Η ΠΟΙΗΣΗ
Του
Ευάγγελου Π. Παπανούτσου
Εφημερίδα «Το Βήμα» 21 Δεκεμβρίου 1961
«Να γράφεις
στίχους δεν είναι σημάδι μεγαλοφυϊας’ όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμιάν εξαίρεση,
μπορούν να στεριώσουν στο χαρτί απάνω αψεγάδιαστες στροφές’ σαν δεν το κάνουν,
αυτό σημαίνει πώς ζητούν κάτι θετικώτερο στη ζωή τους και δεν τους αρέσει να κοροϊδεύονται’
πώς είναι εύκολη δουλειά, φαίνεται από το πλήθος των νέων στιχοπλόκων πού,
μόλις έλειψε κάθε αντίσταση από την κριτική, βγάζουν διάφορα περιοδικά, όπου
αφρίζουν αδιάκοπα το λιπόσαρκο άτομό τους». – Η παρατήρηση είναι του Γιάννη
Αποστολάκη. Πικρή, χωρίς έλεος, αλλά σωστή. Στίχους γράφουν (ή μπορούν να
γράψουν) πολλοί, πάρα πολλοί. Ο ποιητής όμως ο αυθεντικός ποιητής, είναι σπάνιο
είδος απάνω στον πλανήτη μας. Γιατί; Την απάντηση εύκολα τη μαντεύει κανείς.
Γιατί η αληθινή ποίηση είναι υψηλό πνευματικό λειτούργημα και επομένως, όπως
όλες οι σοβαρές υποθέσεις της ζωής, εύκολα δεν γίνεται. Ούτε αναλαμβάνεται,
όταν οι ώμοι δεν είναι αρκετά δυνατοί για να σηκώσουν τέτοιο σταυρό, ούτε
εκτελείται, αφού για να βγάλη κανείς πέρα αυτό τον άθλο, δεν αρκεί να έχη
«αγαθή προαίρεση», αλλά χρειάζεται και ικανότητες πέρα από τα κοινά μέτρα. Ό,τι
προπάντων απαιτείται (και τούτο ακριβώς δεν μπορούν να καταλάβουν όσοι βρίσκουν
«διασκέδαση» στη στιχουργία) είναι πάθος. Πώς αλλιώς να ονομάσωμε αυτή τη
σκοτεινή ορμή της δημιουργίας πού γίνεται πιό βίαιη από τη Φύση, πιό
προσταχτική από το Λογικό, πιό ποθητή από την Ευτυχία και καταδυναστεύει σε τέτοιο
βαθμό τον άνθρωπο, άμα τον πιάση, ώστε για χάρη της μπορεί και τη ζωή ακόμα να
καταφρονήση; - Ο Rainer-
Maria
Rilke
συμβουλεύει
ένα νεαρό ποιητή: «Εξομολογηθήτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας
απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθήτε, την πιό, σιγηλή ώρα
της νύχτας σας: πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας να βρήτε την απόκριση.
Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήση καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο
ρώτημα μπορήτε να υψώσετε ένα στέρεο και απλό: πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας
σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγκη.. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιό αδιάφορη, την πιό
άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνη σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής».
Αλλά τί
είναι επιτέλους η ποίηση; -Από ορισμούς είμαστε πλούσιοι. Τόμους θα μπορούσε
κανείς να σχηματίση συγκεντρώνοντας τους ορισμούς πού έχουν δοθή στην ποίηση
από τους σοφούς, και τις εικόνες, τις αλληγορίες με τις οποίες μίλησαν για την
τέχνη τους οι ποιητές. Κατά δεκάδες λ.χ. βρίσκονται στα κείμενα του Κωστή
Παλαμά, στους προλόγους των ποιητικών συλλογών του και στα απομνημονεύματα ή
στις κριτικέ του. Παραθέτω στην τύχη μερικούς χαρακτηρισμούς του: «Η ποίηση
είναι το υπέρτατο λουλούδι του λόγου». «Η ποίηση το στεφάνωμα είναι του
στοχαστικού ονείρου». «Η ποίηση είναι η τέχνη του λόγου πού εξαϋλώνει τα υλικά
και πού τα άυλα τα υλικοποιεί. Δίνει στα πλησίον την ονειρεμένη απόσταση του
περασμένου και τα μακράν κοντά μας τα φέρνει σα χειροπιαστά». «Ο ποιητής
τραγουδεί μιά κάποια φιλοσοφία πού δεν είναι κανένας συστηματικός τρόπος να τα
κοιτάξη τα πράγματα, (αλλά) είναι, καθώς είναι γενικά η φιλοσοφία των ποιητών,
ένα διανοητικό μεθύσι, το ίδιο το αίσθημα πού πάει να γίνει πνεύμα». Η καρδιά
του ποιητή μοιάζει «με τον τοίχο του Απόλλωνα που αναφέρει στις Μεταμορφώσεις
του ο Οβίδιος: ό,τι και να τη χτυπάη, εκείνη βγάζει μουσική».
Ας
κρατήσωμε από τους ορισμούς τούτους (ή
απ’ όσους άλλους ξέρομε) δύο στοιχεία που δεν μπορούν να λείψουν από την
ποίηση, οποιοδήποτε κι’ αν είναι το είδος, το ύφος ή το εθνικό της χρώμα:
ανθισμένος λόγος και πνευματικό μεταστοιχειωμένο αίσθημα. Το ένα (το δεύτερο
στη σειρά μας) χαρακτηρίζει το «τι λέει» ο ποιητής, το περιεχόμενο του έργου
του’ το άλλο (το πρώτο) το «πώς το λέει», τη μορφή του ποιήματος. Όλες σχεδόν
οι παρεξηγήσεις ως προς την ουσία της ποίησης πηγάζουν από μιά βασική πλάνη:
ότι εκθλίβεται , ή υπολείπεται το ένα από τα δύο αυτά στοιχεία, με αποτέλεσμα
να χάνη το έργο την ευστάθεια και την εσωτερική του αρμονία και επάρκεια. Όταν
υστερή ο λόγος, οσοδήποτε ρώμη κι’ αν έχη το αίσθημα, η σκέψη, η διάθεση που εκφράζεται,
το έργο δεν φτάνει ποτέ στην πλήρωσή του, είναι χωλό. Εάν πάλι τίποτα δεν λείπη
από τη μορφή (λέξη, μέτρα και ρυθμός αμιλλώνται στην τελειότητα), αλλά
περιεχόμενο, δηλαδή ψυχική μάζα, συγκίνηση, στοχασμός, δεν υπάρχη, τότε πάλι
ποίημα δεν γίνεται, αλλά το πολύ: στιχούργημα, πού μόλις αποφλοιωθή
αποκαλύπτεται το κενό πού υπάρχει στη θέση του πυρήνα του. Και τά δύο λοιπόν
συστατικά πρέπει να έχουν το ίδιο ανάστημα, κάτι περισσότερο: το ένα να βρίσκη
την πλήρωσή του μέσα στο άλλο, για να γεννηθή (καρπός του ευτυχισμένου
υμέναιου) το ποίημα. Αλλά τί είναι «ανθισμένος λόγος» και «πνευματικά
μεταστοιχειωμένο αίσθημα»; Άς εξετάσωμε από κοντά το καθένα, για να το
γνωρίσωμε καλύτερα.
«Ηδυσμένον» ονομάζει τον ποιητικό λόγο ο Αριστοτέλης, «καρυκευμένο», «διακοσμημένο»,
«κατεργασμένο». Αλίμονο! πόσες παρανοήσεις δεν έθρεψε αυτός ο χαρακτηρισμός…
Πιστεύθηκε ότι πρέπει να βασανιστή, να γίνη ασυνήθιστα κομψός, μουσικός,
περίτεχνος ο λόγος, να στολιστή με όλους τους τρόπους και όλα τα μέσα, για ν’
αποκτήση την ποιητική ποιότητα. Ενώ
εκείνο που χρειάζεται είναι άλλο: αλήθεια, δροσιά, παρθενικότητα, πρωτόκτιστο
κάλλος. Και κείνη την αμεσότητα, τη γοητεία, πού έχει για την ευαίσθητη ψυχή το
θησαύρισμα της μνήμης, το εντρύφημα του ονείρου. Λαμπρός και στο σημείο τούτο
δάσκαλος είναι πάλι ο Rilke:
«Ζυγώστε τη Φύση» γράφει στο νεαρό ποιητή του. «Πασχίστε να πήτε, σα νάσαστε ο
πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τί ζήτε, τί αγαπάτε, τί χάνετε…
Ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθειά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστήτε,
για να εκφραστήτε, τα πράματα πού σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων
σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας». Με άλλα λόγια: ξαναγίνετε απλός
άνθρωπος, ξανακάνετε δική σας τη γλώσσα, αφήστε να μιλήση πάλι όχι ο «τύπος», η
«σύμβαση», το «ψεύδος» της καθημερινότητας, αλλά η αλήθεια της καρδιάς σας, η
μνήμη, το όνειρο, ο πόθος σας. Και τότε η γλώσσα, που έχει ξεραθή και πεθάνει
στο στόμα των πολλών, θα ανθίση και πάλι σαν το ραβδί του Μωϋσέα…
Και το
περιεχόμενο του ποιήματος, το συγκινησιακό και το νοηματικό;-Όσοι ουσία της
ποίησης θεωρούν τον άδολο λυρισμό επισημαίνουν τον εξομολογητικό χαρακτήρα της.
Είναι-λέγουν- η μόνη ανεκτή εκμυστήρευση
μιάς μύχιας ανάγκης ή περιπλοκής, πού με το γεγονός και μόνο ότι
εκφράζεται, χάνει το πιεστικό βάρος της και η ψυχή ανακουφίζεται. Μια «πληγή»
λοιπόν υπάρχει εδώ πού ζητεί γιατρειά και τη βρίσκει (προσωρινή έστω λύτρωση)
στο τραγούδισμα του πόνου:
«… Εις σε προτρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, πού κάπως
ξέρεις από φάρμακα’ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω».
(Καβάφης)
Η έννοια
της «πληγής» ειδικεύει και περιορίζει πολύ το θέμα. Άς του δώσωμε μεγαλύτερο
πλάτος και βάθος: μιά πείρα και δίψα ζωής, διαβρωτική, εκφράζεται μεσ’ από το
ποίημα και ικανοποιείται. Για να συμφιλιωθή όμως ο ποιητής με αυτή τη μνήμη ή
με αυτό τον πόθο πού ματώνει την καρδιά του, πρέπει να τα κατακτήση πνευματικά,
να τους δώση νόημα. Εάν δεν μεταστοιχειώση τα θολά ψυχικά υλικά σε μέταλλα
ευγενή, όπως είναι η συγκίνηση του «καλού», εάν δηλαδή δεν τα δεχτή και δεν τα
φωτίση μέσα στο πνεύμα του, τότε λύτρωση δεν έρχεται. Γόος θα είναι η
εξομολόγησή του, όχι ποίημα, έργο δηλαδή με πνευματικές αξιώσεις και απηχήσεις.
Γι’ αυτό
δεν θα έλεγα σκοπό ή προορισμό της ποίησης (όπως γενικότερα της Τέχνης) τη
φυγή. Αλλά την ελευθερία. Καλύτερα’ την απελευθέρωση. Η ποίηση είναι και για
κείνον που δημιουργεί και για μας τους άλλους που δεχόμαστε τα δημιουργήματά
του σαν ευλογία- μια υπόσχεση
ελευθερίας. Να μπορής να κοιτάζης τον κόσμο με τα μάτια του πρώτου ανθρώπου πού
τον είδε, και του τελευταίου πού τον αποχαιρετά, χωρίς να μηδενίζεσαι απ’ την
απερίγραπτη δύναμη και χαρά, είναι ίσως κάτι παραπάνω από υπόσχεση- είναι πράξη
ελευθερίας, όπως σωστά την είπε ο Καζαντζάκης:
«Μαστόροι, αφήστε πιά τα σύνεργα, διπλώστε
(τις ποδιές
σας.
σκολάστε απ’ της ανάγκης το ζυγό κι’ η λεφτε-
(ριά
φωνάζει.
Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λεφτεριά μήτε γλυ-
(κεία
γυναίκα,
μήτε και βιός μεσ’ στα κελάρια σας μήτε και
(γιός
στην κούνια
έρμο τραγούδι ‘ναι ακατάδεκτο και σβήνει στον
(αγέρα».».
Ελάχιστα:
Η επιφυλλίδα Περί Ποιήσεως, του πειραιώτη παιδαγωγού
και φιλόσοφου, αρθρογράφου, αναδημοσιεύτηκε για δεύτερη φορά στο παραδοσιακό
λογοτεχνικό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» έτος ΛΣΤ΄-1962, τόμος 41ος, τεύχος
828 Αθήναι 1 Ιανουαρίου 1962. Στις σελίδες 48-49 κάτω από τον γενικό τίτλο «Η
ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ», από όπου και την μεταφέρω.
Τον Ευάγγελο Παπανούτσο, τον διδάχθηκε η γενιά μου
στα μαθητικά της χρόνια στην μέση εκπαίδευση. Το βιβλίο του «ΛΟΓΙΚΗ», είχε
ενταχθεί αν θυμάμαι σωστά, στο πρόγραμμα διδασκαλίας της Μέσης Εκπαίδευσης.
Ανεξάρτητα ποια δέσμη ακολουθούσαν οι μαθητές, μπορούσες με μεγάλη ευκολία να
προμηθευτείς το βιβλίο αυτό και να το διαβάσεις. Και μια εκ των υστέρων
προσωπική κατάθεση. Μια κατάθεση μνήμης, που δεν δηλώνει κάποια αρνητική αιχμή
στην μεγάλη παιδαγωγική προσφορά του πειραιώτη Ευάγγελου Παπανούτσου στην
εκπαίδευση στα πριν την επτάχρονη δικτατορία χρόνια. Την στρατιωτική δικτατορία
που σταμάτησε την εκπαιδευτική και γλωσσική μεταρρύθμιση που είχε εισηγηθεί
-και εφαρμόστηκε- στην δημόσια εκπαίδευση ,η κυβέρνηση της ενώσεως κέντρου του
Γεωργίου Παπανδρέου, του Γέρου της δημοκρατίας. Ήταν η πρώτη εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση. Η δεύτερη ήταν αυτή της κυβέρνησης της νέας δημοκρατίας επί
Κωνσταντίνου Καραμανλή πρωθυπουργού με υπουργό παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη που
έζησε η δική μου γενιά. Τα παλαιότερα εκπαιδευτικά χρόνια, υπήρχε μια ανόητη
και κακή συνήθεια εκ μέρους των μαθητών. Όταν τέλειωνε η σχολική χρονιά και
μετά τις εξετάσεις, οι μαθητές και οι μαθήτριες είτε έσχιζαν τα σχολικά βιβλία
είτε τα πετούσαν ή στην καλύτερη περίπτωση, τα πουλούσαν σε μια πενιχρή τιμή- ή
τα αντάλλασσαν-στα διάφορα παλαιοπωλεία που υπήρχαν τότε, για να αγοράσουν
τεύχη εικονογραφημένων κλασικών, μίκυ μάους, αστερίξ, λούκυ λουκ, μπλέηκ, μικρή
λουλού, τέν-τέν, τομ και τζέρυ, μικρό σερίφη, ιστορίες του καραγκιόζη και
διάφορους άλλους τίτλους που διάβαζε η ατίθαση και ακαπίστρωτη πάντα μαθητιώσα
νεολαία, λαθρόβια κατά την σχολική περίοδο, ελεύθερα στις επιμορφωτικές
καλοκαιρινές της εξόδους. Το βιβλίο αυτό του Ευάγγελου Παπανούτσου, «Λογική» το
έβρισκες σε πάρα πολλά αντίτυπα στα παλαιοπωλεία, είτε με σχισμένες σελίδες,
είτε κακοποιημένο σαν έκδοση, είτε με σημειωμένες τις σελίδες του με διάφορες
μαθητικές γαλλικούρες και άλλες ευγενείς εκφράσεις και λέξεις που συνηθίζουν οι
έφηβοι να γράφουν στα σχολικά βιβλία και τις εσωτερικές εικόνες και σχέδια των
βιβλίων σαν αντίδραση στην διδασκαλική καταπίεση. Δεν θέτω καμία λεξούλα σε
εισαγωγικά-απλά δεν μεταφέρω τα γαλλικά γλωσσικά στολίδια αβροφροσύνης προς
τους συγγραφείς- μια και αποτελούν διαχρονικό τεκμήριο των μαθητικών και
νεανικών εκδηλώσεων των εκπαιδευτικών χρόνων, όταν ο της ζωής εφηβικός οίστρος
καταπιέζεται ή χειραγωγείται, καθοδηγείται, από το οικονομικό σύστημα της
πολιτείας και της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, ανεξαρτήτου ιδεολογικής
αποχρώσεως. Το μικρό αυτό βιβλίο που είχε εισαχθεί ως μάθημα, είχε την πλέον
άτυχη εκδοτική τύχη από ότι παραδείγματος χάριν είχαν τα άλλα μελετήματα του
Παπανούτσου. Βλέπε τους ογκώδεις τόμους που κυκλοφορούσαν από τον εκδοτικό οίκο
«ΙΚΑΡΟΣ», η «Αισθητική, η «Ηθική», η «Γνωσιολογία», ή η μελέτη του «Το
θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα», το «Η κρίση του Πολιτισμού μας» από τις
εκδόσεις Φιλιππότη αν θυμάμαι καλά και άλλα μελετήματά του ευρύτερου
εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος ή που είχαν σχέση με θέματα και ζητήματα της
ελληνικής λογοτεχνίας. Όπως το βιβλίο του «ΠΑΛΑΜΑΣ-ΚΑΒΑΦΗΣ-ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ». Στα
μετά την μεταπολίτευση χρόνια, ο Ευάγγελος Παπανούτσος εξακολουθούσε να
αρθρογραφεί σε εφημερίδες. Επιφυλλίδες του διαβάζαμε στην εφημερίδα «Το Βήμα».
Και μία φορά αν δεν κάνω λάθος,
δημοσιευμένο κείμενό του μπήκε σαν θέμα της Έκθεσης στις πανελλαδικές
εξετάσεις. Πολυγραφότατος και πολιτικά
ενεργά δραστήριος υπήρξε πάντα ο πειραιώτης φιλόσοφος και παιδαγωγός, όπως
φαίνεται και από τα βιβλία και τις μελέτες που εκδόθηκαν και δημοσιεύτηκαν για
τον ίδιο και το έργο του. Υπάρχει όμως και ένα μικρό μελανό σημείο στην δημόσια
εικόνα του ως πνευματικός άνθρωπος. Κάτι που έκανε τον γράφων, να «ξεφορτωθεί»
τα περισσότερα βιβλία του που είχε διαβάσει. Το γεγονός αυτό είναι το εξής όπως
η μνήμη το έχει διατηρήσει, και, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των ενδεχόμενων
λαθών. Όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά τα βιβλία του γάλλου συγγραφέα Μαρκησίου
ντε Σαντ στην ελλάδα από τις εκδόσεις «Εξάντας», (της Μάγδας Κοτζιάς) αυτόν τον
πρωτοποριακό για την εποχή του εκδοτικό οίκο, που μας χάρισε εξαιρετικούς
τίτλους ξενόγλωσσων μυθιστορημάτων με πολύ καλές ελληνικές μεταφράσεις,
διάφορες τότε οργανώσεις (;) διαμαρτυρήθηκαν καθώς δεν είχε καταργηθεί ακόμα ο
νόμος περί λογοκρισίας και απαγόρευσης εκδόσεων άσεμνων βιβλίων στα ελληνικά.
Δημιουργήθηκε ένας δημόσιος και δημοσιογραφικός σάλος για το αν έπρεπε να
κυκλοφορήσουν τα βιβλία του Μαρκησίου ντε Σαντ στα ελληνικά ή να απαγορευτούν
επειδή προσβάλλουν τα χριστά ήθη των ελλήνων και της ελληνικής κοινωνίας.
Υπήρχαν δύο αντικρουόμενες θέσεις που έφτασαν την υπόθεση μέχρι την ελληνική
δικαιοσύνη. Εκείνοι που υποστήριζαν την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα
του καλλιτέχνη να εκφράζεται και να γράφει ελεύθερα, δηλαδή μιλούσαν για την
ελευθερία της τέχνης χωρίς όρια, και οι άλλοι, που υποστήριζαν τον έλεγχο και
ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας, ακόμα και στα έργα των καλλιτεχνών, και ότι
δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει το έργο του Ντε Σαντ. Έπρεπε να απαγορευθεί η
κυκλοφορία του. Αν ανατρέξει ο σημερινός ενδιαφερόμενος στον ημερήσιο τύπο της
εποχής, θα διαπιστώσει όχι μόνο την αλήθεια των γραφομένων μετά σχεδόν από μια
πεντηκονταετία από τον γράφοντα, αλλά θα
ανακαλύψει και άλλες περιπτώσεις λογοκρισίας που εκείνα τα χρόνια ήταν στην
επικαιρότητα και κέντριζαν το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας και
δημιουργούσαν καλλιτεχνικές ή δημοσιογραφικές εντάσεις και αψιμαχίες και
διχογνωμίες μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών. Δυστυχώς, ο
Ευάγγελος Παπανούτσος-νομίζω μειοψήφησε-τάχθηκε με την πλευρά των τότε
ιθυνόντων που ζητούσαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας των έργων του γάλλου
συγγραφέα. Δηλαδή ζητούσε στην ουσία να εφαρμοστεί φανερά λογοκρισία, ώστε να
μην «μιανθούν» οι τότε ελληνικές συνειδήσεις με τέτοιου είδους έργα «ακολασίας».
Φυσικά, τον «κράξανε» οι τότε. Δεν θυμάμαι με ποιο σκοπό ή ποιο δημόσιο
«αντάλλαγμα» πήρε αυτήν την θέση ο πειραιώτης παιδαγωγός σχεδόν στα δυσμάς του
δημόσιου και συγγραφικού βίου του, ήταν πάντως χρονικά (;) πριν ενταχθεί το
βιβλίο του στην μέση εκπαίδευση. Ο ίδιος πάντως και το έργο του, είχε ήδη
ανοιχτά μέτωπα και από εκκλησιαστικούς χώρους με βιβλία που κυκλοφορούσαν
εναντίον του. «Ιδού που υπάρχει σύγχυση και σκότος» κλπ. Το γεγονός όμως ότι
τάχθηκε υπέρ της λογοκρισίας-και μάλιστα εκείνα τα χρόνια που η ελληνική
κοινωνία έβγαινε από μια επτάχρονη δικτατορία που είχε αναστείλει τις
ελευθερίες των ελλήνων και απαγορεύσει την κυκλοφορία βιβλίων, ήτανε σκάνδαλο
για τους προοδευτικούς αλλά και πολλούς συντηρητικούς έλληνες, που είχαν ταχθεί
ανοιχτά κατά του στρατιωτικού καθεστώτος-δημιούργησε μια αρνητική στάση στην
δημόσια εικόνα του. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση, να σημειώσουμε ότι την ίδια
αλγεινή εντύπωση έκανε και πάλι στους πνευματικούς και ποιητικούς κύκλους, όταν
ποιητής γνωστός της ειρήνης, αρθρογράφος στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» τάχθηκε
υπέρ της απαγόρευσης και «λογοκρισίας», με «αντάλλαγμα» κατόπιν να γίνει
ακαδημαϊκός. Ας μην συνεχίσω. Βλέπετε, και οι πνευματικοί και καλλιτεχνικοί
ταγοί, οι ποιητές και οι πεζογράφοι έχουν τα σκοτεινά των δημόσιων εκδηλώσεων
σημαδάκια τους. Δεν αναφέρομαι στα ιδιωτικά και τα προσωπικά του καθενός μας,
μιλάω για δημόσια ζητήματα που απασχολούν τις κοινωνίες και έχουν να κάνουν με
τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που αυτές επέρχονται μέσα στον ιστορικό
χρόνο και, που αρκετοί, προσπαθούν να ανακόψουν τις εξελίξεις και ιδιαίτερα
αυτές που έχουν προοδευτικό πρόσημο. Θα πει κάποιος, μα είναι τέχνη, ένας
καλλιτέχνης, ζωγράφος στην δεδομένη περίπτωση, να θέτει το πέος του σε ένα
καρπούζι και να συνουσιάζεται; Όπως είχαμε στα πρόσφατα χρόνια δει. Θα απαντήσω
όχι είναι απλά ένα εξυπνακίστικο διαφημιστικό κολπάκι για να προκληθεί ντόρος
γύρω από το όνομα του καλλιτέχνη ή του έργου. Απλά δεν ασχολείσαι μαζί του και
δεν αγοράζεις τα έργα του. Όπως και στις ημέρες μας, άβολα νιώθει κανείς, που η
κόκκινη βουλευτίνα και δημοσιογράφος ιστορικού κόμματος, να τσακώνεται σε
πρωινή εκπομπή με άλλον δημοσιογράφο, και να εξανίσταται κατηγορώντας τους
ερωτώντες σαν λαϊκιστές, υποστηρίζοντας τις γνωστές θέσεις της ότι: «όχι εγώ
δεν θα δώσω χρήματα της βουλευτικής μου αποζημίωσης, σαν βουλευτής του
ελληνικού κοινοβουλίου στους ιδεολογικούς μου αντιπάλους, υπέρ ενός ταμείου
βοηθείας για την συγκέντρωση χρημάτων, στις δύσκολες αυτές στιγμές που περνά
και η δική μας χώρα από την πανδημία του κορωνοιού. Και αναρωτιέσαι αν σύμφωνα
με τα λεγόμενά της μια μερίδα του ελληνικού λαού αρνηθεί να χρηματοδοτείται
κρατικά το κόμμα της από την ελληνική αστικών προδιαγραφών πολιτεία τι θα έλεγε
η ίδια; Αν οι έλληνες φορολογούμενοι και ψηφοφόροι πολίτες αρνούνταν και
διαμαρτύρονταν για τα 11.000.000 ευρώ που έδωσε η παρούσα κυβέρνηση στα Κανάλια
για διαφήμιση, όπως άκουσαν όσοι παρακολούθησαν την συζήτηση στο κανάλι της
βουλής τους αρχηγούς των κομμάτων, από αρχηγό πολιτικού κόμματος εντός της βουλής. Θα τον χαρακτηρίσουν
λαϊκιστή; αντιδημοκράτη; Οπαδό του Ούγγρου πρωθυπουργού όπως θα έλεγε και η
κυρία Λιάνα η δημοσιογράφος και για πολλές τετραετίες εκλεγμένη νόμιμα από το
αστικό σύστημα βουλευτίνα; Μπορεί να κάνω λάθος. Ούτως ή άλλως, μόνο τα δικά
μας λάθη ημών των φορολογούμενων ψηφοφόρων γνωρίζουν πάρα πολύ καλά και
εξακολουθητικά να τονίζουν οι πολιτικοί, οι σοϊλήδες γόνοι των οικονομικών
ισχυρών, και δίπλα τους, οι δημοσιογράφοι. Γιαυτό δεν τους πιστεύεις πλέον,
ακόμα και αν έχεις τις καλύτερες πολιτικές προθέσεις. Δοκιμάστηκαν,
Μετρήθηκαν,….».
Και επανερχόμενος στον πειραιώτη παιδαγωγό, σαν νέος
τότε, έδωσα βιβλία του και έπαψα να διαβάζω Παπανούτσο, προτίμησα να διαβάσω τα
μυθιστορήματα του Μαρκησίου ντε Σαντ. Που για άλλη μια φορά να σημειώσουμε ότι
οι περισσότεροι καθώς έχουν ακούσει σκόρπια για τον γάλλο συγγραφέα, δεν έχουν
διαβάσει το έργο του, μιλούν για τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες που γράφει και
υποστηρίζει, παραγνωρίζοντας την σκληρή κοινωνική κριτική που κάνει ο Μαρκήσιος
ντε Σαντ στην τότε αστική κοινωνία. Στην πολιτική κριτική του. Στα ενάντια
βέλη που στρέφει εναντίον του καθολικού
κλήρου και της εκκλησίας. Την αστική και μεγαλοαστική τάξη του καιρού του. Στο
τι γράφει για τους απλούς φτωχούς γάλλους. Ο λόγος του είναι μια συνεχής
κριτική του τότε πολιτικού και κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της
γαλλικής κοινωνίας. Ασφαλώς υπάρχει και το επίπεδο των σεξουαλικών του
περιγραφών και ανεξέλεγκτων ερωτικών ή σωματικών φαντασιώσεων ή πρακτικών
μερίδας των ανθρώπων, όμως υπάρχουν και άλλα επίπεδα ανάγνωσης του έργου του,
που το καθιστούν ελκυστικό όχι μόνο για την επιστήμη της ψυχολογίας. Και εδώ
είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη και το λάθος του ποιητή και σκηνοθέτη
αγαπημένου μας ιταλού Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που συνέθεσε την περίπτωση του Ντε
Σαντ με αυτήν του φασισμού στην ταινία του “Salo”. Οι ταινίες του σουηδού σκηνοθέτη
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, εκφράζουν με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο τον κοινωνικό φασισμό
του καλβινισμού και των προτεσταντών από ότι ο Σαντ και η συσχέτισή του από τον
Παζολίνι. Και ας μην λησμονούμε ότι, ιστορικά, ο Μουσολίνι υπήρξε πολιτικό
ίνδαλμα για αρκετούς καλλιτέχνες της εποχής εκείνης. Γιατί άλλο η δημοκρατία
της Βαϊμάρης και άλλο η συνειδητή επιλογή του αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ, ή
μήπως όχι;
Αυτά τα ολίγα εκ των υστέρων από μνήμης και
εμπειριών ζωής μιας γενιάς που της έλαχε να ζήσει έναν Αόρατο Πόλεμο, και έναν
Ορατό που εκ πέμπουν τα Κανάλια.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 4 Απριλίου 2020.
ΥΓ. Δεν πιστεύω πια ότι ένα κείμενο περί Ποίησης θα
προκαλούσε το αναγνωστικό ενδιαφέρον των ελάχιστων αναγνωστών, και μάλιστα
θεωρητικής χροιάς. Ακόμα και αν το έγραφε ένας νομπελίστας ποιητής ή
συγγραφέας. Το αναγνωστικό κοινό θα διάβαζε το κείμενο επειδή φέρει την
υπογραφή ενός διάσημου ή γνωστού καλλιτέχνη ή συγγραφέα. Η υπογραφή πιά
προκαλεί το ενδιαφέρον και όχι το ίδιο το κείμενο ή το τι αυτό εκφράζει, και ενδεχομένως
ενδιαφέρει και ένα μικρό μέρος του κοινού. Γιαυτό αποφάσισα αντί να παραθέσω
πληροφορίες από συγγραφείς που έχουν γράψει άρθρα για τον Ποιητικό λόγο, έχουν
δημοσιεύσει κείμενα ή μικρά δοκίμια για το πως μπορεί να οριστεί η Ποίηση, τι
είναι η Ποίηση, θέλησα να γίνω μια «ελληνίδα κατίνα» όπως θα έλεγε και ο Κώστας
Βουτσάς και να εξιστορήσω, εν τάχει, μια ιστορία και έναν σύγχρονο των ημερών
μας κοινωνικό προβληματισμό που εκφράζει καλύτερα το ποιητικά διλήμματα της
εποχής μας.
Υπακούοντας και εγώ στις οδηγίες της κυβέρνησης και
των καναλιών μένω οίκαδε, «σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου» που
τραγουδά η Νανά Μούσχουρη. Διαβάζω, ακούω μουσική, βλέπω κινηματογραφικές
ταινίες, καθαρίζω το σπίτι, μαγειρεύω ότι κάνει με δυό λόγια μια καλή ελληνίδα
σύγχρονη νοικοκυρά που κλείστηκε μέσα στο σπίτι της λόγω της επιδημίας. Μια σύγχρονη
ελληνίδα Μαίρη Παναγιωταρά. Μέχρι εδώ όλα ωραία και καλά. Όμως ήρθε και μένα η
επιθυμία να παρακολουθήσω ένα πρωινάδικο, γιατί για μεσημεριανάδικο, καλύτερα
να πάρω τα όρη και τα βουνά στην επαρχία της Κίνας που εκδηλώθηκε για πρώτη
φορά ο ιός, και να ασπασθώ τον ζεν βουδισμό. Άνοιξα την τηλεόραση κατά τις 11
σε μεγάλο ανοιχτό κανάλι. Υπήρχαν δύο γυναίκες και ένας άντρας παρουσιαστές και
συζητητές και μία επιστήμων, μάλλον αν κατάλαβα καλά οικογενειακός σύμβουλος,
ίσως ψυχολόγος; Και ω του θαύματος, παρακολουθώντας την συζήτηση αναρωτιέσαι ή
σου γεννάται το εξής δίλημμα με το οποίο θα τελειώσω την εξιστόρηση, γιατί δεν
άντεξα να παρακολουθώ πάνω από μία ώρα αυτό το δημοσιογραφικό παιχνίδι
διαπαιδαγώγησής μου. Ας τα πάρουμε τα πράγματα με την σειρά.
Τηλεφωνεί μία χαριτόβρυτη δεσποινίδα 29 ετών σύμφωνα
με τα λεγόμενά της και αυτά που αναγράφονταν στην οθόνη. Η δεσποινίς αυτή που
διέμενε στο παλαιό φάληρο-όπως δήλωσε σε ερώτηση της συντονίστριας
παρουσιάστριας-, τα έχει φτιάξει με έναν παντρεμένο, που ζει κάπου στην νέα
σμύρνη. Έχουν δεσμό εδώ και ένα χρόνο, χωρίς φυσικά να το γνωρίζει η σύζυγος
του ερωμένου της, ο οποίος σύμφωνα με τις δηλώσεις της, την αγαπάει, δεν τολμά
όμως να το πει στην γυναίκα του και να πάρει ίσως διαζύγιο μια και ο γάμος
τους, ο πενταετής δεν πάει καλά. Λόγω όμως
της επιδημίας και στο ότι κλειστήκαμε όλοι μέσα, δεν μπορούν να
βλέπονται συχνά και όπου και όποτε θέλουν με άνεση, για τα ερωτικά περαιτέρω.
Μην ζητάτε λεπτομέρειες μη ζητάτε. Για τα «ακατανόμαστα» ζητήστε το βίντεο από
το ανοιχτό κανάλι. Εγώ είμαι από σπίτι. Λοιπόν, έτσι σκαρφίστηκαν-το παράνομο
ζευγάρι-να συναντιώνται στα Σούπερ Μάρκετ όπερ και γίνεται. Εκεί λοιπόν ανάμεσα
στα απορρυπαντικά και τις κόκα κόλες βλέπονται και συναντιώνται ο έλληνας
παντρεμένος ρωμαίος και η ιουλιέτα του. Συναντιώνται και κλείνουν τα ραντεβού
τους. Μέχρι εδώ καλά, μια συνηθισμένη ελληνική των ημερών μας περιπέτεια, ένας
παράνομος έρωτας που οι ελληνικές οικογένειες κρύβουν μέσα στις αυλές τους. Το
«πρόβλημα» όμως δεν είναι ότι η δεσποινίδα τα έχει με έναν παντρεμένο, αυτό
είναι κάτι μάλλον σύνηθες στις ανοιχτές οικογενειακές σχέσεις των σύγχρονων
ζευγαριών με τις μεγάλες ή μικρές ποικιλίες των ερωτικών αμφοτέρων των φύλων
ερωτικών συντρόφων. Το ζήτημα βρίσκεται στην σκέψη-απόφαση της δεσποινίδας η
οποία διεκδικεί τον κρυφό εραστή της από την γυναίκα του, τον θέλει αποκλειστικά
δικό της, και αναζητά τρόπους να τον χωρίσει ή να χωρίσει από την γυναίκα του
και να μείνει μαζί της. Και αυτή είναι η αιτία που πήρε τηλέφωνο στο ανοιχτό
κανάλι και στην εκπομπή για να ακούσει τις γνώμες ή τις συμβουλές άλλων
γυναικών ακροατών και να στεριώσει τις δικές της αποφάσεις. Μέχρι εδώ η ιστορία
κυλάει καλά. Εγώ σαν απλός τηλεθεατής ακούω το τι συζητάνε, και με το σχετικό
ενδιαφέρον για τις συμβουλευτικές προτάσεις από την ειδικό, τους
δημοσιογράφους, τις τηλεθεάτριες που έπαιρναν τηλέφωνο για να συμβουλέψουν την
ερωτευμένη δεσποινίδα. Η δεσποινίδα όμως, έχει καταστρώσει ένα σχέδιο και
επιμένει σε αυτό. Ποιο είναι αυτό; Να βάλει μέσα στο καλάθι του Σούπερ Μάρκετ
με τα ψώνια του εραστή της, κάτι δικό της, ένα μικρό πορτοφόλι με τα στοιχεία
της, την ταυτότητά της, ώστε όταν επιστρέψει στο σπίτι του ο κρυφός εραστής
της, να το ανακαλύψει η νόμιμη γυναίκα του, να γίνει φασαρία να πάρουν διαζύγιο
και να μείνουνε μαζί. Μια και ο φλογερός εραστής, μπορεί να είναι σέξι και
επιθυμητός αλλά, δεν έχει το θάρρος, είναι δειλός να το πει στην γυναίκα του. Ότι
δηλαδή αγαπάει άλλην και βλέπονται εδώ και έναν χρόνο, που σημαίνει ότι η δική
τους σχέση τελείωσε και πρέπει να χωρίσουν. Φυσικά όλες προσπαθούσαν να την
συμβουλέψουν ότι ένας παντρεμένος δεν χωρίζει εύκολα την γυναίκα του, όσες
ερωτικές κουτσουκέλες και να κάνει, κοινώς όσο και να ξενοπηδήξει, πάλι στην
γυναίκα του θα ξαναγυρίσει. Η δεσποινίδα όμως ήταν ανένδοτη, είχε πεισμώσει
υποστήριζε την θέση της, να βάλει δηλαδή στα πράγματά του, στο Σούπερ Μάρκετ
κάτι χαρακτηριστικό δικό της, ώστε να αρχίζει να υποψιάζεται η γυναίκα του, να
γίνονται σκηνές και να βρει το θάρρος ο ερωτευμένος «μπούλης» να την παρατήσει
και να ζήσουν μαζί. Το ενδιαφέρον όμως, δεν εστιάζεται στην πονηρή επιθυμία της
ερωμένης να χωρίσει από την γυναίκα του τον κρυφό εραστή της. Το ενδιαφέρον
βρίσκεται στο ότι τηλεφωνούσαν μεγάλης ηλικίας γυναίκες-όπως οι ίδιες δήλωναν,
65, 69, 72, γιαγιάδες, από διάφορα μέρη της ελλάδας για να συμμετάσχουν στην
συζήτηση και να συμβουλεύσουν μητρικά και φιλικά την 29χρονη δεσποινίδα, να μην
προβεί σε αυτήν της την ενέργεια γιατί, στο 90 της εκατό των παρόμοιων
περιπτώσεων, ο σύζυγος δεν χωρίζει από την γυναίκα του και τα παιδιά του αν
έχει. Συνήθως εκείνη θα παρατήσει αφού την βαρεθεί και την γλεντήσει. Και
ακόμα, επίσης εξίσου ενδιαφέρον, οι τηλεθεάτριες που τηλεφωνούσαν, είχαν να
διηγηθούν παρόμοια συμβάντα που συνέβησαν στις ίδιες, στην ζωή τους, στο σπίτι
τους, στο γάμο τους, αλλά στο τέλος ο άντρας τους που ξενοκοίταγε και του άρεσε
ο ποδόγυρος, για να μην ξαναγράψω το ίδιο ρήμα και με κακολογήσουν οι
γλωσσαμύντορες κουλτουριάρηδες, παρατούσε την νεαρά σουσουραδίτσα και επέστρεφε
στην οικογενειακή του εστία. Και όλα μέλι γάλα, στην αγία ελληνική χριστιανική
και ορθόδοξων αρχών οικογένεια. Και επειδή όπως από την βιολογία όλοι μας
γνωρίζουμε καλά, ή όπως έλεγε η Μπουμπού «στους δύο ξένους», «εμείς χρυσό μου
στην οικογένειά μας τους άντρες δεν τους χωρίζουμε αλλά τους θάβουμε», παρέμενε
μετά την απώλεια του άντρα μακαρίτη η σύνταξη στην θανούσα. Και είχε και
πρόσβαση στον αγώνα για τις συντάξεις χηρείας του Γιώργου Αυτιά στο Σκάι που
ενδιαφέρεται για τις χήρες και τα ορφανά πρωτίστως. Πάντως μέχρι την ώρα που
παρακολουθούσα την εκπομπή του πρωινάδικου η δεσποινίδα ήταν ανένδοτη. Ήθελε
σώνει και καλά να βάλει μέσα στο καλάθι του είτε ρούχα (έναν στηθόδεσμό της,
όχι της Λίλης Παπαγιάννη, στην γνωστή ταινία η Χαρτορίχτρα με την αλησμόνητη
Ρένα Βλαχοπούλου, Σαπφώ Νοταρά, Λάμπρο Κωνσταντάρα κλπ.), είτε την ταυτότητά
της ώστε να γίνει ο καβγάς;.
Το
επιμύθιο της όλης τηλεοπτικής και κοινωνικής ελληνικής πραγματικότητας και
ειδησεογραφικής, είναι για μένα άλλο. Το δίλημμα του έλληνα ψηφοφόρου που
αναρωτιέται, άραγε όταν παλαιότερα οι άνθρωποι πήγαιναν σε ιερείς εξομολόγους
αυτά τους έλεγαν; Και αν ναι, τι τους συμβούλευαν οι εξομολόγοι τους. Την άνεση
που έχουν σήμερα οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, νεαρής ή
μεγάλης ηλικίας άτομα, να εξομολογούνται δημόσια τέτοιου είδους προσωπικά τους
θέματα. Δεν έχουν δηλαδή φίλους ή φίλες να συζητήσουν με διακριτικότητα τόσο
προσωπικά τους θέματα και καταφεύγουν σε τηλεοπτικές εκπομπές; Ή μήπως γίνεται
επί τούτο σαν ένα είδος ενδόμυχων απωθημένων και στερήσεων ερωτικών,
σεξουαλικών και άλλων σχέσεων και με τον τρόπο αυτόν, την δημόσια έκθεσή τους σαν
ένα παράδειγμα μίμησης για άλλους; Κατόπιν για πιά ελληνική οικογένεια μιλάμε;
Ή πάλι, για πιο σεβασμό προς την γυναίκα-και μάλιστα σε αυτήν την νεαρή
ηλικία-που θέλει να «εκδικηθεί» όχι τον άντρα της ή τον εραστή της, αλλά την
γυναίκα του άλλου, που δεν φταίει σε τίποτα. Εμ απατημένη εμ και κερατωμένη,
και να θέλει η άλλη να της δημιουργήσει θέμα για να χωρίσει. Και γιατί τόσο
γυναικείο πείσμα, γιατί αυτό το γυναικείο γινάτι. Είναι στην φύση ή των χαρακτήρα
του θηλυκού ζώου της φύσης; Και τι εμπιστοσύνη μπορείς να έχεις μετά σε μια
τέτοια σχέση. Αντί να αφήσει το ίδιο το αντρόγυνο να συνομιλήσει και να
αποφασίσει για το μέλλον του γάμου τους;
Πού βρίσκεται η αλήθεια της Ποίησης άραγε, στο
κείμενο που δημοσίευσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος ή στην ανοιχτή δημόσια συνομιλία
και τα σημερινά σύγχρονά μας λεχθέντα από έναν τηλεοπτικό δέκτη πριν μερικές
ημέρες. Είναι σύγχρονοι ρόλοι τηλεοπτικής διαπαιδαγώγησης του κοινού αυτές οι
εκπομπές που προβάλλονται από τα κανάλια με την συνειδητή συμμετοχή των
ακροατών και των τηλεθεατών ή μια πλάνη που κοστίζει πολλά στην όποια
κοινοβουλευτική έστω κουτσουρεμένη μας δημοκρατία; Και το τελικό δίλημμα, Ποιος
κυβερνά αυτόν τον τόπο, ή κάθε χώρα; Πρέπει να μείνεις μέσα για να αποφύγεις
την λαίλαπα του κορωνοϊού ή να βγείς έξω να ανασάνεις και να στεριώσεις την
ψυχική σου υγεία; Παύοντας να ακούς να βλέπεις και να διαβάζεις τα λεγόμενα των
καναλιών, των εφημερίδων, των ραδιοφώνων; Ερώτηση δίλημμα θέτω σε καιρούς
δύσκολους και οικονομικά αδιέξοδους που ακόμα ίσως να μην έχουν έρθει. Ενώ και
πάλι οι κυβερνήσεις θα χρηματοδοτήσουν και τα Κανάλια και τους άλλους που θα
διαδώσουν τις κυβερνητικές τους επιλογές χωρίς αντίσταση. Ενώ αν τους έλεγες
μήπως θα όφειλαν να ομογνωμονούν τα κόμματα και οι παρατάξεις, η εκάστοτε εκλεγμένη
κυβέρνηση και η αντιπολίτευση στο να παρατείνουν χρονικά το επίδομα ανεργίας
στους έλληνες ή ξένους ανέργους σε αυτήν την ψωροκώσταινα και όχι να τους
παρατούν στην μοίρα τους, και να προφασίζονται ότι λεφτά δεν υπάρχουν, μόνο για
αυτούς άραγε, ενώ για τους Άλλους τους μεγαλόσχημους; Μήπως πριν από τους
γιατρούς που αποφασίζουν για το ποιοι θα ζήσουμε, αποφασίζουν εκλογικό
δικαιώματι οι πολιτικοί-βουλευτές μας και τα κανάλια; Με τα ράντζα των άρρωστων ελλήνων στην σειρά των
νοσοκομείων και των εκλογικών κέντρων. Ερώτηση κάνω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου