Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Ο Γεώργιος Παπανδρέου αφηγείται

 

 Ο  ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ  ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ…

(Μια συνομιλία με τον Γεώργιον Παπανδρέου πρίν από πέντε χρόνια: «Η ελληνική δάφνη είναι πικρή»)

Του Ηλία Βενέζη, περιοδικό Νέα Εστία έτος ΛΘ΄- τόμος 77ος – τεύχος 901. Αθήναι, 15 Ιανουαρίου 1965, σ. 103-107.

     Πρίν από πέντε περίπου χρόνια είχα σκεφτή να πάρω μιά σειρά συνεντεύξεις από δέκα Έλληνες και Ελληνίδες-τους επιφανέστερους. Η συνομιλία μαζί τους θα είχε έναν χαρακτήρα εξομολογητικό-θα αναφερόταν στο παρελθόν, στις πιό κορυφαίες στιγμές του βίου του καθενός, στα πιό μύχια αισθήματα.

     Έτσι, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ανέβηκα στο Καστρί και συνάντησα τον Γεώργιον Παπανδρέου. Δεν ήταν τότε ούτε αρχηγός μεγάλου κόμματος, ούτε νικητής, ούτε, φυσικά, πανίσχυρος πρωθυπουργός. Το εναντίον. Ήταν ένας άνθρωπος σχεδόν μόνος και, απ’ ότι θυμάμαι, πικραμένος. Έμεινα μαζί του ώρες πολλές κι’ ύστερα κατέγραψα τη συνομιλία μας.

                Δεν ολοκληρώθηκε τότε, η σειρά αυτών των δέκα συνομιλιών, και ματαιώθηκε η δημοσίευσή τους. Έτσι έμειναν και τα χειρόγραφα της συνεντεύξεως με τον Γεώργιο Παπανδρέου σ’ έναν φάκελλο, στο συρτάρι μου.

                Προχτές, επαύριον των Χριστουγέννων, με κάλεσε ο Πρόεδρος στο Καστρί. Αναπαυόμενος, σε αυστηρή απομόνωση που επέβαλε στον εαυτό του για λίγες μέρες απ’ τον πυρετό της πολιτικής, ήθελε να μιλήση για ζητήματα της Τέχνης και του Θεάτρου και του Πνεύματος. Ευρήκα, στη γαλήνη της εξοχής, τον πανίσχυρο πρωθυπουργό μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα της απλότητος και του στοχασμού, όπως σ’ εκείνο το άλλο χειμωνιάτικο πρωινό, το πρίν από πέντε χρόνια, όταν το Καστρί δεν ήταν δύναμη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου καταδεχτικός, εγκάρδιος, με νεανική σχεδόν, όπως πάντα, διάθεση, μόνο λίγο κουρασμένος απ’ την αγρύπνια της εξουσίας, μίλησε και προχτές για πολλά. Μιά στιγμή του είπα:

-Θα θέλατε, κ. Πρόεδρε, ν’ ακούσετε τι μου είπατε πρίν από πέντε χρόνια, μέσα στην ίδια περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γαλήνης και της ηρεμίας, όταν όμως ήσαστε ένας άνθρωπος σχεδόν μόνος και χωρίς δύναμη;

     Θυμήθηκα εκείνη τη συνάντησή μας, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον. Είχα σκεφθή να πάρω μαζί μου, ανεβαίνοντας στο Καστρί, το χειρόγραφο της παλαιάς, αδημοσίευτης, συνεντεύξεως. Θέλησε να τη διαβάση ολόκληρη. Κάθε τόσο έδειχνε με τον πιο ενεργό τρόπο τη χαρά του, τη συγκίνησή του, την επιδοκιμασία του για την πιστότητα της περιγραφής, για την ακρίβεια με την οποία είχαν αποδοθή τα γεγονότα και οι σκέψεις του. Μιά στιγμή χαμογέλασε με πικρία, εκεί που ο λόγος ήταν για το πώς πληρώνεται η ελληνική δάφνη.

                Με τη συγκατάθεση του Προέδρου δημοσιεύεται τώρα αυτό το κείμενο. Ακριβώς όπως γράφτηκε πρίν από πέντε χρόνια, χωρίς ν’ αλλάξη ούτε λέξη.

     Πρωινό. Στο Καστρί. Στη βίλλα «Γαλήνη». Πελώρια πεύκα, ένας αρκετά μεγάλος κήπος περιβάλλουν το απέριττο, διόλου φανταχτερό, το εναντίον, απλό εξοχικό σπίτι όπου, από χρόνια πολλά, κατοικεί ο Γεώργιος Παπανδρέου. «Γαλήνη», γράφει μιά μικρή μαρμάρινη πλάκα στην πόρτα του κήπου. Και πράγματι η γαλήνη που βασιλεύει εκεί είναι απόλυτη. Στον κήπο, γύρω-γύρω στους φράχτες, αφήνουν τους σκίνους και τους θάμνους να βλασταίνουν ελεύθερα, για να ‘χη η γη την αλήθεια της.

     Ρίχνει χιονόνερο. Αλλά μες στη «Γαλήνη», στο σπίτι, όλα υποτάσσονται στο ίδιο ύφος: πολλή ζεστασιά, κανένας θόρυβος που να φτάνη απ’ το δρόμο, καμμιά φωνή σε υψωμένον τόνο. Ο άνθρωπος που βρίσκεται κάθε μέρα, επί τόσα χρόνια τώρα, στο προσκήνιο της ταραγμένης ελληνικής ζωής, που μάχεται αδιάκοπα-θέλει να ζή εδώ την άλλη όψη του ανθρώπου. Πού, έξω από το πάθος, αναζητεί την τελειότητα μέσα στο πνεύμα και μες στην ομορφιά.

     Οι τοίχοι του Γραφείου της «Γαλήνης» σκεπάζονται απ’ τις βιβλιοθήκες του Προέδρου. Πολλά γερμανικά βιβλία, λιγώτερα αγγλικά, οι κλασσικοί Έλληνες συγγραφείς, οι πρόσφατες εκδόσεις των συγχρόνων: Ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός. Στο μεγάλο τραπέζι όπου εργάζεται ο Πρόεδρος, κανένα χαρτί. Μόνο σ’ ένα βάζο ένα κίτρινο τριαντάφυλλο. Και μιά ασημένια πλάκα μ’ ένα βυζαντινό νόμισμα, με χαραγμένα από κάτω τα γράμματα:

                «Εις τον Πρωθυπουργόν της απελευθέρωσης της Ελλάδας Γεώργιον Παπανδρέου. Εις ανάμνησιν της 18ης Οκτωβρίου 1944. Η Επιτροπή των Αθηνών του Δ.Σ.Κ. 18 Οκτωβρίου 1948»

    Πλάι στο Γραφείο ένα μικρό εξαίσιο έργο, μιά κόρη, του Δημητριάδη. Πάνω σε μιά βιβλιοθήκη η φωτογραφία του Ανδρέα Γεωργίου Παπανδρέου με τρυφερή αφιέρωση του γιού προς τον πατέρα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έως χτές κοσμήτωρ της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, που έφθασε μόλις πρίν από λίγες μέρες στην Ελλάδα για να αναλάβη τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, είναι, δικαιολογημένα, το μεγάλο καμάρι του Προέδρου.

                Καθώς πρίν από κάθε άλλο, ο λόγος ήρθε για το γιό του, ο Πρόεδρος μου δείχνει τα κείμενα που τοποθετούν διεθνώς ως επιστήμονα τον κ. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.

-Δεν μιλώ για τα αμερικάνικα κείμενα, είπε. Αλλά για τα ευρωπαϊκά. Ιδέστε το “Mathematical Economics του R. G. D. Allen.

     Ο έγκυρος συγγραφέας αναφέρεται σε τρείς απόψεις του Keynes, του Modigliani, του Παπανδρέου.

    -Ιδέστε και τα πρόσφατα τεύχη του Γερμανικού λεξικού των Κοινωνικών Επιστημών.

     Οι εκπρόσωποι της μαθηματικής θεωρίας, πού διακρίνει το γερμανικό λεξικό είναι: ο Herber Simon, ο Jurgen  Kempsiki, ο Hans Albert και ο Ανδρέας Παπανδρέου.

     -Θα είσθε ευτυχής τώρα που γύρισε στην Ελλάδα, του είπα.

     -Έτσι έπρεπε, να γυρίση, είπε ο Πρόεδρος. Παραιτήθηκε από την σπουδαιότερην οικονομικήν Σχολήν της Αμερικής για να υπηρετήση την Ελλάδα. Τον συνεπήρε το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στη χώρα του. Θα το πληρώση με πικρίαν, ίσως, όπως όλοι μας. Αλλά είναι το τίμημα που το οφείλει. Στην Αμερική είχε, βέβαια, να κάμη ένα αγώνα ανόδου, αλλά δεν εδοκίμασε πικρία. Ευρήκε από παντού ενθάρρυνσιν. Εδώ η αναγνώριση έχει πίκρα πολλή.

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου σταμάτησε λίγο, ύστερα επιβεβαίωσε με παραδείγματα αυτό που είπε. Μες στα παραδείγματα δεν θέλησε να ονομάση και τον εαυτόν του.

     -Η ελληνική δάφνη είναι πικρή, πρόσθεσε. Αλλά το αντιστάθμισμα είναι ότι εδώ είναι ο τόπος σου. Είναι η Ελλάδα.

     Έλεγε και κύτταζε έξω επίμονα τα μεγάλα πεύκα της «Γαλήνης», τη γη, τον ουρανό που κάπου κάπου ξάνοιγε. Η ησυχία είναι πάντα απόλυτη. Βοηθούσε μια διάθεση εξομολογητική, την αναδρομή στις αναμνήσεις.

     Υπέβαλα με διάκριση την ερώτηση τι από το πολυτάραχο παρελθόν των πρώτων πενήντα χρόνων του αιώνα μας του μένει πιό ζωηρό ως ανάμνηση και ως συγκίνηση.

     -Ξεύρετε τι δύσκολον είναι η αξιολόγηση των συγκινήσεων, είπε ο Πρόεδρος. Εγνώρισα τον Ελευθέριον Βενιζέλον, για πρώτη φορά, στο Βερολίνον, ως Πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελλήνων Σπουδαστών. Ήτο μία σφοδροτάτη συγκίνησις, αυτή η πρώτη επαφή. Εικοσιεπτά ετών διωρίσθην Γενικός Διοικητής του Αιγαίου. Ηγήθην της Επαναστάσεως εις το Αιγαίον, εις τον καιρόν του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου. Υπουργός έγινα εις την επανάστασιν του 22, προτού γίνω βουλευτής. Όλα αυτά ήσαν συγκινήσεις ζωηραί. Έρχονται έπειτα αι αναμνήσεις από την θητείαν μου ως Υπουργού της Παιδείας και έπειτα σε άλλαι αναμνήσεις, τα δυσάρεστα: πέντε φορές εμπήκα εις την φυλακή, πέντε φορές εστάλην εξορία κατά την πολυκύμαντην περίοδον. Αλλά δεν πρόκειται να αναζητήσω τας σφοδροτέρας συγκινήσεις, νομίζω ότι είναι δύο. Και ανάγονται, και αι δύο, εις την εποχήν της Πρωθυπουργίας μου, εις το 1944.

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου αφού έμεινε λίγο σιωπηλός, για να συγκεντρωθή και να αναπολήση, άρχισε να αφηγήται:

     -Είχα κάμει την Κυβέρνησιν της Εθνικής Ενώσεως εις την ξένην, με την συμμετοχήν και των κομμουνιστών. Η μεγάλη μου αγωνία ήταν αν θα ημπορούσα να γυρίσω εις την Ελλάδα. Ή μήπως οι κομμουνισταί-το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ-κατελάμβαναν, με κάποιαν πρόφασιν, την εξουσίαν αμέσως μετά την αποχώρησιν των Γερμανών, και εδημιούργουν τετελεσμένον γεγονός. Με τους κομμουνιστάς που ήσαν εις την Κυβέρνησίν μου ήμουν ήσυχος. Είχαν πεισθή να προχωρήσωμεν ομαλά. Αλλά μου ενέπνεαν ανησυχίαν οι κομμουνισταί πού ήσαν εις την Ελλάδα, και ιδίως ο Άρης Βελουχιώτης. Γι’ αυτό έστειλα εις τας Αθήνας τον Θεμιστοκλή Τσάτσον και τον Ζεύγον, διά να ασκήσουν όλην την επιρροήν των, εξ ονόματος της Κυβερνήσεως, και να προλάβουν οιοδήποτε πραξικόπημα.

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνέχισε την αφήγησή του:

     -Ο Ζεύγος εξετέλεσε, πράγματι, τιμίως την αποστολήν του και επέβαλε πειθαρχίαν εις τον κομμουνισμόν. Αλλά εγώ, ερχόμενος εις την Ελλάδα με το πλοίον από την Ιταλία, δεν ήξευρα τι ακριβώς εγίνετο εις την Ελλάδα. Όλη μου η αγωνία ήτο μήπως είχε συμβή το πραξικόπημα.

      Εφθάσαμε εις τον Πόρον 17 Οκτωβρίου 1944,  ημέρα Τρίτη. Δεν ήθελα να είναι ημέρα Τρίτη που η Κυβέρνησις θα έφθανε εις τας Αθήνας. Ο Λήπερ, ο Άγγλος πρέσβυς, ερωτούσε να μάθη «Μά γιατί;». Του είπα: «Ημέρα Τρίτη έπεσε η Κωνσταντινούπολις». Ο Άγγλος ήταν κατάπληκτος διά το ότι οι καιροί του Βυζαντίου επηρέαζαν ακόμη τόσον ζωηρά την ζωήν του έθνους. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα εγώ την πρόληψιν, και δεν εφοβόμουν να φθάσωμε ημέραν Τρίτην στα Αθήνας. Αλλά εφοβήθηκα μήπως γίνη πρόληψις του λαού ότι εις την αποφράδα ημέραν έγινεν η απελευθέρωσις της πατρίδος.

     Έπειτα από μικρή διακοπή ο Γεώργιος Παπανδρέου συνέχισε:

     -Όταν το πλοίον μας εμπήκε στον Πόρο, κάτι βάρκες, φτωχοί νησιώτες, ήλθαν και έπεσαν πλάϊ στο βαπόρι. Ήσαν οι πρώτοι Έλληνες που εβλέπαμε. Και όπως σας είπα, είχα την αγωνίαν μήπως είχε συμβή πραξικόπημα εις την Ελλάδα. Λένε από το πλοίον μας στις βάρκες: «Ξέρετε ποιοί είναι στο βαπόρι επάνω;» «Δεν ξέρουμε. Ποιοί είναι;». «Είναι ο Παπανδρέου! Η Κυβέρνησις!» Είπαν αμέσως από κάτω απλά, εγκάρδια: «Καλώς ήλθατε! Σας περιμέναμε!». Και μας επρόσφεραν  ό,τι είχαν, λίγα πορτοκάλια.

      «Αυτή η πρώτη ελληνική φωνή, των πτωχών νησιωτών του Πόρου, ήτο και μένει από τας σφοδροτέρας  συγκινήσεως της ζωής μου. Η πρώτη πράξις είπα, πάει καλά. Μπαίνουμε ως Κυβέρνησις. Μετέφρασα στον Λήπερ τον χαιρετισμόν των νησιωτών του Πόρου. Την επομένην, 18 Οκτωβρίου, φθάναμε εις τας Αθήνας.

     -Θέλετε κ. Πρόεδρε, να θυμηθήτε τώρα το άλλο περιστατικό της ίδιας περιόδου, για το οποίο μιλήσατε προηγουμένως;

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου αφηγείται:

     -Η δευτέρα μεγάλη συγκίνησις της ζωής μου ήτο ενάμισυ μήνα αργότερα, εις τας 3 Δεκεμβρίου του 1944, την ημέραν της κομμουνιστικής στάσεως. Είχε ήδη αναγγελθή το συλλαλητήριον του ΕΑΜ εις την πλατείαν Συντάγματος και ήξευρα πλέον ότι πηγαίνομεν προς επανάστασιν. Είχα καλέσει τον Έβερτ, τον Διευθυντήν της Αστυνομίας, και του είχα δώσει οδηγίας: πάση θυσία να μήν πυροβολήσουν τα αστυνομικά όργανα. Επειδή ήθελα να γίνη και αντικειμενικώς βέβαιον ότι αυτοί είχαν την πρωτοβουλίαν της ενόπλου επιθέσεως, πράγμα που θα μου ήτο απαραίτητον και δια τας συμμαχικάς Κυβερνήσεις και δια την συμμαχικήν Κοινήν Γνώμην.

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνέχισε:

     -Ήμουν εις το σπίτι μου- εις την λεωφόρον Βασιλίσσης Σοφίας όπου έμενα τότε- εκείνο το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου του 1944. Και επερίμενα με αγωνίαν την έκβασιν του ενόπλου συλλαλητηρίου. Όταν, ξαφνικά, ακούσθηκαν πολλοί πυροβολισμοί. Είπα μέσα μου: «Ήρχισαν την επανάστασιν». Εδοκίμασα λύπην βαθύτατην. Αλλά ταυτοχρόνως είχα απόλυτον ηθικήν ηρεμίαν. Αισθανόμουν ότι είχα κάμει το πάν διά να αποφύγωμεν την επανάστασιν. Και ότι, εφόσον την απεφάσισαν, το χρέος μου ήτο να υπερασπίσω με κάθε θυσίαν και την Ελλάδα και την Δημοκρατίαν. Ήτο πλέον η ώρα του χρέους. Αυτή η συναίσθησις μου έκαμε  καλό. Μου έδιδε δυνάμεις δια την συνέχισιν του αγώνος.

     Αν και η ώρα είχε περάσει,  η συνομιλία με τον Γεώργιον Παπανδρέου συνεχίστηκε ακόμα πολύ. Ο Πρόεδρος έμπαινε τώρα σε μιάν άλλη περιοχή: αναζητούσε τον χαρακτήρα, καθώριζε την εσωτερική σύσταση μεγάλων φυσιογνωμιών του παρελθόντος, μελετώντας τις πράξεις τους, τις αντιδράσεις τους σε διάφορες περιόδους. Ο κύριος λόγος ήταν για τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

     Είμαστε πάντα στο Καστρί, στη «Γαλήνη», το εξοχικό σπίτι του Προέδρου. Έξω χιονίζει. Αλλά μες στο απέριττο Γραφείο η ατμόσφαιρα είναι ζεστή. Και η διάθεση εξομολογητική.

     -Θέλετε, κύριε Πρόεδρε, είπα στον κ. Παπανδρέου, καθώς αναπολείτε το παρελθόν, να αναφερθήτε σ’ εκείνην την εποχή των εσωτερικών ανωμαλιών και των στρατιωτικών κινημάτων που γίνονταν στην πατρίδα μας στον καιρό τον μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων;

     Ο Πρόεδρος είπε:

     -Ενθυμούμαι αυτήν την στιγμήν μιάν ώρα προσωπικού κινδύνου εις τον καιρόν της δικτατορίας Παγκάλου. Με είχαν συλλάβει και ήμουν εις τας φυλακάς Αβέρωφ. Έτος 1925. Έξω ήτο ο Πλαστήρας, ο οποίος ωργάνωσε κίνημα εναντίον του Παγκάλου. Και με εθεώρει, ο Πάγκαλος, εμπνευστήν του Πλαστήρα. Γι’ αυτό με είχε επισημάνει περισσότερον από όλους τους άλλους.

     Ένα απόγευμα ήλθε εις την φυλακήν η είδησις ότι το βράδυ θα μας μεταφέρουν. Και ένας μικρού βαθμού αξιωματικός μας έφερε εμπιστευτικώς την πληροφορίαν ότι έχει σχεδιασθή η δολοφονία μου κατά την μεταφοράν μου, με την πρόφασιν δήθεν αποπείρας δραπετεύσεώς μου. Έγραψα ένα γράμμα εις το σπίτι μου, χωρίς να κάμω σαφή την ανακοίνωσιν της πληροφορίας. Ήμουν πάντως πεπεισμένος ότι αυτό θα συνέβαινε οπωσδήποτε, διότι εγνώριζα τον Πάγκαλον και ταςς μεθόδους του, και ήξευρα ότι με εμίσει.

     Ο κ. Παπανδρέου, αφού εστάθη λίγο να συγκεντρώση τις αναμνήσεις του, συνέχισε την αφήγησή του:

     -«Το ίδιο εκείνο βράδυ, τα μεσάνυχτα, έγινε η μεταφορά μας από τας φυλακάς Αβέρωφ. Μας επήγαν-πολιτικούς και στρατιωτικούς κρατουμένους-εις το Φρουραρχείον των Αθηνών. Από εκεί μας μετέφεραν εις τον Ναύσταθμον. Όταν το πλοίον που μας μετέφερε έφθασε εις τον Ναύσταθμον, ήλθε ένας αξιωματικός του πλοίου και είπε:

      «Να εξέλθουν από το πλοίον οι αξιωματικοί!»

      Εβγήκαν οι κρατούμενοι αξιωματικοί. Έπειτα ο αξιωματικός του πλοίου είπε:

     «Να εξέλθουν οι πολίται, εκτός του κ. Παπανδρέου!»

      Τότε ενόμισα ότι η εκτέλεσις, που είχε αναβληθή καθ’ οδόν, θα εγίνετο εις τον Ναύσταθμον. Ήλθαν, με επήραν και με επήγαν εις την φυλακήν του Ναυστάθμου, όπου εκρατήθην υπό απόλυτον απομόνωσιν επί μήνας πολλούς. Η απόφασις της εκτελέσεως είχε, φαίνεται, εις το μεταξύ, μεταβληθή»

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου θυμήθηκε έπειτα, καθώς ανέδραμε στο παρελθόν, τη μεγάλη περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου και της συνεργασίας μαζί του. Από τις πολλές αναμνήσεις και τα πολλά περιστατικά του καιρού εκείνου, ο κ. Παπανδρέου, για να ανταποκριθή  στην παράκληση του συνομιλητού του, απομονώνει εκείνα τα σημεία μπορούν να φωτίσουν τον άνθρωπο, την ψυχική του διάθεση, τον χαρακτήρα του μεγάλου πολιτικού.

     Ένα ερώτημα:

     -Είναι ακριβές αυτό που λέγεται, ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξεμηδένιζε τους συνεργάτες του;

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου μιλά με θαυμασμό για τον Κρητικό.

     -«Όχι, δεν είναι διόλου αληθές ότι εξεμηδένιζε τους συνεργάτας του. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ετίμα τους συνεργάτας του.

     Ακούστε δυό περιστατικά: Επήρα την απόφασιν, ως Υπουργός της Παιδείας, να κλείσω τα ξένα δημοτικά σχολεία διότι έκαναν προπαγάνδα, και να αφήσω μόνον Μέσης Παιδείας ξένα σχολεία. Την απόφασιν αυτήν την επήρα απόντος του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήτο εις το εξωτερικόν. Η απόφασίς μου επροκάλεσε μεγάλον σάλον εις τους κύκλους των ξένων, που εκινητοποίησαν τας κυβερνήσεις των, ιδίως οι Γάλλοι, οι Φρέρηδες. Τότε ο Αριστείδης Μπριάν έκαμε διάβημα εις τον Βενιζέλον, που ήτο εις το Παρίσι, και ο Βενιζέλος μου ετηλεγράφησε να ματαιώσω το μέτρον. Του απήντησα ότι εγώ είχα εξαγγείλει το μέτρον, ότι το θεωρώ επιβεβλημένον και υποβάλλω την παραίτησίν μου.

     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μου ετηλεγράφησε να τον περιμένω. Όταν επέστρεψε, με εκάλεσε να φάμε μαζί. Έμενε εις το «Πεντελικόν», στην Κηφισιά. Καθώς ανεβαίναμε με το αυτοκίνητό του στην Κηφισιά μου λέει:

                «Οι τολμηροί έχουν δίκιο»

                Του απήντησα:

                «Από σας το εδιδάχθην, Κύριε Πρόεδρε».

     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρίν φύγη από το Παρίσι, είχε ήδη κάμει, κατόπιν του τηλεγραφήματός μου διάβημα εις τον Μπριάν, τον οποίον παρεκάλεσε να μη επιμένη δια την ανάκλησιν του μέτρου.

      Το δεύτερο περιστατικό που θυμήθηκε εν συνέχεια, στη συνομιλία μας, ο Γεώργιος Παπανδρέου για να καθορίση τη στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέναντι των Υπουργών του, αναφέρεται στη σύμβαση οδοποιϊας Μακρή, πού είχε συνάψει προκάτοχός του κυβέρνησις.

     Ο κ. Παπανδρέου, κατά τη διάρκεια της Βουλής του 1928-32, βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, επέκρινε ζωηρά μέσα στη Βουλή τη σύμβαση και ζητούσε την ακύρωσή της, αντιτιθέμενος προς τον Βενιζέλον. Ιδού μιά σχετική στιχομυθία από τα πρακτικά της Βουλής της 12 Φεβρουαρίου 1929, στη συζήτηση επί επερωτήσεως για τη σύμβαση της οδοποιϊας:

     «Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Είναι, λοιπόν, να υπάρξη σήμερον δισταγμός, οπότε νομική μεν δέσμευσις ουδεμία υφίσταται, αντίπαλος δε ημών δεν είναι ούτε Ίδρυμα εθνικόν, ούτε ανήρ εθνικός, αλλ’ είναι ιδιώτης επί μίαν πενταετίαν αποπειρώμενος να συλήση τον ιδρώτα του ελληνικού λαού; Ημπορούμεν σήμερον να έχωμεν δισταγμούς; Ιδού διατί, κύριοι βουλευταί, καταγγέλοντες από του βήματος τούτου το σκάνδαλον, και επικαλούμενοι της οικτράς τραγωδίας την ηθικήν κάθαρσιν, δεν έχομεν καμμίαν αμφιβολίαν ότι η φωνή ημών-και η φωνή της Βουλής-θα εύρη απήχησιν εις την ψυχήν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως.

     ΑΛ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Νομίζομεν ότι πρέπει να απαντήση ο κ. Υπουργός.

     ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (πρωθυπουργός): Πρέπει να συνεννοηθή με τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως δια να ομιλήση… Εάν ζητήσω τώρα να κάμω αγώνα, θα ευρεθώ ηττημένος. Πρέπει, λοιπόν, και ημείς να οπλισθώμεν διά να σας απαντήσωμεν. Και εάν συμφωνήσωμεν με σας έχει καλώς. Ή, εάν αντιταχθώμεν, να αντιταχθώμεν με κάποιας ελπίδας, διότι θα έχωμεν και ημείς τα αυτά όπλα».

     Αυτή ήταν η στιχομυθία σ’ εκείνη τη Βουλή του 1929.

     Αφηγείται τώρα ο Γεώργιος Παπανδρέου:

     -«Πρό της πτώσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου έγινα Υπουργός των Συγκοινωνιών της Κυβερνήσεώς του. ‘Όταν πήγα διά την πρώτην συνεργασία μου με τον Πρωθυπουργόν, του είπα:

     «Κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι θα έχω όλην την ενίσχυσίν σας εις το έργον μου».

     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μου είπε:

     «Μήπως δεν την είχε εις το Υπουργείον της Παιδείας;».

     Του απάντησα:

          «Και εκεί την είχα. Αλλά εκεί διαχειριζόμην θέματα πνεύματος. Εδώ θα διαχειρισθώ θέματα ύλης, η οποία παρουσιάζει αντίστασιν».

     «Προχώρησε, μου είπε, και θα είμαι μαζί σου . Τι θέλεις να κάμης;»

     «Πρώτον, θα πληροφορήσω την Πάουερ ότι υπάρχει Κράτος».

     «Είμαι σύμφωνος», είπε ο Βενιζέλος.

     «Δεύτερον, συνέχισε ο Γεώργιος Παπανδρέου, θα ακυρώσω την σύμβασιν οδοποιϊας Μακρή».

     «Αυτό είναι αδύνατον! Είπε ο Βενιζέλος. Εγώ τέσσερα χρόνια ως κυβερνήτης υποστηρίζω αυτήν την σύμβασιν. Πώς είναι δυνατόν ο ίδιος να την καταργήσω;»

     «Και εγώ, του είπα, επί έξη χρόνια κατηγορώ αυτήν την σύμβασιν. Πώς είναι δυνατόν να την εφαρμόσω;»

     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος:

     «Και τίνος θα περάση; Είναι δυνατόν να υποστηρίζης ότι θέλεις να κρατής ιδικήν σου γνώμην;»

     «Το υποστηρίζω, κύριε Πρόεδρε. Και θα σας εξηγήσω τους λόγους. Ο ιστορικός του μέλλοντος βεβαίως δεν θα γράψη ότι «ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε μέγας ανήρ, αλλά εις την σύμβασιν της οδοποιϊας Μακρή υπήρξεν ανακόλουθος». Όμως δι’ εμέ, όχι ο ιστορικός του μέλλοντος, αλλά ο καθημερινός τύπος θα γράψη ότι «αυτός ο νέος πολιτευτής επί έξη έτη επέκρινε την σύμβασιν, και διά να γίνη υπουργός ελησμόνησε όλας τας επικρίσεις του".

     Ο Βενιζέλος- αφηγείται ο κ. Παπανδρέου-εστεναχωρήθη, εγέλασε και μου είπε:

     «Κάμε ό,τι θέλεις;». Επήγα εις το υπουργείον Συγκοινωνίας, και εδήλωσα ότι η σύμβασις Μακρή ακυρούται».

     Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναθυμάται τώρα την κρίσιμη συνάντησή του με τον άλλον μεγάλον γέροντα, τον Ουϊνστον  Τσώρτσιλ. Στη Νεάπολη 8 Οκτωβρίου του 1944.  Ο Τσώρτσιλ, πηγαίνοντας για την Μόσχα, συναντήθηκε με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και του έθεσε το ζήτημα αμέσου επιστροφής του Βασιλέως των Ελλήνων στην Ελλάδα.

-«Έμεινα κατάπληκτος, αφηγείται ο κ. Παπανδρέου. Ενόμιζα ότι είχα εξηγήσει σαφώς την θέσιν μου: Ο Βασιλεύς θα παρέμενε εις το Λονδίνον μέχρι της διενέργειας δημοψηφίσματος. Απήντησα: «Κύριε Πρόεδρε, όλα αυτά έχουν τακτοποιηθή. Ο Βασιλεύς θα παραμείνη εις το Λονδίνον μέχρις ότου αποφασίση περί της τύχης του ο ελληνικός λαός». Ο Τσώρτσιλ ανεστατώθη. Και όταν επροχώρησεν η συζήτησις, είχε εξοργισθή. Είπε αποτόμως: «Επιθυμία μου είναι ο Βασιλεύς να επιστρέψη». «Εφόσον το επιθυμείτε, απήντησα, θα γίνη, αλλά με άλλον πρωθυπουργόν». Αυτό τον εξέπληξε και εφάνη καταπραϋνθείς. «Δεν τίθεται ζήτημα παραιτήσεως σας, είπε ο Τσώρτσιλ. Θα παραμείνετε Πρωθυπουργός μέχρι της ημέρας των εκλογών».

      Και εις το τέλος συνεφώνησε προς την πολιτικής Παπανδρέου ως προς την επιστροφήν του Βασιλέως.

     Η συνομιλία μας με τον Γεώργιον Παπανδρέου βρίσκεται στο τέλος της. Η αναδρομή στην πολυτάραχη πολιτική ζωή του σταματά εδώ, σ’ αυτή την ανάμνηση της συναντήσεως με τον Βρεττανό Πρωθυπουργό, περιστοιχισμένον απ’ τον Ήντεν, απ’ τον στρατηγόν Ουίλσον, απ’ τους στρατηγούς Αλεξάντερ και Σκόμπυ, στον κόλπο της Νεαπόλεως, λίγες μέρες πρίν απ’ την απελευθέρωση των Αθηνών.

     Η αναδρομή στα πολιτικά τελειώνει. Αλλά με τον Γεώργιον Παπανδρέου, κατ’ εξοχήν πνευματικήν προσωπικότητα, η συνομιλία, απ’ όπουδήποτε κι’ αν αρχίση, θα φθάση αναπόφευκτα και στην περιοχή του πνεύματος. Εκεί θα τελειώση.

     Ρώτησα τον Πρόεδρο για τις σχέσεις του τις προσωπικές, για τις αναμνήσεις του απ’ τους Έλληνες συγγραφείς του καιρού του, για το πώς βλέπει το έργο τους.

     -«Ενθυμούμαι τον Καζαντζάκην», είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Μόλις είχε γυρίσει από το πρώτο ταξίδι του στη Ρωσία. Ήλθε και με βρήκε και μου μίλησε με ενθουσιασμόν για τον κομμουνισμόν. Του είπα: «Ξεύρεις ποιά είναι η η γνώμη μου για σένα; Ότι είσαι πάντα ελεύθερος από τις ιδέες από τις οποίες φαίνεσαι κατεχόμενος». Μου λέει τότε ο Καζαντζάκης: «Αυτή είναι η καταδίκη μου. Γράψτε μου το σ’ ένα χαρτί». Του το έγραψα, όπως ήθελε, σ’ ένα χαρτί, το υπέγραψα και του το εδωσα».

     Συνεχίζει ο Πρόεδρος:

     -«Αυτός, πράγματι, ήτο ο Καζαντζάκης. Το επιβεβαιώνω ξαναδιαβάζοντας την «Οδύσσειαν». Για τον Καζαντζάκη υπάρχει μόνον το πνεύμα και η ύλη. Του λείπει το αίσθημα, η ψυχή. Είχε πνευματικήν υπερτροφίαν. Του έλειπε ο χυμός και της ζωής και του έργου, του έλειπε η πίστις, το αίσθημα».

     Ο λόγος ήρθε έπειτα για τον Παλαμά και για τον Καβάφη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου εξομολογείται:

     -«Πρέπει να σας το πώ ότι ο Παλαμάς ποτέ δεν με ενέπνευσε. Βέβαια, όταν ήμουν φοιτητής, ο «Νουμάς», με την ποίησιν του Παλαμά ήτο η πανήγυρις της ζωής μας. Αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο λιγώτερο συγκινούμαι από το έργο του. Η αντοχή εις την επανάληψιν είναι το κριτήριον της ποιότητος. Όταν θέλω να ξεκουρασθώ διαβάζοντας λίγους στίχους, θα πάρω τον Γρυπάρη, τον Πορφύρα, ακόμη και τον Φιλύρα. Πάνω απ’ όλους τον Καβάφη. Όχι τον Παλαμά. Είναι και ο Σικελιανός με τα μεγάλα φτερά του. Χτυπούσαν πολύ, -εννοώ τη μεγαλοστομία του, -αλλά ήταν φτερά».

     Εδώ τελείωσε η πολύωρη συνομιλία μας με τον πρωθυπουργόν της Απελευθερώσεως στο Καστρί.

«Το Βήμα», 29 Δεκεμβρίου 1964 και 5 Ιανουαρίου 1965.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, της Ακαδημίας Αθηνών.

Ελάχιστα:

     Οι καιροί που ζούμε, είναι όχι μόνο σκοτεινοί αλλά και πολύ δύσκολοι για όλους μας. Εννοώ την μεγάλη μάζα των ανθρώπων που είναι φτωχοί, άνεργοι, ανέστιοι, ζούνε κάτω από το όριο της επιτρεπτής φτώχειας. Έλληνες ή Αλλοδαποί. Βαλκάνιοι ή Ευρωπαίοι. Τι σημασία έχει  από πού κρατά η σκούφια της καταγωγής σου. Η οικονομική εξαθλίωση και η φτώχεια είναι κοινός παρανομαστής στο κλάσμα της Ζωής με αριθμητή την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι για να χρησιμοποιήσω μια παλαιότερη κλισέ διατύπωση των προηγούμενων πολιτικών δεκαετιών. Η πανδημία και τα εκατοντάδες προβλήματα που δημιούργησε στις ζωές όλων μας, επέφερε μια αναδιάταξη των δεδομένων της ζωής μας. Τίποτα πια δεν είναι σίγουρο και για κανέναν, μέχρι να βρεθούν το φάρμακο και το εμβόλιο. Και αυτά, με την σχετική επιφύλαξη, αν δεν έχουν παρενέργειες στην υγεία μας ή άλλες επιπτώσεις στον οργανισμό μας. Όμως αυτό, είναι ένα θέμα που μπορεί να μας το απαντήσει μόνο μάλλον η Επιστήμη.  Η οποία πάντοτε στηρίζονταν στην περιέργεια του ανθρώπου και την παρατήρηση των φαινομένων, και με αυτά τα δεδομένα, προχωρούσε και μας πρόσφερε τα συμπεράσματά της και την χρήση των επιτευγμάτων της. Μέχρι τότε, αποστάσεις, μάσκες και υπομονή. Οι κοινωνίες όμως, όπως και οι επιστήμες του ανθρώπου, χρειάζονται-χοντρικά και συνοπτικά να σημειώσω,-δύο παράγοντες για να οικοδομηθούν οργανικά ομαλά. Την κοινωνική και πολιτική ελευθερία και δημοκρατία του συνόλου των μελών τους, και την ατομική ευθύνη και ευσυνειδησία των ανθρώπων, την υπευθυνότητα στον επαγγελματικό ή κοινωνικό τους περιβάλλον. Μόνο που πλέον, το σημερινό των ημερών μας σύστημα κοινωνικών  αξιών της μεγάλης μάζας του ανθρώπινου πληθυσμού, έχει αλλάξει, αλλοιωθεί από τους παραδοσιακούς θεσμούς που αποτελούσαν συνεκτικούς δεσμούς οργάνωσης μιας Πολιτείας ενός κράτους. Δεν έχουν αλλάξει μόνο οι προτεραιότητες του βίου και οι κοινωνικές αξίες αλληλεγγύης των ανθρώπων, αλλά, και η αποδοχή εκείνων των ελάχιστων κοινωνικών ομάδων ή ατομικών περιπτώσεων, που αγωνίζονται ακόμα με δονκιχωτικό τρόπο, να διατηρήσουν ζωντανή μια μικρή φλόγα ανθρωπισμού, ευσυνειδησίας, ελευθερίας, δικαιοσύνης, υπευθυνότητας, συνυπευθυνότητας στους εργασιακούς χώρους  που επέλεξαν να διακονήσουν να εργαστούν. Με αφοσίωση και αυταπάρνηση. Δηλαδή να προάγουν ένα μοντέλο-παράδειγμα ανθρωπισμού, με τα πενιχρά προσωπικά τους μέσα, και περιορισμένα όρια κοινωνικής προσφοράς. Μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό, που πρυτανεύει η αλόγιστη κερδοφορία και ο χυδαίος οικονομισμός. Και κάθε μορφής παρανοϊκός φανατισμός. Που μας φανερώνει ότι, δεν είναι εύκολη η συνύπαρξη των ανθρώπων από διαφορετικές κουλτούρες και βαθμούς καλλιέργειας, θρησκευτικής παιδείας και αγωγής, ακόμα και στις νεότερες ηλικίες των ανθρώπων. Στις μέρες μας, ανάμεσα στις ανθρωπιστικές νησίδες, δύο παραδείγματα ξεχώρισαν που οφείλουμε να μνημονεύσουμε. Το ένα μας έρχεται από την Γαλλία, του καθηγητή γυμνασίου της Σορβόνης Σαμουέλ Πατί, που έχασε τόσο φριχτά την ζωή του από φανατισμένο νεαρό άτομο. Το άλλο ανθρωπιστικό παράδειγμα, προέρχεται από την Ελλάδα. Είναι του επιστήμονα γεροντολόγου Δημήτρη Καμπανάρου, που διατηρούσε τον οίκο ευγηρίας »Νέα Θάλπη», και ο οποίος έδωσε τέλος στην ζωή του, μην αντέχοντας το βάρος των προβλημάτων που έφερε η πανδημία. Δύο παραδείγματα σύγχρονων νέων ανθρώπων, που η απώλειά τους, δεν θα είναι μόνο απώλεια για τους δικούς τους ανθρώπους αλλά, θα αφήσουν δύο κενά ελευθερίας και ανθρωπιάς. Εργασιακή εντιμότητα και υπευθυνότητα, ευσυνειδησία. Ατομική στάση ζωής απέναντι στους συνανθρώπους τους, την κοινωνία. Δύο των πρόσφατων ημερών μας παραδείγματα, που μας θλίβουν βαθιά, μας δημιουργούν συναισθήματα απελπισίας και απογοήτευσης, καθώς διαπιστώνουμε ότι δύο ακόμα κεριά φωτεινά ζωής και ανθρωπιάς χάθηκαν τόσο άδοξα και άδικα. Οι κοινωνίες, μας και οι άνθρωποί της, δεν δέχονται παρεκκλίσεις από την σκληρή και αδυσώπητη οικονομική πραγματικότητα που είναι πλέον δομημένες. Η βία και ο θάνατος είναι παρών σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις τους. Πιστεύοντας ότι Πολιτική και Τέχνη συμβαδίζουν μέσα στην Κοινωνία, και αναγνωρίζοντας πλέον, ότι το μόνο που μπορεί να κάνει η Τέχνη είναι να μνημονεύει ή να δανείζεται τους ήρωές της και τα σύμβολά της από το κοινωνικό περιβάλλον που ζουν οι καλλιτέχνες,, μεταφέρω εις μνήμη των δύο αυτών Προσώπων, μια παλαιά συνέντευξη του μικρασιάτη μυθιστοριογράφου Ηλία Βενέζη, με παλαιό έλληνα πολιτικό, τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε πρώτα στην ημερήσια εφημερίδα «Το Βήμα» και κατόπιν στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις σελίδες «Η Κίνηση των ιδεών». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκέψεις του άνδρα πολιτικού για έλληνες συγγραφείς. Ιδιαίτερα η παρατήρηση και η κρίση για τον Κρητικό συγγραφέα είναι θεωρώ εύστοχη. Συνήθως διαβάζουμε κρίσεις και απόψεις συγγραφέων και ποιητών για πολιτικά πρόσωπα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε το αντίθετο. Ο πολιτικός να μιλά για συγγραφέα και το έργο του. Δηλώνοντας μας μάλιστα τις ποιητικές του προτιμήσεις ή αδιαφορίες. Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Καβάφης. Έκπληξη επίσης προκαλεί όπως ο ίδιος ο Πατρινός πολιτικός αναφέρει ότι διάβασε την «Οδύσσεια». Αυτό το σύγχρονο έπος της ελληνικής φυλής. Τέλος,  ίσως, κάποιοι έλληνες φιλόλογοι, θελήσουν να αναφέρουν στους μαθητές τους για τις δύο αυτές ανθρώπινες περιπτώσεις των ημερών μας. Ως σημεία των καιρών. Ίσως, έλληνες ποιητές ή συγγραφείς, να θελήσουν να αφιερώσουν εις μνήμη τους ένα τους ποίημα, ένα διήγημα, έναν λογοτεχνικό σχολιασμό. Στις μέρες μας, που την ατμόσφαιρα και το κλίμα της δικτατορίας, δεν το δημιουργούν πλέον οι στρατιωτικοί αλλά δεκάδες άλλοι κοινωνικοί και πολιτικοί δημόσιοι παράγοντες και εκδηλώσεις. Εύχομαι να λειτουργήσει με υπευθυνότητα και ανθρωπιά ο ελληνικός κλήρος, και να μην αρνηθεί να θάψει τον έλληνα αυτόχειρα, εφόσον η οικογένειά του το επιθυμεί. Τουλάχιστον, του το οφείλουν, απέναντι στην προσφορά  του και την φροντίδα ηλικιωμένων που επέδειξε στο σύντομο βίο του. Δύο περιπτώσεις ανθρώπων από διαφορετικές  χώρες και επαγγέλματα, που μας δείχνουν που βρίσκεται εμπράκτως η Ποίηση και η Πίστη των ανθρώπων. 

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 23 Οκτωβρίου 2020        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου