Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Philip Sherrard, Η Μαρτυρία του Ποιητή

               Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ T. S. ELIOT ΚΑΙ ΤΟΥ Γ. ΣΕΦΕΡΗ

                                  ΜΙΑ ΑΝΤΙΘΕΣΗ

     Δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ιδιωτική ιστορία καμιάς οικογένειας, αλλά, μια και οι μύθοι των θεών εμφανίζονται πάντοτε πρίν ακόμη εμφανισθούν οι ίδιοι οι θεοί, αποφάσισα ν’ αρχίσω τη σημερινή μου ομιλία μ’ έναν σύντομο «πρόλογο στον ουρανό», που βρήκα σ’ ένα φυλλάδιο (τεύχος 113, Σεπτέμβριος 1946) του Μουσείου Τέχνης του Toledo, στο Ohio των Ενωμένων Πολιτειών. Στο φυλλάδιο αυτό είναι γραμμένα τα ακόλουθα:

     «Μια πολύ ενδιαφέρουσα μετάφραση (της Βίβλου) είναι η μετάφραση στη Μασαχουσετιανή διάλεκτο της Αλγκονκινικής Ινδικής γλώσσας, καμωμένη από τον John Eliot, «Απόστολο στους Ινδούς», Ο Eliot γεννήθηκε και σπούδασε στην Αγγλία. Λίγο καιρό αφού τελείωσε το Κολλέγιο του Ιησού, στο Καίμπριτζ, έγινε Πουριτανός. Στα 1631 μετανάστευσε στις Αποικίες, και στα 1632 έγινε «διδάσκαλος» στην εκκλησία του Rosbury της Μασαχουσέτης. Κινημένος από την επιθυμία να προσηλυτίσει τους Ινδούς, τελειοποιήθηκε στα διάφορα ιδιώματα της γλώσσας τους».

     Τριακόσια περίπου χρόνια αργότερα ένας πνευματικός, αν όχι πραγματικός, απόγονος του μεταφραστή εκείνου της Βίβλου, του Πουριτανού John Eliot ακολούθησε την ίδια σχεδόν πορεία με αντίθετη κατεύθυνση. Ο Thomas Stearns Eliot γεννήθηκε και σπούδασε στην Αμερική. Λίγο καιρό αφού τελείωσε το Κολλέγιο Harvard, στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης, μετανάστευσε, όχι πιά σε αποικία, αλλά στην Αγγλία, έγινε «διδάσκαλος» στο Junior School του Highgate, και κινούμενος, πρέπει να προσθέσουμε, από την επιθυμία να προσηλυτίσει τους Άγγλους, τελειοποιήθηκε στα διάφορα ιδιώματα της γλώσσας τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τίτλος που δόθηκε στον πρόγονό του θα μπορούσε να δοθεί, mutatis mutandis, με την ίδια επιτυχία και στον T. S. Eliot: «Απόστολος στους Άγγλους».

      Ας δούμε για μιά στιγμή ποια ήταν η  κατάσταση της λογοτεχνίας λίγα χρόνια πρίν ο απόστολος αυτός φτάσει στην Αγγλία, δηλαδή, τον ίδιο περίπου καιρό που ο άλλος εκείνος απόστολος, ο Ezra Pound, είχε αρχίσει την αποστολή του. Η χρονολογία είναι κάπου στα 1910. Ο Swinburne είχε πεθάνει, ο Mathew Arnold επίσης. Οι Γεωργιανοί, ο Abercrombie, ο Rupert  Brooke, κυνηγούσαν στις εξοχές τις αγροτικές τους μούσες. Ο Yeats περιπλανιόταν ακόμη στο λυκόφως των πρώτων χρόνων της Κελτικής ιστορίας.

      Ωστόσο από κάπου ερχόταν μιά τραχειά φωνή, κάπως Γερμανική σε τόνο, η φωνή του T. E. Hulme, που έλεγε: «Προφητεύω πώς θα έρθει μιά περίοδος στεγνής, λιτής, κλασικής ποίησης…. Νομίζω πώς ο ρομαντισμός έχει εξαντληθεί πιά για την ποίηση. Δεν θα έχουμε καινούργιο άνθισμά της αν δεν βρούμε μιά καινούργια τεχνική, μιά καινούργια ποιητική γλώσσα, κύριος σκοπός μας πρέπει να είναι η σωστή, ακριβολογημένη και τελειωτική περιγραφή». Από την άλλη μεριά, στο διάστημα των τελευταίων τριάντα περίπου εκείνων χρόνων, Γάλλοι ποιητές, ο Rimbaud, ο Baudelaire, ο Laforgue, έλεγαν πράγματα, μ’ έναν τρόπο εντελώς καινούργιο, που οι Άγγλοι ποιητές με μιά πεισματική επιμονή δεν ήθελαν να ακούσουν. Από την άποψη του Eliot, πιό πειστικός απ’ όλους είταν ο Laforgue, που οι λεκτικές του ακροβασίες, παίζοντας με «διφορούμενες λέξεις και απλές εκφράσεις», σε συνδυασμό με τη μισοσοβαρή, μισοχλευαστική, εκλεπτυσμένη αλλά ψυχρή κοσμικότητά του, γοήτευαν τον Eliot.

     Ποιά είταν η αντίδραση του Eliot σ’ όλα αυτά; Θα το δούμε καλλίτερα εξετάζοντας τα πρώτα του ποιήματα. Δημοσιεύτηκαν στα 1917, αλλά, όπως μας λέει ο ίδιος, τα κρατούσε κλεισμένα πέντε χρόνια σε ένα συρτάρι, και κατά συνέπεια τα είχε γράψει πρίν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή, πρίν εγκατασταθεί στην Αγγλία. Το πρώτο ποίημα αρχίζει με μιά πρόσκληση: «Έλα να πάμε…». Άς πάμε λοιπόν. Άς πάμε σε μιά πόλη, πνιγμένη στην ομίχλη του Νοεμβρίου. Θα βρούμε εκεί ανθρώπους που κουβεντιάζουν σε μιά κοσμική συγκέντρωση, βασιλιάδες και βασίλισσες της κοινωνίας που κινούνται με μεγάλη άνιση ανάμεσα στα πιοτά και στους καπνούς από τσιγάρα. Υπάρχει εκεί ένας ντροπαλός άνθρωπος μέσης ηλικίας, κάπως αδύνατος, που έχει αρχίσει να φαλακραίνει, και που θέλει να εξομολογηθεί τον έρωτά του σε μιά κυρία, αλλά δεν τολμάει. Υπάρχει ακόμη το άρωμα της γυναίκας με τα καστανόξανθα μαλλιά της πάνω στους ώμους της. Κάπου αλλού, πολύ μακρυά, νεραΐδες τραγουδάνε, και ο φαλακρός, μεσόκοπος άντρας, πλατσουρίζει, με τα παντελόνια ανασηκωμένα, ανάμεσα στα φύκια.

      Το επόμενο ποίημα είναι γραμμένο σε μορφή συνομιλίας. Η συνομιλία γίνεται τώρα μεταξύ ενός νέου και μιάς κυρίας που έχει αρχίσει να γερνάει. Ο νέος έχει τη συνήθεια να επισκέπτεται συχνά την κυρία, που είναι μιά από τις χαριτωμένες εκείνες  «φιλολογούσες» γυναίκες, ένα είδος ομορφιάς του σαλονιού που σιγά-σιγά σβύνει κι έχει πιά φτάσει σε μιά ρομαντική υπερευαισθησία. Κάθε φορά που ο νέος την επισκέπτεται, η κυρία αρχίζει να του μιλάει πάντοτε για φιλία. Αυτό είναι καταθλιπτικό και κάνει τον νέο πολύ νευρικό, σχεδόν πανικόβλητο. Είναι φανερό πώς δεν θέλει να δεθεί με κανένα τρόπο μαζί της, μ’ όλο που εκείνη γυρεύει να τον παρασύρει. Στο τέλος, ο νέος, όπως κάνουν πολλοί νέοι, λέει ότι φεύγει για το εξωτερικό, και την αφήνει νιώθοντας μεγάλες τύψεις.

      Κατόπιν έρχονται ποιήματα γεμάτα από εικόνες της ζωής των πόλεων-εικόνες  βραδυνές και νυχτερινές, μυρωδιές μπιφτεκιού και χαλασμένης μπύρας, σαραβαλιασμένα παραθυρόφυλλα, φανάρια του δρόμου:

                Οι χίλιες βρώμικες εικόνες

                Πού αποτελούν την ψυχή σου…

βήματα που ακούγονται στα πλακόστρωτα όταν ξημερώνει, άνθρωποι που καπνίζουν πίπες, απογευματινές εφημερίδες της προηγούμενης ημέρας παρασυρμένες από τον άνεμο στ’ αυλάκια των δρόμων, και κάπου, πίσω απ’ όλα αυτά:

                Η αίσθηση ενός άπειρα χαριτωμένου

                Ενός πράγματος που άπειρα υποφέρει.

      Μπορούμε κιόλας να δούμε τι τεράστια αλλαγή έχει γίνει. Η μεγάλη εκείνη παράδοση της φύσης στην Αγγλική ποίηση, που συνδέθηκε με τον Wordsworth και που λίγο-πολύ κυριάρχησε σ’ ολόκληρο το δέκατο ένατο αιώνα, έχει τώρα πια τελειώσει. Ο Αμερικανός αυτός απόστολος στην Αγγλία δεν έχει, όπως τουλάχιστον δείχνουν αυτά τα ποιήματα, καμιά επαφή με τη φύση στην έννοια της επαφής που έχει η ποίηση του Wordsworth. Δεν υπάρχει τίποτα από τη γη σ’ αυτά τα ποιήματα, τίποτα από τον πράσινο κόσμο, τίποτα από τα θεάματα, τους ήχους, τις ευωδίες της εξοχής. Τέτοια πράγματα είναι σαν να μην υπάρχουν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Ο ποιητής είναι τελείως απορροφημένος από την πόλη, από την τρομερή ασχήμια και βρωμιά της, καθώς επίσης από τις έξυπνες συζητήσεις των ανθρώπων της, από τους λογοτεχνικούς της κύκλους, από την κοσμοπολίτική της επιτήδευση. Αλλά κυρίως είναι απορροφημένος από την καταραμένη, τη βασανισμένη ζωή της πόλης,-όχι, όμως, σε αντίθεση με τον κόσμο της φύσης, ή σε αντίθεση με κανέναν ιδανικό πνευματικό κόσμο, αλλά μόνο γι’ αυτό που είναι. Ο κόσμος της πόλης είταν, φαίνεται, εκείνη την στιγμή, ο μόνος κόσμος.

     Το πρόβλημα αυτό, ότι υπήρχε μόνο ένας κόσμος, ο κόσμος της πόλης, με όλη του την αποκρουστικότητα και χωρίς το παραμικρό χαμόγελο ακόμη και της πιο φυσικής φύσης, στο βάθος, είναι φανερό πώς άρχισε να γίνεται πρόβλημα πολύ δύσκολο για τον ποιητή, και τα ποιήματα που δημοσίευσε στα 1920 φανερώνουν κιόλας ορισμένες ρωγμές και δείχνουν ποιο δρόμο θ’ ακολουθήσει για να βγει απ’ αυτή τη δυσκολία.

     Τα ποιήματα αυτά δεν είναι παρά διστακτικές ακόμη δοκιμές και αναζητήσεις, αλλά ετοιμάζουν, κάνουν δυνατό το δρόμο για το επόμενο στάδιο, που από μιά άποψη είναι το αρχικό στάδιο της αποστολής του Eliot, η συγκέντρωση όλων εκείνων των «βρωμερών εικόνων» της πόλης μέσα σ’ ένα πλαίσιο, και η αναμέτρησή τους με μιά παλιά και ιεροπρεπή μυστική λατρεία που έκανε κάποτε τον άνθρωπο να βρίσκεται σ’ επαφή με τους θεούς του.

      Αλλά πρίν μιλήσω για την «Έρημη Χώρα», θέλω να τονίσω μιά δυσκολία που είχε να αντιμετωπίσει ένας ποιητής σαν τον Eliot γράφοντας ένα τέτοιο ποίημα. Όπως είδαμε, ο κόσμος του Eliot είναι ένας κόσμος της πόλης. Φύση δεν υπήρχε σ’ αυτόν. Ο ποιητής δεν είχε ρίζες στη γη ή σε καμιά τοπική παράδοση. Όμως όλες οι τελετές της βλάστησης για έναν θεό που υποφέρει και πεθαίνει, για μιάν αναζήτηση και μιάν ανάσταση, είχαν σχέση ή γεννήθηκαν από τον κόσμο όπου ζούσαν εκείνοι που τις έκαναν. Είταν στενά συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή, και, τότε, η καθημερινή ζωή δεν είχε χωριστεί από τη φύση. Πραγματικά, οι μυστικές αυτές λατρείες που οι μύθοι τους έπαιξαν και ακόμη παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στην Ευρωπαϊκή ιστορία, είταν δημιούργημα μιας προβιομηχανικής κοινωνίας. Έτσι, ο Eliot έβαλε σκοπό του να γράψει ένα ποίημα όπου θα χρησιμοποιούσε μιά τέτοια ακριβώς μυθολογία, η καλλίτερα διάφορες τέτοιες μυθολογίες, αλλά ο ίδιος, ζώντας σε μιά βιομηχανική αστική κοινωνία, σε μιά κοινωνία όπου η ζωντανή πραγματικότητα τέτοιων τελετουργιών είχε χαθεί εντελώς, έπρεπε να τις χρησιμοποιήσει σαν αφηρημένες έννοιες, στο κενό. Δεν υπήρχε καμιά ζωντανή οργανική σχέση ανάμεσα στις παλιές εκείνες τελετουργίες και στην κοινωνία όπου ο Eliot ζούσε.

     Μπορούμε να πάρουμε μιά καλλίτερη ιδέα του τί σημαίνει αυτό, αν δούμε για μιά στιγμή πώς χρησιμοποιούσαν τους μύθους αυτούς οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές. Εκείνο, λόγου χάρη, που δίνει στα μεγάλα δραματικά έργα των αρχαίων Ελλήνων ιδιαίτερη δύναμη είναι η οργανική τους ενότητα. Μιά τέτοια ενότητα εξαρτάται κατά πολύ από το πόσο η σχέση τους με μιάν αρχέτυπη ανθρώπινη εμπειρία, τη μυστική λατρεία, συγχωνεύεται με τη δράση, μ’ εκείνο που ο Αριστοτέλης ονομάζει πλοκή. Αυτή «η προϊστορία του ανθρώπινου γένους» είναι τόσο συνυφασμένη μ’ ένα ιστορικό περιστατικό, όπως ο μύθος του Αγαμέμνονα ή του Οιδίποδα, που δε θα έπρεπε πραγματικά να έχει συνείδηση του στοιχείου της μυστικής λατρείας. Κι όμως, βλέποντας το δραματικό έργο είναι σαν να παίρνει πραγματικά μέρος σε μιά θρησκευτική τελετή. Η συγχώνευση αυτή στην αρχαία Ελλάδα του θρησκευτικού στοιχείου με την πλοκή, μπορούσε να γίνει γιατί το θρησκευτικό στοιχείο είταν ακόμα μιά ζωντανή πραγματικότητα για τους Έλληνες. Εξακολουθούσε να έχει επιρροή, από θρησκευτική άποψη. Ακόμη και στις πιό «κλασικές» της στιγμές, η αρχαία Ελλάδα ποτέ δεν είταν μακριά από τις βαθιές εκείνες πηγές ζωής που αντιπροσώπευαν, λόγου χάρη, τα Ελευσίνια μυστήρια.

     Αλλά ο Eliot γράφοντας την «Έρημη Χώρα», δε μπορούσε να αντλήσει στοιχεία από καμιά τέτοια ζωντανή θρησκευτική μυθολογία, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε καμιά. Δε μπορούσε, όπως έκαναν οι αρχαίοι δραματικοί ποιητές, να διηγηθεί μόνο μιά ιστορία, να δημιουργήσει μιά πλοκή πού θα έφτανε στην κάθαρσή της με την χρησιμοποίηση εικόνων γνώριμων ακόμη μέσα στη ζωντανή παράδοση και θρησκευτική τελετουργία. Αντίθετα, για να γράψει την «Έρημη Χώρα», έπρεπε να καταφύγει σε βιβλία, στο “Golden Bough” του Frazer και στο “From Ritual to Romance” της Miss Weston, να πάρει επεισόδια από διάφορες παλιές μυστικές λατρείες, που όλες είχαν πιά ξεχαστεί και που πάντως είχαν σχέση με μιά προβιομηχανική κοινωνία, και να προσπαθήσει να τα συνυφάνει σε μιά πλοκή παρμένη από έναν εξαιρετικά βιομηχανοποιημένων αστικό κόσμο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το τελετουργικό μέρος της «Έρημης Χώρας» και η πλοκή της είναι πολλές φορές πράγματα εντελώς διαχωρισμένα, και το πρώτο αποδίδεται με εικόνες και σύμβολα που μπορεί να τα καταλάβει κανείς με τη σκέψη ή διαβάζοντας τα βιβλία απ’ όπου τα πήρε ο ποιητής, αλλά που δεν έχουν καμιά άμεση ανταπόκριση. Ούτε είναι περίεργο ότι το ποίημα αυτό δε μπορεί να δώσει την κάθαρση που μπορούν να δώσουν τα μεγάλα δραματικά έργα των αρχαίων Ελλήνων, τόσο στενά συνυφασμένα με μιά ζωντανή μυστική λατρεία και παράδοση. Το περίεργο είναι ότι κάποιος μπόρεσε να γράψει την «Έρημη Χώρα», και ο ίδιος ο Eliot έγραφε κάποτε πόσο φοβερό είναι για έναν λογοτέχνη «να μην έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο περιβάλλον μιας ζωντανής και μεγάλης παράδοσης».

     Ο ρόλος που παίζει το τελετουργικό μέρος στην «Έρημη Χώρα» είναι ότι προσφέρει ένα γενικό κυρίαρχο σχέδιο που όχι μόνο εξασφαλίζει συνοχή ανάμεσα στις διάφορες σκηνές  του ποιήματος αλλά και τους δίνει κάτι σαν ηθική αξία. Οι «σκέψεις ενός στεγνού μυαλού σε μιά στεγνή εποχή» είναι τώρα τακτοποιημένες μέσα σ’ ένα συνειδητό πλαίσιο όπου οι εικόνες από τη ζωή της πόλης, που σε προηγούμενα ποιήματα μόλις είταν κάτι περισσότερο από περιγραφικές, έχουν πιά υποταχθεί. Δε θα αναλύσω εδώ την «Έρημη Χώρα». Αυτό έχει γίνει πολλές φορές, από άλλους. Περιγράφει μιά χώρα όπου τα πάντα έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος. Το μόνο που έχει μείνει στον άνθρωπο είναι «μιά στίβα σπασμένες εικόνες» ενώ στους Άμμους του Μαργκαίητ μπορεί να σχετίσει «το τίποτε με τίποτε». Απέραντη πλήξη έχει γεμίσει όλες τις πηγές της ζωής και η ξηρασία κυριαρχεί παντού. Αρρωστημένοι, σκληροί, διαπεραστικοί τόνοι ματαιότητας αντηχούν μέσα σ’ όλο το ποίημα. Υπάρχει ένα είδος παράξενης γοητείας σε εικόνες  χυδαιότητας και διαφθοράς, μια νοσηρή ευχαρίστηση σε στίχους όπως:

‘Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση

                Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη…

ή ακόμη:

                Και νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα στο φως

                      το μενεξεδένιο

                Σφύριξαν, και πετάρισαν μιά στιγμή

                Και σύρθηκαν με το κεφάλι κάτω στη ρίζα ενός

                     Καψαλιασμένου τοίχου…

     Σ’ ολόκληρο επίσης το ποίημα υπάρχει ένας τόνος απομάκρυνσης από κάθε ερωτισμό. Θυμάται κανείς τον μυθικό πρόγονο του δέκατου έβδομου αιώνα και νιώθει την πουριτανική σκιά του να φτερουγίζει κάπου κοντά. Η «Έρημη Χώρα» δεν είναι θρήνος για την καταδικασμένη νεότητα Είναι περισσότερο μιά έκφραση αηδίας για το τεράστιο λάθος της ζωής του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου:

Ντάττα: τί έχουμε δώσει;

Φίλε μου, τραντάζει το αίμα στην καρδιά μου

Η φοβερή τόλμη μιάς στιγμής παραδομού

Πού η εποχή της φρόνησης ποτές δε θ’ αναιρέσει

Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει.

Είπα πιό πάνω ότι η πίεση του να ζει ανάμεσα σ’ έναν κόσμο της πόλης άσκοπο και απελπισμένο, άρχισε να γίνεται πολύ βαρειά για τον ποιητή. Και φαίνεται πως πήρε τη μεγάλη απόφαση: να βρει έναν άλλον κόσμο ή να πεθάνει. Καθώς ένας ζωντανός οργανισμός συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις για να μπορέσει να διώξει ένα ξένο σώμα που σιγά-σιγά του δηλητηριάζει τη ζωή, έτσι κι ο Eliot γράφοντας την «Έρημη Χώρα» φαίνεται πως συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής του για ν’ αντιμετωπίσει μιά για πάντα και ν’ απαλλαγεί από το μόλυσμα της απατηλής Ανύπαρχτης Πολιτείας πού απειλούσε να τον κυριέψει ολόκληρο. Είναι επίσης, αυτό το ποίημα, η κραυγή φρίκης ενός ανθρώπου τη στιγμή που ετοιμάζεται να μπει, τρομαγμένος από το μεγάλο σκάνδαλο και την ανευλάβεια της παρουσίας του ανθρώπου στη γη, “nel  foco che gli af fina”, στη φωτιά που εξαγνίζει, και στρέφει όλη του την προσοχή στην ανακάλυψη ενός κόσμου υψηλότερου, και, στην περίπτωση του Eliot, ενός κόσμου μεγαλύτερης πνευματικής αρμονίας.

     Αλλά τώρα το πρόβλημα, που ανέφερα πιό πάνω, της συγχώνευσης της θρησκευτικής μυθολογίας με την πλοκή, με μιά ιστορία που συντελείται μέσα στο χρόνο, γίνεται πιό δύσκολο για τον Eliot. Μην έχοντας ρίζες στη γη, ούτε καμία επαφή με τη φύση, ούτε αναμνήσεις από ένα Γήϊνο Παράδεισο πού πρέπει να επανακτηθεί, η στροφή εκείνη της προσοχής τους προς την ανακάλυψη ενός κόσμου υψηλότερου δεν είχε πιθανότητα να καταλήξει σ’ ένα αντίκρισμα του κόσμου, σε μιά προσπάθεια ν’ αγκαλιάσει, πέρα από την πόλη, τις φυσικές δυνάμεις της ζωής, ν’ ακολουθήσει τον δρόμο, λόγου χάρη, πού ακολούθησε ο D. H. Lawrence. Αντίθετα, η στροφή αυτή κατέληξε σ’ έναν μεγαλύτερο αποκλεισμό του κόσμου, σ’ έναν ακόμη μεγαλύτερο χωρισμό της σκέψης από τη δημιουργία. Αυτός ο δρόμος είναι επικίνδυνος για όποιον τον ακολουθεί, γιατί όταν οι δεσμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο κόβονται, ο άνθρωπος σκοτώνεται. Για τον ποιητή είναι διπλά επικίνδυνος, γιατί οι εικόνες του, όταν δεν στηρίζονται στη ζωή, γίνονται ολοένα και περισσότερο αφηρημένες, και κατά συνέπεια ολοένα και περισσότερο εξωπραγματικές. Έτσι, στην «Τετάρτη των Τεφρών», όπου ο ποιητής προσπαθεί να εκφράσει κάτι από την εμπειρία της ανάβασης στο βουνό του καθαρτηρίου προς τον κόσμο της πνευματικής αρμονίας, προς το όραμα του amor intellectualis Dei, υπάρχουν ορισμένα μέρη που φανερώνουν πολλή δεξιοτεχνία, αλλά πού είναι έξω από την ζωή, έξω από την πραγματικότητα, όπως το ακόλουθο:

Αν ο χαμένος λόγος χαθεί, αν ο ξοδεμένος λό-

γος  ξοδεύτηκε

Αν ο σνάκουστος, ο ανείπωτος

Λόγος είναι ανείπωτος, ανάκουστος’

Ακόμα υπάρχει ο ανείπωτος λόγος, ο Λόγος ο

ανάκουστος,

Ο Λόγος δίχως λόγο, ο Λόγος μέσα

Στον κόσμο και για τον κόσμο’

Και το φώς έλαμψε στο σκοτάδι και

Ενάντια στον Κόσμο ο ασταμάτητος κόσμος α-

κόμα στροβιλίζεται

Γύρω από το κέντρο του σωπασμένου Λόγου.

      Όταν ένας ποιητής πραγματικά βλέπει τόσο λίγο, όταν δίνει στο Λόγο τόση λίγη σάρκα, η ποίηση είναι φυσικό να καταπονείται, κι έχει δίκιο ο Έλληνας ποιητής και κριτικός Γιώργος Σεφέρης όταν λέει ότι στο ίδιο ποίημα του Eliot η «σιωπηλή αδελφή με το λευκό και το γαλάζιο πέπλο» και οι «τρείς άσπρες λεοπαρδάλεις» μπορεί να είναι ωραίες διακοσμήσεις, δύσκολα όμως μπορεί κανείς να πει πώς είναι τίποτε σημαντικότερο.

     Ο κόσμος του Σεφέρη είναι φυσικά πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Eliot. Δε μπόρεσα ως τώρα να βρω και γι’ αυτόν κάποιον μυθικό πρόγονο, μ’ όλο που φαντάζομαι πολλούς. Αλλά ενώ ο Eliot μετανάστευσε από μιά χώρα που θεωρείται η πιό προχωρημένη σύγχρονη δημοκρατική χώρα του κόσμου, ο Σεφέρης εξορίστηκε με τη βία και για πάντα από μιά πατρίδα όπου, πρίν από τον Σωκράτη, οι μεγάλοι εκείνοι αμφίβιοι προφήτες, όπως ο Θαλής και ο Ηράκλειτος, ριζωμένοι στερεά στις ακτές της λαϊκής παράδοσης, ζήτησαν πέρα από τη θάλασσα ν’ αγκαλιάσουν μορφές καινούργιων και μυστηριωδών κόσμων. Η καταστροφή της Μικρασίας που έκλεισε μιά φάση της ιστορίας της Ιωνίας, μιάς ιστορίας που κράτησε πολλές χιλιάδες χρόνια, έγινε στα 1922, δηλαδή τον ίδιο χρόνο που ο Eliot δημοσίευσε την «Έρημη Χώρα». Και μια τέτοια απώλεια, η απώλεια μιάς πατρίδας στη φυσική της έννοια, μπορεί ωραιότατα να γίνει αναζήτηση σε μιά όχι φυσική, σε μιά μεταφυσική έννοια, όπως η απώλεια κάθε ρίζας μπορεί ωραιότατα να γίνει αναζήτηση για καινούργιες ρίζες, και η απώλεια μιάς ζωής αναζήτηση για μιάν άλλη ζωή. Είναι το σύνθετο γεγονός της ολοκληρωτικής καταστροφής, μ’ όλα όσα σημαίνει από προσωπική, ιστορική, και μεταφυσική άποψη, που χρωματίζει ολόκληρη την ποίηση του Σεφέρη. «Οι υλικές απώλειες είναι πνευματικά κέρδη» έγραφε ο Blake, κι αν κοιτάξει κανείς τα έργα της τέχνης που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1922 και δει ότι πάρα πολλά είναι έργα προσφύγων της Μικρασίας, καταλαβαίνει καλλίτερα τί σημαίνει αυτό. Και, φυσικά, έτσι είναι. Όταν χάσει, κανείς πατρίδα, η ανάγκη να βρεί μιάν άλλη είναι ανάγκη για τη ζωή, αν θέλει να συνεχιστεί, να βρεί τις ρίζες της και να ξεκινήσει πάλι, από το τίποτε:

                ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα

                για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα,

γράφει ο Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα», ένα ποίημα πού στη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία έχει την ίδια περίπου θέση που έχει στη σύγχρονη Αγγλική λογοτεχνία η «Έρημη Χώρα» του Eliot. Μιλάει για φίλους που έφυγαν, αλλά και τους γυρεύουμε ακόμα,

                γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,

                πέρα από τ’ αγάλματα.

Μιλάει για το χαμένο περιβόλι με τα σιντριβάνια στη βροχή, που είταν,

                ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα

                μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές…

Μέσα σ’ όλο το «Μυθιστόρημα» υπάρχει η αίσθηση ότι κάπου πίσω από τη σπασμένη, την κομματιασμένη αυτή ζωή του παρόντος βρίσκεται μιά χαμένη ζωή ολοκληρωμένη και πλήρης. Αν η «Έρημη Χώρα» είναι μιά κραυγή φρίκης και απελπισίας, το «Μυθιστόρημα» είναι μιά κραυγή νοσταλγίας και θρήνου. Ο τόνος του είναι τόνος θλίψης, μελαγχολίας και καημού. Είναι η λύπη όλων των αρχαίων λαών που σε αντίθεση με τον διανοητικό, τον χωρίς μνήμη δυτικό άνθρωπο έχουν βαθειά αισθήματα και παμπάλαιες αναμνήσεις. Όταν η θλίψη αυτή γεννιέται και μεγαλώνει, όπως στην ποίηση του Σεφέρη, από νοσταλγία και αγάπη για κάποια παλιά χαμένη πατρίδα, γίνεται ακόμη πιό πικρή. Ο Πλάτων έλεγε πώς ο Έρως είτανε γιός του Πλούτου και της Πενίας, εννοώντας, φαντάζομαι, ότι μ’ όλο πού από τη μιά μεριά ο Έρως είναι κληρονόμος μεγάλου πλούτου και πληρότητας, από την άλλη μεριά, τη μετρική, είναι δεμένος με τη γήϊνη, τη συναισθηματική πλευρά της ανθρώπινης ζωής, που βρίσκεται πάντοτε σε ανάγκη και έλλειψη πληρότητας, και απ’ αυτήν την άποψη είναι φτωχή. Έτσι η νοσταλγία είναι το στοιχείο του, γιατί δίνει στην ανθρώπινη ψυχή την ελπίδα να κληρονομήσει μιά χαμένη πατρίδα πλούτου και πληρότητας, αλλά μ’ αυτό κάνει το παρόν να γίνεται σχεδόν ανυπόφορο με την ατέλεια, τη στενότητα και την ανάγκη του. Η ζωή μπορεί να γίνει ό,τι δεν είναι, και γι΄ αυτό η ζωή όπως είναι σήμερα είναι πόνος. Κύριο θέμα όλων των θρήνων που ανήκουν σε μιά παμπάλαιη παράδοση-και το «Μυθιστόρημα» δεν αποτελεί εξαίρεση-είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην τρέχουσα ζωή με τις ταλαιπωρίες, τη στενότητα και τις στερήσεις της και σε κάποια άλλη χαμένη ζωή όπου όλοι αυτοί οι περιορισμοί δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό ακριβώς ο μύθος για έναν Γήϊνο Παράδεισο, για έναν Χρυσόν Αιώνα, διατηρείται τόσο πολύ σε λαούς πού έχουν μιά τέτοια παράδοση. Ακριβώς, οι πιό αρχαϊκές μνήμες δημιουργούν την ατμόσφαιρα της πιό απεγνωσμένης θλίψης. Θυμούνται πόσα πράγματα έκαμαν και πόσα καταστράφηκαν. Επιθυμούν την αιωνιότητα των πραγμάτων, αλλά βλέπουν ότι καθετί είναι θνητό και φθείρεται. Η μοίρα είναι σκληρή για λαούς με τέτοια παράδοση, κι είναι ακόμη πιό σκληρή όταν, όπως στη σημερινή Ελλάδα, υπάρχει ένα παθολογικό σχίσμα ανάμεσα στον αρχαίο προγονικό τρόπο ζωής και στις λεγόμενες σύγχρονες ιδέες. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Σεφέρης μπορεί να ρωτά:

Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας

στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες,

                τρείς ή έξι χιλιάδες χρόνια,

ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα

                είταν ίσως το δικό μας σπίτι

προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και

                ηρωικές πράξεις…

θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;

Αλλά το «Μυθιστόρημα» δεν είναι μόνο θρήνος. Έχει μιά βαθειά ατμόσφαιρα μυθικής λατρείας όπως η «Έρημη Χώρα», και ίσως βαθύτερη, πού μερικές φορές έρχεται στην επιφάνεια:

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία

του Οδυσσέα για τους νεκρούς μεσ’ στ’ ασφοδίλια.

 

Μές στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλα-

                με να βρούμε

τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Ή, πιό ακαθόριστα:

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις

                δάφνες

ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε

γύρω μου, κοντά μου, χωρίς μα μπορώ να σ’ αγ-

                γίξω ολόκληρη,

ενωμένη με τη σιωπή σου’

βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να

                μικραίνει,

να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον

                άλλο

κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε.

Αλλά γενικά το στοιχείο αυτό  της μυθικής λατρείας δεν είναι τόσο φανερό, για τους παρακάτω λόγους. Είδαμε ότι ο Eliot χρησιμοποιώντας στοιχεία μυθικής λατρείας στην «Έρημη Χώρα» αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Αποκομμένος ο ίδιος από τη φύση κι απ’ όλες τις τοπικές παραδόσεις, κάτοικος αποκλειστικά της πόλης, έπρεπε να προσπαθήσει να συνδέσει επεισόδια από παλιές τελετουργίες πού δεν είχαν πιά σχέση με τη ζωντανή πραγματικότητα και που γεννήθηκαν πάντως μέσα σε μιά προβιομηχανική κοινωνία, να τα συνδέσει με μιά πλοκή παρμένη από τη σύγχρονη αστική ζωή που βρίσκεται μακριά από τη φάση και δεν έχει καμιά παράδοση. Κατά συνέπεια τα στοιχεία της μυθικής λατρείας και η πλοκή είταν φυσικό πολλές φορές να μένουν χωρισμένα. Στην περίπτωση, ωστόσο, του Σεφέρη τα πράγματα είταν διαφορετικά. Πρώτα-πρώτα, ο Σεφέρης και οι Έλληνες στο σύνολό τους-πρέπει να με συγχωρήσετε αν γενικεύω-είναι περισσότερο πρωτόγονοι από τον δυτικό άνθρωπο, με την έννοια ότι ζουν πιό κοντά στον εξωτερικό κόσμο, τον κόσμο της φύσης. Πολλές φορές φαίνονται σα να μη μπορούν να ξεχωρίσουν καλά-καλά αυτό που κάνουν και αυτό που τους συμβαίνει. Βλέπουν τις ίδιες τους εσωτερικές εικόνες ν’ αντανακλώνται στον εξωτερικό κόσμο πολύ πιό αυθόρμητα απ’ όσο μπορεί να γίνει όταν η σκέψη του ανθρώπου έχει αποκοπεί από τις φυσικές της πηγές. Η σφήνα που έβαλε η γρήγορη και αχαλίνωτη εκβιομηχάνιση ανάμεσα στη σκέψη του ανθρώπου και στις φυσικές αυτές πηγές δεν έχει ακόμη εισχωρήσει τόσο βαθειά στον χαρακτήρα των Ελλήνων. Ο χαρακτήρας τους είναι ακόμη πολύ πιό προσκολλημένος, πολύ πιό εναρμονισμένος με τη φύση απ’ όσο είναι ο χαρακτήρας του δυτικού ανθρώπου. Δε θέλω να πω ότι αυτό είναι πάντοτε μιά ευλογία, γιατί αν η φύση κλείνει μέσα της, το αργό και ήρεμο μεγάλωμα των δέντρων, κλείνει επίσης μέσα της και το τυφλό ξέσπασμα του ηφαιστείου. Θέλω μόνο να πω ότι ο Ελληνικός νέο-παγανισμός είναι πολύ πιό υγιής από τον άρρωστον εκείνο νέο-παγανισμό της δύσης όπου ο άνθρωπος δεν έχει αυτήν την θερμή οικειότητα με τον γύρω του κόσμο.

     Από την άλλη μεριά, η τοπική παράδοση στην Ελλάδα έχει διατηρήσει τη ζωντανή πραγματικότητα μιάς μυστικής λατρείας που εκτείνεται ως τα πρώτα χρόνια της ανθρωπότητας, που έχει τις πηγές της σε καιρούς ακόμη παλαιότερους κι από τότε πού οι πρόγονοί μας σα μέτοχοι της μυστικής αυτής λατρείας ζωγράφιζαν τους βόνασους στα σπήλαια της Αλταμίρας, που προχώρησε πολύ βαθειά στην αρχαία Ελλάδα με τον Διόνυσο και ακόμη περισσότερο με τον Ορφέα, που απόχτησε καινούργιο νόημα με τον Χριστό, και διατηρήθηκε, λόγου χάρη, στην τελετή που ο Σεφέρης αποκαλεί την «υψηλότερη μορφή της άνοιξης» που ξέρει, στην ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα. Τόσο ζωντανός στην Ελλάδα είναι ο μύθος του πληγωμένου Θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται, ώστε όταν, όπως λέει ένας άλλος Έλληνας συγγραφέας, στα Ελληνικά χωριά το Πάσχα περπατάς μαζί με τον κοσμάκη πίσω από τον Επιτάφιο ανασαίνοντας στον αέρα τις πρώτες μυρωδιές της άνοιξης, μπορείς να καταλάβεις πόσο κοντά βρίσκονται ο ενταφιασμένος Χριστός και ο μικρός αδερφός της Περσεφόνης. Ο ίδιος ο Σεφέρης έχει πεί ότι πολλές φορές δυσκολεύεται να ξεχωρίσει αν αυτός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνις. «Έχοντας γεννηθεί και ανατραφεί ανάμεσα στο περιβάλλον μιάς ζωντανής και μεγάλης παράδοσης», ο Σεφέρης από ένστικτο, και ίσως ασυνείδητα, συνυφαίνει τα γεγονότα της ζωής του, της σύγχρονης Ελληνικής ζωής, με την Ελληνική φύση σ’ ένα πλαίσιο μυστικής λατρείας τόσο τέλεια, πού, όπως και στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων δραματικών ποιητών, δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει τα στοιχεία της μυστικής λατρείας. Παράλληλα, οι εικόνες που χρησιμοποιεί έχουν βαθύτατη απήχηση γιατί συνδέονται με τις πιό γνώριμες εμπειρίες της ανθρώπινης ψυχής.

     Για τους ίδιους περίπου λόγους, η αναζήτηση του Σεφέρη για την «άλλη ζωή» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από εκείνον του Eliot. Είδαμε πώς όταν ο Eliot, μετά την «Έρημη Χώρα», έστρεψε την προσοχή του στην ανακάλυψη ενός «υψηλότερου κόσμου», η στροφή αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα ένα αντίκρυσμα του κόσμου, μιά προσπάθεια πιό στενής επαφής με τον κόσμο. Αντίθετα, κατέληξε σε μιά μεγαλύτερη απομάκρυνση, σε μιά μεγαλύτερη  πνευματική απόσπαση από τον κόσμο. Ο Σεφέρης , όμως, φαίνεται ν’ ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο. Στηρίζοντας τις εικόνες του ολοένα και περισσότερο στη ζωή, στο φυσικό Ελληνικό κόσμο, φαίνεται ότι ψάχνει να ξαναβρεί τις πηγές εκείνες της ζωής που ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει τόσο πολύ να χάσει:

                Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή

                                ξεχνώντας

τον ήχο μιάς φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά

πού πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη

                βυθισμένη…

γράφει στη «Σαντορίνη» του, και πιό κάτω στο ίδιο ποίημα:

                ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό

                και βούλιαξε…

Και τις πηγές αυτές της ζωής, αυτές τις ρίζες, φαίνεται να τις νιώθει σαν προσωπικές δυνάμεις, σαν ζωντανές πραγματικότητες:

                Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο

                βαθύτερες εδώ πού ο κόσμος σκοτεινιάζει,

                μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό

                πού χτύπησε τη γης με πόδια

                λησμονημένα.

                Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια

                του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια

                προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ‘ένα σημάδι

                πού όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις’

                η ψυχή

                πού μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

Και δεν είμαι βέβαιος ότι δεν είναι επίσης κάτι πολύ Ελληνικό, το αίσθημα πώς ο άνθρωπος έχει αποσπασθεί με τη βία από κάποια θερμή ανθρώπινη τρυφερότητα που η γαλήνη της του κυριεύει τη σκέψη και του γνέφει σ’ όλη του τη ζωή. Είναι ίσως το  αίσθημα ενός ξεριζωμένου φυτού πού, αιμορραγώντας ακόμη στις πληγωμένες ρίζες του, θυμάται ότι κάποτε ανήκε στη γη και αναζητά πάντοτε τον παλιό του κήπο:

                Γυρεύω τον παλιό μου κήπο’

                τα δέντρα μού έρχονται ως τη μέση

                κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια

                κι όμως σαν είμουνα παιδί

                έπαιζα πάνω στοχορτάρι

                κάτω από τους μεγάλους ίσκιους

                κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

                ώρα πολλή λαχανιασμένος…

Και η νοσταλγία αυτή μπορεί ν’ αρχίζει με τη φυσική εμπειρία πολλών Ελλήνων που η φτώχεια, η καταστροφή η αγριότητα τους ξερίζωσε όταν είταν ακόμη νέοι, ενώ νέοι επίσης πρέπει ν’ αφήσουν την πατρίδα τους και να πάνε στο εξωτερικό για να μπορέσουν να ζήσουν αφού δεν μπορούν να ζήσουν στην Ελλάδα. Είναι ένα αίσθημα που δύσκολα μπορεί ένας ξένος να το νιώσει με τον ίδιο τρόπο, κι έχει ίσως κάποια σχέση μ’ αυτό που ο Σεφέρης ονομάζει «Καημό της Ρωμιοσύνης». Εκεί που πρίν υπήρχε αρμονία και γαλήνη, τώρα υπάρχει διάσπαση και αγώνας. Εκεί που πρίν υπήρχε μιά πατρίδα, τώρα υπάρχουν μόνο οι σπασμένες πέτρες της μνήμης, ένα αρχαίο ερείπιο που κάποτε είταν μιά εικόνα ζωής:

                Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες

                κι αναρωτιέται

                υπάρχουν άραγε

                ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές

                τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

                υπάρχουν άραγε

                εδώ πού συναντιέται το πέρασμα της βροχής του

                αγέρα και της φθοράς

                υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της

                στοργής

                εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη

                ζωή μας

                αυτών πού απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί

                με την απεραντωσύνη του πελάγου

                ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βά-

                ρος

                η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής

                εκεί πού μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

                σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα

                μέσα στη διάρκεια της απελπισίας…

Και μπορεί αυτή η νοσταλγία να τελειώσει με τη μεταφυσική εμπειρία ενός Οιδίποδα, πού, ύστερα από πολλές συμφορές, ύστερα από πολλές τυφλές πορείες, κατεβαίνει τέλος ζωντανός σε μιά γη «που τον δέχεται σπλαχνικά», και, ξαναγυρίζοντας στη μεγάλη Μητέρα του Ξαναγεννημού, βρίσκει ένα καινούργιο σπίτι, ένα καινούργιο φώς:

                Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε

                τραγούδησε…

                δε σού μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη’

                στόλισε τα μαλλιά σου μ’ τ’ αγκάθια του ήλιου,

                σκοτεινή κοπέλλα’

                η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,

                ο τύραννος μέσα από τον άνθρωπο έχει φύγει,

                κι’ όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες

                τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης’

                όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,

                στο φώς.

Έτσι, λοιπόν, έχουμε δυό ποιητές πού το υλικό τους, και από άποψη προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και από άποψη ιστορίας και περιβάλλοντος, φαίνεται τόσο διαφορετικό. Είναι αλήθεια πώς το έργο του Έλληνα ποιητή δεν εκτείνεται σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο το έργο του Άγγλου συναδέλφου του, ούτε έχει τόσο πλατεία πνευματική σημασία. Ούτε, ασφαλώς, ο Έλληνας ποιητής έγραψε κάτι με τόσο άμεση ιστορική σπουδαιότητα όπως ο Eliot, πού η δημοσίευση της «Έρημης Χώρας» του σημαδεύει από τις πιό αποφασιστικές χρονολογίες στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι κι ο ίδιος ο Σεφέρης έχει αναγνωρίσει πόσο η τεχνική του πλουτίστηκε από την επαφή με το έργο του Eliot,  και πώς με αυτή την τεχνική κατάλαβε ορισμένες δυνατότητες μέσα στον δικό του κόσμο πού διαφορετικά μπορεί και να μήν τις είχε δει. Σε σύγκριση με την κατακλυσμική εκείνη κόλαση που ο Eliot χάραξε για μας τα σύνορά της, ο κόσμος του Σεφέρη είναι πολύ πιό στενός, περισσότερο περιορισμένος. Τα σύνορά του συμπίπτουν, χωρίς μεγάλες εξαιρέσεις, με τα σύνορα της πατρικής του γης. Αλλά είταν αρκετά τυχερός, για λόγους που είδαμε πιό πάνω, να βρει στην πατρική αυτή γη ένα πανομοιότυπο των ρυθμών της βαθύτερης εμπειρίας του. Έχει με την πατρική του αυτή γη-παρμένη στη σύνθετη έννοια, παρελθόντος και παρόντος, ορατών και αοράτων-μιά αμοιβαιότητα που ο Άγγλος ποιητής ποτέ δεν βρήκε μέσα στο περιβάλλον του. Μπορεί να μεταμορφώσει τις εσωτερικές του καταστάσεις σε σύμβολα που τα περισσότερα του τα έδοσαν ορισμένα μέρη της Ελλάδας-οι Μυκήνες, η Σαντορίνη, η Ασίνη, ο Πόρος-και μπόρεσε να δει αυτά τα μέρη κάτω από μιά μορφή αιωνιότητας. Και ακριβώς επειδή είναι τόσο ριζωμένα τα ποιήματά του μιλούν με μιά αμεσότητα πού τα ποιήματα του Eliot δεν την έχουν. Και ίσως ο Eliot να αισθάνθηκε τον κίνδυνο της πολύ αφηρημένης ποίησης, γιατί στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του όχι μόνο υπάρχει στο βάθος ο συμβολισμός που βασίζεται στα τέσσερα στοιχεία, αλλά τρία από τα τέσσερα ποιήματα έχουν για τίτλους ονόματα Αγγλικών χωριών, και το τέταρτο το όνομα ενός συμπλέγματος βράχων της Αμερικανικής ακτής που ο Eliot όταν είταν παιδί είχε  πολύ καλά γνωρίσει.

     Ύστερα ο Σεφέρης, φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο από τον Eliot για ορισμένα θεολογικά προβλήματα. Είταν φυσικό ίσως για τον Eliot πού ήθελε «να οικοδομήσει κάτι μ’ αυτό να ευφρανθεί», να στραφεί προς την Αγγλικανική Εκκλησία και προς μιά θρησκευτική ορθοδοξία. Δεν έχω σήμερα τον καιρό να μιλήσω για τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», όπου φαίνονται καθαρά πολλά πράγματα από τη διδασκαλία του Eliot, αλλά, επειδή μιλάω στην Ελλάδα, θέλω να πώ τούτο. Η δυτική Χριστιανική παράδοση-και η Καθολική και η Προτεσταντική-είχε πάντοτε την τάση να τονίζει περισσότερο την αμαρτία, την έλλειψη αγνότητας και την αδυναμία του ανθρώπου παρά την ικανότητά του να υψωθεί και να γίνει ίδιος Θεός με τη δική του δύναμη. Το Ανατολικό δόγμα της θέωσης, της θεοποίησης-πού δεν έχει καμιά σχέση με την αυτοκρατορική θεοποίηση, με τη λατρεία κοσμικών ηγεμονιών και εξουσιών- το δόγμα αυτό της θεοποίησης φαίνεται ξένο στη δυτική σκέψη, πού για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δε δέχεται την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός, ότι μπορεί πραγματικά να είναι Θεός. Θα έλεγε κανείς ότι το ηρωικό στοιχείο, στην αρχαία Ελληνική έννοια, είναι σχεδόν ανύπαρκτο στο Δυτικό Χριστιανισμό. Αυτό, πιθανώτατα, είναι αποτέλεσμα μιάς μεγάλης εχθρότητας προς τις λεγόμενες ασέλγειες της σάρκας κι ένα γενικό αίσθημα ότι το σώμα και τα πάθη του είναι κάτι κακό και γι’ αυτό δεν μπορεί να μετέχει στα θεία μυστήρια. Πολλές φορές το αίσθημα αυτό απλώνεται σ’ ολόκληρον τον φυσικό κόσμο, έτσι που όχι μόνο το σώμα του ανθρώπου αλλά όλη η υπόλοιπη φύση θεωρείται σαν κάτι αρνητικό και κακό, και ο άνθρωπος, όπως και η υπόλοιπη φύση, τότε μόνο μπορεί να γίνει κάτι θετικό και καλό όταν υπακούει στους νόμους ενός θρησκευτικού συστήματος πού προορισμό έχει να σώσει την ψυχή του, ή, αν όχι αυτό, να τον σώσει από τις συνέπειες της υπερβολικής αμαρτίας. Και, φυσικά, η δυτική θρησκευτική παράδοση κυριαρχεί στη θεολογία του Eliot, κι αυτή χαρακτηρίζει την ποίησή του.

      Και στο σημείο αυτό ο Σεφέρης μοιάζει να είναι εντελώς αντίθετος από τον Eliot, μοιάζει ν’ ανήκει σε μιά εντελώς άλλη παράδοση. Η Πλατωνική σκέψη για πολύ καιρό έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στην Ελληνική ανατολή από την Αριστοτελική σκέψη, και νομίζω πώς αυτό είναι αποτέλεσμα ενός διαφορετικού αισθήματος για τον φυσικό κόσμο, ενός αισθήματος πού, για να χρησιμοποιήσουμε μιά πολυμεταχειρισμένη και συχνά παρανοημένη λέξη, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε παγανιστικό. Ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι το σώμα του και τα πάθη του είναι κάτι κακό. Δε θέλει να σκοτώσει την ανθρωπιά του στο όνομα οποιασδήποτε ιδεατής αρχής, και αντιπαθεί έναν κόσμο πού- σαν τον σημερινό μας κόσμο-είναι οργανωμένος και ηθικοποιημένος σε τέτοιο σημείο ώστε η ζωή να είναι ουσιαστικά σταματημένη. Αντίθετα, φαίνεται να αισθάνεται πώς η φύση είναι καλή, πώς ο φυσικός κόσμος είναι ριζωμένος στον υπερφυσικό κόσμο και, κατά συνέπεια, ικανός να δεχτεί και να φωτιστεί από τις υψηλότερες λειτουργίες της ζωής. Φαίνεται να αισθάνεται ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να εναρμονίζει τον εαυτό του με τη φύση και να τη σέβεται, παρά ν’ αντιστέκεται, παρά να υποτάσσει τη φύση σ’ ένα εξωτερικό δόγμα πού μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν ο ίδιος αποκοπεί  από τις φυσικές του ρίζες. «Έχω», γράφει ο Σεφέρης, «ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την Ελληνική φύση». Φαίνεται σα να θέλει να γίνει ένα με τις δημιουργικές δυνάμεις του σύμπαντος, να συνεργαστεί μαζί τους, και να βοηθήσει κι αυτές και τον εαυτό του στην πραγματοποίηση μιάς ολοκλήρωσης. Το σύμπαν δεν είναι αντικείμενο για επιστημονική έρευνα. Είναι κάτι ζωντανό και μπορείς να του μιλήσεις και να σου μιλήσει σαν πρόσωπο σε πρόσωπο. Ο άνθρωπος αντλεί τη ζωτικότητά του από την ίδια πηγή που την αντλεί και κάθε άλλη φυσική μορφή. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα λουλούδια, τα βουνά και τα ποτάμια έχουν καθένα τη δική τους ιδιαίτερη συνείδηση και ζωτικότητα,  και καθένα μετέχει στη ζωή όλων και είναι η ζωή όλων. Ο ανθρώπινος αγώνας συνεχίζεται στα στοιχεία της φύσης. Μ’ ένα τέτοιο όραμα είναι δύσκολο να θέλει κανείς να επιβάλει στην ποικιλομορφία της φυσικής ζωής μιά ομοιόμορφη τάξη, ή να φαντάζεται ότι έχει το δικαίωμα να κρίνει και να δογματίζει επειδή η σκέψη του είναι προκατειλημμένη από τους νόμους κάποιου συστήματος ηθικής.

     Ωστόσο, οι διαφορές αυτές που αναφέρω ίσως να μην κάνουν τίποτε άλλο παρά ν’ αντικαθρεφτίζουν τους πνευματικούς χάρτες των δύο κόσμων όπου ανήκουν οι δύο ποιητές. Ίσως είταν αδύνατο για τον Άγγλο ποιητή, με την εκκλησιαστική, την πουριτανική του καταγωγή, με την ανατροφή του μέσα σε μιά βιομηχανική κοινωνία χωρίς ρίζες και χωρίς μύθους, να αισθανθεί τον εαυτό του τόσο κοντά στον φυσικό κόσμο ή να αισθανθεί αυτόν τον κόσμο τόσο μυστηριώδη όσο τον αισθάνθηκε ο Έλληνας ποιητής, όπως ακριβώς είταν αδύνατο για τον Σεφέρη ν’ αποσπασθεί τόσο πολύ από τη φύση ώστε να  μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Eliot-προβλήματα που μόνο τώρα, καθώς η Ελλάδα αρχίζει να βιομηχανοποιείται, μπορεί οι Έλληνες συγγραφείς να έχουν ν’ αντιμετωπίσουν. Ίσως, επειδή του έλειπε το «περιβάλλον μιάς ζωντανής και μεγάλης παράδοσης» απ’ όπου μπόρεσε ν’ αντλήσει την έμπνευσή του ο Σεφέρης, είταν αδύνατο για τον Eliot να κάμει τίποτε περισσότερο από το να φέρει πάλι στον δυτικό άνθρωπο κάποια συνείδηση της τρομερής απόστασης που ο ίδιος διέσχισε από μιά τέτοια παράδοση, και ν’ ανακαλύψει τί φοβερή καταστροφή της έννοιας του ανθρώπου εσήμαινε και εξακολουθεί αυτό να σημαίνει. Και ίσως η πραγματοποίηση αυτή να είναι μεγαλύτερη γιατί έγινε με τη γνώμη ότι ο ποιητής αγωνίζεται μιά μάχη χαμένη ώστε εκείνοι που θάρθουν έπειτα να δοκιμάσουν, έστω και για λίγο, τη χαρά κάποιας νίκης. Ίσως και να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές, αλλά η αναζήτηση του Eliot προς τα πάνω και του Σεφέρη προς τα κάτω, προς τις πηγές, ν’ ακολουθούν τους δύο δρόμους που είχε στο νού του ο Ηράκλειτος όταν έλεγε: «οδός άνω κάτω μία και ωυτή». Πάντως, δε μιλάμε για ιδεολογίες ή ηθικά συστήματα, κι είναι αρκετό ότι στον καιρό  μας μπορεί κάποιος να πραγματοποιεί το θαύμα που είναι η δημιουργία ενός ποιήματος.

   PHILIP SHERRARD, «ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ», σειρά «σύνορο»- τόμος τέταρτος, μετάφραση Νίκος Γκάτσος, εκδόσεις «ΑΘΗΝΑ», Αθήνα 1971, σ.166-195.

Σημειώσεις:

    Το τελευταίο διάστημα, διαβάσω και ανιχνεύω έναν ιστό άρθρων και μεταφράσεων της “WASTE LAND” του άγγλου μοντερνιστή ποιητή Tomas Stern Eliot στα ελληνικά, από την περίοδο του μεσοπολέμου, όταν για πρώτη φορά αποδόθηκε το έργο στην χώρα μας. ως «Ο Ερημότοπος» από τον ποιητή Τάκη Παπατσώνη. Μελετώ επαναληπτικά το έργο στην γλώσσα του και τις πρόσφατες ελληνικές μεταφράσεις του, θεωρώ, ότι σύμφωνα πάντα με την προσωπική αναγνωστική μου κρίση, η χρονική και ιστορική περίοδος που διανύουμε σαν ανθρωπότητα, δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχει αρκετά κοινά σημεία κοινωνικής παρακμής και φθοράς, πολιτικής διαφθοράς και αποδεκτής έκπτωσης των δημοκρατικών θεσμών και αξιών, έτσι όπως αυτές εδραιώθηκαν στον δυτικό κόσμο μετά το πέρας των δύο μεγάλων παγκόσμιων πολέμων. Ανεξέλεγκτη άνθηση της εσωτερικής κοινωνικής βίας και αναταραχής των ευρωπαϊκών κρατών, παράνομου πλουτισμού και αχαλίνωτης κερδοφορίας από ορισμένα οικονομικά συγκροτήματα και πληθυσμιακές ομάδες. Προσπάθεια από υπέρτερες οικονομικά και στρατιωτικά συμμαχίες, αλλαγής των υπαρχόντων συνόρων, που έχουν κατοχυρωθεί με διεθνείς συμβάσεις και αποφάσεις διεθνών οργανισμών. Οικονομική εκμετάλλευση των φτωχότερων κρατών από τα ισχυρότερα, αναζωπύρωση των περιφερειακών πολέμων εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου, στρατιωτικές επεμβάσεις πλούσιων κρατών σε άλλες ηπείρους, εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος τρίτων χωρών, που τις επιπτώσεις από τις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις τις επωμίζονται άλλα μικρότερα κράτη, που αποτελούν μέλη κοινών πολιτικών τους συμμαχιών. Παράλογες και ακατανόητες γεωγραφικές απαιτήσεις εδαφών από κρατικές οντότητες και στρατιωτικές δυνάμεις που δεν σέβονται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της έννομης τάξης. Διπλωματικές συμφωνίες που δεν βασίζονται στο ιστορικό δίκαιο μα στις διακρατικές εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες και συναλλαγές πετρελαϊκού ή χρηματιστηριακού κέρδους. Ζούμε σε κοινωνικές συνθήκες ευρέων διαστάσεων οικονομικής εξαθλίωσης και φτώχειας για μεγάλα στρώματα του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου πληθυσμού, σκοτεινές περίοδοι και συνθήκες που επιτάθηκαν με την πανδημία του κορωνοϊού. Βιώνουμε μια μορφή παράλυσης των κρατικών θεσμών δικαίου και προστασίας των πολιτών, καταπάτησης των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών απροκάλυπτα στο όνομα της ισχύος του οικονομικά και στρατιωτικά δυνατότερου. Αντιμετωπίζουμε μια ραγδαία εξάπλωση της παγκόσμιας φτώχειας λαών και κρατών. Ενώ ταυτόχρονα, έχουμε την ανάπτυξη εθνικιστικών πολιτικών μορφωμάτων, ακραίων και επικίνδυνων ιδεολογιών για ότι μάθαμε να αποκαλούμε «αστική δημοκρατία» και τα αστικά προστατευτικά δικαιώματά της. Διάρρηξη του κοινωνικού πλέγματος προστασίας και αλληλεγγύης, ισονομίας υπέρ των κατώτατων στρωμάτων, και εκ παραλλήλου, τον εύκολο και φανερό πλουτισμό μιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Έλλειψη εμπιστοσύνης στην Δικαιοσύνη, μιας Δικαιοσύνη που εφαρμόζεται αλα κάρτ, μιάς θεσμικής νομολαγνείας που σκοτεινιάζει αντί να ξεδιαλύνει τα φαινόμενα που γεννά πλήθος ερωτηματικών για την αναποτελεσματικότητά της. Μεγάλη μερίδα των πολιτών στέκεται αρνητικά απέναντι στα υπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα και πολιτικές παρατάξεις, τους δημόσιους θεσμούς διεθνώς. Η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους έχει αρχίσει να χάνεται δραματικά, με υπαιτιότητα και ανακολουθίες των ίδιων των πολιτικών. Κοινωνικά αιτήματα που είχαν λυθεί, επανέρχονται στην επιφάνεια ως πολιτικοί επαναπροσδιορισμοί. Οι αρχέγονοι παραδοσιακοί πυλώνες που στήριζαν τα θεμέλια των αστικών δημοκρατιών έχουν ραγίσει με υπαιτιότητα και των εκλεγμένων κυβερνώντων και των κυβερνωμένων. Ένας Πολιτισμός και ότι αυτός μεταφέρει στην ιστορική του διαχρονία καταρρέει εδώ και δεκαετίες, παρασέρνοντας μαζί του παλαιές σταθερές και συνθήκες επιβίωσης και κοινωνικότητας, συνύπαρξης λαών και ανθρώπων. Μοντέλα κοινωνικότητας που στηρίζονταν σε μεταφυσικά πιστεύω. τελετουργίες και ιερουργίες αιώνων. Ογκώδεις και ανεξέλεγκτες  ροές προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, που προέρχονται κυρίως, από εμπόλεμες ζώνες, κατεστραμμένες και ισοπεδωμένες από τις πολεμικές επιχειρήσεις  χώρες και επεκτατικά σχέδια, εισέρχονται με όποιον τρόπο μπορούν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τον δυτικό  κόσμο που είναι υπαίτιος για τις καταστροφές αυτές των κρατών τους. Κρατικές οντότητες και πληθυσμοί λαών αναζητούν επέκταση του ζωτικού τους χώρου επιβίωσης. Οι δράσεις και ενέργειες των σύγχρονων ανθρώπινες, των μεγάλων μαζών, δεν καταστρέφουν μόνο τις κοινωνίες τους αλλά και το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζουν και δημιουργού, εργάζονται και κάνουν οικογένειες οικοδομούν τις σχέσεις τους. Ο κοινό μας πλανήτης έχει μπει και αυτός πλέον, στην ζυγαριά μιας ανεξέλεγκτης βίας και αχαλίνωτης ατομικής ή ομαδικής κερδοφορίας. Ο βίαιος θάνατος είναι η μόνη σταθερά του σημερινού πολιτισμικού μας οικοδομήματος. Ενώ η Τέχνη από κοντά, υπάκουη θεραπαινίδα της κάθε οικονομικής αρχής, ψηλαφίζει περασμένα μεγαλεία πουλώντας τα προϊόντα της σε μπακιρένιο αμπαλάρισμα προσφοράς και ζήτησης. Οι καλλιτέχνες, οι νέοι «σφουγγοκωλάριοι της παραδοξότητας του κάθε οικονομικού μαικήνα, καθρεφτίζει τον παραλογισμό της συμπεριφοράς, την σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου ζώου-όντος. Οι εποχές της ιστορικής μας αθωότητας έκλεισαν πανηγυρικά τον κύκλο τους κάνοντας γδούπο. Ένας ανεμοστρόβιλος ανατροπών γκρεμίζει παλαιές αξίες και σταθερές.  Διαβάζοντας την τελευταία απόδοση του έργου του Έλιοτ από τον ποιητή και μεταφραστή Χάρη Βλαβιανό, ως «Η ΑΓΟΝΗ ΓΗ» από τις εκδόσεις Πατάκη 2020, και την μετάφρασή του  ως «Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ» από τον Συμεών Γρ. Σταμπουλού από τις εκδόσεις Gutenberg 2019, και ανατρέχοντας σε παλαιότερα άρθρα και μελέτες, βιβλία που έχουν  κυκλοφορήσει αποδέχομαι την άποψη, ότι η Εποχή μας, έχει κοινά σημεία με την εποχή του Μεσοπολέμου που καθρεφτίζει- προφητεύει η Waste Land του Τόμας Στερν  Έλιοτ. Καταστάσεις και μελανώματα της Ιστορίας που επαναλαμβάνονται στους σύγχρονους καιρούς μας. Μια επανάληψη της Ιστορίας και των κοινωνικών παραμέτρων της που δεν βιώνουμε ως φάρσα αλλά ως καθημερινή τραγωδία σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Κοινωνική ανασφάλεια και ατομικό αδιέξοδο, αδυνατώντας να συμβάλουμε στην κάθαρση, και να περατωθεί ο κύκλος του κοινωνικού δράματος. Ή, ακόμα, εθελοτυφλούμε βασιζόμενοι σε μεταφυσικές ψευδαισθήσεις και προγονοπληξίες του ιστορικού παρελθόντος μας, ανακυκλώνοντας σαπρόφυτα υλικά του καταρρέοντος πολιτισμού μας, αναμένοντας την σωτήρια λύση από Ήρωες ή Θεούς απομηχανείς.  Όπως όμως μας έδειξαν και οι δύο παρωδιακές παραφράσεις της «Έρημης Χώρας» στα ελληνικά,-την εκδοχή του ποιητή Ηλία Λάγιου την αντέγραψα στην ιστοσελίδα στο πρό- προηγούμενο σημείωμα-δεν έχει φανεί ακόμα ο ποιητής-προφήτης που θα καθρεφτίσει στο νέο του Έπος, την των ημερών μας «Έρημη Χώρα», την θρυμματισμένη και κατακερματισμένη εποχή μας. Το πέρασμα από τον 20ο στον  21ου αιώνα. Αυτήν την των ελπιζομένων ανθρώπων λύτρωση, που τραγουδά σε στίχους του ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Στέκομαι ξανά σε «αντιμαχόμενες» θέσεις και κρίσεις, άρθρα, αναλύσεις, που έχουν δημοσιευτεί για την μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Την οργανική σχέση της ποίησης του Τόμας Στερν Έλιοτ με αυτήν του νομπελίστα μας ποιητή, μα και άλλων ελλήνων ποιητών στα μεταγενέστερα χρόνια.  Τα σχόλια του ποιητή Στέφανου Μπεκατώρου στην μετάφραση των Δοκιμίων για την Ποίηση και τους Ποιητές του Έλιοτ, «Δεν είναι η Ποίηση που προέχει» που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, συμπληρωματικά επίσης,  η μετάφραση του τόμου, «Οι Φωνές της Ποίησης» του Έλιοτ από τον Άρη Μπερλή, που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, στέκονται αρωγοί στην εκ νέου περιδιάβασή μου, σε παλαιότερους έλληνες συγγραφείς όπως ο Τίμος Μαλάνος και ο Μάρκος Αυγέρης, μέχρι τις σύγχρονες κριτικές φωνές του Νάσου Βαγενά και των βιβλιοπαρουσιάσεων. Στο παρόν σημείωμα, αντιγράφω την ερμηνευτική ανάλυση των δύο ποιητών με τίτλο «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ T. S. ELIOT  ΚΑΙ ΤΟΥ Γ. ΣΕΦΕΡΗ»,  που έγινε από τον άγγλο συγγραφέα   Philip Sherrard. Η ομιλία αυτή, δόθηκε στο Βρετανικό Ινστιτούτο Αθηνών στις 27 Νοεμβρίου 1951, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», τόμος Ε΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1951, σελ. 306-311. Η μετάφραση της δημοσιευθείσης ομιλίας έγινε από τον ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο.                                      Το κείμενο αυτό του ορθόδοξου άγγλου συγγραφέα Φίλιπ  Όουεν Αρνοουλντ  Σέρραρντ (23/9/1922-30/5/1995),αν δεν λαθεύω δημοσιεύτηκε για δεύτερη φορά στον τόμο Philip Sherrard, «ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ», των εκδόσεων «ΑΘΗΝΑ» 1971, της σειράς «σύνορο». Την σειρά διηύθυνε ο φιλόσοφος και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς. Ο τόμος αυτός που προάγει την ελληνική αυτοσυνειδησία και την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, περιέχει και τα εξής ακόμα κείμενα:

 Α) ΠΡΟΛΟΓΟΣ σ. 7-11 από τους Δημήτρη Γ. Κουτρουμπή και Χρήστο Γιανναρά.

Β) «Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» σ. 13-77, από το βιβλίο του Φ. Σ., “Modern Greece” σ. 19-43, μετάφραση ΝΤΙΝΑΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΗ.

 Γ) «Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», σ.78-140 (από το ίδιο βιβλίο, σ.214-244) σε μετάφραση ΛΙΝΑΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗ.

Δ) «ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», (Διάλεξη The Koraes Lecture) που δόθηκε στο Kings College, London στις 4 Δεκεμβρίου 1952), μετάφραση ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ- ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, σ. 141-165.

Ε) «ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ», σ. 196-293, μετάφραση ΣΟΦΙΑΣ ΣΚΟΠΕΤΕΑ. Από το βιβλίο του ( P. S.: “The Marble Threshing Floor, Studies in Modern Greek Poetry, Λονδίνο,   Valentine Mitchell, (1956), σελ. 125-183.).

ΣΤ) «ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ  Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ». Ανέκδοτο ως τώρα κείμενο. Μετάφραση: ΤΑΣΟΥ ΖΑΝΝΗ. Γλωσσική επιμέλεια: Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, σ. 294-323. Και

Ζ) το κείμενο του Φιλίπ Σέρραρντ για τον Έλιοτ-Σεφέρη.

     Το Ανθολόγιο του Φ. Σ. τυπώθηκε στο τυπογραφείο της Ευγενίας Χ. Καρανάση. Ο Φιλίπ Σέρραρντ ασπάσθηκε την ορθοδοξία, παντρεύτηκε ελληνίδα και εγκαταστάθηκε στην χώρα μας, έζησε με την οικογένειά του στην Εύβοια. Αναφέρονται μεταξύ άλλων από τους υπογράφοντες τον «ΠΡΟΛΟΓΟ» του τόμου:

«Είναι πραγματική τιμή για την εκδοτική σειρά «σύνορο» να περιλαμβάνη τον Philip Sherrard ανάμεσα στους συνεργάτες-συγγραφείς των τόμων της. Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και Καθηγητής σήμερα εκεί, βοηθός- Διευθυντής παλαιότερα της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών (1951-52 και 1958-62), ιστορικός και συγγραφέας με διεθνή αναγνώριση, ο Philip Sherrard ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τη μελέτη της πνευματικής, πολιτιστικής και πολιτικής ιστορίας του ελληνικού χώρου. Ορθόδοξος ο ίδιος και με ελληνίδα σύζυγο, εγκατεστημένος μόνιμα στην ελληνική επαρχία, συνδυάζει την επιστημονική έρευνα του ιστορικού και κριτικού με την προσωπική και βιωματική αναζήτηση των ριζών της πνευματικής παραδόσεως του τόπου μας. Καρπός αυτού του συνδυασμού είναι τα περισσότερα από τα βιβλία που έχει ως τώρα εκδόσει και που αναφέρονται στην πνευματική φυσιογνωμία του βυζαντινού και του νέου Ελληνισμού. The East and the Latin West- Athos, the Mountain of Silence- Six Poets of Modern Greece- The Pursuit of Greece- Constantinople, the Iconography of a Sacred City- Byzantium- Modern Greece (το τελευταίο σε συνεργασία με τον John Campbell).

Στις σελίδες αυτού εδώ του τόμου παρουσιάζουμε στον έλληνα αναγνώστη μιάν ανθολόγηση, σχεδόν δειγματοληπτική, της δουλειάς του Philip Sherrard, διατηρώντας την πρόθεση να δώσουμε κάποτε σε ελληνική, μετάφραση και ολόκληρα κάποια από τα βιβλία του. Τα «Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό», πού εδώ συγκεντρώσαμε, εξετάζουν τη σημασία τόσο της δημιουργίας του σημερινού ελληνικού κράτους όσο και μερικών αντιπροσωπευτικών μορφών και πνευματικών εκδηλώσεων του Νέου Ελληνισμού, σε συνάρτηση με την ιστορική συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως ή τις μεταμορφώσεις και αλλοιώσεις της. Παρά την περιληπτικότητα και την αναπόφευκτα σχηματική ανάπτυξη ορισμένων σημείων, στο σύνολό τους τα δοκίμια αυτά έχουν τη μεγάλη αξία ότι συγκεντρώνουν την προσοχή μας σε ένα βασικώτατο γεγονός: στο ότι, από πολύ νωρίς, το θεμέλιο της ιστορικής πραγματικότητας που ονομάζουμε σήμερα Ελληνισμό δεν ήταν φυλετικό ή στενά εθνικό, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, αλλά πνευματική. Όσο κι αν μοιάζη απλή αυτή η διαπίστωση, αντιπροσωπεύει ένα γεγονός με κεφαλαιώδεις ιστορικές συνέπειες. Αν είναι πνευματικό το θεμέλιο της ιστορικής πραγματικότητας του Ελληνισμού, τότε η δυτικού τύπου εθνικιστική συνείδηση και τα ευρωπαϊκά σχήματα κρατικού και πολιτιστικού βίου, που έγινε προσπάθεια να επιβληθούν στο Νέο Ελληνισμό μετά την Ανεξαρτησία, είναι ξένα στη φύση του λαού και του τόπου και αλλοτριώνουν θανάσιμα την εθνική του ταυτότητα…..», σ. 8-9..

     Εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, Αθήνα 1998, οι εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ» εκδίδουν τον τόμο «ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΕΡΡΑΡΝΤ, Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ», σελίδες 182, τιμή 2288 παλαιές δραχμές. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε η Βασιλική Γουνελά, ενώ τις διορθώσεις έκανε ο Πέτρος Γιαρμενίτης. Ο τόμος περιλαμβάνει πέντε παλαιότερα δοκίμια του άγγλου συγγραφέα:

- «Κ. Π.  ΚΑΒΑΦΗΣ: ΜΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ», σ. 11-44, μετάφραση Αντώνης Σμυρναίος.  -«ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΑΙΗΤΣ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ», Μιά Αντιπαραβολή των Παραδόσεων, σ. 45-77, μετάφραση Άννα Σικελιανού.

-«Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΚΑΙ Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ». Ένας Παραλληλισμός, σ. 79-102, μετάφραση Νίκος Γκάτσος. 

--«Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΑΜΑΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», σ. 103-135, μετάφραση Βασιλική Γουνελά. –

-«Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», σ. 137-166, μετάφραση Φίλιππος Σέρραρντ .

Αυτά είναι τα πέντε δοκίμια του Φίλιππου Σέρραρντ –μεταξύ των οποίων αναδημοσιεύεται για τρίτη φορά, η μελέτη του για την σχέση του Έλιοτ με τον Σεφέρη. Που στην ουσία του ο Σέρραρντ μας μιλά για την διαφορά κοσμοαντίληψης του ανθρώπου της ανατολής με τον άνθρωπο της δύσης. Εστιάζει την προσοχή μας σε οντολογικές βιοθεωρίες και ψυχικές αντιδράσεις και στάσεις ζωής των Ελλήνων απέναντι στον Κόσμο, την αποδοχή του, τα προβλήματά του. Το ελληνικό κοσμοείδωλο του Έλληνας Ανθρώπου, όπως διαμορφώθηκε από τα Ομηρικά χρόνια και εξελίχθηκε αργότερα. Εκφράστηκε και φανερώθηκε, στον γεωγραφικό χώρο που ονομάζουμε ιστορικά Αιγαιοπελαγίτικο Ελληνικό Πολιτισμό, Ο τόμος συνοδεύεται από ΕΠΙΜΕΤΡΟ σ. 169-173, που υπογράφεται από τον Άρη Μπερλή το οποίο μας μιλά για τον Τ. Σ. Ε., και την εξοικείωση που ένιωθαν μαζί του οι Έλληνες της περιοχής της Εύβοιας που εγκαταστάθηκε, και την δική του αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας και παράδοσης, αρμονικά και χωρίς «καπελώματα» ένθεν κακείθεν  των διαφορετικών πολιτισμών και συνηθειών τόσο του άγγλου όσο και των ελλήνων. Τέλος, στις σελίδες 175-177 της έκδοσης μας δίνονται στοιχεία «Από την Εργογραφία του Φίλιππου Σέρραρντ», ενώ στην σελίδα 179 αναφέρονται οι «Πρώτες Δημοσιεύσεις» των κειμένων. Όλα τα κείμενα όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Philip Sherrard, στο ολιγόγραμμο Σημείωμά του, από τα Κατούνια, Λίμνη Ευβοίας, δες σ. 9 «γράφτηκαν στα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια περίπου, αλλά όχι στην σειρά που παρουσιάζονται εδώ. Γράφτηκαν στα αγγλικά, και πρωτοδημοσιεύτηκαν σε αγγλικά βιβλία και περιοδικά, σαν συμπληρώματα στις μεταφράσεις των ποιημάτων των Ελλήνων ποιητών πού ο Edmund Keely και εγώ έχουμε κάνει κατά την ίδια περίοδο, για να γίνει γνωστή έξω από την Ελλάδα, η πλούτη του έργου τους. Η παρουσία τους σε τούτο το βιβλίο δεν θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την συνεργασία των μεταφραστών, τη συμπαράσταση της αγαπημένης φίλης Βασιλικής Γουνελά, τη φιλοπονία της Ευθυμίας Προβατά και την υπομονή της Ευαγγελίας Αλεξανδρίδη».  Να συμπληρώσουμε ότι την ίδια περίπου χρονική περίοδο που ο Σέρραρντ μεταφράζει και γράφει δοκίμια για έλληνες ποιητές, ένας άλλος ελληνοαμερικανός, ο Κίμων Φράϊερ, μεταφράζει έλληνες ποιητές και τους γνωρίζει στο αμερικάνικο αναγνωστικό κοινό, γράφοντας παράλληλα, μικρές εισαγωγές και μελετήματα, που συνοδεύουν τις μεταφράσεις του. Η Αγγλόγλωσση Εργογραφία του Φίλιππου Σέρραρντ είναι αρκετά μεγάλη. Ελάχιστοι τίτλοι βιβλίων του, έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα στα ελληνικά.        Ας διαβάσουμε τί γράφει ο Άρης Μπερλής στον ελεγχόμενα λυρικό Επίλογό του για τον Φίλιππο Σέρραρντ. Πού ο τίτλος του, μας παραπέμπει στο Καβαφικό ποίημα. Στήν παλαιότερη έκδοση των εκδόσεων "ΑΘΗΝΑ" κάτω από τον τίτλο αναγράφεται η λέξη "Μια Αντίθεση", ενώ στην νεότερη των εκδόσεων "ΙΝΔΙΚΤΟΣ" κάτω από τον τίτλο αναγράφεται "Ένας Παραλληλισμός",που δηλώνει και την φιλοσοφία των επιμελητών των αναδημοσιεύσεων.

ΟΧΙ  ΕΛΛΗΝ  ΟΥΤΕ  ΕΛΛΗΝΙΖΩΝ- ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

          Φίλιππος Σέραρντ

               (1922-1995)

     «Υπάρχουν συγκυρίες πού εκ των υστέρων αποδεικνύονται συμβολικές και σημαίνουσες.  Ο Φίλιπ Σέρραρντ γεννήθηκε στην Οξφόρδη τον Σεπτέμβρη του 1922, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Σμύρνης και τον μικρασιατικό ξεριζωμό, και λίγες μέρες προτού εκδοθεί η «Έρημη Χώρα». Αυτά τα δύο άσχετα μεταξύ τους  γεγονότα θα επηρέαζαν αργότερα, στη νεότητά του, έμμεσα ή άμεσα, με τον δικό του το καθένα τρόπο, την πνευματική του εξέλιξη.

     Η γενιά του Σέρραρντ μεγάλωσε και ανδρώθηκε ανάμεσα σε δύο πολέμους, στο ζοφερό τοπίο της ελιοτικής Αποκάλυψης, στους «σωρούς των σπασμένων εικόνων» ενός άγονου και εφιαλτικού κόσμου. Η ποίηση του Έλιοτ έκανε αυτή τη γενιά να συνειδητοποιήσει πρώιμα την απουσία τελετουργικού μύθου (και κατά συνέπεια πνευματικού περιεχομένου) από τον σύγχρονο κόσμο, την έλλειψη ζώσας και λειτουργικής παράδοσης. Σε πολλούς αυτή η επίγνωση απέμεινε παθητική αποδοχή μιάς άφευκτης πραγματικότητας ή-ακόμα χειρότερα- αισθητικοποιήθηκε. Άλλοι, λιγότεροι αλλά πιό ανήσυχοι, ένιωσαν επιτακτικό το αίτημα μιάς πνευματικής αναγέννησης και αναζήτησαν έναν κανόνα πού δεν θα ήταν «λόγος περί παραδόσεως», αλλά μορφή βίου, παραγωγός ένσαρκου νοήματος.

     Ο Φίλιπ Σέρραρντ βρήκε τη ζώσα παράδοση στον λειτουργικό μύθο των Ελλήνων ποιητών και την τελεστική σοφία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Κατά τον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής (Orientation and Descent, 1953), προσανατολίστηκε και κατέβηκε σε ένα κέντρο που άντεχε. Τη σύμπτωση της πρώτης δημοσίευσης της «Έρημης Χώρας» με τον μικρασιατικό ξεριζωμό θα την επισημάνει ο ίδιος ο Σέρραρντ στο δοκίμιό του για την ποίηση του Τ. Σ. Ελιοτ και του Γιώργου Σεφέρη (1951), παρατηρώντας ότι η απώλεια μιάς πατρίδας στη φυσική της έννοια μπορεί να γίνει «μεταφυσική αναζήτηση» μιάς άλλης πατρίδας, άλλης ζωής. Θα θεωρήσει το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη πνευματικό επιγέννημα της μικρασιατικής καταστροφής και θα το συγκρίνει με την «Έρημη Χώρα», διακρίνοντας όμως μιά ουσιώδη διαφορά: το ποίημα του Έλιοτ είναι μιά κραυγή φρίκης και απελπισίας, ενώ του Σεφέρη είναι ένας θρήνος, έχει έναν τόνο μελαγχολίας και καημού, και τη θλίψη εκείνη των αρχαίων λαών πού, σε αντίθεση με τον χωρίς μνήμη Δυτικό άνθρωπο, έχουν βαθιά αισθήματα και παμπάλαιες αναμνήσεις. Ο Σέρραρντ θα αναγάγει τη διαφορά των δύο ποιητών σε βαθύτατη διαφορά πνευματικής αντίληψης που χαρακτηρίζει δύο εκδοχές του κόσμου, του ανθρώπου και της ιστορίας, και αντιδιαστέλλει δύο θεολογίες: τη δυτική-καθολική-προτεσταντική και την ανατολική-ορθόδοξη. Θα θεωρήσει την ελληνική ποίηση πρωτογενή και αυτόχθονα, φορέα ενός στοχαστικού αισθήματος που συναιρεί τον μύθο, τη φύση, την ιστορία, τον θάνατο, τη γυναίκα. Από αυτή τη σκοπιά θα δει το έργο πέντε μεγάλων Νεοελλήνων ποιητών (Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Σεφέρης) και θα γράψει σχετικά μελετήματα που θα εκδοθούν το 1956 με τον τίτλο Το Μαρμαρένιο Αλώνι. Την ίδια χρονιά θα βαφτιστεί Ορθόδοξος χριστιανός.

     Το βιβλίο Η Ελληνική Ανατολή και η Λατινική Δύση (1959) αντιπροσωπεύει την πρώτη συστηματική προσπάθεια του Σέρραρντ να αντιμετωπίσει και να ερμηνεύσει, καθώς λέει, «την πνευματική ερήμωση ή και ολοσχερή βαρβαρότητα του σύγχρονου δυτικού κόσμου». Εξετάζοντας τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις της ελληνικής χριστιανικής σκέψης (κατά βάση πλατωνικές), τις οποίες αντιπαραβάλλει με εκείνες της λατινικής σκέψης (κατά βάση αριστοτελικές), θα υποστηρίξει ότι οι θεολογικές διαφορές των δύο Εκκλησιών είναι συμπτώματα μιάς βαθειάς κοσμοθεωρητικής διάστασης με συνέπειες στην ιδεολογία και στις μορφές οργάνωσης βίου της καθόλου ευρωπαϊκής ιστορίας. Αποδοκιμάζοντας τη δυτική εκδοχή, πού είχε σαν αποτέλεσμα την αποϊεροποίηση και εκ-κοσμίκευση του χριστιανισμού, ο Σέρραρντ θα απορρίψει τόσο τον υλισμό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών όσο και τον θρησκευτικό ιδεαλισμό (Γεμιστός Πλήθων, Σικελιανός κ.ά.) και θα υπογραμμίσει την σπουδαιότητα του τυπικού, της μορφολογίας της λατρείας, ως μοναδικού εχέγγυου του πνευματικού περιεχομένου.

     Οι απόψεις αυτές αποτελούν τη βάση της προβληματικής του ή, μάλλον, τη συνιστώσα αρχή των βεβαιοτήτων του. Στα επόμενα, μέχρι και τα πλέον πρόσφατα βιβλία του, ο Σέρραρντ, με ακράδαντη πεποίθηση σε μιά εποχή άκρατου σχετικισμού, δεν θα παύσει να επισημαίνει την αιτία της σημερινής κακοδαιμονίας: τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν οι σχέσεις του δυτικού ανθρώπου με τη φύση, την κοινωνία, την τέχνη, τον άλλο’ τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας της λογικής και τον εξοστρακισμό της ιερότητας, ακόμη και ως έννοιας, από το λεξιλόγιο και τη συνείδηση του νεώτερου ανθρώπου.

       Η κριτική του θα στραφεί εναντίον ακόμη και κάποιων απόψεων της σχολαστικής χριστιανικής παράδοσης, τις οποίες θα ελέγξει και θα αποπειραθεί, με αξιοθαύμαστη τόλμη και πεισμονή, να τις διορθώσει. Στο βιβλίο του Χριστιανισμός και Έρως (1976), θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα της παραδοσιακής διδασκαλίας για το γενετήσιο ένστικτο και το γάμο, θεωρώντας την υπεύθυνη για τη στρέβλωση και τον ευτελισμό του έρωτα, με συνέπειες ιδιαίτερα εμφανείς στις μέρες μας. Πίστευε ότι κάθε μορφή θρησκευτικού συγκρητισμού ήταν επικίνδυνη ή και καταστροφική. Ωστόσο, έδειξε πάντα σεβασμό και ενδιαφέρον για άλλες θρησκευτικές παραδόσεις ή ιερές κοσμολογίες και καυτηρίασε τη ρατσιστική τάση των Ορθόδοξων να αρνούνται τη δυνατότητα να λατρέψει κανείς τον Θεό με το τυπικό μιάς πίστης διαφορετικής από τη δική τους.

     Στο εκτενές, πλούσιο και μεγάλης συνοχής δοκιμιακό του έργο ο Σέρραρντ αναγνώρισε τις πνευματικές του οφειλές στη θεολογία των Πατέρων, του Μάξιμου του Ομολογητή, του Συμεών του Νέου Θεολόγου, του Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και υποδήλωσε τη μαθητεία του σε εξέχοντες μυστικούς και ποιητές της Δύσης και της Ανατολής, όπως ο Μάιστερ  Έκχαρτ, Άγγελος Σιλέσιος, Ουίλλιαμ Μπλέικ, Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γαίητς, Ρουμί και Καμπίρ. Η ποίηση υπήρξε πάντα γι’ αυτόν κιβωτός πνευματικής διαθήκης, και στις θεωρητικές του αναλύσεις ποτέ δεν δίστασε να προσφύγει στον λόγο της-λόγο που θεωρούσε καίριο, σε αντίθεση με την άνευρη γλώσσα της σχολαστικής θεολογίας.

     Προσήλυτος στο πνεύμα της ορθοδοξίας, δεκαετίες προτού εμφανιστεί και επιχωριάσει στον τόπο μας η νεοορθοδοξία, ελληνικός με την καβαφική έννοια («όχι Έλλην ούτε Ελληνίζων»), μακριά από κάθε κέντρο εξουσίας, πολιτικής είτε ιδεολογικής, ρομαντικός και διανοούμενος μάλλον παρά τυπικός θεολόγος, ο Φίλιπ Σέρραρντ πάλευε-καθώς είπε γι’ αυτόν ο Σεφέρης-«με τις μεγάλες ουσίες». Πεποίθησή μου είναι ότι αυτό που εναγώνια αναζητούσε ήταν μια πρωταρχική Απλότητα, συνώνυμο ίσως του Θείου. Είχε τη μεγάλη τύχη να μπορέσει να ζήσει στον τόπο που διάλεξε τη ζωή που διάλεξε και να ταφεί εκεί με τις απλές τιμές εν ενεργεία πιστού.

     Παράξενη και παράταιρη βλέπω σήμερα την επιμονή πολλών από μας που τον γνωρίζαμε, να τον αποκαλούμε Φίλιπ, όταν οι χωριανοί Λιμνιώτες τον φώναζαν, φυσικά και αυθόρμητα, Φίλιππα. Ο ίδιος, ωστόσο, ποτέ δεν μας διόρθωσε.».

  Το ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΤΟΥ Άρη Μπερλή, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή 27/6/1995.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο, 17 Οκτωβρίου 2020

Διατήρησα την ορθογραφία των κειμένων.

ΥΓ. Εντέλει, ούτε στην Λεγεώνα των Ξένων δεν θα μας αφήσουν να καταταγούμε, πολιτικοί, γιατροί, δημοσιογράφοι. 22 εκατομμύρια είναι αυτά.

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου