Ανθολόγιο ποιημάτων της Έλενας Στριγγάρη
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ‘73
Με πλοία
το πάθος του Μενέλαου
για την Ελένη
και του Αγαμέμνονα
για εξουσία,
οδηγήθηκαν, οι Έλληνες,
στην Τροία.
Με μαεστρία με προετοίμασαν
καλό σφαχτάρι
για να πνεύσουν
οι άνεμοι που κινούν
άλλων καράβια.
Με δόλο με οδήγησαν
απ’ τις Μυκήνες στην Αυλίδα
αλλά
από δώ και μπρός δεν υπακούω βήμα.
Σάυλοκ-Πατέρα- Κυβερνήτη- Αγαμέμνονα
μην περιμένεις οδυρμούς
μην περιμένεις νέες τραγωδίες
μην περιμένεις πώς πειθήνια
το σβέρκο θα προσφέρω στα γραμμένα.
Σκασίλα μου αν θα μείνουν δίχως θέμα
ο Όμηρος, ο Ευριπίδης κι ο Ρακίνας.
Σκασίλα μου η προσχώρηση ή όχι,
του Αχιλλέα,
στο πάνθεον των ηρώων.
Και τρείς φορές σκασίλα μου,
με ποιόν διαλέγει να μοιράζεται
την κλίνη της η Ελένη.
Λοιπόν,
ας μένουν:
Όρθια η Τροία
Κι ο μύθος
της σωτηρίας μου απ’ την Άρτεμη,
άχρηστο καταπραϋντικό
για τη συνείδησή σας.
ΟΜΩΣ
Βεβαίως, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Μέσα μου, όμως,
Αφεντεύει ένας λαός
με μάτια
από μάστορα φτιαγμένα
πού κάτεχε
πώς κόβεται και δένεται
η θάλασσα
κι ο ουρανός του δειλινού
σ’ ανομολόγητα ωραία κομμάτια.
Λοιπόν,
δεν θάναι κρίμα
όλα αυτά να τα πουλήσω;
Δεν θάναι αμαρτία να υποκύψω;
ΤΕΡΜΑ
Ήμουνα κήπος
με σκυλί αλυσοδεμένο.
Γιαυτό μπορούσαν άφοβα
να σεργιανάνε στις αλέες
και στα παρτέρια μου
και τους νεκρούς τους
στα δικά μου χώματα να θάβουν.
Όμως
η εφηβεία τέρμα.
Απ’ αύριο βράδυ
θα φυλάγεται καλά
τούτο το περιβόλι.
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΙΙ
Δεν ξέρεις
τί πάει να πει
να γεννηθείς σωστά
και να πετρώσεις έπειτα
Άγαλμα
από της πίκρας τ’ άγγιγμα.
Αν ήξερες,
θα καταλάβαινες
πόσο ιερή είναι
του Πυγμαλίωνα η επιθυμία
που με ζωντάνεψε
και μ’ έφτιαξε γυναίκα.
ΤΟΤΕ
Είχε φρακάρει το παράθυρο
και του πορτόφυλλο το ξύλο
είχε φουσκώσει από την υγρασία.
Σκοτάδι.
Τότε,
ώς διά μαγείας,
παρουσιάστηκες εσύ
που γύρισες απλά
τον διακόπτη του ηλεκτρικού
κι έγινε φωταψία.
ΟΧΤΩ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ι.
Η ανάμνησή σου
αρχικά
στιλπνό
ασημένιος εικόνισμα.
Με τον καιρό
μαυρίζει
και μαυρίζει
και μαυρίζει…
ΙΙ.
Λουρίδες γέλιων μούδωσες.
Φτιάχνω μιά κουρελού
να με ζεσταίνει
γιατί θάχω για συντροφιά
σκληρό χειμώνα φέτος.
ΙΙΙ.
Έφυγα.
Θεέ μου!
Πόσο μόνος θάσαι
τώρα
πού πιά δεν έχεις
κάποιον
να σ’ αποδέχεται…
Αναδυόμουν
Παλιά κινέζικα χαλιά…
Εξαίσια, λεπτουργή αριστουργήματα.
Με άπειρους κόμπους
και πυκνοτάτη πλέξη.
Μνήμες’
από ανθισμένους έρωτες,
που με τύλιγαν
κι ως άλλη Κλεοπάτρα
αναδυόμουν,
μ’ όλη τη σιγουριά του κόσμου
οπλισμένη…
Όλα
Του τριζονιού τη φωνή
η Ζωή μου αντιγράφει.
Στον πολυβόλο ήχο
και τις αβίωτες,
θανατηφόρες, παύσεις του:
όλα.
Στον Άδη
Περσεφόνη, κι εγώ,
με καθόδους πληρώνω.
Αδι-
άλλακτο DNA
μου έπλεξε η Μοίρα.
Αγάπησα πολύ
Αγάπησα πολύ
και ψευδαισθήσεις κατανάλωσα
Έρωτα κι Επανάστασης.
Γι’ αυτό,
δεν μ’ έσουρε δόλια ζωή.
Ούτε με κοροϊδεύει
τάχα ισορροπία.
Μέθυσα
Μέθυσα!
Άθλιο κρασί! Βουϊζει ο κόσμος!
(Θεέ μου τι πονοκέφαλος!...)
Όλα πικρός καφές και μεταμέλεια
που σε αγάπησα πολύ
κι ενώ ισάξια δεν ήπια,
με ήπιες.
Χτυπάει το τηλέφωνο
Χτυπάει το τηλέφωνο, ανάβει η απειλή-
όπως σηκώνεται η μπάρα στον ιππόδρομο
και τ’ άλογα ορμάνε φρενιασμένα.
Χτυπάει το τηλέφωνο,
αίρεται η Λογική.
Ξυπνάνε στο κουδούνισμα
σειρήνες, σύντροφοι ανάξιοι, το ίσως ταξίδι.
Ο φόβος μπρος στην ευκολία σου να φεύγεις.
Η έλλειψη πίστης στον απόξω κόσμο.
Η ανασφάλεια εντός μου.
Έτσι
Εγώ και ο κόσμος μου
Περιμένουμε να γυρίσεις
(έτσι όπως
το στρώμα, το σώμα σου
-όταν το βράδυ σηκώνεσαι για λίγο-
υπομονετικά το περιμένει)…
Η ζωή
Συνετρίβησαν
οι υψιπετείς προβλέψεις,
πώς θα ‘μαστε
σοφών και τολμηρών
συνέχεια’ αιώνια.
Τουλάχιστον, κουνέλι
που θα γένναγε στην αύρα τους.
Έστω!... Το μαγνητόφωνο
που θα ‘παιζε στο ρεύμα τους.
…………………………………………………..
Πολυφωνική η ζωή στην αρχή.
Επιγραμματική, τελικά-
πάντα, κάπου,
κολλάει.
Βαριά
Απ’ την Αθήνα προέρχομαι
μα κουβαλάω πίκρα
-για την καταστροφή της Μικρασίας-
βαριά’
σα μοιρολόι ηπειρώτικο.
Τα άλλα χάρισμά τους…
Σε όποιον πει ότι απέτυχα
θύμισε πως, αυτόματα,
εκτινασσόμουν, πάντοτε, εγώ
τον πιο αδύναμο να σώσω…
Αλκαιόνειο
«…Νύν έσω μελών μου
πτεροίσι γαργαλίζει.»
Αλκαίος ή Ιουλιανός από Υπάρχων
Το ποίημα
μοιάζει
ιουλιανό ή αλκαιόνειο.
Μα έγραφα
«κεκλεισμένων των θυρών!...
Αγνοώ: πώς,
πότε τρύπωσε
κι επίσης
το πνεύμα ποιου ποιητή
-μιας κι έτσι γράφω-,
αδιάντροπα,
«με τα φτερά του,
εντός μου,
γαργαλίζει».
Μοναστηράκι
Σμίξιμο κόσμων! Παζάρι των φτωχών, των εστέτ, των
περίεργων, των νεόπλουτων, των περιπατητών και των φι-
λότεχνων. Ιδού πώς λάμπει η Ομορφιά, στο πεζοδρόμιο, δί-
πλα στο άσχημο, διόλου επηρμένη! Ωραία διπλά. Όπως της
πρέπει: Αθώα… Μοναστηράκι, ανακύκλωση της ιδιοκτη-
σίας, κατάργηση του ισχύοντος εμπορίου, έναυσμα δημι-
ουργίας!
Για την Ρίτα
Χαίηγουωρθ
στην Ολυμπία Καράγιωργα
«ην ουν η Μαρία, λαβούσα μύρου νάρδου
πι-
στικής πολυτίμου, ήλειψε τους
πόδας του
Ιησού». Κατά Ιωάννην: 12,3
«Η Ρίτα
Χαίηγουωρθ ζει σαν φυτό»
Οι
εφημερίδες, 1986.
Κύριε, ανάπαυσε την Ρίτα.
Μεσουρανούσε όταν ήμαστε παιδιά.
Γοήτευσε μπαμπάδες’
αλαβάστρινο βάζο,
ξέχειλο αρώματα,
αφειδώς εξοδεύθη
για να μυράνει τα όνειρά τους…
Στον πιο αθώο
στον Στέφανο Μπεκατώρο
Το άσπρο
-θρασύτατη υπόσχεση
του ανύπαρκτου αγνού,
που τάχα θα υπάρξει-
στροβιλίζεται δημόσια ακόμα,
οφθαλμοαπατώντας.
Σαν το δίσκο του Μάξγουελ.
Ο ρεαλισμός, συχνά
χιτώνας προστυχιάς.
Δικαιολογία της σκληρότητας…
Παντού ο Θεός για να προσβάλλεται.
Άτυχη απόδραση κι άλλοι.
Μυρωδιές περαστικής εξοχής,
απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου,
σαν όταν ταξιδεύαμε…
Έμεινε ο κόσμος ανερμήνευτος.
Μάνα υπεραπασχολημένη
πού δεν μας χαμογέλασε.
Στέφανε, της εντιμότητας…
Σπάνιε. Πικραμένε φίλε…
Ονειροπόλε κι ασυμβίβαστε,
Καλέ μου,
Καληνύχτα.
Ηλίας Λάγιος
Στο όρος των Ελαιών, ψιθυρίζοντας ή ουρλιάζοντας μάταια: «Απελθέτω». Στου Γολγοθά την ανάβαση και τη Σταύρωση, με θέλημα Θεού αδικαιολόγητο. Γράφοντας στίλβοντα ποιήματα ή μη γράφοντας (Άπτερη Νίκη, στα προπύλαια ματαιωμένου Παρθενώνα). Εραστής της Ζωής και εικόνα του Ελκόμενου. Έζησε και γκρεμίστηκε φλεγόμενος.
Ο έχων παιδικήν καρδιά
και το χάρισμα
να εγείρει την Ποίηση,
τα αισθήματα,
τις ψυχές όσων γνώρισε,
ο πλήρης γνώσεων,
ο γενναιόδωρος μοιραζόμενος και μοιράζων,
ο, προπάντων, Φίλος,
εκοιμήθη.
Έτσι υποστέλλεται ένας άγγελος, λοιπόν;
Αρκεί ενώ στέκει στη βεράντα ανυπεράσπιστος,
ένας ανεμιστήρας να σημαδέψει τα ωραία του φτερά;
Όχι,
ακόμα κι αν διαφωνεί ο ίδιος ο θεός!
Αυτός,
δεν νοιάστηκε
για το πολύπαθο,
το λάγιο πρόβατό του.
Δώρα σταθερότητας
στον Ηλία Λάγιο
Δεν θα ξανάρθεις.
Θα μείνω
με το «πάλι» το «ξανά» και τα συνώνυμα,
μυστήρια δώρα σταθερότητας,
των μεταπτώσεών μου.
Στον Ηλία
στον Ηλία Λάγιο
Χάθηκε αυτός
που κένταγε όμορφα στολίδια
για το δέντρο του κόσμου….
Ηλία
Λάγιου-Επιτύμβιον
Εν ζωή, δεν κέρδισα τιμές.
Μονάχα τρόπους
για να ηχεί πανέμορφα
το κλειδοκύμβαλο της Γλώσσας.
Διπλανά τραπέζια
στον Ηλία Λάγιο
και τον «γιο
του»,
τον γιο μου.
Κλείνω τ’ αφτιά μου
σε ήχους επιθυμητούς:
ωραίες συζητήσεις
για τα δέοντα
κι ερωτικά τραγούδια.
Ακούω μονάχα της Ζωής
τα καθημερινά κι ασήμαντα,
για να κρατώ σχέση μαζί της.
ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ
(1972)
ΣΤ΄
Κύριε, ανάμενε.
Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν Σου
θα με δικάσεις κάποτε
κι έπειτα θ’ απολογηθείς.
Ίσως να σε σταυρώσω πιό έπειτα.
Στο λέω πάντως
δεν θα με πείσεις τούτη τη φορά
πώς τάχα είσαι και αθώος.
Η΄
Τις Κυριακές στις γειτονιές,
είμαι όλη, Κύριε,
ένα σημείο μαύρο
στο άσπρο της Λιακάδας.
Ένα σημείο μαύρο
λυπημένο
σαν μάτι Παναγιάς
σ’ αποκαθήλωση….
Κύριε,
αναρωτιέμαι αν υπάρχεις.
Δεν έχει σημασία.
Όσο θα υπάρχουνε ιμπεριαλιστές
θάσαι της μόδας.
Κύριε,
η Μοναξιά, η γύφτισσα
με τα καφτάνια, τα τυρμπάν
και τα χρυσά μαχαίρια
όλο καρφώνει
στα χωράφια της καρδιάς μου
την ταμπέλλα της.
κι εγώ,
ψυχή μου-Αλίκη, χώρα των θαυμάτων,
χτές βράδι έχασα στα ζάρια
την τελευταία πιθανότητα να κλάψω.
Χειμώνιασε για τα καλά…
Κύριε,
Κύριε,
Κύριε,
θάρθω κει πάνω κάποτε
μόνο και μόνο
για να σε κάνω άντρα.
Ελάχιστα:
Αντιγράφω ένα ενδεικτικό, προσωπικής επιλογής ποιητικό ανθολόγιο της ποιήτριας που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας Έλενας Στριγγάρη. (9/5/1950-8/10/2020). Τρυφερότητα, ευαισθησία, λυρική διάθεση, ωραίες εικόνες,-ορισμένες τολμηρές, επαναστατική διάθεση, νοσταλγία, προσωπικός γυναικείος τόνος, θλίψη, απώλεια. Μια γυναικεία αισθαντικότητα ελεγχόμενων προθέσεων. Ένας λυγμός του ατόμου απέναντι στο άλλο φύλο, την κοινωνία, τον κόσμο, τον θεό. Έντονοι ψυχικοί κραδασμοί έρωτος και αγάπης δονούν τους στίχους της. Απουσιάζει η θηλυκή φιλαρέσκεια από τα ποιήματα αυτά, η βεβαιότητα της κατάκτησης. Ποιητικές εικόνες, μικρές πινελιές στιγμών ζωής, αναπόλησης, εσωτερικού στοχασμού και αναστοχασμού. Η Στριγγάρη, δεν εξομολογείται μόνο σιγαλόφωνα αλλά συνομιλεί εκ των υστέρων με τα πρόσωπα που την «στοίχειωσαν» καρδιακά. Λόγια απλά, καθημερινά, χειρονομίες χωρίς ένταση. Γαλήνια ατμόσφαιρα, πικρή γεύση στα χείλη και αμυδρή αρμύρα στα μάτια. Μια ποίηση και ένα εν εξελίξει ποιητικό πεδίο, που την βοήθησε να απλώσει την δική της ποιητική δυναμική, να μας δώσει την ατομική της ταυτότητα. Ένας στοχαστικός επαναπροσδιορισμός των σχέσεων των δύο φύλων, που συνεχίζεται, και μετά το πέρας της ερωτικής σχέσης. Η ατομική της ιστορία, εξελίσσεται μέσα από στιγμιότυπα όψεων της κοινωνικής ιστορίας. Στην ποίησή της επίσης να τονίσουμε, ότι κυριαρχεί μια εύχυμη απαισιοδοξία. Μια άρνηση να πιστέψει πλέον σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε μέχρι τώρα έχει βασίσει τις αντοχές της. Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα διέψευσαν όλες τις ελπίδες της, ακόμα και τις πλέον ανώδυνες ψευδαισθήσεις της. Η σκληράδα του κόσμου και της ζωής εμπότισε τους στίχους της, τα ποιήματά της. Ακόμα και κάθε υποψία καταφυγής σε μεταφυσικές δοξασίες και στηρίγματα είναι μάταιη, ατελέσφορη, χωρίς σημασία πια. Ποιήματα που αναπνέουν από το ίδιο το κλίμα που μας εικονογραφούν και ανθρωπίνων καταστάσεων που καθρεφτίζουν.
Τα ποιήματα που ανθολογώ, προέρχονται κυρίως, από την τελευταία της ποιητική συλλογή που προμηθεύτηκα πρόσφατα. Την «ΕΝ ΠΛΩ ΚΑΙ ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΑ» εκδόσεις «Αρμός», Απρίλιος 2009, σελίδες 70, τιμή 10,15 ευρώ. Το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του εικαστικού Κώστα Τσόκλη «Πανσέληνος ΙΙΙ». Η ποιήτρια αφιερώνει την τελευταία της συλλογή στον πατέρα της. Στην συλλογή αυτή, διαβάζουμε ποιήματα που η ποιήτρια τα αφιερώνει «στον γιο μου» όπως είναι το «Να χορεύει η χαρά» σ.11, το «Άλμπουμ» σ.59. Άλλα της ποιήματα, τα αφιερώνει σε ομοτέχνους της, όπως είναι η Ολυμπία Καράγιωργα και ο Στέφανος Μπεκατώρος. Ξεχωριστή ομάδα ποιημάτων, αποτελούν αυτά που είναι αφιερωμένα στον ποιητή Ηλία Λάγιο. Το τοπίο της Αθήνας, εκπροσωπείται με το ποίημά της «Μοναστηράκι», περιοχή εμπορικών συναλλαγών και συναντήσεων, ανταλλαγής σκέψεων και ιδεών. Διασκέδασης. Στην σελίδα 24 ένα της ποίημα, το αφιερώνει στον Αμερικανό αστροναύτη «Νηλ Άρμστρονγκ» σ. 24. Που της δίνει αφορμή να επαναπροσδιορίσει την ποιότητα των προσωπικών της στενών σχέσεων. Ενώ το ποίημα της σελίδας 19, έχει ως τίτλο την μάρκα και τον αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτου: «Ford, αριθμός κυκλοφορίας 3224. «Στην αγκαλιά σου απόψε/ θα υμνήσω την συμπόρευση’/ και τη βροχή/ (όταν/-σκεπάζεται από τη μουσική και-/ τίποτα δεν λέει).». Ξεχωρίζει το ποίημά της που αναφέρεται στην παλαιά δόξα του Χόλιγουντ Ρίτα Χαίηγουωρθ, που φωτίζεται από τα στερνά της, όπως όλες οι γυναίκες. Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα «Ζώντος χήρα» σ. 9 και κλείνει με τον αυτοπροσδιορισμό της, ως «Σαλή του Θεού», σ. 63. Τα υπόλοιπα ποιήματα που ανθολογώ, προέρχονται από την συλλογή της που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Δωδώνη» Μάρτιος 1974, σ. 72, το εξώφυλλο με την μικρή βινιέτα είναι του Γιάννη Μιχαηλίδη, ενώ η γραφική επιμέλεια του Άγγελου Καμπάνη, δραχμές 80. Η σύνθεση χωρίζεται «σε τρία μέρη». Μέρος Α, 8 τίτλοι. Μέρος Β΄, 22 τίτλοι, και Μέρος Γ΄ την ενότητα ποιημάτων «Πρόσωπο με πρόσωπο». Που αποτελείται από 8 οργανικά δεμένα μεταξύ τους, ποιήματα, σ. 58-67. Η ενότητα των ποιημάτων αυτών, έχει σαν χρονολογία σύνθεσής τους 1972. Ο χρόνος που μας δίνεται είναι ο Χειμώνας, και για τίτλους έχουν γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου. Πολιτική και αντιστασιακή ατμόσφαιρα έχουμε στο ποίημα «ΗΔΟΝΉ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗ» σ.14-15, που έχει σαν μότο απόσπασμα από τα Κάντος του Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ.
ΗΔΟΝΗ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ
… βαδίζοντας μέχρι τα φρύδια στην
κόλαση
πιστεύοντας στα ψεύτικα παραμύθια των
γερόντων…
… χαριτωμένοι, με το χαμόγελο στο ωραίο
στόμα,
έξυπνα μάτια πού μπήκαν κάτω από τη γη,
για δυό δωδεκάδες σπασμένα αγάλματα
για μερικές χιλιάδες πεπαλαιωμένα βιβλία.
΄ Έζρα Πάουντ
Εγώ
και «Επιτάφιο» Περικλέους
και Σοφοκλέους «Αντιγόνη»
και «Αγωγή του πολίτου» εμελέτησα’
και στα κηρύγματά σας
με προσοχή υπάκουσα-
οδηγέτες τσαρλατάνοι,
οδοδείχτες ψεύτες.
Με ρίξατε στη ζούγκλα
άοπλη
να καταγράψω
παραδείσια πουλιά,
και θείες μελωδίες.
Όμως,
τώρα τι γίνεται
πού, απρόοπτα με κύκλωσαν θηρία;
Οδοδείχτες τσαρλατάνοι,
οδηγέτες ψεύτες
χάρτινες οι αλήθειες σας.
Με κούρασε ακόμη
και η τακτική της επανάστασης.
Όχι’
δεν παίζω την ζωή μου πιά
με τα χαρτιά
που σείς μου βάλατε στα χέρια.
Είναι όλα τους σημαδεμένα.
Εγώ
αφού έπαιξα μαζί σας
κι έχασα
τα εφηβικά μου χρόνια,
πηγαίνω.
Κι όταν μου λέν για άλλες αλήθειες
από την ηδονή
και την αστυνομία,
σκάω στα γέλια.
Ας ευχηθούμε, οι νεότερες-επόμενες γενιές αναγνωστών της ελληνικής γυναικείας ποίησης, ιστορικοί και κριτικοί της ελληνικής λογοτεχνίας, ανθολόγοι, να ανακαλύψουν την ποιητική φωνή της Έλενας Στριγγάρη, όπως και άλλων ελλήνων ποιητών και ποιητριών, που ξεχάστηκαν (;) να συμπεριληφθούν, ή εσκεμμένα αγνοήθηκαν σύμφωνα με άλλα κριτήρια, και να βρουν την ισότιμη θέση τους στα βιβλία, τις ιστορίες και τα περιοδικά της ελληνικής ποίησης.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 18 Οκτωβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου