ΦΑΙΔΩΝ Κ. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ
(Βόλος 1923-2007)
Κάθε πληθυσμιακή ομάδα μιας πόλης, ενός χωριού, έχει τα δικά της στέκια ή δημιουργεί τους χώρους συνάντησής της. Ανάλογα με την ηλικία της, τα ενδιαφέροντά της, τις αναζητήσεις της, τα πολιτικά ή θρησκευτικά της ζωής της πιστεύω και ασχολίες, θα σημειώναμε ακόμα και το φύλο των μελών της. Τα Καφενεία είναι συνήθως οι πιο γνωστοί και πολυπληθέστεροι δημόσιοι χώροι, όπου συχνάζουν οι άνθρωποι από παράδοση. Είναι ένας μικρός «θεσμός» στην πατρίδα μας μα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι διάσπαρτα σε κάθε γειτονιά, τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο κυρίως στην επαρχία. Με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και συνηθειών των ανθρώπων εμφανίστηκαν τα μικρά καφέ και οι καφετέριες. Τόποι συνάντησης κυρίως της νεολαίας, της νεότερης και νεότατης ηλικίας άτομα, όπως και οι παμπ και τα κλαμπ, (μουσικά στέκια) που οι νέοι και οι νέες ακούν την μουσική της αρεσκείας τους, γνωρίζονται, κάνουν τα κονέ τους, συζητούν τα δικά τους ώρες ατέλειωτες, πίνουν την φραπεδιά τους. Τα παλαιότερα χρόνια επίσης, είτε μέσα στους ίδιους τους χώρους του καφενείου είτε σε ξεχωριστούς, στεγάζονταν και τα μπιλιαρδάδικα (με τους δύο τύπους μπιλιάρδου, το γαλλικό και το αμερικάνικο) ή τα ξύλινα ποδοσφαιράκια που έπαιζαν ανά δύο άτομα από κάθε πλευρά οι νέοι. Χτυπώντας με τους μικρούς ξύλινους «ποδοσφαιριστές» την άσπρη μπάλα με δύναμη προς το τέρμα της αντίπαλης ομάδας-γκομενο-παρέας (αρκετές ελληνικές ταινίες έχουν απαθανατίσει τις χαμηλοτάβανους γεμάτες καπνούς αίθουσες). Τις τελευταίες δεκαετίες και στην χώρα μας, εξαιτίας των σκληρών και γρήγορων ρυθμών ζωής των ατόμων εμφανίστηκαν δειλά-δειλά και τα λεγόμενα ταχυφαγεία. Που προμηθεύεται κανείς μικρές μερίδες παγωμένου φαγητού, σάντουιτς, τυρόπιτες κλπ.. Χώροι γρήγορης εστίασης που λειτουργούν παράλληλα με τα παλαιού τύπου ζυθεστιατόρια, τις πιτσαρίες και τα σουβλατζίδικα. Τα Καφενεία όμως, είναι οι πλέον γνωστοί και αναγνωρίσιμοι δημόσιοι ανοιχτοί ή κλειστοί χώροι. Στέκια που κλείνουν τα ραντεβού τους οι άνθρωποι, μαζεύονται -συνήθως-τα μεγάλης ηλικίας άτομα να πιουν το καφεδάκι τους ή την γκαζόζα τους, να πουν τα δικά τους, τις αναμνήσεις της ζωής τους, τις εμπειρίες του εργασιακού τους βίου. Τα περισσότερα άτομα που συνάζονται στα Καφενεία, θα παίξουν το ταβλάκι τους, την κολιτσίνα τους, ενώ παράλληλα, θα πολιτικολογήσουν φωναχτά ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις της αρεσκείας τους ή κατηγορώντας τους πολιτικούς της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης ανάλογα με την σύνταξη που τους μείωσαν, ή τι αναδρομικά στους οφείλει η πολιτεία. Σε ορισμένα από αυτά, ο καφεπώλης είχε πάνω στο στρόγγυλο μικρό τραπέζι και Σκάκι ή άλλα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως το Φιδάκι, η Μονόπολη, η Τρίλιζα και άλλα. Τους προηγούμενους αιώνες-που οι κοινωνίες ήσαν πιο κλειστές και περιορισμένες από τον έξω Κόσμο, υπήρχαν τα επονομαζόμενα Φιλολογικά Καφενεία. Κάτι σαν τις σημερινές συντροφιές ανάγνωσης λογοτεχνικών έργων και συζήτησης κατόπιν των βιβλίων που διάβασαν. Στα Καφενεία ή Καφωδεία μαζεύονταν οι φιλότεχνες παρέες, συντροφιές ελλήνων λογοτεχνών και ποιητών. Συνομιλούσαν για πεζογραφία, για ποίηση, για τις νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες ελληνικών και ξένων βιβλίων, εξέθεταν στους άλλους τι νέα βιβλία διάβασαν, ποιανού συγγραφέα, τι δημοσίευσαν στο τάδε περιοδικό ή την δείνα σελίδα της εφημερίδας. Συνήθιζαν να δείχνουν τα χειρόγραφά τους στους φίλους τους συγγραφείς, να διαβάζουν ό,τι καινούργιο έγραψαν ή μετέφρασαν στην παρέα των ομοτέχνων τους και να ζητούν την γνώμη τους, την επιδοκιμασία τους. Κάθε ομάδα φιλότεχνων είχε τα δικά της Στέκια ανάλογα την πολιτική παράταξη που ακολουθούσαν τα μέλη της, τα ιδεολογικά πιστεύω των συγγραφέων, το λογοτεχνικό περιοδικό που συνεργάζονταν ακόμα και τον τόπο καταγωγής των δημιουργών και άλλων καλλιτεχνικών τους ενδιαφερόντων και αναζητήσεων. Οι λογοτεχνικές παλαιές αυτές συντροφιές των ελλήνων ήσαν όπως γνωρίζουμε από την ιστορία της ελληνικής γραμματείας κλειστές φιλικές παρέες και συνήθως, ανδροκρατούμενες, όπως δείχνουν οι σχετικές φωτογραφίες και οι εικαστικές τους αναπαραστάσεις. Γνωστό ως φήμη μας είναι «το πατάρι του Λουμίδη» από αφηγήσεις ποιητών και συγγραφέων της γενιάς του 1930. Βλέπε ενδεικτικά τα γραπτά του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Επίσης φημισμένο υπήρξε το «Καφενείο το Βυζάντιο». Ο μυθιστοριογράφος Κώστας Ταχτσής έχει συνθέσει ποιητική συλλογή με το όνομα του Καφενείου. Σε παλαιότερες ακόμα εποχές οι λογοτέχνες στις αναμνήσεις τους μας διέσωσαν τον χώρο και την ατμόσφαιρα του Καφενείου της «Δεξαμενής». Στέκι των αρχών του προηγούμενου αιώνα, του μεσοπολέμου,τα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια και των μεταγενέστερων δεκαετιών, που μαζεύονταν οι γνωστοί Αθηναίοι και όχι μόνο συγγραφείς και λόγιοι. Βλέπε κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που ο τυχερός και υπομονετικός Φαληριώτης ιατρός, μυθιστοριογράφος και χρονογράφος Παύλος Νιρβάνας, κατόρθωσε και απαθανάτισε την φυσική παρουσία του Σκιαθίτη διηγηματογράφου μας και μας άφησε την φωτογραφία ως κειμήλιο των ελληνικών γραμμάτων. Ο συγγραφέας και καθηγητής Γιάννης Παπακώστας, μας έχει προσφέρει-μεταξύ άλλων του εργασιών, μια εξαιρετική μελέτη για τα Καφενεία αυτά. Βλέπε τον τόμο «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΚΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (1880-1930), εκδόσεις Εστίας-Αθήνα 1988, σελίδες 375, δραχμές 2060. Βλέπε ενδεικτικά και τα κριτικά σημειώματα για τον τόμο του Κώστα Σταματίου, «ΣΑΛΟΝΙΑ» εφημερίδα «Τα Νέα» 28/1/1989, της εφημερίδας «Έθνος» 22/2/1989, «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ» και του φιλόλογου και σχολικού συμβούλου Δημήτρη Πλάκα, στην εφημερίδα «Το Βήμα» 29/4/1989, «Οι «τόποι» της λογοτεχνίας». Άλλα γνωστά ακόμα και στις ημέρες μας Στέκια, είναι τα των πόλεων Ζαχαροπλαστεία. Και σε αυτούς τους των εύγευστων και γλυκών γεύσεων και αισθήσεων χώρους μαζεύονταν οι καλλιτέχνες, συνομιλούσαν, αντάλλασσαν απόψεις για τρέχοντα θέματα της τέχνης και της ζωής τους, εξέφραζαν τις ιδέες τους για τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Στην πόλη μας, τον Πειραιά, χαρακτηριστικά είναι δύο παραδοσιακά Ζαχαροπλαστεία. Αυτό της «Στάνης» στην Πλατεία Κοραή, κάτω από το Δημαρχείο της πόλης και του «Χαραμή» στην Πλατεία Τερψιθέας, δίπλα από το παλαιό κτήριο του ΝΑΤ. Ένα άλλο φημισμένο του πρώτου λιμανιού της χώρας Ζαχαροπλαστείο, ήταν αυτό του «Παπασπύρου», όπου και σήμερα λειτουργεί η αίθουσα σαν «ανοιχτός» χώρος στην πλατεία Κανάρη. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το τρίγωνο του «Αυγού» με το Ρολόι. Ενώ ακριβώς από την απέναντι πλευρά του δρόμου της λεωφόρου Ακτής Μουτσοπούλου που συναντά την Γρηγορίου Λαμπράκη υπήρχε η μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα του Καφενείου «Αβέρωφ» με τα μπιλιάρδα και τον θερινό κινηματογράφο στην ταράτσα, το Σπλέντιτ. Ο παλαιός ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας στα «Πειραιώτικα» που δημοσίευσε τις δεκαετίες του 1930 και 1940 στις πειραϊκές εφημερίδες που εργάζονταν, μας μιλά για τα Στέκια των Πειραιωτών λογοτεχνών, και των άλλων φιλότεχνων δημιουργών που κατέβαιναν από την πρωτεύουσα στο πρώτο λιμάνι είτε για να συναντήσουν πειραιώτες συγγραφείς είτε να δώσουν την συνεργασία τους στον τοπικό τύπο, είτε συνηθέστερα, να συνφάγουν στις ψαροταβέρνες της πόλης με φιλικές τους συντροφιές ή τις οικογένειές τους. Ταβέρνες και εστιατόρια που ήσαν διάσπαρτες στην πειραϊκή ακτογραμμή μεταξύ (τουρκολίμανου)-Μικρολίμανου, Πειραϊκής και Φρεαττύδας, μέχρι τον λιμενοβραχίονα του εξωτερικού περίβολου χώρου της Σχολής Δοκίμων. Την περίοδο επίσης του Μεσοπολέμου και μέχρι σχεδόν τα τέλη της δεκαετίας του 2000 υπήρχαν και τα γνωστά μας συνοικιακά μπακάλικα, που αντικαταστάθηκαν σιγά-σιγά από τις αλυσίδες των Σούπερ Μάρκετ. Τα μπακάλικα, ήταν έναν είδος λαϊκά Στέκια, (να θυμηθούμε την ελληνική ταινία τον "Μπακαλόγατο" με τον αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο) που στον εσωτερικό τους χώρο, (ή όσα διέθεταν αυλή) πάνω σε βαρέλια ή μικρά τραπέζια οι μπακάληδες με την άσπρη ποδιά και τον δυόσμο στ’ αυτί, έστρωναν μια λαδόκολλα πάνω τους σερβιρίζοντας τους θαμώνες τους. Την μυρωδάτη ρετσίνα, την ζουμερή ντομάτα στα τέσσερα, τις ελιές, την λαδωμένη φέτα στο μικρό πιατάκι με την ρίγανη, την λακέρδα, την καπνιστή ρέγκα, τον τσίρο, την παστή σαρδέλα. Για να μην πίνουν ξεροσφύρι όπως έλεγαν οι πελάτες το ποτηράκι τους. Την κεχριμπαρένια ρετσίνα στο γεμάτο καρτούτσο. Στον τοίχο του μπακάλικου σε εμφανές σημείο ο μπακάλης ή εστιάτορας, έγραφε στον μαυροπίνακα με το τεμπεσίρι τα βερεσέδια. Το πρόλαβα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σαν μαθητής στην σάλα του εστιατορίου που υπήρχε στην οδό Βασιλέως Γεωργίου απέναντι από τις Τεχνικές Σχολές του «Πυθαγόρα» του Μαρκοζάνη. Σε αυτά τα πειραιώτικα λαϊκά, φτωχικά αλλά πλούσια σε ανθρωπιά και παρέα στέκια, συνήθιζε να πηγαίνει ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας με το μικρό μπαστουνάκι του και το μαύρο καπέλο του, κρατώντας τις ποιητικές ή μεταφραστικές του σημειώσεις. Ενώ στα «κεντρικά-αριστοκρατικά» Καφενεία της πόλης, συγκεντρώνονταν η αστική της τάξη, οι δημοτικοί εκπρόσωποι, οι βουλευτές και άλλοι εμπορικοί της παράγοντες με τις οικογένειές τους. Χωρίς να αποκλείονταν ότι σύχναζαν και λαϊκές οικογένειες και μεμονωμένα άτομα, φιλικές παρέες στα μέρη αυτά από τους πέριξ γειτονικούς δήμους. Γνωστό επίσης Ζαχαροπλαστείο, ήταν και το «Ακροπόλ» στεγάζονταν στο κτήριο στην πλατεία γωνία Βασιλέως Γεωργίου και Καραϊσκου. Τώρα πεζόδρομος με ανάλογα του είδους μαγαζιά. Να θυμηθούμε ακόμα το Στέκι-εστιατόριο του Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα, όπου έδιναν σχεδόν καθημερινά το ραντεβού τους ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος. Δειπνούσαν συζητώντας για τις μουσικές και άλλες καλλιτεχνικές συνεργασίες και δέχονταν τους φίλους και συνεργάτες τους. Να σημειώσουμε ότι στο γνωστό Ζαχαροπλαστείο του Zonars, επίσης στο Σύνταγμα, έχουν απολαύσει τα εύγευστα γλυκά και άλλα ελληνικά εδέσματα οι κατά καιρούς ξένοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες που επισκέπτονταν την Αθήνα. Βλέπε τον Γάλλο συγγραφέα Ζαν Ζενέ, τον φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ και την γυναίκα του και πολλοί άλλοι. Και όπως μας αφηγείται ένας σύγχρονος ποιητής της γενιάς του 1970 ο πανεπιστημιακός Νάσος Βαγενάς, από την βιτρίνα του Ζαχαροπλαστείου αυτού είδε τον αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουϊς Μπόρχες να περνά, συναντήθηκαν και άρχισε η γνωριμία τους. Ο αριστερός ποιητής και μεταφραστής Κώστας Βάρναλης μας μιλά και εκείνος για τις διάφορες ταβέρνες και τα μικρά κουτούκια που συνήθιζε να επισκέπτεται για να πιει την ρετσίνα του και να τραγουδήσει τα «αντάρτικα» και άλλα τραγούδια του, στον τόμο των Απομνημονευμάτων του, βλέπε εκδόσεις Κέδρος. Φημισμένο Ζαχαροπλαστείο της γενιάς μου-γενιά του 1980-στην Αθήνα στους πρόποδες του Λυκαβηττού ήταν το «Ντόλτσε», όπου μαζεύονταν όλο το «αφαν γκατέ» της αθηναϊκής κουλτούρας και των περιχώρων, για να γευτούν τις ωραίες πάστες και να συνομιλήσουν. Πολλά και διάσπαρτα Στέκια εκκολαπτόμενων τότε νέων συγγραφέων βρίσκονταν και στην Πλατεία των Εξαρχείων και των πέριξ δρόμων. Και όπως έλεγαν χαριτολογώντας οι τότε νέοι και νέες της μεταπολίτευσης, σύχναζε όλη η «μπασκλασαρία» της νεανικής διανόησης ή ψευτοδιανόησης. Με το μακρύ μαλλί, την καμπάνα παντελόνι, το ψηλό τακούνι (αλά Τζων Τραβόλτα) το ταγάρι με τα «λαθραία» αριστερά και άλλα αναρχικά έντυπα. Νεολαίοι φουρτουνιασμένοι από ενθουσιασμό για τον αναμενόμενο έρωτα του διπλανού ή της διπλανής και την επερχόμενη κόκκινη επανάσταση. Αγοράκια αμούστακα σαν τα κρύα τα νερά και νεάνιδες νεραΐδες με τα σπυράκια της ακμής στο μέτωπο, φιλικές, συντροφικές παρέες πού ήσαν ετοιμοπόλεμες ανά πάσα στιγμή να μπουκάρουν και να ρίξουν τις πύλες της καπιταλιστικής ελληνικής Βαστίλης των χρόνων τους. Καθώς διάβαιναν πολλοί και πολλές από αυτές τις παρέες με θλίψη την «γέφυρα των στεναγμών» των πρώτων τους δειλών ερωτοχτυπημάτων. Και το δίλημμα ήταν έρωτας ή επανάσταση, έρωτας ή ποίηση και λογοτεχνία. Πρώτα όμως έπρεπε να συμπληρώσουν ημερήσιο δωδεκάωρο σε συσκέψεις και διαβουλεύσεις. Συζητήσεις επί συζητήσεων με πολιτικά τσιτάτα και κινηματογραφικές ατάκες από σκηνές προσεχούς μαρξιστικών φρονημάτων ταινίες στην αίθουσα του «Βοξ». Ολονύχτιες επαναστατικές ακολουθίες και κλεφτές ματιές, (σε ότι καθενός άρεσε) και αψιμαχίες, ιδεολογικές κόντρες και συντροφικές διεργασίες για το γράμμα και τον τύπο του μελλοντικού σχεδιασμού πολιτικής αντίστασης που έπρεπε να ακολουθήσουν, οι νέοι έλληνες Ροβεσπίέροι και Σαιν Ζιστ των ελληνικών γραμμάτων. Και κατόπιν, ξεθεωμένοι και γλαρωμένοι ομού, άλλοτε αγουροξυπνημένοι και σιχτιρισμένοι μεταξύ μας που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, να βγάλουμε άκρη για το ποιος είχε την πλειοψηφία στην συνέλευση,-αυτά τα άτιμα τα διαδικαστικά- τραβούσαν οι νέοι που τους «έλεγαν αλήτες» που γράφει ο ποιητής για το πρώτο δισκάδικο να αγοράσουν την μουσική ντίσκο της εποχής. Να πιουν τα πρωινά «ξίδια» τους αν ήταν ανοιχτή η «Ίντριγκα». Ο αγώνας απαιτούσε σωματική φόρμα και ευεξία, ειδάλλως, τα περίπτερα της Ομόνοιας ανέμεναν τους λαθραναγνώστες των λαϊκών και άλλων λογοτεχνικών εντύπων. Σαν καθαρτήριο πέρασμα προς τους χώρους της κουλτούρας. Οι πιο τολμηροί τραβούσαν για τις καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία της Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη. Ενώ άλλοι, με το βιβλίο ή το λογοτεχνικό περιοδικό παραμάσχαλα, έμπαιναν στα Καφενεία-Στέκια της Ομόνοιας που σύχναζαν φημισμένοι και τρανοί λογοτέχνες, ποιητές, εικαστικοί, καθηγητάδες, ηθοποιοί, ιατροί, εκδότες περιοδικών, φωτομοντέλα του έρωτα, γόνοι εφοπλιστικών και πολιτικών οικογενειών και τζακιών, στυλοβάτες της νέας τάξης πραγμάτων.
Πέρα όμως από τα κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος Στέκια που σύχναζαν οι έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, υπήρχαν για να μην ξεχνιόμαστε, και τα Βιβλιοπωλεία-Στέκια. Οι προηγούμενες γενιές θυμούνται το ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν. Τουλάχιστον, η γνωστή φωτογραφία με την παρουσία του ποιητή και δασκάλου Κωστή Παλαμά έξω από την βιτρίνα του να παρατηρεί τις νέες εκδόσεις ξυπνά τις αναμενόμενες αναμνήσεις. Η δική μου γενιά έμαθε, γνώρισε ορισμένα όμορφα, ζεστά και ανθρώπινα Βιβλιοπωλεία-Στέκια, που μπορούσες να προμηθευτείς τα βιβλία, τα περιοδικά και τα έντυπα της αρεσκείας σου. Συναντούσες πάνω στους πάγκους τους νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες βιβλίων. Το φοιτηταριό πήγαινε στο μεγάλο τρίπατο βιβλιοπωλείο της «Πρωτοπορίας» που συνήθιζαν οι ιδιοκτήτες του να κάνουν φοβερές εκπτώσεις. Πράγμα ικανοποιητικό για το πενιχρό τότε βαλάντιό μας. Άλλος χώρος ήταν το βιβλιοπωλείο του «Λαδιά» στην Ιπποκράτους, που πωλούσε βιβλία με το κιλό. Πάνω σε μια ζυγαριά έβαζε διάφορους τίτλους βιβλίων δεμένα με σπαγκάκι ο ιδιοκτήτης του και τους πωλούσε μπιρ παρά. Το βιβλιοπωλείο της «Κασσάνδρας» πρώτα, μετά του Γρηγόρη στην Σόλωνος όπου προμηθεύονταν οι φοιτητές τα συγγράμματά τους. Εστία πνευματικής συγκέντρωσης μαθητών, φοιτητών και καθηγητών. Εκεί εργάζονταν ο ωραίος Χρήστος Μουτσόπουλος, που κατόπιν άνοιξε δικό του βιβλιοπωλείο μέσα στην Στοά του κινηματογράφου «Όπερα» και τον εκδοτικό οίκο «Βιβλιογονία». Στην Στοά υπήρχε και το βιβλιοπωλείο «Ορίζοντες» της Ντίντας και του Άρη Γαζώνη, με καινούργιες και παλαιές εκδόσεις. Υπήρχε και ένα ακόμα βιβλιοπωλείο δίπλα σε αυτά, που δυστυχώς, δεν θυμάμαι το όνομα του ιδιοκτήτη. Ενώ για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής ήταν και το Στέκι «Η Λέσχη του Δίσκου». Τα Βιβλιοπωλεία του Βασίλη και της Μήνας Καρδαμίτσα στην Ιπποκράτους και το γειτονικό Βιβλιοπωλείο του Δημητρίου Παπαδήμα όπου στους χώρους τους, έβρισκες ότι επιθυμούσες σε επιστημονικό σύγγραμμα και βιβλία πάνω στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Ελληνικές και ξενόγλωσσες πανεπιστημιακές εκδόσεις που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό, τα γράμματα και την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Οι εκδόσεις Παπαδήμα μάλιστα, πωλούσαν και τα παλαιά τεύχη του περιοδικού της «Ελληνικής Δημιουργίας» του Σπύρου Μελά καθώς και τις μεταφράσεις του Κορίνθιου συγγραφέα Βασίλη Λαζανά. Στέκι ήταν και το βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις των Αδερφών Τολίδη όπου συνήθιζε να συχνάζει ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, του οποίου τις ιστορικές μελέτες και μεταφράσεις εξέδωσαν. Λίγο πιο πάνω από την απέναντι πλευρά της Σόλωνος, βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Θεμέλιο με τις γνωστές αξιόλογες προσεγμένες αριστερές πολιτικές και ιστορικές του εκδόσεις. Νίκος Πουλαντζάς, Νίκος Σβορώνος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, κ. ά. Στέκι ήταν και το βιβλιοπωλείο του Στρατή Φιλιππότη με τις σειρές των λαογραφικών μελετημάτων του Λουκάτου και άλλων του Τηνιακών εκδόσεών. Ο χώρος του βιβλιοπωλείου του Αντώνη Λιβάνη-Νέα Σύνορα με τις κοινωνιολογικές του εκδόσεις ήταν πέρασμα για τους ψηφοφόρους του Ήλιου του Πασοκ. Δίπλα από τον δίπατο χώρο του Πύρινου Κόσμου που έβρισκες βιβλία ειδικού «μεταφυσικού» και «παραφυσικού» θρησκευτικού ενδιαφέροντος και όχι μόνο. Ανθρώπινο περιβάλλον πρόσχαροι υπάλληλοι, ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες και ο ψηλός και ευειδής μυστακοφόρος Γιώργος. Ζεστός χώρος του βιβλίου ήταν και το υπόγειο βιβλιοπωλείο το Μήνυμα και κατόπιν ο νέος χώρος που άνοιξε στην Σόλωνος. Στέκι φιλόξενο που έβρισκες νέες κυκλοφορίες βιβλίων και περιοδικών, τίτλους «αναρχικής» ανάγνωσης και ορθόδοξου χριστιανικού περιεχομένου. Πνευματικό Στέκι που σύχναζαν οι φίλοι και οι γνωστοί «αναρχοελεύθεροι» κουλτουριάρηδες και ορθόδοξοι ανθρωπιστές και κοινωνιστές Που πρέσβευαν μιάν άλλη με ανθρώπινο πρόσωπο και ήθος πολιτική διαχείριση για την Ελλάδα. Εκεί σύχναζε και ο πρόωρα χαμένος ποιητής Ηλίας Λάγιος. Οι συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων ήσαν γόνιμες και εποικοδομητικές. Στέκι με τους δικούς του αναγνωστικούς ρυθμούς ήταν και το Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις «Δωδώνη» με τον θησαυρό των θεατρικών έργων που εξέδιδαν. Οι εκδόσεις «Δωδώνη» του Λάζου, μας έμαθαν να διαβάζουμε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο. Μας έφεραν αναγνωστικά κοντά με έλληνες και ξένους θεατρικούς συγγραφείς. Σε αυτόν τον χώρο εργάζονταν και ο ποιητής και κατόπιν εκδότης Μιχάλης Γκανάς, και ο πανύψηλος έμπειρος υπάλληλος ο Τάκης. Ενώ το Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις «Κέδρος» της Νανάς Καλλιανέση μας μυούσε στο ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου και των σύγχρονων νέων ελλήνων ποιητών και πεζογράφων. Να μνημονεύσουμε ακόμα το ψηλοτάβανο βιβλιοπωλείο του Ευτύχη και της Μαρίας Μοσχονά. Δύο ειλικρινά καλοκάγαθα άτομα, ένα πρόσχαρο ζευγάρι με παιδεία. Ζεστά σαν προσωπικότητες και χαρακτήρες. Πρόθυμα να σου βρουν το βιβλίο και το περιοδικό που ζητούσες. Τον δικό τους κύκλο αναγνωστών και βιβλιόφιλων είχαν τα Βιβλιοπωλεία και οι Εκδόσεις του «Ελευθερουδάκη» με το γνωστό Λεξικό του, οι Εκδόσεις «Ίκαρος» με τα δύο μας ποιητικά Νόμπελ του ποιητή Δημήτρη Καρύδη, οι εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο «Ερμής» που βρίσκονταν κάτω από την φροντίδα του καθηγητή Γιώργου Σαββίδη, οι εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο «Ι. Ζαχαρόπουλος» και ορισμένα άλλα Στέκια. Φυσικά, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε τις γνωστές μας εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», το κεντρικό Στέκι των βιβλιόφιλων Αθηναίων, με την εκατοντάχρονη σημαντική εκδοτική προσφορά του, την καλή του φήμη και παράδοση του καλού και ποιοτικού βιβλίου, όπου σύχναζε η μισή Αθήνα που διάβαζε και έγραφε, γιατί η άλλη μισή, περνούσε και σύχναζε στο Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις του Τάσου Πιτσιλού. Ενός έμπειρου και καλής πάστας βιβλιοπώλη που και αυτός σου προμήθευε ότι βιβλίο αναζητούσες, αλλά το κυριότερο, έκανε σημαντικές και μεγάλες εκπτώσεις τόσο στις παλαιές όσο και στις καινούργιες κυκλοφορίες. Από το Βιβλιοπωλείο του κυρού Τάσου Πιτσιλού επί καθημερινής βάσεως περνούσαν και σύχναζαν συγγραφείς, μεταφραστές, δημοσιογράφοι, ποιητές και ποιήτριες, παλαιοί πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, ιστορικοί, λαογράφοι, ιερείς, ηθοποιοί, χρηματιστές, επιμελητές και διορθωτές εκδόσεων, εικαστικοί κλπ. Ο Τάσος Πιτσιλός είχε το χάρισμα να σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και να σε κάνει πελάτη-φίλο του. Σου εύρισκε βιβλία κάπως σπάνια, σου συνιστούσε τίτλους, σε έστελνε σε πηγές για την αγορά παλαιότερων εκδόσεων, σου δώριζε βιβλία. Σου μιλούσε θερμά για άλλους εκδότες και βιβλιοπώλες. Είχε έναν ξεχωριστό τρόπο και την ανάλογη φυσικά παιδεία να σε κάνει πελάτη του μαγαζιού του, να νιώθεις άνετα. Στο πατάρι του στενού βιβλιοπωλείου που βρίσκονταν δίπλα σχεδόν από το Χρηματιστήριο Αθηνών, κάθονταν συγγραφείς και έγραφαν ή διόρθωναν κείμενα. Ακόμα και αν δεν πρέσβευες τα πολιτικά του πιστεύω, ο Τάσος Πιτσιλός ήταν τόσο οικείος σαν χαρακτήρας, ανοιχτό μυαλό που σε κέρδιζε αμέσως. Είχε μάλιστα συμμετάσχει σαν κομπάρσος στην ταινία «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου. Δυστυχώς έφυγε νέος και ξαφνικά, όπως και ο μικρότερος γιος του ο Στέλιος. Έμεινε ο άλλος του γιος, ο Παναγιώτης, να συνεχίζει την παράδοση του καλού Βιβλιοπώλη του πατέρα του.Σε αυτό το μικρό παλαιό Βιβλιοπωλείο-Στέκι συνάντησα για μία και μοναδική φορά τον κυρό πανεπιστημιακό καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη. Ο εκδότης και βιβλιοπώλης με σύστησε και είχαμε μια μικρή σύντομη συζήτηση. Γνώριζα και είχα αγοράσει ορισμένους τίτλους βιβλίων του που είχε επιμεληθεί είτε ο ίδιος είτε μαζί με την γυναίκα του Γλυκερία Μπουμπουλίδου. Ο κυρός καθηγητής –γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- είχε σχέση σαν καθηγητής, με το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας. Όμως ως συγγραφέας, επιμελητής και δοκιμιογράφος ανήκει σε μια διαφορετική κατηγορία ελλήνων παλαιών ερευνητών. Τα συγγράμματα που εξέδωσε, οι εργασίες που δημοσίευσε, τα βιβλιογραφικά δελτάρια και βιβλία, περιοδικές εκδόσεις που επιμελήθηκε, διακρίνονται για την επιστημονική τους εγκυρότητα, την ακρίβεια της αναφοράς των πηγών του, την μνημόνευση ονομάτων παλαιότερων συγγραφέων και ερευνητών που προηγήθηκαν και που ο ίδιος χρησιμοποίησε, ανέτρεξε, ερεύνησε για να συγγράψει τις δικές του εργασίες και βιβλία.
Η εντιμότητα της αναφοράς των πηγών και των ονομάτων των συγγραφέων και μελετητών που έχουν προηγηθεί και έχουν εργαστεί πάνω στο προς διερεύνηση γνωστικό αντικείμενο, είναι κάτι που συνήθως, μάλλον δεν συναντάς τόσο συχνά σε συγγραφείς, ερευνητές, δοκιμιογράφους, ακόμα θα τολμούσα να σημείωνα και πανεπιστημιακούς καθηγητές, κριτικούς και συγγραφείς, εκδότες λογοτεχνικών περιοδικών που ασχολούνται, διαπραγματεύονται ζητήματα και προβλήματα που έχουν να κάνουν με την καθόλου διαδρομή και Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Την σφαιρική θεώρηση της ελληνικής γραμματείας, με τις ιδιαίτερες ιστορικές περιόδους της, τις επιμέρους τεχνοτροπίες και σχολές της, τους φανερούς ή κρυφούς προσανατολισμούς της και επιρροές της. Τα ελληνικά γράμματα στο σύνολό τους και την διαχρονία τους-Αρχαία γραμματεία, Βυζαντινή-Μεσαιωνική-Νεότερη και Σύγχρονη διακρίνεται για τα πολλά και ποικίλα στάδιά της, τις στάσεις της, τις γλωσσικές και θεματικές της επιμειξίες, την αυτοαναφορικότητά της ή τον ετεροπροσδιορισμό της από ξένα ευρωπαϊκά και της δύσης ρεύματα. Το πεδίο έρευνας είναι τεράστιο, πολύχρωμο και με αρκετούς κόμβους επαναλαμβανόμενων εσωτερικών αναφορών. Οι ερευνητές και οι δοκιμιογράφοι, οι σχολιαστές και οι κριτικοί είναι πολλοί και ο καθένας και κάθε μία τους κάτι καινούργιο φωτίζει και προσθέτει στην έρευνα. Δυστυχώς όμως, αυτοί που είτε είναι επαγγελματίες κριτικοί και αναγνώστες είτε είναι οι αντίστοιχοι ερασιτέχνες και λάτρεις της λογοτεχνίας διαπιστώνουν συχνά να επικρατούν μεροληψίες, εσκεμμένες ή όχι στάσεις στην αναφορά των πηγών τους στην μνημόνευση των ονομάτων των συγγραφέων που εργάστηκαν και κοπίασαν για να φέρουν στην λογοτεχνική επιφάνεια μυστικά και θέματα του έργου των ποιητών, των πεζογράφων, των χρονογράφων και άλλων ειδών του γραπτού λόγου. Πολλοί σημαντικοί κριτικοί και συγγραφείς, πανεπιστημιακοί ερευνητές και ιστορικοί της ελληνικής γραμματείας, αρθρογράφοι περιοδικών και εφημερίδων αγνοούν τους προηγούμενους εργάτες της γραφής που προηγήθηκαν ή τους σνομπάρουν συγγραφικά-ερευνητικά, τους κλείνουν πόρτες και τους ρίχνουν στην λήθη της απαξίωσης. Όμως μια λογοτεχνία-εθνική γραμματεία-που διαρκώς τα επίσημα μέλη τους μεροληπτούν, μια ποίηση ή ο πεζός λόγος που απευθύνεται μόνο στους «δικούς» μας κρίνοντες αναγνώστες των σελίδων των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών δεν έχει πολλά να μας πει. Μια λογοτεχνία και μελέτη που γράφεται μόνο από πανεπιστημιακούς, εκπορεύεται από πανεπιστημιακούς και συζητείται μόνο από καθηγητές χωρίς την μνημόνευση μη πτυχιούχων, τότε μάλλον αυτού του είδους οι μελέτες και οι έρευνες σχετικά με την λογοτεχνία και την ποίηση, δεν αφορά τον μεγάλο πληθυσμιακό όγκο των ανώνυμων ή επώνυμων αναγνωστών. Είναι σαν και αυτό που έλεγαν οι παλαιοί πολιτικοί ιδεολόγοι. «Μας τα είπατε, σας τα ξανά λέμε, μας τα ξανά λέτε». Αν να επαναλάβω αυτός ο μικρόψυχος διχασμός σχολιασμού και έρευνας από τον χώρο της πολιτικής και της ιστορίας μεταφέρεται διαρκώς ακόμα και στις μέρες μας και στα πεδία της τέχνης, της ποίησης και της λογοτεχνίας, τότε μάλλον, φοβάμαι, ότι είναι προτιμότερο να γυρίσεις την πλάτη στους κάθε είδους αμνήμονες ειδικούς και να στραφείς σε πιο εύπεπτους τρόπους ψυχαγωγίας και επιμόρφωσης. Μια τέχνη γενικά μιλώντας μόνο για τους ειδικούς ή κλεισμένη μέσα στα πανεπιστημιακά σπουδαστήρια που ερευνάται και αναλύεται μόνο από τηβεννοφόρους καθηγητάδες τι έχει να σου προσφέρει; Η λογοτεχνία και η ποίηση, ο κόσμος των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου και του κινηματογράφου, δεν είναι ένα ελεύθερο πεδίο πειραματισμών και προσωπικών φιλοδοξιών των εκάστοτε ιστορικών ή σκηνοθετών, των λίγων ειδικών. Αν αγνοήσεις όπως γίνεται εσκεμμένα αυτούς που προηγήθηκαν τότε ούτε η τέχνη προάγεται ούτε η πνευματική συνέχεια διατηρείται και συνεχίζεται. Και δυστυχώς από παλαιότερους και νεότερους αυτό το λογοτεχνικό «σνομπάρισμα» συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, που ο περισσότερος κόσμος δεν ασχολείται με ζητήματα της τέχνης αλλά με θέματα εμπορικών συναλλαγών και επιβίωσης των οικογενειών τους. Πρεσβεύοντας όχι μια ελιτίστικη άποψη και κρίση των τεχνών και της λογοτεχνίας ειδικότερα, επέλεξα να γράψω ένα σύντομο-προσωπικό σημείωμα για τον καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη. Δεν γνωρίζω πολλά και ούτε με αφορά η δράση του την περίοδο της χούντας. Λησμονώ τις πανεπιστημιακές του σκοτεινές πλευρές όπως άλλοι σύγχρονοί μου Έλληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς, λησμόνησαν την δράση και υπέγραψαν υπέρ του αρχηγού της 17ης… και απαιτούσαν αυτά που ζητούσε ώστε να υποχωρήσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Αν λησμονεί ένας άνθρωπος της τέχνης τις δολοφονίες, τότε και εσύ ο απλός ανώνυμος αναγνώστης μπορείς να παραβλέψεις τις σκοτεινές του τότε καθηγητή πλευρές και να μείνεις μόνο στο έργο του και την όποια προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Εξάλλου, αν μας ζητούν να λησμονήσουμε, αυτό να γίνει από όλες τις πλευρές και όχι πάντα μονόπαντα ιστορικά από την δήθεν επονομαζόμενη «προοδευτική» πλευρά. Οι νεότεροι έλληνες που θα ονομάσουν την Πλατεία Συντάγματος όπως θα την βαπτίσουν μετά την Κάθοδο των ελαχίστων της μειοψηφίας, δεν έζησαν τα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της χούντας, δεν φακελώθηκαν, δεν κυνηγήθηκαν από τους δεξιούς μπάτσους, δεν διώχθηκαν από χουντικούς για να υποστηρίζουν οι ηγήτορες διανοούμενοι τους αυτά που υποστηρίζουν. Η ιστορική μνήμη είναι κοινή. Στις θετικές κρίσεις για τις διάφορες εργασίες του κυρού Μπουμπουλίδη, είναι η εντιμότητά του να αναφέρει τις πηγές του, τα ονόματα ερευνητών και συγγραφέων που προηγήθηκαν στα Γραμματολογικά του Διαγράμματα που σχεδίασε και εξέδωσε, στις σύντομες εργασίες του πάνω στην Ελληνική Λογοτεχνία, μέσω των «Επετηρίδων» που δημοσιεύτηκαν.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, δύο τηλεφωνήματα εκ μέρους μου, έγιναν η αφορμή να μου αποστείλει σε φωτοτυπία με σπιράλ, δύο πολυσέλιδες εργασίες του. Την Φαίδωνος και Γλυκερίας Μπουμπουλίδου, «Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» Γραμματολογικό διάγραμμα, τόμος δεύτερος, Από την Εποχή του Κωστή Παλαμά ως την περίοδο του Μεσοπολέμου (1870-1922), Αθήνα 1991 και τον τόμο «ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» Διευθυντής Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, τόμος τρίτος 1983-1984, Αθήνα 1984. «Η Νεωτέρα Ελληνική Λογοτεχνία»-Γραμματολογικό Διάγραμμα. Δυο σε φωτοτυπίες εργασίες του, που επιβεβαίωσαν την άποψή μου, στο ότι ο καθηγητής αυτός εργάζονταν με επιστημονική εντιμότητα και ευσυνειδησία. Καταγραφή των Βιβλιογραφικών πηγών, καταγραφή των ονομάτων από όπου άντλησε τις πληροφορίες και τα στοιχεία για να συνθέσει τις δικές του εργασίες. Όπως φαίνεται, δεν οικειοποιήθηκε μάλλον ξένον κόπο και μόχθο άλλων και αυτό, είναι σημαντικό δίδαγμα. Και κάτι επί προσωπικού. Εκείνο που η μνήμη συγκρατεί από τα δύο τηλεφωνήματά μας στα μέσα της δεκαετίας του 2000,που αναζητούσα να προμηθευτώ Ανθολογίες και Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας για εργασίες μου, από το άτομο αυτό, είναι πρώτον, η συγκίνησή του που κάποιος άγνωστός του νεότερος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας τον αναζήτησε και θέλησε να διαβάσει εργασίες του. Δεν θυμόταν την συνάντησή μας στο βιβλιοπωλείο αλλά χάρηκε που είχα αγοράσει και είχα διαβάσει βιβλία του. Και δεύτερον, εξίσου συγκινητικότερο σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι ότι όπως φαίνεται, εκείνα τα χρόνια, η επίσης καθηγήτρια σύζυγός του ήταν άρρωστη, κατάκοιτη και εκείνος την φρόντιζε με στοργή και αγάπη. Έπασχε μάλλον από άνοια και δεν τον αναγνώριζε όπως μου είπε. Ο μεγάλης ηλικίας αυτός καθηγητής μιλούσε τόσο ζεστά, τρυφερά, τόσο συγκινητικά, με αγωνία και θλίψη για την κατάκοιτη γυναίκα του που και να ήθελες, δεν μπορούσες να μην συγκινηθείς και παραβλέψεις ότι είχες ακούσει για την πανεπιστημιακή του καριέρα. Σπάνια έχω ακούσει λογοτέχνες να μιλούν με τόση θέρμη και αγάπη για την γυναίκα τους και μάλιστα, όταν αυτή είναι κλινήρης και βασανίζεται και βασανίζει και τους γύρω της που την φροντίζουν. Εμείς οι Έλληνες είμαστε λιγάκι υπερβολικοί όσον αφορά την δημόσια προβολή μας στα καλλιτεχνικά και την συγγραφική φήμη μας. Παραγνωρίζοντας ότι πίσω από κάθε συγγραφέα και δημιουργό υπάρχει ένα σώμα που αρρωσταίνει και υποφέρει, πονά. Συνήθως θέλουμε να το αγνοούμε στο όνομα της εφήμερης δόξας και δημοσιότητάς μας.Το άτομο αυτό, που τόσες καλές και κακές στιγμές έζησε στην επαγγελματική του διαδρομή, εκείνη την στιγμή ήταν ένας «γεράκος» που έβλεπε την πολυετή σύντροφό του να λιώνει και δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Δεν τον αναγνώριζε και αυτό ήταν ακόμα πιο τραγικό. Δεν θα ξεχάσω το τρέμουλο της φωνής του, την πικρία του και τον βαθύ πόνο ενός άντρα. Η όποια λογοτεχνία και η όποια ιδεολογία και πολιτική δεν έχουν να προσφέρουν απολύτως τίποτα αυτές τις μοναχικές κατά βάθος στιγμές των ανθρώπων. Οι απορρίψεις και οι αρνήσεις για παλαιότερες αστοχίες είναι για άγευστους και της τέχνης και της κοινωνίας. Ίσως μόνο ένα φιλικό τηλεφώνημα παρηγοριάς, μια κουκκίδα πίστης σε όποιον Θεό πιστεύει ή δεν πιστεύει ο καθένας και επικαλείται αυτές τις στιγμές που η Ζωή μετριέται με την αρρώστια και τον πόνο, τα της καθαρής βιολογίας πλην της και όχι τα συν του εποικοδομήματος των τεχνών και των φρούδων ελπίδων. Πέρα όμως από αυτά, τα εντελώς ανθρώπινα, ο Φαίδων Μπουμπουλίδης υπήρξε ένας αξιόλογος ερευνητής και καταγραφέας Βιβλιογραφικών δελταρίων και επιμελητής εκδόσεων. Σίγουρα το εύρος των εργασιών του, δεν συγκρίνεται με τον «πατέρα» της Ελληνικής Λογοτεχνικής Ιστορίας Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, ούτε έχει την συγγραφική πάστα που διακρίνει άλλους ιστορικούς της Ελληνικής γραμματείας. Δεν διαθέτει την πολυμέρεια του Αλέξανδρου Αργυρίου, που βασίζεται σε περιοδικά, έντυπα και άλλες πρωτογενής πηγές που αποδελτίωσε για να αρχιτεκτονήσει την πολύτομη Λογοτεχνική του σύγχρονη Ιστορία. Που είναι μικρά φλασάκια κρίσεων και διαπιστώσεων. Προσωπικών της ζωής των λογοτεχνών στιγμών. Βλέπε πχ. για την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Δεν έχει το κοινωνιολογικό στίγμα που έχει η επίσης πολύτομη Ιστορία του Δημητρίου Τσάκωνα. Που, παρά το εύρος της ματιάς του, οι παραπομπές του που σπονδυλώνουν τις εργασίες του, επικαλύπτονται από αναφορές που δεν ξεχωρίζεις εύκολα τι είναι δικό του και τι των άλλων. Ενός σημαντικού κατά τα άλλα Ιστορικού. Ούτε είναι «στενά» πανεπιστημιακών προδιαγραφών και ευσύνοπτων κρίσεων όπως είναι η Ιστορία του Λίνου Πολίτη. Απέχει από την οπτική και διαμερισματοποίηση των «Κοινωνιστών» Ιστορικών όπως είναι τα βιβλία του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή. Δεν έχει την περιληπτική και συντόμευση των αναφορών των παλαιοτέρων, όπως είναι ο ιστορικός Ηλίας Βουτιερίδης, την ονομαστική απλώς καταγραφή των συγγραφέων όπως είναι η Ιστορία του Καλαματιανού και άλλων. Ούτε έχει τις προδιαγραφές των συνεχών αναθεωρήσεων του Μάριου Βίττι, που έχει και αυτή παρά την αξία της τα ανάλογα κενά της. Η Εισαγωγή στην Ιστορία του Ρόντερικ Μπήτον, είναι μάλλον μια προσωπική προσέγγιση ενός ξενόγλωσσου σημαντικού ερευνητή που αγαπά την χώρα μας και τα γράμματά μας Η ακρίβεια και η επιστημονική επιμέλεια, η σαφή αναφορά και μνημόνευση ονομάτων και πηγών των Γραμματολογικών διαγραμμάτων του Μπουμπουλίδη, προσομοιάζει (δίχως να μπερδεύουμε άλλες πανεπιστημιακές παραμέτρους και πολιτικές διαδρομές), με την ακριβολόγα ματιά και έγκυρη προπάντων παράθεση του ομότιμου καθηγητή Παναγιώτη Μαστροδημήτρη στην δική του εκδοχή της Εισαγωγής στην Νεοελληνική Φιλολογία. Όσοι ασχολούνται, ερευνούν και διαβάζουν τις μέχρι σήμερα πάνω από 30 Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας που κυκλοφορούν, θα καταλάβουν τι εννοώ, και ίσως συμφωνήσουν με ορισμένες από τις κριτικές διαπιστώσεις. Όμως, παρά τα σύντομα σχόλια και τις παρατηρήσεις του Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδου στο δικό του «Γραμματολογικό Διάγραμμα» των βιβλίων του που αφορούν την νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, (πολυσέλιδη εξαίρεση αποτελούν τα κεφάλαια για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Ανδρέα Κάλβο), αλλά και οι κρίσεις που εκθέτει για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Ρήγα Φεραίο, τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Εμμανουήλ Ροϊδη, την ελληνική Πεζογραφία και την ελληνική Δραματουργία, και άλλους έλληνες λογοτέχνες. Να αναφερθούμε αναφέρουμε ακόμα στους Κύπριους ποιητές και δημιουργούς και Πειραιώτες που γράφει ο Μπουμπουλίδης. Ακόμα, έχουμε την σύντομη αναφορά του σε έλληνες Ανθολόγους και Ελληνίδες ποιήτριες της Αθηναϊκής Σχολής. Βλέπε τις μνημονεύσεις ποιητριών όπως η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, η Αικατερίνη Δοσίου, η Αγγελική Πάλλη, η Ευανθία Καϊρη, η Ελισάβετ Μουτζά-Μαρτινέγκου που την αναστύλωσε και ορισμένες άλλες. Οι εργασίες του ιστορικού παλαιού καθηγητή δεν διαθέτουν μεγάλο βάθος ανάλυσης και εξέτασης. Το κριτικό του βλέμμα είναι μάλλον περιορισμένο και εστιασμένο σε ορισμένες συγγραφικές φωνές. Ο Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης διακρίνεται για κάτι άλλο ουσιαστικό και καίριο. Στην μνημόνευση και αναφορά των πηγών του ξεκάθαρα, αναλυτικά και με σαφήνεια. Δεν οικειοποιείται εργασίες και γνώμες τρίτων. Και αυτό δεν είναι αμελητέο. Βλέπε πχ. τον ποιητή και ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας Νίκο Παππά και την δική του Αληθινή Ιστορία. Ή την μεροληπτική αναφορά και επιλογή πηγών από τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο. Ένας συγγραφέας και ιστορικός που φιλοδόξησε να δώσει το πανόραμα της διαχρονικής ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας και λύγισε κάτω από τον τεράστιο όγκο του και των επιμέρους μεροληπτικών κρίσεών του, στο όνομα της επικράτησης των ιδεολογικών του πιστεύω. Ο Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης προς τιμή του, αναφέρει κάθε λεπτομέρεια πηγής του και τα πρόσωπα που έγραψαν αυτήν την πηγή. Δεν είναι φειδωλός στις αναφορές των ονομάτων των συγγραφέων που ανέτρεξε, κατέφυγε, αναζήτησε, χρησιμοποίησε. Το μικρό ή εκτενές έτσι κείμενό του εντάσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο συγγενικών αναφορών και σχολιασμών έτσι ώστε ο αναγνώστης που δεν έχει ιδέα από αυτά να μπορεί με την γενική εικόνα που του δίνει να μπορεί να συνεχίσει μόνος του την έρευνα για τον κάθε συγγραφέα.
Από την πρώτη στιγμή που έπιασα τις φωτοτυπίες στα χέρια μου χάρηκα την επιστημονική ευσυνειδησία και ακρίβεια του παλαιού καθηγητή. Η εύκολη δικαιολογία που προέρχεται από την ρήση του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ, περί καλού και κακού συγγραφέα και των αντιγραφών του, αυτή η «πιπιλίζουσα» θέση περί του δικαιώματος αντιγραφής των συγγραφέων, δεν αναιρεί ούτε δικαιολογεί το αρνητικό φαινόμενο ακόμα και στις μέρες μας, εν έτη 2021, που πλείστοι αντιγράφουν τους παλαιότερους δίχως να τους αναφέρουν εσκεμμένα και επιδεικτικά. Η διάδοση των πληροφοριών μέσω του διαδικτύου έχει επιτείνει το πρόβλημα αυτό. Αντιγράφουν αλλήλους χωρίς αιδώ και σεβασμό στον κόπο και τον μόχθο των προγενεστέρων. Γιαυτό σέβομαι τις εργασίες του Μπουμπουλίδη ανεξάρτητα αν τις χρησιμοποιήσω ή όχι. Είναι καίριο και παρηγορητικό να γνωρίζεις ότι υπήρξαν και υπάρχουν πνευματικές και συγγραφικές μονάδες, επιστήμονες που λειτουργούν ευσυνείδητα, με επιστημονική και συγγραφική εντιμότητα. Αν επικαλύψεις τα προηγούμενα ονόματα των συγγραφέων και τις πηγές σου, τότε είναι φυσικό να λησμονηθούν οι προπάτορες της ελληνικής γραμματείας μα και μακροπρόθεσμα και το δικό σου όνομα. Γιατί άλλο πράγμα είναι να μην γνωρίζεις την τάδε πηγή ή να μην έχεις διαβάσει οτιδήποτε έχει γραφτεί και συναχθεί για έναν συγγραφέα, ότι δημοσιεύματα έχουν συγκεντρωθεί, και άλλο να το γνωρίζεις, να αντιγράφεις εργασίες άλλου και να μην αναφερθείς σε αυτόν. Θα μου πεις, εδώ εκδίδονται Βιβλιογραφίες που αφήνουν απέξω από το ερευνητικό τους πεδίο το σώμα των εφημερίδων, ή εκδίδονται ποιητικές ανθολογίες και αντιγράφουν παλαιότερες, δημοσιεύοντας τα ίδια ποιήματα ακόμα και τα ίδια βιογραφικά λήμματα για τον ποιητή στοιχεία. Και αν ο προηγούμενος έχει δώσει λάθος στοιχεία μεταφέρονται και στην δική σου εργασία ή ανθολογία. Το παράδειγμα της τετράτομης Ανθολογίας είναι πρόσφατο, πόσο μάλλον «βεβιασμένα» κυκλοφόρησε από τους καταξιωμένους επιμελητές και εκδότες λογοτεχνικών παλαιότερων περιοδικών.
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό και τις θέσεις πάνω στην ελληνική γραμματεία (αν δεν είναι λανθασμένες οι απόψεις μου) μνημονεύω την επιστημονική και συγγραφική παρουσία του Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδη και της Γλυκερίας Μπουμπουλίδου. Την ελληνική γραμματεία δεν την αποτελούν μόνο ποιητές και μυθιστοριογράφοι ή διηγηματογράφοι, πανεπιστημιακοί του παρόντος χρόνου, αλλά και παλαιοί ιστορικοί της λογοτεχνίας, αλησμόνητοι ιστοριοδίφες και ερευνητές των προηγούμενων δεκαετιών. Κριτικοί και σχολιαστές της των προηγούμενων αιώνων. Οι έλληνες μεταφραστές και οι επιμελητές εκδόσεων, οι αναστηλωτές παλαιότερων συγγραφέων και των απάντων τους, όπως ο Γεώργιος Βαλέτας ή ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι δοκιμιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί εργάτες της ελληνικής γραμματείας ακόμα και ο συντηρητικός γλωσσικά Γεώργιος Μυστριώτης. Οι φιλόλογοι και οι καθηγητές που προτείνουν έργα ελλήνων λογοτεχνών για διάβασμα στους μαθητές τους. Οι τυπογράφοι και οι γλωσσικοί διορθωτές, οι εικονογράφοι εξώφυλλων, οι βιβλιοπώλες, οι βιβλιοδέτες, οι εκδότες, οι δημοσιογραφούντες που παρουσιάζουν τις νέες εκδόσεις, οι σκιτσογράφοι και αυτοί που συντάσσουν και μαζεύουν με κόπο το διάσπαρτο και σκόρπιο υλικό για να δημιουργηθεί ένα πεδίο πληροφοριακών δεδομένων για να πατήσουν οι άλλοι και να μας δώσουν την Βιβλιογραφία και Εργογραφία ενός δημιουργού. Ο πολιτισμός της γραφής είναι ένα πολύβουο ανθρώπινο σύμπαν που αναπνέει και κινείται στους δικούς του ρυθμούς μέσα στο σώμα της κοινωνίας. Μόνο που δυστυχώς, τα φώτα της εκάστοτε δημοσιότητας πέφτουν συνήθως στα Τοπ της Ποίησης ή της Μυθοπλασίας. Παραγνωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο τις κοπιώδεις προσπάθειες και εργασίες, τις έρευνες και των υπολοίπων συνεργατών και συντελεστών του συνόλου του οικοδομήματος της ελληνικής γραμματείας. Οι άλλοι συντελεστές στην καλύτερη περίπτωση κερδίζουν μία μνημόνευση του ονόματός τους σε μία Εγκυκλοπαίδεια, λίγες επαναλαμβανόμενες αράδες σε ένα Λεξικό ή έστω ελάχιστες σελίδες σε ένα επετειακό αφιέρωμα ενός λογοτεχνικού τεύχους, μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής. Στην χειρότερη, αγνοούνται παντελώς ή δεν αναφέρονται ούτε καν ονομαστικά. Όμως, μια εθνική Γραμματεία που κάνει σκόντο στην μνημόνευση όλων των μελών της, μια Ιστορία της καθόλου Ελληνικής Λογοτεχνίας που κρίνει ανάλογα με τα πολιτικά ή ιδεολογικά ή αισθητικά κριτήρια του συγγραφέα της, τότε μάλλον θα γράφαμε ότι χωλαίνει πνευματικά και επιστημονικά. Τα θεμέλια είναι κοινά. Το δέντρο της Φοινικιάς έχει και βαθιές ρίζες διαθέτει και κλαδιά. Μια τέχνη κλεισμένη μέσα στα περίλαμπρα Μουσεία και τα Πανεπιστημιακά Σπουδαστήρια, τις Βιβλιοθήκες που στεγάζονται σε μεγαθήρια αρχιτεκτονικά, σε τηλεοπτικά στούντιο γνωριμιών και φιλικών διαμεσολαβήσεων δεν είναι παρά ένα ακόμα καταναλωτικό προϊόν για εύπεπτες συνειδήσεις και αργόσχολες αναφορές από τυχαίους και όχι συστηματικούς αναγνώστες. Γιατί η Τέχνη, δεν είναι μια στιγμή προβολής και κοινής διαφήμισης που υποστήριζε ο πατέρας της Ποπ Άρτ αμερικανός Άντυ Γουώρχολ. Άλλο μπίζνες και άλλο ο κόπος να μουτζουρώνεις τα χαρτιά. Η λήθη και μάλιστα όταν προέρχεται από τα «υψηλά» κλιμάκια του πνεύματος, δεν ωφελεί την ίδια την ουσία και λειτουργία της Τέχνης. Της ποίησης και της λογοτεχνίας μέσα στην ζωή των ανθρώπων. Διαφορετικά, ας μην παραπονιόμαστε γιατί λιγοστεύει το αναγνωστικό κοινό στις ημέρες μας και προτιμούνται τα τηλεπαιχνίδια της τηλεόρασης.
Στον κολοφώνα αναφέρονται τα εξής: Ο Γ΄ τόμος (1983-1984) της «ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ» του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ εξεδόθη τον Σεπτέμβριο του 1984 υπό την Διεύθυνσι του Καθηγητού Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου (Αγίας Λαύρας 3 Αθήναι) στο Τυπογραφείο «ΙΟΝΙΑ» των Ε. Χατζημπάρμπα και Χ. Ροδίτη (Βουρδουμπά 23- Αθήναι).
ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Αθήναι, Σεπτέμβριος 1984, σελίδες 389.
ΦΑΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ
Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
(Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος ως την εποχή του Κ. Παλαμά):
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, 9-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος ως την Επανάσταση του 1821, 13-
Εισαγωγή-Ποίησις (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Αφηγηματική πεζογραφία (πρωτότυπα και μεταφράσεις)- Ρητορικά έργα- Χρονικά και Ημερολόγια- Επιστολογραφία-Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η περίοδος του Αγώνος, 103-
Εισαγωγή-Ποίησις-Πεζογραφία- Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις).
Οι Απομνημονευματογράφοι του Αγώνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Επτανησιακή Σχολή. 125-
Εισαγωγή-Ποίησις-<Προσολωμικοί, Διον. Σολωμός, Σολωμικοί, Μετασολωμικοί, Εξωσολωμικοί, Άλλοι Επτανήσιοι ποιηταί->(πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Αφηγηματική πεζογραφία-Άλλα πεζογραφικά είδη (Χρονικά, Ιστορίες, Ταξιδιωτικά, Αυτοβιογραφίες, Απομνημονεύματα)-Ρητορικά έργα-Δοκιμιογραφία και Κριτική-Επιστολογραφία-Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η Αθηναϊκή Σχολή, 231-
Εισαγωγή-Ποίησις (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Διήγημα και Αφήγημα (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Μυθιστόρημα (πρωτότυπο και μεταφράσεις)-Ταξιδιωτικά κείμενα-Ρητορικά έργα και κείμενα πολιτικής πεζογραφίας-Απομνημονεύματα-Κριτική-Επιστολογραφία- Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Το τέλος της Αθηναϊκής Σχολής. Παράγοντες και πρώτα επιτεύγματα μιάς αλλαγής, 341-
(Η επίδρασις της κριτικής-Το δημοτικό τραγούδι και η έρευνα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού-Στροφή προς την εθνική αυτογνωσία-Η Ένωσις της Επτανήσου-Τα περιοδικά- Νέες ποιητικές φωνές).
ΠΙΝΑΚΕΣ
Κυρίων Ονομάτων, 371
Εικόνων, 377
ΜΕΡΟΣ Β΄
Διοικητικού Συμβουλίου, «Χρονικά» του «Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών», 383.
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ» ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ.
ΦΑΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ
Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Τόμος Δεύτερος, Αθήναι 1991, σελίδες 395.
Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1991 ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ.
Από την Εποχή του Κωστή Παλαμά ως την περίοδο του Μεσοπολέμου (=1870-1922)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, 9
Ποίησις, 13
Αφηγηματική Πεζογραφία («Διήγημα» και «Μυθιστόρημα»), 155
Το Πεζοτράγουδο, 259
Το Χρονογράφημα, 267
Ταξιδιωτική Λογοτεχνία, 277
Αυτοβιογραφίες- Απομνημονεύματα, 286
Πολεμικές Ανταποκρίσεις- Μυθιστορηματικές Βιογραφίες ιστορικών προσώπων, 295
Ρητορικά Έργα και Κείμενα Πολιτικής Ρητορείας, 299
Κριτική, 309
Μεταφράσεις, 333
Επιστολογραφία, 341
Θέατρο, 345
Ο Τύπος, 379
Πίνακες
Κυρίων Ονομάτων, 387
Εικόνων και Σχεδίων, 393.
Εδώ ολοκληρώνεται η περιδιάβασή μου στα δύο Γραμματολογικά Διαγράμματα της Νεώτερης Ελληνικής Λογοτεχνίας όπως σχεδιάστηκε, διαμερισματοποιήθηκε και υλοποιήθηκε σε επιμέρους ερευνητικές εργασίες από έναν παλαιό πανεπιστημιακό που δυστυχώς, η εμπλοκή του σε πολιτικές σκοτεινές καταστάσεις σε παλαιότερους καιρούς, του στέρησε την αναγνώριση που δικαιούται σαν ευσυνείδητος επιστήμονας και ερευνητής. Έμεινε όμως το συγγραφικό του έργο. Ένα έργο, που είναι πάνω από τις ατομικές μικρότητες και λανθασμένες επιλογές του συγγραφέα του. Η ιστορία της ελληνικής γραμματολογίας και των άλλων λογοτεχνικών ερευνών, θα θυμάται και το δικό του όνομα και θα το μνημονεύει όπως και των άλλων. Παραβλέποντας έχθρες, μίση, πολιτικές εμπάθειες και αντιπάθειες, στον βαθμό που θα έχει μέλλον η Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς Τρίτη 30 Μαρτίου 2021
ΥΓ. Εορτάζοντας όπως εορτάστηκαν τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Δύο επισημάνσεις από δύο διακεκριμένους Έλληνες. Είπε σε συνέντευξή της η ιστορικός Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ. «Πρίν από το τέλος ενός Πολιτισμού, προηγείται ιστορικά μία Πανδημία». Εύστοχο αλλά μοιραίο. Ο δε καθηγητής Χρήστος Γιανναράς μιλώντας σε κανάλι για τον εορτασμό της Επετείου ανέφερε μεταξύ άλλων. «Η γενιά μου, δυστυχώς είδε ιστορικά να μικραίνει γεωγραφικά η Ελλάδα. Χάσαμε την Μικρά Ασία. Χάσαμε την Ίμβρο και την Τένεδο. Χάσαμε την Βόρειο Ήπειρο. Χάσαμε ένα τμήμα του Κυπριακού Ελληνισμού με την διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Απωλέσαμε το όνομα Μακεδονία. Εκδιώχθηκε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλες αυτές οι απώλειες μέσα στην δική μου γενιά». Καίρια ιστορική επισήμανση, αν προσθέσουμε και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου και αυτόν της Αιγύπτου επί Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ.