Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Ο έλληνας πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου με τα μάτια τριών ελλήνων λογίων

 Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Δημάκος, ο ποιητής Αντώνης Ζαρίφης και ο θεατράνθρωπος Κωστής Μπαστιάς γράφουν για τον πολιτικό Αλέξανδρο Παπαναστασίου

                ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ   ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

              (Τρίπολη 8/7/1876-Αθήνα 17/11/1936)

 

                    Α.  ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

     Οι σκιτσογράφοι των εφημερίδων τον παρουσιάζουν με την σημαία του επαναστάτου. Όταν κάμετε την γνωριμία του ίδιου, στοιχηματίζετε ότι δεν έχετε ιδή πιο ήσυχο κι’ απλό άνθρωπο. Έτσι τον ξεύρουν όσοι έτυχε να συναντήσουν στο δρόμο-και αυτό συμβαίνει καθημερινώς σε πολλούς-τον αρχηγό του Αγροτοεργατικού Κόμματος κ. Αλέξανδρον Παπαναστασίου. Απλός στην εμφάνιση, με το κλασικό πειά λιγνό μπαστουνάκι του στο χέρι κάνει την βόλτα του στους αθηναϊκούς δρόμους, όπως όλοι οι άνθρωποι. Κι’ αυτό γίνεται είτε είναι στα «πράμματα», είτε όχι. Ο κ. Παπαναστασίου είναι ένας από τους λίγους πολιτικούς-ίσως ο μόνος-που δεν έχει «εχθρούς». Η απλότης του όμως αυτή έχει γίνει αφορμή να δημιουργηθούν, πολλές φορές, ένα σωρό παρεξηγήσεις, και ο αρχηγός του Αγροτοεργατικού να βρεθή πρό αδιεξόδου.

     Τον Μάρτιο του 1924, ύστερα από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, έγιναν στην Ακρόπολη οι γιορτές προς τιμήν του Βύρωνος. Ήταν ένα βράδυ με πανσέληνο, που ανέβηκαν στον Ιερό Βράχο οι επίσημοι και πολύς κόσμος. Οι πρώτοι, όπως συνήθως, έφθαναν ως τα προπύλαια με πολυτελή αυτοκίνητα, οι παρατεταγμένοι, για την τήρηση της τάξεως χωροφύλακες-δεν υπήρχε τότε Αστυνομία Πόλεων-χαιρετούσαν και ο καθένας πήγαινε στη θέση του. Ο κ. Παπαναστασίου, πρωθυπουργός την εποχή εκείνη, είχε λιγάκι αργήσει. Όλοι τον επερίμεναν για ν’ αρχίση η γιορτή. Εκείνος πάλι, αντί να πάρη αυτοκίνητο , όπως και οι άλλοι επίσημοι, προτίμησε να μην αλλάξη σύστημα, κι’ επήγε με τα πόδια. Ντυμένος απλά χώθηκε στο πλήθος. Όταν όμως έφθασε στα προπύλαια, ο σκοπός, πού δεν τον είδε να φοράη ψηλό καπέλο, τον σταμάτησε:

     -Πού πάς; Απαγορεύεται! Του είπε.

     -Μά…. Διεμαρτυρήθη ο κ. Παπαναστασίου.

Ο φρουρός ήταν ανένδοτος.

     -Δεν έχει μα και ξεμά!... Απ’ εδώ μόνον οι επίσημοι περνάνε.

     Ο κ. Παπαναστασίου είδε ότι έπρεπε να κάμη χρήσιν του αξιώματός του.

     -Πρόεδρος της Κυβερνήσεως! Είπε κι’ ετοιμάσθηκε να περάση. Αλλ’ ο σκοπός που εφαντάσθηκε ότι επρόκειτο για «κόλπο» επιτηδείου, τον σταμάτησε θυμωμένος.

     -Ά, ρε σαχλαμάρα!

     Και τον έσπρωξε. Έγινε φασαρία, επενέβη ο μακαρίτης Αραβαντινός-υπουργός τότε-και έτσι μόνον… επετράπη η είσοδος στον πρωθυπουργό!

     Ο κ. Παπαναστασίου μένει στο σπίτι της αδερφής του κυρίας Λοπρέστη. Το ιδιαίτερο του γραφείου του, μιά μικρή κάμαρα, είναι απέναντι από το μαγειρείο. Επάνω στο τραπέζι οι φωτογραφίες του ποιητή Κ. Χατζοπούλου και του ζωγράφου Κώστα Παρθένη. Βιβλία άφθονα και ποικίλα. Οικονομολογικά και κοινωνιολογικά συγγράμματα, μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές.

     -Πώς περνάει τις ώρες του ο κ. Πρόεδρος;

     -Τίποτα το τακτικό! Αποκρίνεται η κ. Λοπρέστη.

     Καμμία τάξις. Δηλαδή; Να, δεν έχει ωρισμένην ώρα φαγητού, ύπνου κλπ. Απ’ αυτής της απόψεως ο κ. Πρόεδρος είναι εντελώς «μποέμ». Πότε σηκώνεται ενωρίς και πότε αργά. Άλλες φορές πάλι τρώγει έξω. Τις ώρες που βρίσκεται σπίτι ή διαβάζει-αν δεν έχει καμμιά άλλη δουλειά επείγουσα-ή κάθεται και ακούει το ραδιόφωνο πού εγκατέστησε τελευταίως. Δεν θα ήταν μάλιστα αδιακρισία αν σημειώσουμε ότι το ραδιόφωνο, με το οποίον ο κ. Πρόεδρος περνάει τόσες ώρες  ευχάριστες, επειδή δεν είχε εξοφλήση τον λογαριασμό του μονομιάς, το πληρώνει με δόσεις!...

     Και μιά και έγινε λόγος περί «μποεμισμού», δεν πρέπει να παραλειφθή και η εξαιρετική αγάπη του κ. Παπαναστασίου προς τους ανθρώπους των Γραμμάτων και του Θεάτρου. Με λογοτέχνας και ηθοποιούς κάνει τακτικά παρέα, παρακολουθεί παραστάσεις, συναυλίες κ. ά.

     Ένα μεσημέρι ο κύρ-Αλέκος-όπως τον αποκαλούν οι συγχωριανοί του Λεβιδιώται- συνηντήθη στην οδόν Σταδίου με τον διηγηματογράφον κ. Βουτυρά.

     Τι γίνεσαι Δημοσθένη; Ρώτησε.

     -Άς τα λέμε καλά, κύριε Πρόεδρε.

     -Βρέ, άς τα προεδριλίκια! Διέκοψεν ο κ. Παπαναστασίου. Πού πάς; Να σε συνοδεύσω!

      Και έχοντας πλάϊ του τον κ. Βουτυρά έφθασεν ως την Ομόνοια, όπου και εχωρίστηκαν σαν καλοί φίλοι.

--

     Επί Οικουμενικής Κυβερνήσεως, τα υπουργεία Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας εστεγάζοντο στο ίδιο οίκημα.  Τα γραφεία των δύο υπουργών-ο κ. Παπαναστασίου ήτο υπουργός της Γεωργίας και ο κ. Γ. Μερκούρης υπουργός της Εθνικής Οικονομίας-ήσαν το ένα πλάϊ στ’ άλλο. Μιά μέρα μπήκε στο γραφείο του κ. Παπαναστασίου ένας άγνωστος. Ο άνθρωπος ενόμιζεν ότι έχει απέναντί του τον κ. Μερκούρη κι’ άρχισε τις διαμαρτυρίες.

     -Κύρ-Γιώργη, έτσι είπαμε; Τα φτιάσατε με τους δημοκρατικούς;

     Ο κ. Παπαναστασίου εκατάλαβε φυσικά την παρεξήγηση κι’ άρχισε να γελάη. Έπειτα άνοιξε την θύρα του γειτονικού γραφείου, όπου έμενεν ο κ. Μερκούρης και παρουσιάζοντας τον άγνωστο είπε:

     -Πάρτονε’ είνε δικός σου!

--

     Χαρακτηριστική είναι η αφηρημάδα του αρχηγού του Αγροτοεργατικού Κόμματος. Πολλές φορές γράμματα, πού πρόκειται να ταχυδρομηθούν επειγόντως, μένουν στην τσέπη του για καιρό. Η αδερφή  του, κ. Λοπρέστη, πού ξέρει την αφηρημάδα του είνε αναγκασμένη να του θυμίζη υποθέσεις του και να φροντίζη για την κάθε του ανάγκη.

      Χρήματα ο κ. Παπαναστασίου δεν παίρνει μαζύ του, παρά ελάχιστα. Τον μισθό του τον εισπράττει η κ. Λοπρέστη. Έτσι μιά φορά που επρόκειτο να πάη σε κάποιο επίσημο χορό, αφού εντύθηκε κι’ ήταν έτοιμος να φύγη, γύρισε κι’ είπε στην αδερφή του:

     -Δεν μου δίνεις και κανένα τάλληρο για την γκαρνταρόμπα;

     Ήταν πάλι επί Οικουμενικής, όταν έγιναν στην Πάτρα τα εγκαίνια των αρδευτικών έργων του Γλαύκου. Στα εγκαίνια θα επήγαιναν πολλοί υπουργοί, μεταξύ των οποίων και ο κ. Παπαναστασίου. Οι επίσημοι θα έφευγαν ατμοπλοϊκώς. Ο κ. Παπαναστασίου, συνοδευόμενος από τον ιδιαίτερό του και συγγενή του κ. Κώστα Παπαναστασίου, κατέβηκε στον Πειραιά. Κι’ αυτή τη φορά εθεώρησε περιττό να φορέση επίσημο ένδυμα. Έτσι στη βάρκα που μπήκε, κανένας από τους δυό ναυτικούς που τραβούσαν κουπί δεν εφαντάσθη ποιος ήταν ο πελάτης των. Και ενώ  η βάρκα επλησίαζε προς το βαπόρι, ο ένας από τους θαλασσινούς δεν μπόρεσε να κρατηθή:

     -Πάνε κι’ αυτοί οι νερόβραστοι να κάνουνε γιορτές! Είπε για τους επισήμους που επιβιβάζοντο. Αν βγάλης τον Παπαναστασίου, οι άλλοι είναι να τους βάλω στη βάρκα μου και να τους γυρίσω πίσω! Τί λές και σύ;

     -Σωστά-σωστά! Απάντησε γελώντας ο κ. Παπαναστασίου.

--

     Την αγάπη του στους «λογίους», ο κ. Παπαναστασίου την εκδηλώνει και εμπράκτως.

     Έτσι εβοήθησε κάποιο νεαρό ποιητή να τυπώση μιά συλλογή ποιημάτων του.

      Κι’ όταν το βιβλίο του εκυκλοφόρησε, του είπε:

     -Στείλε μου καμμιά εικοσαριά τεύχη!

     Ο νέος ποιητής την άλλη μέρα έπαιρνε σ’ ένα φάκελο το αντίτιμο των βιβλίων.

--

     Είναι προληπτικός ο αρχηγός του Αγροτοεργατικού Κόμματος: Έτσι φαίνεται. Να, και μιά απόδειξις. Το ημερολόγιο του γραφείου του δείχνει…. Ιούνιο του 1924! Είναι η ημερομηνία της πτώσεως της Κυβερνήσεώς του. Η Κυβέρνησις Παπαναστασίου κατεψηφίσθη εξ αφορμής μιάς μαγκουριάς, την οποίαν κατέφερεν ο κ. Κολιαλέξης εναντίον βουλευτού άλλης ομάδος.

--

     Η ατμόσφαιρα της ταβέρνας είναι λίαν συμπαθής εις τον κ. Παπαναστασίου. Εκεί κάνει παρέα με λογίους ή άλλους φίλους του. Η πιό αγαπημένη του ταβέρνα είναι του Κούφαλη, στην οδόν Καλλέργη. Κρασί όμως πίνει λίγο. Αλλ’ αυτό αρκεί γιά νάρθη στο κέφι. Κι’ ίσως να μην έχη άδικο ο Λέαντρος-ο τετραπέρατος βοηθός του Κούφαλη-όταν λέγει:

     -Ο κ. Πρόεδρος μεθάει με…. τον αέρα!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΑΚΟΣ

ΟΙ ΕΞΕΧΟΝΤΕΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ (ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ).

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ. Κυριακή 1 Ιουλίου 1924, σελ. 13-17.

  ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ» ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

      Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου δεν είναι μιά «στερεότυπη» σελίδα της πολιτικής μας ιστορίας. Πρόκειται για μιά φυσιογνωμία πολυδιάστατη, που αν και αποτελεί «παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητά του», για να θυμηθούμε και το στίχο του Οδυσσέα Ελύτη.

     Ο Αλ. Παπαναστασίου γεννήθηκε το 1876 στην Τρίπολη, τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του Παναγιώτης-διδάκτωρ φιλοσοφίας-υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης. Μετά από πολύχρονες σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Παπαναστασίου θα γυρίσει στην Ελλάδα το 1907, όπου θα δραστηριοποιηθεί στο χώρο της πολιτικής.

     Το πρώτο «κοινωνικοπολιτικό» του στίγμα ο Παπαναστασίου θα μας το δώσει το 1908 όταν μαζί με τον Κ. Τριανταφυλλόπουλο και τον Αλ. Δελμούζο θα συντάξει και θα υπογράψει ένα κείμενο διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβέρνηση Θεοτόκη για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Ο τότε υπουργός Παιδείας θα καλέσει σε απολογία το Γενικό Γραμματέα του Πανεπιστημίου Κωστή Παλαμά, προσωπικό φίλο του Παπαναστασίου, γιατί γράφει τα ποιήματά του στη Δημοτική…

     Την ίδια χρονιά θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση της περίφημης «Κοινωνιολογικής Εταιρείας». Οι καταστατικές αρχές αυτής της Εταιρείας αντανακλούν σίγουρα την πολιτικο- κοινωνική συνείδηση του Παπαναστασίου και τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των πεποιθήσεών του. Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθούμε στο άρθρο (1 παρ. Ι) που μας λέει ότι σκοπός της ίδρυσης της εταιρείας είναι «Να υποβοηθήσουμε τάς  φιλοσοφικάς, κοινωνιολογικάς και οικονομικάς μελέτας και να τας εκλαϊκεύση».

     Κατ’ αρχή, λοιπόν, άμεση επιδίωξη της ¨Κοινωνιολογικής Εταιρείας» ήταν η απλούστευση της κοινωνικής γνώσης για να μπορεί να συμμετάσχει στον κοινωνικό- πολιτικό προβληματισμό όλο και περισσότερος λαός, έτσι ώστε ο λαός αυτός, αποφεύγοντας τους πατερναλισμούς, να συνειδητοποιηθεί, εμβαθύνοντας στο πολιτικό περιβάλλον της εποχής και να περάσει αβίαστα στη διαδικασία των διεκδικήσεων», όπως έμμεσα περιγράφονται στα επόμενα καταστατικά άρθρα της Εταιρείας. Στην παρ. ΙΙ του άρθρου 1, εδάφιο α. αναφέρεται ότι: «Σκοπός της πολιτείας είναι η δι’ όλα τα μέλη της Κοινωνίας εξασφάλισις και προαγωγή εξ ίσου ευνοϊκών συνθηκών προς ανάπτυξιν της προσωπικότητός των». Εδώ φαίνεται η ευαισθησία του Αλ. Παπαναστασίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Βέβαια η ανθρωπιστική διάσταση του Παπαναστασίου- θα «αποτυπωθεί»-στο Σύνταγμα του 1927, που προερχόταν από το «θνησιγενές» Σύνταγμα του 1925, του οποίου ήταν ο κύριος εμπνευστής. Άρθρο σχετικό με την απαραβίαστη ανάπτυξη της προσωπικότητας περιλήφθηκε και στο Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται συγκεκριμένα για το άρθρο 5, όπου και αναφέρεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

     Στο άρθρο 1, παρ. ΙΙ, εδάφιο β΄ του ίδιου καταστατικού της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας»: «Προς επίτευξιν του σκοπού τούτου, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί τελείως αν μη καταστώσι κοινά τα μέσα παραγωγής και ρυθμιστεί η διανομή του πλούτου αναλόγως των αναγκών εκάστου, πρέπει να μεταβάλλεται βαθμιαίως ο οικονομικός και πολιτειακός οργανισμός, κατά το εκάστοτε δυνατόν μέτρον, αδιαφόρως προς την εκ τούτου βλάβην των ατομικών συμφερόντων ωρισμένων προσώπων ή τάξεων».

      Είναι εμφανής οπωσδήποτε η επίδραση της Μαρξιστικής θεωρίας στις «θέσεις» που διατύπωσε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου μέσα από τις καταστατικές διατάξεις της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας». Γιατί, ως γνωστόν, ο Κομμουνισμός, στην εξέλιξή του, περνάει δύο φάσεις: τη φάση του σοσιαλισμού, όπου επικρατεί η αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του» και τη φάση του κομμουνισμού, όπου επικρατεί η αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Άρα στις καταστατικές αρχές της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» και στις Μαρξιστικές αρχές υπάρχει αναμφίβολα σε πολλά σημεία μιά ταυτότητα. Όμως για να δούμε πιό φανερά τη Μαρξιστική αυτή επίδραση θα πρέπει να ανατρέξουμε σ’ ένα άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σκρίπ», στις 8/4/1910 με τίτλο «Το Θεσσαλικό ζήτημα». Εκεί σχολιάζει με κριτικό πνεύμα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Γράφει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας εις κανένα κράτος δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι απεριόριστον απέναντι του γενικώτερου συμφέροντος’ είναι ιστορικόν προϊόν το οποίον δύναται φυσικά να καταργηθεί υπ’ αυτής της δυνάμεως, η οποία το εδημιούργησε, υπό της Πολιτείας».

     Βέβαια αν σ’ όλες τις παραπάνω νύξεις βαραίνει το ιδεαλιστικό στοιχείο, αυτό που έκανε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου να ταυτίζει-δίκαια-το σοσιαλισμό με την κοινωνική δικαιοσύνη, ο ιδεαλισμός αυτός δεν τον εμπόδισε όμως να βλέπει με ρεαλισμό τα πράγματα και να ασκεί κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις.

      Γράφει, λοιπόν, στον «Ανεξάρτητο», στις 26-29 Μαϊου του 1936, στο άρθρο «Το Κ.Κ. και ο κίνδυνος του Φασισμού»: «….» «Όπως και άλλοτε έγραψα εις το κομμουνιστικόν κόμα, ο αγών κατά του φασισμού δύναται να διεξαχθεί επιτυχώς από τα κόμματα τα οποία είναι εναντίον κάθε δικτατορίας και αυτής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Διότι άλλως ημπορεί να αντιταχθεί ευκόλως ότι δεν είμεθα ειλικρινείς όταν υπερασπίζωμεν τας δημοκρατικάς ελευθερίας, μόνον εφ’ όσον πρόκειται να εμποδίσωμεν την επικράτησιν των άλλων και ότι αντιθέτως τας καταπατούμεν, όταν πρόκειται ημείς να επικρατήσωμεν, ότι είμεθα εναντίον των διώξεων και της ωμής βίας μόνον όταν στρέφονται εναντίον μας και είμεθα έτοιμοι να εφαρμόσωμεν τα σκληρότερα μέτρα, όταν πρόκειται να επιβάλωμεν τα ιδικάς μας ιδέας, όπως έγινεν εις την Ρωσίαν».

      Οι πεποιθήσεις του για τα εκπαιδευτικά πράγματα θα σηματοδοτηθούν από δύο πολιτικές πράξεις, αρκετά εύγλωττες:

     Το 1917 θα εισηγηθεί στη Βουλή την ψήφιση του νόμου 980 για την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και τη μετατροπή του σε Ανώτατη Σχολή, ενώ το 1926 θα ιδρύσει το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το δεύτερο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας.

      Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου το 1922 συντάσσει και δημοσιεύει το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», στο οποίο εκφράζεται η αντίθεσή του για την επαναφορά του Κωνσταντίνου από την κυβέρνηση Γούναρη. Η σύνταξη αυτού του μανιφέστου θα του στοιχίσει μιά καταδίκη σε 3 χρόνια φυλακή. Στις 24.3.1924, ως πρωθυπουργός, θα αφορίσει το θεσμό της Μοναρχίας και θα τον θεωρήσει ως «θεσμόν απηρχαιωμένον, εις τον οποίον εδόθη μεσαιωνικόν περιεχόμενον. Με την Δημοκρατίαν αποδίδεται η Ελλάς εις τους Έλληνες, ασφαλίζονται αι ελευθερίαι των, ικανοποιείται η τιμή του περιφρονηθέντος έθνους και επιβάλλεται εις όλους ως υπέρτατος νόμος η υποταγή ενός εκάστου εις την σωτηρίαν, εις το συμφέρον του συνόλου…»

     Στις 13 Απριλίου του ίδιου χρόνου, μετά από Δημοψήφισμα, το πολίτευμα της Ελλάδας θα γίνει Αβασίλευτη Δημοκρατία….

      Το θέμα «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» δεν εξαντλείται στα πλαίσια ενός αποσπασματικού σημειώματος, που αποσκοπεί να τον παρουσιάσει όχι με «επετειακό χρώμα», αλλά να αγγίξει και να ανατάμει όσο γίνεται πιο ουσιαστικά τόσο τον πολιτικό του λόγο, όσο και την πολιτική του πράξη. Για να προχωρήσει όμως κανένας σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη γύρω από την πολιτική φυσιογνωμία του Αλ. Παπαναστασίου θα πρέπει να συνεκτιμήσει δύο καθοριστικά γεγονότα:

     1.Τίς πολιτικοκοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, απ’ όπου θα συμπεράνει την προωθημένη πολιτική σκέψη του Παπαναστασίου. Και:

      2.Τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μιά άλλη μεγάλη μορφή της πολιτικής ιστορίας του τόπου μας, που σίγουρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προβολή των ιδεών του Αλ. Παπαναστασίου αλλά και στην ουσιαστική πολιτική του δράση.

     Πάντως ο Γεώργιος Παπανδρέου, το 1951, στον εορτασμό των 25 χρόνων από την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, έδωσε τις σωστές διαστάσεις των δύο ανδρών λέγοντας ότι: «ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησε εις την Ελλάδα το Έθνος και το Κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και κοινωνικόν χαρακτήρα».

ΒΙΒΛΙΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.., «Αναφορά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου». Έκδοση Μορφωτικού Ινστιτούτου Αγροτικής Τραπέζης.

2., «Νίκος Καστρινός: «Αλ. Παπαναστασίου, ο Αναμορφωτής και η Δημοκρατία». Εκδόσεις Μπούρου 1975.

3., «Νίκου Κ. Αλεβιζάτου: «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία». Εκδόσεις Αντ. Α. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτινή 1981.

4., Σύντομο Κοινωνικοπολιτικό Λεξικό. Εκδόσεις «Σύγχρονης Εποχής».

5., Περιοδικό «Αντί» τεύχος 342 (Άρθρο της Κας Μαραγκοπούλου).

6., Αριστ.Ι. Μάνεσης-Γ. Παπαδημητρίου: «Το Σύνταγμα 1975/1986».Έκδοση Σάκκουλα 1986.

ΑΝΤΩΝΗΣ  Α.  ΖΑΡΙΦΗΣ

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τεύχος 39-40/ Άνοιξη 1987, σελίδες 23-26.

       ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ   ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

     Με τον αρχηγό του Εργατικού και Αγροτικού Κόμματος ,(1) τον κύριο Αλέξανδρο Παπαναστασίου, θα περίμεναν οι αναγνώστες μου να διαβάσουν έναν περίπατο πολιτικό. Κι όμως! Λιγοστοί λόγιοι, που έχουνε τα γράμματα για δουλειά τους, κάνουνε τόσο ευχάριστη φιλολογική κουβέντα όσον ο κύριος Παπαναστασίου.

     Η δημοσιογραφική δουλειά μου το θέλει να ‘χω διαρκή νταραβέρια με πολιτικούς, με αρχηγούς και πολιτευόμενους, τρεχάματα σε γραφεία πολιτικά, σκαλίσματα στα παρασκήνια του κοινοβουλευτισμού. Και τ’ αναφέρω αυτό για να δείξω πώς κάτι κατέχω από τα πράγματα και τους ανθρώπους του κύκλου αυτού, πώς ξέρω τι καπνό φουμάρει ο καθένας τους, πώς ξέρω ποιό είναι το μεράκι του ενός και ποιό το βάσανο του άλλου.

     Και θα μου πήτε: ενός πολιτικού το μεράκι του είναι η πολιτική. Σωστός ο λόγος, αλλά δεν φανερώνει και πολλά. Από πολιτική, βλέπεις, ως πολιτική έχει διαφορά. Πολιτικός ήτανε κι ο Περικλής, πολιτικός κι ο Δημοσθένης, πολιτικός κι ο μακαρίτης ο Δεληγιάννης. Για τον πρώτον όμως η πολιτική ήτανε ποίηση, έργο συνθετικό, για τον δεύτερο στενόκαρδη πατριδολατρεία, άγονη αντίδραση, και για τον τρίτον ρουτίνα. Το πόσο είναι κακοτοπιά οι συγκρούσεις, το κατέχω μια χαρά. Και για τούτο ποτέ μου δεν ξεθαρρεύομαι σε συγκρίσεις. Ανέφερα τον Περικλή για να δείξω έναν πολιτικό-πρότυπο, μιά ιδανική μορφή πού γι’ αυτήν η πολιτική στάθηκε πραγμάτωση ανώτερων πόθων, τάση προς υψηλά ιδανικά, προς ορίζοντες πνευματικούς. Αλλοίμονο στον λαό που κυβερνιέται από πολιτικούς που τα σπλάχνα τους δεν συνταράζει ανησυχία πνευματική, που η καρδιά τους δεν συγκινείται για το ωραίο. Τέτοιος πολιτικός είναι η πιο μεγάλη κατάρα  κι αδικία για έναν τόπο…

     Και δύσκολο είναι και πολύ χώρο θα χρειαζόμουνα, αν τον αρχηγό της Δημοκρατικής Ενώσεως πάσχιζα να τον δω στην δράση του την πολιτική. Θα τραβούσαμε μακριά, θα πελαγώναμε, σε θάλασσες ξένες. Για τούτο, τις τόσες μας κουβέντες που κάναμε εδώ και χρόνια για την πολιτική, θα τις ξεχάσω, και θα θυμηθώ μονάχα μιά, την τελευταία πού έκαμα μαζί του, ένα βραδινό, λίγο πρίν σκάση η άνοιξη, δίπλα στην φωτιά την χειμωνιάτικη, κι ακούγοντας στην ραδιόλα τον Σαλιάπιν (2) μα τραγουδάη (και) έναν περίφημο βιολιστή από την Βαρσοβία (να παίζει) ραψωδίες ουγγαρέζικες του Λίστ…

     -Εδώ δίπλα σ’ αυτή την ραδιόλα περνώ μερικές ώρες βραδινές, όταν νοιώθω την ανάγκη να ξεκουραστώ. Ίσως οι μουσικοί με χαρακτηρίσουνε βέβηλο, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ την αμαρτία μου: μ’ αρέσει να κουβεντιάζω φιλικά και ταυτόχρονα ν’ ακούω λίγη μουσική, ή να διαβάζω λογοτεχνία ενώ παίζει μιά συμφωνική ορχήστρα. Οι μύστες της μουσικής θα με πάρουνε για βέβηλο κι αυτή την επιθυμία μου θα την θεωρήσουνε ίσως ασέβεια προς μιά τέχνη που δεν είναι πρόθυμη να μοιραστή τους ακροατές της με καμιάν άλλη. Αλλά τι να γίνη; Κι αυτοί μπορεί να ‘χουνε δίκιο, κι εγώ όμως έχω το δίκιο μου. Τυχαίνει βέβαια πολλές φορές η μουσική να με αναγκάζη να παρατάω το διάβασμα και να της παραδίνω όλη μου την προσοχή. Συγκεντρώνομαι σ’ αυτήν και γίνουμαι τότε ο πιο ευλαβής ακροατής της. Δεν συμβαίνει όμως πάντα αυτό, και όσο κι αν έχω την συνείδηση πώς κάνω κάτι παρεξηγήσιμο, το εξομολογούμαι. Αυτό άλλωστε κι αν δεν σας το ‘λεγα, θα το καταλαβαίνατε μόνος σας, αφού το βλέπετε.

     -Κι όταν δεν έχετε συντροφιά, διαβάζετε πολιτική φιλολογία.

     -Όχι πάντα! Χθές το βράδυ λόγου χάριν πέρασα με τα Θεία Δώρα του Παπαντωνίου (3). Ομολογώ πώς αυτή η συλλογή μ’ αρέσει ιδιαιτέρως. Χωρίς να θέλω να μιλήσω σαν ειδικός, σαν άνθρωπος της δουλειάς λέω πώς στους στίχους αυτής της συλλογής βρίσκει ο αναγνώστης την πιό γραφική απλότητα στην έκφραση, κι από παντού αναδίνουμε αυτοί οι στίχοι την καλωσύνη που ωριμάζει μέσα στους πνευματικούς ανθρώπους όταν φτάσουμε σε μιάν ορισμένη ηλικία. Βέβαια οι άνθρωποι που γράφουνε τις κριτικές είναι μέσα στο επάγγελμα, ζούνε τις καθημερινές συναδελφικές αντιθέσεις, τις αντιζηλίες, και όσο και να θέλουνε, δεν καταφέρουν πάντα να ξεχωρίσουν μερικά πράγματα, και πολλές φορές η κρίση τους σκοτίζεται από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, από εντυπώσεις που τους εμπνέουν λόγοι και αφορμές επαγγελματικές. Διάβασα κι εγώ πολλά, και άκουσα περισσότερα για τις προθέσεις τάχα του ποιητή. Μά τί τα θέλουμε όλα αυτά, όταν έχουμε την ατομική μας συγκίνηση, τις νωπές εντυπώσεις, τις τόσο ζωηρές, πού γεννήθηκαν μόλις το μάτι έπεσε πάνω σ’ ένα τραγούδι; Γιατί να μην σταματάμε σ’ αυτό, αλλά ν’ αναζητάμε χίλια άλλα, ξένα κι άγνωστα, και να θέλουμε καλά και σώνει να θολώσωμε κάτι που μας δείχνετε γάργαρο, σκαλίζοντας τον βυθό; Κάθε άνθρωπος, άλλωστε, δεν είναι προικισμένος μονάχα με αρετές, αλλά και με κακίες. Χαρά σ’ εκείνον που καταφέρη να βγάλη από το έργο του κάθε τέτοια κακή πλευρά και το πνευματικό του φανέρωμα να μην είναι παρά μιά προβολή του πιό καλού εαυτού του. Κάτι τέτοιο νομίζω πώς πέτυχε ο Παπαντωνίου, κι όταν ο άνθρωπος καταφέρη τέτοιο πράγμα, πετύχη να δώση τέτοιο έργο, μπορούμε σίγουρα να πούμε πώς οι αρετές δώσανε μέσα μου την μάχη και νικήσανε. Γιατί ένα καλό βιβλίο είναι μιά μεγάλη νίκη. Το ίδιο χάρηκα και την Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη. Έχουνε οι σελίδες του Μυριβήλη αληθινή ποίηση και βγαίνει απ’ αυτές ένας αγνός ανθρωπισμός.

     Ρώτησα τον πρόεδρο αν παρακολουθή την προλεταριακή φιλολογία.

     -Να σας πώ: ελληνικά προλεταριακά έργα δεν έτυχε να διαβάσω που ν’ αξίζουνε τον κόπο. Πού και πού πέφτουνε στα χέρια μου τέτοια βιβλία, αλλά δεν βρίσκω να υπηρετούνε ούτε την ιδεολογία που καμώνουνται πώς εμπνέει τους συγγραφείς τους, γιατί είναι γραμμένα σαν κηρύγματα, σαν άρθρα και όχι σαν έργα τέχνης. Τούτο είναι το μεγάλο πλεονέκτημα που ξεχωρίζει και που βάζει τον τεχνίτη ψηλότερα από κάθε άλλον: ο τρόπος ο καλλιτεχνικός να παρουσιάση τα φαινόμενα της ζωής. Όταν τούτο δεν πετύχει, τότε το έργο το προλεταριακό δεν ξέρω κατά τι διαφέρει από ανούσια τάχα πατριωτικά ποιήματα, απ’ αυτά που δεν συγκινούνε κανέναν. Τί σημαίνει αν ο ένας λέη ζήτω η πατρίδα κι ο άλλος ζήτω η επανάσταση; Στον ίδιο παρανομαστή καταλήγουνε και οι δυό, και  δεν χωρεί καμμιά αμφιβολία πώς ενώ δεν κάνουνε τέχνη προσφέρουνε και πολύ κακή υπηρεσία στην ιδεολογία που λένε πως θέλουνε να υπηρετήσουνε και να διαδώσουνε. Δεν φτάνει νομίζω να ‘χης  ιδέες για να κάμης λογοτεχνικό έργο. Πρέπει να ‘χεις φαντασία, να συλλαμβάνης ποιητικά το κάθε τί κι έτσι να το παρουσιάζης στους άλλους. Να μην απευθύνεσαι μονάχα στο μυαλό, αλλά σ’ ολόκληρον τον άνθρωπο. Δεν πρέπει να τον κάμης μονάχα να σκεφτή, αλλά και να συγκινηθή, να χαρή και να κλάψη. Τέτοια έργα από λογοτέχνες κομμουνιστές δεν είδα ακόμα. Μόνον ο Πικρός (4) σε μερικά του, εκεί που αφήνει ελεύθερο τον αρτίστα, κάτι καταφέρνει. Σ’ άλλα όμως, όπου υπάρχει θέση από πρίν βαλμένη, όπου θέλει κάτι ν’ αποδείξη, εκεί δεν νομίζω πώς πετυχαίνει τίποτε. Ο Μελάς, αν έχη κάτι αξιόλογο που προβάλλει πιότερο από κάθε άλλη αρετή του, είναι ότι κατάφερε τους ήρωες που έγραψε να τους παρουσιάση με την κατάλληλη έκφραση. Ξέρει να ντύνη τους ανθρώπους του, να ομορφοστολίση τα πράγματα και γι’ αυτό οι τελευταίες ιστορικές μονογραφίες του θα ‘χουν μακριά ζωή, και δεν πρόκειται να χαθούν όπως ένα άρθρο πολιτικοκοινωνικό ή μιά ξερή ιστορική αφήγηση γεγονότων. Πάσχισε με όσα μέσα του δίνει η τέχνη του, να οσφρανθή και να δώση ζωντανές ιστορίες, ζωντανούς ανθρώπους κι όχι ψεύτικες ιστορίες με άψυχα ανδρείκελα.

     -Γενικά πώς βλέπετε την πνευματική μας κίνηση;

      -Δεν νομίζω πώς πρέπει να γκρινιάζωμε και να έχουμε διαρκώς παράπονα. Και οι εργασίες των παλαιών είναι αξιόλογες και οι νέες δείχνουν μιά φιλότιμη προσπάθεια. Μόνον ενδιαφέρον και συμπάθεια πρέπει να έχη νομίζω κανείς για όλη την πνευματική κίνηση. Έτσι τουλάχιστον την βλέπω εγώ.

     -Τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα πού τόσο συνταράζουν τους λαούς αυτόν τον καιρό βλέπετε να περνούν μέσα στην λογοτεχνία μας;

     -Και βέβαια περνούν. Παράδειγμα ο Μυριβήλης. Δεν φαντάζομαι να μπορούσε άλλος κανείς να θέση καλλίτερα απ’ αυτόν το πρόβλημα του πολέμου ή καλλίτερα την δραματική σύγκρουση πού γίνεται μεταξύ ένοπλης βίας και ανθρωπισμού. Από τις σελίδες της Ζωής εν τάφω ξεπηδά ο πιό σωστός, ο πιό άδολος ανθρωπισμός. Μόνον όταν διάβασα αυτό το βιβλίο κατάλαβα γιατί ο συγγραφεύς του, γιατί ο ποιητής του, αν και φανατικός αντικαπιταλιστής, αν και σοσιαλιστής, αποκρούει τον κομμουνισμό. (5). Το κομμουνιστικό σύστημα βασίζεται πάνω στην βία, στον φόνο. Με τον δρόμο του ματοβαψίματος θέλει ν’ ανέβη στην αρχή, θέλει θύματα πολλά για να οδηγήση στην λύτρωση. Τούτο όμως είναι ολότελα αντίθετο, χτυπιέται φοβερά με τον ανθρωπισμό του Στράτη Μυριβήλη. Καμμιά προσδοκία ευτυχίας, καμμιά γλυκιά γλυκιά υπόσχεση δεν δικαιώνει στην συνείδησή του τον φόνο. Σε κανέναν άνθρωπο, σε κανένα ανθρώπινο θεσμό δεν δίνει το δικαίωμα να σκοτώση ανθρώπους, έστω κι αν πρόκειται με τον τρόπο αυτόν να ωφεληθούνε άλλοι άνθρωποι ή και ολόκληρη η ανθρωπότητα.

1.Το «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα» (1928) είναι η μετεξέλιξη της Δημοκρατικής Ενώσεως.

2.Ο Φιοντόρ Ιβάνοβιτς Σαλάπιν (1873-1938)ήταν Ρώσος βαθύφωνος με σπουδαία ερμηνευτική ικανότητα και παγκόσμια αποδοχή. Το 1921 έφυγε από την ΕΣΣΔ και συνέχισε τη διεθνή σταδιοδρομία τους στις ΗΠΑ, το Λονδίνο και το Παρίσι.

3.Τα Θεία Δώρα ήταν ένα εμβληματικό βιβλίο μεταξύ των λογίων και των λογοτεχνών στον Μεσοπόλεμο. Εκδόθηκε το 1923 και στέγασε όσα ποιήματα έγραψε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 1920.

4.Εννοεί τον Πέτρο Πικρό (1896-1956), έναν πεζογράφο, διανοούμενο και πολιτικό ακτιβιστή με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και έντονες πολιτικές διακυμάνσεις που κυριάρχησε στους κύκλους των κοινωνιστικών λογοτεχνών και λογίων κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου.

5.Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μυριβήλης μετά το 1925 έχει προσχωρήσει σε σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που κι αυτές όμως θα τις εγκαταλείψει μετά το 1935, όταν θα υποστηρίξει, μαζί με άλλους λογοτέχνες της γενιάς του, την ανάδυση ενός λαϊκότροπου εθνισμού.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (Τρίπολη, 1876- Εκάλη Αθηνών, 1936) ήταν νομικός, κοινωνιολόγος και από τις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, κοινωνιολογία, φιλοσοφία και οικονομία στην Χαϊδελβέργη (1901-1905), συμπληρώνοντας τις σπουδές του στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι (1905- 1907), όπου ήταν μέλος σοσιαλιστικών φοιτητικών ομάδων. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ίδρυσε (1908) την Κοινωνιολογική Εταιρεία, με συνιδρυτές τους Κ. Τριανταφυλλόπουλο, Θρ. Πετιμεζά, Θαλή Κουτούπη, Αλέξανδρο Δελμούζο, Πάνο Αραβαντινό και Αλέξανδρο Μυλωνά. Η Εταιρεία εξέδωσε δύο επιστημονικά περιοδικά, την Επιθεώρησιν των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών (1908) και την Επιθεώρησιν των Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών (1916). Μετά από πλούσια πολιτική δράση, σε συνεργασία πολλές φορές με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ίδρυσε (1922) τη Δημοκρατική Ένωση και τον επόμενο χρόνο συνέβαλε στην έκδοση της εφημ. Δημοκρατία. Υπήρξε ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1924), ο αναδιοργανωτής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου διόρισε ως διευθυντή τον Ζαχαρία Παπαντωνίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 1.Χριστίνα Σαραφοπούλου-Παπαναστασίου, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάννικα, τόμος 48ος , σελ. 109-111. 2. Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 8ος, σελ. 145-147. 3. Αναφορά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, [συλλ.] επιμέλεια: Ελ. Σμαραγδή, Μορφωτικό Ίδρυμα ΑΤΕ (Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος) (1986). 4. Νίκος Καστρινός, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Ο αναμορφωτής της Δημοκρατίας (1975).

ΚΩΣΤΗΣ  ΜΠΑΣΤΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ. Δεύτερος κύκλος. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002, σελίδες 305-310. Στην σειρά: Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί. Διεύθυνση: Θανάσης Θ. Νιάρχος. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας. Πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος. Σελίδες 398, τιμή 22, 88 ευρώ.

Σημειώσεις:

     Οι ασχολούμενοι με την τέχνη και τον πολιτισμό, είτε ως δημιουργοί έργων τέχνης είτε ως παραγωγοί ενός καλλιτεχνικού αποτελέσματος, είτε σαν καταναλωτές-αγοραστές των προϊόντων αυτών, από την μεγάλη μάζα του λαού, επώνυμων ή ανώνυμων ανθρώπων, είναι ταυτόχρονα και πολίτες μιάς κρατικής επικράτειας. Ανήκουν και περπατούν στα χώματα μιας πατρίδας, είναι ζυμωμένη η συνείδησή τους από τα πολιτιστικά και ιστορικά νάματα της χώρας τους, διδάσκονται και ακολουθούν μια κοινωνική και εκπαιδευτική αγωγή που προέρχεται, από το κληροδότημα του συνανήκειν στην ιστορία και τον πολιτισμό του έθνους τους. Κάθε λαός έχει τις δικές του αξίες και πολιτισμικές αναφορές και  πνευματικές σηματοδοτήσεις επικοινωνίας με τους άλλους λαούς. (Δεν χρησιμοποιώ τον όρο λειτούργημα (για την τέχνη και τον καλλιτέχνη) που τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν πολλοί ανεξαιρέτως δημιουργοί, γιατί κουράστηκα να ακούω αυτήν την βαρύγδουπη ορολογία όταν μπλέκεται στα πεδία της τέχνης η οικονομία. Οι κρατικές επιχορηγήσεις προς τους δημιουργούς και τα άλλου είδους «αβαντάζ». Οι χρηματικές διεκδικήσεις και προσωπικές απολαβές, και δικαίως, μια και ένας καλλιτέχνης πρέπει να ζήσει αυτός και η οικογένειά του. Χρειάζεται οικονομική ενίσχυση για να παράσχει ένα έργο αν δεν κατάγεται από πλούσιο τζάκι. Οι ασχολούμενοι με την κάθε μορφής και ποικιλίας πολιτιστική δραστηριότητα κάνουν μια δουλειά όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός από τις άλλες εργασιακές τάξεις και ομάδες εργαζομένων της χώρας). Τόσο οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες όσο και οι υπόλοιποι, δηλαδή εμείς-που αγοράζουμε και καταναλώνουμε των εκείνων τα προϊόντα και τις δημιουργίες, ανήκουμε σε ένα ιστορικό πολιτιστικό περιβάλλον, ακολουθούμε μια ιστορική εθνική παράδοση, βαδίζουμε πάνω στα χώματα ενός κοινού τόπου καταγωγής, έχουμε κοινές παραστάσεις και προσλαμβάνουσες τρόπου ζωής. Διδασκόμαστε τις πολιτισμικές αξίες της πατρίδας μας. Πρεσβεύουμε τις πνευματικές και μεταφυσικές παρακαταθήκες αιώνων παράδοσης, είμαστε ενταγμένοι σε ένα σύνολο κοινωνικών αξιών και παραγόντων ηθών και εθίμων συμπεριφορές, του ελληνικού έθνους που ανήκουμε. Γνωρίζουμε ποια είναι η κοινή μας εστία, από ποιούς προερχόμαστε, και τι πρέσβευαν ιστορικά οι πρόγονοί μας. Ακολουθούμε με δυό λόγια, διδασκόμαστε, μια εθνική της χώρας μας κουλτούρα όπως και τα άλλα έθνη παγκοσμίως μέσα στην διαδρομή της Ιστορίας (τους). Δεν υπάρχει λαός χωρίς πατρίδα και χωρίς ένα κέντρο εθνικής αναφοράς. Ακόμα και οι επαναστατικές πολιτικές και στρατιωτικές ιδεολογίες του προηγούμενου αιώνα που ζήτησαν να γκρεμίσουν με την βία ή με τις εξεγέρσεις των μεγάλων μαζών τις παλαιές αξίες του έθνους-κράτους, έπλασαν και δημιούργησαν νέα εθνικά ιδεολογήματα βασισμένα πάνω σε παλαιότερες καταγραφές ζωής, εμπλουτισμένες από τις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες των ημερών τους και επεξεργασμένες παλαιότερες ιδεολογίες. Η έννοια της εθνικής συνείδησης, της εθνικής κουλτούρας, της κοινής ιστορικής και πολιτιστικής παράδοσης μιας χώρας, δεν είναι κάτι καινούργιο, προέρχεται από την ιστορική κληρονομιά κάθε λαού. Όπως η έννοια της πολιτικής δημοκρατίας προέρχεται από την εποχή του «χρυσού αιώνα» του Περικλή της αρχαίας ελλάδας-και όχι από τα δεσποτικά κράτη της εποχής και αυτή υφίσταται με τις σχετικές ανακολουθίες της, αιώνες τώρα. Πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες υπήρχαν και διατηρήθηκαν για αιώνες, (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή κλπ.) πολυπολιτισμικές Δημοκρατίες όμως, που καταργούσαν το έθνος-κράτος δεν κατόρθωσαν μάλλον να ευδοκιμήσουν ιστορικά. Θέλω να πω με τα παραπάνω, ότι όπως ο κάθε ελεύθερος πολίτης έτσι και ο καλλιτέχνης έχει και δικαιούται να έχει πολιτική συνείδηση, να ακολουθεί την πολιτική ιδεολογία της αρεσκείας του, να υποστηρίζει το κόμμα που αποφασίζει θεωρώντας ότι η πολιτική που πρεσβεύει αυτό είναι η ορθότερη για το γενικό καλό της χώρας του. Αν αληθεύουν αυτοί οι συλλογισμοί, τότε θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα. Αν η Τέχνη προηγείται της πολιτικής ή η Πολιτική της τέχνης και σε ποιο βαθμό; Και αν απαντήσουμε, θα πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε ποια οφείλει να είναι η προσωπική μας στάση, και η ατομική στάση ενός πνευματικού δημιουργού, ενός καλλιτέχνη, απέναντι στην Πολιτική της εποχής του και της πατρίδας του. Ποια είναι τα όρια μεταξύ πολιτικής τέχνης και κοινωνικής της τέχνης καταγγελία; Ποιες συνθήκες και ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν την πολιτική συνείδηση ενός καλλιτέχνη; Και, οφείλει να ενταχθεί σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που θα του προσδιορίζει τον οραματισμό; ή θα του περιορίσει την καλλιτεχνική του έμπνευση και δημιουργία, μέσα στα ασφυκτικά όρια ενός κομματικού σχηματισμού όποιος και αν είναι αυτός;  Ασφαλώς ότι ερωτήματα ή διλήμματα μπορούμε να θέσουμε για τους καλλιτέχνες, δεν χρειάζεται να σημειώσουμε ότι ισχύουν και για εμάς τους υπόλοιπους, μια και όλοι μας προερχόμαστε και ανήκουμε σε έναν πνευματικό ορίζοντα πολλαπλών αναφορών και εστιάσεων, και ιστορικά γεωγραφικό πλαίσιο κληρονομιάς.

      Στις προηγούμενες δεκαετίες που η γενιά μου ανδρώθηκε, ίσως, τα πολιτικά πάθη μπορεί να ήταν οξυμένα, εξαιτίας του ότι βγαίναμε από μια επτάχρονη δικτατορία, αλλά θεωρώ ότι οι πολιτικοποιημένοι νέοι της γενιάς μας, δεν ήσαν τόσο απόλυτοι και κάθετοι στις απόψεις και επιλογές τους. Θέλω να πω, όσοι από εμάς ανήκαμε σε αυτό που σήμερα αποκαλούν δημοκρατικό τόξο, δηλαδή δεν ακολουθούσαν και ψήφιζαν την συντηρητική παράταξη, δεν διάβαζαν μόνο τα έντυπα τα λεγόμενα δημοκρατικά. Οι νέοι και οι νέες διάβαζαν και εφημερίδες που υποστήριζαν την νεοδημοκρατική παράταξη, έντυπα και περιοδικά που ακολουθούσαν το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο παλαιός πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ή πάλι, όσοι διάβαζαν την εφημερίδα Εξόρμηση ένα κομματικό καθαρά έντυπο του πασοκ που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, διάβαζαν και άλλα έντυπα που υποστήριζαν την αριστερά ή την λεγόμενη δεξιά παράταξη. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πολιτικοποιημένα άτομα που διάβαζαν τα κομματικά έντυπα και τις εφημερίδες του παλαιού συνασπισμού και το έντυπό του την Αυγή ή τον Θούριο.  Αγόραζαν και ενημερωνόντουσαν και από εφημερίδες όπως Τα Νέα, Το Βήμα, το περιοδικό Ο Ταχυδρόμος του συγκροτήματος Λαμπράκη, την Καθημερινή και την Μεσημβρινή της Ελένης Βλάχου, τον Ελεύθερο Τύπο του συγκροτήματος Βουδούρη, την Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη, ακόμα και την «ανάποδη» Εστία, κλπ. Όλοι είχαμε πληροφορηθεί ότι στην εφημερίδα Βραδυνή, ένα καθαρά Καραμανλικό έντυπο, έγραφε για αρκετές δεκαετίες (πρίν την δικτατορία) και συνεργάζονταν μαζί της ο λογοτέχνης Μπάμπης Κλάρας, αδερφός του Άρη Βελουχιώτη. Τα τείχη μεταξύ μας δεν ήσαν τόσο υψωμένα. Υπήρχαν φυσικά οι καλλιτεχνικές και πνευματικές-συγγραφικές αυλές και ομάδες, αλλά τα έντυπα ήταν ποικίλα και μπορούσες να ενημερωθείς για τα πολιτιστικά δρώμενα των περιόδων εκείνων, ακόμα και αν σε είχαν αποκλείσει από τις σελίδες τους ή σε παραγνώριζαν. Στις μέρες μας, μάλλον, υπάρχει ένας πολιτικός και πνευματικός «διχασμός». Ή μαζί μας ή εναντίον μας. Ή θα μας τελειώσουνε ή θα τους τελειώσουμε, κάτι που οδηγεί σε ένα διέξοδο. Σε μια έλλειψη διάθεση επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων πλευρών. Εμπιστοσύνης της μιας πολιτικής και κοινωνικής και πνευματικής μερίδας έναντι της άλλης. Και σε αυτόν τον διχασμό νομίζω ότι συνέβαλε και είναι υπεύθυνο το πολιτικό μας σύστημα, ή μερίδα του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο παρασύρει και μερίδα διανοουμένων και καλλιτεχνών στα δικά του πολιτικάντικα παιχνίδια. Οι καλλιτέχνες και οι λόγιοι έμπλεξαν μέσα στα κομματικά γρανάζια της εποχής μας και απεμπόλησαν την πνευματική και καλλιτεχνική τους ελευθερία, ή κάνω λάθος; Και αντί να μιλήσουμε για αυτό το ζήτημα, στο κατά πόσο είναι ελεύθερος ένας καλλιτέχνης «πατρονάροντας» τις θέσεις του α ή β κόμματος της ελληνικής βουλής, θεωρούμε αυτονόητο το γεγονός αυτό και συνήθως προοδευτικό, με αποτέλεσμα ενώ οι πολιτικοί και τα κομματικά τους στελέχη να κάνουν την επαγγελματική δουλειά τους (μια και οι βουλευτές αμείβονται ικανοποιητικά και τα ελληνικά κόμματα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο), από την άλλη όμως οι καλλιτέχνες και οι παράγοντες του πολιτισμού να διχάζονται, να υψώνουν τείχη, να αγνοούν καλλιτέχνες του άλλου πολιτικού στρατοπέδου, να μην διαβάζουν τα έντυπά τους να μην μιλούν ή αναφέρονται στα έργα τους και τα πρόσωπά τους. Μπορεί να είμαι ίσως υπερβολικός στις εκτιμήσεις αυτές, αλλά η πείρα μου αυτό μου φανερώνει επί των ημερών μας.  Επίσης να προσθέσουμε και κάτι ακόμη, που έχει να κάνει με τον εορτασμό των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. Οι τηλεοπτικές εκπομπές-ιδιαίτερα στα σοβαρά και μετρημένα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης-μας δείχνουν εκπληκτικά ντοκιμαντέρ και ακούμε συζητήσεις για την περίοδο πριν, κατά την διάρκεια και μετά την επανάσταση του 1821. Σημαντικοί πανεπιστημιακοί και ιστορικοί μας αναλύουν τα συμβάντα, φωτίζουν θετικές και αρνητικές πτυχές και συμπεριφορές των ελλήνων την περίοδο του ξεσηκωμού. Όλα καλά και άγια, όμως έχω μία απορία, υπήρξαν ιστορικοί οι οποίοι μας μίλησαν και εξακολουθούν να μας μιλούν για τις σφαγές των ελλήνων εναντίον των τούρκων την πολεμική εκείνη περίοδο. Και αναρωτιέμαι, μα γιατί δεν μας μιλούν για τις πολεμικές σφαγές των τούρκων εναντίον των ελλήνων και στο τι γράφουν τα ιστορικά βιβλία της γείτονος χώρας για την περίοδο αυτή, της δικής τους κληρονομιάς; Τι λένε οι τούρκοι ιστορικοί στα δικά τους βιβλία και τι διδάσκει το εκπαιδευτικό τους σύστημα για τις δολοφονίες αμάχων ελλήνων; Θα ήταν ενδιαφέρον να διαβάσουμε ή να ακούσουμε στο πως παρουσιάζει η απέναντι πλευρά στους πολίτες της τα γεγονότα αυτά, την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού. Ειδάλλως, δεν κατανοώ πως έλληνες πανεπιστημιακοί οι οποίοι σιτίστηκαν ή σιτίζονται από το ελληνικό δημόσιο στέκονται μόνο στα μελανά αν θέλετε, σημεία της ελληνικής ιστορίας. Γιατί να τους πιστέψεις έπειτα; Οι οσάνω ιστορικοί δεν είναι μέλη της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας των κρατικών ελληνικών πανεπιστημίων; Αυτές οι μπορεί λάθος εκτιμήσεις μου, δεν προέρχονται ούτε από καμία αγιοποίηση των ηρώων του 1821 ούτε από μια στάση αρνητική απέναντι στον τούρκικο λαό, ούτε από τάσεις εθνικιστικές, κάθε άλλο, η καλή γειτονία και ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών επιβάλλεται αλλά, όχι πάντα σε βάρος της δικής μας πλευράς; Δεν μπορεί να τονίζονται μονομερώς, ορισμένες πολεμικές ενέργειες των ελλήνων της εποχής εκείνης. Ή κάνω λάθος; Η Κύπρος είναι ακόμα σκλαβωμένη. Δηλαδή, ακούγοντας ορισμένους έλληνες ιστορικούς και πανεπιστημιακούς, νομίζεις ότι μόνο συγνώμη δεν μας λένε να ζητήσουμε από τους τούρκους κατακτητές, επειδή τολμήσαμε να ξεσηκωθούμε και να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, και να την ελευθερώσουμε από την οθωμανική κατοχή. Αν είναι έτσι, και διδαχθήκαμε μεροληπτικά από τους δασκάλους μας την ιστορία εκείνων των χρόνων, τότε δικαιολογείται ο τούρκος πρόεδρος που πρόσφατα είπε ότι: «κοιτάξτε να δείτε, τι υποστηρίζεται την Ελλάδα, μέσα σε 200 χρόνια δέστε πόσο αύξησε τα γεωγραφικά σύνορά της…» Αγνοώντας τα εκατοντάδες χρόνια που τα μέρη της Μικρά Ασίας και του Αιγαίου ήταν ελληνικά και κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Εκτός αν είμαι-είμαστε σαν έλληνες σοβινιστές και θέλουμε να κατακτήσουμε ξένα εδάφη; Η όποια απάντηση στα ερωτήματα δική σας.

      Κάτω από αυτά τα ερωτήματα, αποφάσισα όσο μου επέτρεπαν τα παλαιότερα και νεότερα διαβάσματά μου, να αντιγράψω σημειώματα σε αυτήν την  μικρή ιστοσελίδα, ιστορικά σημειώματα, για ιστορικά πρόσωπα και πολιτικούς όπως τους εικονογραφούν όχι οι επίσημοι ιστορικοί αλλά οι λογοτέχνες και οι ποιητές. Είναι η άλλη ματιά των γεγονότων, πέρα από τις επίσημες κάμερες, έτσι όπως εμπεδώθηκε η ιστορική μνήμη, έτσι όπως καλλιεργήθηκε η παιδεία μας από τις γραφίδες λογοτεχνών και λογίων. Η άλλη, συμπληρωματική πλευρά που καθόρισε τις δικές μας μνήμες και αναγωγές.

      Εδώ εντάσσω και τα παρόντα τρία διαφορετικής χρονολογίας κείμενα για τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Δεν θέλησα να εικονογραφήσω τον χαρακτήρα του από επίσημα χείλη, να παρουσιάσω την επιστημονική του ιδιότητα ή στιγμές της πολιτικής του διαδρομής όπως μας τις περιγράφει η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα σε σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και άλλοι διανοούμενοι. 

Επέλεξα τρία κείμενα. Ενός παλαιού νέου δημοσιογράφου και ποιητή του Γεωργίου Δημάκου, που είχα παρουσιάσει ξανά κείμενό του. Ο Δημάκος μας σκιαγραφεί τα προσωπικά «ντεσού» του πολιτικού Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Την άγνωστη ανθρώπινη πλευρά του. Ενός ανθρώπου πράου, μειλίχιου ατόμου, μετρημένου και σεμνού πολιτικού, καθημερινού, δημοκράτη αρχηγού κόμματος, που απέχει πολύ από την εικόνα ενός αρχηγού κράτους, διαχρονικά έλληνα πολιτικού, που έχουμε εμείς οι έλληνες συνηθίσει να βλέπουμε γύρω μας ή έχουμε διαβάσει.  Όχι εξαιτίας κάποιας φαντασιοπληξίας μας, αλλά λόγο της των ελλήνων πολιτικών κυβερνητικές πρακτικές και δημόσιας συμπεριφοράς. Δεν νομίζω ακόμα και σήμερα να συναντάμε έλληνα πολιτικό να περπατά συντροφιά με έναν πχ. πειραιώτη διηγηματογράφο όπως ήταν ο Δημοσθένης Βουτυράς; Ή να πηγαίνει να παρακολουθήσει μια εκδήλωση πεζός, όπως ο Παπαναστασίου; Και να μην αντιδρά βίαια στην μη αναγνώρισή του από εντεταλμένο φύλακα. Ή να χαμογελά με την άποψη του βαρκάρη. 

Το δεύτερο κείμενο υπογράφεται από τον πειραιώτη ποιητή και εκπαιδευτικό Αντώνη Ζαρίφη. Ο Αντώνης Ζαρίφης είναι ένας από τους τελευταίους της γενιάς του άξιος και με σύγχρονη φωνή ποιητής του Πειραιά, όπως επίσης και ένας επαρκής βιβλιοκριτικός και αρθρογράφος. Οι διάσπαρτες βιβλιοκρισίες του, τα σχόλιά του, τα ποιήματά του, οι παρεμβάσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά και άλλα έντυπα της πόλης μας κοσμούν τα πειραϊκά γράμματα. Η ματιά του Αντώνη Ζαρίφη είναι και επιστημονική και ποιητική, όπως και η γραφή του. Το κείμενο του μου άρεσε γιατί φωτίζει την επιστημονική πλευρά του Αλέξανδρου Παπαναστασίου από μια οπτική καθόλου πεπατημένη ή στεγνή. Η κοινωνιολογική εικόνα της πολιτικής του μας δίνεται με λόγο απλό, ευσύνοπτο, τεκμηριωμένο. Βασισμένο και σε κρίσεις πολιτικών της εποχής του. Το κείμενο μας κάνει περισσότερο οικείο τον πολιτικό στιγματισμό του δημοκράτη και ανιδιοτελούς παλαιού πολιτικού. 

Το τρίτο κείμενο προέρχεται από τον Συριανό πεζογράφο, δημοσιογράφο και αρθρογράφο, σημαντικό θεατράνθρωπο, είχε διατελέσει διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, της Ελληνικής Λυρικής Σκηνής και για μικρή περίοδο του εθνικού ιδρύματος Ελληνικής Ραδιοφωνίας Κωστή Μπαστιά. Ένα πολύπλευρο ταλέντο, δημοκρατικών αρχών λόγιος, ο οποίος στην δημοσιογραφική του σταδιοδρομία υπήρξε καινοτόμος και πρωτοποριακός. Ο Κωστής Μπαστιάς ξεκίνησε την δημοσιογραφική του καριέρα από την εφημερίδα Ακρόπολη του Βλάσση Γαβριηλίδη, ενώ στα κατοπινά χρόνια ανέλαβε αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων Δημοκρατία και Εσπέρα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Ενώ το 1927 εκδίδει ένα πρωτοπόρο και μαχητικό λογοτεχνικό περιοδικό που υποστήριζε την Δημοτική γλώσσα, τα Ελληνικά Γράμματα.  Στο περιοδικό αυτό των μαχητών δημοτικιστών εντάσσεται και η ομάδα του Αλέξανδρου Δελμούζου. Οι ερωτήσεις που κάνει στον πολιτικό ο δημοσιογράφος, είναι και εύστοχες και καίριες, αλλά και οι απαντήσεις που δίνει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου μας αποκαλύπτουν έναν έλληνα πολιτικό ο οποίος δεν ήταν κλεισμένος στο ελεφάντινο επιστημονικό του κάστρο, των επιστημονικών του σπουδών, ούτε περικυκλωμένος από πολιτικούς και ιδεολογικούς πύργους της εποχής του. Ο Παπαναστασίου βλέπουμε ότι όχι απλώς διαβάζει ελληνική λογοτεχνία-και μάλιστα προλεταριακή-αλλά κατέχει το ζήτημα, έχει γνώμη και δεν φοβάται να την εκφράσει, όπως ίσως δεν θα τολμούσε ένας ιδεολόγος κριτικός και λόγιος της ελληνικής λογοτεχνίας των χρόνων εκείνων. Κάτι που μας επισημαίνει και ο Μπαστιάς. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είναι ο δεύτερος έλληνας πολιτικός μετά τον Γεώργιο Παπανδρέου που βλέπουμε να δείχνει συστηματικό ενδιαφέρον για την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία, να έχει την ανάλογη ερμηνευτική-αναγνωστική υποδομή, να εκφέρει την γνώμη του, να γνωρίζει έλληνες λογοτέχνες και να επιδιώκει την συναναστροφή τους και την συζήτηση μαζί τους. Οι θέσεις του περί προλεταριακής λογοτεχνίας νομίζω είναι και ορθές και επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ο Πέτρος Πικρός είναι το σχετικό παράδειγμα. Σωστές και οι απόψεις που εκφράζει τόσο για την ποιητική συλλογή του Ζαχαρία Παπαντωνίου, Θεία Δώρα, όσο και για το αντιπολεμικό έργο του μικρασιάτη πεζογράφου Στράτη Μυριβήλη, Η Ζωή εν τάφω. Ένα πεζό, που και στις δύο του «εκδοχές», (αναφέρομαι στις αντιπολεμικές απόψεις του. Κυκλοφορούν και οι δύο εκδοχές γραφής του έργου από τις εκδόσεις Εστία) απετέλεσε σταθμό στην ελληνική λογοτεχνία και όχι μόνο στα μικρασιατικά γράμματα και παράδοση. Σωστές και ακριβοδίκαιες είναι και οι πολιτικές θέσεις που διατυπώνει και για την κομμουνιστική ιδεολογία. Οι κοινωνιολογικές του σπουδές και η πολιτική του δράση, οι κοινωνικοί του αγώνες πάντα από την πλευρά των δημοκρατικών και των σοσιαλιστών, μας εμποδίζουν ακόμα και στην υποψία να μιλήσουμε για αντικομουνισμό του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, κάθε άλλο, ο έλληνας πολιτικός βλέπει την σκοτεινή κοινωνική πλευρά της ιδεολογίας αυτής, που εν μέρει, διατηρείται ακόμα και στις μέρες μας. Αρνούμενοι οι ακολουθούντες την να αναγνωρίσουν τα ιστορικά και πολιτικά και κοινωνικά λάθη της. Πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη εμπιστοσύνης των ανθρώπων, των μεγάλων μαζών στις αρχές που πρεσβεύει το σύστημα αυτό και οι οπαδοί του. Αυτό για μένα είναι το βασικό ζητούμενο. Το καίριο πρόβλημα. Γιατί δεν γίνεται πιστευτή η πολιτική και οικονομική αυτή ιδεολογία από τους ανθρώπους, και το αντίπαλο οικονομικό και πολιτικό στρατόπεδο-το καπιταλιστικό-κέρδισε και κερδίζει συνεχώς έδαφος στις συνειδήσεις και τις ζωές των ανθρώπων, και όχι να στοχοποιούμε έναν πολιτικό ή έναν ψηφοφόρο, έναν απλό εργαζόμενο ως αντικομουνιστή ή όποιον άλλο προσδιορισμό βολεύει το κόμμα. Αλλά αυτό είναι άλλου "καθοδηγητή" ευαγγέλιο.

     Η πολιτική φυσιογνωμία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, η κοινωνική του δράση, οι δημόσιες παρεμβάσεις του, τα κείμενά του, τα γραπτά του, η συμμετοχή στην εδραίωση της αβασίλευτης ελληνικής δημοκρατίας, ο σημαίνων ρόλος του στα ελληνικά πολιτικά πράγματα έχουν καταγραφεί με μεγάλη επάρκεια. Η ελληνική πολιτική σκηνή και ιστορία, υπήρξε τυχερή που στους κόλπους της θήτευσαν προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το πρόβλημα είναι, αν σήμερα, πόσοι και ποιοι πολιτικοί από όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα ακολουθούν τις επιταγές του, τηρούν τις πολιτικές περί δημοκρατίας αξίες του, ζουν και συμπεριφέρονται όπως Εκείνος. Γιατί η εικόνα του σημερινού αστικού πολιτικού μας συστήματος, δεν συνηγορεί υπέρ αυτού. Πράγμα που μάλλον σημαίνει, η πολιτική του παρακαταθήκη θα είναι ένα ακόμα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για την ζωή του, μία ακόμη συνεδρία πανεπιστημιακών και επιστημόνων που θα εμβαθύνουν και θα ερμηνεύσουν το έργο και την παρουσία του. Εκδίδοντας και εμπλουτίζοντας με έναν ακόμη τόμο την βιβλιογραφία του.

Το όνομα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου αναφέρεται και σε αρκετές σελίδες του βιβλίου του Κωστή Μπαστιά, «Φιλολογικοί περίπατοι» Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20ου αιώνα. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, εκδόσεις Καστανιώτης-Αθήνα 1999, της ίδιας σειράς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο 22 Μαϊου 2021

Μέρες ελευθερίας αλλά προπάντων υπευθυνότητας ημών των πολιτών.            

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου