Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Ενας πειραιώτης κριτικός μιλά για τον ρόλο της λογοτεχνίας, της ιδεολογίας, της πολιτικής, της αριστεράς

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ, Πειραιάς 28/5/1924-

 Ένας  πειραιώτης κριτικός της λογοτεχνίας και της ιδεολογίας

    Χιλιάδες τα «Παιδιά του Πειραιά» που τίμησαν και έκαναν περήφανη την Πόλη που τους γέννησε, τους έθρεψε, έπαιξαν και ονειρεύτηκαν στα χώματά της. Σουλατσάρισαν στις ακτογραμμές της, εξομολογήθηκαν στα νυφοπάζαρά της τους κρυφούς έρωτές τους. Ρέμβασαν με ένα πικρό τσιγάρο στα χείλη πάνω στα αρχαία της τείχη, θαμπώθηκαν από τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματά της. Πειραιώτες εξομολογήθηκαν τα ντέρτια και τους καημούς τους στις φτωχογειτονιές της πόλης.  Με καμάρι αγνάντεψαν το θαλάσσιο στοιχείο που την περιβάλλει και της δίνει την ιδιαίτερη, ξεχωριστή της φυσιογνωμία. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα του Πειραιά παραδόξως, γαληνεύει τις ψυχές, δεν τις αγριεύει.  Καραβοκυραίοι και ναυτικοί κούρνιασαν στους εμπορικούς ορμίσκους του. Ξέμπαρκοι θαλασσινοί μέθυσαν με την αρμύρα του Πειραιά και στεριανοί αραξοβόλισαν στα υγρά στέκια του λιμανιού του. Πότισαν με τον ιδρώτα τους τα στενά του σοκάκια, γεύτηκαν τις ηδονές του, η θέρμη της ατμόσφαιράς του τους κανάκεψε. Τίποτα δεν είναι ξένο στην πόλη του Πειραιά, όλα είναι οικεία, προσφιλή, μαγνητικά, αρμονικά δεμένα με τις εμπειρίες και τις αισθήσεις των ανθρώπων του. Πειραιώτες μπουσούλησαν και έπαιξαν στους δρόμους του, αγρύπνησαν στους λοφίσκους του αγναντεύοντας τα νησιά του αργοσαρωνικού. Η πανάρχαια μνήμη της πόλης νοτίζει τις συνειδήσεις των δημοτών της και οι προσωπικές παραστάσεις των πειραιωτών προσθέτει το νέο λίπασμά της. Εύοσμα χώματα της πόλης. Ριζώματα κοινών οραμάτων. Κοινά βιώματα ζωής ατελεύτητης. Κρυψώνες ονείρων, θαλασσινοί ορίζοντες της ιστορίας της πόλης.

Πληθυσμιακές ανακατατάξεις ελλήνων, πρόσφυγες από τις αλησμόνητες των ελλήνων πατρίδες, νησιώτες, πελοπονήσιοι και επτανήσιοι, κρήτες, προσμείξεις ετερόκλητων συνηθειών και εθίμων, μουσικών ακουσμάτων και γλωσσικοί ήχοι ανθρώπων, βρήκαν ανοιχτό καταφύγιο στο πρώτο λιμάνι της χώρας. Απόκτησαν όχι χωρίς κόπο και κοινές προσπάθειες τη νέα τους ταυτότητα, την Πειραϊκή.  Πειραιάς, ένα εργοστάσιο οικονομικών διεργασιών, εμπορικών συναλλαγών, κέντρο διαμετακομιστικών εμπορευμάτων από και προς την Ελλάδα. Αστοί και προλετάριοι, λεφτάδες και φτωχαδάκια, τεχνίτες και εργάτες, ναυτικοί και βατσιμάνοι, φορτοεκφορτωτές του λιμανιού, εμποροϋπάλληλοι πρόσφεραν τον καλύτερο εαυτό τους στην ανοικοδόμηση της πόλης. Αυτό το «φτωχό» θαύμα ενός τοπόσημου της γλυκιάς πατρίδας που άντεξε στο χρόνο. Εφοπλιστικές οικογένειες, ναυλέμποροι και ναυλομεσίτες, ναυτεργάτες και μπρόκερ, εργάτες του λιμανιού και υπάλληλοι εργαζόμενοι σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις και γραφεία, και άλλα συναφή επαγγέλματα, μεταφέρουν στις ξένες θάλασσες και ωκεανούς, τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, το πανάρχαιο όνομα του Πειραιά. Βιομήχανοι και Έμποροι, Επιχειρηματίες και μηχανουργοί, καπνεργάτες και υφαντουργοί, ποτοποιοί και πειραιώτες ποπολάριοι μεταφέρουν τα δικά του προϊόντα-της ελλάδος ολάκερης- στις διεθνείς αγορές. Ψαράδες ρίχνουν τα αγκίστρια τους καθώς ο μπάτης χαϊδεύει το πρόσωπό τους. Αρχιτέκτονες και μηχανικοί του Δήμου οικοδομούν τα νεοκλασικά τους με το πειραϊκό ήλιο να φωτίζει τα πρόσωπά τους. Επώνυμοι και Ανώνυμοι Πειραιώτες και Πειραιώτισσες ορμίζουν στις μνήμες της περήφανης ιστορικής του διαδρομής. Ανθρώπινες ζωές και βουλήσεις χαράς φυτρώνουν σε κάθε σημείο των πέντε δημοτικών διαμερισμάτων του. Τουρίστες και ξένοι ταξιδευτές μετέφεραν την παρουσία του στα πέρατατα της οικουμένης. Πειραιάς μια ανερμήνευτη «υπεραξία».

Η πόλη του Πειραιά τραγουδήθηκε από φημισμένους τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Παρτιτούρες αξιομνημόνευτων συνθετών δόξασαν το όνομά του. Ρεμπέτικες  πενιές διηγούνται την ιστορία του. Λαϊκές μελωδίες και σκοποί μελωδούν τις περιοχές του, το λιμάνι του, την θάλασσά του. Φωτογράφοι φωτογραφίζουν με καθαρά ωραία χρώματα και λήψεις την αυθεντική, λαϊκότητα των ανθρώπων του, των στάσεων των σωμάτων τους. Την απροσποίητη αλήθεια τους. Γόης ο Πειραιάς, χορεύτηκε από μάγκες και αρτίστες, γυναίκες και άντρες της χαράς και της ηδονής, όσο ίσως, κανένα άλλο λιμάνι της μεσογείου. Πεζογράφοι διαφύλαξαν την παράδοσή του μέσα στις σελίδες των βιβλίων τους.  Διηγηματογράφοι τον έκαναν πρώτη ύλη των διηγημάτων τους. Χρονογράφοι διαφύλαξαν τα μυστικά του, δημοσιογραφικές πένες περιέγραψαν την προοπτική του, την ρητορική της ταυτότητάς του. Ποιητές τον ύμνησαν με θέρμη, διέσωσαν στα ποιήματά τους τα πνευματικά του τεκμήρια. Ιστορικοί έγραψαν την ιστορία του, αρχαιολόγοι άνοιξαν κουβεντολόι με τους πειραιώτες προγόνους, όργωσαν τα παλαιά του ίχνη και απέδωσαν τιμή. Ιστοριοδίφες αφηγήθηκαν περιπέτειες γηγενών και μη Πειραιωτών δημοτών. Η Πόλη και τα σοκάκια της αποτελεί εξακολουθητικά, πρώτη ύλη για δεκάδες πνευματικούς δημιουργούς εκτός των ορίων του Πειραιά. Είναι οι «άτυποι» διαφημιστές της. Το όνομά του αγκίστρι για κάθε αιγαιοπελαγίτη ταξιδευτή. Θαλασσογράφοι και καραβογράφοι τον εικονογράφησαν στους πίνακές τους. Τεχνοκριτικοί φώτισαν τις αλλαγές του χώρου του.  Ο Πειραιάς έγινε κινηματογραφικό πλάνο στα χέρια ξένων σκηνοθετών, θέμα για θεατρικές παραστάσεις. Τραγωδοί και σκηνοθέτες του μετέφεραν τα κλασικά μηνύματα της αρχαίας τραγωδίας στις σπουδαιότερες σκηνές του κόσμου. Ο Πειραιάς, δεν έμεινε σε καμία στιγμή της μακραίωνης διαδρομής του ανεόρταστος. Ανερέθιστος στα βλέμματα των ανθρώπων του. Στα στέκια και τις ταβέρνες του εναπόθεσαν την ξεγνοιασιά τους, την διασκέδασή τους, τον κοσμοπολιτισμό τους.

Η Πόλη και το λιμάνι του Πειραιά γέννησε όχι χωρίς πόνο και μόχθο, αρχιτέκτονες και πανεπιστημιακούς δασκάλους, επιστήμονες και επιχειρηματίες, ιερείς και ιεροψάλτες, αρχιεπισκόπους.  Συγγραφείς και καλλιτέχνες. Σκιτσογράφους και εικαστικούς. Ηθοποιούς και σκηνοθέτες, ρεμπέτες και καραγκιοζοπαίχτες. Έδωσε χαρακτηριστικούς τύπους μάγκα (βλέπε τον Σταύρακα) και θεατρικά μπουλούκια. Ιδιοκτήτες θεάτρων και κομφερασιέ. Πολιτικούς και νομικούς, βουλευτές και υπουργούς, νομάρχες και πρωθυπουργούς, δημάρχους.  Ένα μεγάλο επιτελείο Πειραιωτών με ποιότητα, ύφος και ήθος, γνωστική επάρκεια και ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά. Έδωσε ιδεολόγους διανοούμενους και τέκτονες με κοινωνικό κύρος. Επιχειρηματικά μυαλά με φιλάνθρωπη προσφορά. Μια πλειάδα ατόμων από διάφορες κατηγορίες επαγγελμάτων ανατράφηκαν από το αρμυρό γάλα της πόλης. Αρχαίοι στρατηγοί και ήρωες του 1821 περπάτησαν στα χώματά του. Εκδότες εφημερίδων και δημοσιογραφικές γραφίδες σκιτσάρισαν την παρουσία του, περιέγραψαν τα στάδια της εξέλιξής του. Καλλιτέχνες και άνθρωποι του πνεύματος, διανοούμενοι, αθλητές και ποδοσφαιριστές της, κόσμησαν την πόλη, την δαφνοστεφάνωσαν με την παρουσία και τα έργα τους, τις πολιτιστικές δραστηριότητές τους. Μακριά και ατέλειωτη η αλυσίδα των ονομάτων που γεννήθηκαν στον Πειραιά ή έζησαν, κατοίκησαν ή εργάστηκαν σε αυτόν, που, ενστερνίστηκαν την πειραϊκή του ταυτότητα.

     Τα Πειραϊκά γράμματα στην ιστορική τους προοπτική, κυοφόρησαν σπουδαίους και σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων. Πεζογράφους, διηγηματογράφους, ποιητές, μεταφραστές, εκδότες περιοδικών, που κόσμησαν τα ελληνικά γράμματα, τα εμπλούτισαν. Πλάι στις γνωστές μας δεκάδες αυτές πειραϊκές φυσιογνωμίες, υπάρχει και μια μικρή αλλά όχι αμελητέα κατηγορία συγγραφέων που υπηρέτησε και υπηρετεί τον δοκιμιακό λόγο και την βιβλιοκρισία. Οι λεγόμενοι Βιβλιοκριτικοί. Το είδος αυτό της λογοτεχνίας, δεν προτιμήθηκε και τόσο από τους Πειραιώτες λογίους και δημιουργούς, όσο άλλα είδη της πειραϊκής και μη γραμματείας. Ή, αν επιλέχθηκε, τα ίχνη του είναι τόσο αχνά, δίχως μεγάλο βάθος και ένταση και ορισμένες φορές επιλήψιμα. Είναι μάλλον κείμενα και παρουσιάσεις χωρίς οργανική ενότητα, δίχως μοντέρνο τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας, η διεισδυτικότητα τους είναι μάλλον όχι επαρκής. Οι αντοχές αυτών των βιβλιοκρισιών δεν αντέχουν ίσως στον χρόνο, έχουν έντονο το επικαιρικό στοιχείο της γνωριμίας του δημιουργού με τον κριτικό. Οι προσεγγίσεις των βιβλίων γίνεται όχι μόνο πολλές φορές κάτω από μια ιδιοσυγκρασιακή ατμόσφαιρα και ένα κοινό πειραϊκό κλίμα μνήμης και τείνουν περισσότερο στην απλή παρουσίαση αν δεν είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις και αποτέλεσμα άλλων «οικονομικών» εξυπηρετήσεων. Η πραγματικότητα της πειραϊκής βιβλιοκριτικής δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς τις βασικές διεργασίες των πειραϊκών γραμμάτων, την ιδιοτυπία της κατάθεσης, την κριτική στάση και σκέψη του κρίνοντος. Η λεκτική ρητορεία υποσκελίζει την αναγκαιότητα της ίδιας της βιβλιοκριτικής πράξης. Η προσοχή στρέφεται συνήθως στο ίδιο το πρόσωπο που έγραψε το βιβλίο παρά στο ίδιο το βιβλίο, την θεματολογία του, το ύφος της γραφής. Η ιδιότητα της Βιβλιοκρισίας μέσα στην παράδοση των πειραϊκών γραμμάτων υπήρξε μια ανοικτή πρόσκληση και πρόκληση, που μάλλον, δεν  ξεπεράστηκε με επιτυχία, ή τουλάχιστον όσο θα όφειλαν να «κατοχυρώσουν» στην ελληνική γραμματεία οι λόγιοι του Πειραιά. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν, αν δεν λαθεύω, για μια σταθερή και συνειδητή επιλογή πειραιωτών και πειραϊκή παράδοση στο χώρο του δοκιμίου και της βιβλιοκρισίας, της πειραϊκής σχολής των γραμμάτων. Παρά ταύτα, για να μην είμαστε βεβιασμένοι στην κρίση μας και να μην αδικήσουμε άτομα και καταστάσεις, αν ξεφυλλίσουμε παλαιούς τίτλους πειραϊκών εντύπων, λογοτεχνικών περιοδικών, πειραϊκών εφημερίδων, θα αναγνωρίσουμε κριτικές φωνές που ξεφεύγουν από την απλή κριτική εκδούλευση, απλοϊκή ματιά, συναδερφικό συγγραφικό πλησίασμα και παρουσίαση. Που ξεφεύγουν από την κλασική και παραδοσιακή σύμβαση, του είδους, που διαπιστώνουμε και στον ευρύτερο χώρο των ελληνικών γραμμάτων και την συγγραφή της καθόλου ιστορίας των.  Ασχολούμενος με τον δοκιμιακό λόγο και την βιβλιοκριτική, προβαίνω σε αυτές τις κρίσεις και μόνο, και όχι για να αναιρέσω την κριτική παρουσίαση και προσφορά, που χωρίς αυτές τις δημοσιογραφικές αναφορές και καταγραφές, δεν θα μας είχαν διασωθεί τα ανάλογα στοιχεία των εκδόσεων και έργων των πειραιωτών δημιουργών. 

Θα σταθώ στην μνημόνευση ορισμένων πειραϊκών ονομάτων που όλοι μας γνωρίζουμε, τα οποία τίμησαν την δοκιμιακή και βιβλιοκριτική περιπέτεια εντός και εκτός πειραϊκού χώρου και ευρύτερου πεδίου αναφοράς. Συγγραφείς που ανήκουν τόσο στην παλαιότερη γενιά των πειραιωτών δημιουργών όσο και από τις νεότερες. Να σημειώσουμε επίσης, ότι οι δημιουργοί αυτοί μας είναι γνωστοί κυρίως από τις άλλες τους πνευματικές και επαγγελματικές ενασχολήσεις και πνευματικές δραστηριότητες. Δηλαδή, είναι ποιητές, πεζογράφοι, πανεπιστημιακοί, τεχνοκριτικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι του θεάτρου κλπ. Δίχως να τα αξιολογώ αλλά και ούτε να επιθυμώ να τα «τσουβαλιάσω» σε μια επίπλαστη ενότητα. Στα ονόματα αυτά δεν προσμετρώ τις άλλες τους ιδιότητες. Να μνημονεύσουμε τον θεατράνθρωπο και πολυσχιδή Μάριο Πλωρίτη, τον πεζογράφο και χρονογράφο Παύλο Νιρβάνα, τον συγγραφέα και εκδότη Γεράσιμο Βώκο, τον ποιητή και συνεκδότη περιοδικού Στέλιο Γεράνη, τον δημοσιογράφο και διηγηματογράφο Χρήστο Λεβάντα, τον ιστορικό Γιάννη Χατζημανωλάκη (έχει γράψει σχεδόν για όλους τους Πειραιώτες της εποχής του), τον ποιητή Αντώνη Ζαρίφη, τους πανεπιστημιακούς Βρασίδα Καραλή και Βαγγέλη Αθανασόπουλο, τον καθηγητή Μιχάλη Μπακογιάννη. Τον δοκιμιογράφο Ευάγγελο Ν. Μόσχο, τον ποιητή Τάκη Μενδράκο και τον δημοτικιστή καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά, τον ποιητή Νίκο Λάζαρη (από την Νίκαια). Ονόματα πειραιωτών δημιουργών που από όσο γνωρίζω, ασχολήθηκαν συστηματικά, εμπεριστατωμένα, με την ανάλογη επάρκεια και επιχειρηματολογία με την κριτική βιβλίου και τον δοκιμιακό λόγο. Τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούν και αν θέλετε αντανακλούν την πειραϊκή εικόνα στο παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Τα κείμενά τους προσέχθηκαν, οι θέσεις τους χρησιμοποιήθηκαν, καταγράφηκαν οι ιδέες τους αυτοτελώς. Στην μικρή αυτή χορεία των πειραιωτών δημιουργών να προσθέσουμε τον Βασίλη Λαούρδα, και τις περιπτώσεις των πειραιωτών τεχνοκριτικών καθηγητών Μάνου Στεφανίδη και Μανόλη Βλάχου, που εντάσσονται σε μια άλλη κατηγορία κριτικών φωνών. Των εικαστικών. Στην εξαιρετική αυτή ομάδα των πειραιωτών δοκιμιογράφων και βιβλιοκριτικών οφείλουμε να συμπεριλάβουμε με υπερηφάνεια και τον αριστερό και αντιστασιακό, δημοκράτη πειραιώτη Δημήτρη Ραυτόπουλο (Πειραιάς 28/5/1924-).

       Την εβδομάδα που διανύουμε στην δημόσια τηλεόραση προβλήθηκε η εκπομπή «Μονόγραμμα» η οποία ήταν αφιερωμένη στην σύνολη παρουσία του πειραιώτη Δημήτρη Ραυτόπουλου. Δεν γνωρίζω αν είχε ξανά προβληθεί ή ήταν νέα. Οι συντελεστές της εκπομπής μας πρόσφεραν ένα κατατοπιστικό και χρήσιμο, επαρκές πορτραίτο του πειραιώτη δοκιμιογράφου και βιβλιοκριτικού, παλαιού αριστερού και αντιστασιακού συνεργάτη της «Επιθεώρησης Τέχνης». Των ζυμώσεων και ανακατατάξεων στον ευρύτερο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, της πολιτικής της ιδεολογικής πλατφόρμας, τους θεωρητικούς δρόμους ερμηνείας των συγγραφέων της στο φαινόμενο που λέγεται τέχνη και πνευματική δημιουργία. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος αποτελεί μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή, σημαντική περίπτωση στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων-ιδιαίτερα των μαρξιστικών, που προέρχεται από τον Πειραιά. Εκπροσωπεί μια γενιά που έζησε και βίωσε τα τραύματα του εμφύλιου σπαραγμού, του πολέμου και τις κατοχής, της εθνικής αντίστασης. Αποτελεί μια εμβληματική μορφή του κριτικού λόγου της αριστεράς, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις κρίσεις ή θέσεις που εκφράζει. Βλέπε παραδείγματος χάριν τα αρκετά δημοσιεύματά του, που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα. Την εφημερίδα Η Καθημερινή 28/5/1989, «Ακόμα μια προσπάθεια σύντροφοι! Αριστερά: Τρία πουλάκια κάθονται…», επίσης στην ίδια εφημερίδα Κυριακή 1/4/1990 «Μέτωπο συμφοράς». Αμείλικτα ερωτήματα προς την ηγεσία της αριστεράς, Ή τα κείμενά του στο πολιτικό περιοδικό «Αντί» τεύχος 601/15-3- 1996, «Περισσότερο αντί-, σύντροφοι…» και σε άλλες του δημοσιεύσεις που εξαπολύει τα πυρά του τόσο προς την ηγεσία και πολιτική και κομματική πρακτική και προπαγάνδα της κομμουνιστικής και ανανεωτικής αριστεράς όσο και προς το πασοκ και προσωπικά τον ηγέτη του Ανδρέα Παπανδρέου. (ποιος δεν θυμάται το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του περιοδικού Αντί: «Κυβέρνηση απατεώνων»). Πολλά από τα πολιτικά του άρθρα και κείμενα έχουν συγκεντρωθεί και συμπεριληφθεί σε αυτόνομους τίτλους βιβλίων του, όπως και οι θέσεις του πάνω σε πρόσωπα και έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν έχουν συμπεριληφθεί όλα τα σκόρπια κείμενά του, ούτε και οι κατά καιρούς συνεντεύξεις του, που δύο από αυτές μεταφέρω σε αυτό το σημείωμα. Συνεντεύξεις που έδωσε με την ευκαιρία της έκδοσης ενός καινούργιου βιβλίου. Βλέπε ενδεικτικά την συνέντευξή του στον Δημήτρη Γκιώνη, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 27/11/1998, «Φιλιππικός ενός κριτικού», στην Μάρω Τριανταφύλλου στην εφημερίδα Η Εποχή Κυριακή 26/10/2003, «Όταν η Αριστερά συναντά την τέχνη», την αναδημοσίευση της συνέντευξής του στον εκδότη Κώστα Κρεμμύδα του περιοδικού «Ο Μανδραγόρας» στο αφιέρωμα του περιοδικού στον κριτικό. Βλέπε εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 2/11/2003, όπως και την απάντηση του Δ. Ραυτόπουλου στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο στην ίδια εφημερίδα που για χρόνια υπήρξε συνεργάτης της, Αυγή 7/5/1995.

     Ο λόγος του πειραιώτη Δημήτρη Ραυτόπουλου, είναι μια διαρκής ανοιχτή συζήτηση τόσο με τους συγγραφείς που εξετάζει όσο και με τα βιβλία τους που επιλέγει να ασχοληθεί. Να αρθρώσει την ατομική του ερμηνευτική σκάλα ερμηνείας της λογοτεχνίας. Είναι επίσης και μια συνομιλία-προσωπική του κριτική- απέναντι σε άλλους ομοϊδεάτες του κριτικούς της αριστεράς, των παλαιότερων δικών τους χρόνων. Η πόλη του Πειραιά δεν έχει βγάλει άλλον κριτικό του δικού του βεληνεκούς. Συγγραφέα που να διαθέτει την δική του ωριμότητα και ευθυκρισία. Εντιμότητα στις ιδεολογικές του επιλογές και μεταγενέστερες απορρίψεις των ιδεολογικών του επιλογών. Μια σκέψη της δικής του ευρύτητας, ερμηνευτικών οριζόντων που συνενώνουν την πράξη με την θεωρία, την ζωή με την ουτοπία της. Οι ερμηνείες του βρίσκονται πάνω από τις αγκυλώσεις ακόμα και τις δικής του ιδεολογίας που ακολούθησε και τελικά απέρριψε, τον δογματικό της κριτικής της φωνής. Ο πειραιώτης κριτικός κατόρθωσε και απαλλάχθηκε από το σταλινικό φάντασμα που κυρίευσε και δυνάστευσε για πολλές δεκαετίες τις συνειδήσεις, τις ψυχές, τις ζωές και πρακτικές, το κριτικό βλέμμα των παλαιών του συντρόφων. Ο Ραυτόπουλος διείδε εγκαίρως τα φοβερά λάθη, τις ανακολουθίες, το στεγνό και στυγνό βλέμμα των οπαδών της σταλινικής εκδοχής, της ζντανοφικής ερμηνείας της λογοτεχνίας, της τέχνης. Το κριτικό του βλέμμα είναι μία από τις εγκυρότερες κριτικές φωνές του αιώνα που μας πέρασε στην ελληνική γραμματεία. Το άπλωμα της σκέψης του, το άνοιγμα των οριζόντων του, η στέρεα παιδεία του, οι προσανατολισμένες αναζητήσεις του, η ατομική του υπεύθυνη πάντα στάση απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα της ανθρωπότητας, ο ρόλος που επιφυλάσσει στην λογοτεχνία, στους σκοπούς της, στους οραματισμούς της, στις επιδιώξεις των συγγραφέων της, μας φανερώνουν έναν σοβαρό κριτικό που δεν πήρε αψήφιστα τον τομέα που διακόνησε με επιτυχία και όχι χωρίς κόστος και το ανάλογο τίμημα που πλήρωσε. Η επαναστατική κρίση του, δεν θα μπορούσε να ενταχθεί μέσα στην θεολογία της κομματικής γραμμής, τον μεσσιανισμό της μαρξιστικής ιδεολογίας, τις γραμμές καθαρότητας των πολιτικών υπευθύνων εντός και εκτός ελλάδος. Ακόμα και  του παραδειγματικού Γκέοργκ Λούκατς, σταθερό σημείο αναφοράς για τους νεομαρξιστές, περισσότερο και από τον Τέρρυ  Ήγκλετον και άλλες μαρξιστικές κριτικές φωνές της λογοτεχνίας. Κριτικών όπως ο γάλλος Ζαν Πωλ Σαρτ, που προσδέθηκε στο σταλινικό άρμα προπαγάνδας. Η ματιά του διαφοροποιήθηκε εγκαίρως από την επιβαλλόμενη γραμμή της ιδεολογικής χρήσης και ερμηνείας έργων της πεζογραφίας,  της ποίησης, του δοκιμίου, του ανθρώπινου στοχασμού. Αυτονομήθηκε το βλέμμα του και μας έδωσε καρπούς σημαντικούς και αξιόλογους. Το φαινόμενο και η λειτουργία της λογοτεχνίας για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, είναι το μόνο αντίδοτο απέναντι στο φαινόμενο της πολιτικής αν δεν κάμω λάθος στην ερμηνεία των κειμένων του, είναι το μέσο επικοινωνίας μεταξύ των σκεπτόμενων ανθρώπων και είναι ισχυρότερο από τις επαναστατικές φωνές της κομματικής πολιτικής και της ιδεολογικής μηχανής που όλα τα προσαρμόζει και τα αλέθει στο όνομα της δικής της επιβράβευσης και αλήθειας. Η οπτική του συμβαδίζει και αγκαλιάζει τις εξίσου ισχυρές συγγραφικές επιλογές του συγγραφέα, στην επιθυμία του να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, να προτείνει λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Ίσως λύσεις υπέρτερες από ότι μας προτείνει η μαρξιστική ιδεολογία και ερμηνεία των προβλημάτων του κόσμου. Τα κείμενα του Ραυτόπουλου είναι προκλητικά, ερεθιστικά, συγκλονιστικά, ως ««ανανεωτικά» ξόρκια στην κριτική» τα προσδιορίζει ο Θανάσης Σκαμνάκης στην εφημερίδα «Το Πριν» Κυριακή 4/3/2007. Μας μιλούν για την κρίση της ιδεολογίας, της μαρξιστικής κριτικής, πρωτίστως των ίδιων των ακολουθούντων την θεωρία αυτή, των κριτικών της. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, έζησε από κοντά, από τα μέσα όλες αυτές τις ιδεολογικές ανακατατάξεις των θέσεών του κομμουνιστικού κινήματος και της αριστεράς. Δεν παρακολουθεί απλά τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής του, τις βιώνει με δραματικό τρόπο σε φυλακίσεις και εξορίες. Οι προσεγγίσεις του είναι στοχευμένες, επιλεκτικές αλλά όχι άστοχες. Επιλέγει κρίσιμους σταθμούς και κομβικές περιόδους της ελληνικής αριστερής γραφής. Φέρουν το βάρος και την ποιότητα των προσωπικών του ερμηνευτικών διαβασμάτων, αγωνιών, ανησυχιών, πικρίες, καθώς βλέπει τους συντρόφους και συναγωνιστές του να οπισθοχωρούν από την οραματική τους ουτοπία στο όνομα της δογματικής βεβαιότητας και υπακοής. Οι ερμηνείες του αληθεύουν των κρίσιμων στιγμών και διλημμάτων που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας και η συγγραφική του παραγωγή σε περίοδο έντονων ζυμώσεων του επαναστατικού κινήματος. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος δεν κατασκευάζει την κριτική του εικόνα στα μέτρα των ομοϊδεατών συντρόφων του για να τους γίνει αρεστός, αποδεκτός, αναγνωρίσιμος. Δεν επιζητεί να προσαρμόσει την ματιά του στην δική τους για να δεχτεί τα εύσημά τους, τις δάφνες τους, ακόμα και την προσοχή τους. Επιθυμεί να τους καλλιεργήσει ένα πνεύμα ελευθερίας, πνευματικής ανάσας, μια προσπάθεια επανεξέτασης των ερμηνευτικών τους δεδομένων. καθιερωμένων. Επιζητεί-ίσως από τους πρώτους- να απαλλάξει την λογοτεχνική γραφή από το καπέλωμα της ιδεολογίας, που σαν βραχνάς την πνίγει ή αν θέλετε, την περιορίζει αβάσταχτα. (είναι αυτό που λαϊκά ονομάζουμε στενός κορσές, λες και ο μαρξισμός είναι για πάσα νόσο και πάσα….). Είναι ο ποιο αυθεντικός και αληθινός αριστερός της γενιάς του «αντίπαλος» των διανοούμενων συντρόφων του. Δεν γράψει απλά κριτικά αντιρρητικά του μαρξισμού σημείωμα, κάνει κάτι ακόμα πιο τολμηρό και ριψοκίνδυνο. Γράφει έναν εμπεριστατωμένο τόμο για να μας εξιστορήσει τις παθογένειες και τις λανθασμένες πρακτικές των μαρξιστών συγγραφέων που στελέχωσαν το παλαιό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και τους τότε κριτικούς καθοδηγητές τους. Είναι η δική του γενιά που απέτυχε και δεν φοβάται να το αναγνωρίσει, να αναλάβει την ευθύνη της δικής του συμμετοχής. Είναι η προσωπική του απάντηση στους παλαιούς συντρόφους του. Αναφέρομαι στην μελέτη του, «Αναθεώρηση Τέχνης.  Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της», εκδόσεις Σοκόλη, 2006, σελίδες 240. Είναι η δική του απάντηση στην εργασία μιας πολύ νεότερής του μαρξίστριας φιλολόγου της κ. Αμαλίας Καραλή, και του βιβλίου της «Μια ημιτελής άνοιξη… Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967)», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Ίσως, να μην έχουμε ανάλογες περιπτώσεις στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας που δύο φιλότεχνοι και εργάτες του πνεύματος, προερχόμενοι από την ίδια ιδεολογική και πολιτική δεξαμενή, εξετάζουν ένα σημαντικό περιοδικό της περιόδου εκείνης. Τις ιδέες που εκφράζει μέσα από τις σελίδες του, τα θέματα που επιλέγει να παρουσιάσει στο αναγνωστικό της κοινό, τα πρόσωπα που το στελεχώνουν, τις θέσεις που εκφράζουν οι συνεργάτες της, τις κομματικές εμμονές ερμηνείας των κομμουνιστών συνεργατών της. Η Επιθεώρηση Τέχνης είναι το πνευματικό φυτώριο των μαρξιστικών ιδεών πάνω στο φαινόμενο της λογοτεχνίας, σε περίοδο που το επίσημο κκε και οι δραστηριότητές του ήταν απαγορευμένο από τους νικητές του εμφύλιου διχασμού. Παράλληλοι δρόμοι μια άλλης εποχής που δεν είχαν κλείσει ακόμα τα εμφύλια τραύματα, τα πάθη και τα αδελφικά μίση. Οι νικητές έγραφαν την δική τους ιστορία οι νικημένοι την δική τους εκδοχή. Και το τίμημα όπως πάντα, σε τέτοιες αφυδατωμένες από ελευθερία και δημοκρατία καταστάσεις την πληρώνει ο ανώνυμος λαός εντεύθεν κακείθεν των ιδεολογικών συνόρων και πολιτικών επιλογών. Διχασμένο το κοινωνικό σώμα, διχασμένο και το σώμα της λογοτεχνίας και της τέχνης με ολέθρια αποτελέσματα ακόμα και σήμερα. Το περιοδικό «ΕΠΟΧΕΣ» των επόμενων δεκαετιών ήταν η απάντηση των μη μαρξιστών και κομμουνιστών συγγραφέων και διανοουμένων στην λογοτεχνική «προπαγάνδα» της «Επιθεώρησης Τέχνης». Η Ιστορία, ακόμα αναμοχλεύεται και γράφεται στην πατρίδα μας. Να συμπληρώσω επίσης, ότι η γνωριμία με τις κρίσεις, τις θέσεις και απόψεις του Δημήτρη Ραυτόπουλου πάνω σε θέματα της επικαιρότητας και ζητήματα της λογοτεχνίας, τους κώδικες ερμηνείας της, της προτεραιότητας της μαρξιστικής ιδεολογίας πάνω στο φαινόμενο της γραφής, του λογοτεχνικού έργου και τελικού προϊόντος, εκ μέρους μου, γίνεται και με τους εξής ακόμα τίτλους βιβλίων του: 1)«ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ», εκδ. Στοχαστής 1987, σελ. 209, δραχμές 700. Ο τόμος περιέχει κείμενα για την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, την επανάσταση και την ουτοπία, την δημοκρατία. Απαντήσεις του σε αρνητικούς σχολιασμούς του κομματικού οργάνου,-του άλλου κκε- του Ριζοσπάστη που ο Ραπτόπουλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Η Αυγή» και «Η Απογευματινή». 2) «ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ», εκδόσεις Καστανιώτη 1985, σελίδες 230. Ο τόμος που ο τίτλος του ανακαλεί στην μνήμη έναν ανάλογο τίτλο βιβλίου του Μάριου Πλωρίτη, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο,  χωρίζεται σε τέσσερες ενότητες: «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-1. Συζητήσεις και πολεμική στο χώρο της Αριστεράς», «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ -2. Το πρόσωπο του ολοκληρωτισμού». «ΤΟ ΚΑΡΟΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ», και «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ». Που περιλαμβάνει τα κεφάλαια: (Ο Μαγιακόβσκι στο αναμορφωτήριο.-Φάντασμα στο διυλιστήριο.-Ντοστογιέφσκι- Όργουελ.- Από το σταλινικό σχολαστικισμό στις «Σικ» Ιδέες του κ. Γκαρωντύ). 3)Το «ΚΡΙΣΙΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», εκδόσεις Καστανιώτη 1986, σελίδες 312. Περιλαμβάνει κείμενά του για (Την Λογοτεχνία Σήμερα.- Το έργο του Στρατή Τσίρκα.-του Δημήτρη Χατζή.- του Άρη Αλεξάνδρου. Επίσης την ενότητα- «Μάχες κερδισμένες και χαμένες» που εξετάζει τα έργα των: Μέλπω Αξιώτη, Νικηφόρου Βρεττάκου, Αντώνη Σαμαράκη, Λιλή Ζωγράφου, Μένη Κουμανταρέα, Τάσου Λειβαδίτη, Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, Γιώργου Χειμωνά, Περικλή Κοροβέση. Ακολουθεί το κεφάλαιο- «ΟΙ ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΙ. Με κείμενα για τον Χρήστο Καραγιάννη, Γιάννη Μανούσακα, Στρατή Αναστασέλλη, Γιώργου Καραμάνου. Και οι σελίδες του τόμου κλείνουν με το κεφάλαιο -«ΚΡΙΣΗ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ». Διαβάσουμε δύο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του έργου του γάλλου επαναστάτη για την εποχή του Μαρκήσιου ντε Σαντ και του Μισέλ Τουρνιέ, για το έργο του Ροβινσώνας.  4)Η μελέτη του «ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Ο ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ», εκδόσεις Σοκόλης 1996. Και 5) και το αναγνωστικό μου σεργιάνι στην σκέψη, τις ιδέες, τις θεωρίες, και την κριτική ματιά του πειραιώτη Δημήτρη Ραυτόπουλου, κλείνει με τον τόμο του, «Εμφύλιος και λογοτεχνία», εκδόσεις Πατάκη 2012, σελίδες 392. Ίσως το έσχατο κληροδότημα του πειραιώτη κριτικού στα ελληνικά γράμματα. Ένας τόμος με παλαιότερες δημοσιεύσεις του και κριτικές του προσεγγίσεις στον λογοτεχνικό χώρο συμπληρωμένο με νέους συγγραφείς και ονόματα. Ο πειραιώτης κριτικός έχει μεταφράσει και τίτλους ξένων μυθιστορημάτων.

Είναι πλεονασμός να τονίσουμε ότι τα βιβλία και οι εργασίες του, τα δημοσιεύματά του έτυχαν μεγάλης αποδοχής. Ας αναφέρουμε ελάχιστες φωνές που υποδέχτηκαν την έκδοση των βιβλίων του: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: «Σημεία Στίξεως» εφ. Η Αυγή 12/7/1987. Τάκης Μενδράκος: «Κρίσιμη Λογοτεχνία» εφ. Η Αυγή 22/2/1987. Και Τάκης Μενδράκος: «Η ελεγεία ενός οράματος», εφ. Η Αυγή 2/3/1997, σ. 43, για τον «Άρη Αλεξάνδρου». Ο Χαρτοκόπτης, περιοδικό Αντί τεχ. 887/26/1/2007, σ.63, για την «Αναθεώρηση Τέχνης». Για το ίδιο βιβλίο, Γιάννης Παπαθεοδώρου, περιοδικό Αντί τχ. 153/3, 2007, σ. 56-57. (Προφανώς κάποιο λάθος έχω κάνει στον αριθμό τεύχους που σημείωσα στις σελίδες του περιοδικού). Εφ. Η Καθημερινή 20/1/2013, για τον «Εμφύλιο και λογοτεχνία». Με αφορμή την έκδοση του οσάνω βιβλίου ο κριτικός και συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης στις σελίδες του «Ισόπεδος Διάβασις» στην εφ. Επενδυτής, Σάββατο 19 Κυριακή 20/1/2013 γράφει το κείμενο «Εμφύλιος και Λογοτεχνία» που αναφέρεται στην περίπτωση του Γιάννη Μανούσακα. Για το άτομο αυτό δημοσιεύται και επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία της 3/11/1999, «Μανούσακας και Αριστερά» της Αργυρώς Πολυχρονάκη-Κοκοβλή. Ενώ για το αφιέρωμα του περιοδικού «Ο Μανδραγόρας» τεύχος 30, δημοσιεύται κείμενο στην εφημερίδα Η Εποχή 14/3/2004. Κείμενα του Δημήτρη Ραυτόπουλου διαβάζουμε και στα τεύχη νούμερο 6/6, 1955-7/7, 1955, 8/8,1955, 10/10,1955, 11/11,1955, 12/12, 1955 και 50-51/2,3,1959. Συγκινητικό το διήγημά του «Οι Πελαργοί».

        Ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος επιχειρεί έναν απολογισμό, 40 χρόνια μετά το κλείσιμο του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης»

          Συνέντευξη

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά,

εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Σαββατιάτικη 31/3/2007, σ. 34-35

     Ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος επανέρχεται στο προσκήνιο με το βιβλίο «Αναθεώρηση τέχνης. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» και οι άνθρωποί της» («Σοκόλης», σελ. 240, ευρώ 15, Νοέμβριος 2006).Η μαρτυρία-κατάθεσή του είναι εκ των έσω, καθώς ο 83χρονος διανοούμενος υπήρξε ένας εκ των ιδρυτών της. Φέτος συμπληρώνονται ακριβώς σαράντα χρόνια από τότε που έκλεισε η δικτατορία το ιστορικό περιοδικό της Αριστεράς. Την περασμένη Τετάρτη πραγματοποιήθηκε εκδήλωση αφιερωμένη στον Δημήτρη Ραυτόπουλο, με ομιλητές τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον κριτικό λογοτεχνίας Αλέξη Ζήρα, τον καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας Γιάννη Παπαθεοδώρου και την ιστορικό Αγγελική Κωφού. Ο συνομιλητής μας γεννιέται στο Πασαλιμάνι του Πειραιά, γράφεται στο Χημικό, αλλά δεν το τελειώνει ποτέ, λόγω της εμπλοκής του στην Αντίσταση από τις τάξεις της Αριστεράς. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εξορίζεται σε Ικαρία, Μακρόνησο και Αϊ-Στράτη. Συντάκτης της «Αυγής» από το πρώτο της φύλλο (’52-67) συνδέει την παρουσία του με την προδικτατορική περίοδό της. Κατά την διάρκεια της επταετίας αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, όπου εργάζεται κυρίως στη σύνταξη του Λεξικού Ρομπέρ. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσιογραφεί στην «Απογευματινή» ως επιμελητής τυπογραφικών δοκιμίων. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Οι ιδέες και τα έργα» (1965), «Τέχνη και εξουσία» (1985), «Κρίσιμη λογοτεχνία» (1986), «Σημεία στίξεως» (1987),  «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (1996).

Αρνητική η επίδραση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού

-Στη νεοελληνική λογοτεχνία, από το ’50 και μετά, υπάρχου έργα τα οποία η λογοτεχνική κριτική δεν το έχει προσέξει όσο θα έπρεπε;

«Υπάρχουν. Π.χ., ο Λειβαδίτης μετά τη «Συμφωνία αρ. 1», από το «Νυχτερινό επισκέπτη» (1972) μέχρι τις «Βιολέτες μιάς εποχής» και το τέλος, δεν έχει προσεχθεί, ενώ πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μεγάλη ποίηση μιας ιδιόμορφης εσωτερικότητας, και πνευματικότητας, όπου οι κοινωνικές ιδέες εντάσσονται σε μια μεταφυσική θεώρηση».

-Πώς συνυπάρχουν-γιατί δεν είναι σπάνιο-η ένταξη στον αριστερό πολιτικό χώρο με τη μεταφυσική αγωνία;

«Δεν είναι μια εξωτερική θεωρητική προσέγγιση, αλλά αναζητώντας τον πραγματικό άνθρωπο και τις αγωνίες του, όπου το υπαρξιακό πρόβλημα κυριαρχεί, παίρνει αποστάσεις από την παραδοσιακή αριστερή θεώρηση του ανθρώπινου προβλήματος, που είναι βασικά ταξική και ιστορική και όχι εξωτερική, υπαρξιακή».

-Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός πώς επέδρασε στη λογοτεχνία και στη λογοτεχνική κριτική;

«Νομίζω πώς γενικά επέδρασε αρνητικά. Για να μη μιλάμε αόριστα, π.χ. ο Λουντέμης είναι ένα ταλέντο, αλλά από τη στιγμή που αισθάνεται την υποχρέωση να γράψει σύμφωνα με το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αποτυχαίνει εκατό τοις εκατό».

-Πώς αποδεσμεύεται η αριστερή κριτική από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την κλασική μαρξιστική αντιμετώπιση της λογοτεχνίας;

«Δεν αποδεσμεύεται επαναστατικά, ούτε με θεωρητική σαφήνεια, αλλά σταδιακά και εξελικτικά. Σε πρώτο στάδιο πάντα (και αυτό καθρεφτίζεται στην «Επιθεώρηση Τέχνης») αντιμετωπίζονται ακραίες, δογματικές και βάναυσες απόψεις, όπως εκείνες για τη λεγόμενη «ποίηση της παρακμής»: Καβάφης, Καρυωτάκης, Βάρναλης-και όπως η πίεση για «κομματικότητα» της λογοτεχνίας. .»Από την ίδια ιδεολογική και μεθοδολογική αφετηρία ο Τσίρκας αντιμετωπίζει τον Καβάφη πολύ διαφορετικά από τους προηγούμενους (Κορδάτος, Αυγέρης, Παπαϊωάννου κ.λπ.). Αλλά ο αντιδογματισμός του Τσίρκα δεν λύνει την προκατάληψη της αριστερής κριτικής απέναντι στο φαινόμενο Καβάφης και καταλήγει ουσιαστικά σε διχοτόμησή του: ο αποδεκτός και μάλιστα προοδευτικός Καβάφης είναι ο ιστορικός, ο ηθικός, ο διδακτικός, ο Καβάφης μέχρι το 1911. Απορρίπτεται η μετά το όριο αυτό ποίηση του Καβάφη, δηλαδή η αισθητική, η ερωτική, η καθαρά προσωπική».

-Και σκεφτείτε ότι ο Τσίρκας θεωρείται από τις φωτεινές περιπτώσεις.

«Ο Τσίρκας στη λογοτεχνία τη δική του έχει ένα άλμα προς το μοντερνισμό, μοναδικό για το πεζογράφο της εποχής, αλλά και παρουσιάζει μια κριτική του δογματισμού και των αγωνιστών ηθών στο Κομμουνιστικό Κόμμα, προωθημένη ακόμη και σε σύγκριση με τα ανοίγματα που επέτρεψε το 20ο  Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956)».

Η απαξίωση του περιοδικού

-Η «Επιθεώρηση Τέχνης» σ’ όλα τα παραπάνω τι ρόλο έπαιξε;

«Η συντακτική ομάδα του περιοδικού, χωρίς να έχει απορριπτική θέση, θεωρητικά τουλάχιστον για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, διαφοροποιείται από την επίσημη άποψη και από τα προηγούμενα περιοδικά της Αριστεράς εμπράκτως.

»Απορρίπτει κείμενα ατάλαντα που εντάσσονται στο ζντανοβικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την «κομματικότητα της λογοτεχνίας», και αρνείται τη δημοσίευσή τους, παρά τις υποδείξεις άνωθεν. Με την κριτική αντιμετωπίζει απαξιωτικά ως παραλογοτεχνία βιβλία σοσιαλιστικού ρεαλισμού και για το αδίκημα αυτό επισύρει την μήνιν των κομματικών γραφείων. Δημιουργείται ένα πνεύμα εχθρικό απέναντι στο περιοδικό, που φτάνει ως το μποϊκτάζ, ως την ύβρι κι άλλες μορφές δυσμένειας».

-Έχετε κάνει λάθη σε κριτικές σας;

«Δεν υπάρχει κριτική χωρίς λάθος. Κατά μία άποψη μάλιστα, όλη η κριτική (η «κριτική» κριτική) είναι συνολικά λάθος. Εγώ έχω γράψει πολλά πράγματα, τα οποία θα ήθελα να διορθώσω, όπως ορισμένες εκτιμήσεις μου για το βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα «Η μαθητευόμενη των τακουνιών» ή για τον Γιάννη Μπεράτη, αλλά δεν αναγνωρίζω ως λάθος αλλά, τα όποια μου έχουν κατά καιρούς καταλογίσει, όπως η κριτική της αριστερής παραλογοτεχνίας και η άλλη της «μαύρης πολιτικής λογοτεχνίας».

»Εκτός από λίγα γραφτά μου στην «Επιθεώρηση Τέχνης», όπως για τον Καζαντζάκη, για την τριλογία του Τσίρκα συνολικά, για τον Χατζή, για τον Φραγκιά, εγώ θεωρώ σήμερα ως κριτική μου ταυτότητα ό,τι έγραψα μετά τη Μεταπολίτευση, και εντελώς ιδιαίτερα τη μονογραφία μου για τον Άρη Αλεξάνδρου».

 Κυριαρχούν η παραλογοτεχνία και το κυνήγι του φτηνού εντυπωσιασμού

-Σε ποια βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας επιστρέφετε συχνά ως αναγνώστης;

«Από τους κλασικούς μας, στο μεγάλο τρίο Βιζυηνός-Παπαδιαμάντης-Ροϊδης. Και στον Βουτυρά, πολύ. Άλτ! Εδώ. Ξαφνικά βλέπω ότι συμπτωματικά (ή μήπως όχι;) πρόκειται για τους συγγραφείς που έχει υποτιμήσει ο Κ. Θ. Δημαράς. Δεν θέλω να παρεξηγηθεί αυτό που λέω. Θεωρώ τον Δημαρά σπουδαίο γραμματολόγο, τον μεγαλύτερό μας, αλλά όχι γνήσιο κριτικό. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή οι δικές μου αντίθετες προτιμήσεις, ίσως πρέπει να συνδεθούν με την απογαλάκτιση, επιτέλους, από το μαχητικό δημοτικισμό και τις προκαταλήψεις, την απόσπαση από την κλασική έννοια της καλλιγραφίας και του ύφους και προπάντων από την κυριαρχία του πνεύματος της «γενιάς του ‘30».

»Από τους μεγάλους ποιητές μας, Καβάφης σόλο. Και από την ποίηση της γενιάς μου, Λειβαδίτης, Καρούζος. Από την μεταπολεμική πεζογραφία, Τσίρκας («Ακυβέρνητες Πολιτείες»), Χατζής («Το τέλος της μικρής μας πόλης», «Ανυπεράσπιστοι»). Αλεξάνδρου («Το κιβώτιο»), Ταχτσής, («Το τρίτο στεφάνι»), Καχτίτσης, («Ποιοι οι φίλοι», «Η ομορφάσχημη»). Μιλάω για μεταστάντες μόνο».

-Και από τους ξένους συγγραφείς σε ποιους;

«Η ξένη λογοτεχνία είναι απέραντη. Τι να πρωτοδιαλέξεις; Υπάρχουν κορυφές αξεπέραστες, που λέγονται Ντοστογιέφσκι στον 19ο αιώνα. Κάφκα, Τζόις, Προυστ, στον 20ο και ανάμεσά τους, γαλαξίες ολόκληροι: το ρωσικό μυθιστόρημα και διήγημα, οι Άγγλοι Βικτοριανοί (από Ντίκενς ως Θακερέϊ και Στήβενσον-αλλά εγώ προτιμώ τον Τόμας Χάρντι και την Τζώρτζ Έλιοτ), ο γαλλικός ρεαλισμός (Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Σταντάλ), πιο κοντά σε εμάς Μπέκετ, Μιούζιλ, Φώκνερ, Σελίν, Κόνραντ, Σέλμα Λάνγκερλεφ, Ναμπόκοφ, Γκομπρόβιτς. Ομολογώ όμως ότι έναν δεν μπορώ να χορτάσω τον Χάμσουν.

     Από την ξένη ποίηση γυρίζω πιο συχνά σε Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Έλιοτ, Έζρα Πάουντ, Αχμάτοβα. Αν μου επιτρεπόταν σε μια εξορία ή φυλακή να πάρω τρία έργα μαζί μου, θα ήταν ο Όμηρος, Ρεμπώ, Χάμσουν. Όχι Καβάφης, αυτόν θα τον μάθαινα απ’ έξω. Θα δανειζόμουν από τους δεσμοφύλακες Ιούλιο Βέρν».

-Το μυθιστόρημα μπόρεσε να αποτυπώσει τον ταραγμένο 20ο αιώνα;

«Στον 20ο αιώνα κυριάρχησε το μυθιστόρημα. Ήταν φυσικό, με τέτοιες περιπέτειες, ιλίγγους, ναυτία συνειδήσεων και με την υποχρεωτική παιδεία. Μέσα στις κεραυνοβόλες εξελίξεις, αλλάζει ριζικά και το ίδιο το μυθιστόρημα: υποχώρηση της μυθοπλασίας και της αναπαράστασης, απέναντι στην αφαίρεση, στη γλώσσα, στο σημαίνον, από τη μια μεριά και από την άλλη, απέναντι στο βιωμένο και την πραγματικότητα ωμή: εκβάλλουν το ντοκουμέντο, το αλλότριο κείμενο, το βιογραφικό, οι ποιητικοί τρόποι (συμβολισμός, μεταφορά….) το δοκίμιο, οι θεωρίες, ιδίως γλωσσολογικές και δομισμός, η ψυχανάλυση, η πολιτική».

-Και η θέση σας για το σημερινό μοντερνισμό στην πεζογραφία, μετά το μεταμοντερνιστικό πείραμα;

«Ο νέος μοντερνισμός στην πεζογραφία, σήμερα έχει φτάσει σε όριο. Υπάρχει το δεδομένο ότι η αφήγηση στριμώχνεται από παντού. Το παραμύθι δεν είναι πια ούτε προφορικός λόγος (παραδοσιακός) ούτε «ανάγνωσμα». Είναι εικόνα σε κίνηση-από «κομικό» και τηλεοπτικό «σίριαλ» ως βίντεο παιχνίδι».

ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΟΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ

-Δεν εκτιμάται ότι η ζωή ενός λογοτεχνικού βιβλίου έχει μικρύνει πολύ και ότι η λογοτεχνία βρίσκεται σε έκπτωση;

«Από την άλλη μεριά, η ζωή του λογοτεχνικού έργου περιορίζεται από τον καταιγισμό, την πληθώρα, κι αυτά ευνοούν τη «φτωχή τέχνη», το εφήμερο, το κυνήγι του εντυπωσιακού, του δήθεν τολμηρού, αντι-συμβατικού, γαργαλιστικού κ.τ.λ.) Αντίστοιχα η λογοτεχνική ποιότητα πιέζεται προς τον ερμητισμό, μέχρι αυτισμό. Έτσι όμως το πεδίο αφήνεται στην παραλογοτεχνία, που σχεδόν κυριαρχεί, γιατί χάρη στα μίντια και τη δικτύωση με τα εκδοτικά συμφέροντα και τον εσμό, παίρνεται σοβαρά.

«Οι πειραματισμοί στην τέχνη θα υπάρχουν πάντα, είναι αναγκαίοι, όταν μάλιστα σημειώνεται κόρος, από την κοινοτοπία και την κακογραφία. Δημιουργείται σιγά-σιγά ένα νέο «κοινό», εξειδικευμένο, θα έλεγα, αναγνωστικές μειονότητες ευρύτερες από άλλοτε, ένας «ορίζοντας προσδοκιών», επηρεασμένος και από αντανακλάσεις θεωριών και προβληματισμών που εκλαϊκεύονται».

-Μεταξύ εγωτισμού και ερμητισμού και ανοίγματος στο μεγάλο κοινό θα ξεπηδήσει μια άλλη λογοτεχνία;

«Τελικά από όλα αυτά μπορεί να προέλθει ένας συγκρητισμός-το κρη με ήτα- δηλαδή αλληλοεπίδραση, σύνθεση στοιχείων. Διαφαίνεται, νομίζω, μια τάση επιστροφής από τις ακρότητες και το δογματισμό της αυτοπάθειας και της αυτοαναφορικότητας. Αντιθέτως, μια άλλη όψη του μοντερνισμού, πιο ευανάγνωστη, φαίνεται να μονιμοποιείται και να νομιμοποιείται: Είναι το αφήγημα που συγχωνεύει λόγους αλλότριους, από το χρονικό, το βίο, τη γνώση, ως την ποίηση και το δοκίμιο.

Δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να το πούμε νέο ρεαλισμό ή να αποφύγουμε τις συνδηλώσεις…».

-Σύμφωνα με μια θεωρία, ο συγγραφέας «πέθανε». Πώς το βλέπετε;

«Είναι ακατανόητο να πεθαίνει ο συγγραφέας και να επιζεί ο κριτικός…. Μάλλον όμως οι σχετικές προφητείες γέρασαν πριν κυοφορήσουν. Ένα είναι βέβαιο: όχι μόνο δεν «πέθανε» ο συγγραφέας, αλλά αναρριχάται, γίνεται συχνά το κέντρο του έργου του, αυτοβιογραφείται, αυτοερμηνεύεται.

Αλλά η μεγάλη μάχη παρουσίας δίνεται στο πεδίο της δημοσιότητας, στις δημόσιες σχέσεις, στη ζούγκλα της ασφάλτου. Το κακό είναι ότι ο συγγραφέας, μπροστά στη γενική αδιαφορία, αναζητάει τρόπο ύπαρξης έξω από το έργο, επιδιώκει συχνά την ειδωλοποίηση, σαν να προεξοφλεί την αμφίβολη αθανασία με την εικόνα του. Αθανασία εφήμερη εν ζωή… Μόνο που πασχίζοντας να δίνει συνεχώς το «παρών», εκτοπίζει το ίδιο του το έργο, το περιθωριοποιεί. Και το αμελεί, βέβαια».

«Η άρνηση δεν πήγε ποτέ καλά στην Αριστερά»

-Ας αλλάξουμε θέμα, ας έλθουμε στην άλλη διάσταση που σας αποδίδουν, του διανοούμενου της Αριστεράς. Λοιπόν, π.χ. είστε ευχαριστημένος με τη σημερινή εικόνα της Αριστεράς;

«Όχι»

-Γιατί;

«Βλέπω την Αριστερά να παραμένει προσκολλημένη, όπως δείχνει και η τελευταία υποτροπή, στα ίδια της συγχωρεμένης εμμένει  σε λογικές συγκρουσιακές, ντε και καλά, έχει μια ακατανίκητη τάση προς την άρνηση και τη βία που δεν της πήγε καλά ποτέ.

«Ο λόγος της παραμένει μεσσιανικός, σωτηριακός, καταγγελτικός, ανεύθυνος. Ζητάει τα πάντα αυθωρεί και εν ονόματι του τέλειου και του ιδανικού, πού μόνη αυτή κατέχει τη συνταγή του, αρνείται ακόμα και την αναγκαία κατά την κοινή λογική, ακόμα και εκείνα που αυτή η ίδια θα έπρεπε να διεκδικεί. Μηδενίζει τα πάντα, υποστηρίζει κατεστημένα αντί-λαϊκά, προνόμια, συντεχνίες… Το πρόγραμμά της είναι συνονθύλευμα αιτημάτων και λύσεων δια του κρατισμού.

»Εχθρός της είναι η ελεύθερη οικονομία και κατά βάθος η δημοκρατία. (Σε πολλές περιπτώσεις τάσσεται κατά της γενικής μυστικής ψηφοφορίας). Είναι δηλαδή ενάντια στους θεσμούς εκείνους που έχουν δημιουργήσει κοινωνίες ευημερίας και δυνατότητες και βήματα δικαιότερης κατανομής. Αντίθετα ο κρατισμός που υποστηρίζει η Αριστερά, αδιόρθωτη απέτυχε καταστροφικά παντού, έφερε φτώχεια και ανελευθερία, συνδέθηκε άρρηκτα με τον ολοκληρωτισμό. Και υποχώρησε με κατάρρευση και με μεταρρυθμίσεις φιλελεύθερες.».

Ο νεοφιλελευθερισμός

-Η Αριστερά, ιδίως η Ανανεωτική, αναφέρεται στο νεοφιλελευθερισμό ως κάτι αντιλαϊκό, ως απειλή κεκτημένων…

«Νεοφιλελευθερισμό ο αριστερός λόγος εννοεί την ελεύθερη οικονομία. Θέλει να πει ότι επιστρέφουμε στον άγριο φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα, πράγμα, βέβαια, αδύνατον, δεν συνέφερε το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά τι σόι νέο-ή παλαιό- φιλελευθερισμός είναι το Κράτος Πρόνοιας, με κοινωνική ασφάλιση που πάει προς τη γενίκευση, με επιδότηση των ανέργων, με ΕΚΑΣ, όπου οι αγρότες κοντεύουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι (σύνταξη, τιμές ασφαλείας, επιδότηση κοινοτική, αποζημιώσεις θεομηνιών κλπ,) Μια κοινωνία που θέλει να προοδεύσει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί να γίνει κοινωνία με ειδικές ανάγκες, χωρίς κίνητρα δημιουργικής προσφοράς.

«Αντιθέτως, άκρος φιλελευθερισμός (δηλαδή προστασία του ατόμου απέναντι στην εξουσία) είναι, θα έλεγα, ο θεσμός προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Τι λέει επ’ αυτού η Αριστερά με την καραμέλα του φιλελευθερισμού-διαβόλου στο στόμα;

«Τέλος η Αριστερά που μάχεται για ελευθερίες μόνο όπου δεν έχει η ίδια την εξουσία, όπου και τη καταργεί, με τη συμπάθειά της σε πάσης μορφής βίας (από την τρομοκρατία ως το θρησκευτικό φονταμενταλισμό) συμβάλλει σε ένα πράγμα μόνο, στη γιγάντωση και τη νομιμοποίηση στις συνειδήσεις του κατασταλτικού μηχανισμού, των παρακολουθήσεων κ. λπ.».

-Αυτά σημαίνουν ότι η σημερινή κατάσταση για τους πολλούς είναι ικανοποιητική;

«Καθόλου. Αν δεν βελτιώνεται συνεχώς, είναι καταδικαστέα και αποτυχημένη. Περιθώριο βελτιώσεων και εγγυήσεων υπάρχουν, όπως αύριο θα είναι ασφαλώς το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αναγκαία είναι τα μέτρα για τους (πραγματικούς) ανέργους, τους εργαζομένους που πλήττονται από την τεχνολογική πρόοδο, τους νέους και τα ευπαθή στρώματα του πληθυσμού, τους χαμηλόμισθους (λ.χ. τους εμποροϋπάλληλους). Ασφαλώς συνολικά δεν είναι ικανοποιητικό το μερίδιο συμμετοχής των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο.

»Καλό θα ήταν ο υπουργός της Οικονομίας και οι πρωθυπουργοί να μιμηθούν τον Κέινς- τις θεωρίες του οποίου σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζουν. Ο Κέινς ως νέος διανοούμενος ανήκε στον κύκλο του Μπλούμζμπερ της Βιρτζίνια Γουλφ. Και επηρεάστηκε από τις προοδευτικές και ανθρωπιστικές ιδέες του. Ας διαβάζουν τουλάχιστον λογοτεχνία».

Εφημερίδα  Ελευθεροτυπία 31/3/2007

   «Η Αριστερά θέλει να αλλάξει όλον τον κόσμο εκτός από τον εαυτό της»

Ένας από τους τελευταίους σημαντικούς κριτικούς της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας μιλάει για την πρόσφατη συλλογή δοκιμίων του με θέμα τον Εμφύλιο και τις συνέπειές του, για την Αριστερά, τη βία, την κριτική και τον δυτικό πολιτισμό.

Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 20/1/2013, σελ. 4-5 (12,29).

      Η λογοτεχνία μπορεί να διαβάσει καλύτερα τον Εμφύλιο γιατί βλέπει τα ανθρώπινα δράματα, τις συνειδήσεις και τις συμπεριφορές, θα πει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ένας από τους τελευταίους μεγάλους κριτικούς της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Έχοντας βιώσει τις ψυχοφθόρες ιδεολογικές συγκρούσεις στον χώρο του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», ο Δημήτρης Ραυτόπουλος κρίνει αυστηρά την Αριστερά λέγοντας ότι ακόμη και σήμερα παραμένει ένα κλειστό σύστημα, «θέλει να αλλάξει τον κόσμο χωρίς να αλλάξει η ίδια».

     Προσφάτως κυκλοφόρησε η συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Εμφύλιος και λογοτεχνία (Εκδόσεις Πατάκη)που αναφέρονται στην εμπειρία του Εμφύλιου και των συνεπειών του. Κρίνονται έργα που βρίσκονται στον ανθρωπολογικό ορίζοντα του Εμφύλιου όπως εκφράζονται στη λογοτεχνία του Στρατή Τσίρκα, του Δημήτρη Χατζή, του Άρη Αλεξάνδρου, του Αντρέα Φραγκιά αλλά και νεότερων: του Θανάση Βαλτινού, της Ρέας Γαλανάκη, του Μισέλ Φάϊς κ. ά.

-Γιατί επιλέξατε να μελετήσετε τη λογοτεχνική έκφραση του Εμφύλιου;

«Πρώτον, επειδή θεωρώ ότι ο Εμφύλιος είναι η σπορά και η φύτρα των δεκαετιών παρακμής, όχι μόνο πολιτικής βέβαια: γενικευμένη ανομία, θεσμική-εξωθεσμική βία, κιβδηλία, ψέμα, αρπακτικότητα, έξαρση του αντικοινωνικού εγωτισμού κτλ. Δεύτερον, γιατί βλέπω στον Εμφύλιο γενικά τον θρίαμβο του θανάτου, την άρνηση του πολιτισμού με την αποχαλίνωση των ενστίκτων της καταστροφής και της κακουργίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εμφύλιος είναι ολοκληρωτικός πόλεμος. Δεν έχει μέτωπο, δεν έχει «δίκιο», έστω και τυπικό, δεν αναγνωρίζει ουδετερότητα, ούτε βέβαια κριτική. Περνάει μέσα από κάθε ανθρώπινη κοινότητα και σχέση. Τρίτον, πιστεύω ότι η στρατηγική του Εμφυλίου ως κοινωνική επανάσταση είναι ο θάνατος της επανάστασης. Η σταλινική Γ΄ Διεθνής θέλησε την επανάσταση ως γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο. Στρατιωτικοποίησε λοιπόν τα κινήματα, επέβαλε την υποταγή στην κομματική εξουσία, την εγκεφαλική ισοπέδωση και τον εγκιβωτισμό των συνειδήσεων. Τα «μέσα» δεν παραμέρισαν απλώς τον σκοπό, αλλά τον υποκατέστησαν. Δεν υπάρχει πια σκοπός, αυτός επαναπατρίστηκε στην ουτοπία».

-Λέτε κάπου ότι η λογοτεχνία είναι η μόνη που μπορεί να διαβάσει σωστά την Ιστορία. Αυτό όμως δεν είναι έργο των ιστορικών;

«Οι ιστορικοί διαβάζουν τον Εμφύλιο σε διάφορα επίπεδα. Το ανθρώπινο πεδίο δεν ενδιαφέρει τον ιστορικό. Παράδειγμα, στη δίτομη Ιστορία του Εμφυλίου του καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη δεν υπάρχει τίποτε σχετικό. Τίποτε που να αφορά την ανθρώπινη κατάσταση, τα δράματα, τις συγκρούσεις, τις ενοχές-όλο δηλαδή το εσωτερικό χάος που δημιουργεί ο Εμφύλιος. Αυτό μόνον η λογοτεχνία μπορεί να το κάνει. Γιατί χωρίς αυτήν η καταγραφή των γεγονότων είναι ελλιπής και λιγότερο ενδιαφέρουσα. Ακόμη και όταν ο Μαργαρίτης ασχολείται με έναν λογοτέχνη, τον Θανάση Βαλτινό, το κάνει για να τα βάλει μαζί του επειδή δεν συμφωνεί με τη δική του άποψη για τον Εμφύλιο».

-Τον Βαλτινό η Αριστερά τον είχε επικρίνει για τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε τον Εμφύλιο στο μυθιστόρημά του «Ορθοκωστά»….

«Η Ορθοκωστά είναι σπουδαίο έργο, τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για την εξέλιξη της σύγχρονης συνείδησης. Ο Βαλτινός συνδέει τις γενεές του Εμφυλίου με τις επόμενες. Αν διαβάσουμε την Ορθοκωστά πρώτα και μετά την Κάθοδο των εννιά, θα καταλάβουμε καλύτερα το δεύτερο. Θα καταλάβουμε γιατί αυτοί οι νέοι άνθρωποι, οι αντάρτες που κατεβαίνουν προς τη θάλασσα, είναι απομονωμένοι. Γιατί ο λαός τους αποπέμπει, τους κλείνει τις πόρτες. Πρέπει να τελειώσουν κάποτε τα ψέματα, να πούμε όλη την αλήθεια. Η Αριστερά για να είναι Αριστερά πρέπει να ξεκινήσει από την αλήθεια, δεν μπορεί να παραμένει στους μύθους της, στις κλειστές και απαραβίαστες απόψεις της».

-Η Αριστερά σήμερα έχει απελευθερωθεί από το ιδεολογικό εργαλείο της;

«Μπορεί  να έχει αποστασιοποιηθεί από την κλασική μαρξιστική προοπτική και στρατηγική, αλλά δεν έχει απελευθερωθεί κατά τα υπόλοιπα, δηλαδή πνευματικά. Υπάρχουν θέματα που η Αριστερά αρνείται να συζητήσει. Και κατασκευάζει εχθρούς σε όσους λένε κάτι άλλο. Ακόμη και σήμερα η αριστερή κριτική είναι δεσμευμένη στον αυτοματισμό που δημιούργησε η αριστερή ιδεολογία. Δεν ψάχνει, δεν συζητεί. Η Αριστερά παραμένει ένα σύστημα κλειστό. Η παράταξη που θέλει να αλλάξει τα πάντα δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό της. Να προσαρμοστεί στον καιρό της. Ακόμη και οι ταγματασφαλίτες κάποτε απολογούνται. Και τίθεται το ερώτημα: ποιός τους βοήθησε να γίνουν ταγματασφαλίτες; Μήπως η μονοπώληση της Αντίστασης από τους εαμικούς έστειλε κάποιους φτωχούς στα Τάγματα Ασφαλείας;».

-Γράφετε για τη «δημοκρατικότητα» της βίας. Τι σημαίνει;

«Είναι ένα σχήμα λόγου. Θέλω να τονίσω ότι η βία υπάρχει παντού, είναι ίσως η μοίρα του ανθρώπου. Στον Εμφύλιο είναι η γενίκευσή της και η αποθέωσή της. Πολλοί προσπαθούν και σήμερα να υπάρξει. Να φθάσουμε σε εμφύλια βία το αποκλείω. Αλλά κάποιας μορφής εμφυλιοπολεμική βία βλέπω να καλλιεργείται και να καλύπτεται πολιτικά».

-Ποια είναι τα δικά σας εργαλεία στην κριτική;

«Το δικό μου είδος κριτικής κατάγεται από την ερμηνευτική-ιδιαίτερα την κοινωνιοκριτική και τη θεματική, κατά την οποία (δυστυχώς) το νόημα προϋπάρχει. Η δική μου κριτική εξελίσσεται σε μια σύνθεση με την παραγωγή νοήματος του ίδιου του έργου, ιδίως των συνόλων λογοτεχνίας της εποχής μου. Με άλλα λόγια ξεκίνησα από τη μαρξιστική κοινωνιοκριτική, τη λουκατσιανή, που ζητεί στο έργο την αναπαράσταση του κοινωνικού γίγνεσθαι και του συλλογικού φαντασιακού, δηλαδή μια αντανάκλαση της κοινωνικής, ιστορικής πραγματικότητας στο περιεχόμενο του έργου».

-Κάτι τέτοιο δεν είναι και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός;

«Πράγματι, πολύ σύντομα αναγνώρισα ότι αυτή η εξωτερικότητα-το νόημα το δοτό, που έρχεται απ’ έξω-μοιραία οδήγησε στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (κριτικό ρεαλισμό,  κατά τον Λούκατς), οδήγησε δηλαδή στην υποταγή του νοήματος στην ιδεολογία και στις εξουσίες, γενικά στο σύστημα κυριαρχίας; Αν όμως η λογοτεχνία είναι κάτι χρηστικό, τότε είναι άχρηστη, δεν έχει ούτε ελευθερία, ούτε αλήθεια (τη δική της), ούτε ομορφιά. Απευθύνεται στον μαζάνθρωπο, τον κανοναρχεί, του πλάθει μια ψευτοσυνείδηση. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν ανήκει στη λογοτεχνία αλλά στην παραλογοτεχνία. Υπάρχει, ας πούμε, και ένας «καπιταλιστικός» ρεαλισμός, δηλαδή η μαζική κουλτούρα της κατανάλωσης».

-Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην ελληνική λογοτεχνία μεταπολεμικώς, ως σήμερα;

«Δεν νομίζω. Υπάρχουν νεωτερικές γραφές, υπήρχαν όμως και παλαιότερα. Δεν υπάρχει ένα ρήγμα, μια επανάσταση, κάτι που να ξεχωρίζει. Δεν τη βλέπω και στη νεότερη διεθνή λογοτεχνία. Μεγάλοι λογοτέχνες, όπως ο Φιλίπ Ροθ, παραμένουν σε μια ρεαλιστική γραφή ακόμη και όταν φτιάχνουν φανταστικές ιστορίες-όπως στη Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής. Υπάρχουν και οι πρωτοπορίες και θα υπάρχουν πάντα. Το μοντέρνο, η μη ρεαλιστική, μη ιστορική, μη παραδοσιακή γραφή θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Από την άλλη μεριά, η λογοτεχνία που περιορίζεται στην αυτοαναφορά περιορίζει τη λογοτεχνία σε έναν μικρό κύκλο και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην τηλεόραση, στην αισθηματική λογοτεχνία, στην παραλογοτεχνία. Ακόμη και στην αστυνομική λογοτεχνία, όπου το μυστήριο έγκειται στην ανακάλυψη του δολοφόνου και όχι στην κατανόηση του κειμένου».

-Μήπως πλέον ο κόσμος διαβάζει λιγότερο;

«Η Πολιτεία των Γραμμάτων, όπως έλεγαν παλιά οι Γάλλοι, θα υπάρχει πάντα. Δεν μπορεί όλος ο λαός να ανήκει σε αυτήν’ μακάρι να ήταν έτσι, αλλά δεν μπορεί. Ωστόσο η λογοτεχνία δεν χρειάζεται να υψώνει τείχη ανάμεσα στον κόσμο και σε αυτήν».

-Ακούγονται φωνές ότι κινδυνεύει ο δυτικός πολιτισμός. Τις συμμερίζεστε;

«Είμαι πιστός στον πολιτισμό του Διαφωτισμού. Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο. Ακόμη και μακρινές λογοτεχνίες, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, είναι επηρεασμένες από αυτόν. Ο δυτικός πολιτισμός περιέχει αξίες όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, που δεν είναι ξεπερασμένες. Δεν μπορεί να είσαι μόνο με αυτά ικανοποιημένος, πρέπει να ζητείς τη διεύρυνσή τους. Περνάνε κρίση οι αξίες του δυτικού πολιτισμού αλλά παραμένουν. Αν εναλλακτική λύση είναι η μουσουλμανική ιδεολογία, τότε η σχέση μας με αυτούς είναι όση η σχέση του ήλιου με το απόλυτο σκοτάδι».

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 28 Μαϊου 2021

ΥΓ. Και μια που βρισκόμαστε στο κλίμα της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών, θα ήθελα να κάνω μια απλή ερώτηση στις διοικήσεις των λογοτεχνικών σωματείων, της εταιρείας συγγραφέων, των εταιρειών της ελληνικής λογοτεχνίας. Τι θα τους στοίχιζε να πίεζαν τους εκλεγμένους βουλευτές μας, και μάλιστα αυτούς που θέλουν να αποκαλούνται αριστεροί και προοδευτικοί να βρίσκονταν 10 ελεύθερες και ακηδεμόνευτες βουλευτικές ψήφοι ώστε να περνούσε το νομοσχέδιο να ψήφιζαν όλοι οι Έλληνες του Εξωτερικού. Της ελληνικής διασποράς; Τόσο πολύ θέλουν να δούν το όνομά τους σε αριστερά έντυπα, να ακούσουν την φωνή τους σε κόκκινα ραδιόφωνα, να τους κάνουν στην δημόσια τηλεόραση ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα; Εκτός και αν οι έλληνες πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενεάς, δεν διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Άρα, γιατί να ενδιαφερθούν οι εδώ πνευματικοί δημιουργοί μας.

Κυρία Φώφη, κράτα σε παρακαλώ το Φανάρι άσβεστο. "Να τον φωτίσουμε τον ήλιο...."

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου