Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Μιχαήλ Μητσάκης ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ  ΤΟΥ  ΑΓΩΝΟΣ

                                   ΤΟ   ΦΙΛΗΜΑ

     Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του λόφου, εκ των τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε ένας ζωντανός. Ο ήλιος προβάλλων από τας χιόνας των βουνών τους εχαιρέτησε, ορθίους όλους, εφώτισε τας λευκάς φουστανέλλας, εχάϊδευσε τάς μαύρας κόμας των, απήστραψεν εις τους φλογερούς των οφθαλμούς, κατωπτρίσθη εις τον χάλυβα των σπαθιών των, εχρύσωσε των αρμάτων των τας λαβάς. Και τώρα δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους αποχαιρετίζει λυπημένους νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα, και χάνεται, αργά-αργά, ως μέγα κλειόμενον ερυθρόν όμμα, όπερ σβύνον θέλει ακόμη να ρίψη τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους. Όλην την ημέραν άσιτοι και άποτοι επάλαισαν προς την θύελλαν των σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των βομβών, κατήσχυσαν την βροχήν των μύδρων, εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας και της λόγχης την βίαν. Και αφού έφαγαν την μπαρούτην με την φούχταν, αφού και το έσχατον σπειρί της εσώθη μέσα εις τις παλάσκες των, αφού ερραγίσθη και του τελευταίου όπλου των η κάννα, αφού και το ύστατον γιαταγάνι έσπασε μέσα εις το χέρι των, έπεσαν χαμαί, άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι. Κ’ εν τω μέσω των ο Παπαφλέσσας, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, πελιδνός, ξαπλωμένος, με πλατείαν πληγήν επί του στήθους, κρατεί ακόμη το θραυσμένον τμήμα, αιμοστάζον, με σφιχτά δάχτυλα, εν σπασμώ έρωτος και λύσσης. Και ο Αιγύπτιος ανέρχεται, εν καλπασμώ ίππων και κλαγγή ξίφων, εν ήχω τυμπάνων και σαλπίγγων βοή, ενώ τα μπαϊράκια του αναπεπτάμενα φρίσσουν εις τον άνεμον της εσπέρας, και τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως. Μυρμηκιά ανά την πεδιάδα και τα πρανή ο συρφετός, και βαρύ ακούεται το βήμα του. Επί της υγράς εκ του λύθρου γης οι Άραβες βαδίζουν επιμόχθως, των αλόγων τα πέταλα γλιστρούν. Αλλ’ η χαρά επί τη  ανελπίστω νίκη είναι τόση, τόση είναι η μετά τον φόβον ηδονήν, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς φέρει αυτούς επί την ράχην. Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την οφρύν του λόφου, ανέβη, κ’ επ’ αυτής εστάθη, περιέφερε το βλέμμα, εκύτταξε το κοκκινίσαν έδαφος, όπερ πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων, επεσκόπησε τον ανερχόμενον στρατόν, είδε κύκλω τους πεσόντας. Και μ’ ανοικτόν το όμμα, έκπληκτον, αναμετρά τους  υψηλούς κορμούς των, τα ευρέα στέρνα των, και τους βραχίονάς των τους νευρώδεις, τας ωραίας των μορφάς, τα μέτωπά των τα αγέρωχα. Και επί την βραχείαν όψιν του ως νέφος τι διέρχεται, το βλέμμα του θολούται ελαφρώς, αδιόρατος παλμός συσπά τα χείλη του.

-Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες.

     Και βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να μην πιστεύη πώς εχάθησαν τοιούτοι άνδρες, ότι κοίτονται αναίσθητοι, και δεν κοιμώνται μόνον, δια να ξυπνήσουν πάλιν φοβερώτεροι, πώς και ο ίδιος, ο θάνατος υπήρξεν ισχυρότερος αυτών.

-Ποιός είναι ο Παπαφλέσσας;

     Οι οδηγοί του έσπευσαν, προσέδραμον, έδειξαν το πτώμα, διάβροχον, περιρρεόμενον εκ του ιδρώτος του αγώνος, κατερρακωμένον τα φορέματα, μαύρον από του καπνού.

-Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον… Πάρτε τον, πλύντε τον… Πλύντε το το παλληκάρι…

     Δύο άνδρες έλαβον αυτόν από των μασχαλών, τον ήγειραν, τον έστησαν επάνω εις τους πόδας του, κ’ εβάδισαν, διευθυνόμενοι προς παραρρέουσαν πηγήν. Εκεί του έπλυναν τας χείρας και το πρόσωπον, εξέτριψαν τον πηλόν και τον ιδρώτα, τον εκαθάρισαν εκ του κονιορτού και της ασβόλης, του καπνού και του ιχώρος, τον εσπόγγισαν, διευθέτησαν τα ξεσχισμένα του ενδύματα, κ’ εγύρισαν οπίσω, φέροντές τον.

-Στήστε τον εκεί από κάτω…

    Οι άνδρες κρατούντες εκατέρωθεν αυτόν, ώδευσαν προς το δειχθέν δένδρον, τον απέθηκαν παρά την ρίζαν του, τον ύψωσαν και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν επί το στέλεχος αυτού, τον ισορρόπησαν, ωσανεί ζώντα. Έπειτα ετραβήχθησαν δια της ιδίας του δυνάμεως. Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ στηρίζον επί του κορμού την ράχιν, τον θώρακα προτεταμένον, και κρεμάμενα τα χέρια, με αναπόσπαστον το τμήμα του σπασμένου χατζαριού, τα σκέλη διεστώτα, υψηλά την κεφαλήν. Τότε ο Ιμπραϊμης πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον, ίσταται και προσβλέπει σιγηλός επί μακρόν το άπνουν πτώμα του αντιπάλου και υπό το φώς της σελήνης ήτις ανέτελλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσεί βαφείσα και αυτή εκ του λύθρου του χυθέντος κατά την μάχην, υπό τους σειομένους κλάδους, οίτινες ανέφρισσον πενθίμως, φιλεί παρατεταμένον φίλημα, τον όρθιον νεκρόν.

(π. «Παρνασσός», Μάϊος 1892).

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ,  ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ,  εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Μιχάλης Περάνθης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1956, σελ. 388-390.

                ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

     Προς τους κ.κ. συντάκτας της «Ακροπόλεως»

Αγαπητοί κύριοι.

    Σήμερα νομίζω ότι είνε είκοσι του μηνός, ο οποίος είναι Μάϊος. Αι καλά, ημπορεί να μου επιπήτε, και τι ανάγκη έχουμε να το μάθουμ’ από σένα, έχουμετον ημεροδείχτη μας στον τοίχο μας, τον κοιτάζουμε και βλέπουμε. Βεβαίως! Αλλ’ ότι αμφιβάλλω  αν σας λέη ο ημεροδείκτης σας, ή και αν σας το λέη δεν θα σας έρθη προφανώς η ιδέα να κοιτάξετε, είνε πώς η σημερινή ημέρα έπρεπε να εορτάζεται απ’ όλους μας ως μία των μεγαλητέρων εορτών του ελληνισμού. Να εορτάζεται ως μία ως μία των μεγαλητέρων εορτών του Ελληνισμού. Αλλά ποιού λοιπόν την μνήμην έπρεπε να εορτάζωμεν κατ’ αυτήν; Μην σπεύδετε να τρέξετ’ εις την Σύνοψιν δια να το ιδήτε. Ο άνθρωπος του οποίου η μνήμη ισχυρίζομαι ότι έπρεπε να εορτάζεται την ημέραν ταύτην, δεν έχει την ζηλευτήν τύχην να ονομασθή από την Μοίραν Ονούφριος ή Παχώμιος και το έργον του δεν ήτον να εναγκαλίζεται αγάλματα από χιόνι δια να πολεμή τους πειρασμούς της σαρκός, ή να συζή μετά χοιριδίων εις την έρημον, δια ν’ αξιωθή να καταταχθή εις το επίσημον ημών εορτολόγιον. Είνε αληθές ότι ανήκε και αυτός εις την Εκκλησίαν. Διότι άρχισεν την ζωήν του ως καλόγερος. Και έγινε μάλιστα αρχιμανδρίτης. Αλλ’ ήτον καλόγερος, ήτον αρχιμανδρίτης, ολωσδιόλου πρωτοτύπου είδους, όπως θα ιδήτε. Θέλετε να ακούσετε την ιστορίαν του; Ένας καλόγερος. Και ένας παλαβός. Αλλ’ από τους παλαβούς οι οποίοι εξυπνούν ψυχάς, πυρπολούν πνεύματα, φέρνουν τρικυμίας ιδεών, τέμνουν δρόμους απατήτους προς το άγνωστον, εγείρουν λαούς, δημιουργούν έθνη, ανασταίνουν κράτη, αποσπούν διά μίαν στιγμήν την κακομοιριασμένην ανθρωπότητα από την βδελυράν σχολαστικότητα της καθημερινής ζωής της, για να της δείξουν ότι υπέρ τον βούρκον που κυλιέται υπάρχει Ουρανός, υπάρχει Ήλιος, υπάρχει Ιδανικόν, υπάρχει Άπειρον, υπάρχει Έρως, υπάρχει Τιμή, υπάρχει Δόξα! Εγεννήθη σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας. Πολιανή λέγεται. Εις τον δήμον Αμφείας, είνε. Ο πατέρας του, ο Δημήτρης ο Δίκαιος, επανδρεύθηκε δύο φορές. Με την πρώτη γυναίκα, αρσενικά και θηλυκά, παιδιά δέκα οκτώ. Και η μακαρίτισσα, μη αντέχουσα πλέον εις τοιαύτην καταπληκτικήν θύελλαν ζωής, η οποία ώργωνε τα σπλάχνα της, απέρχεται εις τον άλλον κόσμον. Αλλ’ ο κυρ-Δημήτρης δεν έχει σκοπόν να σταματήση. Και αμέσως αντικαθιστά την μακαρίτισσαν με άλλην, Κωνσταντίναν τ’ όνομα, εκ του γένους των Ανδροναίων και της καθίζει και αυτής δέκα παιδιά. Το όλον είκοσι και οκτώ σπασμένοι σύγχρονοι αδελφοί μου! Και εικοστός όγδοος, ο τελευταίος της παιδοπλημμύρας, ταύτης, ήταν ο Γρηγόριος, ο αρχιμανδρίτης και ο παλαβός, περί του οποίου ομιλούμεν. Παιδί ακόμη, εμαθήτευσ’ εις έναν μοναχόν, δια να μάθη τα πρώτα γράμματα, όπως τότε συνειθίζετο. Ύστερ’ από λίγο, ο θείος του ο Παναγιώτης, πρόκριτος του τόπου, τον έστειλε εις την Δημητσάναν, όπου ήτον η καλλίτερη του Μωριά σχολή. Κι’ εκεί εσπούδασε. Όταν εβγήκε, εκαλογηρεύθη και εμόναζε, κοντά στην Καλαμάτα, εις το μοναστήρι της Βαλανιδιάς. Αλλ’ όλος ο χυμός των είκοσι οκτώ παιδιών του κυρ-Δικαίου είχε φαίνεται συγκεντρωθή ‘ς αυτόν, και τον κατέστησε αψύν, θερμόαιμον κ’ ατίθασον, πέραν παντός ορίου. Εκεί λοιπόν, δεν ηύρε τίποτ’ άλλο διασκεδαστικώτερον να κάμη, παρά να τσακωθή με τον Δεσπότην, τον επίσκοπον Μονεμβασίας, εις όν υπήγετο η Βαλανιδιά. Δεν ηξέρω τόρα από ποιάν αφορμήν, έπειτ’ από λίγο που εγκατεστάθη εις το μοναστήρι ο σεβασιμώτατος πάτερ- Γρηγόριος, δυνατός καυγάς. Καλόγερος και δεσπότης από δυό χωριά. Επίσκοπος επιπλήττων, παραινών, απειλών, νουθετών και εξορκίζων’ μοναχός μη δίδων μιά πεντάρα δι’ όλας τας αρχάς του κόσμου, φορών το ράσον εν είδει πολεμικής αλουργίδος ωπλισμένος ως τα νύχια πάντοτε, θρασύστομος, παράφορος, γυναικάς, καπανταής, βρίζων και κοροϊδεύων τον Δεσπότην. Εννοείται πώς το πράγμα δεν ημπορούσε να βαστάξη. Κι’ ένα πρωινό, ο καλός σου ο Γρηγόρης, μια και δυό, έχετε γειά καλά βουνά, πλαντάρει εις τη μέση και Δεσπότην και Βαλανιδιάν, και πάει να μονάση στην Ρεκίτσαν, άλλο μοναστήρι, μεταξύ Μιστρά και Λεονταρίου. Εκεί, δεν ήταν πλέον ο Δεσπότης. Αλλ’ ήταν ένας μπέης Τούρκος. Και ο μπέης ούτος είχεν αξιώσεις επί μερικών κτημάτων της μονής. Φωτιά από την κάτου σκάλα ο νεόφερτος! Ο Τούρκος έβαζε παλούκια για να σημαδέψη τα σύνορα των τόπων του’ ο Γρηγόριος πήγαινε, τα έβγαζε, τάβαζε μίλια παραπέρα, έδερνε τους ανθρώπους του, έβριζε το Μωχαμέτη του, τους εφοβέριζε πώς θα τους κόψη μύτες και αυτιά εάν ξανάρθουν. Πόλεμος συστηματικός. Φωνές, κακό, κατεργαριές, πιστόλια, όλα τα μέσα εις ενέργειαν να μην αφίσει ούτε πιθαμή γης εις τον Τούρκο, ναν του πάρη και τα δικά του αντί να πάρη όπως ήθελε εκείνος απ’ το μοναστήρι. Μέγα σκάνδαλον τέλος πάντων, ο Βαλής ανησυχεί, ξαπτιέδες και τζαντάρηδες εκπέπτονται κατά του αυθάδους τολμητίου. Αλλ’ ευθύς τα είχε μυρισθή. Και φεύγει πάλιν. Οι στρατιώται τον κυνηγούν. Και πράγματι τον μπλέκουν κάπου, εκεί-πέρα, σε κάτι λαγκαδιές, ανάμεσ’ Αρκαδίας, Λακεδαιμόνος και Μεγαλουπόλεως. Και τον αρχίζουν στο τουφέκι. Αλλ’ ο δραπέτης, αντί να κρυφθή, ανεβαίνει σ’ ένα καταράχι και φωνάζει:

-Μωρέ μη χαλάτε άδικα τα βόλια σας! Δεν με πιάνετε μένα, έχετε γειά. Εγώ τώρα φεύγω από το Μωριά, πάω στην Πόλι, και δεν θα γυρίσω, κακομοίρηδες, παρά ή δεσπότης ή πασάς!- Αληθώς δε, τραβά πρώτα διά τη Ζάκυνθον, γυρίζει τα Επτάνησα και άλλα μέρη όπου πήγαιναν τότε όλοι οι καταδιωκόμενοι ή οι διψώντες δρόσον λευτεριάς άνδρες του Γένους κ’ έπειτα διευθύνεται εις την Βασιλεύουσαν. Εν Κωνσταντινουπόλει, φαίνεται διά την φρονιμάδα του, προχειρίζεται εις αρχιμανδρίτην, μυείται απ’ τον Παναγιώτην τον Αναγνωστόπουλον τα της Φιλικής, και αποστέλλεται ως αδελφός εις τας Ηγεμονίας, δια να κατηχήση κι’ άλλους. Έκτοτε, νέον στάδιον, το αληθινόν του στάδιον ανοίγεται δι’ αυτόν, βρίσκει πλέον τον δρόμον του, όπως θάλεγε ο φίλος μου ο Καρκαβίτσας, και ενθουσιωδέστατος, πυρώδης, φλογερός, ακράτητος, αρχίζει να σκορπίζη πανταχού τον σπόρον του κηρύγματος. Αλλά, ένα σαράκι τον έτρωγεν εν τούτοις. Ο Αναγνωστόπουλος, φοβούμενος τον ζωηρόν του χαρακτήρα, δεν του είχεν ξεμυστηρευθή καλά τα πράγματα, κι’ ο Παπαφλέσσας ήτον εν αγνοία των καθέκαστα της Εταιρίας. Τί να κάμη; Μιά και δυό, γυρίζει εις την Πόλι, παίρνει μίαν μαχαίραν κολοσσιαίαν αποκάτ’ από το ράσον του, καλεί τον Αναγνωστόπουλον, μπαίνουν σε μιά κάμαρα, κάθησε του λέει, κλείνει καλά την πόρτα, όξω το μαχαίρι. «Ή το μυστικό ή σε σφάζω και πάω και τα λέω ούλα στο Σουλτάνο!»- Ριπιτίδι ο Αναγνωστόπουλος! Κάθεται και του τα λέει όλα. Την άλλη μέρα, ο αρχιμανδρίτης, έμμορφος ανήρ, με μακροτάτην θαυμασίαν γενειάδα, εσυνείθιζε μόλις ηγείρετο του ύπνου να την πλένη με παχείαν άφθονον σαπουνάδαν, είχεν έναν υπηρέτην Τούρκον, ο τουρκαλάς δεν του κάνει καλά την σαπουνάδα, σηκόνει ο αρχιμανδρίτης το κανάτι, του ανοίγει το κεφάλι. Φεύγει ο Τούρκος υπηρέτης, πάει εις την Πόρταν, τός και τός, εδώ είναι ένας παπάς γραικός, έχει παράδες πολλούς, ζη σαν μπέης, δέχεται στο σπίτι του ένα σωρό κόσμο και κρυφοκουβεντιάζει, ξοδεύει αλύπητα, έχει και υπηρέτες Τούρκους, ήμουν και εγώ, και μου άνοιξε και το κεφάλι γιατί δεν του έκανα καλά τη σαπουνάδα. Βρέ αμάν! Ποιός είν’ αυτός;  Διατάσσει η Πόρτα να τον συλλάβουν. Αναστάτωσις εις τα Πατριαρχεία διότ’ η σύλληψή του διεκινδύνευε τα πάντα, κατορθώνουν να τον φυγαδεύσουν στο Αϊβαλί. Απ’ εκεί αναχωρεί, έρχεται στο Μωριά, αρχίζει να πλανάται, αυτοτιτλοφορείται έξαρχος του Πατριαρχείου, κατηχεί σατανικώς, επισπεύδει λυσσωδώς την έκρηξιν του Αγώνος, γίνεται κουνούπι των προκρίτων οίτινες διστάζουν και φοβίζει αυτούς επιτοσούτον ώστε κάμνουν διαβούλια να τον παραδώσουν εις τους Τούρκους ή να τον δολοφονήσουν. Τέλος, καταλήγει εις τον Άη-Λιά των Καλαμών, όπου συγκεντρωθέντων και πολλών καπεταναίων και ελθόντος και του Πετρόμπεη, κηρύττεται τη 23 Μαρτίου ο Αγών. Εκείθεν ανεβαίν’ εις Αρκαδίαν και Ανδρίτσαιναν, στρατολογών και εξεγείρων, φτάνει εις Καρύταιναν, εις Βέρβενα, εις Άργος και εμποδίζει την εκ της Βοστίτσας έλευσιν στρατού του Κεχαγιά. Αλλ’ εκεί, οι μετ’ αυτού δειλιάζουν και σκορπούν, μένει μονάχος τον πιάνει ως συνήθως το μπουρίνι, καίει τα παλάτια του Κιαμήλμπεη, κ’ ελθών, κλείνεται εις το φρούριον Άργους, όπου και συγκρούεται προς τους εχθρούς. Έπειτ’ μεταβαίν’ εις την Καρύταιναν, εκείθεν εκστρατεύει εις Δερβένια και εις Τρίκορφα, δεξιούται εν Δερβένοις μετά των λοιπών τον Υψηλάντην, παρίστατ’ εις την πτώσιν της Κορίνθου, παρευρίσκεται εις την εν Πιάδα πρώτην εθνικήν συνέλευσιν, και εκλέγεται γερουσιαστής. Κατά την μετ’ ολίγον εισβολήν του Δράμαλη λαμβάνει μέρος εις το εν Αχλαδοκάμπω πολεμοσυμβούλια,-δεν ηξεύρω αν εις τ’ Απομνημονεύματά του προσπαθή ο Γέρος του Μωριά να τον παραστήση ως προδότην και αυτόν, όπως τόσους άλλους κατά την περίστασιν αυτήν,-μάχετ’ εις Μαλανδρίναν, μάχετ’ εις Άγιον Σώστην, αριστεύει εις το Αγινόρι, κτυπά τ’ απομεινάρια των επιδρομέων εις την Περαχώραν. Μετατούτο, κατεβαίν’ εις την συνέλευσιν του Άστρους, γίνετ’ υπουργός των Εσωτερικών, και μένει ως τοιούτος αρκετόν καιρόν, οτέ μέν φίλος του Κολοκοτρώνη, οτέ δε των αντιθέτων του, θορυβοποιός και ευμετάβολος, φιλόδοξος και ταραχώδης, άλλοτε μέν γλεντοκοπών αχαλινώτως κι’ άλλοτε μοχθών και εργαζόμενος μεθ’ όλας τας δυνάμεις του, υπέρ πάν άλλο όμως την πατρίδα αγαπών. Ούτως ευρέθη τω 25, εν εισβολή του Ιμπραήμ, μέλος της υπό τον Κουντουριώτην κυβερνήσεως, έχων τα δύο υπουργεία Εσωτερικών και Αστυνομίας, σύντροφος δ’ επομένως με τους εναντίους του Ζαϊμη, Λόντου, Νικηταρά, Κολοκοτρώνη κ.λπ., οίτινες πολλούς τούτων είχαν εξορίσ’ ή φυλακίση και εδίωκαν πεισμόνως. Βλέπων όμως τ’ απειλούμενα κακά, προτείνει εις τους συγκυβερνώντας εν Ναυπλίω ν’ απολύσουν τους φυλακισμένους ν’ ανακαλέσουν τους εξορίστους, να δώσουν αμνηστείαν γενικώς και να κινήσουν όλοι κατά του εχθρού. Δεν εισακούεται. Έτσ’ είσθε, λέει και αυτός, πάω μοναχός μου! Παρουσιάζετ’ αμέσως στην Βουλήν, ζητεί την άδειαν και τα μέσα να στρατολογήση, κατορθόνει να γίνει αρχηγός, και δίδει όρκον πώς δεν θα γυρίση πλέον παρά ή νεκρός ή νικητής. Τραβά λοιπόν αμέσως για την Μεσσηνίαν, αρχινά συνεννοήσεις με πολλούς καπετανέους, λογαριάζει πώς θα συγκεντρώσει τ’ ολιγώτερον δέκα χιλιάδες άνδρας. Αλλ’ ο καιρός είνε πολύ δεινός, και άλλοι σκιάζονται, άλλοι δεν τον ακούουν, άλλοι τον φθονούν, και δεν μπορεί να σχηματίση παρά σώμα από δύο χιλιάδες μόνον, μεθ’ ού κινά και φθαν’ εις το Μανιάκι.-«Δείξτε μου, λέει, ποιο είνε το ψηλότερο βουνό. Θέλω να ιδώ το Μπραϊμη». Του το δείχνουν, ανεβαίνει, βλέπει το Νεόκαστρον πού ήταν ο εχθρός, χτίζει τρία ταμπούρια, πρόχειρα, κάκιστα κατασκευασθέντα, κλείνετ’ εις το πρώτον και κινδυνωδέστερον αυτός, εις το δεύτερον ο ανεψιός του Δ. Φλέσσας και άλλοι, εις το τρίτον ο Πιέρος ο Βοϊδής με τους Μανιάτες. Περιμένουν. Στις 19 Μαϊου-ωσάν χθές-ξεκινά ο Μπραϊμης κατεπάνω τους. Γεμιζ’ ο κάμπος, τα βουνά, η ράχες, η ραχούλες από στράτευμα μερμήγκι, ιππικόν και πυροβολικόν και πεζικόν, πλημμυρίδα αραπάδες που εσκέπασε την έκτασιν. Ο σώζων σωζέτω την εαυτού ψυχήν! Ποιος να βαστάξη, ποιος να μείνη, εμπρός εις το φρικώδες θέαμα; Και ξημερώνοντας η άλλη η ημέρα, η δεκαεννιά, κυττάζει γύρω ο αρχιμανδρίτης και τι βλέπει; Από τις δύο χιλιάδες οπού είχε δεν απέμεναν παρά κατ’ άλλους εξακόσιοι, κατ’ άλλους όμως τριακόσιοι μόνον. Τριακόσιοι! Πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία! Αλλά λοιπόν δεν ήσαν εις αυτό το ίδιο χώμα όπου πρό χιλιάδων ετών όλων τριακόσιοι πάλιν εσταμάτησαν τον Πέρσην; Δεν ήταν εις αυτό το ίδιον χώμα όπου πρό χιλιάδων ετών όλων ο σπαρτιάτης αρχηγός εχαίρετο διότι το πλήθος των βελών των αντιπάλων θα του εσκίαζεν τον ήλιον ενώ θα πολεμούσε, όπως τόρα ο μεσσήνιος αυτός παππάς χαίρεται διότι το πλήθος του εχθρού θα αναδείξη έτι μάλλον την ανδρείαν του; Δεν ήταν εις αυτό το ίδιον χώμα όπου πρό χιλιάδων ετών όλων οι πολεμισταί οίτινες ώρισαν οι ίδιοι εαυτούς να αποθάνουν υπέρ της πατρίδος των εχαιρέτιζαν τον ήλιον που ανέτελλε λουόμενοι και κτενιζόμενοι δια να δεχθούν ευπρεπείς τον θάνατον, απαράλλακτα όπως αυτοί σήμερον κτενίζουν τα μαλλιά των, διευθετούν τις φουστανέλλες των, ωσάν να επρόκειτο ν’ αρχίσουν του γάμου των τον χορόν; Θα έλεγες πως της Ελλάδος οι θεοί, θελήσαντες να αναστήσουν, μετά αιώνων νέκρωσιν, εις της ζής  το φώς και πάλιν την αγαπημένην γήν των, διέθεσαν επιταυτού τα πράγματα κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να φανή, με όλας της τάς συμφοράς τάς ανηκούστους, πώς ούτε μιά πέτρα κάν δεν άλλαξε! Τον τριγυρίζουν οι οπλαρχηγοί του, ο Κεφάλας, ο Παπαγιώργης, ο Βοϊδής. «Αρχηγέ, του λένε, τι θα κάμουμε; Μας φεύγουν. Δεν μας έμειναν παρά τριακόσιοι μόνον. Βλέπεις τι μελίσσι έρχεται. Δεν μας έχουν ζώση καλά ακόμη. Δεν φεύγεις κ’ ελόγου σου, να μη χαθής τόρα άδικα, να χρησιμεύσης εις άλλην περίστασιν καλλίτερα;». Αλλ’ ο αρχιμανδρίτης, βλοσυρός: «Τί λέει, τί λέει; Να φύγω; Όποιος θέλει άς φύγη! Ο δρόμος είνε ανοιχτός! Εγώ θα μείνω εδώ. Εδώ θα κοιμηθώ απόψε». Και πιάνων τα μακρά ωραία γένεια του: «Μου τα εντρόπιασες, Παπαγιώργη! Αυτά περίμενα από εσέ, Κεφάλα;». Και ο Μανιάτης ο Βοϊδής: «Μωρέ τί χάνετε τα λόγια σας; Αυτός είναι ακούνητος. Σηκώτε να πάμε στα ταμπούρια μας και όποιος μείνει ας ακούη των γυναικών τα μοιρολόγια!». Και το τουφεκίδι αρχινά, πρώτος τουφεκίζει τους αναβαίνοντας ο αρχιμανδρίτης, στηριζόμενος σε μια μικρή γκορτσούλα, που ανθίζει μέσα στο οχύρωμα, με τα χλωρά της φύλλα ωσάν στεφάνια επαν’ απ’ το κεφάλι του μεγάλου μάρτυρος. Και μετά το τουφέκι το σπαθί, και μετά το σπαθί το γιαταγάνι, και μετά το γιαταγάνι το χαρμπί, όλην την ημέραν, εννιά ώρες, σώμα προς σώμα και πνοήν προς πνοήν, ως που το αίμα τρέχει προς την παραλίαν ποταμός κατακόκκινος παφλάζων και σκεπάζει όλην την τριγύρω γην ως πορφυρούν ευρύτατον χαλί από κρεουργημένες σάρκες! Καί τότε,-μόνον τότε-, ανεβαίνει ο Μπραϊμης, και ζητεί ανάμεσα στά τόσα, τόσα πτώματα να του βρούν τον αρχιμανδρίτην, και διατάσσει να τον στήσουν όρθιον ωσάν ζώντα, και πλησιάζει, και τον βλέπει σιωπηλός, πολύ, πολύ, και τέλος τον φιλεί, ως λέγεται στο στόμα. Οι ιστορικοί, το τελευταίον τούτο, το διαψεύδουν. Ο λαός το βεβαιοί. Οι ιστορικοί είνε γεγέδες. Πρέπει να πιστεύσωμεν τον λαόν. Αλλ’ είτε τον εφίλησ’ είτε όχι, ωσάν σήμερ’ ακριβώς, κύριοι-κύριοι Αθηναίοι, ωσάν σήμερ’ ακριβώς, κύριοι-κύριοι Έλληνες, έγιναν αυτά οπού ακούτε, ωσάν σήμερ’ ακριβώς, αυτός ο Καλόγερος, αυτός ο Παλαβός, αυτός ο Ήρως, εσκοτώθη κατά τον τρόπον τούτον τον ασύγκριτον, για να σας δώση, ποληάνθρωποι, πατρίδα, οπού μετά εξήντα μόλις χρόνια να την κάμετε να γίνη παίγνιο των εθνών, να την ωθήσετ’ εις το χείλος της αβύσσου να την αναγκάσετε να τρέχη να φιλή ποδιές κατουρημένες για να βρή ένα κουπόνι! Και εις την γήν αυτήν οπού επότισε το αίμα του, και εις το χώμα τούτο οπού έφαγε την σάρκα του, και εις την χώραν τούτην οπού ελευθέρωσε, όχι μόνον ένα έρημο λιθάρι δεν ευρέθη για να δείχνη το μέρος οπού έπεσε, όχι μόνον λίγο μάρμαρο εχάθη για να σώση την μορφήν του, αλλά ούτε την ημέραν ακόμη, την ημέραν του θανάτου του, υπάρχει γεννητή ψυχή εις την Ελλάδα να την ξεύρη και να την εορτάζει, χύνοντας ένα δάκρυ για χατήρι του! Αλλά δεν θα λεχθή, όχι, ότι μεταξύ των υιών της σημερινής Ελλάδος, δεν ευρίσκεται ούτε ένας κάν οπού να θυματ’ εκείνους, οίτινες εχάθησαν διά να την ιδρύσουν! Και δι’ αυτό θενά μού επιτρέψετε ελπίζω να σας στείλω ένα μικρόν διήγημα, εις το οποίον επεχείρησ’ άλλοτε, ακολουθών την λαϊκήν παράδοσιν, κατά το μέτρον των ασθενεστάτων μου δυνάμεων, να αναπαραστήσω την ηρωϊκήν σκηνήν του Μανιακιού. Το είχα δώσει πέρσι εις τον «Παρνασσόν», όπου και εδημοσιεύθη. Και μετ’ ολίγον οι συνάδελφοι του «Άστεως», το αναδημοσίευσαν κι’ αυτοί, προσθέτοντες ότι του ήξιζε όσον το δυνατόν μεγαλητέρα δημοσιότης. Αλλά και εκεί κ’ εδώ δεν το επεθεώρησα τυπούμενον, κ’ εβγήκε πλήρες από λάθη, αλλοιούντα εις πολλά μέρη την έννοιαν. Αν συμμερίζεσθε και σείς την γνώμην των συναδέλφων, δεν θα ευρήτε ίσως άκαιρον την ιδέαν οπού έσχον του να σας το στείλω διά να το δημοσιεύσετε και πάλιν επί τη επετείω ταύτη του θανάτου του Παπαφλέσσα. Και θα του ευρήτε ίσως κάποιαν γωνίαν για να το βάλετε, αν όχι άλλο, ως ανάξιον κάν αλλ’ από θερμήν αγάπην προερχόμενον φόβον σεβασμού προς  την σημερινήν ημέραν, ως ελάχιστον, ωστόσο τρισελάχιστον μνημόσυνον εις την Δόξαν την Αθάνατον του Ήρωος.

Μιχαήλ  Μητσάκης, Ακρόπολις (20.5.1893), σσ. 1-2

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ- ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ-ΠΟΙΗΣΗ, ΤΌΜΟΣ Β΄, σελίδες 464-471. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΝΟΛΗΣ Γ. ΣΕΡΓΗΣ. Γενικός φιλολογικός επόπτης: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εκδόσεις Νεοελληνική Βιβλιοθήκη. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, Οκτώβριος 2007, Νούμερο 48, σελίδες 784, τιμή 32,86 ευρώ.

           Ο  ΚΑΗΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

     Δεν έχω σκοπό με τη μελέτη αυτή ν’ αξιολογήσω το έργο του Μητσάκη, ένα περισσότερο που οι λογής αφορισμοί και διαγραφές ήταν ξένες προς το πνεύμα του. Ωστόσο, σήμερα, που αντιμετωπίζουμε τα έργα του περασμένου αιώνα από κάποιαν απόσταση υπεροψίας, αποτέλεσμα ίσως του θλιβερού προνομίου μας, θέλω να πω τους άγχους, πού δεν μας επιτρέπει ν’ αναλύσουμε μήτε την πίκρα μας, είναι αρκετά παρήγορο να βρίσκουμε σ’ αυτά τα έργα, έστω εμβρυακά, τα σχήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, που διαμορφώθηκε τελικά σαν ένας «ποιητικός ρεαλισμός» (22).

        Ως πού φτάνει ο ρεαλισμός του Μητσάκη;

     Τονίστηκε, αρκετά, πιστεύω, μέχρι τώρα πώς ο Μητσάκης βλέπει την πραγματικότητα κι αυτήν απεικονίζει στο έργο του. Δε θα ήταν ίσως υπερβολή να πούμε πώς κανένας σύγχρονός του δεν την έδωσε μ’ ένα τέτοιο τρόπο. Πίνακες απ’ την πραγματικότητα, και μάλιστα την αθηναϊκή, τη σύγχρονη του Μητσάκη, βλέπει κανείς και στο έργο του Παπαδιαμάντη, που με τον τρόπο του είναι και εκείνος ρεαλιστής. Το στοιχείο όμως που προέχει στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη, και συνιστά την ουσία του, είναι το όνειρο. Ο καίριος λόγος του Μητσάκη, που σημειώσαμε λίγο παραπάνω, όταν μεταφερθεί στην περιοχή του Παπαδιαμάντη, ορίζει πώς η πραγματικότητα δεν είναι παρά η αφορμή του ονείρου του.

     Στο Μητσάκη συμβαίνει το αντίθετο: η πραγματικότητα αποτελεί την ουσία του έργου του, πού για να το κατανοήσει κανείς ολοκληρωτικά, πρέπει να έχει την εποπτεία της, όπως την είχε ο ίδιος. Αυτό, άς μη θεωρηθεί μονάχα το αποτέλεσμα της δημοσιογραφικής του ιδιότητας. Ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλαβαίνει, πώς τα στοιχεία πού συνθέτουν μιάν εποχή, δεν καταναλίσκονται κιόλα μέσα σ’ αυτήν, μά συνεχίζουν να υπάρχουν και στις κατοπινές εποχές, όπως υπήρχαν με τον ίδιο τρόπο και στις προηγούμενες.

     Απ’ την άλλη, μιά τέτοια θεώρηση της πραγματικότητας, συνιστά τη μέθεξη του υποκειμένου σε μιάν αγωνιστική προσπάθεια για την ανύψωση της πραγματικότητας αυτής εκεί πού ο σωστός της προορισμός θα της έδινε το περιεχόμενο που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η εποχή εκείνη στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν από βαρύ πλέγμα αντιφάσεων, που έκλεινε σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Ας μη ξεχνούμε το «βρακάν με το ψηλό καπέλλο». Αυτό δεν ήταν μόνο εξωτερικό σύμπτωμα. Το  νεαρό κράτος ήταν ακόμα ανέτοιμο ν’ αφομοιώσει την Ευρώπη. Η Ελλάδα ωστόσο φαινόταν σαν να ξέχασε τις πηγές της, και για να ξεδιψάσει παράδερνε μέσα στα ξεροπόταμα της ευρωπαϊκής μίμησης.

     Η Ευρώπη εισορμούσε στη ζωή της ανεμπόδιστη. Και βέβαια, όχι η Ευρώπη της σύνεσης και της περίσκεψης, αλλά μια Ευρώπη επιφανειακή, χωρίς έρεισμα. Κάτω όμως απ’ την επιδερμίδα αυτή, η εθνική ελληνική ζωή συνεχιζόταν, σε μιάν απεγνωσμένη προσπάθεια να συνδέσει την αποκομμένη παράδοση, ακόμα και μέσα στην αδέξια Αθήνα. Και εδώ ακριβώς, ο ευρωπαίος (23) Μητσάκης, σ’ αυτό το αναπόφευκτο σημείο της σύγκρουσης, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και την εκφράζει καλλιτεχνικά, που σημαίνει βαθύτερα και ουσιαστικότερα, ή διαφορετικά, «φιλοσοφώτερον». Καινούριο στοιχείο στη νεοελληνική γραμματεία.

     Η καταξίωση εκείνων που οι περισσότεροι («ο διαβασμένος όχλος» (24)) θεωρούσαν ανάξια ν’ αποτελέσουν θέματα για την τέχνη, ειδικότερα για τη λογοτεχνία, αφού βρισκόταν έξω απ’ την περιοχή του ρομαντικού και του αρχαϊστικού ιδανικού, μπορεί να σημαίνει πολλά ή λίγα πράγματα, έχει όμως αναμφισβήτητα τούτο το θετικό: ήταν η απαρχή για ένα ουσιαστικότερο περιεχόμενο στα έργα της λογοτεχνίας, πού μέχρι τότε καταδυναστεύονταν από μιά «κενοφανή» λογοκοπία. Ίσως αντιτείνει κάποιος πως η πραγματικότητα είναι γιομάτη ασκήμια και λάσπη, και συχνά δίνει αφορμή για απομόνωση, άρνηση και φυγή. Μπορεί. Υπάρχει ανάλογη παράδοση στη λογοτεχνία μας. Δίνει όμως αφορμή για δημιουργία, προκοπή και συμπάθεια, όταν κανείς προσανατολιστεί στο φώς που αναδίνει η ποίηση των πραγμάτων. Στην εκλογή της αφορμής κρίνεται και δοκιμάζεται η ηθική της λογοτεχνίας. Από την άποψη αυτή-για να σταθούμε σ’ ένα ενδεικτικό παράδειγμα-είναι χαρακτηριστική η επιμονή του Παπαδιαμάντη να ζήσει και να δημιουργήσει μέσα στην Αθήνα, μέσα στον κόσμο, μέσα, τέλος, στην πραγματικότητα, μ’ όλη τη λάσπη της και την ασκήμια.

     Σ’ ένα τέτοιο πραγματιστικό λογοτεχνικό έργο, που εξυπηρετεί σκοπούς κοινωνικούς, ο δημιουργός ανακαλύπτει τα στοιχεία που συνιστούν την κοινωνικήν υπόσταση του ατόμου, τα συνθέτει-με τη δύναμη που του χάρισε η φύση-και διεισδύει μ’ αυτά ως τις αιτίες που προξενούν τη δημιουργία των κοινωνικών καταστάσεων, πέρα απ’ το να έχει το έργο αυτό κοινωνιολογικό χαρακτήρα. Έτσι και το ρεαλιστικό έργο του Μητσάκη είναι απόρροια μιάς τέτοιας διαδικασίας.

     Ένα λογοτεχνικό έργο, ωστόσο, είναι φυσικό να μη σταματά εδώ. Είναι σωστός βέβαια ο λόγος πώς «κάθε κείμενο είναι στο βάθος του παιδευτικό», πρέπει όμως να προσδιοριστεί αυτό το βάθος. Η αισθητική αξία ενός έργου τέχνης είναι βέβαια η πρώτη, το βάθος όμως ενός έργου δεν πρέπει να ‘ναι άλλο απ’ αυτό που λέμε πατρίδα, και πού εδώ στην Ελλάδα ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Έτσι, κάθε σημαντικό έργο τέχνης, είναι στο βάθος του πατριωτικό. Στην εποχή του Μητσάκη η Ελλάδα ζητούσε απ’ τους φορείς του πολιτισμού της το πνευματικό της πρόσωπο, προπαντός απ’ τους λογοτέχνες, γιατί η λογοτεχνία είναι η συνισταμένη των πολιτιστικών εκδηλώσεων ενός λαού. Κι αν η έκφρασή της έπαιρνε διάφορες μορφές, η ουσία κάτω από την επιδερμίδα ήταν η ίδια. Γιά μιάν ακόμα φορά, ο Πρωτέας ζητούσε το καταστάλαγμα σ’ ένα σχήμα, και ο Μητσάκης ήταν από εκείνους πού δεν κώφευαν στην κλήση εκείνη. Όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Μακρυγιάννης κι ο Παπαδιαμάντης, έτσι κι ο Μητσάκης έκλεισε με τον τρόπο του μέσα στο έργο του την Ελλάδα. Πέρ’ απ’ όλα, όσα αναφέραμε ως τώρα, φτάνει εκείνο το «ιστορικό ποίημα» του (εννοώ το διήγημα Το Φίλημα) για να δείξει πεντακάθαρα το βάθος του έργου του Μητσάκη.

Σημειώσεις:

22. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της σύγχρονης ποίησης είναι πώς χρησιμοποιεί στοιχεία κοινωνικά, πράγμα που λείπει ολοκληρωτικά ή σχεδόν από την παλιότερη. Η σημερινή δημιουργία φαίνεται σ’ ν’ ανακαλύπτει την ποίηση των πραγμάτων, κι έτσι δεν αποστρέφει το πρόσωπο από την πραγματικότητα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής ποίησης, που την διατηρεί αγέραστη.

23. Θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να προσδιορίζονται οι ευρωπαϊκές καταβολές στο έργο του Μητσάκη. Αν εξαιρέσουμε δυό τρία ονόματα, οι υπόλοιποι συγγραφείς της εποχής εκείνης μεταφέρουν στην ελληνική πνευματική ζωή τον αλλοιωμένο αντίλαλο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μ’ ένα πνεύμα ξιπασμένου επαρχιωτισμού: θεωρούν ίσως υποτιμητικό για την ιδιότητά τους να μοιάσουν με τον εαυτό τους.

24. «Τότε αρχίζει να διηγείται στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο-μέρος του έργου-στους ξωμάχους και στους λιγοστούς (γιατί δεν είναι η Τέχνη για το «διαβασμένον όχλο» αλλά για τους λίγους και για τη Φυλή, για τη Φιλία και την Ανθρωπότητα)…» (Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος Γ΄, Αθήνα, 1947, σ. 74).

ΚΩΣΤΑΣ  ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ ή το πρόβλημα της έκφρασης, εκδόσεις Κέδρος 1979, κεφάλαιο ΙΙΙ, σελίδες 33-36.

Σημειώσεις:

           ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ του Μιχαήλ Μητσάκη, είναι ένα από τα γνωστότερα και πλέον αγαπημένα αφηγήματά του. Το αναγνωστικό κοινό το πρόσεξε ιδιαιτέρως, όπως και τον «Αυτόχειρά» του. Συνηθίζεται να το επιλέγουν οι γραμματολόγοι, οι κατά καιρούς ανθολόγοι των πεζών του, καθώς και διάφοροι ιστοριοδίφες που μελετούν και γράφουν για την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας. Το Φίλημα, βρίσκεται επίσης και στην προτίμηση των ανθολόγων που επιμελούνται και εκδίδουν ανθολογίες έργων ελλήνων παλαιότερων πεζογράφων. Έχει συμπεριληφθεί και σε εκπαιδευτικά βιβλία.  Να αναφέρουμε ενδεικτικά, τρείς τίτλους απαραίτητων βιβλίων που μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το οσάνω αφήγημα του πρωτοπόρου στην εποχή του και πρωτοποριακού ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο Μιχαήλ Μητσάκη. Το «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ-ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ», εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Μιχάλης Περάνθης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον «ΕΣΤΙΑΣ». Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ, Αθήνα 1956, σελίδες 388-390, στο «ΜΕΡΟΣ Η΄: ΔΙΑΦΟΡΑ». Τον Α΄ τόμο «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ-ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ» Φιλολογική επιμέλεια Μανόλης Γ. Σέργης, εκδόσεις Νεοελληνική Βιβλιοθήκη Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2006, σελίδες 340-342. Στο κεφάλαιο «Αθηναιογραφήματα». Φιλολογικός επόπτης της σειράς ήταν ο πειραιώτης πανεπιστημιακός Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Και τον πολυσέλιδο τόμο της σειράς, νούμερο 11 των εκδόσεων Νεφέλη, Αθήνα 1988, «Η πεζογραφική μας παράδοση», «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ-Πεζογραφήματα», σελίδες 190-193. Σύμβουλος έκδοσης ήταν ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Μαζί με τα 21 ακόμα πεζογραφήματά του, περιλαμβάνεται στην έκδοση και το άρθρο του Δημήτρη Π. Ταγκόπουλου, Ιούλιος 1920, για τον τραγικό συγγραφέα. «ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗ» (Α΄ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.-Β΄ Η ΣΙΛΟΥΕΤΤΑ ΤΟΥ), σελ.293-309. Το Φίλημα μάλλον, δεν ευτύχησε μιας περισσότερο προσεγμένης και επιμελημένης αυτόνομης έκδοσης-ίσως εξαιτίας του ολιγοσέλιδού του-το έχω συναντήσει μία ακόμα φορά να κυκλοφορεί «μοναχικό» χωρίς σχόλια σε μικρή περιστασιακή έκδοση. Αντίθετα ο «ΑΥΤΟΧΕΙΡ» του, επιλέχθηκε στην σειρά «Ασυνήθιστες ιστορίες» νούμερο 2, των εκδόσεων στιγμή-Αθήνα 1987, σε επιλογή και επιμέλεια του πεζογράφου Ε. Χ. Γονατά. Και στην επανακυκλοφορία του, από τις εκδόσεις Ιστός-Αθήνα 1996, «Μιχαήλ Μητσάκης-Αυτόχειρ» σε έρευνα της Δέσποινας Δρακοπούλου και φιλολογική επιμέλεια του εκδότη Μανόλη Σαββίδη. (Βιογραφικό Σημείωμα: Δ. Δρακοπούλου-Μ. Σαββίδης.-Βιβλιογραφικό Σημείωμα: Δ. Δρακοπούλου.-Σημείωμα του Εκδότη, Μ. Σαββίδη). Να προσθέσω δύο ακόμα αυτόνομες προσεγμένες εκδόσεις έργων του, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Σ. Πατάκη, Αθήνα 2004  στη σειρά «Επί τα ίχνη» νούμερο 2 και 4, που έχω υπόψη μου. ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ: «Παρά τοίς δούλοις- Τα Ιωάννινα» και «Εις τον οίκον των τρελλών». Σε εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα.

      Άκουσα για πρώτη φορά τη λαϊκή αυτή δοξασία, το ηρωικό περιστατικό του 1821,Το ΦΙΛΗΜΑ, στην παιδική ηλικία, στο Δημοτικό Σχολείο από σοφά χείλη δασκάλου σε επετειακή σχολική εορτή, τότε που ντυμένοι τσολιαδάκια παιανίζαμε μπλε χάρτινα ή πλαστικά σημαιάκια με χαρά και συγκίνηση πάνω στην ξύλινη εξέδρα.  Παιανίζοντας την γαλανόλευκη (τότε χρησιμοποιούσαμε παράλληλα και της θαλάσσης και της ξηράς το «ιερό πανί,/το γαλανό και τ’ άσπρο»)  ενώ πίσω μας, πρόβαλλαν σε παράταξη οι δαφνοστεφανωμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των ηρώων της επανάστασης του 1821. Και εμείς, οι μπόμπιρες, ντυμένοι ανάλογα, είτε με κοντά παντελονάκια και άσπρο πουκαμισάκι, ή τσολιαδάκια, να απαγγέλλουμε με υπερηφάνεια και φοβισμένα, με παιδικό στόμφο, κορδωμένα γαλόπουλα, (αφού κάτω από την εξέδρα υπήρχαν δεκάδες γνωστά και άγνωστά μας μάτια να μας παρακολουθούν με αγωνία, χέρια συγγενικά, έτοιμα να μας χειροκροτήσουν ή να χειροδικήσουν, ανάλογα, αν δεν απαγγέλαμε σωστά ή ξεχνούσαμε τα κείμενα ή μπερδεύαμε τα λόγια), καθώς ερχόμασταν σε επαφή με κείμενα ελλήνων παλαιών ποιητών που γράφτηκαν για την εθνική παλιγγενεσία. Ποιητών που πρώτη φορά ακούγαμε το όνομά τους. Διαβάζαμε την «παράξενη» γλώσσα τους, θαυμάζαμε τα εξαιρετικά σχέδια, τις ονειρικές ξυλογραφίες, που κοσμούσαν παλαιότερα τα σχολικά βιβλία. Ερχόμασταν σε επαφή με αποσπάσματα κειμένων άγνωστών μας ελλήνων πεζογράφων και ποιητών. Όταν μας τα δίδασκαν στο σχολικό μας περιβάλλον ή μας τα επέλεγαν να τα παρουσιάσουμε,-τότε-στην Ποντιακή Στέγη Νίκαιας-που συνηθίζονταν στις μεγάλες αίθουσές της να πραγματοποιούν τις επετειακές τους και άλλες εκδηλώσεις τα διάφορα Σχολεία της περιοχής. Μήνες πριν την 25η Μαρτίου ή την 28η Οκτωβρίου αντίστοιχα, αντιγράφαμε τα ποιήματα και τα κείμενα που μας επέλεγαν οι δάσκαλοί μας. «Αγκομαχούσαμε» με ικανοποίηση να τα μάθουμε απέξω, σε μια υποφερτή παιδική ορθοφωνία, σωστή απαγγελία τα πεζά ή τα ποιήματα (μακροσκελή ορισμένες φορές) μέσα στην σχολική αίθουσα ή στο σπίτι. Μάλιστα, μας βαθμολογούσαν για την επίδοσή μας. Ήταν μια μορφή σχολικής άσκησης και επιβράβευσης. Δεν μπορώ να γράψω με βεβαιότητα αν κατανοούσαμε και σε ποιο βαθμό, σε αυτήν την παιδική ηλικία το νόημα, το βαθύτερο νόημα των κειμένων και ποιημάτων που απαγγέλαμε, με τις άγνωστες μας λέξεις που ερχόμασταν για πρώτη φορά σε επαφή, μπορώ να σημειώσω όμως με βεβαιότητα, ότι νιώθαμε χαρά, συγκίνηση, υπερηφάνεια, τιμή για τις στιγμές αυτές, που μας επέλεξαν να ανεβούμε πάνω στην εξέδρα. Και την ανάλογη αγωνία μέχρι να κατέβουμε από αυτήν.  Ίσως ο τίτλος του αφηγήματος του Μιχαήλ Μητσάκη να έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στην παιδική μας φαντασία, από τον ίδιο τον θάνατο του  αρχιμανδρίτη ήρωα. Τον Γρηγόριο Δικαίο, τον γνωστός μας Παπαφλέσσα. Την ηρωική του μορφή ζωσμένη με τα φισεκλίκια βλέπαμε καθημερινά να κρέμεται στους τοίχους των σχολικών μας αιθουσών, μαζί με άλλες ηρωικές μορφές του αγώνα. Κύριος είδε τι κέντριζε την περιέργειά μας σε αυτό το πεζό και όλοι οι μικροί συμμαθητές ζηλεύαμε αυτόν που το μάθαινε απέξω. Το επετειακό αυτό παιδικό επεισόδιο επικαλύφτηκε από άλλα, των  κατοπινών χρόνων της ζωής. Διαβάσματα και εφηβικές μνήμες. Ο Αθηναιογράφος πεζογράφος ήρθε και πάλι στη επιφάνεια της μνήμης μου, όταν είδα τον πίνακα του ζωγράφου Ανδρέα Γεωργιάδη, που απεικόνιζε το περιστατικό. Η ηρωική φυσιογνωμία του Παπαφλέσσα εμπεδώθηκε στην συνείδησή μας και με την γνωστή ελληνική ταινία, που τον ήρωα υποδύονταν ο πειραιώτης ηθοποιός Δημήτρης Παπαμιχαήλ και βασίζονταν στο έργο του Σπύρου Μελά, «ματωμένα ράσα». Στα μεταγενέστερα χρόνια ξεφυλλίζοντας παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, ασχολούμενος συστηματικά πλέον με τα ελληνικά γράμματα, διάβασα σε τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» τεύχος 382/1-5-1943, σελ. 560-562, το αφήγημα του Μητσάκη «Το Περιβολάκι» ένα αφήγημα που αναφέρονταν στον Τινάνειο Κήπο του Πειραιά, στο πλάι του ιερού ναού του αγίου Σπυρίδωνα. Ένα υπαίθριο στέκι αναψυχής και σημείο συνάντησης των Πειραιωτών. "Το Περιβολάκι» με μάγεψε από τότε που το ανακάλυψα, το χρησιμοποίησα μάλιστα σε ανθολόγιο κειμένων για τον Πειραιά που κυκλοφόρησα. Την Πειραϊκή Ανθρωπογεωγραφία. Έσπευσα να αγοράσω τον τόμο με τα «Άπαντά» του που βρήκα στο εμπόριο, τα οποία είχε επιμεληθεί ο Μιχάλης Περάνθης, όπως σημείωσα παρά πάνω. Άλλοι τίτλοι με έργα του συμπλήρωσαν και εμπλούτισαν το ενδιαφέρον μου για τον σπουδαίο αυτόν πεζογράφο. Απολάμβανα τα κείμενά του, ευχαριστιόμουν το ταξίδι στην γλώσσα του και εικονοποιία του, θλιβόμουν για το δραματικό τέλος του, συγκέντρωνα αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών που έγραφαν για την ατομική του περιπέτεια και την συμβολή του στα ελληνικά γράμματα. Χωρίς να έχω πρόθεση να συντάξω μια βιβλιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη, άλλωστε οι δύο τόμοι των Απάντων του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, μας δίνουν ανάλογες πληροφορίες, ενδεικτικά σημειώνω ορισμένα από τα άρθρα που γράφτηκαν για τον συγγραφέα. Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, «Περιήγηση ενός αυτόχειρα» (1) και (2), εφ. Το Βήμα 5/6/ και 26/6/1988. Δέσποινα Δρακοπούλου, «Μιχαήλ Μητσάκης», περ. Μολυβδοκονδυλοπελεκητής τχ. 1/1989. Και στο ίδιο περιοδικό τχ. 7/2000, την μελέτη του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, «Η νεοτερικότητα του ερειπίου λογοτεχνικές κατασκευές του παρελθόντος σε κείμενα του Καβάφη, του Μητσάκη και του Παπαδιαμάντη". Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Εις Αθηναίος πεζογράφος της σήμερον", εφ. Η Αυγή 18/3/1990. Λίζυ Τσιριμώκου, «Το φάσμα της αυτοχειρίας», περ. Αντί τχ. 632/11-4-1997. Γιάννης Παπακώστας, «Ένα αθησαύριστο κείμενο του Μιχαήλ Μητσάκη», εφ. Η Καθημερινή 15/10/2002. Δημήτρης Ν. Πλουμπίδης, «Η Γαλλική ποίηση του Μιχαήλ Μητσάκη. Λογοτεχνική Δημιουργία και τρέλα», περ. Ο Πολίτης τχ. 121/4,2004. Τα άρθρα για τον Μητσάκη των συμμετεχόντων στο περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 90/12,1989. Γεωργία Γκότση, «Ο αναρχικός και οι αρχοντοχωριάτες της σκέψεως». Ο Μιχαήλ Μητσάκης και το γλωσσικό ζήτημα.  περ. Κονδυλοφόρος τχ. 5/2006. Πλούσια είναι και οι βιβλιοκρισίες που έχουν δημοσιευθεί για εκδόσεις και επανακυκλοφορίες βιβλίων του. Βλέπε: Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή 12/1/1997, «Τα αντιφατικά μας αισθήματα απέναντι στο διήγημα» και 19/1/1997, «Η ειρωνεία του αυτόχειρα». Του Κωστή Παπαγιώργη στο περιοδικό Αθηνόραμα τχ. 1201/15-10-1999, της Κατερίνας Κωστίου στην εφ. Το Βήμα 10/8/1997, «Η ύβρις της αυτοχειρίας». Του Μίμη Σουλιώτη στην ίδια εφημερίδα 19/1/1997, «Ας μην ενοχληθεί κανείς» κ. ά. Να θυμίσουμε ότι η Θεατρική Ομάδα «ΔΙΜΙΤΟΣ» παρουσίασε στο ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Άδειος χώρος, την παράσταση 28/12/1998 για 10 μέρες, «Αθηναϊκαί Σελίδες» του Μιχαήλ Μητσάκη. Σε σκηνοθεσία και μουσική Σωτηρίας Κολόζου και επιλογή και δραματουργική επεξεργασία κειμένων του Δημήτρη Τσατσούλη. Τέλος, οι εκδόσεις Κέδρος-Αθήνα 1979, κυκλοφόρησαν το μελέτημα του ποιητή Κώστα Χωρεάνθη, «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ ή το πρόβλημα της έκφρασης», σελίδες 64, δραχμές 250. Από το ωραίο αυτό μελέτημα του Χιώτη ποιητή και δοκιμιογράφου, αντιγράφω το ΙΙΙ κεφάλαιό του, σαν «εισαγωγή» στο Φίλημα. Τα περιεχόμενα του βιβλίου περιλαμβάνουν: (Προλογικό Σημείωμα), σ.7. (Εισαγωγή), σ.9. Ι. Το Γλωσσικό ζήτημα, σ.11. ΙΙ. Το Έργο του, σ. 17. ΙΙΙ. «Ο Καημός της Ρωμιοσύνης», σ. 33. IV. «Το πρόβλημα της έκφρασης», σ. 36. V. Ο Κριτικός, σ. 43. Σημειώσεις, σ. 51.

     Το τρυφερό, λυρικό και εθνικοπατριωτικών εικόνων και στιγμών μικρό πεζό του Μεγαρέως συγγραφέως και δημοσιογράφου, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παρνασσός», τόμος ΙΔ΄ φυλλάδιον 9 Μάιος 1892, έκτοτε, συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα άλλα 30 πάνω κάτω Αθηναιογραφήματά του που διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση. Η γραφή του Μιχαήλ Μητσάκη είναι εξαιρετική, ο διηγηματογράφος διαθέτει θαυμάσιο ύφος, στρωτό, γλώσσα πλούσια, ρέουσα, μουσικά τονισμένη, λεξιλόγιο ευρείας ποικιλίας, εθνικού, πατριωτικού, ιστορικού φορτίου μηνύματα. Λέξεις πρωτότυπες που δεν μιλιούνται από το μεγάλο κοινό της εποχής του, άγνωστες ακόμα και στους αναγνώστες των εντύπων της εποχής του που δημοσιεύει. Εικόνες θεσπέσιες, βασισμένες στην ιστορική παράδοση του έθνους, στις ηρωικές αγωνιστικές του στιγμές, στις αιματηρές θυσίες των ελλήνων την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας. Παρατηρήσεις εύστοχες, δημοσιογραφικές προτροπές ενός αγνού και άδολου πατριώτη. Αναγνωρίζουμε επίσης, μια μορφή καλοπροαίρετου «διδακτισμού», μια γραφή φρονηματισμού για τους νεότερους, τις ελληνικές οικογένειες θα γράφαμε καλύτερα. Τα πεζά του κινούνται μέσα σε ένα πλέγμα ιστορικών και κοινωνικών αναφορών, κοντινών του οικείων συμβάντων, παιδείας της εποχής του. Οι απόγονοι εκείνων ζούν και κινούνται ακόμα ανάμεσά τους. Κείμενα γραμμένα στην ατμόσφαιρα του κλίματος της πεζογραφικής, ποιητικής και θεατρικής μας παλαιάς παράδοσης.Τα πεζά του Μιχαήλ Μητσάκη μας συγκινούν από τις πρώτες τους γραμμές, από την στιγμή που θα πιάσουμε τα βιβλία του στα χέρια μας και θα αρχίσουμε να τα διαβάζουμε. Αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ κάτι συμβαίνει, υπάρχει ένα πλούσιο υπέδαφος πεζογραφικής μαγείας Η γλώσσα του, οι λέξεις του, οι εικόνες του, οι συμβολισμοί του, οι αναγωγές του, οι παρομοιώσεις του, η διαχείριση του ιστορικού υλικού που δανείζεται για το θέμα του. Το πώς χειρίζεται, το υλικό αυτό, πως το επεξεργάζεται και προς τα πού το ωθεί. Ποια δραματικά γεγονότα επιλέγει να φωτίσει, από ποια γωνία τα ερμηνεύει και τι βάρος παίρνουν μέσα στον καθόλου αφηγηματικό του οραματισμό. Τι αγγίζει την ψυχή και την συνείδησή του. Ποια μέθοδο χρησιμοποιεί για να δικαιώσει στην συνείδηση των αναγνωστών του τα πρόσωπα που εξετάζει, σκιαγραφεί την προσωπικότητά τους, τον χαρακτήρα τους. Μας τα παρουσιάζει. Όχι όπως η Ιστορία το απαιτεί αλλά όπως η Μυθοπλασία το επιβάλει. Το διασώζει και προτείνει στις σελίδες της. Τα ιστορικά πεζά του, αν δεν λαθεύω αναγνωστικά, μοιάζουν με τα απομνημονεύματα των αγωνιστών. Όπως μας τα διέσωσαν ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Φωτάκος, ο Ιωάννης Βλαχογιάννης. Δεν είναι πεποιημένα, δεν εκλεπτύνονται οι πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες και αντιδράσεις των προσώπων, δεν χτενίζονται οι επιλογές τους για να αυξήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να μην αμαυρωθεί η εικόνα και τελική προσφορά τους, να μας γίνουν αρεστά χωρίς "σκοτεινές κόχες". Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Ιμπραήμ πασάς, ο Κιουταχής, ο Λάμπρος Κατσώνης, ο ανδριάντας του πρώτου Κυβερνήτη, ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄, ο Γεώργιος Φραντζής παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας ατόφιοι, γήινοι, με τις ανθρώπινες αδυναμίες και αρετές τους. Η δεξιά του Κριεζώτου. Ο Κωστής Παλαμάς και το βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη, ο Γεράσιμος Μαρκοράς και ο Ερνέστος Ρενάν, τα «Αγροτικά» του Κώστα Κρυστάλλη, και το Γλωσσικό μας ζήτημα, είναι η φιλολογική του πλευρά. Τα πάντα ενδιαφέρουν και αφορούν τον δημοσιογράφο, ποιητή, πεζογράφο, λημματογράφο, αθηναιογράφο Μιχαήλ Μητσάκη. Φιλολογικά Σημειώματα, Σατιρικά Στιχουργήματα, Άρθρα σε εφημερίδες και εγκυκλοπαίδειες, δημοσιεύματα σε περιοδικά. Ταξιδιωτικές σημειώσεις και Εντυπώσεις, από διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας. Εικόνες και Σκηνές Βίου των Αθηναίων, κοινωνικά περιστατικά και σταθερές παθογένειες των Ελλήνων που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον, δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Κοιτάζει να τα προβάλει στα έντυπα που γράφει, να τα σατιρίσει-ίσως όχι με την σπιρτάδα ενός Γεωργίου Σουρή ή ενός Εμμανουήλ Ροϊδη, σίγουρα πάντως με πολιτικό στόχο και αιχμηρό κεντρί. Η γραφή του κυλάει αβίαστα, οι εικόνες του διαδέχονται η μία την άλλη με άνεση, σοφή παράταξη, τρόπο ομαλό. Οι σκηνές του δεν έχουν απότομες εναλλαγές, δεν κραυγάζουν αυτόνομες, ξέχωρες η μία από την άλλη, δεν επικαλύπτουν η μία την άλλη, είναι αλληλοσυμπληρωνόμενες σε μια γραμμική ιστορικής συνέχειας εθνική μας τοιχογραφία. Η σπονδύλωση των πεζών αυτών με ιστορικές ένδοξες στιγμές και ηρωικά ανδραγαθήματα, δεν γίνεται κάτω από το «παγερό», «ξηρό» επιστημονικό βλέμμα ενός ιστορικού, αλλά από τον οπτικό φωτισμό ενός ευαίσθητου, έξυπνου, σκεπτόμενου, με κρίση πεζογράφου- δημοσιογράφου. Ο οραματισμός και ο σκοπός της μυθοπλασίας «αντικαθιστά», δηλώνει, με έναν λυρικότερο, οικείο σε εμάς τρόπο και εύστοχους τονισμούς και επιτονισμούς, το ιστορικό γεγονός ή την πολιτική κρίση ή συνέπειες του γεγονότος αυτού. Ανετότερα και «φιλικότερα» ίσως, από ότι ο ιστορικός φακός κρίνει να μας φωτίσει, να περιγράψει με αυστηρότητα, και μάλλον, επιτηδευμένη καθαρότητα επιστημοσύνης. Θεωρώ ότι όταν οι ιστορικοί γράφουν ιστορία μάλλον-να σημειώσω ότι μπορεί να λαθεύω-στο βάθος της σκέψης τους, ερμηνεύοντας τα γεγονότα, ταξινομώντας τα αξιολογικά, επιδιώκουν να γίνουν αποδεκτοί πρωτίστως στους άλλους ιστορικούς, στους «ειδικούς» της επιστήμης τους. Τα βιβλία τους, ίσως, πρωτίστως αναμετρούνται με αυτών τα έργα, «των ειδικών». Με αυτών συγκρίνονται, συσχετίζονται με προγενέστερες μελέτες και συγγράμματα, ακολουθούν γραμμές ερμηνείας προγενέστερων ιστορικών φωνών. Αντίθετα όταν ένας πεζογράφος, ένας ποιητής, ένας θεατρικός δημιουργός χρησιμοποιεί τα ιστορικά πρόσωπα και τους ανάλογους συμβολισμούς τους, γεγονότα παρμένα από την ιστορία, δεν έχει το άγχος ότι αναμετράται με την ιστορία, τους επίσημους ιστορικούς, αλλά, με την ερμηνευτική αποδοχή των αναγνωστών του, της κοινής γνώμης. Δηλαδή στο πως εκλαμβάνει ο κόσμος, ο λαός, τα συμβάντα αυτά, ή πώς τα έχει πλάσει μέσα στην φαντασία του, έχουν ερμηνευθεί στην συνείδησή του. Τα έχει κάνει κτήμα του χωρίς να έχει χρειαστεί να καταφύγει σε ιστορικά-επιστημονικά σύγγραμμα. Οι ιστορικές μονογραφίες του Σπύρου Μελά, οι αντίστοιχες θεατρικές του Άγγελου Τερζάκη, οι ποιητικές συνθέσεις του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του Κωστή Παλαμά, το εθνικό πατριωτικό μεγαλείο, και ο καλός εννοούμενος μεγαλοϊδεατισμός του Ίωνος Δραγούμη, τα ελληνιστικά φρέσκα της ιστορίας του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ή συγχρόνων μας συγγραφέων όπως ο Κώστας Κυριαζής, ή ο Γιώργος Λεονάρδος, συγκινούν πολύ περισσότερο τις ψυχές και τις καρδιές των αναγνωστών παρά ένα καλογραμμένο, επιστημονικά τεκμηριωμένο σύγγραμμα που γράφτηκε από την γραφίδα ενός αναγνωρισμένου, καταξιωμένου ιστορικού. Σαν συνηγορία των παραπάνω να αναφέρω δύο ακόμα ονόματα. Της εκπληκτικής πεζογράφου Μαρίας Ιορδανίδου, της γνωστής μας Λωξάνδρας, που ήρθαν σε επαφή και αγάπησαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της Κωνσταντινούπολης οι νεοέλληνες από τα βιβλία της. Της Διδώς Σωτηρίου, που η Καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τα ιερά και αιματοβαμμένα αυτά χώματα, έγινε κατανοητός ανετότερα στις συνειδήσεις  ακόμα και από μικρασιάτες αναγνώστες, παρά από μελέτες ιστορικών. Και από την άλλη πλευρά, των ιστορικών, νομίζω ότι ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος και οι ιστορικές του επισημάνσεις και θέσεις, έγιναν αποδεκτές από το μεγάλο κοινό, όχι μάλλον εξαιτίας της αλήθειας των ιστορικών γεγονότων και αναφορών που εξετάζει, και μας μιλά στην πρόθεσή του να συνθέσει μια Γενική καθολική Ελληνική Ιστορία, από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των ημερών του, αλλά, εξαιτίας της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας στην οποία προβαίνει. Δηλαδή το μαρξιστικό αναγνωστικό κοινό, αποδέχεται την ιδεολογική χρήση της ιστορίας κυρίως, παρά την αλήθεια της που μεταφέρει ο ιστορικός. Με τα ανάλογα επακόλουθα. Η Λογοτεχνία, με δύο λόγια, αναπληρώνει όχι μόνο τα «κενά» της ιστορίας αλλά δίνει την δυνατότητα στην ιστορία να ανασάνει έξω από το χρονοντούλαπό της. Να προσέξει σκοτεινές της στιγμές ή να επαναδιαπραγματευθεί ένδοξές της, χωρίς να φοβάται την επιστημονική των ειδικών κρίση ή κατάκριση. Της θετικής ή αρνητικής αποδοχής των κατοπινών γενεών που δεν μετείχαν στα εξιστορούμενα. Της πολιτικής ή κοινωνικής υστεροφημίας των δρώντων προσώπων που μετείχαν ενεργά στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής τους. Των παρελθόντων στιγμών. Είναι η αφηγηματική διαπραγμάτευση που μένει και ενώνει, και όχι μάλλον οι ατομικές ερμηνείες των ιστορικών που ορισμένες φορές διχάζουν με τις γνώμες που εκφέρουν,την οπτική τους.

     Ο Μιχαήλ Μητσάκης αγκαλιάζει τον καθόλου χαραχτήρα του ήρωα, των πολλών πλευρών της φυσιογνωμίας που σκιτσάρει. Τα πρόσωπα εκτός από τον ηρωικό φωτισμό τους έχουν και τις ατομικές τους σκιές, αυτές που δεν γέννησε μόνο η ιστορία που ενεργά μετέχουν, αλλά τις μεταφέρουν από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Τις κουβαλούν μέσα τους όπως θάλεγε και ο Αλεξανδρινός. Είναι η κοινωνική τους προβολή και στάση απέναντι στο κοινωνικό ή οικογενειακό τους περιβάλλον. Οι συνήθειές τους, τα πάθη τους, οι ψυχικές τους περιπέτειες. Αρετές και πάθη Ελλήνων και Ελληνίδων, ηρωικών μορφών του γένους, που αποτελούν την κληρονομική παράδοση της φυλής μας. Μακρά η πορεία, που τις αναγνωρίζουμε στις πολιτικές αντιδράσεις ελλήνων ηγετών των εκστρατευτικών σωμάτων στα Ομηρικά έπη, στα οντολογικά διλήμματα βασιλιάδων της αρχαίας τραγωδίας, στις περιγραφές των στρατιωτικών ζευγών του Πλουτάρχου. Τις εκδικητικές αιματοχυσίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων όπως τις περιγράφουν οι βυζαντινοί χρονογράφοι. Στις προσωπικές βεντέτες ηγετικών προσωπικοτήτων που διαβάζουμε στους απομνημονευματογράφους του 1821. Στα ιστορικά χρόνια της Ελλάδας τον 20ο  αιώνα.  Ηρωικό μεγαλείο και δουλοπρεπείς ενέργειες, σιμωνία, και ετσιθελικισμός, βλέπουμε να εικονίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Αγριότητα χαρακτήρα και έκπτωση αξιών της συνείδησης, πτώση ήθους, συμβαδίζουν παράλληλα με το ηρωικό φρόνημα, την αγωνιστική λεβεντιά και παλικαροσύνη. Την γενναιότητα και τον αλτρουισμό. Σε αυτό το πάνθεο των ηρώων, ελλήνων με τα ξεχωριστά του καθενός ατομικά του πάθη συγκαταλέγεται και ο Παπαφλέσσας. Αυτή η ένδοξη μορφή του αγώνα που εξιλέωσε την μελανών στιγμών ανθρώπινη φήμη του και φύση του, αγωνιζόμενος υπέρ της ορθόδοξης πίστης του γένους και της ελευθερίας της πατρίδας του. Ιστορικοί περίοδοι όπου κυριαρχούσε το έθνος κράτος και όχι το κράτος μέλος στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Διέθετε αντρίκειο φρόνημα, θυσιαστική αυταπάρνηση, μεγαλείο ψυχής. Διείδε την κρισιμότητα των στιγμών του αγώνα και άφησε πίσω του τα δεσμά των προσωπικών του παθών. Υπερίσχυσε το Χρέος του έναντι του συλλογικού αγώνα για ανεξαρτησία, ελευθερίας, ίδρυση ελληνικού κράτους. Οι Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήσαν ούτε άγγελοι ούτε διάβολοι, ήσαν απλά υπερήφανοι, ριψοκίνδυνοι  Έλληνες, με ότι αυτό συνεπάγεται στην ιστορική τους ατομική ή οικογενειακή διαδρομή και παράδοση. Σήκωσαν στους ώμους τους το Χρέος της γενιάς τους και των προγόνων τους. Τι σημασία έχει αν έδρασαν αυτοβούλως ή ακολούθησαν τον ηρωικό ρομαντισμό και φιλελληνισμό των ευρωπαίων διανοουμένων και ποιητών, στην επιθυμία τους να ελευθερώσουν την Ελλάδα από τους Τούρκους, σημασία έχει ότι δεν αδράνησαν, δεν δείλιασαν. Έλαβαν το μήνυμα και ακολούθησαν με θυσιαστικό φρόνημα, μέσα από τους δαιδαλώδεις δρόμους του εμφύλιου σπαραγμού και της εσωτερικής διχόνοιας, τον μοναδικό δρόμο που είχαν να επιλέξουν. Του Χρέους. Τις στιγμές αυτές δεν ήσαν μόνοι, είχαν μαζί τους την ιστορία, τα διδάγματα της πολιτιστικής τους παράδοσης και κληρονομιάς. Συνειδητοποιούσαν που ανήκαν, από που προέρχονταν, που ήθελαν να πάνε στο μέλλον. Με τον τρόπο που οι ίδιοι γνώριζαν καλύτερα. Η μικρή πατρίδα τους δεν αποτελούνταν μόνο από πεδιάδες και εύφορες κοιλάδες, ποτάμια και λίμνες, αλλά και άγονες εκτάσεις, παγωμένες βουνοκορφές, ερημιές και χαράδρες, σκοτεινά ρουμάνια, το ίδιο και οι ψυχές τους, οι χαρακτήρες τους, οι προσωπικότητές τους, από αυτά τα χώματα ήσαν διαμορφωμένες. Αυτό το σκλαβωμένο τοπίο τους διαμόρφωσε όπως τους διαμόρφωσε. Ο χώρος αυτός της βαλκανικής χερσονήσου, η μεσόγειος λεκάνη τους έπλασε, τους ζύμωσε με τις αρετές και τα πάθη τους Η ελληνική φυλή, το ελληνικό έθνος, δεν ήταν διαφορετικό από τις άλλες φυλές, τα άλλα έθνη της εποχής του, απλά χρειάζονταν ένα έναυσμα για να αφυπνιστεί στα βάρβαρα χρόνια της σκλαβιάς, της οθωμανικής κατοχής.  Οι χριστιανοί κάτοικοι ήσαν υπόλογοι απέναντι στην μακραίωνη ιστορία και παράδοσή τους, μα προπάντων, απέναντι στους ίδιους τους εαυτούς τους, τους γονείς και παππούδες τους. Τα προσωπικά τους όνειρα. Στους έλληνες συμπατριώτες τους. Ο Παπαφλέσσας όπως και οι άλλοι Ήρωες του 1821 δεν είναι οι εξαιρέσεις είναι η αναγνωρίσιμη γραμμή του κανόνα ενός ολόκληρου λαού, του Ελληνικού. Είναι τα δικά τους έργα και ημέρες ενός ανώνυμου αγωνιζόμενου πλήθους και επώνυμων οπλαρχηγών, καραβοκύρηδων, καπεταναίων ακόμα και κοτσαμπάσηδων. Ατόμων που σε καιρό ειρήνης δεν θα μιλούσαν μεταξύ τους, στην μακραίωνη περίοδο της οθωμανικής σκλαβιάς θα εκμεταλλεύονταν ο ένας τον άλλον.  Όμως την κατάλληλη στιγμή, όταν ήρθε η ώρα του ξεσηκωμού θα στέκονταν δίπλα-δίπλα, μπράτσο το μπράτσο στα παρατηρητήρια των κάστρων, στις πολεμίστρες των οικογενειακών τους πύργων, στα βουνά συγκεντρωμένοι και θα πολεμούσαν μαζί για την κοινή τους ανεξαρτησία και ελευθερία. Για την απαλλαγή από τον ξένο αλλόφυλο και αλλόθρησκο κατακτητή δυνάστη. Ξανάγραφαν τα ένδοξα και ηρωικά, πατριωτικά ανδραγαθήματα των προγόνων τους, των 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Εύστοχα και συνειδητά ο Μητσάκης συνδέει τα δύο γεγονότα και τα κάνει να μην απέχουν παρά λίγες μόνο στιγμές. «Παλαβές» ρωμαϊκες υπάρξεις, κουζουλοί μοναχοί, μπουρλοτιέρηδες ψαράδες, τολμηροί τσοπαναραίοι, γενναία κοπελούδια της ελληνικής υπαίθρου. Καραβοκύρηδες που αρνιόντουσαν να δώσουν τα καράβια τους ή ζητούσαν χρηματικά ανταλλάγματα. Ξεροκέφαλοι ναυτικοί, ακαπίστρωτοι ορεσίβιοι έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν, να θυσιαστούν, να υπερβούν την ανθρώπινη πεπτωκυϊα φύση τους χωρίς δεύτερη σκέψη. Πρόσλημα η ζωή τους για την σκλαβωμένη Ρωμιοσύνη. Όπως έπραξαν και την περίοδο του 1940-1944, του έπους της εθνικής αντίστασης. Όπως έπραξαν σε ανάλογες κρίσιμες στιγμές της ιστορίας τους οι αρχαίοι έλληνες. Εκείνων την ιστορική παράδοση συνεχίζουν. Αυτών την ιστορική κληρονομιά υπηρετούσαν εκείνες τις στιγμές. Δίχως φόβο με ηρωικό πάθος. Νεομάρτυρες της Ελλάδας που "τσάκισαν τα χέρια" και την καρδιά τους στον Αγώνα.

      Ο Μιχαήλ Μητσάκης δυστυχώς, εγκατέλειψε τα εγκόσμια βυθισμένος μέσα σε ένα προσωπικό ιερό διανοητικό σκότος. Η νευρώδης γραφή του και το σατιρικό βλέμμα του, η διορατική σκέψη του και η στοχαστική του ματιά, έσβησαν μέσα σε ένα πέπλο «θείας μανίας», σε ένα περιβάλλον που στεγάζονταν οι ωραίοι τρελοί έλληνες της εποχής του. Τραγικά μόνος. Έφυγε έρημος συντροφιά με τους έλληνες που υπερβήκαν το μέτρο της κοινής λογικής μας. Όπως και ο Γρηγόριος Δικαίος. Ο Παπαφλέσσας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Παρασκευή 14 Μαϊου 2021.

Παλαιότερα τα λάβαρα έγραφαν Ελευθερία ή Θάνατος. Σήμερα, Περατζάδες και Διακοπές.

    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου