Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Μια Ώρα έτσι ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


          Μαρία Ρεζάν
(Αθήνα 4/5/1921-Αθήνα 3/1/2004)

      Βλέπω για δεύτερη φορά και ακούω στο Κανάλι της Βουλής, στην εκπομπή για το Βιβλίο, τον παλαίμαχο παλαιό δημοσιογράφο της δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» Γιώργο Βότση. Μια δημοσιογραφική επαναστατική και ελεύθερη φωνή της ελληνικής δημοσιογραφίας, που στα χρόνια της έχαιρε σεβασμού και υπόληψης. Ο συνταξιούχος πλέον δημοσιογράφος εκφράζει την πικρία και την θλίψη του για τον σημερινό ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο. Έναν δημοσιογραφικό λόγο πτωτικό μέσα στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων- αναγνωστών του έντυπου τύπου, ακροατών του ραδιοφώνου, τηλεθεατών των διαφόρων καναλιών. Τον μη κυρίαρχο ρόλο πλέον της ελληνικής επαγγελματικής δημοσιογραφίας στα κοινά-όπως άλλοτε-την έλλειψη αξιοπιστίας της, εμπιστοσύνης του σημερινού αναγνωστικού κοινού απέναντί της. Κυρίως, του τηλεοπτικού κοινού. Δυστυχώς στις μέρες μας η εγκυρότητα του δημοσιογραφικού λόγου έχει κατά κάποιον τρόπο χαθεί, μπροστά στο αμοιβαίο αλισβερίσι πολιτικών και δημοσιογράφων, μιας οικονομικής συνεργασίας και πολιτικής-κομματικής προβολής συγκεκριμένων πάντα ατόμων της δημόσιας πολιτικής και κοινωνικής σκηνής, που φέρνουν τηλεθέαση, δηλαδή εμπορικές διαφημίσεις, και διεγείρουν την προσοχή ενός κοινού που δεν θέλει να προβληματιστεί αλλά να ξεδώσει μέσω των φωνασκιών και των επαναλαμβανόμενων τσακωμών, και μιας φλύαρης τιποτολογίας που στην ουσία της, κρατά πολιτικά και κοινωνικά ανενημέρωτο το ελληνικό κοινό. Το καθηλώνει σε μια βάιραλ τηλεοπτική εικόνα ασήμαντων γεγονότων, άκοσμων δημόσιων συμπεριφορών και κοινωνικών εκδηλώσεων, προβολής έμμεσης ή και πολλές φορές άμεσης παθητικοποίησης της μεγάλης μάζας των ανθρώπων απέναντι στα κοινά. Εκθείαση δημόσιων παρεμβάσεων, που, ελάχιστα διαφέρει από το να είναι μια αναγκαία ενημερωτική χαύνωση για να γεμίζουν τα χρονικά επαγγελματικά κενά του χρόνου. Στο όνομα του αναγκαίου ρόλου-και είναι θεμιτό αυτό για μια οικονομική επιχείρηση όπως είναι και η δημοσιογραφική, που οφείλει να παίζει ως τέταρτη μορφή εξουσίας μέσα στους μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας, ο Τύπος. Μόνο που όταν ροκανίζονται ποικιλοτρόπως τα όποια θεμέλια έστω μιας αχαμνής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η πολιτική αλήθεια των γεγονότων και ο πολιτικός λόγος, και η καταξίωση της δημοσιογραφικής συμβολής, στις συνειδήσεις των ψηφοφόρων, είναι φυσικό να μην γίνεται πιστευτός και πιστευτή. Να αγνοούνται. Αυτό όμως έχει σαν αποτέλεσμα μια διαδεδομένη δημόσια εκδήλωση ασχημοσύνης, τόσο των πολιτικών όσο και των δημοσιογράφων αλλά και ημών των απλών ανθρώπων ψηφοφόρων και καταναλωτών εύπεπτων ειδήσεων και σχολιασμών που δεν αγγίζουν την ουσία των προβλημάτων αλλά, αφήνουν και στην ησυχία της την επαγγελματική τάξη των βουλευτών και πολιτικών. Έτσι το περιβόητο παραδοσιακό σύστημα διατηρεί τις αναγκαίας ισορροπίες του, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Στις περασμένες δεκαετίες, η δημοσιογραφία ήταν η γέφυρα μεταξύ της πολιτικής και των πολιτών, του καθημερινού ανθρώπου με τα επιτεύγματα της τέχνης, των καθημερινών ερωτημάτων που εξέφραζαν οι μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες ατόμων, απέναντι σε πανάρχαιους θεσμούς και οργανωμένες της πολιτείας αξιολογήσεις ζωής και κανόνες συμπεριφοράς. Σήμερα, διαισθάνεσαι ότι τα πάντα είναι business. Φανερές ή κρυφές, με αποδέκτη τον ακροατή ή τηλεθεατή που την μόνη επιλογή που έχει, είναι να φορολογηθεί και να πληρώσει την χασούρα της χαμένης πλευράς των οικονομικών συμφερόντων που έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, στην φιλοδοξία τους ποιο θα κυριαρχήσει. Και θα υποτάξει το αντίπαλο οικονομικό σύστημα με εκκωφαντικό πάταγο δημοσιότητας. Οι σύγχρονοι των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών εκλεγμένοι πολιτικοί δεν αντιπροσωπεύουν στις συνειδήσεις ακόμα και αυτών που τους ψηφίζουν, παρά, μόνο την δική τους επαγγελματική κάστα. Τα δικά τους συντεχνιακά συμφέροντα-όπως αποδεικνύουν και πολλές νομοθετικές συμπεριφορές και πολιτικές τους ενέργειες. Το κοινοβουλευτικό παιχνίδι διεξάγεται πλέον μέσα στα δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά στούντιο. Όποια σιγανή φωνή, όποιος δημόσιος μη θορυβοποιός λόγος δεν ανήκει στον κομματικό κορδακισμό και το πολιτικό θράσος, ή τα δημοσιογραφικά σκέρτσα, ναζιάρικα οικονομικά ακίσματα μεγαλοεκδοτικών συμφερόντων, αποβάλλονται από την αγαστή και συμπλέουσα οικονομικά συμπαιγνία προβολής των εξ εκλογικής καθέδρας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκπροσώπων των κοινοβουλευτικών και των δημοσιογράφων. Επικουρικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στον κοινοβουλευτικό κύκλο, όταν η όποια Εξουσία αρχίζει να απειλείται, να κακοφορμίζει από τα εσωτερικά της σκάνδαλα και ατασθαλίες, προπαγανδίζει μια κοπρίζουσα φοβία ενάντια στην κοινοβουλευτική δημοκρατία τάχαμου-τάχαμου, δημιουργώντας πολιτικά μορφώματα αυγών του φιδιού. Εν αναστολή αποβολής τους από το σικέ παιχνίδι των οικονομικών ισορροπιών συμφερόντων ντόπιων και ξένων. Δυστυχώς, στις μέρες μας, τόσο το πρόσωπο της πολιτικής εκπροσώπησης και εξουσίας όσο και της δημοσιογραφικής ταυτότητας αντίστοιχα, αποστερούν την αυθεντικότητα της πολιτικής και κοινωνικής ιθαγένειας στον πολίτη, το άτομο μέσα στο  δεδομένο κοινωνικό σύνολο που θέλει να σκέφτεται ελεύθερα, να κομίζει έναν άλλον τρόπο ζωής πέρα από αυτόν των μεγάλων καταναλωτικών και αποχαυνωμένων μαζών. Μεμονωμένων μονάδων, που σκέφτονται, προβληματίζονται, αρνούνται, αμφισβητούν, απορρίπτουν, επιλέγουν να μην είναι ένα ακόμα αδιάφορο προϊών της δεδομένης πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της θρησκευτικής εξουσίας των εμπορικών σκοπιμοτήτων των παιχνιδιών προβολής της τέχνης.
     Ο Κόσμος μας άλλαξε, απομαγεύτηκε, από ιεροποιήθηκε. Οι άνθρωποι έχασαν την ανώνυμη αυθεντική τους ταυτότητα, αυτήν που δεν αναζητούσαν στην φανφαρόνικη πολιτική φρασεολογία και δημοσιογραφική μεγαλαυχία. Δεν αναζητούσαν την καταξίωσή τους στο ιλουστρασιόν πάνθεο της τηλεοπτικής προβολής. Επιθυμούσαν μια άλλη ποιότητα ζωής και έκφρασης, αριστοκρατικής παρουσίας της μόνωσής τους, γνώσης και καλλιτεχνικών αναζητήσεων, πολιτικών προτάσεων, δημοσιογραφικού λόγου, που δεν προέρχονταν από το κούφιο δημόσιο στιγμιαίο φαίνεσθαι. Οι άνθρωποι σήμερα δεν ηλεκτρίζονται δυναμικά ούτε από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις ούτε από κουρασμένες και γερασμένες ανακυκλούμενες φωνές δημοσιογραφίας. Οι άνθρωποι απέχουν μέσω της συμμετοχικής τους απάθειας. Συμμετέχουν στα κοινά για να δηλώσουν την ουσιαστική αποχή τους. Αφήνονται με ηδυπάθεια στον τηλεοπτικό φακό για να υπάρξουν και ορίσουν μόνο τα ατομικά τους όρια στιγμιαίας προβολής τους, μέσα στην διεθνή γεωγραφία της νέας ανθρωπολογίας. Η απάθεια, δεν είναι άρνηση απέναντι στα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά, στάση μη συμμετοχής στην ζωή. Η απάθεια και η αδιαφορία τους δηλώνει την αυτοκαταστροφική τους πληθωρικότητα που εκδηλώνεται καθημερινά και ποικίλα. Κάτι που δεν μπορεί να αναχαιτίσει ούτε το υπάρχον κοινοβουλευτικό ούτε δημοσιογραφικό κατεστημένο, που είναι και αυτό συνυπεύθυνο στην παθογένεια αυτή.
     Και καθώς σκεφτόμουνα διάφορα περί της ελληνικής δημοσιογραφίας, ίσως και αδιάφορα για τους όποιους αναγνώστες αυτής της ιστοσελίδας, πέρασε από την σκέψη μου, μια άλλης εποχής δημοσιογραφική φωνή. Των όχι και τόσο παλαιών δημοσιογραφικών χρόνων του περασμένου αιώνα. Μια γυναικεία προσωπικότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας που μας καθήλωνε και μόνο με το άκουσμα της χαρακτηριστικής, μπάσας, κάπως βραχνής φωνής της. Ήταν η γυναικεία φωνή της δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν. Στην εκπομπή της στο Πρώτο Πρόγραμμα κάθε Κυριακή πρωί, «Χωρίς Πρόγραμμα». Μια σειρά από συνεντεύξεις με αξιοσημείωτους έλληνες και ελληνίδες δημιουργούς και καλλιτέχνες, πολιτικούς και αρχαιολόγους, μουσικοσυνθέτες και συγγραφείς. Την εκπομπή αυτήν την παρακολουθούσε ο γράφων ανελλιπώς, όπως πιστεύω, και χιλιάδες άλλοι ακροατές του ραδιοφώνου. Η ζωντανή αυτή εκπομπή της δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν, ανήκε στην κατηγορία των ποιοτικών εκπομπών της δημόσιας ραδιοφωνίας, που είχε ξεκινήσει ο ιδρυτής και εμπνευστής του Τρίτου Προγράμματος ο Μάνος Χατζιδάκις. Ποιοτικές ζωντανές εκπομπές, ελεύθερες συνομιλίες με καλλιτέχνες και συγγραφείς, διανοούμενους και μουσικά ακούσματα πρωτοποριακά και επαναστατικά για εκείνα τα χρόνια. Μιλώ για την μετά την επτάχρονη δικτατορία χρόνια που, διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Χορν (αν δεν κάνω λάθος) ο Βασίλης Βασιλικός, και άλλοι αξιοσημείωτοι έλληνες άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων διετέλεσαν διευθυντές και παραγωγοί των προγραμμάτων της ελληνικής ραδιοφωνίας. Πολιτικοί εγνωσμένου κύρους και δημοκρατικότητας, προοδευτικοί και αριστεροί μουσικοί και μουσικοσυνθέτες, του κλασικού ρεπερτορίου και του σύγχρονου ηθοποιοί και σκηνοθέτες, ενδυματολόγοι και  φροντιστές σκηνών, χορογράφοι και χορευτές, ποιητές και δοκιμιογράφοι, μεταφραστές και πεζογράφοι, συμμετέχοντες στα τότε ελληνικά σήριαλ, μουσικοσυνθέτες και τραγουδιστές. Διευθυντές ορχήστρας και οργανοπαίχτες παραδοσιακής και δημοτικής μουσικής. Η μουσική βεντάλια των μουσικών προγραμμάτων του δημόσιου ραδιοφώνου ήταν τεράστια και πλούσια, και με μεγάλη ποικιλία. Μεγάλη και πρωτότυπη ήταν και η γκάμα των συνεντεύξεων με τους κάθε είδους έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Οι συντελεστές τόσο του θεάτρου όσο και του κινηματογράφου ήταν στην ημερήσια διάταξη θα γράφαμε. Ζωντανές εκπομπές λόγου μαγνητοφωνημένων παραστάσεων. Αναμεταδόσεις και συμπαραγωγές με ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το δημόσιο ραδιόφωνο υπήρξε μπορούμε να το αναγνωρίσουμε μετά από τόσες δεκαετίες, ένα μεγάλο πολιτιστικό φυτώριο για κάθε νέο καλλιτέχνη και κάθε νέα δημιουργό της εποχής εκείνης. Δεν έλειπαν ούτε οι εκπομπές ποίησης ούτε η μετάδοση νεοελληνικών μυθιστορημάτων σε ραδιοσκηνοθεσία σημαντικών σκηνοθετών, με την συμμετοχή αξιοσημείωτων ηθοποιών και άλλων συντελεστών. Ποιος δεν θυμάται από τις ραδιοφωνικές συχνότητες, την ανάγνωση του έργου «Διάλογοι σε Μοναστήρι» του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ποιος δεν θυμάται το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «Πέντε Αθηναϊκοί Διάλογοι», ποιος δεν έχει ακούσματα από την Κυριακάτικη «Κυρία Κυριακή» με την αλησμόνητη Σαπφώ Νοταρά, ποιος δεν θυμάται την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή, «Το τρίτο στεφάνι» με την φωνή της Ρένας Βλαχοπούλου, ποιος δεν θυμάται τις μουσικές εκπομπές με τον Γιάννη Πετρίδη, τις εκπομπές Ρεμπέτικου του Παύλου Γεραμάνη, τις θεατρικές βραδιές στο Τρίτο Πρόγραμμα, την Λιλιπούπολη. Το ράδιο βαλκάνια. Τις ζωντανές συνεντεύξεις με ποιητές όπως ο Γιάννης Ρίτσος και μια πλειάδα άλλων μεγάλων ελλήνων ποιητών και ποιητριών. Ποιος δεν θυμάται την εκπομπή του ποιητή Ματθαίου Μουντέ, Αιγαίο, Ρίζα και Παράδοση. Ποιος δεν θυμάται και δεν αναπολεί τους ταξιδιωτικούς ιστορικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς της Μαριάννας Κορομηλά. Ποιος δεν θυμάται τις μεσημεριανές εκπομπές της συγγραφέως Άννας Δαμιανίδη. Πόσοι και Πόσες δεν πέρασαν από τα στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης. Μπορεί, όσον αφορά τον ειδησεογραφικό χώρο, να εκνευριζόμασταν με τις στημένες κασέτες κομματικές πληροφορίες και ειδήσεις, όμως στις καλλιτεχνικές εκπομπές, ήταν πράγματι μια συνεχή άνοιξη. Γιαυτό, κάνω λόγο για την πολιτιστική παρακαταθήκη και κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις, μια κληρονομιά που μπόλιασε και τις άλλες δημόσιες ραδιοφωνικές συχνότητες στα μεταγενέστερα της εποχής του χρόνια. Το ποιοτικό και καλλιτεχνικό μέτρο σύγκρισης ήταν μάλλον Εκείνος. Και, όσον αφορά, τα Μουσικά πράγματα, από τις συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη μέχρι Ρώσικες Θείες Λειτουργίες, και από βραδιές Όπερας μέχρι κονσέρτα και αναμεταδώσεις από το Σάλτσμπουργκ. Χωρίς να αγνοείται η δημοτική μας παράδοση και αυθεντικές του είδους φωνές. Ένας πολιτιστικός και πνευματικός σοβαρός πανζουρλισμός και παιχνιδιάρικης έκφρασης. Υπεύθυνων φωνών και ακουσμάτων.
     Μέσα σε αυτό το πολιτιστικό και των γραμμάτων του ραδιοφώνου κλίμα και πλαίσιο συνεργασιών των εκατοντάδων συνεργατών, οφείλουμε να εντάξουμε και τις ραδιοφωνικές συνεντεύξεις της δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν, που μεταδίδονταν από το Πρώτο Πρόγραμμα. Το Μια ΄Ωρα έτσι «Χωρίς Πρόγραμμα» Μιας δημοσιογράφου δυναμικής, υπερήφανης, ελεύθερης, αγωνιστικής, δημοκρατικής, σοβαρής, υπεύθυνης, κυρίαρχης του δημοσιογραφικού της ρόλου μέσα στον χώρο της γυναικείας και αντρικής δημοσιογραφίας. Ο Νίκος Παπαδημητρίου στο τρίτομο βιβλίο του «Οι συγγραφείς της αθηναϊκής δημοσιογραφίας» τόμος τρίτος, εκδόσεις Γιοβάνη-Αθήνα 1995, που της αφιερώνει δύο σελίδες και απόσπασμα από την συνέντευξη της με την συγγραφέα της «Λωξάντρας» Μαρία Ιορδανίδου, σημειώνει μεταξύ άλλων: «Έκανε την εμφάνισή της στην Επαγγελματική Δημοσιογραφία από την εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, στην οποία μαθήτευσαν ή και σταδιοδρόμησαν πολλοί συντάκτες του αθηναϊκού τύπου κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ήταν μια περίοδος, από τις πιο ξεχωριστές της μαχόμενης αθηναϊκής Δημοσιογραφίας, όπου οι διαδικασίες παραγωγής της ύλης των εφημερίδων δεν είχαν υποτάξει ακόμα σε μεγάλο ποσοστό την επώνυμη παρουσία του συντάκτη στην ουσιαστικά ανώνυμη λειτουργία της ομαδικής πρωτοβουλίας και έκφρασης….» και τελειώνει: «Είναι η πρώτη γυναίκα από τις τάξεις της επαγγελματικής δημοσιογραφίας που το 1983 εξελέγη μέλος στη διοίκηση της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Αθηνών.».
     Η δημοσιογραφική δουλειά της Μαρίας Ρεζάν, διακρίνονταν για την ποιότητά της, την υπευθυνότητά της, τον σωστό χειρισμό του δημόσιου λόγου της, την ευπρέπειά της, είτε δημοσίευε κείμενά της στον ελληνικό τύπο είτε στον γαλλικό. Έδειχνε έναν σεβασμό προς τους συνομιλητές της, όταν συνεργάζονταν με την ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση, κράτησε μέχρι τέλους την ελευθερία και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφικής της δουλειάς, δεν υπέστειλε την δημοσιογραφική της σημαία, υπερασπίστηκε την δουλειά της και γιαυτό το τότε –εκείνων των χρόνων πολιτικό-κομματικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο έκοψε την εκπομπή της-στην ουσία-που είχε από το 1980 για τέσσερα χρόνια. Η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν, δεν υπέκυψε στις άνωθεν πιέσεις και υπερασπίστηκε τις σταθερές αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας μέχρι τέλους. Εξαναγκάστηκε να διακόψει τις ζωντανές συνομιλίες-συνεντεύξεις το 1984.
     Η Μαρία Ρεζάν, ήταν ζυμωμένη με τα δημοκρατικά νάματα της πολιτικής εποχής της. Ανήκε στην Βενιζελική παράταξη και ήταν συγγενής του Μαύρου Καβαλάρη, του Νίκου Πλαστήρα. Με την επιβολή της δικτατορίας, έφυγε στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Που εργάστηκε σε γαλλικά έντυπα. Με την πτώση της χούντας επέστρεψε και συνεργάστηκε με τον ελληνικό τύπο. Ήταν μιας παλιάς αυθεντικής δημοσιογραφικής στόφας και έχαιρε εκτίμησης από τους συναδέρφους της και το ευρύ κοινό.
     Το 1984-1985 οι εκδόσεις «ΦΥΤΡΑΚΗ» εξέδωσαν έναν τόμο 430 σελίδων, με γενικό τίτλο Μαρία Ρεζάν. …ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ. Ο τόμος περιλαμβάνει ένα μέρος από τις συνεντεύξεις που είχε πάρει για την εκπομπή της η δημοσιογράφος, από διάφορα δημόσια πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σκηνής. Οι ερωτήσεις είναι εύστοχες και καίριες. Έχουν θερμότητα δεν είναι δηλαδή ξερές, παγωμένες, και προκαλούν στον συνεντευξιαζόμενο την επιθυμία να απαντήσει και ξεδιπλώσει τις σκέψεις του και να αναφερθεί στο έργο του και στις δημόσιες πρακτικές του.
Αντιγράφω τα πρόσωπα των συνεντεύξεων, παραθέτοντας το χρονικό στίγμα της εκπομπής όπως αναφέρεται στο βιβλίο και, επιπρόσθετα, λίγα λόγια, μέσα σε παρένθεση όπως εισάγουν τον συνομιλητή και αναγράφονται στην αρχή κάθε συνέντευξης. Πριν την συνέντευξη η Ρεζάν εισαγάγει τον συνομιλητή με έναν μικρό ξεχωριστό κάθε φορά πρόλογο. Μια προσωπική της κρίση, που δηλώνει και την επιλογή της:
Ο Ανατροπέας
-Ασημάκης Πανσέληνος, Εκπομπή 29/7/1984, «Τα μεγάλα ιδεώδη είναι φτιαγμένα για να εξαπατούν τους μικρούς ανθρώπους, τα παιδιά και τη νεότητα»
Μ.Ρ. Τι είναι Δημοκρατία, για σας, κύριε Πανσέληνε;
Α.Π. Υπάρχουν τόσοι ορισμοί της Δημοκρατίας, που πρέπει να σας κάνω ολόκληρο μάθημα Συνταγματικού Δικαίου, που ίσως δεν είμαι και ικανός να το κάνω. Αλλά, μην ξεχνάτε, ότι όλα τα Κράτη, και τα πιο αντιδραστικά, λέγονται σήμερα Δημοκρατίες. Σας λέγω τούτο: Το τελευταίο Σύνταγμα των Κινέζων επιγράφεται «Σύνταγμα Λαοκρατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας».
Μ.Ρ. Όχι, εγώ επανέρχομαι. Τι θα πει Δημοκρατία; Πότε ένας πολίτης αισθάνεται ότι ζει σε δημοκρατικό καθεστώς;
Α.Π. Αυτό είναι ένα σωστό ερώτημα και μπορεί να βρει κανείς μια απάντηση άμεση: Εκεί που αισθάνεται ότι έχει ίσες προϋποθέσεις να σταθεί και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του απέναντι των Αρχών.
Ο Θυμόσοφος
-Γιάννης Τσαρούχης, Εκπομπή 29/5/1983, «Σχηματισμένος είμαι, όχι μορφωμένος…»
Μ. Ρ. Δεν θα γίνουν πια μεγάλα έργα;
Γ. Τ. Δεν μπορεί να γραφτεί σήμερα η «Θεία Κωμωδία». δεν υπάρχει λόγος να την γράψουμε.
Μ.Ρ. Γιατί γράφτηκε η «Θεία Κωμωδία»;
Γ. Τ. Γιατί ήταν στριμωγμένη η ζωή του ανθρώπου και έπρεπε κάπου να ξεσπάσει. Το έργο αντιπροσώπευε τη ζωή την ίδια.
Μ.Ρ. Δηλαδή, θέλετε να μου πείτε, ότι η πολύ μεγάλη ελευθερία και οι μεγάλες απολαύσεις της ζωής, νεκρώνουν την τέχνη;
Γ. Τ. Την κάνουν λιγότερο χρήσιμη και γίνεται ένα πράγμα σαν την ιστιοπλοϊα, σαν την υφαντική.
Ο Αγαπητός
-Ηλίας Ηλιού, Εκπομπή 12/2/1984, «Ο Σοσιαλισμός, δεν είναι ένα πράγμα,  που το ‘πες κι έγινε. Δεν βγαίνει όπως η Αθηνά πάνοπλη από το κεφάλι του πατέρα της του Δία. Οικοδομείται, και για να οικοδομηθεί, θα περάσουν χρόνια»
Μ. Ρ. Εσείς, που έχετε δει και ξένη τηλεόραση, αρκετή, κι έχετε δει και την τηλεόραση, όπως άρχισε στην Ελλάδα, πέστε μου, ειλικρινά, ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτήν την τηλεόραση;
Η. Η. Να σας πω. Η τηλεόραση η δική μας είναι μια τηλεόραση αλλοτριωμένη στην εκάστοτε Κυβέρνηση. Είτε τώρα το ΠΑ. ΣΟ. Κ., είτε προηγούμενα η Νέα Δημοκρατία, ή η Ε.Ρ.Ε., ή, παλαιότερα, δεν ξέρω σε ποιος, χρησιμοποιούν την κρατική μας τηλεόραση, για κομματικούς σκοπούς, για κομματική προπαγάνδα. Αυτό δεν είναι καλό. Ίσως, θα έπρεπε να σημειώσω, ότι τουλάχιστον ο Ανδρέας, σήμερα, δίνει μισή ώρα στον Αβέρωφ να πει τούτο ή εκείνο κάθε τόσο, πράγμα που δεν νομίζω, ότ γινότανε, τον καιρό που ο Αβέρωφ ή το κόμμα του Αβέρωφ ήταν στην εξουσία.
Ο Σεβαστός
-Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Εκπομπή 17/7/1983, «Δεν υπάρχει σκέψη πέρα για πέρα διορατική, όταν είναι υποταγμένη σε μια ορισμένη κομματική σκοπιμότητα και σ’ ένα κομματικό συμφέρον»
Μ.Ρ. Είσαστε –και σ’ αυτό δεν κάνω λάθος-ο μόνος Έλληνας πολιτικός που έχει πει και δημόσια μάλιστα: «Σ’ αυτό έκανα λάθος, αυτό ήταν σφάλμα μου».
Π. Κ. Σφάλμα μου, θα μπορούσα να πω, εκ των υστέρων, ότι ήταν, πως άργησα κάπως, μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, μετά το 1949, να απαλλάξω τον εαυτό μου από τις ψυχικές επιδράσεις ή από τα κατάλοιπα-ας πούμε-τα ψυχικά, που είχε δημιουργήσει μέσα μου ο εμφύλιος πόλεμος.
Ο Μακεδών
-Μανόλης Ανδρόνικος, Εκπομπή 19/2/1984, «Η δική μου γενιά, δεν πρόλαβε να ζητήσει λογαριασμό από τη γενιά των πατεράδων μας, γιατί πληρώσαμε με το αίμα μας τις αμαρτίες ή τους λογαριασμούς που, αυτοί, είχαν αφήσει ανοιχτούς»
Ο Οδυσσέας
-Ιάνης Ξενάκης, Εκπομπή 29/4/1984, «Ένοιωθα, πάντα, τον εαυτό μου εξόριστο στον 20ο αιώνα, ενώ θα έπρεπε να είχα ζήσει τον 5ο αιώνα π. Χ., στην Αθήνα».
Ο Ευπρεπής
-Γεώργιος Ράλλης, Εκπομπή 26/2/1984, «’Αν η παράταξη η δική μας, κατά την περίοδο της δικτατορίας, δεν είχε τηρήσει τη στάση που τήρησε, η δικτατορία θα είχε αποκτήσει ρίζες»
Ο «Σολίστ»
-Λεωνίδας Κύρκος, Εκπομπή 2/10/1983, «Τελικά, η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι δικτατορία επί του προλεταριάτου;»
Ο «Σούπερ σταρ»,
-Γεράσιμος Αρσένης, Εκπομπή 1/4/1984, «Το θέμα της Ε.Ο.Κ. είναι σαν το γάμο. Είναι εύκολο να μπεις  σ’ αυτή την υπόθεση, είναι όμως, πολύ δύσκολο να πάρεις διαζύγιο»
Ο Ψύχραιμος
-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 2/9/1984, «Εγώ, δεν έσπρωξα τον Γεώργιο Παπανδρέου στην παραίτηση. Άλλοι τον έσπρωξαν…»
Η Θεατρίνα
-Κυρία Κατερίνα, Εκπομπή 24/10/1982, «Τίποτε δεν με έχει ικανοποιήσει στη ζωή σαν το θέατρο. Το θέατρο είναι ένα πάθος, που σε κυριεύει, ένα μεθύσι!»
Ο Άρχοντας
-Μίμης Φωτόπουλος, Εκπομπή 9/9/1984, «Στη ζωή δεν φθάνεις πάντα εκεί που θέλεις εσύ, φθάνεις εκεί που θα σου επιτρέψουν οι άλλοι…»
Η Μάνα
-Σοφία Παπανδρέου, Εκπομπή 8/4/1981, «Περιμένω να δω το γιό μου Πρωθυπουργό. Και ύστερα ας πεθάνω…»
Ο Γιός
-Ανδρέας Παπανδρέου, Εκπομπή 23/11/1981, «Όταν και μόνον όταν ο καθένας μας θα έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώνει την προσωπικότητά του στο διάβα της ζωής, τότε θα πω πως έχουμε φτάσει στο Σοσιαλισμό»
Ο Εγγονός
-Γεώργιος Παπανδρέου, Εκπομπή 20/5/1984, «Εάν είχα γίνει υπουργός, πιστεύω ότι αυτό θα έβλαπτε την υπόθεση της Αλλαγής»
Η Ξενιτεμένη
-Νανά Μούσχουρη, Εκπομπή 7/8/1983, «Όσο περισσότερο πιστεύει στην τέχνη του ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο μόνος ζει»
Ο «Ναούμ…»
-Χάρρυ Κλυν, Εκπομπή 16/10/1983, «Ένας κωμικός, είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται με τη σάτιρα, είναι ένας άνθρωπος που κάνει μια νεκροψία, μονίμως, στον εαυτό του».
Ο Αντιψυχίατρος και ο «Πρώην»
-Γιάννης Τσέγκος, Εκπομπή 8/10/1980, «Η ψυχιατρική-και ιδιαίτερα η ψυχοθεραπεία-είναι μια πολύ ντελικάτη υπόθεση για να την εμπιστευθεί κανείς σε δημόσιους υπαλλήλους και σε γραφειοκράτες».
--
-Νίκος Παπακώστας, Εκπομπή 15/10/1980, «Αφού δεν βάζουμε ταμπέλα σε έναν που τον πονάει το δόντι, να μην βάζουμε και σε έναν που έχει την ψυχή του»
Η «Λωξάντρα»,
-Μαρία Ιορδανίδου, Εκπομπή 5/2/1984, «Δεν έγραψα τη «Λωξάντρα» για να κάνω βιβλίο… Απλώς, άρχισα να γράφω αυτά που λαχταρούσα».
Η Διδώ
-Διδώ Σωτηρίου, Εκπομπή 26/6/1983, «Εγώ, ποτέ δεν πίστεψα, πως είναι αντεπαναστατικό, να πεις και τα δικά μας σφάλματα, τα «οικεία κακά», όπως τα λέμε».
Ο Οραματιστής και ο «Αναλυτής»
-Τάσος Μαρίνος, Εκπομπή 8/4/1984, «Η Πληροφορική είναι ένα μέσο προόδου της κοινωνίας, αλλά ταυτοχρόνως, εγκυμονεί και τεράστιους κινδύνους, που απειλούν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής»
--
-Διονύσης Τσιχριτζής, Εκπομπή 29/1/1984, «Η τεχνολογία αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα, αλλά οι ιδέες όχι».
Ο Δάσκαλος
-Λαοκράτης Βάσης, Εκπομπή 15/7/1984, «Θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος, αν προσπαθούσαμε να εκτιμήσουμε το περιεχόμενο και την ποιότητα των σπουδών, μόνο από τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων»
Ο Χείμαρρος
-Μίκης Θεοδωράκης, Εκπομπή 20/3/1983, «Κατά κάποιο τρόπο, πικραίνομαι-χωρίς να μετανιώνω που σπατάλησα πολλές δυνάμεις έξω από την τέχνη»
Ο Ερωτικός
-Μάνος Χατζιδάκις, Εκπομπή 21/10/1984, «Είναι λάθος να νομίζουμε, ότι περιφρουρείται η ελευθερία μας, με το να καταδιώκονται άνθρωποι που δεν μας μοιάζουν».
Ο ερωτικός
Πάνω από δύο χρόνια με παίδεψε, ο Μάνος Χατζιδάκις, μέχρι να βγει στον αέρα αυτή η «εκ βαθέων» συνέντευξή του. Και «σήμερα» και «αύριο» και «άσε να περάσουν τα Χριστούγεννα» και «σίγουρα το Πάσχα, στο υπόσχομαι». Μήπως και δεν είχαμε, εδώ και κάτι μήνες, κλείσει και ραντεβού; Και πήγα, σπίτι του, Κυριακή βράδυ. Χτυπούσα… Τίποτε… Κανείς…
«Το βρίσκεις ωραίο, εσύ, ν’ αφήνεις μια γυναίκα, μια φίλη σου, να σε περιμένει στο πεζοδρόμιο;», του ‘πα, όσο μπόρεσα πιο αυστηρά, όταν, επί τέλους, τον βρήκα.
«Το βρίσκω άθλιο… Συγχώρεσέ με». Δεν τον συγχώρεσα, γιατί, στο βάθος, δεν αισθανόμουν πως είχα τίποτε να του συγχωρέσω. Γιατί, ο Μάνος, έχει το μεγάλο ταλέντο (ένα επί πλέον) να ξέρει να είναι φίλος, τη στιγμή, ακριβώς, που τον χρειάζονται..
     Ήταν-θυμάμαι-αρχές του ’80 κι είχα, πια, γυρίσει από το εξωτερικό. Δουλειά, στον τόπο μου, δεν είχα. Και δουλειά, στο χώρο μου, δυσκολευόμουν, πολύ να βρω. Είχα μαύρα χάλια. Οπότε, έστειλα ένα τηλεγράφημα στον Μάνο (για να τον πετύχεις στο τηλέφωνο είναι μαρτύριο):
«Έχω προβλήματα, σε χρειάζομαι».
Μου τηλεφώνησε την ίδια νύχτα (μόνο τη νύχτα,  ως γνωστόν, βλέπει την αλληλογραφία του). Και κανονίσαμε να πάω να τον βρω στο σπίτι του.
Διάλεξε όποια ώρα θέλεις, στο Τρίτο. Να λες ό,τι σ’ αρέσει. Με κατάλαβες; Ό-τι σ’ α-ρέ-σει.» Και, με αρχοντιά, σαν να ήθελε να αντιπαρέλθει, γρήγορα, ένα άχαρο, για μένα, θέμα, είπε:
«Α, για την πληρωμή… Ξέρεις, αυτοί εκεί πάνω, στην Ε.Ρ.Τ., δεν πληρώνουν καλά. Αλλά, ας’ το επάνω μου, κάτι θα σοφιστώ…»
Έτσι λοιπόν, το «Χωρίς πρόγραμμα», κόντεψε, παρά τρίχα, να βγει, τότε, στο Τρίτο, του Μάνου Χατζιδάκι. Το Τρίτο, όμως, συγκλονιζόταν από απανωτές κρίσεις. Μέχρι που, ο Μάνος Χατζιδάκις, τα παράτησε, κι έφυγε. Κι εγώ-και το «Χωρίς πρόγραμμά» μου-βρήκαμε, τελικά, το δρόμο μας, στο Πρώτο Πρόγραμμα. Απ’ όπου, κάθε τόσο, τον παρακαλούσα να είναι, μια Κυριακή, ο «καλεσμένος» της εκπομπής. Το ανέβαλλε, το ανέβαλλε. Αλλά, όταν τ’ αποφάσισε, ακόμη και την ηχογράφηση-που έγινε σπίτι του-τη φρόντισε, με πολλή στοργή, μόνος του.
«Θα πω, όμως, και ό,τι θέλω, για τη συμφωνική μουσική».
«Να πεις, ό,τι θέλεις».
«Και για τα χάλια του Τύπου».
«Και για τον Τύπο και για το ραδιόφωνο και για όποιον θέλεις, αλλά μην μου τα λες από πριν…»
Μια-μια, κι οι τελευταίες αντιστάσεις του, έμοιαζαν να πέφτουν. Ίσως και αν θέλησε να μ’ αφήσει να πιστεύω, πως αντιστεκότανε, για να μου δώσει την ψευτο-ικανοποίηση, πως, τελικά, υποχωρεί.
«Πάμε;»
Η συνέντευξη βγήκε απνευστί.
«Πες μου την αλήθεια, Μάνο, έχεις, ποτέ, ακούσει μια –έστω και μια εκπομπή μου»; Γέλασε.
«Μα, στις 11 το πρωί, χρυσή μου; Ώρα είναι αυτή για μένα, που, αν δεν χαράξει, δεν κοιμάμαι! Αλλά, αυτήν την Κυριακή, θα «μας» ακούσω».
Είμαι σίγουρη πως, ούτε αυτήν τη φορά δεν «μας» άκουσε. Πιστεύω, όμως, πως κάποια νύχτα, θ’ ακούσει την κασέτα που του ‘στειλα. Και-όσος καιρός κι αν έχει περάσει-θα με ξυπνήσει, για να μου τοπει.
Το βιβλίο με τις συνεντεύξεις αυτές, η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν το αφιερώνει: «Στον Γιώργη Ανδρουλιδάκη, το δάσκαλό μας, που μας έμαθε πως «στη δημοσιογραφία δεν χωράει συνοικέσιο, αλλά μόνο  έρωτας».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 4 Ιανουαρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου