Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Καρυωτάκης, Άγρας, Καβάφης, Σεφέρης του Κώστα Βεργόπουλου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 30-31/1/1979

Καρυωτάκης,  Άγρας,  Καβάφης,  Σεφέρης

ΤΟ  «ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ»

Στην Ιδεολογία του Μεσοπολέμου

Του καθηγητή ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1979

     «…..χαμένον κάποιο θησαυρό, που θρηνούμε ομάδι…»

                               Κώστας Χατζόπουλος (1898)

      Στην περίοδο 1922-1940, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η έκφραση στο χώρο της ελληνικής τέχνης και ειδικότερα στην ποίηση χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από το πνεύμα πού ονομάσθηκε «παρακμιακό». Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η απήχηση αυτού του φαινομένου στη γενικότερη περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα των δύο δεκαετιών του μεσοπολέμου. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η ευρύτατη γοητεία που και σήμερα ασκούν στους συγχρόνους μας ποιητές, όπως ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας ή το ρεμπέτικο τραγούδι.

Ανεξάρτητα από τις ειδικές ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες το καθένα απ’ αυτά τα έργα διαμορφώθηκαν, παραμένει σαν ιδιαίτερα σημαντικά το γεγονός ότι όλα μαζί γνώρισαν μια ταυτόχρονη εντυπωσιακή διάδοση στα χρόνια του μεσοπολέμου, εποχή κατά την οποία και «αξιοποιήθηκαν» κοινωνικά για πρώτη φορά. Υπ’ αυτούς τους όρους, η ανάλυση του «παρακμιακού» πνεύματος κατέχει αναπόφευκτα μια αποφασιστική θέση στη σπουδή των βασικών γνωρισμάτων της ελληνικής ιδεολογίας κατά το μεσοπόλεμο.

     Οι Έλληνες «παρακμιακοί» (Απόστολος Μελαχρινός, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου κ. ά.) μ’ εξαίρεση τους παλαιότερους Κωνσταντίνο Καβάφη και Κώστα Χατζόπουλο, είχαν ως επί το πλείστον γεννηθεί λίγο πρίν ή λίγο μετά το 1900. Ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς επρόκειτο να φθάσουν ως τη φυσική εξόντωση, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το αργότερο το 1944. Όμως γιατί «παρακμιακοί»; Παρακμή τίνος;

     Η φιλολογική κριτική τους ονόμασε έτσι επειδή έγραφαν με τον τρόπο των Γάλλων «παρακμιακών» και συμβολιστών του τέλους του 19ους αιώνα. Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ταυτόχρονα και ένας σαφής υπαινιγμός δια τη διανόηση στην εποχή της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

      Παρ’ όλα αυτά, στα πλαίσια της παρούσης μελέτης μπορούμε ν’ αφήσουμε κατά μέρος την τελευταία περίπτωση. Ας επιμείνουμε για λίγο, εδώ στον παραλληλισμό ανάμεσα στο γαλλικό φαινόμενο και στο ελληνικό ομόλογό του.

     Φαίνεται ότι πράγματι, μετά το 1922, εισέδυσε στην ελληνική ποίηση ένα φαινόμενο ανάλογο με αυτό που είχε παρουσιασθεί  στη γαλλική λογοτεχνία πρίν από 30-40 χρόνια. Κατ’ αρχήν, γνωρίζοντας την ταχύτητα με την οποία διαδίδονται οι νέες ιδέες και τα καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδίως στην Ελλάδα, πρέπει να επισημάνουμε την περίεργη και αναπάντεχα μεγάλη βραδύτητα με την οποία η ελληνική λογοτεχνία στράφηκε προς το συμβολισμό. Οι συστηματικές προσπάθειες του Κώστα Χατζόπουλου, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, και των περιοδικών «Τέχνη», «Ηγησώ», «Διόνυσος» (1898-1908), που προσπάθησαν να εισαγάγουν και στην Ελλάδα την προβληματική και την γραφή του συμβολισμού, παρέμειναν άκαρπες για δύο ακόμα δεκαετίες. Το αυτό συνέβη και με την υποδοχή του καβαφικού έργου στην Ελλάδα: παρά την εγκωμιαστική παρουσία που του έγινε από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο στα 1903, μόνο μετά το 1921 αρχίζει να βρίσκει μια πραγματική και διευρυνόμενη απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη και στις περιπτώσεις πού τα συμβολιστικά έργα δεν ήσαν άγνωστα, επικρατούσε η αντίληψη η οποία δεν έβλεπε το συμβολισμό παρά μόνο σαν μια ιδιότυπη παραλλαγή της ηθογραφίας. Υπ’ αυτούς τους όρους, διαμορφώνεται το εξής ερώτημα: Τί είναι αυτό που κάνει την ελληνική κοινωνία και τέχνη ν’ αγνοούν  το συμβολισμό πρό του 1921-1922, και τί είναι αυτό πού επιβάλλει, την εντυπωσιακή επικράτησή του στα χρόνια που ακολουθούν αμέσως μετά; Το ερώτημα θα ήταν πιό πλήρες με την ακόλουθη συμπλήρωση. Τί κοινό υπάρχει ανάμεσα στην Ελλάδα μετά το 1921-22 και στη Γαλλία των 15 τελευταίων ετών του 19ου αιώνα, ώστε, παρά τη χρονική απόσταση που τις χωρίζει, να εκφράζονται και οι δυό στην τέχνη με τις λεγόμενες «παρακμιακές» και συμβολιστικές μορφές;

     Θα πρέπει να διευκρινιστεί αμέσως ότι, στα πλαίσια αυτής της μελέτης, στόχος δεν είναι τόσο η ανάλυση των καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών ρευμάτων ούτε η κοινωνιολογία τους, αλλά-μέσω αυτών-η διακρίβωση της ιδεολογίας των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Μ’ άλλα λόγια, δεν εξετάζεται η τέχνη σαν παθητική αντανάκλαση στο εποικοδόμημα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά σαν μιά υλοποίηση των ιδεολογιών και των κοσμοαντιλήψεων, που συμβάλλουν δημιουργικά στη διαμόρφωση των συνολικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Ο φωτισμός της ελληνικής «παρακμής» με την θεωρία και την εμπειρία της γαλλικής, επιτρέπει όχι μόνο να τοποθετήσουμε τα φαινόμενο στις ακριβείς ιστορικές του διαστάσεις, αλλά και να το κατανοήσουμε ουσιαστικότερα στη θεωρητική σημασία του.

     Το αρχικό ερώτημα

     Εξανίσταται ο Σπύρος Μελάς: «Ολάκερη γενιά σχεδόν (μετά το 1922) σηκώνει στην Ελλάδα το πνευματικό σύμβολο του συμβολισμού… Η γενιά αυτή πληρώνει τον αιώνιο φόρο του επαρχιώτη στη δυτική μόδα…. Από τα πεδία των μαχών, τα ελληνικά μπαρουτοκαπνισμένα νιάτα γύρευαν τη ρωμαλέα φωνή που θα τραγούδαγε τα πάθια τους και τα κλέη τους. Και τούτοι τους δίνανε ξαναμασήματα…». (Ελληνική Δημιουργία, 1954).

     Οι παραπάνω διαβεβαιώσεις του Σπ. Μελά δεν κάνουν άλλο από το να επαναφέρουν το αρχικό ερώτημα. Γιατί η νέα γενιά του 1922 στράφηκε μαζικά προς τον γαλλικό συμβολισμό και την ποίηση της «παρακμής»; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί σ’ αυτό το ερώτημα είναι ποικίλες, αλλ’ ανεπαρκείς. Στην προσπάθεια να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό, όλοι έχουν αναφερθεί στην απογοήτευση από τη Μικρασιατική καταστροφή, στη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας, άλλοι στην κόπωση από τη δεκαετή πολεμική προσπάθεια της χώρας, άλλοι στη φυσιολογική εξάντληση του παλαμισμού. Όμως, μολονότι οι παράγοντες αυτοί έχουν ασφαλώς παίξει κάποιο ρόλο στην εντυπωσιακή στροφή μετά το 1921-1922, έχουν αναμεταξύ τους ένα κοινό σημείο, που τους αφαιρεί τη δυνατότητα ν’ ασκήσουν επίδραση διαρκείας, αναφέρονται όλοι στο παρελθόν, έστω και πρόσφατο. Και είναι γνωστό ότι ρεύματα κοινωνικά, ιδεολογικά ή καλλιτεχνικά δεν συγκροτούνται παρά μόνο πάνω σε επιδιώξεις πού αναφέρονται κατά κύριο λόγο στο παρόν και στο μέλλον. Παράλληλα, κανένας από τους παραπάνω λόγους δεν εξηγεί τη σχέση που υπήρξε ανάμεσα στην Ελλάδα του 1922 και στη Γαλλία του 1885, όπου βέβαια ούτε Μεγάλη Ιδέα υπήρξε, ούτε δεκαετής πόλεμος, ούτε εθνική καταστροφή, ούτε φυσικά, παλαμισμός.

Πέρα απ’ αυτά, δεν πρέπει να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι πού πρωτοστάτησαν στην ελληνική στροφή προς το συμβολισμό, κατά την τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, δεν περίμεναν γι’ αυτό ούτε την Μικρασιατική καταστροφή ούτε τη δεκαετή πολεμική προσπάθεια ούτε την εξάντληση του παλαμισμού, εκτός από τον Κ. Χατζόπουλο, πού είχαν ανακαλύψει το συμβολισμό ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ένα καινούργιο ρεύμα νέων λογοτεχνικών είχε αρχίσει ν’ αναφέρεται όλο και συστηματικότερα στη συμβολιστική ευαισθησία, ήδη από τα τελευταία χρόνια της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Γύρω στα 1910, οι Ναπολέων Λαπαθιώτης και Απόστολος Μελαχρινός μιλούσαν και έγραφαν μ’ εμφανή επίδραση από τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον Μαλλαρμέ. Απ’ τα 1912 ο Κώστας Ουράνης αρχίζει να παρουσιάζει όλο και συστηματικότερα το έργο του Μπωντλαίρ. Στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας εμφανίζονται οι Κώστας Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Τέλλος Άγρας. Ήδη στα 1914, μια νέα γενιά ποιητών εκφράζεται με το «ουαϊλδικό» Μανιφέστο του Ναπολέων Λαπαθιώτη, δημοσιευμένο στο «Νουμά» για μια «καθαρή τέχνη». Με δύο λόγια, η ελληνική στροφή προς το συμβολισμό, που εκδηλώνεται εντυπωσιακά μετά την Μικρασιατική καταστροφή, έχει στην πραγματικότητα αρχίσει αργά αλλά σταθερά, τουλάχιστον 10-12 χρόνια πρίν από το ορόσημο του 1922. Όμως, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι το λεγόμενο «πνεύμα της παρακμής» στην ελληνική ποίηση αναπτύχθηκε στην Ελλάδα σχεδόν παράλληλα με το εθνικό ανορθωτικό κίνημα πού προήλθε από την Επανάσταση του 1909, ότι δηλαδή ο συμβολισμός στην τέχνη και το κίνημα για την εθνική και κοινωνική ολοκλήρωση στη χώρα μας συνυπήρξαν.

          Παρεμβατικό  κράτος

Σε παρεμφερές συμπέρασμα θα καταλήξουμε αν εξετάσουμε την γαλλική εμπειρία της «παρακμής» και του συμβολισμού. Η εποχή που τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ανάμεσα στον Μπωντλαίρ και τον Μαλλαρμέ, δεν φαίνεται διόλου να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής παρακμής και της αποσύνθεσης, αλλ’ αντίθετα οριοθετεί μιά περίοδο έντονου  κοινωνικού οργανισμού, που οδηγεί-ιδίως μετά την καταστολή της Κομμούνας (1871)-σε μιά φάση νέας κοινωνικής συγκρότησης και ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, όσο στην τέχνη διαδίδεται η αντίληψη του «τέλους του αιώνα», τόσο στην κοινωνία ολοκληρώνεται και βαθαίνει η καινούργια κοινωνική διάρθρωση, που θ’ αποτελέσει το βασικό πλαίσιο για την ανάπτυξη του νεώτερου καπιταλισμού μέχρι τις μέρες μας. Στην ουσία, η σύγχρονη κοινωνία του καπιταλισμού, η κοινωνία στην οποία μέχρι σήμερα ζούμε, γεννιέται και θεμελιώνεται ακριβώς κατά τις τρείς τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Αν, μέσα σ’ αυτόν τον κολοσσιαίο οργανισμό για την κοινωνική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, κάτι παρακμάζει και τείνει προς την εξαφάνιση, αυτό δεν είναι η αστική κοινωνία εν γένει, αλλά μόνο ο παλαιό-φιλελεύθερος καπιταλισμός, στη θέση του αναπτύσσεται  το νεώτερο παρεμβατικό Κράτος, με την κατά κάποιο τρόπο, συντεχνιακή και συμμετοχική βάση, με τον ιδιότυπο κοινωνικό ολοκληρωτισμό, ο οποίος διεκπεραιώνεται μέσω των νεώτερων κολοσσιαίων σχηματισμών που τότε ακριβώς πρωτοβλέπουμε το φώς (συνδικάτα, κόμματα, κέντρα προγραμματισμού, ανώτερες εταιρίες, χρηματιστικό κεφάλαιο, μονοπώλια κλπ.).

Όμως, λίγο ως πολύ, παρόμοιο είναι περίπου και το νόημα του ανορθωτικού κινήματος στην Ελλάδα μετά το 1910 και ακόμη περισσότερο μετά το 1922. Ο εκσυγχρονισμός της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα πραγματοποιείται όχι μόνο με τις μεταρρυθμίσεις και τα επιτεύγματα της περιόδου 1910-1920, αλλά επίσης-και περισσότερο- με τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε μετά το 1922 η συσπείρωση-για πρώτη φορά- του μέγιστου μέρους του ελληνισμού πάνω σ’ ένα ενιαίο εθνικό έδαφος.

      Αν υπάρχει κάτι το κοινό ανάμεσα στη Γαλλία του 1880 και στην Ελλάδα του 1922, αυτό είναι ασφαλώς το πέρασμα προς μιά βαθύτερη και οργανικότερη δόμηση της αστικής κοινωνίας, η πορεία προς έναν περισσότερο οργανωμένο καπιταλισμό.

     Όμως, αν η ζητούμενη κοινή συνθήκη ανάμεσα στην Ελλάδα του 1920 και στη Γαλλία του 1880 είναι η εσωτερική κοινωνική ολοκλήρωση και η αστική ακμή, τότε που θεμελιώνεται το λεγόμενο «πνεύμα της παρακμής» και ο συμβολισμός και ποιό το κοινωνικό νόημά τους;

     Η γαλλική ποιητική «παρακμή» και ο συμβολισμός, μ’ όλους τους προδρόμους τους-Μπωντλαίρ, Γκωτιέ, Λωτρεαμόν, Ρεμπώ, Βερλαίν, Μωρεάς,-αναπήδησαν σαν λογοτεχνικό κίνημα μόνο μετά το 1880, όχι μόνο για να επισφραγίσουν το θάνατο του νατουραλισμού, αλλά κυρίως σαν απόβλητοι μιάς κοινωνίας, μέσα στην οποία η τέχνη έγινε αιφνιδιαστικά προβληματική, αν όχι αδύνατη. Η εσωτερική κοινωνική ολοκλήρωση στη Γαλλία του 1880 δημιούργησε οριστικά το επίπεδο στο οποίο επρόκειτο να βαδίσει η σύγχρονη αστική ανάπτυξη. Αυτό ισοδυναμούσε με την κήρυξη ενός είδους διαρκούς στρατιωτικού νόμου για τους καλλιτέχνες: οι ζωγράφοι, οι ποιητές πέρασαν στην «παρανομία» και η τέχνη έγινε το κρησφύγετό τους. Είναι η πρώτη φορά που χαράζεται τόσο ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Ο παλαιός ρομαντισμός, για να επιβιώσει, υποχρεώνεται να επενδυθεί σε αυστηρά καλλιτεχνικά κινήματα. Οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν πλέον την κοινωνία σαν μιά «χαμένη υπόθεση». Η ζωή η ίδια εμφανίζεται πλέον σαν κάτι το κουραστικό και τετριμμένο. Μόνη διέξοδος σωτηρίας από την κοινότητα της  ζωής είναι η φυγή απ’ αυτήν, η φυγή προς το χώρο της καθαρής δημιουργίας. Όμως ο χώρος αυτός δεν είναι δεδομένος εκ των προτέρων και δεν υπάρχει αφ’ εαυτού, αλλ’ είναι απλώς μιά δυνατότητα, ένα καθαρό πλάσμα της φαντασίας, ένα όραμα που μπορεί να επιδιωχθεί. Είναι η πρώτη φορά που ο καλλιτέχνης αντικρίζει γυμνή τη φριχτή αλήθεια και το έργο τέχνης δεν καταξιώνεται πλέον με την αναφορά του στις γενικές και κοινωνικές αξίες αλλ’ από την καταγραφή του σ’ ένα ειδικό χώρο, ο οποίος κατοχυρώνει το ειδικό και αποκλειστικό επίπεδο της τέχνης. Η διαίσθηση αυτής της αλήθειας εκσφενδονίζει μαζικά και ορμητικά τους καλλιτέχνες στην αγχώδη και ατέρμονα προσπάθεια για την κατασκευή αυτού του ξεχωριστού επιπέδου της «καθαρής τέχνης». Αυτής ακριβώς της προσπάθειας ο συμβολισμός είναι το ορόσημο. «Αυτός πού σκάβει τον στίχο, σκάβει τον τάφο του», λέει ο Μαλλαρμέ. Στην πραγματικότητα, οι λέξεις, οι στίχοι, οι ρίμες-σ’ αυτή την εποχή της ανοικτής ρήξης και του ανταρτοπόλεμου ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή-δεν είναι παρά μιά σειρά από οχυρωματικά έργα σε καιρό πολέμου, χαρακώματα που δίνουν τη δυνατότητα στον καλλιτέχνη να προφυλαχθεί από τις επιθέσεις της κοινωνίας, ν’ απομονωθεί για να επικοινωνήσει με την απόλυτη ομορφιά, να κατασκευάσει την σκήτη του, μέσα στην οποία-πεθαίνοντας-δημιουργεί.

     Ο συμβολισμός στάθηκε έτσι το πρώτο καθαρό καλλιτεχνικό κίνημα στην ιστορία, ένα κίνημα που εγγράφεται και εξαντλείται στο νεοπαγή χώρο της «καθαρής τέχνης», αποστειρωμένο από οποιαδήποτε πρόσμιξη κοινωνικών στοιχείων. Είναι η εποχή όπου αναπτύσσεται η αντίληψη για καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, το αίτημα για «καθαρή ποίηση» και η αναζήτηση της καθαρής μορφής. Η τέχνη αποβάλλει έτσι τον μεγαλόπνοο κοινωνικό- μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα της και περιπίπτει σε ελάσσονες τονικές διαστάσεις με πρωταρχική ενασχόληση την εκχέρσωση και περιχαράκωση ενός αποκλειστικά δικού της χώρου. Ιδανικό του συμβολισμού γίνεται η όσο το δυνατό πληρέστερη αποξένωση από τις συνθήκες της κοινωνικής διαβίωσης, ο ολοκληρωτικός εγκλεισμός της ζωής του καλλιτέχνη μέσα στο κρησφύγετο της τέχνης.

     Υπ’ αυτούς τους όρους, ο α-κοινωνικός και συχνά αντι-κοινωνικός προσανατολισμός του συμβολισμού και της «καθαρής τέχνης» γενικότερα είναι το κλειδί για την κατανόηση της κοινωνικής σημασίας αυτών των αποκλειστικά καλλιτεχνικών κινημάτων. Τα ρεύματα αυτά δεν εκφράζουν την αριστοκρατική αδιαφορία για τα εγκόσμια, όπως πίστεψαν ορισμένοι επικριτές τους, αλλά είναι αντίθετα προϊόντα μιάς βαθύτατης αποστροφής προς αυτά. Η «καθαρή τέχνη» εκφράζει όχι, την αδιαφορία για την κοινωνία, αλλά, τη διάσταση και την αντίθεσή της μ’ αυτήν.

…………….

Η αδιαφορία απέναντι στον υλικό κόσμο δεν συνεπάγεται την προσφυγή… Οι Ρεμπώ, Βερλαίν, Λωτρεαμόν, Γκωγκέν, Τουλούζ-Λωτρέκ, Βάν Γκόγκ, και οι αδερφοί τους στράφηκαν προς την αναζήτηση της καθαρής ομορφιάς, διέπρεψαν σ’ ένα πλήθος από αντικοινωνικές συμπεριφορές (αλκοολισμός, ναρκωτικά, διαστροφές, παραφροσύνη, έγκλημα, αυτοκτονία κλπ.), όχι επειδή αδιαφορούσαν για τα κοινωνικά πράγματα, αλλά επειδή η οξυμμένη ευαισθησία τους τους έφερνε σε ανυπέρβλητη ρήξη με αυτά. Η κοινωνία δεν υπάρχει μέσα στο έργο τους σαν θετική ουσία, όμως είναι οργανικά παρούσα μέσα σ’ αυτό ακριβώς με την απουσία της.

     Το διάβημα του συμβολισμού θεμελιώνεται στην απουσία των πραγμάτων και των ανθρώπων στην κενότητα της ζωής. Ο καλλιτέχνης παίρνει έτσι τη μορφή του κοινωνικού αναχωρητή, ο οποίος αναζητεί την απομόνωση από τα εγκόσμια και την προστασία από τις επιθέσεις του εχθρού, δηλαδή της κοινωνίας.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β΄ μέρος

      ΜΕΡΟΣ Β΄

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ  31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1979

     Με την εσωτερική ολοκλήρωση της αστικής κοινωνίας, με την ανάπτυξη και εμβάθυνση των αστικών σχέσεων η τέχνη αποβάλλεται σε χώρους εξω-κοινωνικούς. Περιέρχεται έτσι η τέχνη στη δικαιοδοσία των στοιχείων που η κοινωνία αδυνατεί να οργανώσει και να ταξινομήσει το όνειρο, το παράλογο, το μοναδικό, το θεσπέσιο. Ο μυστικός κήπος της τέχνης εμφανίζεται για τους ασυμβίβαστους συμβολιστές, αηδιασμένους από τη ζωή, σαν ένα κρησφύγετο, καταφύγιο ή και ορμητήριο. Οργανώνουν αυτό τον χώρο σχολαστικά και πληθωρικά, εγείρουν τείχη ώστε να κρατήσουν  στεγανό και σε ασφυκτική απομόνωση από τα στοιχεία της κοινωνικής ζωής. Ο Θεόφιλος Γκωτιέ είχε την αίσθηση ότι η ζωή τον κυνηγούσε για να τον συλλάβει με τα πλοκάμια της, όπως μιά μέδουσα. «Όπου συναντώ τη ζωή, έλεγε, με πιάνει τρόμος και αηδία και στρίβω αμέσως το βήμα μου». Ο Λαφόργκ διακήρυσσε ότι η ζωή είναι όχι μόνο ανυπόφορη, αλλά και βλαβερή. Ο Υισμάν αισθανόταν τη ζωή σαν μιά φυλακή του σώματος, απ’ την οποία έλεγε, πρέπει να δραπετεύσουμε το συντομότερο. Ο Μαλλαρμέ έγραφε περιτέχνως δυσνόητα για να προστατευθεί, όπως έλεγε, από την κατανόηση των κοινών θνητών.  Ο Βιλλιέ, ασφυκτιούσε με το συναίσθημα ότι οι αναγνώστες των κειμένων του ήταν πράκτορες του εχθρού, δηλαδή της κοινωνίας, και τον παρακολουθούσαν. Για τούτο ο ίδιος διακήρυσσε ότι πρέπει απαραιτήτως να συσχετίζουν με τον αναγνώστη, να τον μπερδεύουμε ώστε να χάσει τα ίχνη μας, να τον απομακρύνουμε απ’ αυτό που θέλουμε πραγματικά να πούμε, να τον τρελάνουμε.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραλλαγών του συμβολισμού είναι ο ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο κόσμους: στον τετριμμένο κόσμο της ζωής και στον μεγάλο κόσμο του ωραίου και της τέχνης. Η συνθηκολόγηση μπροστά στη ζωή είναι ανανδρία, έλεγαν, ενώ η φυγή απ’ αυτόν τον κόσμο-εδώ είναι η μόνη θαρραλέα και αγωνιστική πράξη. Συνέπεια αυτού του σχιζοφρενικού  διχασμού ήταν ότι, η φυγή προς την τέχνη έλαβε έτσι τον χαρακτήρα μιάς φυγής προς το μέτωπο, προς τα χαρακώματα, προς τα βουνά και το αντάρτικο. Ο Μαλλαρμέ πίστευε βαθιά ότι ο καλλιτέχνης ήταν ένας αιώνιος και ασυμβίβαστος «εκτός-νόμου» υπό συνεχή καταδίωξη. Η τέχνη στάθηκε για αυτόν το προστατευτικό περίβλημα μέσα στο οποίο έκλεισε τη ζωή του ολόκληρη. Μέχρι τότε, ακόμα και στον ρομαντισμό-πρόδρομο κατά κάποιον τρόπο του συμβολισμού-η ζωή ήταν γεμάτη, ενώ η τέχνη παρέμενε κενή, με την έννοια ότι η τέχνη καταξιωνόταν μόνο στην απλή αναπαράσταση των φαινομένων της ζωής. Με το συμβολισμό πραγματοποιείται μιά θεαματική αντιστροφή: η ζωή αδειάζει ενώ η τέχνη γεμίζει. Στο μεταξύ η τέχνη αποκτά δική της υπόσταση και αυτοτέλεια, παύει να καταξιώνεται με μέτρα και αξίες έξω απ’ αυτήν, παύει ν’ αναπαριστά τα στοιχεία της ζωής και διεκδικεί πλέον το δικαίωμα να φτιάξει μιά καινούργια ζωή με βάση αποκλειστική τους κανόνες καθαρής ομορφιάς. Έτσι, με τον συμβολισμό η τέχνη ανοίγεται στον θαυμαστό κόσμο του ασυνείδητου, των μυστικών αντιστοιχιών, του φανταστικού και του υπέροχου. Μοναδικός ιστός στον οποίο εγγράφεται πλέον η ποίηση είναι, η καθαρή γλώσσα, με λέξεις και αλληλουχίες απελευθερωμένες από το δεσποτικό βάρος των πραγμάτων και των εννοιών. Η γλώσσα σαν ένα σύστημα καθαρών σημείων, της αυταξίας τους, και όχι σαν μεταφορείς έξω-γλωσσικών φαινομένων.

     Σκάβοντας στο βάθος του στίχου λέει ο Μαλλαρμέ, βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε μιά απελπιστική άβυσσο: μπροστά στην απουσία του Θεού και μπροστά στον δικό μου θάνατο. Μέσα στην άβυσσο του μεγάλου τίποτα, στο οποίο πλέει η ύπαρξη, ο ποιητής δεν έχει άλλη βάση και αλήθεια παρά τη γλώσσα, αυτήν που «αδράχνει τα πράγματα απ’ την κενότητά τους», αυτήν πού «δημιουργεί, μετατρέποντας την απουσία του πράγματος σε γλωσσικό αντικείμενο».

     Για τούτο, όπως τονίζει ο Σάρτρ, το ποίημα έχει μιά διπλή σημασία: αφ’ ενός είναι μιά καταστροφή βόμβα στα θεμέλια του κόσμου τούτου και αφ’ ετέρου σημαίνει την αυτοκτονία και το θάνατο του δημιουργού.

Με τον συμβολισμό, ο ποιητής γίνεται ο ιερομάντης της γλώσσας, δηλαδή ο θεράπων της καθαρής δημιουργίας, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου ο Θεός δεν υπάρχει πλέον και όπου τα πράγματα υπάρχουν μόνον με την απουσία τους, μόνον με την κενότητά τους. Έτσι, η δύναμη δημιουργίας δεν προέρχεται πλέον από το υποκείμενο, αλλ’ από την ίδια την απρόσωπη γλώσσα. Δεν μιλά πλέον ο ποιητής την γλώσσα, αλλ’ η γλώσσα μιλά με το στόμα του ποιητή. Η γλώσσα χρησιμοποιεί τον ποιητή και όχι ο ποιητής την γλώσσα. Οι λέξεις αυτονομούνται από το βάρος του περιεχομένου, αποδεσμεύονται, παίρνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων στη διαδικασία της δημιουργίας. Ο ποιητής ακολουθεί τις λέξεις σαν ένας ταπεινός γραφεύς του έργου του. Υπάρχουν μόνον οι ήχοι, οι παρηχήσεις, οι ονοματισμοί. Η γλώσσα πλημμυρίζει σαν μιά ασταμάτητη ροή φθόγγων, ήχων, γραμμάτων, λέξεων, απελευθερωμένη από τον δεσποτισμό της εννοιοκρατίας, σαν μιά μαγική και ακατανόητη επίκληση, σαν ένα παραισθησιογόνο ξόρκι. Βρισκόμαστε ήδη πολύ κοντά στην αντίληψη της «αυτόματης γραφής», που επρόκειτο να γίνει ένα από τα βασικά συνθήματα των πρωτοποριών στα 1920. Ίσως, η μόνη διαφορά στο σημείο αυτό ανάμεσα στο συμβολισμό και στον υπερρεαλισμό να είναι ότι την αυτόματη γραφή, ο δεύτερος την ήθελε σαν ένα μέσο για την διεύρυνση και αποκάλυψη της βαθύτερης πραγματικότητας, ενώ ο πρώτος την είχε φαντασθεί σαν ένα μαγικό κόσμο για τη δημιουργία εντυπώσεων, αισθήσεων και καταστάσεων που δεν υπήρχαν πρίν. Η γλώσσα σαν παραισθησιογόνο, σαν μέσο παραισθησιακής επικοινωνίας, μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την προοπτική, ο συμβολισμός και το «πνεύμα της παρακμής» χρησιμοποίησαν κατά σύστημα τα πάσης φύσεως διεγερτικά και παραισθησιογόνα, εγκωμιάζοντας τους τεχνητούς και απαγορευμένους παραδείσους, μέχρι την διαστροφή, την παραφροσύνη, την αυτοκτονία, τον θάνατο και την καταστροφή. Ξαναβρίσκοντας τον Ουίλλιαμ Μπλέικ και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Βιλλιέ διετύπωσε: «για ν’ αντικρίσουμε την ομορφιά, το τίμημα είναι η τύφλωση». Και ο Μαλλαρμέ γενίκευσε: «για τη δημιουργία του έργου τέχνης, το τίμημα είναι η καταστροφή και ο θάνατος του δημιουργού».

     Μέσα στο ρεύμα της φυγής προς τον κήπο της καθαρής τέχνης και του απόλυτου, τα πράγματα δεν έχουν θέση ούτε σαν υλικές υποστάσεις, ούτε σαν έννοιες. Την θέση τους παίρνουν τα σύμβολα, σαν απολήξεις και αποτυπώματα βιωμάτων. Δεν μ’ ενδιαφέρει το πράγμα καθ’ εαυτό, λέει ο Μαλλαρμέ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτό επενεργεί επάνω μου, το οδηγεί στην εννοιοκρατία ή στη νοησιαρχία, όπως πίστεψαν ορισμένοι μελετητές, αλλ’ εκφράζει το πάθος για το ξεπέρασμα του θετικισμού. Η θέση ότι «το σώμα είναι σοφότερο από το πνεύμα» διαφοροποιεί τον συμβολισμό τόσο από τη νοησιαρχία , όσο και από τον θετικισμό. Στην περίπτωση αυτή το σώμα δεν νοείται σαν μιά απλή συγκέντρωση πληροφοριών των αισθήσεων, αλλά σαν ένας συσσωρευτής εντάσεων, ο οποίος διασυνδέει το γνώριμο και πεπερασμένο με το άγνωστο και αγνώριστο άπειρο. Μοναδική πραγματικότητα του συμβολισμού είναι η βεβαιότητα της κενότητας των συμβόλων, βεβαιότητα η οποία επιτρέπει τη διασύνδεση με την αβέβαιη ουσία του κόσμου. Για τούτο, τα σύμβολα εδώ δεν αναπληρώνουν τα πράγματα, αλλ’ εξ ορισμού εγγράφεται κατ’ ευθείαν στη λεία και γλιστρά tabula rasa της γλώσσας, μόνον η καθαρή ιερογλυφία της γραφής είναι σε θέση να επιτύχει την επαφή με το μυστήριο του κόσμου.

          Κρίση- χρεωκοπία

     Ο συμβολισμός αναζήτησε το απόλυτο έξω, μακριά από τη ζωή. Αυτό έγινε διότι, μετά την καταστολή της Κομμούνας (1871) και ιδίως μετά το 1880, η γαλλική κοινωνία εισήλθε οριστικά στον δρόμο της ανάπτυξης του οργανωμένου καπιταλισμού.

Σ’ αυτή την «εποχή των δολοφόνων» όπως λέει ο Χένρυ Μίλλερ, ενώ τα έθνη προχωρούν προς τον ουρανό, αρχίζει η ηθική κρίση του 19ου αιώνα, η οποία προετοίμασε και την πνευματική χρεωκοπία του 20ου αιώνα. Η εσωτερική κοινωνική ολοκλήρωση οδήγησε στην αναπτυξιακή ιστορία, πράγμα που συνοδεύτηκε από μιά άνευ προηγουμένου γενική πνευματική κατάπτωση και παρακμή. Τα δύο αυτά φαινόμενα, ως φαίνεται, δεν ήσαν ανεξάρτητα, αλλ’ οργανικά δεμένα μεταξύ τους, σαν δύο αναπόφευκτες όψεις του αυτού νομίσματος: πνευματική παρακμή, σαν η κρυμμένη και αναγκαία όψη της κοινωνικής ανάπτυξης, Αυτήν την παρακμή ένοιωσαν στο δέρμα τους οι συμβολιστές, την αδυναμία της τέχνης να υπάρξει μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, και αναζήτησαν τη ζωή και την έκφραση στους μακρινούς χώρους των συμβόλων και της καθαρής τέχνης. Ο συμβολισμός στρέφοντας τα νώτα προς την κοινωνία, δεν στάθηκε μόνον μιά απλή μαρτυρία μιάς εποχής, αλλά, λόγω της αποστροφής του προς τα κοινωνικά πράγματα, ήταν εξ αρχής σφραγισμένος μ’ έναν χαρακτήρα κατ’ ευθείαν και βαθύτατα κοινωνικό. Σ’ αντίθεση με την προγενέστερη αναπαραστατική τέχνη, στην οποία το κοινωνικό στοιχεία δεν ξεχωρίζει παρά μόνον μέσα από μιά σειρά αναγωγών, ο συμβολισμός και η «παρακμή», σαν μορφές «ελάσσονος λογοτεχνίας», θεμελιώνονται κατ’ ευθείαν στο κοινωνικό, είτε σαν προϋπόθεση, είτε σαν επιδίωξη.

     Τέλος αξίζει να επισημανθεί κάτι ακόμη: ο συμβολισμός, ενώ αναπηδά στον ορίζοντα σαν ένας απόβλητος της αστικής ανάπτυξης, εν τούτοις δεν αμφισβητεί την ολιστική αντίληψη στην οποία εδράζεται η αστική ιδέα περί της κοινωνίας, του Κράτους και γενικά της ανάπτυξης.

Η «ορφική ερμηνεία του Κόσμου» την οποία θέτει σαν κεντρικό στόχο του ο Μαλλαρμέ, δεν αναφέρεται σε διαφορετική τάξη πραγμάτων, απ’ ό,τι οι οργανικιστικές αστικές θεωρίες περί κοινωνίας και Κράτους, από την εποχή του Φίχτε και του Χέγκελ. Με άλλα λόγια έχει κανείς την εντύπωση ότι το «ατομιστικό» διάβημα των συμβολιστών αναφέρεται σ’ ένα πλαίσιο όχι λιγότερο κοινωνικό από εκείνο μέσω του οποίου η αστική κοινωνία σκέπτεται τον εαυτό της. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει ίσως να δεχθούμε ότι είναι ενιαία η διαδικασία που παράγει τόσο την υλική ανάπτυξη του 19ου αιώνα και την παράλληλη ηθική παρακμή, όσο και τον συμβολισμό-απόστολο της καθαρής τέχνης.

     Ας μην ξεχνούμε ότι στην εποχή αυτή, ήταν κοινός ο τόπος μεταξύ των συμβολιστών το θέμα της αναμονής της σωτηρίας από τους εξωτικούς τους βαρβάρους. Όμως αυτό προϋπέθετε την αντίληψη της κοινωνίας σαν ενιαίου οργανικού συνόλου χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις. Ως ένα βαθμό , φυσικό, οι βάρβαροι δεν ήσαν παρά οι φαντασιώσεις που γεννούσε το κοινωνικό σώμα στην αυτό-άμυνά του.

     Το θέμα των βαρβάρων ήταν συνήθως ένας αντιπερισπασμός , ένας μύθος, ο οποίος αναπαρήγε από την ανάποδη το μύθο της οργανωμένης και χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις αστικής κοινωνίας. Μέσα από το σκοτεινό θάλαμο της ιδεολογίας και των συμβόλων , ο καθένας από τους δύο αυτούς μύθους δεν ήταν παρά το αντεστραμμένο είδωλο του άλλου.

     «Εποχή των δολοφόνων», εποχή της ασφυξίας και της κατάθλιψης, μέσα στην οποία η τέχνη φαντάζει σαν εξωτικό νηπενθές, σαν φάρμακο και φαρμάκι μαζί. Για την Ελλάδα φαίνεται ότι η περίοδος που επισημαίνει ο Χένρυ Μίλλερ αρχίζει μαζί με την αστική έφοδο του 1910 και εντείνεται ακόμα περισσότερο με την αστική ανάπτυξη που ακολουθεί την Μικρασιατική καταστροφή. Έτσι ο μεσοπόλεμος είναι η περίοδος μέσα στην οποία αναπτύχθηκε το πνεύμα της παρακμής στην Ελλάδα. όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πνεύμα της «παρακμής» δεν είναι  πνεύμα γενικής εγκατάλειψης και απουσίας κάθε ιδεολογίας, αλλ’ αντιθέτως είναι ένα πνεύμα ιδεολογικής αδιαλλαξίας μπροστά στη ζωή. Στην περίοδο του μεσοπολέμου, η ιδεολογία δεν βρίσκεται γενικά σε υποχώρηση, αλλά σε έξαρση. Το φαινόμενο της «παρακμής» συμβολίζει κατά την ίδια περίοδο, με την υπερδιέγερση του χώρου των εθνικιστικών ιδεολογιών και με την αναπτυξιακή έξαρση  στο πεδίο της δημιουργίας του συγχρόνου «οργανικού Κράτους». Απ’ αυτή την άποψη, η θολή και ανεπαρκής αναφορά στην «παρακμή» μόνο σύγχυση μπορεί να προσθέσει. Είναι φανερό, ότι η προβληματική της φυγής, που αναπτύσσεται στον μεσοπόλεμο, αποτελεί μιάν απάντηση στην προβληματική για τη συγκρότηση του νέο-αστικού εθνικού Κράτους. Εθνικισμός, οικονομική ανάπτυξη, παρεμβατικό Κράτος, προβληματική της φυγής: δεν είναι παρά όψεις της αυτής διαδικασίας, την οποία διατρέχει η ελληνική κοινωνία κατά την κρίσιμη φάση του μεσοπολέμου.

     Από την άποψη αυτή, αξίζει να διερωτηθούμε: η προβληματική της φυγής, αναζητώντας το διαφορετικό στους εξωτικούς χώρους, δηλαδή αυτό που απουσιάζει απ’ την κοινωνία του μεσοπολέμου, μήπως δεν καταλήγει παρά μόνο στο ν’ αναπαραγάγει την αρνητική όψη, το νεγκατίφ, της εθνικιστικής νέο-αστικής αναπτυξιακής ιδεολογίας; Η απλή αντιστροφή της νέο-αστικής ιδεολογίας σε τελευταία ανάλυση , δεν απομακρύνει απ’ την προοπτική αυτή, αλλά συμπαρασύρει προς την ίδια κατεύθυνση και ολόκληρο τον εσμό των αντιφρονούντων και των αμφισβητιών, έστω και παρά την θέλησή τους, έστω και μ’ όλη την ιδεολογική αδιαλλαξία τους. Η κοινωνία δεν μπορεί βέβαια να οικειοποιηθεί αυτό που συμβαίνει στο χώρο του ονείρου και της φαντασίας, όμως γνωρίζει ν’ αποφεύγει τον κίνδυνο, περιορίζοντας τη βαθειά και αθεράπευτη επιθυμία της αλλαγής στους χώρους που μοιάζουν εξ ορισμού σαν εξωτικοί και απραγματοποίητοι.

Από την αντίθετη πλευρά, είναι δίκαιο να σημειώσουμε ότι μπορεί μεν το νέο-αστικό Κράτος να διασώζεται παγιδεύοντας την κοινωνική δυσπιστία και την ιδεολογική αδιαλλαξία μέσα στους χώρους του ονείρου και της φυγής, όμως είναι επίσης αλήθεια, ότι, παρά την παγίδευση, οι ιδέες στους χώρους αυτούς παραμένουν ασυμβίβαστες κι ανυπότακτες. Η κοινωνία δεν κινδυνεύει βέβαια από τ’ όνειρο καθ’ εαυτό, κινδυνεύει όμως από τις ιδέες που περιέχονται σ’ αυτό. Η κοινωνία οικειοποιείται τον χώρο της φαντασίας και του ονείρου, όχι όμως και τις επιθυμίες ή τις ιδέες πού εκφράζονται, μέσα σ’ αυτόν.

Του καθηγητή ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ.

Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 30/1/1979 και 31/1/1979.    

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

     Το πρόσωπο, οι δημόσιες παρεμβάσεις, η αρθρογραφία και αρκετά από τα βιβλία του παλαιού καθηγητή οικονομολόγου Κώστα Βεργόπουλου (1942-9/11/2017), είναι γνωστά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, των ελλήνων εκείνων (επιστημόνων και μη) που μελετούν και διατρίβουν ερευνητικά και αναγνωστικά και πέραν των ορίων της οικονομικής επιστήμης που ο Κ. Β. θήτευσε και δίδαξε στο Παρίσι. Τους οικονομολόγους κυρίως, τους κοινωνιολόγους, τους στατιστικολόγους, τους πολιτικούς σχολιαστές και αναλυτές, τους αρθρογράφους και παλαιούς σοβαρούς δημοσιογράφους, τους λογίους και διανοούμενους της αριστεράς (ορθότερα μάλλον του ευρύτερου δημοκρατικού τόξου. Τους μη συστημικούς θα τολμούσαμε να γράψουμε). Εν γένει, τους παράγοντες εκείνους και τα άτομα που άρθρωσαν δημόσιο λόγο και οικονομική σκέψη, τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες στην χώρα μας μετά την μεταπολίτευση του 1974, με ζήλο και ρωμέϊκο καημό, ενδιαφέρθηκαν ουσιαστικά και αληθινά, με πολιτική συνέπεια, ιδεολογική πρόθεση και οπτική, ειλικρινές και ανυστερόβουλο κοινωνικό ενδιαφέρον, να μας μιλήσουν για τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει η οικονομία ενός κράτους στις πολιτικές, διπλωματικές και πνευματικές εξελίξεις και καλλιτεχνικές διαδρομές που ακολουθεί αυτό στην ιστορική του πορεία. Να φωτίσουν κυβερνητικούς προγραμματισμούς και ασκήσεις εξουσίας, ελληνικών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, να δείξουν τις προβολές της οικονομίας πάνω στο κοινωνικό σώμα, ανεξαρτήτου οικονομικής ή εκπαιδευτικής επιφάνειας των πολιτών. Πρωτοστάτησαν με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα, πολιτικό ένστικτο και οικονομικό κριτήριο, να ερμηνεύσουν νοοτροπίες και εσωτερικές της οικονομίας αντιθέσεις και αγκυλώσεις, «προσδιοριστικές» της εποπτείες στις καθημερινές μας δραστηριότητες, στις εμπορικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Ημών των Ελλήνων και Ελληνίδων. Θέλησαν να μας κάνουν να ασχοληθούμε σοβαρότερα με την πολιτική, μας μίλησαν για τις συνέπειες της αδιαφορίας μας απέναντι στα κοινά.  Στάθηκαν αρωγοί στο να ανακαλύψουμε τα κεντρικά αίτια των εθνικών μας παθογενειών, τις επιζήμιες αποφάσεις που συνήθως σε πολιτικό βρασμό παίρναμε-ουμε σαν ψηφοφόροι. Ανέδειξαν τις αφετηριακές διαδρομές, τις βαθύτερες και κατά διαστήματα υπόγειες διασυνδέσεις της οικονομίας με την πολιτική λειτουργία και την εκάστοτε κυβερνητική πρακτική και εξουσία, (των κομμάτων). Επεσήμαναν τους σοβαρούς κινδύνους, την νοσηρότητα πολιτικών επιλογών, των παράλογων αποφάσεων εκλεγμένων πολιτικών ατόμων του ελληνικού κοινοβουλίου. Μια διαχρονική παράδοση ασυλίας και ατιμωρησίας. Η ομάδα αυτή των οικονομολόγων στοχαστών, (παράλληλα με τους έλληνες φιλόσοφους στοχαστές και διανοητές, όπως ήσαν οι σπουδαίοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Παναγιώτης Κονδύλης, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Αξελός κ. ά.) μας πρόσφεραν με τα άρθρα και τα έργα τους, τις διαλέξεις και ομιλίες τους, τα γραπτά τους, τις αναγκαίες εκείνες ευκαιρίες και δυνατότητες να γίνουμε  περισσότερο υποψιασμένοι και επιφυλακτικοί απέναντι σε κυβερνητικές αποφάσεις, κοινοβουλευτικές πρακτικές ή ιδεολογικές αντιπολιτευτικές προτροπές περασμένων αιώνων. Μας έδωσαν με τα κείμενά τους τις απαραίτητες γνώσεις, τις  προϋποθέσεις σε εμάς τους «αδιάφορους» νεοέλληνες, την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, να εμβαθύνουμε, να οργανώσουμε τον ερμηνευτικό προσανατολισμό μας, όχι μέσα από δαιδαλώδεις επιστημονικές αναλύσεις και περισπούδαστες εννοιολογικές παραπομπές, αναφορές και αφηρημένα ιδεολογικά σχήματα, μα με απτό τρόπο και καθαρό λόγο, το γενικό πλαίσιο και τις ειδικότερες πολιτικές-κυβερνητικές και εξουσίας πρακτικές- που υιοθέτησαν και ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά και οι άλλοι ισχυροί φορείς και οικονομικοί παράγοντες της ελληνικής κοινωνίας την προηγούμενη πεντηκονταετία του προηγούμενου αιώνα στην πατρίδα μας.

     Ο Κώστας Βεργόπουλος, ανήκει στους επιστήμονες εκείνους οι οποίοι φρόντισαν μεθοδικά, τεκμηριωμένα, συστηματικά, βασιζόμενοι σε στατιστικά στοιχεία και αναλύσεις της επιστήμης τους, πλάνων σχεδιαγράμματα, να μας καταστήσουν κοινωνούς και προσωπικούς μετόχους ερμηνευτές των οικονομικών εξελίξεων και συνεχών μετασχηματισμών της ελληνικής σύγχρονης κοινωνίας και νεωτερικού ελληνικού κράτους. Δεν μας παρέσυραν σε δημοσιογραφικούς εντυπωσιασμούς και διαπιστωτικά καταγγελίας εφέ, για να μας τονίσουν τους κλυδωνισμούς της ελληνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τα αδιέξοδα που σε κρίσιμες για την νεοσύστατη ελληνική δημοκρατία περιέπεσε το πολιτικό σύστημα της χώρας. Δεν κατέφυγε σε ολισθηρές διατυπώσεις για να μας τονίσει χειρισμούς και αντιδημοκρατικές πρακτικές, συμπεριφορές σε περιόδους κρίσεων. Τόνισε με συνέπεια τον διαχειριστικό ρόλο που παίζουν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, τις κομματικές και άλλες σκοπιμότητες και διασυνδέσεις που κυριαρχούν κατά την διάρκεια των κυβερνητικών και βουλευτικών τους καθηκόντων, τις δεσμεύσεις τους κατά την εκτέλεση των νομοθετικών τους υποχρεώσεων. Μας έδειξε-έδειξαν τις αρνητικές αυτές επιπτώσεις στην καθημερινότητα ημών των Ελλήνων, στην διαμόρφωση των κανόνων και των άμεσων εξαρτήσεων μεταξύ των εκάστοτε κυβερνώντων και ημών των κυβερνωμένων, ιδιαίτερα στην χώρα μας, που τα πολιτικά τζάκια και οι οικογενειακές φατρίες είναι έντονες και άρρηκτα συνδεδεμένες με το όποιο κυβερνητικό σύστημα βρίσκεται στην εξουσία. 

Η σύγχρονη των εποχών μας πολιτική τέχνη δεν στηρίζεται τόσο στην διεύρυνση της εσωτερικής δημοκρατίας μιας πολιτείας αλλά, στην ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων και ιδιοτελών «ευχαριστήσεων» μερίδας ψηφοφόρων. Η αίγλη της δημαγωγίας αγγίζει τόσο τους κυβερνήτες μας όσο και εμάς τους κυβερνώμενους. Ο Κώστας Βεργόπουλος με τις παρεμβάσεις του, αν τον κατανοώ σωστά, μας βοήθησε να ανοίξουμε έναν «δημοκρατικό διάλογο» με τις ίδιες τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές μας, μας διευκόλυνε να διαβούμε τους δρόμους ερμηνείας των σταδιακών αλλαγών του οικονομικού μοντέλου της πατρίδα μας, μιας πτωχής πατρίδας, με μεγάλο ιστορικό ένδοξο παρελθόν ανδραγαθημάτων, που αγωνίζεται να κατακτήσει μια ισότιμη και κυρίαρχη θέση όχι μόνο ανάμεσα στα γειτονικά βαλκανικά της κράτη αλλά, και ανάμεσα στις ηγέτιδες ισχυρές στρατιωτικά και οικονομικά δυνάμεις της Ευρώπης. Της επιδιωκόμενης μετά το τέλος του πολέμου ευρωπαϊκής οικονομικής, τελωνειακής, εμπορικής και πολιτικής ενοποίησης. Ένα ευρωπαϊκό ζητούμενο που καρκινοβατεί ακόμα και στις μέρες μας. Μια πολυφωνική και πολυπολιτισμική ένωση παλαιών και νέων ευρωπαϊκών κρατών και εθνοτήτων (μέχρι προσφάτως εχθρικών μεταξύ τους) που αναζητούν τον βηματισμό τους μέσα από τις επιμέρους ιστορικές αγκυλώσεις, ιδιοτελή εθνικά συμφέροντα, οικονομικές συγκρούσεις και συμμαχίες, δημοκρατικές προφάσεις δικαιωμάτων και ιδεολογικά προσωπεία. Μέσα σε αυτό το δύστοκο δυτικό περιβάλλον αγωνίζεται και επιδιώκει η Ελλάδα να γεμίσει τις άδειες στέρνες της. Για να θυμηθούμε και τον Γιώργο Σεφέρη. Ο Κώστας Βεργόπουλος όπως και άλλοι έλληνες οικονομολόγοι των περασμένων δεκαετιών (βλέπε την οικονομική αρθρογραφία του Γιάννη Μαρίνου στο περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος», τα ευσύνοπτα άρθρα του Αδαμάντιου Πεπελάση στην εφημερίδα «Τα Νέα», την πορεία του Μανώλη Δρεττάκη,τα έγχρωμα οικονομικά ένθετα πολλών ημερήσιων εφημερίδων, περιοριζόμενος σε ενδεικτικές μνημονεύσεις) διέπρεψαν στο είδος των συγγραφικών τους εκθέσεων και αναλύσεων. Μας έδωσαν κείμενα και οικονομικές αναλύσεις, δημοσιεύματα με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, θεωρητική τεκμηρίωση και ανάλυση που αληθεύει των ζωών μας. Άλλαξαν κατά κάποιον τρόπο τον εστιασμό των οικονομικών μας αναλύσεων, των μη ειδικών. Μεγάλο το άνοιγμα σκέψης και ανάλυσης των ελλήνων διανοητών οικονομολόγων, αν το συγκρίνουμε με τα δυσθεώρητα επιστημονικά μεγέθη του δυτικού πνεύματος από την περίοδο του διαφωτισμού και εδώθε . Ανέλυσαν, επεξεργάστηκαν, ερμήνευσαν με δύο λόγια, (από την σκοπιά τους, την ιδεολογία τους αν θέλετε) τις ράγες της εξέλιξης της ελληνικής πολικής σκηνής και ζωής και την άρρηκτη σχέση της με την οικονομία και το οικονομικό μοντέλο επιλογής διακυβέρνησης της χώρας. Συγκροτημένος ο λόγος τους, πολιτική η ματιά τους, πειθαρχημένος ο δημοκρατικός τους ενθουσιασμός, ίσως  ορισμένες φορές μας μιλούσαν κάτω από μια ιδεολογική εκλογίκευση, όμως, ήσαν αληθινοί και έντιμοι στις κρίσεις τους. Σχημάτισαν το διάγραμμα των διαδικασιών και των διαδρομών της οικονομίας, της οικονομικής ανάπτυξης και τις αντίστοιχες αγκυλώσεις και παθογένειές της. Στρεβλώσεις που αρχινούν μετά το πέρας του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, τον εμφύλιο πόλεμο στην χώρα μας, στους τρόπους-μεθόδους και το πώς οικοδομήθηκε η οικονομική ζωή των ελλήνων τις δεκαετίες αυτές. Το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας. Μια μικρή οικονομία η οποία βασίστηκε κυρίως στα δάνεια ξένα κεφάλαια και άλλες οικονομικές διεθνείς δυτικές υποστηρίξεις. Η αναδιάρθρωση του εσωτερικού μερίσματος του ελληνικού παραγόμενου πλούτου, η στροφή της ελληνικής παραγωγικής μηχανής προς ορισμένες κατευθύνσεις που κόμιζαν ένα άλλο πολλές φορές «αεριτζίδικο» μοντέλο παραγωγής, επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες που αλλοίωναν τις παραδοσιακές ιστορικές  αυτάρκεις οικονομικές δυναμικές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Μια οικονομία που σπονδυλώθηκε βεβιασμένα, άτεχνα, με αιτιολογικό πρόσκομμα την γρήγορη ανάπτυξη και επικερδή απόδοση, που όπως καλά γνωρίζουμε καθόρισε ανεξίτηλα τις φυσιογνωμίες, τις συνειδήσεις, τις συμπεριφορές και τον χαρακτήρα των ελλήνων και ελληνίδων στα κατοπινά χρόνια, τις δημόσιες πρακτικές μας, σε σημείο ώστε να τίθεται ένα διλημματικό ερώτημα: Αν η παραδοσιακή πολιτική και οι πολιτικοί κοινωνικοί αγώνες των Ελλήνων και Ελληνίδων για Δημοκρατία, Ελευθερία, Παιδεία και Ισοπολιτεία καθόρισαν ή προσδιόρισαν τον νέο χαρακτήρα τους-μας ή η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου διακυβέρνησης που υιοθέτησαν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, προσδιόρισε καθοριστικά τις κατοπινές ζωές μας και συμπεριφορές μας. Την ποιότητα δημοκρατίας που θέλουμε για τους εαυτούς μας. Μια και όλοι μας γνωρίζουμε ότι, το παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο διακυβέρνησης της Ελλάδας, στηρίχτηκε και στηρίζεται στο μοντέλο διακυβέρνησης των ανοιχτών κοινωνιών και όχι των κλειστών, όπως το εφάρμοσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα διακυβέρνησης. Οι αστικές κοινωνίες είναι ανοιχτές κοινωνίες (κατά Πόπερ) το ίδιο και οι οικονομίες τους, κάτι που ακολουθεί κατά πόδας και η χώρα μας, παρά την κρατικίστικη νοοτροπία ημών των δικαιωματιστών Ελλήνων, που παιδαγωγηθήκαμε να θεωρούμε το Κράτος προέκταση της Μητρικής μας σχέσης. Δηλαδή να μας φροντίζει εσαεί χωρίς αντιρρήσεις η Μαμά Πατρίδα, χωρίς να μας νοιάζει από πού θα αντληθούν οι ανάλογοι πόροι. Τα οικονομικά ζητήματα και κυρίως ερωτήματα που έθεσαν στην εποχή τους οι στοχαστές έλληνες οικονομολόγοι, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Βεργόπουλος, είναι ποιες δυνατότητες μας προσφέρθηκαν σαν λαός (πολύ γενικός όρος που πάντα δημιουργούσε εύλογες ενστάσεις) και ελληνική κοινωνία, από τις ισχυρές ελληνικές φυσιογνωμίες που μας κυβέρνησαν τα τελευταία 70 χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, (αν παραβλέψουμε την πολιτική-κομματική χοάνη από όπου προέρχονται) Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης, και για να φτάσουμε μέχρι των ημερών μας, γιατί όχι, Κυριάκος Μητσοτάκης, (κατόρθωσε να διαχειριστεί πολλαπλές κρίσεις με σχετική ικανοποιητική αποτελεσματικότητα) στο να απολαύσουμε σαν ελληνικός λαός τα οφέλη της αστικής δημοκρατίας, τα οφέλη του εκσυγχρονισμού της κρατικής μηχανής που έχει ανάγκη η χώρα. Η οποία εδώ και δεκαετίες βάλτωσε μέσα σε παράλογες μεταφυσικής προέλευσης πολιτικές αναμονές και ιδεοληψίες που ξεπεράστηκαν από τον ιστορικό χρόνο, και οι πλειοψηφίες των πολιτών δεν επιλέγουν να ακολουθήσουν. Πόσο βοήθησε τους Έλληνες ή θα βοηθούσε μια αναδιανομή με όρους ισοτιμίας και κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς το παραγόμενο ελληνικό εθνικό προϊόν. Και να αναρωτηθούμε εμείς οι έλληνες ψηφοφόροι και «ατίθασοι» φορολογούμενοι τι σημαίνει μέσα στο μυαλουδάκι μας παραγόμενος εθνικός πλούτος; Μπορεί να υπάρξει οικονομική αναδιανομή όταν η δημοκρατία στηρίζεται σε θεσμούς που προέρχονται από την περίοδο που ο έλληνας αγρότης έπαιρνε το κάρο του από την περιοχή του Σουνίου και έρχονταν στην ΠΝΥΚΑ για να συμμετάσχει στην ψηφοφορία; Τι ωθούσε τον αρχαίο έλληνα να κάνει τα ταξίδι της συμμετοχής του στα κοινά, να πάρει μέρος στην ψήφιση Νόμων της Αθηναϊκής Πολιτείας, οι εμπορικές του συναλλαγές και σχέσεις ή η αγάπη και η επιθυμία του για τα κοινά και την δημοκρατία; Μια και όπως μας είπαν οι ιστορικοί, και τότε, περίοδος Αθηναϊκής Δημοκρατίας και ηγεμονίας, δεν έρχονταν να ψηφίσουν όλοι στην Πνύκα. Δεν μετείχε το σύνολο των Αθηναίων Πολιτών. Μετείχε και τότε μέρος εκπροσώπων. Αν είχαν αντιπρόσωπους οι Αθηναίοι Πολίτες, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Ένα μάλλον ανοιχτό ερώτημα αν λάβουμε υπόψη μας σε τι κλίμα δεισιδαιμονίας και πνιγηρής ατμόσφαιρας ζούμε και αναπνέουμε εξ αιτίας μιας πανδημίας που άλλαξε τις ζωές όλων μας.

     Τελειώνοντας το Α΄ μέρος του μακροσκελούς άρθρου που δημοσιεύει η εφημερίδα, αναγράφονται τα εξής: Οι σελίδες που ακολουθούν είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ «ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ» που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα στις εκδόσεις «Εξάντας».

    Το οσάνω βιβλίο εκδόθηκε μεταγενέστερα και περιλαμβάνει τρεις μεγάλες ενότητες. Μία από αυτές είναι και τα δύο μέρη του κειμένου «ΤΟ «ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ», Στην Ιδεολογία του Μεσοπολέμου, που αντιγράφω από την εφημερίδα «Τα Νέα». Πριν την τελευταία παράγραφο του πρώτου μέρους, υπάρχουν δύο με τρεις γραμμές που όπως φαίνεται διέλαθαν της προσοχής των διορθωτών. Πράγμα που με έκανε να συμπληρώσω τις προτάσεις-το κενό- με τελίτσες.

      Προτίμησα να σχολιάσω την οπτική του οικονομολόγου καθηγητή Κώστα Βεργόπουλου, αντί να καταθέσω-αντιγράψω στοιχεία για το Κίνημα του Συμβολισμού. Το κίνημα του Συμβολισμού μας είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες στην χώρα μας, έχουν επισημανθεί οι πηγές του, εντοπιστεί οι παράμετροί του, οι επιρροές του, έχουν εικονογραφηθεί οι ανακατατάξεις του, οι μεταλλαγές του, με δυό λόγια, η συμβολή του στο πεδίο των τεχνών και ειδικότερα στον χώρο της Ποίησης. Έχουν δημοσιευθεί δεκάδες άρθρα και κυκλοφορήσει βιβλία και μελέτες, πληροφορίες γνωστές σε όλους μας, τα οποία διεύρυναν τις γνώσεις μας πάνω στο σημαντικό αυτό κίνημα της Ποίησης και της Τέχνης των προηγούμενων αιώνων. (βλέπε Αφιερώματα, περιοδικό Νέα Εστία Χριστούγεννα 1953, περιοδικό Διαβάζω τχ. 333/13-4-1994, της Αναστασίας Ζενάκου, "Τα "όχι" και τα "πρέπει" του συμβολισμού εφ. Το Βήμα 2/11/1986,  το άρθρο του Ch. Chadwick, "Γιά τη θεωρία του συμβολισμού" περ. Γράμματα και Τέχνες 6/6,1982, το άρθρο της Αγορής Γκρέκου, "Ο συμβολισμός μια ανακεφαλαίωση" στον τόμο του περιοδικού Ποίηση τχ. 20/ Χειμώνας 2002, της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, και την μελέτη της για τον "ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ" Αγνάντια το παράθυρο, το πέρασμα από τον Παρνασσισμό στο Συμβολισμό, στο περιοδικό Αντί τχ. 545/18-2-1994, το εκτενές άρθρο του Χρήστου Ρωμανού, "Ο Συμβολισμός στην ελληνική πεζογραφία" βλέπε εφ. Η Καθημερινή 9 και 16/4/1981 και αρκετά άλλα). Στο παρόν σημείωμα προσθέτω μόνο τρεις τίτλους βιβλίων που γνωρίζουμε και μας θυμίζουν ξανά τον Συμβολισμό και τους εκπροσώπους του. Τα των ελλήνων ποιητών απαραίτητα, Κωνσταντίνου Καβάφη, Τέλλου Άγρα, Κώστα Καρυωτάκη και Γιώργου Σεφέρη, θεωρώ ότι μας είναι επίσης γνωστά.

-CHARLES CHADWICK, ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ, εκδόσεις Ερμής-Αθήνα 1978, νούμερο 16, σελίδες 108, δρχ. 100 Μετάφραση Στέλλα Αλεξοπούλου. Στην σειρά «Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ»

Περιεχόμενα

ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1.Η θεωρία του Συμβολισμού

2. Οι ‘Correspondances’ του Baudelaire

3. Οι μελωδίες του Verlaine

4. Rimbaud ο «οραματιστής»

5. Ο Mallarme και το άπειρο

6.Η επιστροφή του Valery στην πραγματικότητα

7. Ο αντίκτυπος του Συμβολισμού

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

-ΧΕΝΡΥ  ΜΙΛΛΕΡ, Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΌΝΩΝ,  μετάφραση Θανάση Θ. Νιάρχου- Αντώνη Φωστιέρη, εκδόσεις ΕΓΝΑΤΙΑ-Θεσσαλονίκη «ΤΡΑΜ», χ.χ., νούμερο 37, στη σειρά «ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ», σελίδες 136, δραχμές 80. Το τομίδιο δεν περιλαμβάνει Περιεχόμενα.

Περιέχει:

1., ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

2., ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΨΟΥΝΕ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΝΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;

Σελίδες 135-136, φωτογραφίες και μικρό βιογραφικό του συγγραφέα και των μεταφραστών.

    Να σημειώσουμε ότι το μεταφρασμένο με επιμέλεια και φροντίδα εξαιρετικό μελέτημα του Αμερικανού συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ εξετάζει την περιπέτεια του γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ.

-STEPHANE  MALLARME, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ, επιλογή ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ. Εκδόσεις Πλέθρον-Αθήνα, Απρίλιος 1983, σελίδες 174, δραχμές 450.

Περιεχόμενα

Αλέξης Ζήρας, ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.

1., ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΛΛΑΡΜΕ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ, Ο συμβολισμός και ο καθαρός ποιητικός λόγος

ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, Στέφανος Μαλλαρμέ, (μετάφραση Γιάννης Χατζίνης)

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, Μνημόσυνο για τον Στέφανο Μαλλαρμέ. (ποίημα αφιερωμένο στον Σ.Μ).

ΙΙ. ΕΜΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

-Placet Futile,- Μάταιο αίτημα, μτφ. Αλέξης Ζήρας

-Apparition,-Όραμα, μτφ. Α. Ζήρας

-Lazur,-Το γαλάζιο, μτφ. Πάνος Σταυρινός

-Brise marine,- Θαλασσινή αύρα, μτφ. Αλ. Ζήρας

-Sainte,- Αγία, μτφ. Αλ. Ζήρας

-La chevelure…-Η κόμη, μτφ. Αλ. Ζήρας

-Don du Poeme,-Δώρο του Ποιήματος, μτφ. Αλ. Ζήρας

-Salut,-Χαιρετισμός, μτφ. Αλ. Ζήρας

ΙΙΙ,  ΠΕΖΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

-Plainte dautomne,- Φθινοπωρινός θρήνος, μτφ. Αλ. Ζήρας

-Frisson dhiver,-Χειμωνιάτικο ανατρίχιασμα, μτφ. Αλ. Ζήρας

-Pauvre enfant pale,-Φτωχό, ωχρό παιδί, μτφ. Αλ. Ζήρας

-La pipe,-Η πίπα, μτφ. Αλ. Ζήρας

IV. ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

L’ après-midi d’ un faune Eglogue. –LE FAUNE. Το απόγευμα ενός φαύνου. Εκλογή. Ο ΦΑΥΝΟΣ.

-Igitur ou LA FOLIE DELBEHNON,- Ίγκιτουρ Ή Η ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΕΛΜΠΕΝΟΝ

V. ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΚΙΤΟΥΡ

-ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Γύρω από τον Ίγκιτουρ

-ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ο Καίσαρ Εμμανουήλ και η μετάφραση ξένων μουσικοπαθών λυρικών.

-ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ, Ένα κείμενο του Μαλλαρμέ: Ιγκίτουρ.

VI. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤ. ΜΑΛΛΑΡΜΕ, μετάφραση Τζένη Μοσχάκη

-Πρόποση για τον Ζαν Μορεάς, μετάφραση Αλέξης Ζήρας

VII. ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Σχόλια και σημειώσεις του Επιμελητή.

Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του Σ. Μαλαρμέ. 18/3/1842-9/9/1898.

--

     Συμπληρωματικά να προσθέσουμε και τα εξής:

-Το έργο  του Stephane  Mallarme, «Ο ΙΓΚΙΤΟΥΡ Ή Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΕΛΒΕΝΟΝ», κυκλοφόρησε και από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ-ΑΘΗΝΑ, Φεβρουάριος 1983 σε μετάφραση, ένα δοκίμιο και επίμετρο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Σελίδες 72, δραχμές 220. «Igitur ou la folie dElbehnon”. 1870. (Τα κείμενα της παρούσας έκδοσης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Κοχλίας, τεύχος 18, Ιούνιος 1947, Θεσσαλονίκη.).Ακόμα, 

-το 1992 από τις εκδόσεις «ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ» σε απόδοση Γιώργου Σ. Πατριαρχέα και κοσμημένα με την προμετωπίδα του F. Rops, κυκλοφόρησαν «ΤΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του Stephane Mallarme. Σελίδες 191, δραχμές 4160. Ο Χ. Α. Δάρρας υπογράφει το «Σημείωμα του Εκδότη». Ενώ, 

-οι εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ»-Αθήνα 1999 κυκλοφορούν και πάλι «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του Στέφαν Μαλλαρμέ σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη. Σελίδες 119, δραχμές 2500. Η παρούσα έκδοση είναι δίγλωσση.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 11 Ιουλίου 2021.

ΥΓ.  Για όσους αγαπούν τον παλαιό καλό ελληνικό κινηματογράφο και τους συντελεστές του, ας διαθέσουν λίγο από τον χρόνο τους και ας μπούν στην ιστοσελίδα (https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2021/07/blog-post.html , και ας διαβάσουν το αξιόλογο άρθρο για τον ηθοποιό, ποιητή και εικαστικό Μίμη Φωτόπουλο των Ρεβέκκα Καββαδά, Άννα Μπουρλέτσικα και Στέλλα Χατζημαρή. Καθώς επίσης, ας προσέξουν το καλογραμμένο άρθρο της Φιλιώς Μόρφη, για τον πειραιώτη τραγωδό Αιμίλιο Βεάκη: «Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ» στην ιστοσελίδα MAX MAG Και οι δύο μελέτες συνοδεύονται από φωτογραφικό υλικό και παράθεση πηγών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου