Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Οι ελληνικές μεταμορφώσεις της Έρημης Χώρας, μετά τον Πάτροκλο Γιατρά

 

         Μνήμη Ηλία Λάγιου

 (Άρτα 5/7/1958-Αθήνα 5/10/2005)

 

                Η  Ε Ρ Η Μ Η   Γ Η

                                                                   Άκουσα το κλειδί

                Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μόνο

                Καθένας με το κλειδί ανοίγοντας τη φυλακή του

                Καθένας με το κλειδί γκρεμίζοντας τη φυλακή του

                                    ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΓΙΑΤΡΑΣ

 

                  Η ΤΑΦΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

                                Και τώρα τί πρέπει να γίνει

                                σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων

                                σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;

                                                ΜΙΧΑΛΗΣ  ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Ο Απρίλης δεν κατέχει από αμυγδαλιές, κυοφορώντας

Πασχαλιές μεσ’ από τη βουρδουλιασμένη γης, αναδεύοντας

Γνώση και θέληση, αρδεύοντας

Προσκυνημένες  ρίζες μ’ εαρινή βροχή.

Τον χειμώνα παρηγοριόμαστε, σκεπάζοντας

Τη μουσκεμένη ενοχή με λήθη, θρέφοντας

Μιά ταγκισμένη ζωή με οικοδομές κι υπόσχεση ελέους.

Το θέρος μας αιφνιδίασε καθώς ξεχύθηκε από τη μάντρα της

                Καισαριανής

Αντάμα με τον ήλιο’ πυργώσαμε συννεφοτοιχισμένες ακροπόλεις,

Κι η μπόρα σύρθηκε ως τη γωνιά Πατησίων και Στουρνάρα

Εκεί πού γιορτάζαν τη λευτεριά και τους χτυπήσαμε…

Ich bin Kein Russin, stamm aus Komajini, echt…

Και σαν ήμασταν παιδιά ανεβήκαμε στον ελασίτη

Τον μπάρμπα μας, να γίνουμε ελευθερωτές’ τον στήσαν στα έξι

                μέτρα,

Και δείλιασα. Και φώναξε, Αλέξη,

Αλέξη, που πάς; Μά κλειδαμπάρωσε την πόρτα του σπιτιού μου.

Ήταν ωραία στα βουνά, θα σ’ άρεζε.

Η νάρκη μου κουφή, σχεδόν ολονυχτίς, μα κάθε μέρα παίρνω

                «Εστία».

Οι ρίζες απλώνουνται γρυπές, θεριεύουν τα κλωνάρια

Μέσα σ’ αυτά τ’ ανθρώπινα ερείπια. Τέκνο της οργής και της

                ανάγκης.

Τώρα έχεις χρέος να διδάξεις και να πράξεις, μιάς και γνώρισες

Τη φθινοπωρινή οδύνη των ξεχασμένων που δράξανε τ’ αστέρια,

Και δεν αποζητάς στον θάνατο σκοπό, στον θρήνο ανακούφιση,

Κι η πέτρα ανάβρυσε νερό και γλυκομουρμουρίζει. Μόνο

Τούτο το ακατανόμαστο ενύπνιο με την αιχμάλωτη φοβέρα,

(Δώσ’ μου το χέρι, σύντροφε, σφιγμένες οι γροθιές, ν’ αποδρά-

                σουμε απ’ το ενύπνιο)

Και θα ζήσουμε κάτι διαφορετικό

Κι από την αίσθηση της προδοσίας που μας κλέβει τη μέρα

Κι από τον εκδικητικό εφιάλτη που μας παραδίδει στη νύχτα’

Στην ανάβαση της τέφρας θα ζήσουμε τους ορίζοντες.

                Έκτορ ατάρ σύ μοί εσσι

                πατήρ και πότνια μήτηρ

                ηδέ κασίγνητος, σύ δε μοι

                θαλερός παρακοίτης.

«Όταν μ’ αγάπησες ήμουν δεκαεξάχρονη παιδούλα’

Μ’ έκραζες θυγατέρα του Σκαμάνδρου».

Μα σαν αυλάκωνα το χώμα πίσω απ’ το άρμα,

Σημμένος πιά μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά σου και τα μαλλιά

                μου μές στη λάσπη, δεν καταδεχόμουν

Το σέβας, ένας Θεός μ’ αγκάλιαζε, δεν ήμουν

Μήτε νικητής, μήτε νικημένος, και τα υπέφερα όλα απ’ την αρχή,

θηρεύοντας το  παρελθόν και το μέλλον στο πεπρωμένο ενεστώς.

Έσσεται ήμαρ ότ’ αν ποτ’ ολώλη Ίλιος ιρή.

Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ, διαβόητος μπολσεβίκος,

Είχε τα σώψυχά του, μολοντούτο

Λένε πώς είναι ο μεγαλύτερος επαναστάτης της Ευρώπης,

Με μιά διαβολεμένη τεχνική. Εδώ, κήρυξε,

Είναι ο πατέρας σας, ο γενειοφόρος καπετάνιος,

(Τούτα τα ψυχοκέρια ήσαν τα μάτια του. Προσευχηθείτε!)

Εδώ ‘ναι η Αφροδίτη, η Αφρόδω, η Δέσποινα των Λιμανιών,

Η δέσποινα των αντρών πολεμιστών,

Εδώ ο Ιούδας με τ’ αργύριά του, κι εδώ η δικαιοσύνη της Ιστο-

                ρίας,

Κι εδώ ο στρατοδίκης κι ο χαφιές, κι αυτή η καταδίκη

Με τη σφραγίδα, κάτι που βαραίνει το Κόμμα μας,

Κι άμα το δώ θα πικραθώ. Ο Μπελογιάννης

Χαμογελά κρατώντας το γαρίφαλο. Παλέψτε για τον κομμου-

                νισμό. Θα ‘ρθεί.

Βλέπω μές στην αυγή του τις μάζες να χρησμωδούν.

Σπασίμπα νταβάριτς. Αν πάς στο Κ. Ε.

Πέ τους πώς πρέπω να ‘βρει λύση μοναχό τους.

Σ’ αυτά συνέχεια μας επιτηρεί ο καιρός μας.

 

Ανύπαρκτη Χώρα,

Μέσα στην γκρίζα πραγματικότητα μιάς γεναριάτικης χαραυγής,

Παραίσθηση από ταφόπλακες σοβιέτ, τόσοι πολλοί,

Δεν το ‘χα συνειδητοποιήσει πώς έπρεπε να ξεκάνουμε τόσους

                πολλούς.

Γόοι επικοί για πάθια λυρικά,

Και κάρφωνες στου Παρθενώνα την ποδιά υγρά τα μάτια σου,

                θυμόσουν,

Κινούσαμε απ’ τον Άγνωστο και φτάναμε στου Παπασπύρου’

Εκεί που λιάζονται οι ζιγκολό, απαντώντας

Με ήχο νεκρό στο στερνό κάλεσμα της οφειλής.

Εκεί είδα έναν πού κάποτε περίσσια αγάπησα, και τον σταμά-

                τησα ουρλιάζοντας: «Αμάργκο!

Σύ πού ήσουνα μαζί μου στο Twins, την ντισκοτέκ των Σπετσών!

Το λείψανο που φύτρωσε είδωλο στον κήπο σου,

Είναι ομοαίματο αδέλφι σου; Πές μου, το γαμείς;

Ή μήπως τ’ αφάνισετο φαρμάκι της αλήθειας;

Ώ, κράτα μακριά το Πάθος, τον ξεσκεπάζει τον άνθρωπο,

Γιατί θα ξεράσει τη βρομιά μας στον αέρα!

Σύ! Αθάνατος θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός!»

                Ήταν το ’75 που έγραψα το «Οδοιπορικό», σε

                μεγάλες άσπρες κόλλες αναφοράς, με μαύρο

                στυλό. Γνώρισα σ’ ένα υπόγειο κουτούκι (όχι στο

                Μοναστηράκι, στην Πινδάρου-τώρα έκλεισε)

                έναν μεθύστακα γέρο’ Χιώτης ήταν. Λοιπόν το

                μαγαζί διέθετε μόνο κρασάκι κι αν πεινούσες

                πεταγόσουν στου Βασιλόπουλου κι αγόραζες την

                κονσερβούλα σου, σαρδελίτσα και τα λοιπά.

                Καθόμαστε όλοι μαζί, οι γέροι παρλαπίπιζαν

                εμείς ακούγαμε. Μόνο ο γέρο Χιώτης δε μίλαγε

                και πίστευα πώς τ’ αλκοολίκι του ‘χε πατήσει τις

                φρένες. Ώσπου, ένα μεσημεράκι του Δεκέμβρη,

                να τονε ο καλός σου γυρνάει και μου λέει: «Γιέ

                μου, πότε θα ξεμεθύσουμε να κάνουμε ένα καλό

                μεθύσι και πότε θα πεθάνουμε για να χορτά-

                σουμε ύπνος;» Τί να του πείς; Κούνησα το κεφάλι,

                τράβηξα μιά ντζούρα οίνο, έκανα τσιγάρο.          

 

                 ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΡΕΦΑ

                                Τον παίδα τόνδ’  έκτειναν  Αργείοι  ποτε

                                δείσαντες;  Αισχρόν τουπίγραμμά  γ’ Ελλάδι.

                                                                                ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Το κάθισμα που τραμπαλίζονταν, σα ραγισμένη θερμοκοίτη,

Έμοιαζε γύφτισσα πλαστικού, απέναντι όπου ο καθρέφτης

Πού κρέμονταν από καρφί πλουμισμένο με σκουριά σε τοίχο

                ιδρωμένο

Δίπλα σε καλεντάρι με ζωγραφιά ξεστήθωτης κοπέλας,

(Στα πόδια της γρασίδι, στο κοχυλάκι αυτί της σκουλαρίκι κρε-

                μεζί)

Ζευγάρωνε κόκα κόλες και τούρκικους καφέδες,

Αντιφεγγίζοντας το φώς στις πράσινες τσόχες, ενώ

Του καλαλένιου βραχιολιού της το στραφτάλισμα χυμούσε να το

                συναντήσει,

Περίλαμπρο φαντάζοντας σ’ ακόμα ηλιοκαμένο χέρι.

Σε μπουκάλες του κιλού και του μισόκιλου

Ξεβούλωτες, πληθαίναν τον χώρο με τη γεύση τους τα διάφορα

                ποτά.

Τα μπροστινά ξεσκονισμένα, τ’ άλλα όχι- προκαλούσαν, ερέθιζαν

Και πνίγαν μύτη και ψυχή μ’ οσμές διεγερμένες απ’ τον αέρα

Πού πλάκωνε λιγδής και πνιγηρός την αίθουσα, ανεβαίναν

Παχαίνοντας τις φλόγες σπίρτων κι αναπτήρων, θολώνοντας των

                γλόμπων το γυαλί,

Ποτίζανε καπνό τα ξύλινα τάβλια,

Ξυπνώντας πίσω από τον πάγκο, τον νεκρό παππού του καφετζή.

Το πετρέλαιο σκούρο και βαρύ, ταϊσμένο μπαμπάκι και οινόπνευμα,

Έκαιγε με φλόγα γαλαζωπή, στη μαντεμένια σόμπα,

Σ’ αυτό το αρρωστημένο δέος παίρναν ζωή οι ντάμες κι οι βαλέδες.

Πάνω απ’ τα κιβώτια της μπίρας, στην τηλεόραση, απεικονίζονταν

Ανοίγοντας αθέλητα παράθυρα στην καθημερινή  πληγή,

Η παραμόρφωση του ανθρώπου, του χαλασμένου τόσο μεθοδικά

Απ’ τα εκλεγμένα αφεντικά του’ κι όμως ένα μαγνητόφωνο

Τόνιζε τη σκηνή με το σιγόφωνο μέλος του

Κι ακόμη έψελνε, κι ακόμη γύρευε τον κόσμο,

«Στ’ άρματα, στ’ άρματα…» σ’ αυτιά χτισμένα.

Κι άλλες εικόνες ύστερα, διαφορετικές, γέννημα θρέμμα της φθοράς

Πρόβαλαν όμοιες κι απαράλλακτες στην οθόνη,

Ερχόνταν κι έφευγαν δηλώνοντας την αποχώρηση ζωών σπα-

                ταλημένων.

Άνοιγε η πόρτα κάπου κάπου κι έκλεινε ξανά.

Κάτω απ’ το φέγγος του λαμπτήρα, κάτω από το χτενάκι, η

                κόμη της

Άπλωνε ξεραμένα θάμνα που άρπαξαν φωτιά.

Δοκίμαζε να του μιλήσει κι έπεφτε σε μιά βασανισμένη επανά-

                ληψη.

«Αισθάνομαι θαυμάσια απόψε. Θαυμάσια, ναι! Μονάχα που ‘μια

                λίγο κουρασμένη. Αν έχεις πουθενά δουλειά μπορείς να

                φύγεις.

Αν πάλι μείνεις, θέλεις να μιλήσουμε; Ξέρεις, ποτέ δε μού ‘χεις

                πει κουβέντα για τον εαυτό σου. Δεν είναι αστείο;

Λοιπόν αφού δε φεύγεις να μιλήσουμε. Πες μου ό,τι θες. Πες μου

                για τη ζωή και τα όνειρά σου.

Ποτέ δε θέλησες να μου πεις τί συλλογιέσαι. Δε θέλησες, δεν μπό-

                ρεσες. Κι όλο απορώ, τί έχεις στο μυαλό σου. Πες μου.

                Παρακαλώ…»

Συλλογιέμαι τους πεθαμένους του ‘49

Και τα ποντίκια που μασουλάν τα κόκκαλά τους.

 

«Τί είναι αυτός ο θόρυβος;»

                                                Τα ζάρια στο διπλανό τραπέζι.

«Για κοίταξε τί φέρανε τα ζάρια. Φέρανε τίποτε καλό;»

                                Τίποτε’ φέρνουνε ποτέ καλό τα ζάρια;

«Δεν έχεις τίποτε άλλο να μου πείς; δεν

Ξέρεις τίποτε άλλο να μου πεις; Δεν

Ονειρεύεσαι τίποτε;»

 

Ονειρεύομαι

Τούτα τα ψυχοκέρια ήταν τα μάτια του.

“Are you alive or not? Is there nothing in your head?”

Λοιπόν

Για δες, αφού το θες’ τούτο τ’ αντάρτικο τραγούδι

Καλά μιλά

Τρελά γελά.

«Κι εγώ τί θες να κάνω τώρα; Τί να κάνω;»

«Θα φύγω στη στιγμή, θα πάω στο σπίτι μου να κλάψω,

Με το σημάδι της δαγκωματιάς σου στο λαιμό μου, έτσι. Για

                αύριο τί λέει το πρόγραμμα;

Υπάρχει τίποτε να κάνουμε κι εμείς;»

                                Ξύπνημα στις εννιά η ώρα το πρωί.

Βρέξει χιονίσει θα ‘ρθουμε εδώ ξανά, σ’ αυτές τις ίδιες τις καρέ-

κλες  πάλι

Και θα παίξουμε μιά παρτίδα πρέφα κι ύστερα κι άλλη κι άλλη

                κι άλλη,

Σκουπίζοντας τα λασπωμένα χέρια μας, και περιμένοντας τη

                μέρα που θα μας ζητήσουν.

 

Όταν ξαναμαζέψαν τον άντρα της Σταυρούλας, της  λέω,

-Δεν τα μασούσα γω τα λόια μου, της τα ‘πα απόξω από τα

δόντια,

ΑΡΑΤΕ  ΠΥΛΑΣ

Τώρα πού χώσαν μέσα τον Θοδωρή, να βάλεις μπρός το διαζύγιο.

Μιά μέρα θα ζητάς τα νιάτα σου πού τώρα σπαταλεύεις  καρτε-

                ρώντας τον

Πότες και θα πιστρέψει απ’ τα νησιά. Σ’ το δίνει ο νόμος το δια-

                ζύγιο, το ξέρω.

Χάιντε, μωρή Σταυρούλα, βγάλ’ απόφαση και τράβα,

Μπας και νομίζεις κιόλας πώς θ’ σ’ το ‘χτιμήσει;

Άκου κι εμέ πού σού μιλάω, της λέω, ο Θοδωράκης δε θ’ αντέ-

                χεται,

Εφτά χρόνια στην εξορία θα τόνε κάνουν άλλον άνθρωπο,

Για τον Θεό, η κάθε μιά στη θέση σου θα χώριζε, το χρέος σου

                το ‘πραξες περίσσια, της λέω.

Σταμάτα σε παρακαλώ, μου λέει. Δε σταματώ με τίποτε, της

                λέω.

Ά συνεχίσεις να μιλείς θα τσακωθούμεν άσκημα, μου λέει, και

                με καρφώνει με τα μάτια.

ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ

Αφού δε θέλεις να μ’ ακούσεις, έ, τότε σύρε να πνιείς, της λέω,

Μην και νομίζεις πώς ο κόσμος θα γνοιαστεί σαν κόψεις το

                λαιμό σου;

Σα θα σου κάνει τη ζωή πατίνι ο Θοδωρής, μην έρθεις να μου

                παραπονεθείς πώς δε σού τα’ πα.

Κοίτα πώς έχεις ρέψει αυτά τα χρόνια, δίχως και παιδί, της λέω.

(Και τα ‘χει κιόλας πατημένα τα εικοσιοχτώ.)

Τί φταίει γι’ αυτό ο Θοδωρής, μου λέει, αγριεύοντας,

Δε φταίει αυτός, κείνοι πού τον φυλάκωσαν τα φταίνε.

(Μόνο η καρδούλα της το ξέρει πώς το θέλει ένα παιδί.)

Να, σά θα ‘ρθει θα κάνουμε παιδί κι όλα θα σιάξουν όπως και

                τα θέμε.

Είσαι ντίπ κατά ντιπ μουρλή, της λέω.

Σ’ το υπογράφω πώς κι αν ακόμη τον αφήσουν, σ’ έξι μήνες θα

                τον χώσουν πάλι μέσα,

Τί θες και μου παντρεύεσαι αφού δεν έχεις ούτε άντρα ούτε

                παιδί, της λέω.

ΑΡΑΤΕ  ΠΥΛΑΣ

Λοιπόν, εκείνη την Τρίτη έλαβε γράμμα του Θοδωρή, κι έφκιαξε

                γλυκό,

Και ντύθηκε και στολίστηκε και μας προσκάλεσε όλες τις γει-

                τόνισσες να το φάμε στην υγειά του.

ΑΡΑΤΕ  ΠΥΛΑΣ

ΑΡΑΤΕ  ΠΥΛΑΣ

Κώστα, Δημητράκη, σκωθείτε αμέσως. Φρόσω, σύρε να βάλεις

                το καλό σου το φουστάνι.

Γλήγορα για την εκκλησία. Γλήγορα. Γλήγορα.

Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, καλήν ανάσταση.    

                Οι δικές μου μαντόνες, οι θεές μου.

                έχουν τα ονόματα Ημέρα, Νύξ, Εσπέ

                ρα, Χρυσολούλουδη.

                Ώρα του ποιήματος. Χαρισμένο στον

                Γιώργο (πού δε θέλησε να το κατά-

                λάβει), στη θεία Μαρία (πού δε θα

                μπορέσει να το διαβάσει).

       ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

                Της κλίνης του Προκρούστη τα υπόλοιπα

                κι οι κρεμασμένοι-δείχτες άκαμπτοι

                της Ιστορίας δείχνουνε την ώρα.

                Δώδεκα ακριβώς!

                                                ΦΙΛΗΣΙΑ ΣΤΑΘΗ

Του βουνού τα χιόνια κόκκινα βαφτήκανε’ τα παρατημένα κου-

                φάρια

Λιώνουν και σμίγουν το χώμα το ξερό. Ο βοριάς

Στη ματωμένη γης διαβαίνει, δακρυσμένος. Προδόθηκαν οι ήρωες.

Γράμμε μου, στράψε να σε δώ, τραγούδι για ν’ αρχίσω

Οι ράχες του βουνού σπαρμένες αυτόματα ντουφέκια, άδειες φυσιγ-

                γιοθήκες,

Στρατιωτικές  χλαίνες, γράμματα αγαπημένων γυναικών, οικο-

                γενειακές φωτογραφίες,

Κι άλλες χιλιάδες μαρτυρίες νυχτών αγρύπνιας. Προδόθηκαν οι

                ήρωες.

Και τ’ αδελφάκια τους, οι ξεκληρισμένοι γιοί των καπεταναίων

                του ‘21΄

Προδόθηκαν, κανένας δε μιλά γι’ αυτούς.

Πρό των συρματοπλεγμάτων Μακρονήσου, εκεί κάθισα κι έ-

                κλαψα…

Γράμμε μου, στράψε να σε δω, τραγούδι για ν’ αρχίσω,

Γράμμε μου, στράψε να σε δώ, την πίκρα τους να ζήσω.

Αλλά σα γδύνομαι τα μάτια μου αντικρίζω σε μια σκηνή προ-

                φητεμένη

Την ανάσταση των νεκρών, και τη δόξα τους ν’ αντιλαλεί στην

                οικουμένη.

Τα ποντίκια κυρίεψαν σιγά σιγά  την πολιτεία

Το βρομερό τους χνότο αφήνοντας στα άγια του λαού

Εκεί πού αυνανιζόμαστε στο ηλεκτροφωτισμένο αμφιθέατρο

Ατέλειωτα απογεύματα συνελεύσεων στον δεύτερο όροφο της

                Φ. Μ. Σ.

Ορχούμενοι στου λαϊκού κινήματος το πτώμα,

Πάνω στο σώμα ο ένας τ’ αλλουνού, μ’ ασκέρια αντιπροτάσεων.

Νευρασθενικά παιδιά στις πολυκατοικίες τις ανήλιαγες τις μπλου-

                Τζηνοφορεμένες

Άλαστοι ιδεολόγοι σε ανήλιαγα στενάχωρα υγρά υπόγεια,

Ανασκολοπισμένοι απ’ του καιρού το πέρασμα χρόνο με  χρόνο.

Αλλά σαν ντύνομαι τα μάτια μου υπάρχουν μόνο

Διακηρύξεις για τον σοσιαλισμό και την επανάσταση που θα φέρει

Τη λευτεριά στη Ρωμιοσύνη την άλλη άνοιξη το άλλο καλοκαίρι.

Ώ ήλιε μου, να σε χαρώ, φέξε στη Ρωμιοσύνη,

Φέξε και στα παιδιά της,

Νίβουν τα χέρια τους στα αίματά της.

Κλυθί μευ, η φάος αγνόν απαστράπτουσα προσώπου.

 

Μιά θάλασσα μικρή

Στ’ άρματα, στ’ άρματα

Τόσο μεθοδικά χαλασμένος.

Μάνα

 

Ανύπαρκτη Χώρα

Μέσα στην γκρίζα πραγματικότητα ενός γεναριάτικου μεσημεριού

Ο μεθοδικός μας καθοδηγητής, σύντροφος Ρασπουτινόπουλος

Ετοιμοπόλεμος, με μιά αγκαλιά αφίσες

Σύρματα παιδιά: η μπατσαρία εν όψει,

Μού πρόσφερε με την άπταιστη ρητορική διαλεκτική του

Για πίστη μιά μούμια αριστοκρατικότητα

Κι έπειτα για πρακτική μιά δουλοπρεπή διαμαρτυρία.

 

Στο δεντρί της Ιστορίας που το όραμα κι η αναγνώριση

Απογέρνουν στην εγκαρτέρηση, πού το μοτέρ της καθημερινό-

                τητας λαχανιάζει

Σαν τα μορτάκια που λαχανιάζουν σφυρίζοντας,

Εγώ ο Αθανάσιος, μολονότι αλαφροΐσκιωτος, καρφωμένος, ανα-

                μεσής απτού ορατού και ονείρου,

Αθωνίτης, του Θεού κασσανδρική φωνή λυκίσια, να δώ, να δώ

                μπορώ,

Στο δεντρί της Ιστορίας στο δεντρί το μέγα και σκληρό που του

                απείρου

Το στριγκλολούλουδο βλασταίνει, σαν αιματορουφήχτρα  πίνο-

                τας  το στύγειο νερό,

Στα τείχη της πορνικής βασιλεύουσας τον Κωνσταντίνο τον

                Στερνό φορεί μανδύα και χρυσοκέντητα υποδήματα

Υπαγορεύει στον Φραντζή το Χρονικό της Άλωσης, και καρ-

                ρτερεί μιά κρινοδάχτυλη βοσποριώτισσα.

Έξω στον Κεράτιο, φασκιωμένα μ’ απάθεια σα χάδι

Σήπονται τα μπρίκια στου ανατολίτη τις αχτίδες τις στερνές,

Στοιβαγμένα στο ίλυνο κελί (φωλιά του πόθου μου το βράδυ)

Συναξάρια, θεολογίες, στιχηρά και δυό τυραγνισμένες απ’ την

                παρθένο ερωτικές επιστολές.

Εγώ ο Φωκάς, ποιητής με οικείο μικροαστικό οραματισμό,

Μεταμορφώθηκα κι έπαιξα πάλι τη σκηνή, καλά γνωρίζοντας

                τί έχει μείνει.

Και κάτεχα πώς ο αναμενόμενος ξένος μου ‘χει γίνει.

Αυτός, τέκνο του μέλλοντος, κάθεται κοντά της στο τραπέζι,

Ανυποψίαστος σοσιαλρεαλιστής με φωτεινά μάτια,

Ένας από τους νιόκοπους, πού ρήμα εντός των κατοικεί

Όπως η μούχλα στων δικτατόρων τα παλάτια.

Τώρα οι ώρες τους ξανοίγονται στον έρωτα, το αισθάνονται,

Απόφαγαν, κι η νύχτα είναι δική τους,

Δίνονται στών κορμιών τους το φιλί

Μεταλαβαίνοντας τη σπασμική ψυχή τους.

Φίδια νερά και σμίγουν μές στην έκσταση’

Τα χέρια τους εκβάλλουν σε μιά γύμνια που τόσο καλά ξέρουν’

Ίρις οργασμού τους οδηγεί στην οδύνη, στη γαλήνη,

Και νιώθουν την παραφροσύνη της αγάπης τους σ’ όλο το ένα

                που υποφέρουν.

(Κι εγώ ο Αθανάσιος, κι εγώ ο Φωκάς την είχα ζήσει τούτη τη

                χαρά

Πού μου δόθηκε σ’ αυτό το ίλυνο κελί, φωλιά του πόθου μου το

                βράδυ’

Εγώ πού πρόδωσα προδόθηκα κι απαρνήθηκα τα φτερά

Μου και καταδύθηκα στο παχύτερο σκοτάδι.)

Χαϊδεύονται στερνή φορά,

Και ύστερα ξυπνά μέσα στον άγριο εφιάλτη του…

 

Κοιτάζει ολημερίς την άδεια κάμαρη και κλαίει,

Πώς έφυγε μακριά, σαν πληγωμένος συνειρμός, το ξέρει’

Απ’ το μυαλό του η εικόνα της περνά και λέει:

Ήταν ωραίο όσο κράτησε’ μελισσουργός κι αστέρι.

Όταν στην ύπαρξη αφήνεται το παλικάρι

Κατοικημένο από μνήμη γυναίκας λαξεύει έναν τάφο,

Με ραγισμένη φωνή δέεται στο φεγγάρι

Κι ύστερα ακούει την καντσόνα της στον φωνογράφο.

 

«Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες…»

Και στο μάκρος της οδός Αθηνάς ως την πλατεία Ομονοίας.

Ω Χώρα χώρα, κάποιες φορές σε ξαναβρίσκω σαν ακούω

Σ’ ένα κουτούκι πάνω απ’ το Μοναστηράκι,

Ενός μπουζουκιού την παραπονεμένη ανέσα

Και τα θούρια και τον θόρυβο εκεί μέσα

Πού μαζώνονται αποκαμωμένοι οι εργάτες με τ’ απόβραδο’

Εκεί πού οι επαγγελίες για τη Μεγάλη Επανάσταση κρατούν

Μια παράξενη αγνότητα ασπροφτέρουγου περιστεριού.

                Βρομάει τριγύρα ο δρόμος

                Κάτουρο και τυρί

                Οι πόρνες αραγμένες

                Στις πόρτες στους στύλους

                Μπούτια γυμνά το κρέας

                Σαν τους σκύλους

                Να, ρθει ο πελάτης να χαρεί

                Οι πολιτσμάνοι γιούργια

                Κάνουν στη γωνιά

                Εδώ υπάρχει νόμος

                Την πιάσαν τη Μυτιληνιά.

                Γιούπι γιάγια, γιούπι γιούπι για,

                Γιούπι γιάγια, γιούπι γιούπι για, έι ώ!

 

                Ο Γιάγκος κι η Μοιραία

                Κρατώντας τα πιρούνια

                Ροτόντα φορτωμένη

                Με χίλια δυό καλά

                Ψυχής και στομαχιού

                Η τρέλα-τραλαλά-

                Φορεί χρυσά σπιρούνια

                Παίζοντας η ορχήστρα

                Ξανάφερνε στη μνήμη

                Ιδανικά σπουδαία

                Σαμπάνιας κι αστακού.

                Γιούπι γιάγια, γιούπι γιούπι για,

                Γιούπι γιάγια, γιούπι γιούπι για, έι ώ!

«Τουαλέτες και γαμήλια εμβατήρια.

Στο σπίτι μου μ’ ανέθρεψαν μ’ αρχές. Ο μπαμπάς μου κι η μα-

                μά μου

Με παρέδωσαν στα χέρια του. Το εσπέρας η μαμά μου του ‘δω-

                σε να πιεί δυό τρία ποτήρια

Κι ύστερα ανέβηκε στο δώμα και πήρε την παρθενιά μου».

 

«Ο οργασμός μου ξόφλησε στα γραμμένα φρύδια του, κι η ελ-

                πίδα

Κάνει παρέα στον οργασμό μου. Κάποιο μεθυσμένο λεφτό

Κοιταχτήκαμε γελώντας. Υποσχεθήκαμε μιά καινούργια  πα-

                τρίδα.

Γεράκι φωτός. Ύστερα παντρευτήκαμε, του γέννησα παιδιά. Τί

                θέλεις πιά να ονειρευτώ;»

 

«Στο Νησί του Πικραμένου

Μπορώ να νιώσω

Πώς όταν δίνεις τα δίνεις όλα.

Πώς όταν είσαι, είσαι από ανωνυμία κι αγάπη.

Αδελφούλες μου φτωχές μου αδελφούλες που όλα τα δώσατε χω-

                ρίς να ζητήσετε

Τίποτε»

                γιούπι-γιά

 

Στά ξερονήσια τότε μας ξαπόστειλαν

 

Τραγουδώντας τραγουδώντας τραγουδώντας τραγουδώντας

Ώ Σύντροφοι ξεψυχούσαμε δίχως παράπονο

Ώ Σύντροφοι ξεψυχούσαμε

τραγουδώντας

                C. M. Bowra: Απαράφραστη αισθητική του ορίζειν.

                Οι μύστες: Μέσκος, Γκανάς-πρωτίστως Αναγνω-

                στάκης.

                Ο φίλος και αποστάτης: του λησμονημένου. Γιατί  η

                παραπομπή στην παράδοση είτε εμφανίζεται σά

                σημείο στίξης λιτά και άμεσα, είτε συνυπάρχει ενδε-

                δυμένη την πορφύρα, σα γιγαντιαία εικονοκλαστική

                παραδιόρθωσις, δεν είναι κότινος νίκης παρά ακάν-

                θινος στέφανος-στράτα υπερηφάνειας ν’ ανοίγει

                στην αρετή και το μαρτύριο.          

                        Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

                Των εν Θερμοπύλαις θανόντων

                ευκλεής μέν ά τύχα, καλός δ’ ο πότμος.

                βωμός δ’ ο τάφος, πρό γόων δε μνάστις, ο δ’ οίκτος έπαινος’

                εντάφιον δε τοιούτον ούτ’ ευρώς

                ούθ’ ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος.

                                                                ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ ΚΕΙΟΣ

 

Άρης ο Έλληνας, αιώνες τώρα πεθαμένος,

Τη θύμησή του κρατάνε τ’ αηδονάκια κι οι παχιόσκιες λαγκαδιές

Τα καριοφίλια και τα σύγνεφα.

                Μπάτης σεμνός μεσ’ απ’ το πέλαο ξεπηδώντας

Ασπάστηκε τα οστά του και τραγούδησε. Παντρεμένος τον

                αγώνα

Σταύρωσε τη ζωή του μες στη νιότη

Προς ένα τόπο όλο βουνό ελιά και θάλασσα.

                                Σύντροφε και πατριώτη,

Ώ εσύ που κρατείς το τιμόνι αρμενίζοντας προς τη νίκη,

Στοχάσου τον Άρη, πόσο σου ‘μοιαζε, και πώς πέθανε για σένα.

 

                Βρήκα ένα παλιό κάστρο, χτισμένο με αγκωνάρια

                υπολογίσιμου μεγέθους και τον μεγάλο ποταμό.

                Γύρω απ’ την πόλη υπάρχουν οι πορτοκαλιές’ όταν

                δεν τις σκοτώνει ο παγετός ανθίζουν. Πέρα από την

                ευωδιά τους (δεν ξεχνώ τούτο το σημαντικότατο

                στοιχείο).

                βγάνουν εξαίσιους καρπούς. Καθώς παρατηρώ τα

                συμβεβηκότα (άς με συγχωρέσει ο Πολυλάς’ τα ξέ-

                ρω νεράιδες των όντων) να βυθίζονται στην Ιστορία,

                έχω την εντύπωση ενός πνεύματος περίπου αειθα-

                λούς άς πούμε, τα δίσεχτα χρόνια δεν καρπίζει.     

                          ΣΑΝ ΠΕΣΕΙ  Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ

                Στών Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

                περπατώντας η Δόξα μονάχη,

                μελετά τα λαμπρά παλληκάρια,

                και στην κόμη στεφάνι φορεί

                γεναμένο από λίγα χορτάρια

                πού είχαν μείνει στην έρημη γη.

                                                ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Ύστερα απ’ το μισόφωτο του φεγγίτη που λάμπραινε ανεξήγητα

                τα ρυτιδωμένα πρόσωπα

Ύστερα από τις παγωμένες φωνές στις αίθουσες των στρατοδι-

                κείων

Ύστερα από τη μοναξιά σε κελιά τσιμεντένια

Τους βόγκους και τα όνειρα

Το συσσίτιο το εγερτήριο και το αντιφέγγισμα

Των σιδερένιων όπλων μες στα βουρκωμένα μάτια

Εκείνος που ξεχάστηκε τώρα ανασταίνεται

Εμείς που ξεχαστήκαμε τώρα ανασταινόμαστε

Μες στη δικαιοσύνη.

 

Δεν είναι ενύπνιο αυτό μά όνειρο ονείρου

Ονείρου όνειρο κι η υπόσχεση της δόξας

Της δόξας που συνεχίζεται μες στη λευτεριά

Πού είναι ανάβαση λευτεριάς πάνω απ’ τον ύπνο

Αν δεν γκρεμίζαμε τον ύπνο μας μπορεί να γέρναμε ν’ αναπαυ-

                τούμε

Σε τέτοιο όνειρο ονείρου άλλο δεν ξέρουμε παρά να προχωρούμε

Δροσιά οι κόμποι του ιδρώτα τα πόδια αλαφροπερπατούν στο

                έδαφος το σκληρό

Γκρεμίζοντας λοιπόν το φρούριο του ύπνου

Τραχύ κρασί της λευτεριάς σαν κόρφος κορασιάς να σ’ ευλογεί

                με το μεθύσι

Εδώ μπορεί κανείς να στοχαστεί ν’ αγωνιστεί και να νικήσει

Δεν είναι μήτε η σκέψη του εαυτού σου μες σε τέτοια λευτεριά

Μόνον ο παντοτινός φωτοδότης κεραυνός τσακίζοντας τα σκοτάδια

Δεν είναι μήτε η ελπίδα του εαυτού σου μες σε τέτοια λευτεριά

Παρά οι σύντροφοι που περπατούν εμπρός και αναγγέλλουν

Με το αίμα τους την άναρχη ομορφιά χαρούμενων παιδιών

                                Γκρεμίζοντας τον ύπνο

                Μονάχα η μυστική πραγματικότητα

                Ξανοίγεται όνειρο ονείρου

                Χωρίς ύπνο

                Ύπνος νεκρός

                Ο κεραυνός

                Από ψηλά φωτίζει το μυστικό όνειρο

                Γκρεμίζοντας και την γκρίζα ιδέα του ύπνου

                Όχι τη γαλήνη

                Και τη γόνιμη εγρήγορση

                Μα την γκρίζα πραγματικότητα του ύπνου

                Εκεί που μεσημβρία και νυξ σμίγουν σε θαλερή πραγμα-

                                τικότητα και ψέλνουν

                σύντροφοι εμπρός σύντροφοι εμπρός εμπρός  εμπρός

                Αλλά πιά γκρεμίσαμε τον ύπνο

 

Ποιός ειν’ αυτός με τ’ άλικο γαρίφαλο που οδοιπορεί στο πλάι μας;

Όταν δειλιάζουμε είμαστε μόνο εμείς κι ο ύπνος να μας διαγου-

                μίζει

Μα όταν σαλεύουμε προς την ερχόμενη δόξα

Υπάρχει αυτός με τ’ άλικο γαρίφαλο να οδοιπορεί στο πλάι μας

Βαδίζοντας υπερήφανα μες στους καπνούς του πολέμου άφθαρτος

Αν είναι ζωντανός αν είναι πεθαμένος πιά δεν ξεχωρίζεις

Αυτός εκεί με τ’ άλικο γαρίφαλο ποιός είναι που μας οδηγεί;

 

Ποιά είναι αυτή η ιαχή που ανασαίνει στον αγέρα

Ανασασμός ερωτικού χελιδονιού

Ποιές είναι αυτές οι αφανισμένες ορδές που ασπροφορέθηκαν

Επάνω σε φοράδες δικαιοσύνης, καλπάζοντας σε χλοερές πεδιάδες

Ζωσμένοι την καθαρή αύρα και τη φωτιά του καλού

Ποιά είναι τούτη η χώρα μες στο κλέος

Γεννιέται, γεννάει κι είναι νέα κάθε στιγμή στο σέβας και στο

                φέγγος της

Ήρωες αγρυπνούν

Λούξεμπουργκ Γκράμσι Μπουχάριν

Βαφειάδης Κολοζώφ

Αναστημένοι

 

Ένας αντάρτης τίναξε τ’ άγρια μαλλιά τ’ άγρια του γένια στον

                αγέρα

Κι έπαιξε μεθυσμένη μουσική σ’ αυτό το σπασμένο κόκκαλο

Και κόκκινες παντιέρες αγιασμένες απ’ το αίμα εκεί που έδυε

                κι ανάτελλε η γεναριάτικη ημέρα

Ανέμισαν υποτάζοντας τη διάρκεια

Κι υψώθηκαν λεβέντισσες ως την κορφή του δέντρου της Ιστορίας

Κι ήτανε πλούσια κι εύχυμα κλαδιά

Πού σήμαιναν αγγέλλοντας την παιδική καρδιά

Και φωνές τραγουδούσαν μεσ’ από κοιμητήρια και τόπους εξορίας.

 

Στο ρημαγμένο λημέρι στ’ απροσκύνητα βουνά

Κάτω από τ’ οργισμένο φεγγαρόφωτο, λειτουργιέται ο Λαός’

Ανώνυμοι και λαμπαδιάζουνε σαν εκκλησία

Εκεί ειν’ του κεραυνού η εκκλησιά των αναστάντων κατοικία.

Ανθρώπινα παράθυρα, κι η θύρα ανοιχτή στο μέλλον,

Χίλιοι νεκροί χίλιοι ζωντανοί πιά δεν το ξέρεις.

Μιά σιταρήθρα στάθηκε στο μεσοδόκι, ψέλνοντας

Θάνατος στους τυράννους

Μέσα στη λάμψη αστραπής. Τότε ένας ήχος ευαγγέλιου

Φέρνοντας το μήνυμα

Ρέει ο μεγάλος ποταμός, οι ηπειρώτισσες πορτοκαλιές

Καρπίζουνε στο φως, κι εκείνοι που χτυπήσαν τις γιορτές της λευ-

                τεριάς

Λουφάξανε βαθιά, πίσω απ’ τον κόσμο.

Η νύχτα άπλωσε ξανά, υποταγμένη, εντροπαλή,

Και βρόντησεν ο κεραυνός το μέγα γράμμα

Ε

Επανάσταση: Τι έχουμε προσφέρει;

Σύντροφε, τρανεύει το αίμα την καρδιά μου

Η ωραία τόλμη μιάς ζωής εξεγερμένης

Πού μια αρχαία φρόνηση ποτέ δε θ’ αναιρέσει

Μ’ αυτή, μόνο, μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει

Πού κανείς δεν θα αναφέρει στα παιδιά μας

Και μόνο εμείς θα ξέρουμε με το τριζόνι σήμερα νεκροπομπό

Κι αύριο μια χασισωμένη ανθρωπότητα να δημιουργεί

Με το ίχνος των κορμιών μας.

Ε

Έρωτας: Άκουσα τα βήματά σου

Ένιωσα το χέρι σου στο χέρι μου

Με την άρνηση του άλλου, βεβαιώνοντας τη φυλακή σου

Με τη μοναξιά του άλλου, σακατεύοντας τη φυλακή σου

Μόνο τώρα που πήρε να φεγγίσει, ένα δάκρυ

Για μια στιγμή ζωντανεύει τον τρόμο της Πηνελόπης.

Ε

Ελευθερία: Το πλοίο ανταποκρίθηκε

Χαρούμενο, στο χέρι που το στρέφει

Η πρόσκληση ήταν γαλήνια, κι η καρδιά σου ανταποκρίθηκε

Χαρούμενα στην πρόσκληση, κυβερνημένη, κυβερνώντας

Την ύστατη κυριαρχία.

 

Βγήκα απ’ το αμφιθέατρο

Ξυπνώντας, πίσω μπρός και πλάι μου τα πλήθη

Να βγάλουμε τον κόσμο από την τάξη του.

Λύκε, λύκε είσαι εδώ;

Γαίαν παμμήτειραν αείσομαι, ηϋθέμεθλον.

Άνδρ’ αγαθόν περί ή πατρίδι μαρνάμενον. Γιούχα και πάντα

                γιούχα των πατρίδων.

Ξηρά οστά όντα ανθρώπινα, εν αυτοίς  σάρκα ανέδειξα και

                ψυχήν.

Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα

Σήμερα αρραβωνιάζεται αητός την περιστέρα.

                                Επανάσταση  Έρως  Ελευθερία

                                Θάνατος  Θάνατος  Αθάνατος

                                                                      Σύντροφοι

                Το νόημα της Ιστορίας είναι βαθιά απολυταρ-

                χικό. Πώς μέσα στον καθένα μας κερδίζεται

                αυτό το ύψιστο βίωμα, πώς βιώνεται αυτό το

                ύψιστο κέρδος, είναι κάτι αγαπημένο ως τον

                κώδικα και το απόκρυφο. Ελάχιστες αναφορές

                καθαρά ερωτικής τάξεως (Ακάθιστος Ύμνος,

                Κρητικός, Ode to a Nightingale). Και η Ιστορία;

                Ουλαμός να εκπορθεί το αδύνατο, ωκεανός να

                πυρπολεί το στερέωμα, μέγιστο όνειρο να ξανα-

                ζει την πραγματικότητα.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις  ΙΚΑΡΟΣ, Φεβρουάριος  2009, Επιμέλεια: Άννα Περιστέρη, σελίδες 766. Από την συλλογή «Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ», (Άσκησις έβδομη), σ. 191-210.

Από το Σημείωμα της Επιμελήτριας Άννας Περιστέρη, σελίδα 724:

«Τις αλλαγές που θα παρατηρήσουν οι κάτοχοι της δυσεύρετης πιά έκδοσης των Προόδων εν Προόδω του 1981 και της εκτός εμπορίου έκδοσης των Ασκήσεων του 1984 τις έχει επιφέρει ο ίδιος  ο ποιητής σε προσωπικά του αντίτυπα, τα οποία βρίσκονται στο αρχείο των εκδόσεων Ίκαρος. Έχουν ενσωματωθεί όλες, με εξαίρεση δύο δυσανάγνωστες επεμβάσεις. Δεν έκρινα σκόπιμο να συντάξω κριτικό υπόμνημα, επειδή οι αλλαγές αυτές δεν είναι τόσες ώστε να μπορεί εύλογα να μιλήσει κανείς για δύο γραφές, όσον αφορά δε την «Έβδομη Άσκηση», για τρείς γραφές, αν συνυπολογιστεί η αυτοτελής έκδοσή της (Η Έρημη Γη, Ερατώ 1996), με προλογικό σημείωμα του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη και επιλογικό του Νάσου Βαγενά με τίτλο «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας». Αυτή η αναπλασμένη κατά τόπους Έρημη Γη, υπομνηματισμένη και στιχαριθμημένη με βάση την πρότυπη Waste Land, δεν περιλαμβάνεται σε τούτη τη συγκεντρωτική έκδοση. Θα κυκλοφορεί παράλληλα, με τα κείμενα που την πλαισιώνουν, από τις εκδόσεις Ίκαρος.».

Σημειώσεις:

     Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια που φτερούγισε από κοντά μας  ο ποιητής Ηλίας Λάγιος. Άφησε πίσω του την «‘ΕΡΗΜΗ ΓΗ» και τα ερωτικά των ανθρώπων της πάθη, τα ποιητικά τους τσιλημπουρδήματα, τους νικημένους κόκκινους εξόριστους επαναστάτες συντρόφους του, τις ενύπνιες φαντασιώσεις του, τις μπουρδελότσαρκές του στις Σπετσιώτικες ντισκοτέκ και το ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου όπου σύχναζαν τα ζιγκολό της Ιστορίας. Οι ζηλωτές του χαμένου κέρδους της Επανάστασης. Ταξίδεψε μόνος, σαν αθωνίτης μοναχός, «σοσιαλρεαλιστής» ρεμπέτης και πλάνης των ονείρων. Φυγάς ανυποψίαστος, και αλήτης της ερωτικής προσφυγιάς. Αναλήφθηκε γυμνός, χωρίς τα οστά των λέξεων μαζί του, της γλώσσας τα λιβανισμένα καύκαλα, που γοητεύουν και γητεύουν τις επίγειες ζωές των ανθρώπων. Κρατούσε μόνο ένα ποτηράκι μπρούσκο κρασί στο χέρι καθώς θέλησε να ταξιδέψει νωρίς για την «Ανύπαρκτη Χώρα». Να το τσουγκρίσει, με τα φιλαράκια του, τώρα, που όλοι είναι Σύντροφοι εν Ονείρω. Αμετάκλητα χαμογελαστοί. Στην Χώρα που ξαναζεί κανείς την νέα του, μόνιμη πραγματικότητα, αυτήν της θεϊκής του ανυπαρξίας. Την απόλυτη πραγματικότητα της Ιστορίας, που βιώνεται σαν ρουτίνα μέσα στην αιωνιότητα. Έφυγε για την σκοτεινή Πολιτεία των σκιών, την Νέκυα των παλαιών φίλων και συντρόφων του που ο χρόνος είναι ηρωική μνήμη-μνήμα. Φίλια κατάσταση πένθιμων χαμόγελων, αναμνήσεις μονοτάχυτης υπεράσπισης, αναβαθμοί ελπίδων της ψυχής και αυταπάτες του σώματος.  Εγκαταστάθηκε δίχως πίκρα και μελλοντικές αξιώσεις, στην Πολιτεία της ανέκφραστης Ποίησης, της μαυροφορεμένης ακατανόητους για εμάς τους θνητούς, αινιγματικής γλώσσας. Στην Ουτοπία του Ου Τόπος που η κερδώα εικόνα της Επανάστασης, το ασυννέφιαστο πρόσωπο του Έρωτα, (πέρα από φύλα) και το είδωλο της οργισμένης Ελευθερίας, ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Κληρονομούν τα χαρμολυπικά πάθη τους στον χρόνο.  «Αμάργκο» εραστές της γης, λιγούρια της ζωής Πηνελόπης, της ξερακιανής φαντασίας κρυφοί γάμοι της γλώσσας με την απώλεια. Δεκανίκια των τάφων της δόξας. Ευκλεώς αναστηθέντες εφιάλτες του Πολιτισμού και της φρίκης. Των ερειπίων αναγνώστες της πρέφας της εφήμερης υστεροφημίας. Ο πότης Ποιητής, ο ασουλούπωτος με το μπαγλαμαδάκι της φαντασίας του καλεί Προσκλητήριο των νεκρών ηδονών της κόκκινης Επανάστασης. Ήρωες που αγρυπνούν μαζί με Ποιητές πάνω από επιτύμβια φέγγη. Η κόκκινη κατανυκτική της μοναξιάς Ρόζα, ο ονειροπαρμένος χαρισματικός Αντόνιο, ο αλαφιασμένος ανεκκλησίαστος Νικολάι, ο ηττημένος στρατηγός Μάρκος, ο καβαλάρης δακρυσμένος Άρης και ο άνθρωπος με το Γαρύφαλλο. Στρατιώτες «παντρεμένοι με τον αγώνα». Και σιμά, οι Παραστάτες Ποιητές, ο ανοιχτομάτης Όμηρος, ο ρεαλιστής Ευριπίδης, ο τυμβωρύχος της Νίκης Σιμωνίδης ο Κείος, ο κόντε Διονύσιος Σολωμός και ο σαλός Μιχάλης Κατσαρός. Ο αυτοδίδαχτος εξόριστος από τον κόσμο των ποιητών μεταφραστής του Έλιοτ, ο Πάτροκλος Γιατράς. Μαζί τραγουδούν στίχους από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, ομνύουν στα «ανθρώπινα ερείπια» στα «τέκνα της οργής και της ανάγκης» του Κώστα Βάρναλη. Σιγοψιθυρίζουν Ομηρικά αποσπάσματα, ρήσεις εις την γερμανικήν, που άκουσαν στα ξερονήσια την περίοδο του κόκκινου αγώνα. Παλληκαράκια της προσφυγιάς της Επανάστασης και του Έρωτα τιμώντας το Σολωμικό Χρέος της Ελευθερίας. Μνήμες ζωής φωτιάς που οικοδόμησαν την Νέα Ρωμιοσύνη του Ελληνισμού. Την Ουτοπία της Ποίησης. Της γλώσσας της αμυγδαλιές τις μυρωδιές της Καισαριανής. Μια ρουφηξιά καπνού η ζωή του ποιητή Ηλία Λάγιου, που σκορπίστηκε στην αιωνιότητα. Μια τζούρα καφέ, ένα πλούσιο της φωνής του ποιητικό κατακάθι γιομάτο ονειρικές ουσίες. Μια ποιητική παραγωγή ενός έθνους, μιας παράδοσης, μιάς παιδείας, ενός πολιτισμού προσώπων που είναι ακόμα ανθηρά και ζωντανά στον χρόνο της σύγχρονης Ιστορίας της χώρας μας. Μιας Ρωμιοσύνης που αντιστέκεται και επιμένει ακόμα και μέσα στην δική του προσωπική παρωδιακή σύνθεση, την «ΈΡΗΜΗ ΓΗ» του, ιδιαίτερα σε αυτήν.

     Όταν το 1922 ο άγγλος μοντερνιστής ποιητής Tomas Stern Eliot έγραφε την δική του «Waste Land», σίγουρα δεν θα υποψιαζόταν, ότι θα υπάρξουν στο μέλλον έλληνες ποιητές που εξακολουθητικά θα μετέφραζαν το έργο του στην μητρική τους γλώσσα. Ότι θα ερίζουν για τον τίτλο του ή θα παρωδούν την σύνθεσή του. Όμως η ποιητική μοίρα του έργου αυτού, στόχευε διαφορετικά. Ο θρησκευτικός έλληνας ποιητής Τάκης Παπατσώνης μετέφρασε πρώτος το έργο δίνοντάς του τον τίτλο «Ο Ερημότοπος». Ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης την απέδωσε ως «Έρημη Χώρα» που διατηρεί μέχρι και σήμερα τα πρωτεία. Ο ποιητής Κλείτος Κύρου την μεταφράζει ως «Ρημαγμένη Γη». Ενώ ως «Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ» μας την προτείνει ο μεταφραστής Συμεών Γρ. Σταμπουλού. Τέλος, ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός φιλοδοξεί οι μελλοντικοί αναγνώστες του έργου, να την αποκαλούν ως «Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ». Και μέσα σε αυτό το περιβόλι των ελληνικών μεταφράσεων (πάνω από δεκαπέντε), έρχεται μια ποιητική φωνή της γενιάς του 1970, ο Νάσος Βαγενάς, να στήσει ή να παίξει καλύτερα ένα συγγραφικό παιχνίδι. Να συγγράψει μια διηγηματική παρωδία του έργου, που, από το 1976 που πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η Συντεχνία» Κέδρος 1976, (πενήντα τέσσερα χρόνια από την κυκλοφορία του ποιήματος από τον Τόμας Στερν Έλιοτ), δεν θα ταράξει απλώς τα νερά, δεν θα μπερδέψει ποιητές και αναγνώστες αλλά, θα καλλιεργήσει ένα υπέδαφος ερμηνευτικών ερευνών,-του έργου «Έρημη Χώρα» που θα ανθίσουν στα μετά το 1976 χρόνια αρκετές συγγραφικές εκδοχές και απορίες. Ο Νάσος Βαγενάς, επηρεασμένος από την συγγραφική μέθοδο του αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουϊς Μπόρχες, (φανατικός Μπορχεσιανός μέχρι σήμερα), θα του έρθει η ιδέα να δημιουργήσει έναν φανταστικό ήρωα. Τον Πάτροκλο Γιατρά. Έναν αυτοδίδαχτο, αριστερό αγωνιστή βιοπαλαιστή ο οποίος θα αποφασίσει εβρισκόμενος στην εξορία, και φυλακισμένος, να μάθει με μια μέθοδο άνευ διδασκάλου αγγλικά και θα αποπειραθεί να μεταφράσει ή ορθότερα, μεταφράζει 60 περίπου ποιήματα του Τόμας Στερν Έλιοτ, χωρίς να γνωρίζουμε-αν αληθεύει η πληροφορία-ούτε τους τίτλους των ποιημάτων και ούτε αν οι μεταφράσεις αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας. Το διήγημα αυτό του Βαγενά, έφερε τον τίτλο: «Πάτροκλος Γιατράς: ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας». Εκδόσεις Στιγμή, τρίτη έκδοση 1987. Είναι το πρώτο, από άλλα δύο κείμενα του ποιητή Νάσου Βαγενά που σπονδυλώνουν την έκδοση. Το «Μενέλαος Σοϊλεμετζίδης (1894-1965)» και «Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του Ιλίγγου». Η φανταστική αυτή περιπέτεια του Πάτροκλου Γιατρά, δημιούργησε δύο αναγνωστικά ρεύματα ερμηνείας της. Το πρώτο, που την αποδέχτηκαν σαν πραγματικότητα και την ερμήνευσαν και την εξέτασαν σύμφωνα με την θεματολογία της και την οπτική της. Έκαναν δηλαδή μια σπουδή πάνω στην φανταστική σπουδή του Πάτροκλου Γιατρά, δηλαδή των γραφομένων του Βαγενά, και το δεύτερο ρεύμα των αναγνωστών, που εννόησαν το διηγηματικό παιχνίδι του ποιητή και την παρωδιακή του διάθεση και πρόθεση. Η πρώτη μερίδα αναγνωστών προσπάθησε να ανακαλύψει να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα του Πάτροκλου Γιατρά και τι σχέση είχε με το έργο του άγγλου μοντερνιστή ποιητή. Το έργο αυτό του Βαγενά, παράλληλα με το αυθεντικό ποιητικό κείμενο του Έλιοτ “waste land”, υπήρξε για τους έλληνες ποιητές και αναγνώστες-μεταφραστές, ένα έναυσμα για να επαναπροσεγγίσουν το έργο στην γενιά τους και στην εποχή τους, ενώ μαζί με τις μεταφραστικές και ερμηνευτικές καταθέσεις τους, μετά το 1976, την κυκλοφορία του βιβλίου του Βαγενά, άρχισε να καλλιεργείται μια φιλολογική εξερεύνηση γύρω από τον Πάτροκλο Γιατρά και τις εξομολογήσεις του. Θα αναφέρω μόνο δύο αυτοτελείς τίτλους,-στο προηγούμενο σημείωμα κατέγραψε μια μικρή σχετική αρθρογραφία-που εκδόθηκαν και εξετάζουν τον συγγραφικό Ήρωα του ποιητή Νάσου Βαγενά. Ο πρώτος τίτλος προέρχεται από τον Γρηγόρη Πεντζίκη, «ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΓΙΑΤΡΑΣ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ» Οι δύο πόλοι ενός προσωπείου» εκδόσεις Σοκόλη 2005, σελ. 86, τιμή 12 ευρώ, και είναι μια ομιλία για τον Δραμηνό ποιητή από τον Πεντζίκη. Ο τόμος περιλαμβάνει και την μελέτη του συγγραφέα για την ποιητική συλλογή «Στέφανος» που εξέδωσε ο Βαγενάς το 2004. Ο δεύτερος τίτλος, είναι σχετικά πρόσφατος, 2017. Ο πεζογράφος Απόστολος Δοξιάδης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος 2017 το μελέτημά του, «ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΞΑΝΑΛΕΓΟΝΤΑΣ» Η λογοτεχνία, ο μυστηριώδης Πάτροκλος Γιατράς και οι μεταμορφώσεις της Έρημης Χώρας, σελίδες 240, τιμή 14 ευρώ. Στην μελέτη αυτή ο Απόστολος Δοξιάδης, ενώ ερμηνεύει και γράφει για το παλαιό αυτό διήγημα του Βαγενά,-που διατηρείται με τον έναν ή άλλον τρόπο στην ποιητική και μεταφραστική επικαιρότητα- την ιστορική του διαδρομή και τις επιδράσεις του στους μεταγενέστερους. Την πρωταρχική του πηγή έμπνευσης, ενώ διευρύνει το ερμηνευτικό του πεδίο και πραγματεύεται την πραγματική αιτία του προβλήματος, που είναι το ουσιαστικό και ζητούμενο, δηλαδή, η λογοτεχνική επανάληψη στον χρόνο από νεότερους συγγραφείς. Ο διηγηματικός σπινθήρας που άναψε ο Βαγενάς με τον φανταστικό ήρωά του, δεν κατόρθωσε να «ξεγελάσει» ακόμα και τον πρώτο μεταφραστή της «Έρημης Χώρας», στα ελληνικά τον Τάκη Παπατσώνη, αλλά να δημιουργήσει ένα ποιητικό υπέδαφος πάνω στο οποίο φανερώθηκαν δύο τουλάχιστον από όσο γνωρίζουμε νεότερες ποιητικές φωνές, που συνέθεσαν την δική τους εκδοχή, του πρωταρχικού έργου του  Έλιοτ. Η πρώτη πρόταση προήλθε από τον ποιητή Ηλία Λάγιο, και την «Έρημη Γη» που εξέδωσε το 1984 από τις εκδόσεις Ερατώ, έργο το οποίο προσπαθεί και πέτυχε να αποκαταστήσει την επική μορφή της ποιητικής σύνθεσης που δεν κατόρθωσε ή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Πάτροκλο Γιατράς, στην ουσία δηλαδή ο πολύ νεότερος ποιητής Ηλίας Λάγιος  συγγράφει την ελληνική σύγχρονη εκδοχή της Έρημης Χώρας, που δεν έπραξε ή δεν θέλησε να κάνει ο ποιητής Νάσος Βαγενάς. Ο οποίος έμεινε στις διαπιστωτικές ερμηνευτικές παρατηρήσεις του, μια και ήταν διαφορετικός ο στόχος του δικού του διηγήματος. Γνωρίζοντας τις προηγούμενες καταθέσεις, έρχεται πολύ πρόσφατα, ο ποιητής Α. Τ. Ελής, να μας δώσει την δική του αναθεωρημένη εκδοχή σαν «Έτοιμη Χώρα» Ο Ελής τραβά μια διαχωριστική γραμμή από τα προηγούμενα έργα, και τοποθετεί την «Έτοιμη Χώρα» του, στην σημερινή σύγχρονή μας πραγματικότητα, απομυθοποιώντας με την δική του σύνθεση τις προηγούμενες προτάσεις. Ο ενδιαφέρων αυτός τόμος, ολοκληρώνει το θέμα του, με ένα Επίμετρο του καθηγητή και συγγραφέα Γιώργη Γιατρομανωλάκη: «Συγγραφείς: Εντολοδόχοι του Νου ή ορμαθός ενθουσιαζόντων».  Το συγγραφικό αυτό παιχνίδι της συνέχειας μέσα στον χρόνο, των πολλαπλών εκδοχών και διαπραγματεύσεων ενός πρωταρχικού αλλόγλωσσου έργου, μας φανερώνει την σπουδαιότητα ενός έργου, και γιατί ονομάζουμε κάποιο έργο κλασικό. Ενώ παράλληλα, το σκόπιμο παραπλανητικό παιχνίδι ενός έλληνα διηγηματογράφου και ποιητή, γίνεται η αφορμή, να γεννηθούν δύο νέα αυτόνομης ταυτότητας το καθένα έργα.

«Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ» (1984) του ποιητή Ηλία Λάγιου, περιλαμβάνεται στις σελίδες 149-173. Από τις σελίδες 174-181 έχουμε τις σημειώσεις πάνω στα ποιήματα του Λάγιου. Το έργο ερανίστηκε από την έκδοση των εκδόσεων Ερατώ, γιαυτό και δημοσιεύεται η αφιέρωση του Ηλία Λάγιου: «στην μνήμη του Άγι Στίνα, επαναστάτη, όμορφη, πλούσια κι άπαρτη, και σεβαστή κι αγία». Ενώ ο τίτλος του Ηλία Λάγιου παραπέμπει στην Σολωμική ποιητική σύνθεση: «Η καταστροφή των Ψαρών».

     Αν ο σύγχρονος έλληνας αναγνώστης, διαβάσει το έργο του άγγλου μοντερνιστή ποιητή “Waste Land” είτε στην γλώσσα που γράφτηκε είτε στις ελληνικές του αποδόσεις, σίγουρα θα θαυμάσει την σύλληψη και το συγγραφικό ταλέντο του Τόμας Στερν Έλιοτ. Και θα θελήσει να το αποκρυπτογραφήσει με την βοήθεια των σχολίων και των παραπομπών που μας έδωσαν και εξακολουθούν να μας προσφέρουν οι έλληνες μεταφραστές του. Αν όμως θελήσει να διευρύνει το πεδίο των αναγνωστικών του επαφών με το ποιητικό έργο του Ηλία Λάγιου, (γνωρίζοντας ασφαλώς το διήγημα του Νάσου Βαγενά), αν δει δηλαδή αυτόνομη την «ΈΡΗΜΗ ΓΗ» του Λάγιου, θα μείνει ενεός μπροστά στην θεματική και ποιητική σύλληψη του έλληνα ποιητή. Μπορεί ο Ηλίας Λάγιος να συνομιλεί με άλλες συγγενικές του ή παρακειμενικές του φωνές, αλλά, τίποτα δεν μας είναι ξένο, τίποτα δεν μας είναι άγνωστο. Ο Ηλίας Λάγιος οικοδομεί την δική του Χώρα βασισμένη σε ποιητικές και ιστορικές φωνές της Ρωμιοσύνης, του ελληνικού πολιτισμού από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι των ημερών του Άγγελου Σικελιανού, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Κωστή Παλαμά. Το εύρος των εσωτερικών αρμών της σύνθεσης του Λάγιου, είναι και ευρύ και προκαλεί ενδιαφέρον. Τίποτα δεν είναι ξένο μέσα σε αυτό το έργο. Ούτε τα ονόματα, ούτε τα Ομηρικά παραθέματα, ούτε ακόμα και αυτά που προέρχονται από έναν πειραιώτη συγγραφέα και δημοσιογράφο, τον Χρήστο Λεβάντα. Τα  τέσσερα πρώτα μέρη της σύνθεσης αναπαριστούν το όνειρο μιας ιστορικής πραγματικότητας οικείας και ερμηνεύσιμης για εμάς τους έλληνες . Ενώ το πέμπτο μέρος, είναι το όνειρο ενός ονείρου , είναι η ίδια η μυστική εικόνα και φωνές της πραγματικότητας αυτής. Να συμπληρώσουμε ότι ο χρόνος στην σύνθεση αυτή του Ηλία Λάγιου, έχει συμπυκνωθεί σε ένα εικοσιτετράωρο.  Η σύνθεση αυτή του Ηλία Λάγιου, η οποία βρίσκεται σχεδόν στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας, μπορεί να εξεταστεί αυτόνομα από το έργο του Έλιοτ. Δεν χρειάζεται να κοιταχθεί σε σχέση με το πρωτότυπο που προέρχεται μέσω της διαμεσολαβητικής διηγηματικής πρότασης του Βαγενά. Κάθε λεκτική υπόμνηση, κάθε γλωσσική πρόταση, κάθε εικόνα από όπου και αν προέρχεται, μας είναι οικεία και αποδεκτή. Ακόμα και αν ο αναγνώστης δεν γνωρίζει να ερμηνεύσει τις Ομηρικές προτάσεις και λέξεις που βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στα ποιήματα, απολαμβάνει ευχάριστα την ροή και την εσωτερική μουσικότητα και ρυθμό των ποιημάτων. Όλα είναι ενταγμένα μέσα στην γενική οραματική σύλληψη του Ηλία Λάγιου, αρμονικά, ισορροπημένα και λειτουργικά. Λέξεις της Ομηρικής συμβαδίζουν με λέξεις της πεζής καθημερινότητας και στιχάκια που όλοι μας αναγνωρίζουμε από τα παιδικά μας χρόνια, χωρίς να μας εκπλήσσει αυτό το άνοιγμα της γλωσσικής βεντάλιας του ποιητή. Τίποτα δεν μας είναι ξένο. Δροσιζόμαστε από όλες τις γλωσσικές πηγές του Ηλία Λάγιου. Εδώ ο Ιούδας μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη μπροστά στο Πραιτόριο της Ιστορίας του ανθρώπου. Ο ηγέτης της ρώσικης επανάστασης Λένιν συνυπάρχει με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Το αντάρτικο τραγούδι με μελωδικές φωνές της δημοτικής μας ποίησης και παράδοσης.  Ο Αμβρόσιος Φραντζής μπορεί άνετα και έρχεται σε επαφή με μύστες ποιητές όπως ο Μιχάλης Γκανάς και ο Μάρκος Μέσκος. Νέες Θερμοπύλες του ελληνισμού φυλάει ο Νίκος Μπελογιάννης.  «Σε τέτοιο όνειρο ονείρου άλλο δεν ξέρουμε παρά να προχωρούμε» γράφει στην σελίδα 206. Ενώ η Επανάσταση, ο Έρωτας, η Ελευθερία, ο Θάνατος Θάνατος Αθάνατος, βρίσκει την πληρότητά του, στον Ακάθιστο Ύμνο. Όπου συνεχίζει τις Πινδαρικές Ωδές. Μέχρι και απόηχους από το μοιρολόγι της μεγάλης παρασκευής συναντάμε σε αυτό το μάλλον πολιτικό ποίημα που το υπόστρωμά του, είναι πλήρες φωνών θρησκευτικής ανάσας.

     Σε αυτήν την χώρα, την μπαρουτοκαπνισμένη και κατακερματισμένη γεωγραφικά και πολιτιστικά, στην χώρα που μεταμόρφωσε τον Διόνυσο σε Ιησού, και τον κηδεύει με τον εθνικό της φυλής της επιτάφιο, σαν αυτήν την πικρολεβεντομάνα πατρίδα, την κοινή μας Ρωμιοσύνη, την Ιστορία την έγραψαν Ποιητές, Άγιοι και Εξόριστοι Αγωνιστές. Έλληνες που προέρχονται από τα βάθη του χρόνου και βαδίζουν προς τα βάθη των αιώνων.

     Αναζητήστε και διαβάστε την ποιητική αυτή σύνθεση του Ηλία Λάγιου. Πέρα από την ποίηση του άγγλου ποιητή, ξεχωριστά από την ημιτελή πρόταση του Πάτροκλου Γιατρά.

Το έργο αυτό του Ηλία Λάγιου στέκεται υπερήφανα αυτόνομο και εξομολογούμενο την Ιστορία του παρελθόντος μας, μας αποκαλύπτει την Ιστορία του μέλλοντός μας. Που δεν είναι άλλη, από την εθνική μας αυτοσυνειδησία, σαν Λαός και σαν Έλληνες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου