλαχνη, κ’ η απειλητική, όλα
φαίνονται μέσα στο ποίημα και περνούνε από τα μάτια μας εμπρός ζωηρά και
παραστατικά ζωντανεμένα. Η Φοινικιά εδώ πρώτα απ’ όλα είναι το πλούσιο δέντρο,
με το κορμί τ’ ολόϊσο και τα λαχταριστά κλαδιά. Ο ποιητής ζωντανεύει τη
Βλάστηση-Φοινικιά.
Έρχομαι
στο δεύτερο στοιχείο, στο αιστηματικό. Από τα πρώτα ίσα με τα τελευταία του
λόγια το ποίημα δένεται από μια δειλή, μισοσκέπαστη και συγκρατημένη συγκίνηση,
από κάποια φιλτραρισμένη αιστηματική διάθεση και μιάν αδιάκοπη υποψία ενός
αόρατου καημού. Τα γαλανά λουλουδάκια λες και τα ενώνει με τη Φοινικιά κάτι
ανθρώπινο. Ποιος ξέρει αν ο ποιητής στο σύμβολο της Φοινικιάς δε θέλησε να
κρύψη κάτι από την αμεσώτερη ανθρώπινη συγκίνησή του! Ποιός ξέρει αν ο ποιητής
δε θέλησε να αναπολήση τη Γυναίκα-Φοινικιά!
Και τώρα
φτάνουμε στο ιδεολογικό στοιχείο. Καιρός εδώ να ξαναγράψω, στη γλώσσα μας, αυτή
τη φορά, το δίστιχο του Άγγλου λιμνικού ποιητή Wordsworth που
χρησιμεύει για ρητό στο σημείωμά μου τούτο: «Σε μένα, και του ταπεινότερου
λουλουδιού τ’ άνθισμα, πολλές φορές μου γεννά στοχασμούς, πολύ βαθειούς για
δάκρυα». Τα γαλανά λουλουδάκια γέννησαν και τους τέτοιους στοχασμούς στον
ποιητή. Γιατί μέσα στα γαλανά λουλουδάκια κρύφτηκεν η σκέψη’ τώρα τα μάτια τους
αντίκρισαν τη Φοινικιά σαν κάτι ιδεατό κ’ υπερούσιο, κι ο κόσμος όλος
φανερώθηκε μπροστά τους με τη μορφή της ιδέας. Η Φοινικιά και τα γαλανά
λουλουδάκια πέρνουνε έτσι το αφηρημένο σχήμα και γίνονται γενικώτερα σύμβολα:
τα γαλανά λουλουδάκια ταυτίζονται με τον ποιητή κ’ η Φοινικιά με το απόλυτο της
ομορφιάς. Ο ποιητής υμνεί την Ιδέα-Φοινικιά.
Λίγα
λόγια ακόμη για το συμβολισμό της «Φοινικιάς». Ο μεγάλος κριτικός Brunetiere ώρισε
το ποιητικό σύμβολο έτσι: «Το ποιητικό σύμβολο είναι ο πλαστικά εικονικός
μύθος, γεμάτος από κίνηση και χρώμα, εμψυχωμένος από την ίδια του την ύπαρξη,
μπορώντας στην ανάγκη να αρκέση στον ίδιο του εαυτό, να οργανωθή και να
ξετυλιχθή, μύθος όμως που βρίσκεται σ’ ακέριαν ανταπόκριση με το αίστημα και
την ιδέα πού κλείνει». Τον ορισμό αυτό μπορούμε να μεταχειριστούμε εξαίρετα για
το συμβολισμό της Φοινικιάς, φτάνει ν’ αλλάξουμε το επίρρημα «πλαστικά» με το
επίρρημα «μουσικά», κ’ έτσι να πούμε: «Ποιητικό σύμβολο είναι ο μουσικά
εικονικός μύθος, κτλ….». Ο εικονικός μύθος βρίσκεται στο ιστόρισμα του
περιβολιού, των λουλουδιών και του δέντρου ανταποκρίνεται ακέρια με την
ιδέα πού περικλείνει, ή ορθότερα με τις
ιδέες που περικλείνει, γιατί το ποίημα, καθώς είπα παραπάνω, είναι συνθετικό κι
ο συμβολισμός του διπλός. Ο πρώτος συμβολισμός, περιορισμένος αυτός, είναι καθαρά
ανθρώπινος: συμβολίζει τον άνθρωπο πού
ξημερώνεται στη ζωή, πού ανοίγει τα μάτια του εκστατικά προς τη δημιουργία, πού
νοιώθει μέσα του τον πόνο και τον πόθο, στην αρχή άμορφα, γενικά και αόριστα,
ύστερα όμως εντοπισμένο κάπου κι εμψυχωμένον από κάτι, ύστερα, σαν εύρη κάποιο
άλλο γήινο πλάσμα κι αφοσιωθή σ’ αυτό, ποθώντας το ανθρώπινο συντρόφεμά του. Ο
πρώτος αυτός συμβολισμός, περιορίζεται στην καθάρια ανθρώπινη αγάπη, στον
έρωτα. Ο συμβολισμός όμως τούτος πλαταίνεται κ’ υψώνεται, γίνεται μεταφυσικός
κ’ υπονοητικώτερος και ξετυλίγεται στην δεύτερην ιδέα που εκφράζει ο μύθος. Κ’
έτσι φτάνουμε στο φανέρωμα του δεύτερου συμβολισμού όπου η πρώτη ανθρώπινη
αγάπη, ποτισμένη από τ’ μεταφυσικό τ’ όνειρο, μεταμορφώνεται στην κοσμική
αγάπη: ο άνθρωπος τώρα γίνεται ο ένας άνθρωπος, ο διαλεχτός κι ο αυτογνώστης,
με το αίστημα και τη συγκίνηση τονωμένα από τη διάνοια και την ιδέα, που μπορεί
από τα τριγύρω του να συμπεραίνη νόμους και να βγάζη ρυθμούς, φτάνοντας με τον
τρόπον αυτό το ανώτερο φανέρωμα της επίγειας ζωής. Κ’ έτσι στο έργο τούτο του
Παλαμά, ο κήπος πού μέσα σ’ αυτόν ανθίζουν η Φοινικιά και τα γαλανά
λουλουδάκια, μεταμορφώνεται στο νοερό θερμοκήπιο που βλασταίνουν οι στοχασμοί
κι ανθίζουνε τα ονειροπολήματα του ίδιου του ποιητή. Η «Φοινικιά» είναι το
μεταφυσικό τραγούδι του φυσικού κόσμου.
Στο «Αισθαντικό Φυτό» του Σέλλεϋ, στη
Μιμόζα, στο γνωστό ποίημα του εξοχώτερου άγγλου λυρικού, υπάρχουνε μεριές που
μπορούμε να βρούμε ομοιότητες με το τραγούδι της Φοινικιάς. Στο «Αισθαντικό
Φυτό» η αλληγορική θέση βρίσκεται κ’ εκεί μέσα σ’ έναν κήπο, στον κόσμο των
λουλουδιών’ ο ποιητής, με το γνώριμο τρόπο που σκορπίζεται ο ίδιος στον
εξωτερικό κόσμο για να εμψυχώση το κάθε τι της πλάσης, μας παρουσιάζει ένα ένα
λουλούδια του κήπου, κι απάνου απ’ όλα ιστορεί το ξημέρωμα, τη ζωή και το
θάνατο του Αισθαντικού Φυτού. Ο Σέλλεϋ μορφοποιεί την άνοιξη σε μια δύναμη, σ’
ένα υπερκόσμιο γυναικείο πλάσμα που χύνεται στο περιβόλι και κρατεί τα
λουλούδια στη ζωή. Όσο μένει μαζί τους, αναγαλλιάζουν τα λουλούδια κ’ η ψυχή
τους ανοίγει προς το εξαισιώτερο τ’ όνειρο. Έρχεται όμως η ώρα και μισεύοντας
χάνεται το υπερκόσμιο πλάσμα, η θεόσταλτη “lady” στο τέλος του καλοκαιριού. Τότε
γερνούνε προς το μνήμα τα λουλούδια και πεθαίνουν, αφού κρύψουν όμως πρώτα
βαθειά στις δίπλες της υγρής γης το σπόρο τους. Τελειώνει και το Αισθαντικό Φυτό, για να μη ξαναζήση ποτέ
πιά, και στο μέρος που άνθιζε φυτρώνουν αγριόχορτα και σκυλοβότανα. Όπως ο
ποιητής της Φοινικιάς αφήνει να μισοφαίνεται κάτι από τον εαυτό του στα γαλανά
λουλουδάκια, έτσι κι ο Σέλλεϋ ταυτίζει τον εαυτό του με το αισθαντικό φυτό. «Το
ποίημα τούτο που είναι η ιστορία ενός φυτού, είναι και μιάς ψυχής η ιστορία,
της ψυχής του Σέλλεϋ, της αισθαντικής». (1)
Το γλυκό
εκείνο περιβόλι, η πανώρια εκείνη Κυρά,
Κι όλες
οι μορφές οι ολόγλυκες κι όλα τα μύρα,
Δεν
εφύγανε στ’ αληθινά ποτέ:
Εμείς,
εμείς οι ίδιοι αλλάξαμε όχι εκείνα. (2)
Οι δυό ποιητές, ο Σέλλεϋ κι ο δικός μας ο ποιητής
της Φοινικάς, που τους χωρίζουνε λογής λογής διαφορές, διαλέξανε δυό περιβόλια
με τον ανθένιο κόσμο που κλείνουνε, για να φανερώσουνε δύο διαφορετικές ιδέες,
ο πρώτος, μέσα στ’ άϋλο και τ’ άπιαστο της φυσιολατρικής του συγκίνησης, τ’
ακράτητο της πανθεϊστικής του μέθης και το αιθέριο της ιδεατής μεταρσίωσης, κι
ο δεύτερος με το παρουσίασμα κάποιου νοητικού τόνου απάνω από τ’ απλούστερα και
τα πιο συνηθισμένα, με το λυρικό του ξεφάντωμα και την ασυνήθιστη στην άλλη του
ποίηση αφομοίωση του εαυτού του με την ίδια την φύση.
Η
«Φοινικιά» είναι γραμμένη με ζηλευτή δεξιοτεχνία, σε στίχους αψεγάδιαστους που
τους κρατεί το μουσικότερο κυμάτισμα. Το ποίημα, αν και ξεπερνάει τους
τριακόσιους στίχους, στέκει από την αρχή ίσα με το τέλος στην ίδια αδιάπτωτη
μορφή. Σ’ αυτό ο Παλαμάς καθώς και σε τόσα από τ’ άλλα του ποιητικά έργα,
δείχνεται στυλίστας αψεγάδιαστος και ρυθμοπλάστης άξιος. Τους δεκατρισύλλαβους
της «Φοινικιάς» μπορώ να πω, χωρίς δισταγμό, πώς βάζω πλάϊ στο στερνό
δεκαπεντασύλλαβο του Σολωμού. Ο ποιητής της «Φοινικιάς» διάλεξε το
δεκατρισύλλαβο για να γράψη την τόσο γνωστή από την παράδοση του στίχου οττάβα,
τη μετρική φόρμα που μεταχειρίστηκε στο «Λάμπρο» ο Σολωμός. Ο δεκατρισύλλαβος
έχοντας περισσότερο πλάτος από τον εντεκασύλλαβο, ταιριάζει στην προσπάθεια του
ποιητή που ζητεί να εκφράση τόσο υπονοητικά τα πιο απροσδιόριστα σαλέματα του
λογισμού και του ονείρου. Πόσο ευγενικιά η υπόκωφη φωνή του καημού κ’ η λαχτάρα
εκείνη πού σ’ αδιάκοπο pianissimo,
(για να δανειστώ κάτι από το λεχτικό της μουσικής), εμψυχώνει έτσι αβρά κι
απαλά το ποίημα ολόκληρο! Κι ακόμα πόσο βαθειά φρικιαστικοί κάποιοι στίχοι
πλημμυρισμένοι από συγκρατητή αγωνία και βουβό τρόμο! Ο τρόμος, το δέος, είναι
ο πιο κυρίαρχος κι ο πιο βαθύς τόνος της δραματικής τέχνης’ τον τόνο τούτο
μπόρεσε ο Κωστής Παλαμάς να κλείση σε πολλά από τα ποιήματά του και με τον
τρόπον αυτό να τόνε μεταφέρη στη λυρική του κατάσταση. Έτσι και στη «Φοινικιά»,
με χαραχτήρα τον τρόμο και το δέος, καταφέρνει να μας δώση μερικούς από τους
ομορφότερους στίχους του τραγουδιού ολόκληρου, στίχους που βυθίζονται στην κατανυχτικότερη
ατμόσφαιρα, που απάνω τους βαραίνει η επιβεβαίωση μιάς περασμένης αμαρτίας και
τρέμει μέσα τους η προσδοκία κάποιου μελλούμενου αφάνταστου κακού.
Με βαθειά
αίστηση και γνήσιο ποιητικό θάμπος μας δίνει ακόμα ο ποιητής την εικόνα, το
ιμπρεσσιονιστικό πορτραίτο της Φοινικιάς, άξια μεταφερμένο στην ποιητική
γλώσσα. Πώς χαράζεται στη μνήμη τ’ οραματικό της Φοινικιάς! Ένας θείος ρυθμός
κυβερνάει το κορμί της. Ο κορμός της ανάερος και χυτός ανεβαίνει προς τα ύψη,
άλλοτε σα μια κολώνα, λείψανο.
Ναού που
καποτ’ έστεκε σε μιάν Ελλάδα,
κι άλλοτε σά μια νύφη αμαδρυάδα που ζητούσε να χυθή
στο φως!... Και στην κορφή του κορμού τα πολυσάλευτα λαμπαδωτά κλαδιά, που
αλλάζανε θωριές κ’ έπαιρναν μια τον αέρα των μαλλιών, και τότε κάτι παρθενικά γυναικείο
χυνότανε στην κορμοστασιά της Φοινικιάς, κι άλλοτε φαντάζανε ηρωϊκά και
σαλεύανε, σπαθιά… Και στις μέρες του κακού, όταν, μέσα στην τραγική ατμόσφαιρα,
ο γύπας κάθησε στην κορφή της κι από τ’ ανάστημά της ολόγυρα κυματίζανε φίδια…
Ο
συμβολικός ποιητής του καιρού μας, αποφεύγοντας κάθε πιστή ταξινομημένη
περιγραφή, κάθε ορθολογική αναπαράσταση, ζητεί ν’ αποδώση τον εξωτερικό κόσμο
σε εικόνα πολυσάλευτη και μουσικοποιημένη. Η εικόνα είναι η βάση κάθε
συμβολισμού στην ποίηση’ η μουσική του ποιητικού λόγου, όσο κι αν βρίσκεται στο
ρυθμό του στίχου και στα ηχητικά συνταιριάσματα, άλλο τόσο βρίσκεται στην
οπτική ποιότητα της εικόνας, στον τρόπο δηλαδή που ο ποιητής βλέπει. Ο
Τσάμπερλαιν, ο γερμανός τεχνοκρίτης, είπε σωστά: «Όταν ένας αληθινός ποιητής
πλάθει μουσική, η εικόνα του τόνου πηγάζει από την εικόνα του ματιού».
Στις
«Πατρίδες» στους «Ίαμβους και Ανάπαιστους», στον «Τάφο», στα πρώτα τούτα έργα
της δεύτερης ποιητικής περιόδου του ποιητή της Φοινικιάς, το σύμβολό του μένει
ακόμα το παραδομένο κλασσικό σύμβολο, το φωτεινό, το καθάριο και το συνειδητό
σύμβολο’ στο τέτοιας λογής σύμβολο, η αίστηση κ’ η ιδέα παρουσιάζονται, όχι σαν
κάτι υπερούσια ενωμένο κι αξεδιάλυτο, αλλά κάτι που μπορούμε μέσα σ’ αυτό να
διακρίνουμε τη μιάν από την άλλη, ξεχωρίζοντάς το. Τέτοιο είναι το συντηρητικό
σύμβολο, προϋποθέτοντας πάντα μία καθάρια μυθική βάση που θα κλείση μέσα της
την αλληγορία. Ο Γκαίτε, ο Μπαϋρον, ο Ουγκώ, ο Alfred de Vigny μεταχειρίστηκαν
παρόμοιο σύμβολο.
Στη
«Φοινικιά», στις «Αλυσίδες», στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», ο Παλαμάς μας δείχνει
την τελειωτική του ποιητική φυσιογνωμία, ακολουθώντας κάπως διαφορετικούς
δρόμους. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά στον ποιητικό εκείνο αλχημισμό, στο εξαίσιο
εκείνο μίγμα, στο λυρικό σύννεφο και κλείνει μέσα του το αίστημα, τη διαίστηση
και την ιδέα, υπερούσια κι αξεδιάλυτα χυμένα’ το σύννεφο τούτο σκεπάζει τα
λόγια του τραγουδιού και φωτοσκιάζει γοητευτικά τη λυρική κατάσταση του ποιητή.
Στην περίπτωση τούτη ο ποιητής αντί να διαλέξη το μύθο του τραγουδιού του, όπως
άλλοτε, στο μυθικό κόσμο βρίσκοντας γνωστές μυθολογικές μορφές, παραστατικές κ’
υπονοητικές, παίρνει το μύθο στην ίδια τη φύση, και με μέσο την υποκειμενική
του διαίστηση, ζητεί να βρή τις συνάφειες που τόνε σχετίζουνε με τον κόσμο και
με τη ζωή. Έτσι, ο τελειωτικός αυτός υποσυνείδητος συμβολισμός του ποιητή της
Φοινικιάς, πλησιάζει κάτι από τη σχολή του γαλλικού συμβολισμού.
Ίσως θα
έπρεπε, και μάλιστα πρίν ακόμα προχωρήσω, να σας παρακαλέσω να με συγχωρήστε,
αν παραβαίνοντας τα καθιερωμένα, πήρα για θέμα έργο που φέρνει τ’ όνομα του πατέρα μου. Δεν το
έπραξα, γιατί ένας άλλος στοχασμός, λεπτότερος μου ήρθε στο νου. Ο ποιητής
ενώνει μέσα του τον άϋλο δημιουργό και τον υλικό άνθρωπο. Όσο κι αν τα δύο
τούτα πλάσματα αλληλοδένονται κι αλληλοεπηρεάζονται, είναι πλάσματα χωριστά,
τουλάχιστο για τον τρόπο που εμείς συγκοινωνούμε προς αυτά’ ο ποιητής, κι ας
στέκεται κοντά μας κι άς μας είναι γνώριμος, από μιάν άλλη όψη μου φαίνεται σαν
ξένος, σαν ορφανός και σαν άτεκνος. Κ’ έτσι τη «Φοινικιά», που σήμερα σας
μίλησα γι’ αυτή, μου φαίνεται πώς είναι σά να την έγραψεν ένας ποιητής που
πέρασε (και πέθανε τώρα).
(1).Hip. Taine,
Histoire de la Litterature Anglaise, Tome IV, p. 329.
(2). That garden
sweet, that lady fair,
And all sweet shapes
and odours there,
In truth have
never passed away:
Tis we, ‘tis
ours, are changed; not they.
Εδώ κλείνει ο κύκλος της ΦΟΙΝΙΚΙΑΣ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 9 Ιανουαρίου 2020.
Ευχαριστίες!
ΑπάντησηΔιαγραφή