Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Το Νομπέλ Λογοτεχνίας του 2020 δόθηκε φέτος στην αμερικανίδα ποιήτρια Λουϊζ Γκλύκ (LOUISE GLUCK)

 

LOUISE GLUCK

 

Πολιτισμός

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ

    

Η ΕΥΧΗ

Θυμάσαι τότε που έκανες την ευχή;

            Κάνω συχνά ευχές.

Τότε που σου είπα ψέματα

για εκείνη την πεταλούδα. Αναρωτιέμαι

τι ευχήθηκες.

            Τι λες να ευχήθηκα;

Δεν ξέρω. Να ερχόμουν πίσω,

να ήμαστε με κάποιο τρόπο πάλι εμείς μαζί.

 

Ευχήθηκα για ό,τι εύχομαι πάντα

Για ένα ακόμη ποίημα.

            (Λιβαδοχώρες, 1996)

 

     Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1943. Κόρη Ούγγρων μεταναστών-ο πατέρας της εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να γίνει συγγραφέας, χωρίς όμως επιτυχία-, η Λουιζ Γκλύκ ανακάλυψε την ποίηση ύστερα από επτά χρόνια ψυχανάλυσης και μια σκληρή εφηβεία, κατά την οποία υπήρξε επικίνδυνα ανορεκτική, στα μαθήματα ποιητικής του Stanley Kunitz στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Δίδαξε ποίηση και η ίδια για πάνω από είκοσι χρόνια σε διάφορα κολέγια και πανεπιστήμια της Αμερικής, με πιό πρόσφατο το Williams College, στο οποίο και εξακολουθεί να διδάσκει. Τον Αύγουστο του 2003, έπειτα από εννέα αιχμηρές ποιητικές συλλογές, πάμπολλα βραβεία, ανάμεσα στα οποία το βραβείο Πούλιτζερ και το William Carlos Williams Award, καθώς και μια συλλογή δοκιμίων, η Λουϊζ Γκλύκ ανακηρύσσεται Poet Laureate για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τιμητική διάκριση που είχε δοθεί στο παρελθόν και στον αγαπημένο της δάσκαλο.

     «Την αλήθεια, την αλήθεια εκείνη πάνω στο χαρτί, θέλω να πω», γράφει χαρακτηριστικά η Γκλύκ, «δεν χρειάζεται να την έχεις ζήσει. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι όλα όσα γίνεται να οραματιστεί κανείς». Από την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή, Πρωτότοκη (1968), η Γκλύκ καταπιάστηκε με το προσωπικό της όραμα με μιά τόσο αφοπλιστικά αληθινή, γνήσια λιτή και δυνατά όμορφη γραφή πού ακόμη και η ίδια ξαφνιάστηκε από τον εαυτό της. Η φροντίδα της να κρατηθεί μακριά από περίπλοκους και, εντέλει, περιττούς διανοητικούς και γλωσσικούς ακροβατισμούς, χωρίς όμως και να στερεί την ποίησή της από νεύρο και δημιουργική φαντασία, ωριμάζει στις επόμενες ποιητικές της συλλογές, με αποκορύφωμα τον Άγριο κρίνο (1992), έναν θρησκευτικό-φιλοσοφικό διάλογο ανάμεσα στον ποιητή, τον Θεό και τον φυσικό κόσμο. Η διαπλοκή των δύο αυτών κόσμων και χρόνων, του θείου και του ανθρώπινου, του πραγματικού και του μυθολογικού-φανταστικού συνεχίζεται και στο επόμενο έργο της Γκλύκ, Λιβαδοχώρες (1996). Μέσα από τον μύθο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης μεταφρασμένο σε σύγχρονο λόγο και με επίκεντρο τη συζυγική πίστη και τον χωρισμό-η ίδια είναι δύο φορές διαζευγμένη, με έναν γιό από τον πρώτο της γάμο-, η απόγνωση μετατρέπεται σε σθεναρή επιβίωση μέσω της τέχνης. Οι τρείς τελευταίες, τέλος, συλλογές της Γκλύκ, Vita Nova (1999), Οι επτά εποχές (2001) και Οκτώβριος (2004), αποτελούν μιά αναδρομική ενατένιση της ζωής και του έργου της, του ρόλου του ποιητή, της αξίας και του σκοπού της τέχνης. «Ίδια πάντα απέναντι στον χρόνο και την αλλαγή, αίσθηση τέλειας ασφάλειας, το αίσθημα ότι είμαστε πιά προστατευμένοι από ό,τι τόσο παράφορα κάποτε αγαπήσαμε», έτσι όρισε η ίδια η Γκλύκ την ποίησή της σε πρόσφατη συνέντευξη. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε.

-ΤΟ ΚΕΛΙ, (Από τη συλλογή Πρωτότοκη, 1968), σ.19

-Ο ΚΗΠΟΣ, (Από τη συλλογή Μορφή σε κάθοδο, 1980), σ.20

-ΥΠΟΝΟΜΕΥΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ, (Από τη συλλογή Αραράτ, 1990), σ.21

-ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ, σ.22. –ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ ΚΡΙΝΟΣ, σ.23 (Από τη συλλογή Άγριος κρίνος, 1992).

-ΑΠΟΓΕΥΜΑ-ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ, σ.24. –ΦΥΓΗ, σ.24.  –ΙΘΑΚΗ, σ. 25. –ΣΜΙΞΙΜΟ-ΠΑΛΙ, σ. 26, (Από τη συλλογή Λιβαδοχώρες, 1996).

-ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ, σ.26. –ΤΟ ΡΟΥΧΟ, σ.28.- Η ΦΩΛΙΑ, σ. 28. –INFERNO, σ. 31.- ΘΡΗΝΟΣ, σ. 32. (Από τη συλλογή Vita Nova, 1999).

-ΟΙ ΕΠΤΑ ΕΠΟΧΕΣ, σ.33. –ΜΟΡΦΗ Η ΥΜΝΗΜΕΝΗ, σ. 34. –ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, σ. 36.-ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ, σ.37. (Από τη συλλογή Οι επτά εποχές, 2001).

-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI, σ.39. (Από τη συλλογή Οκτώβριος, 2004).

 

ΙΘΑΚΗ

Ο αγαπημένος δεν

Χρειάζεται να ζει. Ο αγαπημένος είναι αλλού

μες στις κινήσεις του μυαλού. Ο αργαλειός

είναι για τους μνηστήρες, έγχορδος, να πάλλεται,

σαν άρπα να υφαίνει και να υφαίνει τη λευκή νεκρική κλωστή.

 

Ήταν δύο.

Ήταν το σώμα-και η φωνή, ο αφοπλιστικός

μαγνητισμός ενός άντρα ζωντανού, και μετά

το όνειρο που ξετυλίγεται αδιάκοπα, η μορφή

που γράφεται από τη γυναίκα ενώ δουλεύει τον αργαλειό της,

εκεί, καθισμένη στη μεγάλη σάλα, εκεί,

περιτριγυρισμένη από άντρες με πρακτικό μυαλό, από άντρες.

 

Έτσι όπως λυπάσαι

την ξεγελασμένη θάλασσα που προσπάθησε

να σου τον πάρει μακριά, για πάντα

και δεν πήρε τελικά παρά μονάχα εκείνον τον πρώτο,

τον αληθινό σύζυγο, τον άντρα, πρέπει να λυπηθείς

κι αυτούς εδώ: δεν ξέρουν τί βλέπουν:

δεν ξέρουν ότι για όποιον αγαπάει έτσι

το σάβανο γίνεται γαμήλιο φόρεμα, ουρανός.

 

Ο ΚΗΠΟΣ

Ο Φόβος της Γέννας

 

Ένας ήχος. Κι ύστερα το μουρμουρητό και η βοή

από τα σπίτια ενώ γλιστρούν να βρουν τη θέση τους.

Και ο άνεμος

κομμάτια φύλλα μέσα απ’ τα σώματα των ζώων-

 

Αλλά το σώμα μου που δεν μπορούσε να το ησυχάσει

η υγεία-γιατί, γιατί να πρέπει να εκτινάσσεται πίσω, εκεί

μες στη χορδή του ήλιου;

 

Το ίδιο θα ‘μενε και πάλι.

Αυτός ο φόβος, αυτή η εσωτερικότητα,

ώσπου βρίσκομαι βίαια σπρωγμένη σ’ ένα πεδίο

χωρίς υγεία, χωρίς έλεος

ούτε και για τον τελευταίο θάμνο που περπατάει

στυφός έξω απ’ τη σκόνη, σέρνοντας πίσω

τη συσπασμένη υπογραφή της ρίζας του

ούτε για μια τουλίπα έστω, για ένα σημάδι κόκκινο.

 

Κι ύστερα ήρθαν οι απώλειες

η μια μετά την άλλη

τις άντεξα-όλες. 

 

ΣΜΙΞΙΜΟ –ΠΑΛΙ

Όταν ο Οδυσσέας, επιτέλους, γύρισε στην Ιθάκη,

Αγνώριστος και σκότωσε τους μνηστήρες

που συνωστίζονταν δίπλα στο θρόνο

πολύ τρυφερά ζήτησε από τον Τηλέμαχο

να αποχωρήσει: στάθηκε μπροστά στην Πηνελόπη

όπως είκοσι χρόνια πρίν.

Στο πάτωμα, διάφανες κορδέλες ήλιος

να βάφονται από  χρυσές αργά αργά κόκκινες. Τίποτε δεν της λέει

από όλα αυτά τα τόσα χρόνια- διαλέγει και μιλάει, αντίθετα,

αποκλειστικά για πράγματα μικρά, όπως είναι συνήθεια

να μιλάνε ο άντρας και η γυναίκα που είναι καιρό, πολύ καιρό μαζί, για χρόνια:

αφού μόλις τον αναγνώρισε κατάλαβε τι είχε κάνει.

Κι έτσι όπως της μιλάει, άχ,

την αγγίζει στο μπράτσο.

 

ΑΠΟΓΕΥΜΑ- ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ

Μου πιάνεις το χέρι-και ξαφνικά είμαστε μόνοι

εμείς οι δύο μόνοι μέσα στο αιμοβόρο δάσος. Κι ύστερα, αμέσως σχεδόν,

 

είμαστε σε ένα σπίτι-ο Νώε μεγάλωσε,

έφυγε-, μετά από δέκα χρόνια ανθίζει, έτσι ξαφνικά, η κληματαριά,

λευκά λουλούδια.

 

Τίποτε δεν αγαπάω περισσότερο στον κόσμο

από αυτά τα απογεύματα που είμαστε εδώ, μαζί,

τα ήσυχα αυτά απογεύματα του καλοκαιριού, όταν ο ουρανός είναι ακόμη

φωτεινός, κι άς πέρασε η ώρα.

 

Έτσι η Πηνελόπη πήρε το χέρι του Οδυσσέα,

όχι για να τον κρατήσει πίσω, όχι-αλλά για να χαράξει

αυτή την ειρήνη πάνω στην μνήμη του:

 

από δω και πέρα, η σιωπή που μέσα της ζεις και είσαι

είναι η φωνή μου που σε ζητάει.   

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ  VI

Η λάμψη της ημέρας

γίνεται η λάμψη της νύχτας΄

η φωτιά γίνεται ο καθρέφτης.

 

Η φίλη μου η γη είναι πικρή’ σκέφτομαι

ο  ήλιος την ξέχασε.

Πικρή ή βαριά, δεν ξέρω ακριβώς να πω.

 

Ανάμεσα σε εκείνη και τον ήλιο

κάτι τέλειωσε.

Τώρα θέλει να μείνει μόνη.

Νομίζω ότι πρέπει να παραιτηθούμε πιά

από το να στρεφόμαστε σε αυτή για επιβεβαίωση.

 

Πάνω από τα λιβάδια,

πάνω απ’ τις στέγες στα σπίτια του χωριού,

εκείνη η λαμπρότητα που έκανε δυνατή τη ζωή

γίνεται τώρα κρύα άστρα.

 

Στάσου ακίνητος και δες:

δεν δίνουν τίποτα, δεν ζητάνε τίποτα.

 

Από βαθιά μέσα της γης

την πιό πικρή καταισχύνη, ψύχρα και ερημιά

 

η φίλη μου η σελήνη ανατέλλει:

είναι όμορφη σήμερα, αλλά πότε αυτή δεν είναι όμορφη;

 

ΤΟ ΡΟΥΧΟ

Η ψυχή μου στράγγισε.

Λες κι ήτανε ψυχή πιάστηκε στη φωτιά, αλλά όχι εντελώς,

δεν έσβησε, όχι.

Ανέπνεε. Καυτή.

Ζούσε. Ακέραιη.

Αλλά όχι από μοναξιά. Από καχυποψία,

Καχύποπτη μετά από βία.

 

Πνεύμα, εσύ, που θα κληθείς ν’ αφήσεις το κορμί

και να σταθείς έκθετο, μιά στιγμή

σπαρταριστό, όπως

όταν θα παρουσιαστείς μπροστά στο θείο.

Πνεύμα μαγεμένο από μοναξιά

απ’ την υπόσχεση της χάρης

πώς γίνεται ποτέ να μην πιστέψεις πάλι

την αγάπη ενός άλλου πλάσματος-εσύ;

 

Η ψυχή μου σπαρτάρησε και στράγγισε.

Το σώμα έγινε γι’ αυτήν ένα τόσο μεγάλο ρούχο.

 

Κι ύστερα ήλθε η ελπίδα και μου δόθηκε ξανά

αλλά ήταν ελπίδα διαφορετική – τελείως άλλη.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ   ΠΟΙΗΣΗ  ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Τεύχος 24- Φθινόπωρο-Χειμώνας 2004, σελίδες 17-43. Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ             

 

 

 

#TAGS:

Νόμπελ Λογοτεχνίας Ποίηση Λουίζ Γκλουκ

Λουίζ Γκλουκ: Ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας στην μάχη με τον ανθρώπινο πόνο

Louise-Gluck

Αναστασία Κουκά

08/10/2020, 20:19

Οι τραγωδίες της ζωής της Αμερικανίδας ποιήτριας που την έσπρωξαν στην κορυφή

Μια γυναίκα που μεταμόρφωσε σε υψηλή ποίηση τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης και τα επίπονα συναισθήματα και σκιαγράφησε ποιητικά, λιτά και άμεσα, τον εσωτερικό πόνο της απώλειας, της απογοήτευσης, της απομόνωσης, της απόρριψης, του αδιεξόδου, είναι η Λουίζ Γκλουκ, η Αμερικανίδα ποιήτρια που τιμήθηκε με το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αν και αρκετές φορές οι ποιητικές της καταθέσεις έχουν χαρακτηριστεί ως ζοφερές ακόμα και σκληρές η Σουηδική Ακαδημία, που επιλέγει κάθε χρόνο τον νικητή του κορυφαίου λογοτεχνικού βραβείου, την ξεχώρισε, ομόφωνα, «για την χαρακτηριστική ποιητική φωνή της που με την αυστηρή ομορφιά της κάνει παγκόσμια την ατομική εμπειρία» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο σκεπτικό της απόφασής της.


" Πρώτη Ανάμνηση

Καιρό πριν, είχα πληγωθεί.
Ζούσα
για να μ’ εκδικηθώ
ενάντια στον πατέρα μου, όχι
γι’ αυτό που ήταν–
γι’ αυτό που ήμουνα εγώ: απ’ το ξεκίνημα,
στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα
πως πόνος σήμαινε
ότι δεν είχ’ αγαπηθεί.
Σήμαινε ότ’ είχα αγαπήσει"


Ένα σκεπτικό το οποίο ταυτίζεται με την άποψη πολλών φανατικών ανά τον κόσμο αναγνωστών της οι οποίοι αναγνωρίζουν στους στίχους της κομμάτια της δικής τους ζωής, συναισθήματα που οι ίδιοι έχουν βιώσει, δύσκολες καταστάσεις τις οποίες έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν. Γιατί η Λουίζ Γκλουκ είναι πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα μια ποιήτρια αυτοβιογραφική, ένα πληγωμένο παιδί που βρήκε καταφύγιο στη σκιά της ποίησης, μια ταλαιπωρημένη έφηβη που ξαναβρήκε τη ζωή ενώ πίστευε πως όλα είχαν τελειώσει, μια βαθιά συναισθηματική γυναίκα που έχει μια διαχρονική ανάγκη να καταγράφει στο χαρτί τις δυσκολίες της και τα αδιέξοδά της προκειμένου να τα ξορκίσει και να μπορέσει να συνεχίσει.

Αρκεί, άλλωστε, να ρίξει κανείς μια ματιά στο βιογραφικό της για να καταλάβει πως η ζωή της, από πολύ νωρίς, είχε έντονα μυθιστορηματικά στοιχεία και παραπέμπει, συχνά, στις περιπέτειες των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας που τόσο αγαπά γεγονός που αποδεικνύεται από τις συχνές αναφορές της σε αυτήν. Γι' αυτό και ο ποιητικός της λόγος θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως μια ισορροπημένη συνύπαρξη αυτοβιογραφίας και μυθολογίας που με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνει να μιλά κατευθείαν στις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί οι ποιητικές ήρωές της είναι τόσο εύθραυστοι και τραγικοί όσο τα πιο επίπονα ανθρώπινα συναισθήματα. Οπότε η ταύτιση των αναγνωστών της μαζί της προκύπτει αυθόρμητα, αβίαστα, φυσικά.

«Η Κόκκινη Παπαρούνα»

Το τέλειο
δεν είναι να έχεις
μυαλό. Αισθήματα:
ω, τέτοια έχω∙ αυτά με
κυβερνούν. Έχω
έναν κύριο στον ουρανό
τον λένε ήλιο, κι ανοίγοντας
γιʼ αυτόν, του δείχνω
της καρδιάς μου τη φωτιά, φωτιά
σαν τη δική του παρουσία.
Τι άλλο θα μπορούσε
μια τέτοια δόξα να ʼναι
παρά μια καρδιά; Ω, αδελφοί και αδελφές μου,
πριν γίνετε άνθρωποι, παλιά,
υπήρξατε ποτέ σας, σαν εμένα; Αφήσατε ποτέ
τον εαυτό σας»

Η Λουίζ Γκλουκ, εξάλλου, δεν ήταν ποτέ ένα συνηθισμένο κορίτσι. Τα έντονα, ασφυκτικά συχνά συναισθήματα, ένιωθε να την πνίγουν από μικρή. Ίσως γιατί τα τραγικά γεγονότα συναντήθηκαν μαζί της από την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησής της αφού η μεγαλύτερη αδελφή της πέθανε πριν καν προλάβει να τη γνωρίσει. Η μεγάλη αυτή απώλεια διαπότισε την ψυχολογία των γονιών της με πίκρα και σκέπασε την οικογενειακή ατμόσφαιρα με ένα διαρκές γκρι πέπλο. Μπορεί εκείνη να ήταν πολύ μικρή, τήν ένιωθε όμως τη σκοτεινή αύρα αυτού του πέπλου. Γι' αυτό και η ποίηση, στα μαγικά νερά της οποίας «βούτηξε» από πολύ νωρίς ήταν ένας τρόπος να αναπνεύσει, να βγει στην επιφάνεια να επιβιώσει.

Ειδικά τα εφηβικά της χρόνια υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολα καθώς χρειάστηκε να παλέψει, για χρόνια, με το τέρας της νευρικής ανορεξίας, μιας δύσκολης και απειλητικής για την ζωή ασθένειας την οποία η ίδια απέδιδε τόσο στον θάνατο της αδελφής της όσο και στην προσπάθειά της να διεκδικήσει την αυτονομία της από την μητέρα της. Κάποια περίοδο χρειάστηκε να διακόψει το σχολείο προκειμένου να επικεντρωθεί στη θεραπεία της: «Αυτό που ένιωθα πιο έντονα εκείνη την περίοδο ήταν πως δεν ήθελα να πεθάνω» θα εξομολογηθεί η ίδια χρόνια αργότερα για το δύσκολο αυτό κομμάτι των νεανικών της χρόνων. Το πάλεψε λοιπόν με όλες της τις δυνάμεις και με την βοήθεια της μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας τα κατάφερε.

Η αγάπη της για την ποίηση, στην οποία την είχαν μυήσει οι γονείς και ιδιαιτέρως ο πατέρας της που ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, άρχισε να μορφοποιείται μέσα από ειδικά σεμινάρια που παρακολούθησε στα ταραγμένα, λόγω της ασθένειάς της, φοιτητικά της χρόνια, με την βοήθεια των δασκάλων της. Μπορεί να μην κατάφερε να πάρει πτυχίο από το Columbia είχε όμως ανοίξει ο δρόμος γι' αυτό που πραγματικά της ταίριαζε.

Η Θλίψη της Κίρκης

Με σύστησα, εν τέλει
Στη γυναίκα σου, σα μια
Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην
Ιθάκη, σα μια φωνή
Χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη
Το υφαντό, γύρισε το κεφάλι
Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά
Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά
Να αποδώσει τη φωνή σε κάποια
Υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω
Αν γυρίσει πια στον αργαλειό της
Με όσα ξέρει τώρα. Όταν
Την δεις ξανά, πες της πως
Έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:
Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός
Είμαι και στη ζωή σου δια παντός.


Η πρώτη της ποιητική συλλογή θα δημοσιευθεί το 1968, λίγο μετά την διάλυση του πρώτου της γάμου ο οποίος διήρκεσε μόλις ένα χρόνο. Υπήρξαν αρκετά θετικά σε αυτή τα πιο ώριμα δείγματα δουλειάς της, ωστόσο, θα έρθουν κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '70. Το δεύτερο βιβλίο της που κυκλοφόρησε το 1975 με τίτλο «The House on Marshland» εξέπληξε ευχάριστα τους κριτικούς της εποχής οι οποίοι έκαναν λόγο για μια νέα ποιητική ανακάλυψη. Πολύ σύντομα θα αποδειχτεί πως είχαν απόλυτο δίκιο.

Μέσα στα επόμενα χρόνια θα γίνει μητέρα ενός αγοριού και θα ιδρύσει ένα ιδιωτικό ινστιτούτο μαγειρικής, δεν θα σταματήσει όμως να γράφει ποιήματα. Άλλη μια νέα τραγωδία, ωστόσο, βρισκόταν καθ΄οδόν. Το 1980 μια πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς το σπίτι της μαζί με όλα της τα υπάρχοντα. Ήταν τότε, που στην απεγνωσμένη της προσπάθεια να αντιμετωπίσει το νέο αυτό κακό που την βρήκε έγραψε την, κατά πολλούς καλύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Ο Θρίαμβος του Αχιλλέα», ένα έργο που της χάρισε μια θέση ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες ποιητές της εποχής της. Επισήμως, ωστόσο, η αναγνώριση θα έρθει λίγα χρόνια αργότερα με το «Wild Iris» που θα αποσπάσει το βραβείο Πούλιτζερ.

Η αληθινή ζωή, ειδικότερα οι τραγικές πτυχές της, δεν έπαψαν ποτέ να την συγκλονίζουν και να την εμπνέουν παράλληλα. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να σιωπήσει ποιητικά απέναντι σε μια ιστορική τραγωδία όπως αυτή της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, της ημέρας που άλλαξε τον κόσμο. Το συγκλονιστικό ποίημά της με τίτλο «October», που κυκλοφόρησε το 2004, και ήταν βασισμένο στον αρχαίο ελληνικό μύθο για διερευνήσει τις πτυχές των τραυματικών εμπειριών και της ψυχικής ταλαιπωρίας, υπήρξε μία από τις πολύ δυνατές στιγμές της.

Συνδυάζοντας την ποιητική γραφή με την διδασκαλία σε μεγάλα πανεπιστήμια η Λουίζ Γκλουκ συνέχισε να τροφοδοτεί την παγκόσμια λογοτεχνία με τα σπουδαία ποιητικά έργα αλλά κυρίως να αποτυπώνει ζωντανά κομμάτια της ψυχής της, μεταμορφωμένα σε στίχους, ελπίζοντας πως η μαγική δύναμη της ποίησης θα καταφέρει να γιατρέψει τις πληγές των αναγνωστών της όπως γιάτρεψε και τις δικές της.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΚΑ,

Εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

•Από την εφημερίδα DOCUMENTO, ιστοσελίδα Newsroom

Η Αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ Γκλουκ (Louise Glück) η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 για τη «χαρακτηριστική ποιητική φωνή της που με την αυστηρή ομορφιά της κάνει παγκόσμια την ατομική εμπειρία» γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1943 και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. 

Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.

Θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες ποιήτριες των ΗΠΑ. Το έργο της διακρίνεται για την τεχνική ακρίβεια, την ευαισθησία πάνω στις θεματικές της μοναξιάς, των οικογενειακών σχέσεων, του διαζυγίου και του θανάτου με συχνές αναφορές στον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Συχνά την έχουν χαρακτηρίσει «ζοφερή» ή «σκοτεινή» ποιήτρια. Τα έργα της περιλαμβάνουν έντονα στοιχεία από τον προφορικό λόγο, ενώ οι ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί κάνουν την ποίησή της προσιτή στο ευρύ κοινό.

Το 1992 της απονεμήθηκε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της «The Wild Iris»το 1999 το Βραβείο Μπόλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της «Vita Nova». Το 2003 χρίσθηκε 12η «Poet Laureate» της Αμερικής. Στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό «Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης» για τη συλλογή της «Faithful and Virtuous Night».

Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα της Λουίζ Γκλουκ σε μετάφραση Σοφίας Γιοβάνογλου, όπως δημοσιεύονται στο www.poiein.gr

Πρώτη Ανάμνηση

Καιρό πριν, είχα πληγωθεί. Ζούσα για να μ’ εκδικηθώ ενάντια στον πατέρα μου, όχι γι’ αυτό που ήταν– γι’ αυτό που ήμουνα εγώ: απ’ το ξεκίνημα, στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα πως πόνος σήμαινε ότι δεν είχ’ αγαπηθεί. Σήμαινε ότείχα αγαπήσει.

First Memory

Long ago, I was wounded. I lived to revenge myself against my father, not for what he was— for what I was: from the beginning of time, in childhood, I thought that pain meant I was loved. It meant I loved.

(από τη συλλογή “Ararat”, 1990)

`

****** Η Κόκκινη Παπαρούνα

Το τέλειο δεν είναι να έχεις μυαλό. Αισθήματα: ω, τέτοια έχω∙ αυτά με κυβερνούν. Έχω έναν κύριο στον ουρανό τον λένε ήλιο, κι ανοίγοντας γιʼ αυτόν, του δείχνω της καρδιάς μου τη φωτιά, φωτιά σαν τη δική του παρουσία. Τι άλλο θα μπορούσε μια τέτοια δόξα να ʼναι παρά μια καρδιά; Ω, αδελφοί και αδελφές μου, πριν γίνετε άνθρωποι, παλιά, υπήρξατε ποτέ σας, σαν εμένα; Αφήσατε ποτέ τον εαυτό σας νʼ ανοίξει έστω μια φορά και ας μην άνοιγε ξανά ποτέ του; Γιατί, για να ʼμαι ειλικρινής, μιλάω τώρα σαν κι εσάς. Μιλάω γιατί είμαι κομμάτια.

*

The Red Poppy

The great thing is not having a mind. Feelings: oh, I have those; they govern me. I have a lord in heaven called the sun, and open for him, showing him the fire of my own heart, fire like his presence. What could such glory be if not a heart? Oh my brothers and sisters, were you like me once, long ago, before you were human? Did you permit yourselves to open once, who would never open again? Because in truth I am speaking now the way you do. I speak because I am shattered.

(από τη συλλογή «The Wild Iris», 1992)

`

*****

Νόστος

Στην αυλή ήταν μια μηλιά- αυτό θα ήταν πριν σαράντα χρόνια- πίσω της, μόνο αγρολίβαδα. Σωροί από κρόκο στο υγρό γρασίδι. Στάθηκα στο παράθυρο: τέλη Απρίλη. Λουλούδια ανοιξιάτικα μες στην αυλή του γείτονα. Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο στα γενέθλιά μου, τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη. Η εικόνα αντίβαρο στο ανυποχώρητο της γης. Τι ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος, τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές που ανεβαίνουν απʼ τα γήπεδα του τέννις- Λιβάδια. Άρωμʼ από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο. Τι περιμένεις από λυρική ποιήτρια. Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια. Τα άλλα όλα είνʼ ανάμνηση.

*

Nostos

There was an apple tree in the yard — this would have been forty years ago — behind, only meadows. Drifts of crocus in the damp grass. I stood at that window: late April. Spring flowers in the neighbor’s yard. How many times, really, did the tree flower on my birthday, the exact day, not before, not after? Substitution of the immutable for the shifting, the evolving. Substitution of the image for relentless earth. What do I know of this place, the role of the tree for decades taken by a bonsai, voices rising from the tennis courts — Fields. Smell of the tall grass, new cut. As one expects of a lyric poet. We look at the world once, in childhood. The rest is memory.

(από τη συλλογή “Meadowlands”, 1996)

`

******

Η Θλίψη της Κίρκης

Με σύστησα, εν τέλει Στη γυναίκα σου, σα μια Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην Ιθάκη, σα μια φωνή Χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη Το υφαντό, γύρισε το κεφάλι Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά Να αποδώσει τη φωνή σε κάποια Υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω Αν γυρίσει πια στον αργαλειό της Με όσα ξέρει τώρα. Όταν Την δεις ξανά, πες της πως Έτσι αποχαιρετάει μια Θεά: Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός Είμαι και στη ζωή σου δια παντός.

*

Circeʼs Grief

In the end, I made myself Known to your wife as A god would, in her own house, in Ithaca, a voice Without a body: she Paused in her weaving, her head turning First to the right, then left Though it was hopeless of course To trace that sound to any Objective source: I doubt She will return to her loom With what she knows now. When You see her again, tell her This is how a god says goodbye: If I am in her head forever I am in your life forever.

(από τη συλλογή Meadowlands, 1996)

 ----

•Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

Νόμπελ Λογοτεχνίας: Στη Λουίζ Γκλικ το βραβείο για το 2020

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 απονέμεται στην αμερικανή ποιήτρια Λουίζ Γκλικ

Κουζέλη Λαμπρινή

08.10.2020, 14:18

Νόμπελ Λογοτεχνίας: Στη Λουίζ Γκλικ το βραβείο για το 2020 | tovima.gr

Η Σουηδική Ακαδημία αγαπά να μας εκπλήσσει. Μετά την απονομή του βραβείου στον τραγουδοποιό Μπομπ Ντίλαν το 2016, επανέρχεται φέτος στην αμερικανική ήπειρο για να απονείμει το εφετινό Νομπέλ στη νεοϋορκέζα ποιήτρια Λουίζ Γκλικ.

Όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι της Πέμπτης 8 Οκτωβρίου ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Ματς Μαλμ, το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας για το 2020 απονέμεται στην αμερικανή ποιήτρια Λουίζ Γκλικ για την «αδιαμφισβήτητα ποιητική φωνή της η οποία, μέσω μιας αυστηρής ομορφιάς, καθιστά οικουμενική την ατομική εμπειρία».

Παρότι η απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας σε ποιητή ή ποιήτρια, ύστερα από τρεις συνεχόμενες  βραβεύσεις πεζογράφων, ήταν μέσα στις προβλέψεις των παρατηρητών του βιβλίου, η επιστροφή στις ΗΠΑ, τόσο σύντομα μετά τη βράβευση του Ντίλαν, οπωσδήποτε δεν ήταν αναμενόμενη. Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν το Νομπέλ στην ήδη πολυβραβευμένη Λουίζ Γκλικ, δαφνοστεφή αμερικανή ποιήτρια για το 2003-2004, που καλλιεργεί με συνέπεια την ποίηση από το 1968 και έχει διδάξει ποίηση σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, υπαινίσσεται μια «αναθεώρηση» του σκεπτικού με το οποίο βραβεύτηκε ο Μπομπ Ντίλαν. Διάσημος καλλιτέχνης και δημοφιλής και ταλαντούχος τραγουδοποιός, ο Ντίλαν, παρότι έφερε την ποίηση κοντά στις απαρχές της, συνδέοντάς τη με τη μουσική, με τη συμπεριφορά του απέναντι στη Σουηδική Ακαδημία απαξίωσε και τους κριτές και το βραβείο το ίδιο. Τέτοια «ανοίγματα» συμμόρφωσης προς τις επιταγές μιας δήθεν προοδευτικής κοινής γνώμης —η οποία ζητούσε επί χρόνια την απονομή του Νομπέλ στον Ντίλαν— μάλλον δεν τα χρειάζεται το Νομπέλ, και η σημερινή απροσδόκητη βράβευση, μετά τους σοβαρούς κλυδωνισμούς στη Σουηδική Ακαδημία εξαιτίας του σεξουαλικού και οικονομικού σκανδάλου Αρνό, ίσως στέλνει το μήνυμα ότι η Ακαδημία έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή της.

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1943, η εβραϊκής καταγωγής Λουίζ Γκλικ μεγάλωσε στο Λονγκ Αϊλαντ. Στην εφηβεία της έπασχε από νευρική ανορεξία. Άρχισε να γράφει ποίηση σε μικρή ηλικία. Μετά το σχολείο παρακολούθησε μαθήματα ποίησης στο Πανεπιστήμιο Columbia χωρίς να αποφοιτήσει. Εμφανίστηκε με την πρώτη της ποιητική συλλογή Firstborn το 1968, άρχισε να βρίσκει ένα ιδιαίτερο ποιητικό ύφος στη δεύτερη συλλογή της The House on Marshland (1975) και καθιερώθηκε αργότερα με τη συλλογή The Triumph of Achilles (1985).

Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας

Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, η σχέση της με τη μητέρα της και η προσπάθεια να ανεξαρτητοποιηθεί από εκείνη, η μάχη της με τη νευρική ανορεξία, η εμπειρία της καταστροφής του σπιτιού της στο Βερμόντ από πυρκαγιά, η εμπειρία της μητρότητας και ο θάνατος του πατέρα της, ο έρωτας, η αποξένωση στον γάμο, το διαζύγιο αλλά και συλλογικά βιώματα όπως η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης  αποτελούν θεματικά ορμητήρια της ποίησής της που καταπιάνεται με καθημερινές, προσωπικές εμπειρίες της σύγχρονης ζωής και εμπνέεται από την ελληνορωμαϊκή μυθολογία και τη φύση.

Ποίηση χαμηλότονη, αυτοβιογραφική, εσωτερική, η ποίηση της Γκλικ κέρδισε σταδιακά την αποδοχή της κριτικής και την εκτίμηση του λογοτεχνικού κόσμου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν η δαφνοστεφής ποιήτρια των ΗΠΑ για το 2003-2004 και έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το National Βook Αward (2016), το Pulitzer Prize (1993) καθώς και το National Humanities Medal (2016) από τον πρόεδρο Ομπάμα. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών από το 1993 και εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και δοκίμια και έχει διδάξει ποίηση σε αρκετά πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Από το 2001 ως «Rosenkranz Writer in Residence» διδάσκει ποίηση στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.

Στην ανακοίνωση του βραβείου τηλεφωνικά, η Γκλικ δήλωσε έκπληκτη για την καλόδεχτη βράβευση. Οι δηλώσεις της λιτές. Δεν είναι άνθρωπος που αγαπά τα μεγάλα ακροατήρια. «Προτιμώ ένα μικρό, παθιασμένο κοινό» είχε δηλώσει όταν ανακηρύχθηκε δαφνοστεφής ποιήτρια των ΗΠΑ το 2003.

«Η φωνή της, ειλικρινής και ασυμβίβαστη, έχει χιούμορ και πνεύμα» σχολίασε μετά την ανακοίνωση ο πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας Αντερς Ολσον. «Χαρακτηρίζεται από μια σοβαρότητα, μια αυστηρότητα, και την απροθυμία να αποδεχτεί δόγματα πίστης. Στα ποιήματά της ο εαυτός αφουγκράζεται όσα κατέλιπαν τα όνειρα και οι ψευδαισθήσεις αλλά στέκεται απέναντί τους με τρόπο ανελέητο όσο κανείς άλλος. Ωστόσο, παρότι ούτε η ίδια δεν θα αρνιόταν τη σημασία που έχει η αυτοβιογραφική πρώτη ύλη στην ποίησή της, δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε εξομολογητική ποιήτρια».

Η Γκλικ είναι η 16η γυναίκα που βραβεύεται με το Νομπέλ Λογοτεχνίας και η πρώτη Αμερικανή μετά το βραβείο στην Τόνι Μόρισον το 1993.

Λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, δεν θα γίνει διά ζώσης η καθιερωμένη απονομή τον Δεκέμβριο, ενώ η τελετή και η διάλεξη της νομπελίστριας θα διεξαχθούν ψηφιακά.

Δείγματα γραφής

«Ο θρίαμβος του Αχιλλέα» (μτφ. Γιώργος Χουλιάρας)

Στην ιστορία του Πάτροκλου

δεν υπάρχει επιζών, ούτε καν ο Αχιλλέας

που ήταν σχεδόν θεός.

Ο Πάτροκλος τού έμοιαζε· φορούσαν

την ίδια πανοπλία.

Πάντοτε στις φιλίες αυτές

ο ένας υπηρετεί τον άλλο, ο ένας είναι πιο λίγος:

η ιεραρχία

είναι πάντοτε εμφανής, αν και οι θρύλοι

δεν είναι αξιόπιστοι –

πηγή τους είναι ο επιζών,

αυτός τον οποίο εγκατέλειψαν.

Τι ήταν τα ελληνικά πλοία που καίγονταν

μπροστά σε αυτή την απώλεια;

Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας

πενθούσε με όλη την ύπαρξή του

και οι θεοί είδαν

πως ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα

της πλευράς εκείνης η οποία αγαπούσε,

της πλευράς που ήταν θνητή.

«Νόστος» (μτφ. Σοφία Γιοβάνογλου)

Στην αυλή ήταν μια μηλιά —

αυτό θα ήταν πριν

σαράντα χρόνια— πίσω της,

μόνο αγρολίβαδα. Σωροί

από κρόκο στο υγρό γρασίδι.

Στάθηκα στο παράθυρο:

τέλη Απρίλη. Λουλούδια ανοιξιάτικα

μες στην αυλή του γείτονα.

Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο

στα γενέθλιά μου,

τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε

πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο

αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη.

Η εικόνα αντίβαρο

στο ανυποχώρητο της γης. Τι

ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος,

τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες

τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές

που ανεβαίνουν απʼ τα γήπεδα του τέννις-

Λιβάδια. Άρωμʼ από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο.

Τι περιμένεις από λυρική ποιήτρια.

Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.

Τα άλλα όλα είνʼ ανάμνηση.

Δείτε εδώ τον κατάλογο των εκδόσεων και των βραβείων της Λουίζ Γκλικ:

https://english.yale.edu/people/adjunct-professors-and-senior-lecturers-creative-writers/louise-gluck

Ποιήματά της στα ελληνικά έχουν μεταφράσει η Δήμητρα Κωτούλα στο περιοδικό Ποίηση (τχ. 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2004), ο Γιώργος Χουλιάρας στο ηλεκτρονικό περιοδικό hartismag.gr (Μάιος 2019), η Σοφία Γιοβάνογλου στο ηλεκτρονικό περιοδικό poiein.gr και οι Κώστας Λιννός (2014) και George Le Nonce (2019) στο περιοδικό frear.gr. Ποιήματά της αναμένεται να εκδοθούν σύντομα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού και Δήμητρας Κωτούλα.

«Ευδαιμονία» (μτφ. Κώστας Λιννός)

Ένας άνδρας και μια γυναίκα είναι ξαπλωμένοι
Σ’ ένα λευκό κρεβάτι. Είναι πρωί. Σκέφτομαι
Πως όπου να ’ναι θα ξυπνήσουν.
Στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι
Βρίσκεται ένα βάζο με κρίνους· στους λαιμούς τους
Μικρές λίμνες απ’ το φως του ήλιου.
Τον παρακολουθώ να γυρίζει προς το μέρος της
Σαν για να προφέρει τ’ όνομά της
Αλλά σιωπηλά, βαθιά στο στόμα της−
Στο περβάζι του παράθυρου,
Μια, δυο φορές, ένα πουλί κελαηδά.
Και τότε εκείνη σαλεύει· το σώμα της
Γεμίζει με την ανάσα του.

Ανοίγω τα μάτια μου· με παρατηρείς.
Σχεδόν πάνω απ’ αυτό το δωμάτιο ο ήλιος γλιστρά.
Κοίτα το πρόσωπό σου, λες,
Κρατώντας το δικό σου κοντά μου
Για να το κάνεις έναν καθρέφτη. Πόσο ήρεμη είσαι!
Κι ο φλεγόμενος τροχός
Περνά απαλά από πάνω μας.

«Κόκκινη παπαρούνα» (μτφ. Δήμητρα Κωτούλα)

Η ουσία,

η πιο βαθιά ουσία είναι να μην έχεις

σκέψη. Αισθήματα:

ω, κι αν δεν έχω από δαύτα — με

κατέχουν όλη. Έχω

τον αφέντη μου στον ουρανό,

τον ήλιο, κι ανοίγω

γι’ αυτόν, του δείχνω τη φωτιά,

τη φωτιά της καρδιάς μου, φωτιά

δεν είναι και η παρουσία του;

Τι άλλο μπορεί να είναι τέτοια δόξα

αν όχι ψυχή, καρδιά; Ω αδέρφια μου, αδερφές μου,

κι εσείς δεν ήσαστε κάποτε έτσι, κάποτε, παλιά,

προτού να γίνετε ανθρώπινοι; Δεν το

επιτρέπατε κι εσείς στον εαυτό σας

να ανοίξει διάπλατα για μια μοναδική φορά

που να μην έχει ύστερα πάλι; Γιατί, αληθινά,

τώρα μιλώ

όπως θα μιλούσατε και εσείς. Μιλάω

γιατί είμαι ρημαγμένη.

 ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

----

     Σημείωση:

Το τζόκερ του Νομπέλ έπεσε και πάλι στην μεγάλη Αμερικανική Ήπειρο. Μετά τον ποιητή, στιχουργό και μπαλαντοποιό Μπόμπ Ντύλαν, η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε την ουγγρο-αμερικανή ποιήτρια Louise Gluck. Ενώ πριν δύο χρόνια είχε βραβεύσει την πολωνή ποιήτρια Όλγκα Τοκάρτσουκ. Ενώ έχει πέρασε σχεδόν μια τριακονταετία, παρά κάτι (1993) όταν βραβεύθηκε η αμερικανή πεζογράφος Τόνυ Μόρισσον. Μεγάλος ο χορός των βραβευμένων, μεγαλύτερος εκείνος που δεν τιμήθηκαν. Η Ελλάδα τιμήθηκε δύο φορές. Γιώργος Σεφέρης (1963), Οδυσσέας Ελύτης (1979). Το έχασε από ελληνικές συγγραφικές δολοπλοκίες ο Νίκος Καζαντζάκης. Το έχασε ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, η Κική Δημουλά. Η Κυπριακή Δημοκρατία «ευτύχησε» τούρκικης μουσουλμανικής κατοχής αλλά όχι ενός λογοτεχνικού Νόμπελ. Αρνήθηκε να το παραλάβει (1964) ο γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ. Ο πρώτος που τιμήθηκε, ήταν ο Γάλλος ποιητής και δοκιμιογράφος Ρενέ Σιλί Πριντόμ, (16/3/1839-Σατενέ 1907). Ποιος τον θυμάται άραγε; Από την σειρά των γυναικών συγγραφέων, το 1909 το παίρνει πρώτη η Σουηδή Selma Lagerlof. Το 1926 βραβεύεται η Ιταλίδα μυθιστοριογράφος Γκράτσια Ντελέντα. Ενώ δύο χρόνια μετά, το 1928 το βραβείο παίρνει η Νορβηγίδα Ζίγκριντ Ούντσετ. Ενώ το 1938, το λαμβάνει η Αμερικανίδα μάννα η Πέρλ Μπακ. Αμέσως μετά τον πόλεμο 1945 βραβεύεται η Χιλιανή ποιήτρια, πεζογράφος και παιδαγωγός Γκαμπριέλα Μιστράλ. Το 1966 η Γερμανίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας Νέλυ Ζακς παίρνει το Νομπέλ. Το 1991 η χώρα του Νέλσον Μαντέλα και του απαρχάιντ, με την φωνή και γραφή της Νοτιοαφρικανής διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου Ναντίν Γκόρντιμερ, λαμβάνει το πρώτο της Νομπέλ. Το πρώτο της Νομπέλ λογοτεχνίας η Πολωνία, του Λεχ Βαλέσα και του στρατηγού Γιαρουζέλσκι το είχε αποκτήσει το 1996 όταν η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε την πολωνή συγγραφέα Βισλάβα Σιμπόρσκα.  Ενώ έξωθεν του νυμφώνος της βράβευσης από την Σουηδική Ακαδημία έμεινε ο αργεντινός Χόρχε Λουϊς Μπόρχες, ο ιάπωνας Γιούκιο Μισίμα, ο αμερικανός Τζακ Λόντον, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ζαν Ζενέ, ο Τέννεσυ Ουίλλιαμς, ο Ρόμπερτ Μιούζιλ, η Βιρτζίνια Γουλφ και πολλοί άλλοι. Στην ελλάδα, από το 2004, η φετινή βραβευμένη αμερικανίδα ποιήτρια, μας έγινε γνωστή από την «ανθολογία» ποιημάτων της που μετέφρασε η Δήμητρα Κωτούλα, στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ που διευθύνονταν από τον έλληνα ποιητή Χάρη Βλαβιανό, και εκδίδονταν από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη. 

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου