Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΕΛΟΥΣΕ
της
Λένας Παπαδημητρίου
Εφημερίδα
Το Βήμα 1 Ιανουαρίου 1995, σ. Γ3
Ο
Μπάστερ Κίτον, ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς του βωβού κινηματογράφου, ο
άνθρωπος που δεν βρήκε ποτέ χρόνο να χαμογελάσει, «επισκέπτεται» αυτή την εβδομάδα
το Μέγαρο Μουσικής με οκτώ ταινίες του.
Πολύ
νωρίς στην καριέρα του κάποιοι φίλοι τον ρώτησαν γιατί δεν χαμογελούσε ποτέ
στην οθόνη. Ο ίδιος απάντησε ότι ποτέ δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Ήταν
τόσο πολύ απορροφημένος με την δουλειά του ώστε ποτέ δεν του πέρασε από το
μυαλό ότι έπρεπε να χαμογελάσει. Και όμως το πέτρινο πρόσωπο του Μπάστερ Κίτον, με τα ανέκφραστα
χαρακτηριστικά και την όψη που έδειχνε κρυσταλλωμένη σε έναν άχρονο χρόνο, πήρε
τη θέση του δίπλα στο πρόσωπο του Λίνκολν σαν ένα από τα πρώτα αμερικάνικα
αρχέτυπα. Ήταν το πρόσωπο που κατόρθωνε μέσα από τη φαινομενική αχρωμία του να
μεταδώσει μια ατέλειωτη ποικιλία συναισθημάτων και εκφραστικών μέσων, που
παρέμειναν ανεξίτηλα μέχρι σήμερα, 100 χρόνια από τη γέννηση της έβδομης τέχνης.
Η πρώτη
εισβολή του Μπάστερ Κίτον στον χώρο του θεάματος έγινε όταν σε ηλικία τριών
ετών συμμετείχε με τους γονείς του σε μια από τις πιο παραστάσεις- πρωτόλεια
του βοντεβίλ. Ο τίτλος της ήταν αρκετά εύγλωττος: «Οι τρεις Κίτονς». Η σχέση
του με τον πατέρα του υπήρξε ιδιαίτερα στενή και καθοριστική για τη μελλοντική
πορεία του. Λέγεται μάλιστα ότι θα γινόταν πιο γρήγορα ηθοποιός αν ο πατέρας
του είχε καλύτερη γνώμη για τον κινηματογράφο, και δεν θεωρούσε την έβδομη
τέχνη χυδαία και τους ανθρώπους της χαμηλής ποιότητας «αρτίστες». Η αρχή όμως
για τον μικρό Μπάστερ (το όνομά του έβγαλε ο «μάγος» Χάρι Χουντίνι που, όταν τον είδε να πέφτει μια μέρα από τις σκάλες
χωρίς ούτε μια γρατσουνιά, του φώναξε «Μπάστερ»= Μεγάλε!) είχε γίνει και ο
ίδιος έμελλε να αναγνωρισθεί ως ο πιο «σιωπηλός» από τους κωμικούς του βωβού
κινηματογράφου.
Ο Κίτον
γύρισε την πρώτη του ταινία το 1917, όταν ο Τσάρλι Τσάπλιν είχε ήδη αναδειχθεί σε λαϊκό ήρωα μεγάλης
ακτινοβολίας και σχεδόν μονοπωλούσε τη βιομηχανία του Χόλυγουντ. Πέτυχε όμως να
δημιουργήσει έναν καινούργιο τύπο, που σε αντιπαράθεση με την ευαισθησία και το
ημίψηλο καπέλο του ρομαντικού «αλήτη» της μεγάλης οθόνης είχε να επιδείξει την
ανέκφραστη μελαγχολία ενός αγάλματος που δεν αποχωριζόταν ποτέ την αφοπλιστικά
επίπεδη ρεπούμπλικά του. Στις ταινίες του- πολλές από τις οποίες σκηνοθέτησε ο
ίδιος όταν από το 1920 απέκτησε, με συνεταίρο τον Joseph Schenck, το δικό του
κινηματογραφικό στούντιο- κυριαρχούσαν πάντοτε τραγελαφικές καταστάσεις που
επιζητούσαν πάντοτε εξίσου παράδοξες λύσεις. Το απροσδόκητο έμοιαζε για τον
Μπάστερ Κίτον απλά αναπόφευκτο. Έτσι στην ταινία «Η βάρκα» (1921) ο ήρωας
αποφασίζει να κατασκευάσει μια βάρκα στο υπόγειο του σπιτιού του για να ανακαλύψει πως το ίδιο του το
σπίτι είναι υπό κατάρρευσιν, στο “The Navigator” (1924) εφευρίσκει
πολύπλοκους μηχανισμούς προκειμένου να τηγανίσει δύο αβγά, ενώ στο “Steamboat Bill Junior” (1928) βλέπει με το πιο φυσικό
και αδιάφορο ύφος σπίτια να καταρρέουν στο πέρασμά του και αντικείμενα να
αποκτούν ξαφνικά ζωή σαν να μεταβιβάζονται στα χέρια ταχυδακτυλουργού.
Από τις
μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες του ήταν ο «Στρατηγός» (1926), όπου
υποδύεται τον Τζόνι Γκρέι, έναν αφελή μηχανικό σιδηροδρόμων την εποχή του
αμερικανικού εμφυλίου. Η χιουμοριστική αλλά ταυτόχρονα σαρκαστική ματιά του
στην ιστορική διαμάχη Βορείων και Νοτίων σημείωσε τέτοια επιτυχία, που η ταινία
θεωρήθηκε μια από τις πιστές
απεικονίσεις του ζοφερού αυτού αμερικανικού παρελθόντος. Όταν μάλιστα
ρωτήθηκε γιατί ο «Στρατηγός» μετέδωσε πιο πιστά το πνεύμα του εμφυλίου από ό,τι
το «Όσα παίρνει ο άνεμος», απάντησε: «Βλέπετε εκείνοι βάσισαν την ταινία τους
σε ένα μυθιστόρημα. Εγώ ανέτρεξα στα ίδια τα βιβλία Ιστορίας».
Ο Κίτον
είχε αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τα πλείστα επιτεύγματα της ταραγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Οι
μηχανές υπήρξαν σε συνεχή βάση σημείο εκκίνησης και εμπνεύσεώς του και δεν
είναι λίγες οι φορές που βρίσκεται να ασχολείται με σιδηροδρόμους, ατμόπλοια κα
δικής του επινοήσεως και αμφιβόλου ποιότητος οικοδομήματα. Χαρακτηριστική η
σκηνή στο «Σέρλοκ Τζούνιορ» (1924), όπου χωρίς να το γνωρίζει ταξιδεύει σαν
βολίδα πάνω σε μια μοτοσικλέτα χωρίς οδηγό και περνάει μια ολόκληρη οδύσσεια
από συγκρούσεις και απροσδόκητες συναντήσεις με τους λοιπούς κατοίκους της
πόλης. Το γέλιο έρχεται στον θεατή αβίαστα, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση
συναισθήματος ή ευδιάκριτης αλλαγής έκφρασης εκ μέρους του Κίτον.
Ως τον
θάνατό του, το 1966, ο εμπνευσμένος κωμικός δεν εγκατέλειψε ποτέ τον
κινηματογράφο. Με την εμφάνιση όμως του ομιλούντος αναγκάστηκε να περάσει σε δεύτερο πλάνο, παραγκωνισμένος
σε ταινίες β΄ κατηγορίες. Το αλκοόλ και η νευρική κατάπτωση συνόδευσαν τα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Τότε που ήρθε και η αναγνώριση από το παγκόσμιο
κοινό και η βράβευσή του με Όσκαρ το 1959 για τη συνολική προσφορά του. Ο
Μπάστερ Κίτον χαμογέλασε μόνο μία φορά: στην ταινία «Κόνι Άιλαντ» (1917). Ένα
χαμόγελο μελαγχολικό και σαρδόνιο.
--
Ελάχιστα:
Όταν η
γενιά μου, μικροί μπόμπιρες του δημοτικού με κοντά παντελονάκια, γουλί κεφάλι,
καρούμπαλα στο μέτωπο και καταματωμένα γόνατα από τα παιχνίδια στις αλάνες, που
μύριζαν οι πασχαλιές και το αγιόκλημα πρωτοείδε πάνω στο λευκό σεντόνι το κοντό
αυτό ανθρωπάκι-λάστιχο, τον Buster
Keaton,
αυτό είχε ήδη ταξιδέψει για το αιώνιο ταξίδι. Αφήνοντάς μας την κωμική του
τέχνη και το ιδιοφυές ταλέντο του σαν παρηγοριά χαράς ζωής, γέλιου και
ξενοιασιάς.
Στην
περιοχή της Λεύκας, του Δηλαβέρη-αρχή της οδού Ρετσίνας, εκεί που βρίσκονταν το
παλαιό εργοστάσιο κεραμοποιίας της παλαιάς πειραιώτικης αρχοντικής οικογένειας
που φέρει το όνομά της, υπήρχε μια μεγάλη μάντρα. Σήμερα τα παιδιά παίζουν
μπάσκετ στην μικρή παιδική χαρά που βρίσκεται στην θέση της. Η μάντρα ήταν
ανοιχτή από την πλευρά του δρόμου, αρχή Παλαμηδίου. Ο χώρος αυτός λειτουργούσε
για ένα διάστημα από όσο η παιδική μνήμη έχει συγκρατήσει, σαν υπαίθριος
κινηματογράφος. Στην μία πλευρά του τοίχου της-που ήταν
ασβεστωμένη-προβάλλονταν παιδικές ταινίες. Δίπλα ακριβώς στις άλλες κλειστές
αίθουσες του κτηριακού συγκροτήματος προβάλλονταν επίσης κινηματογραφικές
ταινίες ορισμένες μέρες της εβδομάδας αν θυμάμαι καλά. Η μάντρα όμως, ήταν
κυρίως, για προβολές ταινιών για μικρά παιδιά, ορισμένα απογεύματα της
εβδομάδας. Τετάρτη ή Σάββατο και Κυριακή πρωί. Η πιτσιρικαρία καθόταν είτε χάμω
είτε πάνω σε ορισμένους ξύλινους μακρόστενους πάγκους-ελάχιστους-που υπήρχαν
κοντά στον τοίχο της προβολής. Σε αυτήν την υπαίθρια αλάνα πρωτοείδε η γενιά
μου Καραγκιόζη, ασπρόμαυρες ταινίες με τον Ζορό, το θρυλικό και αγαπημένο
μικροκαμωμένο ανθρωπάκι με το μπαστούνι και το βάδισμα πάπιας, τον Σαρλώ. Το
αιώνιο πειραχτήρι, τον Τσάρλι Τσάπλιν. Απόλαυσε τις σκαμπρόζικες αισθηματικές
και κωμικές περιπέτειες του πάντα πεινασμένου, άνεργου και φτωχού χαμογελαστού
αλητάκου. Του ατόμου που δίδασκε ήθος και αισιοδοξία ζωής. Γέλασε μέχρι δακρύων
με το αξέχαστο δίδυμο του Χοντρού και του Λιγνού. Πού όσες φορές και αν
παρακολουθούσες τις αξέχαστες γκάφες τους, τα πειράγματά τους, έβλεπες τις
χαρακτηριστικές γκριμάτσες των προσώπων τους, τις σωματικές τους χειρονομίες,
τις ξαφνικές τους κινήσεις και το ηχόχρωμα των φωνών τους, άλλες τόσες ήθελες
να τις παρακολουθήσεις ξανά και ξανά. Δεν ήθελες να σηκωθείς από χάμω,
ταξίδευες μαζί τους, ονειρευόσουν και εσύ δίπλα τους, συμμετείχες στις δράσεις
τους, γελούσες με τα ανδραγαθήματά τους, αντέγραφες τις κινήσεις τους,
προσπαθούσες να μιμηθείς την φωνή τους, κάθε χαρακτηριστική και μοναδική ατάκα
τους και στάση του σώματός τους. Ο θαυμαστός αυτός ο κόσμος ο Μικρός ο Μέγας του
λευκού πανιού, παρά του ότι ήταν ασπρόμαυρος, μέσα στην παιδική μας φαντασία
αποκτούσε πολύχρωμες δυσθεώρητες διαστάσεις. Άνοιγε τα φτερά της φαντασίας μας
και μας ταξίδευε σε χώρους μαγικούς, παραμυθένιους, εξωτικούς, σαν και αυτούς
που βγαίνουν μέσα από το λυχνάρι του Αλαντίν. Κόσμους που φάνταζαν τόσο
μακρινοί αλλά και ταυτόχρονα, βρίσκονταν τόσο κοντά μας, δίπλα μας. Άπλωνες τα
μικρά σου χέρια και μπορούσες να τον αγγίξεις. Άνοιγες τα τσιμπλιασμένα μάτια
σου και αντίκριζες μπροστά σου τα θαύματα που σε περίμεναν να τα ζήσεις. Το
δικό σου σώμα σε παρακινούσες να περπατήσεις στους λειμώνες της χαράς και του
παιχνιδιού, της ανεμελιάς και του τραγουδιού, της τρέλας. Σε προσκαλούσαν οι
ήρωες αυτοί των παιδικών μας χρόνων, που συμβάδιζαν μαζί μας παρά του ότι
βρίσκονται «καρφιτσωμένοι» πάνω στην μικρή οθόνη, να ψηλαφίσεις τις άγνωστές
σου μέχρι τότε εμπειρίες, να γευθείς τις μυρωδιές ενός κόσμου που σε ανέμενε
και μετά το σβήσιμο του φωτός της κινηματογραφικής μηχανής. Μαγεμένοι,
έκθαμβοι, κοιτούσαμε την οθόνη που ζωντάνευε έναν κόσμο άγνωστο σε εμάς, προσκαλώντας
μας να τον εξερευνήσουμε, και πότε κλεφτά σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ μας,
κοιτούσαμε την μπομπίνα που γύριζε και φώτιζε την οθόνη. Αναρωτιόμασταν στο πως
από έναν τόσο μικρό στρογγυλό φακό πρόβαλε όλος αυτός ο άγνωστός μας Κόσμος.
Όταν τέλειωνε η μισής ή μίας ώρα προβολή, δεν λέγαμε να ξεκολλήσουμε από τους
πάγκους, να σηκωθούμε από χάμω που το μικρό χαλίκι σούβλιζε τους πισινούς μας,
όμως δεν τολμούσαμε να κινηθούμε μην τυχόν διακόψουμε την χαροποιό διάθεση που
μας πλημμύριζε, ταράξουμε την αρμονική παιδική οχλαγωγία, την χαμογελαστή
βαβούρα που τα παιδικά προσωπάκια εξέπεμπαν. Σκύβαμε κρυφά στο αυτί των φίλων
μας και σχολιάζαμε μια σκηνή, μια φράση, μια χειρονομία του Σαρλώ, ένα θυμωμένο
λοξοκοίταγμα του Όλιβερ προς τον Στάνλεϋ. Εδώ, σε αυτόν τον υπαίθριο παιδικό
κινηματογράφο, είδαμε για πρώτη φορά αυτό το μικρό, το πάντα αεικίνητο
ανθρωπάκι. Τον Μπάστερ Κίτον. Τον άνθρωπο λάστιχο. Τον άνθρωπο από πλαστελίνη,
που μπορούσε να χωρέσει ακόμα και στο πιο μικρό κασόνι, να ξεπροβάλλει από το
στενότερο παράθυρο, να εκτιναχθεί με δύναμη από το πουθενά του δημόσιου χώρου.
Ολόκληρο το σώμα αυτού του λεπτοκαμωμένου ηθοποιού, εξέπεμπε μια δυναμική
ενέργεια, μια σβελτάδα αιλουροειδούς, έναν καταιγισμό εκπληκτικών κινήσεων,
έναν διαρκή «στροβιλισμό», μια εξωφρενικότητα σωματικής συμπεριφοράς και
πολύχρωμων εκδηλώσεων, τέτοιου μεγέθους και κωμικού ύψους, όση ήταν η μαρμάρινη
αταραξία που εξέπεμπε το πρόσωπό του. Ακόμα και εμείς οι μπόμπιρες που δεν
είχαμε ιδέα ακόμα από τον κόσμο και την ποικιλία των συμπεριφορών των μεγάλων,
μέναμε έκπληκτοι παρατηρώντας αυτήν την αεικίνητη ανθρώπινη σωματική φιγούρα να
πράττει ότι έπραττε και όμως, παρόλα αυτά, το πρόσωπό του να μένει ατάραχο.
Ήταν σαν να φορούσε μια νεκρική μάσκα. Ένα παγωμένο πρόσωπο, ένα πέτρινο
πρόσωπο, ατάραχο και ακίνητο, που βρίσκονταν πάνω σε ένα φλογερό και πάντα σε
έξαρση και χορευτική κίνηση σώμα. Σαν να έβλεπες το σώμα ενός καλογυμνασμένου
ακροβάτη που πηδούσε ανά πάσα στιγμή από το ένα σχοινί στο άλλο χωρίς δίχτυ
προστασίας, να έχει αιχμαλωτιστεί από ένα πρόσωπο παγερό και ανέκφραστο. Σαν η
σωματική εικόνα ενός ανθρώπου να έχει χωριστεί στα δύο. Το σώμα που πάλλεται
τρελά ή αρμονικά σαν χορδή και το κεφάλι-το πρόσωπο να έχει αγκυλωθεί στον
χρόνο χάνοντας την έκφρασή του, απεμπολώντας τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες των
αισθήσεων της ζωής. Ποτέ δεν κατανόησα πως αυτός ο σημαντικός αμερικανός
ηθοποιός μπορούσε να συνδυάσει αυτήν την τρομακτική και φοβερή του προσώπου του
αταραξία με τα γκαγκς των κινήσεων του υπόλοιπου σώματός του. Βλέπαμε τα αυτιά
του Λιγνού να κουνιούνται τρελά από μόνα τους και ασυναίσθητα τρίβαμε τα δικά
μας για να κάνουμε και εμείς το ίδιο. Παρατηρούσαμε τον Χοντρό σε στιγμές
αμηχανίας να παίζει με την γραβάτα του ή να στριφογυρίζει τα δάχτυλά του, και
αυτόματα κάναμε και εμείς το ίδιο. Ακουμπούσαμε τα μικρά μας χέρια πάνω στο
ξεθωριασμένο μπλουζάκι λες και φορούσαμε γραβάτα. Βλέπαμε με χαρά το
χαμογελαστό πρόσωπο του Σαρλώ, και χαμογελούσαμε μαζί του. Όταν φωτίζονταν τα
δύο μεγάλα μάτια του από χαρά φωτίζονταν και τα δικά μας. Όταν θλίβονταν
δάκρυζαν κρυφά και τα δικά μας. Χαμογελούσε έλαμπε το μικρό πρόσωπό του με το
μικρό μουστάκι, και εξέπεμπε έναν φωτισμό που φώτιζε και το δικό μας πρόσωπο.
Στους κωμικούς αυτούς, υπήρχε μια διττή ηθοποιία. Του σώματος και του προσώπου
τους. Δες παραδείγματος χάριν την δική μας περίπτωση του Θανάση Βέγγου, της
Ρένας Βλαχοπούλου, του Χάρρυ Κλιν και πολλών άλλων ελλήνων ηθοποιών. Αντίθετα
με τον Μπάστερ Κίτον, που όλο το πλέγμα της κωμικής του μαεστρίας προέρχονταν
από την κεφαλή του και κάτω. Το σώμα του. Το πρόσωπό του, παρά τον στροβιλισμό,
την νευρική κινητικότητα του σώματός του, διατηρούσε μια ακινησία εκνευριστική,
ακατανόητη, αγέλαστη, άκαμπτη. Όση θερμότητα εξέπεμπε το σωματικό του παίξιμο,
άλλη τόση ψυχρότητα εξέφραζε το πρόσωπό του. Μια κινηματογραφική αταραξία, που
ακόμα και σήμερα, για μένα τουλάχιστον που αγαπώ τις ταινίες του, παραμένει
ακατανόητη. Ή ένα ταλέντο που δεν κατόρθωσα να αποκωδικοποιήσω ακόμα τα μυστικά
του. Ένας ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου και όχι μόνο του βωβού, που
σημάδεψε με το τάλαντο του πηγαίου του ταλέντου, την σκηνοθετική ατομική του
ιδιοσυγκρασία, την παγερή έστω υγρασία της εκφραστικότητάς του την έβδομη
τέχνη. Όταν ο κινηματογράφος έγινε ομιλών και έγχρωμος η μαγεία της τεχνικής
και τέχνης του Μπάστερ Κίτον, πέρασε στο περιθώριο σαν ζων κινηματογράφος,
πέρασε στην καθόλου ιστορία του, μπήκε στα ράφια του παγκόσμιου μουσείου του. Ο
Μπάστερ Κίτον, δεν κατόρθωσε κινηματογραφικά να ανασάνει όπως έγινε με τον
Τσάρλι Τσάπλιν και τον Κύριο Βερντού του. Έμεινε στην αφάνεια. Ξεχάστηκε. Η
καριέρα του λησμονήθηκε από τους γρήγορους, σύγχρονους, μοντέρνους και πιο
γρήγορους, βίαιους ρυθμούς των δικών του ταινιών, νέας μορφής κινηματογράφου
και ύφους. Οι ταινίες που γύρισε και ενσάρκωσε σαν ηθοποιός-άνθρωπος λάστιχο,
λες και ήταν Καρτούν και δεν πάθαινε τίποτα ακόμα και όταν ο κόσμος γύρω του
καταστρέφονταν ή κινδύνευε η ζωή του, δεν μιλούσαν πια στο κινηματογραφόφιλο
κοινό. Οι ωραίες και ιστορικά τεκμηριωμένες ταινίες του πάνω στην αμερικάνικη
ιστορία, έγιναν πια ένα σπουδαστήριο κινηματογραφικής τέχνης χωρίς συνεχιστές.
Αντίθετα από τις ταινίες του θρυλικού Σαρλώ που διασώθηκαν στον χρόνο και
γονιμοποίησαν αρκετούς νεότερους δημιουργούς. Παρόμοια σχεδόν τύχη είχαν και οι
ταινίες και το κωμικό ταλέντο των δύο άγγλων ηθοποιών, που το χαρακτηριστικό
τους δίδυμο ντουέτο κωμικής μαεστρίας ακόμα συγκινεί τους μικρούς θεατές και οι
ταινίες τους στέκονται δίπλα σε ταινίες του Γουώλτ Ντίσνεϊ.
Η
κινηματογραφική όμως παρουσία του Μπάστερ Κίτον, αυτά τα μικρά ή μεγαλύτερου
χρόνου φιλμ και φιλμάκια του, όπου εξιστορεί τις δικές του περιπέτειες, τους
προσωπικούς του κινηματογραφικούς και κοινωνικούς οραματισμούς διασώθηκαν μέσα
στα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο γιου τιουμπ μπορεί να απολαύσει
κανείς τις ταινίες του. Να δει εκ νέου την σωματική του πλαστικότητα, αυτήν την
ρέουσα ψυχολογική του σωματικότητα μα, και, το στιλιζαρισμένο και παγερό,
ατάραχο πρόσωπό του. Το βλέμμα του που είναι διαρκώς ευθύβολο και ατάραχο ότι
και να συμβαίνει δίπλα του. Ότι και να συμβαίνει μέσα μας ή διαισθανόμαστε
καθώς παρακολουθούμε ξανά τις κινηματογραφικές του δημιουργίες. Μια του
προσώπου του αταραξία και ένα ατομικό μήνυμα διαχρονικής τέχνης όπως γνωρίζουμε
ότι εκπέμπουν οι εικόνες των φλογισμένων αγίων στις τοιχογραφίες αλειτούργητων
εκκλησιών.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 10 Απριλίου 2020
ΥΓ. Τελικά, σε αυτήν τη ζωή, μόνο οι χελώνες και τα
εύγεστα σαλιγκάρια είναι τυχερά μια και μεταφέρουν το σπίτι τους πάντοτε στην
πλάτη τους.
Και μια παράκληση, διώξτε πια αυτούς τους
ακατανόητους και αδίστακτους δημοσιογράφους που επεμβαίνουν με το έτσι θέλω
στις ζωές μας και μας εκβιάζουν να τους πούμε αν θα σουβλίσουμε αρνί φέτος.
Όχι, δεν θα σουβλίσουμε και δεν θα ανοίξουμε τα Κανάλια να ακούσουμε ούτε τις
δακρύβρεχτες ευχές σας ούτε τις ειδήσεις σας. Προσοχή αγαπητοί επιστήμονες
Λοιμωξιολόγοι, μην παρασύρεστε από τις επικίνδυνες σειρήνες της πρόσκαιρης
τηλοψίας και χάσετε την εγκυρότητά σας. Για τα Κανάλια, δεν είμαστε παρά οι
αναλώσιμοι λαντζέρηδες τους. Ας αφήσουμε αυτόν τον ρόλο για τους πολιτικούς μας.
Όχι άγιε Ναυπάκτου δεν θα βουρκώσω δημοσίως, όπως
ξέρετε εσείς, τάδε έφη ο κύριος Νίκος που λοξοκοίταξε προς την κάμερα. Είναι
πολύ της μοδός τελευταία. Φοριέται όπως το ανέξοδο «ζητάω συγγνώμη» Ο Νυμφίος
φέτος θα μείνει χωρίς την Νύμφη του που είναι η Εκκλησία, δηλαδή το Πλήρωμα. Με Εκκλησίες χωρίς πιστό Πλήρωμα, Άστα να πάνε. Έρημη η Νυφική
παστάδα. Ή κλάψτα Χαράλαμπε.
Εσακουσόμεθα πανδημικοί άγιοι της κρατικής πίστης
και εθνικού πιστεύω πατέρες. Χάσατε την ευκαιρία να διαπιστώσετε αν η εμπειρική
σας πίστη είναι πάνω από την χθόνια και εφήμερη απιστία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου