Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Μνήμη ποιητή Νίκου Φωκά (1927-26/7/2021)

      Μνήμη ποιητή Νίκου Φωκά (1927-26/7/2021)

            Αυτοβιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στην Κεφαλληνία το 1927. Έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στο Ψυχικό, όπου και εφοίτησα στο Κολλέγιο Αθηνών. Εσπούδασα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου και αποφοίτησα το 1954. Άσκησα διάφορα επαγγέλματα όπως συνεργάτης της ελληνικής ραδιοφωνίας, ξεναγός και καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Από το 1962 ως το 1972 εργάστηκα στην ελληνική υπηρεσία του BBC. Από το 1972 ως το 1974 υπήρξα συνεργάτης του περιοδικού European  Community της υπηρεσίας Τύπου και Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αρχισυντάκτης του εντύπου Doric News που εξέδιδε η Ελένη Βλάχου στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974, επανήλθα στη Μέση Εκπαίδευση και το ραδιόφωνο ως το 1982. Το έτος αυτό πραγματοποίησα ταξίδια στις Ηνωμένες Πολιτείες ως προσκεκλημένος του Διεθνούς Προγράμματος Συγγραφέων, κατά την διάρκεια του οποίου επισκέφτηκα μεγάλο μέρος της χώρας αυτής. Μετά την επιστροφή μου αφιερώθηκα στη συγγραφή και τη μετάφραση. Παράλληλα συγκρότησα το πρώτο λογοτεχνικό εργαστήρι δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο δραστηριότητας της ΧΕΝ, το οποίο διηύθυνα επί 10 χρόνια. Έχω συμμετάσχει σε διάφορα ελληνικά και διεθνή συμπόσια και σεμινάρια σχετικά με τη λογοτεχνία. Υπήρξα ιδρυτικό μέλος της εταιρείας Συγγραφέων από την οποία αποχώρησα το 1996. Από το 1954 έως το 1997 έχω εκδώσει 12 βιβλία ποίησης, ένα πεζογράφημα, δύο τόμους δοκιμίων για τη λογοτεχνία και τη γλωσσική κατάσταση των ημερών μας καθώς και μεταφράσεων ξένων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων Τόμας Ντε Κουίνσυ και Κάρολο Μπωντλαίρ. Για τη μετάφραση ποιημάτων του τελευταίου έλαβα το 1995 το κρατικό βραβείο μετάφρασης. Ποιήματά μου έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε διάφορες χώρες.

Είμαι παντρεμένος με την Αγγέλα Καραπυλάκη. Έχω δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο.

            Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τχ. 387/7,8, 1998, σ. 82.

                   Μικρό Ανθολόγιο

ΑΝΑΜΕΣΑ  ΣΤΟ «θα ‘ρτει» ΚΑΙ ΣΤΟ «δεν θα ‘λθει»

(25 χρόνια από το θάνατο του Άγγελου Σικελιανού)

Νίκος Φωκάς, εφημερίδα  Η Καθημερινή 12/12/1976

     Σε μια εποχή πού οι πνευματικές αντιστάσεις στον τόπο αυτό μοιάζουν να καταρρέουν και το λόγο απ’ άκρη σ’ άκρη έχουν η πολιτικολογία, η σπουδαιολογία και η ακαδημαϊκή στειρότητα (κάποτε μάλιστα σε συνδυασμό) σε μιά εποχή που κανένα μήνυμα δεν έρχεται από πουθενά, ούτε από την εκκλησία, ούτε από την ποίηση, ούτε από την πολιτεία, ούτε από τα κόμματα, είναι εκπληκτικό-τι λέω: απίστευτο-ότι πρόσφατα ακόμα ζούσε ανάμεσά μας ο Άγγελος Σικελιανός. Πρόσφατα κι όμως είναι σα να ‘χουνε περάσει αιώνες. Όχι εντελώς αδικαιολόγητα ίσως αφού ο ποιητής της Σίβυλλας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους απατημένους του αιώνα του. Αν ο Έλιοτ (άλλος επίσης απατημένος) ονειρεύτηκε άτοπα την αναγέννηση του ποιητικού θεάτρου, ο Σικελιανός πίστευε αυτόχρημα στην «αναζωπύρωση της κοσμικής αποστολής της τραγωδίας μες στα πλαίσια της σημερινής μας εποχής»(!!). Αλλ’ ας είναι.

     Προσπαθώντας να βρω ένα γενικό χαρακτηρισμό της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού κατέληξα-με κάποια έκπληξη ομολογώ-στο συμπέρασμα ότι με την εξαίρεση της πρώιμης παραγωγής του, του Αλαφροΐσκιωτου και των Ραψωδιών του Ιουνίου, από το ογκώδες σύνολο του ποιητικού του έργου, η ποίηση αυτή πληρώνει όλες τις προϋποθέσεις της Στρατευμένης Ποίησης. Πρόκειται βέβαια για την ανώτατη δυνατή στράτευση της ψυχής και του σώματος με σκοπό τη σωτηρία και την ανανέωση του ανθρώπινου γένους μέσα από τα «αιώνια» ορφικά και ελευσίνια σύμβολα. Τη λέω «στρατευμένη» κυρίως διότι (ακριβώς όπως και στους άσημους ποιητές του είδους) προϋποθέτει μιά «θεολογία», ένα «δόγμα», ιδίως από μιά εποχή και ύστερα, το οποίο η ποίηση καλείται να υπηρετήσει κατά κάποιο τελετουργικό τρόπο.

     Κι αν ακόμα είχαμε καμιά αμφιβολία πάνω σ’ αυτό, θα αρκούσαν για να τη διασκεδάσουν, οι έξι τραγωδίες του, γραμμένες κάπως αργά στη ζωή του, καθώς και η εξαγγελία των προθέσεών του στα εισαγωγικά σημειώματα που προτάσσονται στη σχετική έκδοση. Τόσο σ’ αυτές όσο και σε ορισμένα από τα πιό σημαντικά του ποιήματα όπως «Ιερά Οδός», «Διόνυσος επί λίκνω», «Μέγιστον Μάθημα» κ.τ.λ. η ποίησή του ακούγεται σαν ανάπτυξη μιάς κοσμοθεωρίας πού τα τιτανικά ζωγραφικά οράματά του, οι εικόνες του, προσπαθούν-μάταια πολύ συχνά-να εκλαϊκεύσουν.

Όταν όμως λέμε ποίηση, λέμε ελευθερία. Προσωρινά τουλάχιστον δεν έχουμε καλύτερο ορισμό. Και όροι όπως «στρατευμένη» ή «αντιστασιακή» ποίηση είναι γενικά σχήματα οξύμωρα εκτός αν η στράτευση ή η αντίσταση γίνεται ενάντια στην κακή ποιότητα του κόσμου αυτού. Και ναι μέν στην κακή ποιότητα του κόσμου αυτού ανήκουν το Άουσβιτς ή οι πολυεθνικές εταιρίες, αλλά ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μέρος της αντίστασης ενάντια στο Άουσβιτς και τις πολυεθνικές εταιρίες. Κι αν αδίστακτα μπορούμε να πούμε πώς ο Σικελιανός ήταν ένας κατ’ εξοχήν στρατευμένος ενάντια στην κακή ποιότητα του κόσμου και της εποχής του, άλλο τόσο μπορούμε να πούμε ότι αυτό γινόταν στο όνομα κάποιας μυστικής αλήθειας που τη θεολογία της μόνο ο ίδιος, απ’ όσο ξέρω, κατείχε. Γιατί όπως και να το κάνουμε η ποίηση αυτή, κατά μεγάλο μέρος τουλάχιστο, προϋποθέτει μιά κάποια θεολογία, ένα δόγμα, από το οποίο παίρνει το δικαίωμα να υπάρχει, όπως η βυζαντινή υμνογραφία από την ορθόδοξη δογματική.

     Ο λόγος κάθε θεολογικής ποίησης είναι να διευκολύνει μέσα από το στίχο, το ρυθμό, την εικόνα, την πρόσληψη των δογμάτων από τους πιστούς ή τους κατηχούμενους. Αν παρ’ όλα αυτά το δόγμα εξακολουθεί να διατηρεί μιάν αναγνωρίσιμη-και κατά κάποιο τρόπο έξω από την κοινή εμπειρία-παρουσία μέσα στο ποίημα, μιάν αυτοτέλεια, τότε έχουμε το δικαίωμα, όπως στην περίπτωση των τραγωδιών του Σικελιανού και άλλων του θεμελιακών ποιημάτων, να μιλήσουμε για στρατευμένη ποίηση. Από δω και πέρα το λόγο θα έπρεπε να έχει ο θεολόγος της σικελιανικής ποίησης. Ας παρουσιαστεί, αν υπάρχει.

     Αυτό που μετράει για μας τους άλλους-ιδιαίτερα σήμερα-είναι η καθολική πνευματική του αντίσταση σαν ατόμου και σαν ποιητή ενάντια στην ποιότητα του κόσμου και της εποχής του- στο όνομα του Απόλλωνα ή του Χριστού ή κάποιας άλλης ανώτατης πνευματικής αρχής, αδιάφορο-με όλα τα δυνατά στην κατοχή ενός πνευματικού ανθρώπου μέσα. Η στάση αυτή του ποιητή μέσα στον κόσμο αντικατοπτρίζεται πιό πιστά, πιό πλαστικά, στο κατ’ εξοχήν στρατευμένο ή αντιστασιακό του έργο τη «Σίβυλλα». Πιό πλαστικά, γιατί εδώ οι «όγκοι» (το ιερατείο του Απόλλωνα από τη μιά και ο Νέρων από την άλλη, αντιμέτωποι καθώς έρχονται στην κοσμοϊστορική αναμέτρηση των Δελφών με τη Ρώμη) έχουν μιάν αρχετυπική αυτοτέλεια: τα μόνα μεγέθη μέσα στον κόσμο. Το έργο τελειώνει με την προεξόφληση-φυσικά-της ήττας του Νέρωνα, αλλά και με το θάνατο της Σίβυλλας που κρατημένη σφιχτά από τον τρίποδά της φωνάζει:

….Βαθειά μου τώρα

    Όλα είναι φώς… Στην άκρη από το δρόμο

    Όλα είναι φώς…

Κι ακολουθεί ο Παιάν… Όχι εντελώς δικαιωμένος δραματικά ο Παιάν, αλλ’ οπωσδήποτε για μιάν ώρα τουλάχιστο, παρηγορητικός, όπως και τα λόγια της Σίβυλλας. Για μιάν ώρα, «για λίγο», όπως θα ‘λεγε και ο ρεαλιστής Καβάφης, ο βαθύς γνώστης της σχετικότητας.

     Παρ’ όλα αυτά ο Σικελιανός μιλάει μία από τις πέντε-έξι γλώσσες σωτηρίας της εποχής μας. Τη μιλάει όχι επιφανειακά, όχι δημοκοπικά, αλλά με γνώσεις πού παραμένουν αινιγματικές στους περισσότερους από μας, εκλαϊκευμένες ως ένα βαθμό ωστόσο μέσα από μιά γλωσσική υπεραφθονία πού πάει να γίνει λεκτικό θαύμα. Άθλος πίσω από τον άθλο οι εικόνες του Σικελιανού πραγματώνουν το ποίημα ή το δράμα-είδος υπεράθλου, θα λέγαμε, πού μέσα του συναιρούνται όλοι οι άθλοι.

      Συναιρούνται όμως; Πρόκειται αλήθεια για υπεράθλο; Είναι ανώτερη η «Σίβυλλα», «Ο Χριστός στη Ρώμη» ή το «Μήτηρ Θεού», σαν σύνολα, από μία οποιαδήποτε εικόνα-άθλο, που περιέχουν, (όπως ο Οιδίπους Τύραννος σε σχέση με τα επιμέρους λεγόμενα και δρώμενα); Προσωπικά δεν το πιστεύω. Αλλά ακόμα και η υφή του κάθε λεκτικού θαύματος της σικελιανικής ποίησης είναι τέτοια πού ζήτημα είναι αν μπορεί να μας αγγίξει βαθύτερα, να μας προσηλυτίσει σαν γλώσσα σωτηρίας που θέλει να είναι. Σ’ αυτό δε διαφέρει από τις υπόλοιπες γλώσσες σωτηρίας της εποχής μας μπροστά στην απροθυμία μας, τον κυνισμό μας, την απελπισία μας. Σχετικά με τη γλώσσα του Σικελιανού αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι- αντίθετα από τη γλώσσα του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη-προβάλλεται κάπως επιδεικτικά σα γλώσσα σωτηρίας. Άς πάρουμε ένα τυπικό δείγμα της γλώσσας αυτής: Την «Ιερά Οδό».

     Είμαστε στο σημείο, ύστερα από την κορυφαία σκηνή που ο γύφτος τραβάει κακόβουλα την αλυσίδα στου αρκουδιού το ρουθούνι για να υποχρεωθεί η μάνα αρκούδα να χορέψει στο σημείο που ο ποιητής «βογγάει»:

                Θα ‘ρτει τάχα ποτέ, θέ να ‘ρτει η ώρα

                Πού η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου

                Κι η ψυχή μου πού Μυημένη τήνε κράζω

                Θα γιορτάσουν μαζί;…

     Την απάντηση του τη δίνει «ένα μούρμουρο» που «έμοιαζ’ έλεε: Θα ‘ρτει». Το «θα ‘ρτει» βέβαια αυτό συνοψίζει τη μεταφυσική σωτηρία του ανθρώπου, όσο μπορεί φυσικά να την εγγυηθεί «ένα μούρμουρο» που έρχεται σαν εξωτερική προσθήκη στο ποίημα, με κύρος όχι πιά ποιητικό, αλλά θεολογικό θα έλεγα, δογματικό, και σε συνδυασμό βέβαια με την κοντινή στη σκηνή του ποιήματος Ελευσίνα. Είναι μιά από τα πρίν παρμένη θέση, πού το επεισόδιο του Ατσίγγανου-οσοδήποτε συγκλονιστικό-υπηρετεί σαν εικονογράφηση, χωρίς να απορρέει από την αλληλεπενέργεια των συμβόλων του ποιήματος, του Ατσίγγανου και της Αρκουδομάνας. Είναι μιά προσθήκη, μιά ρητορική εξαγγελία από τον Άμβωνα μετά την αναχώρηση του Ατσίγγανου και των αρκουδιών, και άσχετη απ’ αυτούς. Αν θέλουμε την πιστεύουμε. Με άλλα λόγια η γλώσσα σωτηρίας του Σικελιανού στερείται από αξιοπιστία, δεν δημιουργεί πιστούς- μολονότι μπορεί να δημιουργεί ακόμα θαυμαστές-όπως δημιουργούσαν κάποτε στο παρελθόν οι γλώσσες του Παύλου και του Λένιν. Αλλά τί θα ήτανε ο Παύλος ή ο Λένιν χωρίς την αξιοπιστία τους, την ικανότητά τους να δημιουργούν πιστούς; Όμως, όπως κάθε γλώσσα σωτηρίας, έτσι και η γλώσσα του Σικελιανού πιστούς θέλει να δημιουργήσει κι αυτή. Γι’ αυτό πάντα θα υπάρχει για τον Σικελιανό ένα πρόβλημα αξιοπιστίας με το οποίο θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η τύχη της ποίησής του’ πρόβλημα που δεν υπάρχει για τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη ή τον Σεφέρη, κι αυτό γιατί το μήνυμα τους δεν υπερβαίνει γενικά την ομολογία και δεν γυρεύει να γίνει καθολικό και διαχρονικό. Δε θέλει να γίνει κήρυγμα. Έτσι το «θα ‘ρτει» της Ιεράς Οδού, για να βρεί πιστούς, θα πρέπει ίσως να περιμένει ώσπου να περάσουν οι σημερινές γενεές της απιστίας.

     Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο-για να γίνω καλύτερα αντιληπτός-με το «δεν θα ‘λθει» του Καβάφη, στο ποίημα «Δέησις». Εδώ το «δεν θα ΄λθει» που τόσο καλά γνωρίζει η Παναγιά, καθώς προσεύχεται μπροστά της για την επιστροφή του γιού της η μάνα του χαμένου ναύτη, είναι αλήθεια ποιητικό, δηλαδή άμεσα πιστευτό- καθόλου θεολογικό ή δογματικό. Κι αυτό όχι βέβαια επειδή έχει κανένα μεγαλύτερο αντικειμενικό κύρος από το «θα ‘ρτει» του Σικελιανού, αλλά διότι μόνο χάρη σ’ αυτό λειτουργεί το ποίημα, παράγεται δηλαδή η αναγκαία ένταση, η αναγκαία κορύφωση, έτσι που έρχεται σαν δημιουργικός καταλύτης ανάμεσα στη μάνα και την Παναγία ώστε να υπάρξει άλλη αλληλεπενέργεια, να παραχθεί σχέση’ αντίθετα από το σικελιανικό «θα ‘ρτει» που βρίσκεται στην κατιούσα του ποιήματος, αφού πιά έχει περάσει η κορυφαία στιγμή-σαν προσθήκη μόνο. Έτσι ο Καβάφης κατορθώνει να περάσει μεταφυσικές πεποιθήσεις στην ποίηση, κερδίζοντας με ποιητικά μέσα τον αναγνώστη στον σκεπτικισμό του. Κι αυτό γιατί ο αναγνώστης δεν αναγνωρίζει το σκεπτικισμό, αλλά την ποίηση.

     Από το 1900 περίπου που γράφτηκε η «Δέησις» ως σήμερα, στην ποίησή μας κυριαρχεί όχι το «θα ‘ρτει» του Σικελιανού, αλλά το «δε θα ΄λθει» του Καβάφη. Δε λέω πώς είναι τελειωτικό. Κάθε άλλο. Αλλά για την ώρα επικρατεί.

Ελπίζω ωστόσο-και ποιός δεν ελπίζει-πώς μιά μέρα ύστερα από τη χρεωκοπία όλων των σύγχρονων γλωσσών σωτηρίας θα γραφτεί επιτέλους και το ποιητικό μας «θα ‘ρτει». Αυτό που δε γράφτηκε από τον Σικελιανό.

Νίκος Φωκάς, «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1982, σ. 96-102. Στην σειρά «Δοκίμιο» νούμερο 4.

                Για την ποίηση του Άθω Δημουλά

ΜΝΗΜΗ  ΕΤΑΙΡΩΝ -Νίκος Φωκάς, ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ. Μνημόσυνο, έκδοση Εταιρεία Συγγραφέων, Αθήνα 1988, σ. 26-28.

                ….Μιά δεύτερη τάση της ποίησης του Άθου Δημουλά, λίγο μεταγενέστερη, θα μπορούσε, από τα θέματα των ποιημάτων, να ονομαστεί ιστορικο-μυθολογική’ μάλιστα, λόγω των ιστορικών-μυθολογικών αναφορών στα ποιήματα που την εκπροσωπούν, να περάσει ως η πλέον εξωστρεφής. Δύο ιστορικο-μυθολογικά του ποιήματα διάβασε ο ίδιος πρίν από λίγο: «Ορφεύς» το ένα, και «Πηνελόπη» το άλλο. Άς ακούσουμε και πάλι το πρώτο πού, στην ευρηματικότητα, πολυσημία και αμεσότητά του, είναι για μένα εντυπωσιακό δείγμα της μεταπολεμικής μας ποίησης:

                     ΟΡΦΕΥΣ

                Την πρώτη φορά, η ζωή της αγαπημένης σου

                έσβησε όπως των θνητών όλων, αν και

                πρόωρα κάπως κι αναπάντεχα. Η απώλειά της

                δυστυχία σου. Τόση, ώστε οι θεοί, από οίκτο

                για σένα, κι άλλη ζωή της χάρισαν, δεύτερη.

                Πού, όμως, πρίν τη ζήσει, έσβησε

                η ανυπομονησία σου-ιδιότητα πολύ ανθρώπινη.

 

                Τώρα, μαζί της για να βρίσκεται,

                ένας μονάχα σου απομένει δρόμος.

                Ως τα μισά τον ξέρεις. Πιό πέρα

                τώρα, πέρ’ απ’ την πόλη-του Άδη-

                πρέπει να προχωρήσεις. Όμως

                τη διώχνεις τέτοια σκέψη. Γιατί,

                ως φαίνεται, απ’ ό,τι ζοφερό είδες

                μέχρις εκεί, η ζωή, ακόμα

                και χωρίς την Ευρυδίκη, γλυκειά είναι.

                Τόσο, πού ανενδοίαστα, αδίσταχτα

                την προτίμησες-απόφαση πολύ ανθρώπινη.

 

                Βέβαια πιά, η λύρα σου σε τόνους

                μεγαλόπνοους βαθειάς μελαγχολίας

                θα ψάλλει τον χαμένο έρωτα,

                σε τόνους που ίσως συγκινητικότερους

                δεν έχει ακούσει ο κόσμος.

                                               Αλλά

                πιό δυνατούς, πιστεύω, τόνους, και συνεπείς

                και γνήσιους θα έδινε η λύρα, αν έψελνε

                αλλά, πιό μικρά πράγματα, πιο απλά:

                αυτά, πού στη ζωή σε κράτησαν.

Αξιοπρόσεκτη στο ποίημα αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι η τελειότητα του παιχνιδιού πού συνίσταται σε μιά καινούργια και ίσως πιό τραγική εκδοχή της ιστορίας του ήρωα Ορφέα, χωρίς καθόλου να παραβιάζονται οι όροι του μύθου, καθώς και η γενικευτική λειτουργία της εκδοχής αυτής πού, αν και παράγωγο της εποχής  μας, λειτουργεί για λογαριασμό όλων των εποχών. Ο «Ορφεύς» είναι ποίημα του 1958……………

            Ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Φωκά

Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος 79ο, τόμος 157ος, τεύχος 1775/2, 2005. Αφιέρωμα στον Νίκο Φωκά.

                ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ

                   τάς των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα

Απ’ τη στιγμή πού σβήσουμε τη λάμπα προβάλλουν αυτόματα

     αντίκρυ μας ζωηρές οι γρίλλιες του μισόκλειστου ταινιωτού

Παραθυρόφυλλου- εναλλασσόμενες λωρίδες σκοτεινές και φωτεινές.

Είναι μιά εικόνα σπιτική, πίνακας κάποιου παιχνιδιού του τοίχου

     με αφηρημένες ισόμακρες

Ρίγες πού οφείλονται στους έξω φανοστάτες ή άλλη, όχι ιδιαίτερα

     ευγενή, πηγή φωτός.

 

Θα ‘λεγες φύλακες του ύπνου μας καθώς αποκτούν με την ώρα

     ανεξάρτητη υπόσταση

Και με την οριζόντιά τους ειρηνική διάταξη υποτάσσουν τις ανορ-

     θωμένες γύρω μας θανάσιμες απειλές-

Όπως μιά παλαιά μας γνωριμία πού θα ‘μπαινε καλοπροαίρετα κι

     αθόρυβα στην κάμαρα

Με τον φυσικότερο τρόπο, και θα καθόταν αντίκρυ μας ώσπου να

     φέξει. 2001.

          ΚΙΤΡΙΝΕΣ  ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ  ΜΕΣΑ  ΣΕ  ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Περίτρομες κίτρινες μαργαρίτες

Με ανάστροφους ως χτές στον ήλιο κάλυκες

Γερτές απ’ το πρωί σε μιά βαθιά

Απόκλιση απ’ την κάθετό τους.

Από τη θέση αυτή μας αντικρίζουν,

Πρώτη φορά κοιτώντας προς το  μέρος μας,

Με μιά αδιάψευστη ένταση

Σαν να υποκαταστήσαμε τον ήλιο.

 

Πρόσωπα σκοτεινά απ’ το κλάμα

Καθώς τους έλειψε το φώς μές στη βροχή

Έρχονται καταπάνω μας θαρρώ

Με τα ξεριζωμένα τους κοτσάνια

Σάμπως για να τις περιθάλψουμε:

Ένας δρομαίος απελπισμένος όχλος

Πού έχουμε ξαναδεί κι άλλες φορές

Τα τελευταία χρόνια στις οθόνες…

 

Όχι δεν είμαστε ήλιοι, μάλλον μισά φυτά,

Όμοια απροστάτευτα, μ’ αν τώρα

Στέκουμε εμπρός σας αδρανείς είναι γιατί

Το θέαμά σας έχει κάτι

Πού μας πετρώνει και μας ξεπερνά,

Κάτι το μισανθρώπινο

Πού επίμονα μας αφορά-κι άς λέει ο κόσμος

Πώς μπαίνει πάλι το φθινόπωρο. 2003.

      Συνέντευξη του ποιητή Νίκου Φωκά στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά, περιοδικό Διαβάζω, τεύχος διπλό 387/ Ιούλιος-Αύγουστος 1998, σ. 76-83

                    «Ναι, είμαι μεταφυσικός ποιητής»

     Μια συνέντευξη με τον Νίκο Φωκά θα μπορούσε να διαρκέσει ώρες πολλές. Διότι ο ποιητής με τις δώδεκα ποιητικές συλλογές από το 1954, τα δύο δοκίμια για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία και το υποδειγματικό μεταφραστικό του έργο-έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων Μεριμέ, Μπωντλαίρ, Χάρντυ, ντε Κουίνσυ, Αξελό, Τσιτσέλη, Φλέμινγκ…-είχε πολλά να πει για όλες αυτές τις συγγενείς δραστηριότητές του. Εμείς όμως περιοριστήκαμε να του θέσουμε ερωτήματα σχετικά με την ποίησή του και μόνον, ορμώμενοι από την πρόσφατη βράβευσή του από το διαβάζω.

Και η εξιστόρηση αρχίζει από τα πρώτα διαβάσματα και την απόφασή του να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση από νωρίς, σχεδόν από τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια αναφέρεται στον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και στην επιλογή του να μην υποκύψει στις σειρήνες του υπερρεαλισμού της εποχής ούτε όμως και στη στρατευμένη ποίηση, ενώ παράλληλα δηλώνει ότι μόνον «οι κακοί ποιητές είναι εγκεφαλικοί».

Τέλος, δεν αρνείται ότι ως ποιητής έχει «μεταφυσικές ανησυχίες» και «μια βαθιά μεταφυσική αγωνία».

Τα ήδη περί συνέντευξης λεχθέντα συνιστούν το περίγραμμα της, το «αρχιτεκτόνημα» όπως θα προτιμούσε ο ποιητής να ονομάσει. Όσο για την αντοχή των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτή η συνομιλία, ας κρίνουν οι ίδιοι οι αναγνώστες.

Βασίλης Καλαμαράς: Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα πρώτα σας διαβάσματα, για τα βιβλία που αγαπήσατε παιδί;

Νίκος Φωκάς: Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν η «Καλύβα του Μπάρμπα- Θωμά». Μετά θυμάμαι, το «Θαυμαστό ταξίδι» του Νιλς Χόλγκερσεν, το οποίο μπορώ να πω ότι με σημάδεψε σε όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να πω ότι μέχρι σήμερα έχω βρει ένα τόσο μαγικό βιβλίο…

                Τι ήταν αυτό που σας μάγεψε στο βιβλίο…

Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για τη μαγεία, διότι είναι ένα εντελώς προσωπικό βίωμα. Είναι κάτι μη μεταδόσιμο. Για την «Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά», μπορώ να πω ότι αυτό που με μάγεψε, μάλλον αυτό που με συγκίνησε πολύ βαθιά, ήταν τα παθήματα του Μπάρμπα-Θωμά, του νέγρου, και ήταν μια μίξη συγκίνησης από αγάπη για το νέγρο και μίσος για τους κυρίους του. Αλλά στην περίπτωση του Θαυμαστού ταξιδιού ήταν ένα μυστηριώδεις συναίσθημα. Με διακατείχε σε όλο το διάστημα της ανάγνωσης. Και ήταν, αφενός μεν, η κατάργηση της οριακής γραμμής ανάμεσα στο παιδί και στον κόσμο των ζώων’ όταν το παιδί μεταμορφώθηκε σε νάνο, απέκτησε αυτή τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα ζώα. Λοιπόν, πέρα από αυτό ήταν και η θλίψη, ένα πράγμα τρομοκρατικό που το θυμάμαι πολύ ανάγλυφα. Όταν το παιδί ξαναγίνεται άνθρωπος και διακόπτεται αυτή η επικοινωνία με τα ζώα και του μιλούσαν οι προ μιας ώρας φίλοι του, και εκείνο δεν καταλάβαινε…

                Όταν σιγά-σιγά εγκαταλείπατε τα παιδικά σας αναγνώσματα και αρχίσατε να διαβάζετε ποίηση, αυτή η μαγεία, όπως είπατε, αυτό το ξεπέρασμα του πραγματικού, αυτό το άλμα στη φαντασία, σε ποια ηλικία και σε ποιόν ποιητή το βιώσατε ξανά;

Πρέπει να πω ότι άρχισα να γράφω ποίηση πολύ νωρίς δηλαδή, σε ηλικία έντεκα-δώδεκα χρονώ.

                επηρεασμένος από ποιους;

Από κανέναν. Από ηλικία επτά χρονώ και μετά τις πρώτες μου αναγνώσεις, ήξερα ότι ήθελα να γράφω, ήξερα ότι ήθελα να είμαι συγγραφέας. Δεν ήξερα ότι υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε έναν πεζογράφο και σε έναν ποιητή. Νομίζω ότι έκλινα μάλλον προς την πεζογραφία. Άρχισα να διαβάζω τα ποιήματα των σχολικών βιβλίων, τον Δροσίνη, τον Πολέμη… με είχαν συγκινήσει πολύ τα ποιήματα του Δροσίνη.

Στη συνέχεια, με το πέρασμα των ετών, και επειδή είχα μια έκδηλη επίδοση στη λογοτεχνία, η οποία αναγνωρίστηκε στο σχολείο, οριστικοποιήθηκε με έναν τρόπο η απόφασή μου να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη λογοτεχνία στο μέλλον άρχισα να ερευνώ τη λογοτεχνία και άρχισα να μαγεύομαι με την ποίηση. Σ’ αυτό συνετέλεσε πάρα πολύ η γνωριμία μου με τον Μιλτιάδη Μαλακάση. Διέμενα στο Ψυχικό τότε και έμενε και εκείνος στο Ψυχικό. Γνωριστήκαμε ήταν ήδη οικογενειακός μας φίλος. Με τη βοήθεια του πατέρα μου, ο οποίος δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με την ποίηση, μπόρεσα να καταλάβω τι ήταν ο Μαλακάσης και, όπως βλέπω και τώρα, δεν είναι τόσο εύκολη η ποίησή του…. Μοιάζει να είναι. Από τον Μαλακάση πήγα στον Πορφύρα, πήγα στη μεταπαλαμική γενιά και, αργότερα, ήρθα σε επαφή με το έργο του Παλαμά και, πολύ αργότερα, με την ποίηση του Σικελιανού. Τον Σικελιανό επίσης τον γνώρισα και μάλιστα κάτω από περίεργες συνθήκες. Με «ευλόγησε» ως Απόλλων μεγάλος εμένα που υποτίθεται ότι ήμουν ένας μικρός, ανερχόμενος Απόλλων…

                Είπατε ότι αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας και μάλιστα σε τρυφερή ηλικία. Πώς αποφασίζει κανείς και μάλιστα ένα παιδί να γίνει συγγραφέας;

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να συναγάγω ένα συμπέρασμα. Σ’ εμένα ξεκίνησε απ’ όταν ήμουν πολύ μικρός. Θυμάμαι να περπατώ στη Γλυφάδα ένα καλοκαίρι και έψαχνα να βρω ομοιοκαταληξίες. Χωρίς ποίημα, δεν υπήρχε κανένα ποίημα. Άχρηστες ομοιοκαταληξίες από τις οποίες όμως μαγευόμουν. Θα έλεγα ότι συνετέλεσε στο γεγονός αυτό το ότι δεν είχα άμεσες βιοτικές ανάγκες, δεν σκεφτόμουν να εργαστώ γρήγορα για να ανακουφιστούν οι δικοί μου. Αλλά δεν το λέω, γιατί αυτό ισχύει για όλους τους συμμαθητές μου. Ήταν όλοι τους παιδιά του Κολεγίου.

                Λειτούργησε απελευθερωτικά για σας το ότι ήσαστε από αστικό σπίτι, αυτό που κάποτε λέγαμε, από «καλό σπίτι»;

Ναι, αλλά πώς εξηγείται ότι όλοι οι συμμαθητές μου ήταν άσχετοι με την τέχνη. Εξάλλου, δεν προερχόμουν και από την πλουσιότερη οικογένεια… Γι’ αυτό το λόγο και δεν είχα καμιά επικοινωνία μαζί τους’ δεν είχα φίλους…

                Μιλήσατε προηγουμένως για ομοιοκαταληξία. Διαβάζοντας την ποίησή σας, διαπίστωσα ότι μερικά ποιήματά σας έχουν ομοιοκαταληξία…

Ο έρωτας στην ομοιοκαταληξία δεν με εγκατέλειψε διότι βρίσκω ότι η ομοιοκαταληξία είναι ένα πράγμα μαγικό’ δίνει μαγεία στη γλώσσα. Κι όσο πιο πρωτότυπη και πιο βαθιά τόσο μαγευτική είναι. Και σαν ειρωνεία ακόμα… Στην παρούσα φάση της ζωής μου και από την εποχή που άρχισα να γράφω μέχρι σήμερα, μάλλον σαν ειρωνεία τη βλέπω, σαν σάτιρα. Δεν θα ‘θελα πιο βαθυστόχαστα ποιήματα να τα γράφω με ομοιοκατάληκτους στίχους.

                Η ειρωνεία όμως λειτουργεί ως προς το θέμα αλλά και ως προς τη γλώσσα;  Υπάρχουν δηλαδή δύο δρόμοι σκόπευσης;

Είναι η αναζήτηση του απρόοπτου. Η ομοιοκαταληξία δίδει και ένα ειδικό βάρος στο στίχο, στη στροφή. Και ίσως, αν δεν υπήρχε η ομοιοκαταληξία, ο στίχος ή η στροφή να μην το είχαν αυτό το βάρος. Στην περίπτωση της Παρτούζας…

                Επιτρέψτε μου να πω, ήταν ένα «προκλητικό» ποίημα για τα ελληνικά δεδομένα.

Νομίζω ότι υπάρχει ένα στοιχείο ειρωνείας στην Παρτούζα’ ήμουν στο Λονδίνο γύρω στα 1985, έξι περίπου χρόνια πρίν εκδοθεί η Παρτούζα και μου έστελναν από την Αθήνα διάφορα ποιητικά βιβλία. Και όσο τα διάβαζα τόσο θύμωνα με την σύγχρονη ποίηση. Με την προσποίηση και τον εγκεφαλισμό της σημερινής ποίησης. Πάνω στην ανάγνωση ενός «αριστουργήματος», θύμωσα τόσο πολύ που έβριζα σε δεκαπεντασύλλαβο. Όταν ηρέμησα λίγο, σκέφτηκα ότι μου άρεσαν όλα όσα έλεγα, αυτό το υβρεολόγιο σε δεκαπεντασύλλαβο. Έτσι πρωτοξεκίνησε η Παρτούζα. Αφορμή ήταν ένα άλλο ποιητικό βιβλίο, αλλά φαίνεται ότι είχα συσσωρευμένο μέσα μου πάρα πολύ υλικό. Αποφάσισα, λοιπόν, να γράψω ένα ποίημα απολύτως κατανοητό και απολύτως μέσα από τις συντεταγμένες της παραδοσιακής ποίησης ελπίζοντας όμως ότι η ποίηση θα προκύψει από τη φοβερή αντίθεση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή. Ήλπιζα ότι η σύγκρουση αυτή περιεχομένου και μορφής, θα λειτουργούσε σαν ένα ζεύγμα ποιητικό και αποτέλεσμα αυτού ήταν η Παρτούζα…

                Μιλήσατε προηγουμένως για εγκεφαλική ποίηση και για τη δική σας πρόθεση να δημιουργήσετε ένα ποίημα κατανοητό. Νομίζετε ότι οι διαχωρισμοί αυτοί έχουν νόημα όταν αναφερόμαστε στο ποιητικό υλικό;

Έχουν. Με τη διαφορά ότι δεν υπάρχει εγκεφαλική ποίηση.  Υπάρχει ποίηση, η οποία καμώνεται μέσα στον εγκεφαλισμό. Στην περίπτωση αυτή, ο εγκεφαλισμός αυτός είναι το κύπελλο μέσα στο οποίο βρίσκεται το υγρό-διαφορετικά το υγρό χύνεται, χάνεται. Ο Καβάφης δεν ήταν εγκεφαλικός ποιητής όπως έχουν πει κάποιοι, αλλά βαθύτατα συγκινησιακός ποιητής. Μονάχα οι κακοί ποιητές είναι εγκεφαλικοί ποιητές.

Από την εποχή του υπερρεαλισμού και ύστερα, λέγεται ότι η ποίηση έχει περισσότερες συγγένειες με την αρχιτεκτονική απ’ ό,τι έχει με τη μουσική. Δεν ξέρω, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτά τα πράγματα. Αν θέλετε, το αρχιτεκτονικό μέρος της ποίησης είναι το εγκεφαλικό. Αλλά όπως το αρχιτεκτόνημα δεν είναι πολλές φορές παρά ένα στήσιμο, η υποδοχή για ένα άγαλμα, τα αγάλματα, ή άλλα διακοσμητικά στοιχεία, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση χωρίς αρχιτεκτονική. Οι περισσότεροι ποιητές σήμερα, που στην ουσία δεν είναι ποιητές, φαντάζονται ότι μπορούν να κάνουν ποίηση δίχως  αρχιτεκτονική. Αλλά είναι σαν να λέει κανένας ότι μπορεί να κάνει αρχιτεκτονική με υλικά που διαφέρουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι ποιητές σήμερα εργάζονται με λέξεις και όχι με τούβλα και τσιμέντο. Αν αψηφούσαν τους νόμους της αρχιτεκτονικής, τα τούβλα θα τους πλάκωναν. Οι λέξεις δεν μπορούν να σε πλακώσουν’ μόνο λογικά μπορεί να συμβεί αυτό.

                Θα μπορούσατε να μας δώσετε έναν ορισμό της αρχιτεκτονικής της ποίησης;

Όχι, διότι ένα ποίημα είναι ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτόνημα, δεν μπορεί κανένας να το προσδιορίσει. Είναι ένα σύστημα αλληλοαναφορών, όπως και το αρχιτεκτόνημα. Όπως σε ένα αρχιτεκτόνημα δεν μπορείς να πας από το σημείο Α στο Δ παρακάμπτοντας τα σημεία Β και Γ, το ίδιο συμβαίνει και στην ποίηση…

                Μιλήσατε πρίν για υπερρεαλισμό. Διαβάζοντας την ποίησή σας διαπίστωσα ότι το κίνημα αλλά και το κύμα, το ωστικό κύμα, του υπερρεαλισμού, δεν σας έχει επηρεάσει.

Η πιο σύντομη απάντηση που μπορώ να σας δώσω σε αυτήν την ερώτηση είναι ότι «δούλευε» μέσα μου και δεν μ’ εγκατέλειπε το «Θαυμαστό ταξίδι». Στις εντολές που μου έδινε αυτό το κείμενο ήθελα να υπακούω.

Όταν ξεκίνησα να γράφω ποίηση, μιλάμε για τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, δύο ήταν τα κυρίαρχα ρεύματα στην ελληνική ποιητική σκηνή. Το ένα ήταν ο υπερρεαλισμός. Η αλήθεια είναι ότι είχε επικρατήσει ο υπερρεαλισμός και η ποίηση των Ελύτη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου ασκούσε γοητεία πάνω μου σε προσωπικό επίπεδο. Η επικράτηση αυτή όμως σήμαινε ταυτόχρονα και ισοπέδωση. Δημιούργησε ένα κύμα μιμητών. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ταλέντο αλλά δέχονταν εντολές από τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο, και πίσω από αυτούς, από τον Μπρετόν, από τον Ελυάρ, απ’ όλους. Αυτό ήταν το ένα ερέθισμα. Το άλλο ήταν η αντιστασιακή, η στρατευμένη ποίηση, η οποία, κι αυτή με τη σειρά της, δημιούργησε και μια αντίστοιχη σκαρταδούρα. Όπως και με τον υπερρεαλισμό.

Εμένα το μέλημά μου ήταν να μην είμαι ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Να μην υπακούω σε έξωθεν εντολές. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, διότι πρώτα απ’ όλα δεν υπήρχε καμιά ενθάρρυνση από πουθενά, διότι κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιο ήταν το σωστό μονοπάτι για να ακολουθήσουμε. Ήμουν ουσιαστικά μόνος. Και δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι εγώ άργησα να εκδώσω καθώς κατέλαβα έναν μεγάλο αγώνα για να βρω μια προσωπική φωνή. Άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου με την πρώτη μου συλλογή το 1954. Μια συλλογή, η οποία περιλαμβάνει ετερόκλητα, ακαταστάλαχτα ακόμα και αδύνατα ποιήματα, τα οποία, τουλάχιστον, περισώζει η πρόθεσή μου. Δηλαδή, να είμαι κάτι διαφορετικό και από τους υπερρεαλιστές και από τους στρατευμένους ποιητές. Μπορεί και οι μεν και οι δε να ήταν φίλοι μου, εντούτοις ήμουν μόνος.

                Πώς την πολεμήσατε αυτή τη λογοτεχνική μοναξιά;

Μα δεν είχα άλλη επιλογή. Ήταν η μόνη μου σωτηρία, η λογοτεχνική μου σωτηρία.

                Είχατε γνωριστεί προσωπικά με τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη…

Βεβαίως. Η διαφορά ηλικίας ήταν βέβαια μεγάλη, αλλά εκ μέρους μου υπήρχε μια πολύ μεγάλη εκτίμηση και αίσθημα φιλίας. Στον Ελύτη με συγκινούσε το λυρικό στοιχείο, ειδικά στα πρώτα του ποιήματα. Άρχισα να αμφιβάλλω για τον Ελύτη την εποχή του Άξιον Εστί. Να ένα παράδειγμα ποίησης όπου έχουμε ένα αρχιτεκτόνημα για το αρχιτεκτόνημα. Δεν διασώζει την ποίηση. Του το είχα πει εξάλλου. Εμένα προσωπικά, η ποιητική αρχιτεκτονική με ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που διασώζει την ποιητική συγκίνηση. Τώρα, σημειώστε και κάτι άλλο: ο Ελύτης, μπορώ να πω, ήταν φίλος μου. Ήταν ο πιο προσιτός σε μένα. Και υπήρχε αυτή η διάσπαση μέσα μου’ διότι ενώ τον αγαπούσα, και τον εκτιμούσα, εκτός από ποιητή, και ως άνθρωπο, για τη σεμνότητά του, δεδομένου κιόλας ότι μου έστελνε και όλα τα βιβλία με πάρα πολύ θερμές και κολακευτικές αφιερώσεις, από την άλλη πλευρά, δυστυχώς, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ σε αυτή την καλοσύνη εκ μέρους του.

                Στις συζητήσεις, που είχατε μαζί του, λέγατε τα πράγματα με το όνομά τους;

Του είχα πει του Ελύτη μετά το Άξιον Εστί και τις Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό ότι δεν με συγκινούσαν. Δεν ξέρω πώς το εισέπραξε, αλλά δεν φάνηκε να πικράθηκε. Συνέχισε να μου  στέλνει τα βιβλία του. Και βεβαίως, κι εγώ του έστελνα τα δικά μου. Ψυχικά όμως δεν μπορούσα να ανταποκριθώ. Δεν μπορούσα να του μιλήσω ελεύθερα και να του πω απερίφραστα τη γνώμη μου για τη δεύτερη, χρονικά, περίοδο της ποιητικής του παραγωγής. Του έκανα νύξεις ξεκάθαρες ωστόσο, και σε μια μελέτη για τον Ελύτη που δημοσίευσα στο «Χάρτη», αυτά τα πράγματα φαίνονται.

                Με τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο ποια ήταν η σχέση σας;

Κοιτάξτε, πάντα με γοήτευε αυτή η ανυπόκριτη ορμή κι αυτό το θάρρος που είχαν και οι δυό τους, διότι στο κάτω κάτω, να ήσουν τότε υπερρεαλιστής ήταν πράγμα πολύ δύσκολο. Μπορούσες να επισύρεις τη γενική κατακραυγή ακόμα και σε κύκλους που, τάχα, είχαν επαφή με το εξωτερικό και ήταν αποδέκτες ρευμάτων του εξωτερικού. Είχε μια σημασία το να ήσουν υπερρεαλιστής τότε’ ήταν μια πράξη, μια δήλωση δυσφορίας, αγανάκτησης και πνευματικής αντίστασης. Σήμερα να είσαι υπερρεαλιστής τι σημαίνει; Είναι μια ευκολία’ σήμερα είσαι ασφαλής κάτω από τον υπερρεαλισμό. Επιπλέον είσαι αναγνωρίσιμος. Λέμε: «Αυτός είναι υπερρεαλιστής». Ξέρουμε για τι πράγμα μας μιλάει, όσες αρλούμπες κι αν λέει. Έχουμε ήδη μια βιβλιοθήκη πίσω μας. Εγώ με αρκετή δόση σκεπτικισμού, για να μην πω τίποτε χειρότερο, διαβάζω τους σημερινούς υπερρεαλιστές. Υπάρχει μια δεύτερη και μια Τρίτη γενιά υπερρεαλιστών’ δεν μπορώ να εξισώσω  τους σημερινούς υπερρεαλιστές με εκείνους της πρώτης γενιάς. Ο υπερρεαλισμός σήμερα προσφέρει μια σκέπη, αποτελεί δικλείδα ασφαλείας. Έχει πάψει προ πολλού να είναι επαναστατικό κίνημα.

                Υπάρχει κάποιο επαναστατικό κίνημα στην ποίηση σήμερα;

Όχι. Το επαναστατικό κίνημα σήμερα, αν και δεν μπορώ να μιλήσω για κίνημα, είναι να είσαι ο εαυτός σου, να μη δέχεσαι εντολές απ’ έξω. Αν δεν είσαι εξοπλισμένος με εσωτερικές αντιστάσεις, απλώς είσαι μέτριος. Αυτό είναι το δύσκολο κι αυτή είναι η ωρίμανση στην ποίηση.

                Τα διαβάσματα πάνε χαμένα δηλαδή;

Όχι καθόλου δεν πάνε χαμένα. Αυτά, κάπου καταποντίζονται μέσα σου κι αναδύονται στα ποιήματά σου, ή στα οποιαδήποτε γραπτά σου, αγνώριστα.

                Σήμερα υπάρχουν τάσεις, ρεύματα ή «σχολές» στην ποίηση;

Όχι δεν νομίζω. Υπάρχει αυτό το διάχυτο ημι-υπερρεαλιστικό στοίχειωμα’ αυτή υπερρεαλιστική ασάφεια, ευκολία. Αυτό είναι το πρότυπο που επικρατεί σήμερα και που το βρίσκουμε σε όποια συλλογή ανοίξουμε. Όχι πως δεν υπάρχουν καλοί ποιητές σήμερα, σαφώς και υπάρχουν.

                Στην ποίησή σας υπάρχει ένα στοιχείο διαρκούς κινητικότητας. Τα ποιήματά σας πάνε να περάσουν σε έναν άλλο χώρο, στον άλλο: από την κίνηση στην ακινησία’ από το πραγματικό στο υπερβατικό και πίσω ξανά. Πρόκειται δηλαδή, για ένα διαρκές πέρασμα και μια διαρκή επιστροφή.

Κοίταξε, σε αυτό το σχόλιο δεν μπορώ να απαντήσω. Είναι θέμα της κριτικής. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε αυτό. Εμένα μου αρέσει μια ρήση του Έλιοτ, που έλεγε: «Όταν αρχίζω να γράφω, το ποίημα είναι τελειωμένο’ απλώς έχω να προσθέσω τις λέξεις». Ξέρω ότι τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, κάτι τέτοιο μου συμβαίνει: έχω τη σύλληψη, έχω την εικόνα, έχω το ποίημα τελειωμένο μέσα μου. Διότι είναι και φορές που το ποίημα δημιουργείται συν τω χρόνω.

                Σε αυτή τη μακριά πορεία σας στην ποίηση, υπάρχει ένας κεντρικός άξονας, μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική, προβληματική, θεματική που σας απασχολεί;

Πάλι είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω. Ζήτημα αισθητικής οπωσδήποτε υπάρχει. Προσπαθώ σε κάθε ποίημα να βελτιώσω την τεχνική μου. Και προσπαθώ να μην πω πράγματα που έχω ξαναπεί. Προσπαθώ κάθε ποίημα να είναι προσθήκη. Να είναι υπέρβαση των όσων έχω καταφέρει μέχρι τώρα. Βέβαια, δεν το κάνω συνειδητό αυτό το πράγμα, αλλά συμβαίνει κάποτε να ξέρω ότι αυτό που έγραψα είναι για απόρριψη, διότι το έχω πει καλύτερα σε ένα άλλο ποίημα. Όσο για τη θεματολογία, θα μπορούσε κανένας, ίσως αν χρειαζόταν, να ανιχνεύσει κάποιους θεματικούς κύκλους ή ομάδες. Αλλά δεν είναι κάτι που με απασχολεί εκ των προτέρων.

                Ως αποτέλεσμα; Διότι αυτό εισπράττει ο αναγνώστης; Το γραμμένο ποίημα.

Αυτό μπορεί  ίσως να το πείτε εσείς που διαβάζετε την ποίησή μου παρά εγώ που τη γράφω. Δεν ξέρω.

                Όταν η κριτική σας προσάπτει στοιχεία, προθέσεις που δεν έχετε, σας ενοχλεί;

Ναι, με ενοχλεί. Μπορεί η κριτική να κάνει υπαινιγμούς σε πράγματα που εγώ δεν συμφωνώ, οπότε βέβαια, απορρίπτω την κριτική. Άλλες φορές όμως η κριτική επισημαίνει πράγματα, προθέσεις, ιδιότητες, τις οποίες δεν είχα συνειδητά, αλλά γνωρίζω ότι είναι δίκαιες. Δυστυχώς, πιο συχνά συμβαίνει το πρώτο παρά το δεύτερο.

                Υπάρχουν κριτικοί που σας βοηθούν, που σας ανοίγουν δρόμους;

Πάντα κάτι εισπράττω. Δρόμους δεν ξέρω, δεν θα το ‘λεγα. Αλλά όλο και κάτι παίρνω. Ακόμα και από αρνητικές κριτικές. Βέβαια, δεν έχω πια αρνητικές κριτικές σε αντίθεση με το ξεκίνημά μου που είχα αρνητικές κριτικές από την «Επιθεώρηση Τέχνης», επειδή δεν ήμουν στρατευμένος ποιητής.

                Σε όλη σας την ποίηση υπάρχει ένα στοιχείο αρχιτεκτονικής, αλλά και ένα στοιχείο τόπου. Το καταλαβαίνει κανείς από τους τίτλους: Ένα σημείο προσήλωσης. Στον ποταμό Κολύμα, κ. ά.

Και στα επιμέρους ποιήματα τα βρίσκετε αυτό;

                Ναι. Πρόκειται για τόπους που υπάρχουν και την επόμενη στιγμή χάνονται, ξεγλιστράνε.

Κοιτάξτε, έχω γράψει ένα ποίημα που το ονομάζω Υδρότοπος. Δεν ξέρω αν εννοείτε κάτι τέτοιο. Σε άλλο ποίημα μιλώ για χαμομήλια, για αγριοστάχυα κτλ. Και εκεί μιλώ για τόπο. Σε ένα άλλο ποίημα αναφέρομαι στην Κεφαλλονιά, ονομαστικά πια.

                Αναφέρομαι στην έννοια «τόπους» τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική σημασία’ είναι μια έννοια διττή: τόπος εξωτερικός αλλά και εσωτερικός.

Δεν ξέρω αν είναι σχετικό με το ερώτημά σας αυτό που θα πω, αλλά έχω πολύ βαθιά μέσα μου την αγάπη για την πατρίδα. Είμαι βέβαιος ότι αν είχα γεννηθεί στη Λαπωνία θα την αγαπούσα με το ίδιο πάθος που αγαπώ την Ελλάδα, την ελληνική γη, ταυτότητα, ουσία. Αγαπώ όλες τις πατρίδες. Αγαπώ όλους όσοι έχουν μια πατρίδα. Για παράδειγμα, ακούω έναν τούρκικο αμανέ και γίνομαι Τούρκος, γίνομαι ανθέλληνας. Οτιδήποτε. Γιατί ξέρω ότι αυτός που έκανε τον αμανέ έχει μια πατρίδα, όπως έχω και εγώ.

                Το τελευταίο σας βιβλίο έρχεται από πολύ μακριά: Ο ήχος της επανάστασης του ’17. Και μάλιστα σε ένα ποίημα αναφέρετε τη λέξη σύντροφοι, αλλά σύντροφοι φανταστικοί.

Α, ναι. Του Δεκέμβρη.

Δεν αναφέρεστε όμως άμεσα στην Επανάσταση. Έρχεται από μακριά. Είναι ένα σημείο αλλαγής του κόσμου.

Ναι, αλλά και απελπισίας συνάμα. Διότι ο σύντροφος αυτός είναι φανταστικός, δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα έβγαινα στους δρόμους με το πολυβόλο. Και τότε θα νικούσαμε. Αλλά δεν υπάρχει. Πρέπει να σας πω σε αυτό το σημείο ότι όταν έγραφα ποίηση τη δεκαετία του’40, του ’50, όταν δηλαδή βρισκόμουν χρονικά πολύ κοντά στα γεγονότα, με τις επαναστάσεις και τους εμφυλίους, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορώ εγώ να ασχοληθώ με αυτά. Ως ποιητής, δεν με αφορούσαν. Τώρα, ύστερα από μια τέτοια χρονική απόσταση, τα σκέπτομαι όχι μόνο με συμπάθεια αλλά και ως ποιητικά στοιχεία. Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ότι θα μπορούσα ποτέ στη ζωή μου να γράψω γι’ αυτά τα πράγματα.

                Άρα μπορούμε να μιλήσουμε για νοσταλγική διάθεση με την τελευταία σας συλλογή; Για μια επιστροφή στο παρελθόν; Για την έννοια της μνήμης;

Μπορούμε σίγουρα να μιλήσουμε για μια ένταση της νοσταλγίας. Διότι η νοσταλγία υπάρχει σε όλη μου την ποίηση. Θεωρώ πάντως ότι χωρίς την αίσθηση της απώλειας δεν γράφει κανείς. Νομίζω ότι οι περισσότεροι που γράφουν σήμερα δεν έχουν αυτή την αίσθηση. Υπολογίζουν, επενδύουν θεματικά σε αυτή, αλλά ουσιαστικά δεν την έχουν. Μέσα σε ένα καλό ποίημα όμως περισώζεται αυτή η αίσθηση της απώλειας, της ιστορίας, μιας χαμένης εποχής, μιας χαμένης αθωότητας, του χαμένου παραδείσου…

                Η λέξη παράδεισος επανέρχεται διαρκώς στην ποίησή σας. Είναι ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας;

Τι άλλο; Ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας, της παιδικής αμεριμνησίας και ταυτόχρονα της παιδικής προοπτικής για το μέλλον. Όταν είσαι παιδί, βλέπεις το μέλλον. Δεν βλέπεις το παρελθόν… αν και σε μένα, η αίσθηση του παρελθόντος, της νοσταλγίας, άρχισε πάρα πολύ νωρίς. Θυμάμαι, ήμουν νομίζω στην Τρίτη Δημοτικού στη Σχολή Νεστορίου στα Πατήσια. Μέναμε στην οδό Τροίας τότε. Το σπίτι είχε μια πράσινη ξύλινη πόρτα. Και την έχει ακόμα αυτή την ξύλινη πράσινη πόρτα. Και την έχει ακόμα αυτή την ξύλινη πράσινη πόρτα. Εκεί κοντά έμενε η Κατερίνα Γώγου και όταν πέθανε πήγα και στάθηκα μπροστά στο σπίτι της. Ήταν σαν να πήγαινα να επισκεφθώ μια γειτόνισσά μου… να μια ποιήτρια που αγαπώ: η Κατερίνα Γώγου.

Σας έλεγα, λοιπόν, ότι πήγαινα στην Τρίτη Δημοτικού και σχολάσαμε από το σχολείο και ήταν Μάης, έντονη άνοιξη. Η ξύλινη έκαιγε από τον ήλιο και αισθάνθηκα ότι αυτό συνέβηκε και πέρυσι. Και θα ήθελα να ήμουν πέρυσι’ δεν θα ήθελα να ήμουν φέτος. Αυτή ήταν η πρώτη αίσθηση του παρελθόντος που είχα σαν παιδί…. Βλέπω όμως ότι σας έκανε εντύπωση που είπα ότι μου άρεσε η ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Γιατί; ήταν ένας πάρα πολύ ειλικρινής άνθρωπος. Ήταν ένας πολύ άρρωστος άνθρωπος. Δεν την ήξερα. Δεν τη γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Έτυχε να διαβάσω τα ποιήματά της.

                Αρκεί να είναι κάποιος ειλικρινής;

Όχι, όχι, δεν αρκεί, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Αλλά η Κατερίνα Γώγου δεν ξέρω αν έχει ακέραια ποιήματα, αλλά έχει ποιητικά κορυφώματα και γλώσσα απροσδόκητη. «Γεννήθηκε λυπημένη», λέει σε ένα της ποίημα. Να πεις ότι κάποιος γεννήθηκε λυπημένος, είναι ένα ποιητικό κορύφωμα, δεν είναι εύκολο πράγμα.

                Ποιος άλλος από τους νέους Έλληνες ποιητές σας αρέσει;

Διστάζω να αναφέρω ονόματα κι αυτό διότι δεν είμαι βέβαιος αν θα συνεχίσουν να είναι το ίδιο καλοί όπως και τώρα. Είναι ένας ποιητής και μια ποιήτρια. Ο ποιητής λέγεται Βασίλης Γκουρογιάννης. Η ποιήτρια λέγεται Στέλλα Αλεξοπούλου. Αν συνεχίσουν έτσι όπως ελπίζω να συνεχίσουν, νομίζω ότι θα έχουμε στο μέλλον δύο πολύ καλούς ποιητές.

                Το παρόν πώς το βιώνετε; Με την ποίησή σας;

Το βιώνω ως μια αναζήτηση του παρελθόντος.

                Είστε ένας μεταφυσικός ποιητής;

Ναι, νομίζω ότι είμαι ένας μεταφυσικός ποιητής, έχω μεταφυσικές ανησυχίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι χριστιανικός ποιητής. Αυτό θα σήμαινε ότι θα υμνούσα τον χριστιανικό λόγο και δεν είμαι άξιος να το κάνω αυτό. Αλλά φυσικά και έχω μεταφυσικές ανησυχίες. Έχω μέσα μου την ελπίδα, αλλά έχω και μια βαθιά μεταφυσική αγωνία.

 Σημειώσεις.

-Το κείμενο του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Φωκά, για τον Άγγελο Σικελιανό είχε δημοσιευθεί πρώτα στην ημερήσια εφημερίδα «Η Καθημερινή», 12/12/1976 που ο ποιητής υπήρξε δια βίου συνεργάτης της. Στην ίδια εφημερίδα, παρουσίασε ακόμα το μελέτημά του για τον ποιητή Τάκη Παπατσώνη. «ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ-ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ» Κυριακή 13/6/1976, είναι το δεύτερο κείμενο του για τον Τ. Π. Ο Κεφαλλήνας ποιητής και μεταφραστής Νίκος Φωκάς συμμετέχει και στον εναρκτήριο πρώτο τόμο των «Τετραδίων της Ευθύνης», Μάης 1976, «Τ. Π. ένας καταραμένος ποιητής» που είναι αφιερωμένο στον ποιητή. Στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» πρωτοπαρουσιάζονται και τα μελετήματά του για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο, «Γ.Ρ. ή η κατά προσέγγιση ποίηση» 15 και 22/12/1977, ενώ είχαν προηγηθεί «Τα «περιβόλια» του Ρίτσου» στο πολιτικό περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» τχ. 4-10/10,1975. Πολλά του Παπαδιαμαντικά μελετήματα έχουν επίσης δημοσιευθεί στην ίδια εφημερίδα καθώς και άρθρα του για τη γλώσσα και την ποίηση. Δες πχ. «Ρεμβασμός του δεκαπενταύγουστου» 15/8/1976, «Η νίκη του Παπαδιαμάντη» 10/3/1977, «Η αποδυνάμωση της γλώσσας» 21/3/1976, «Η ποίηση και το ποίημα» 12/11/1981 που την αφορμή του δίνει ένα ποιητικό απόσπασμα του ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη. Ενώ το «ημερολογιακό» του άρθρο «Η ποίηση ως ακρόαμα» 8/11/1979, έχει να κάνει με τις ποιητικές συναντήσεις ελλήνων ποιητών και ποιητριών στο σπίτι του ελληνοαμερικανού ποιητή και μεταφραστή Κίμωνα Φράϊερ. Τα κείμενα αυτής της περιόδου του δοκιμιογράφου Νίκου Φωκά, τα οποία αναφέρονται στην γλώσσα και την λειτουργία της, τον ρόλο της ποίηση και της κριτικής, τις μελέτες του για έλληνες ποιητές, και σε άλλα έντυπα και βιβλία όπως «Η Λέξη», τα «Τετράμηνα», στον τόμο «Φώτα Ολόφωτα» συμπεριελήφθησαν στον τόμο Νίκος Φωκάς, «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», εκδόσεις Εστία-Αθήνα 1982, σ. 196, δρχ. 240. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: «Για τη γλώσσα» 11-33 και «Για τη λογοτεχνία», 37-186. Τέλος στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ των σελίδων 189-194, δημοσιεύονται δύο ποιήματα του Τ. Κ. Παπατσώνη, «ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ», «ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» και το ποίημα «ΠΟΣΟ ΟΜΟΡΦΗ ΕΙΣΑΙ» της Κατερίνας Γώγου.

-Στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας, την Παρασκευή 6 Μαρτίου 1987, η Εταιρεία Συγγραφέων, διοργάνωσε στην μνήμη του ποιητή Άθου Δημουλά, ομιλία. Με θέμα «Άθως Δημουλάς: Μνημόσυνο». Ομιλητής ήταν ο έτερος ποιητής Νίκος Φωκάς. Η ομιλία αυτή εκδόθηκε σε ξεχωριστό τόμο (όπως συνηθίζει να πράττει η Εταιρεία Συγγραφέων και για άλλες ομιλίες των μελών της). ΜΝΗΜΗ ΕΤΑΙΡΩΝ. Νίκος Φωκάς, ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ, Μνημόσυνο, Εταιρεία Συγγραφέων 1988, σ.48. Το εκτός εμπορίου μικρό αυτό βιβλιαράκι, τυπώθηκε στο Τυπογραφείο «ΣΤΙΓΜΗ» σε τυπογραφική επιμέλεια του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Από το βιβλίο αυτό αντέγραψα τον ελάχιστο κριτικό λόγο του Νίκου Φωκά για ένα αρχαιόθεμο ποίημα του Άθω Δημουλά.

-Ο συγγραφέας και διευθυντής του περιοδικού ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ και οι συνεργάτες του, στο τεύχος 1775/2,2005, πραγματοποιεί Αφιέρωμα στον Νίκο Φωκά. Αφιερώνει για την ακρίβεια σελίδες του περιοδικού στον ποιητή. Στο μικρό αφιέρωμα διαβάζουμε: Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Μικρό αφιέρωμα τιμής και αγάπης» σ.167-168. Το εναρκτήριο εισαγωγικό του διευθυντή του περιοδικού μας πληροφορεί ότι τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο τεύχος είναι από τιμητική εκδήλωση προς τιμή του ποιητή, τον Ιούνιο του 2003 σε αίθουσα των εκδόσεων Ύψιλον, η οποία αναβλήθηκε εξαιτίας της προσωπικής περιπέτειας υγείας του ποιητή. Επίσης πληροφορούμεθα ότι τα 3 Ανέκδοτα ποιήματα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο περιοδικό, δόθηκαν με την φροντίδα της συζύγου του ποιητή κυρίας Αγγέλας Φωκά. Από τα τρία αυτά ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Φωκά, συνθεμένα μετά το 2000, αντιγράφω τα δύο στην ιστοσελίδα. Το τρίτο έχει τίτλο «ΑΪ- ΔΗΜΗΤΡΗΣ», σ. 170-171. Ο διευθυντής του περιοδικού μας πληροφορεί ακόμα ότι ο Νίκος Φωκάς «είναι αυτός που εγκαινίασε την άτακτη στήλη του Μηνολογίου «Μεταφραστικά» (τχ. 1710, Μάρτιος 1999 και την κράτησε ο ίδιος για κάμποσα τεύχη). Ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός υπογράφει το δισέλιδο «Μικρό εγκώμιο για τον Νίκο Φωκά». Ο δοκιμιογράφος Άρης Μπερλής υπογράφει το «Ο Νίκος Φωκάς και η παραδοσιακή ωδή», σ. 175-180. Μια αξιοπρόσεκτη μελέτη στην οποία ο Μπερλής συσχετίζει τα ποιήματα- τις  ΩΔΕΣ, του Νίκου Φωκά με τις ΩΔΕΣ του άγγλου ποιητή Τζών Κήτς (John Keats). Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει ένα ευαίσθητο και ενδιαφέρον κείμενο το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί πολλαπλώς. «Το μέτρο του θανάτου», σ. 181-189. Ο Λάκων Ζουμπουλάκης εξετάζει το φαινόμενο του θανάτου στην ποίησή του. Ένα λειτουργικό μοτίβο στην ποιητική παραγωγή του Νίκου Φωκά. Ο Κύπριος πεζογράφος και βιβλιογράφος Σάββας Παύλου, δημοσιεύει «Το σκεπασμένο ποτάμι» Μικροφιλολογικά για τον Νίκο Φωκά, σ.190-198. Το κείμενο του Παύλου είναι πρωτότυπο και μάλλον, εξετάζει για πρώτη φορά το ζήτημα, δηλαδή του μπαζώματος των ποταμών της πρωτεύουσας. Η εποχή κατά την οποία ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου, έκανε τους θρυλικούς ολοήμερους περιπάτους του σε κάθε σπιθαμή της Αττικής γης, έχει παρέλθει προ πολλού. Κεντρικοί ποταμοί και παραπόταμοι, ρυάκια και λιμνούλες, φρεάτια και ρέματα, χείμαρροι της Αττικής γης και υπαίθρου έχουν τσιμεντωποιηθεί. Μπαζώθηκαν πανηγυρικά και με την ανάλογη άμυαλη υπερηφάνεια των κατοίκων της. Για την ακρίβεια οικοπεδοποιήθηκαν. Οικοδομήθηκαν οι πολυώροφες πολυκατοικίες και άλλες οικιστικές μονάδες. Ο Σάββας Παύλου, με αφορμή ένα ποίημα του Νίκου Φωκά, το «Υδρότοπος» επικεντρωνόμενος στο θέμα το εξετάζει και το ερευνά. Μάλιστα, μας αναφέρει και άλλους έλληνες ποιητές στους οποίους αναγνωρίζουμε ποιήματά τους που άπτονται του θέματος. Όπως ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, η ποιήτρια Γιώτα Αργυροπούλου, ο Κώστας Γουλιάμος και άλλοι. Τέλος ο Ευβοέας συγγραφέας Άγγελος Μαντάς, στο εμπεριστατωμένο μελέτημά του «Ο Παπαδιαμάντης του Νίκου Φωκά (με αφορμή το Με θάμβος και κρίση), σ. 199-213. Διερευνά και εξετάζει σφαιρικά τα κείμενα του Νίκου Φωκά για τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

- Η συνέντευξη του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Φωκά στον συνεργάτη του περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 387/7,8,1998 φιλόλογο και ποιητή Βασίλη Κ. Καλαμαρά, έχει παρά τα 23 χρόνια που έχουν περάσει από την δημοσίευσή της ακόμα και σήμερα ενδιαφέρον. Γιαυτό και την αντιγράφω. Για την ανετότερη κατανόηση της ποιητικής του ψυχοσύνθεσης και του ατομικού του χαρακτήρα έτσι όπως αυτός πλάσθηκε από το άμεσό του περιβάλλον και των σχέσεών του με άτομα που προέρχονται είτε από τον χώρο της τέχνης, ποιητές, εικαστικοί, είτε φιλικά του πρόσωπα. Ασφαλώς στο ξεδίπλωμα των αναμνήσεών του και των σκέψεών του συνέβαλαν και οι ερωτήσεις του Καλαμαρά, οποίος παρά του ότι διακρίνουμε ορισμένες φορές μια αμηχανία στα λεγόμενα του ποιητή Νίκου Φωκά, δείχνει με τις ερωτήσεις του και τις ελάχιστες παρεμβάσεις του να ελέγχει τον κάπως αριστοκρατικό και ιδιαίτερο λόγο απαντήσεων του ποιητή.  Η κάπως αριστοκρατική θέση του Νίκου Φωκά απέναντι στα πράγματα και τα γενικότερα ιστορικά τεκταινόμενα της εποχής του διακρίνεται με την πρώτη ανάγνωση των απαντήσεών του. Ο ποιητής αναφέρεται στα πρώτα παιδικά του διαβάσματα και τις επιρροές δύο κλασικών μυθιστορημάτων των περιόδων εκείνων,- Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά-ήταν δημοφιλές ανάγνωσμα ακόμα και για τις δικές μας γενιές, μας εξομολογείται για τις συναντήσεις του με τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, αναφέρεται στις ξένες ποιητικές του-ελάχιστες επιρροές-που διαμόρφωσαν την δική του ποιητική περιπέτεια,  την υγιή και άδολη πατριδολατρεία του, δίνει τον δικό του ποιητικό χαρακτηρισμό για τον εαυτό του. Μας εξομολογείται επίσης τις περιορισμένες μάλλον σχέσεις του με τους άλλους συνομηλίκους του, του άμεσου παιδικού και εφηβικού περιβάλλοντος που μεγάλωσε και διαμόρφωσε την ταυτότητά του, ή έστω, τα κυρίαρχα στοιχεία της προσωπικής του φυσιογνωμίας. Ο ίδιος προέρχονταν από μια μάλλον εύπορη οικογένεια, πράγμα που του έδωσε την δυνατότητα επιλογών που άλλοι της ηλικίας του δεν είχαν. Διαβάζουμε για τις δεσπόζουσες θέσεις του χαρακτήρα του οι οποίες διατηρήθηκαν αν δεν τον παρανοώ αναλλοίωτες μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του. Η συνέντευξη μας φέρνει κοντύτερα στην ποιητική του σκέψη και θεωρία περί ποίησης. Των κανόνων που την διέπουν, την δομή και την αρχιτεκτονική που οφείλει να έχει το αποτέλεσμα του ποιητικού γεγονότος. Κανόνες που υιοθέτησε, επεξεργάσθηκε, ακολουθεί ο ίδιος στην δική του ποιητική παραγωγή. Ψηλαφούμε ακόμα τις μάλλον ειδικές του ιδιαίτερες ιδέες και θέσεις για το τι είναι υπερρεαλισμός και ποιες οι μεταγενέστερες επιδράσεις του και επιρροές του. Και μιλώ για ειδικές κάπως θέσεις, αν τις συγκρίνουμε με έναν άλλον σουρεαλιστή ποιητή, παραδείγματος χάριν τον ποιητή τον Νάνο Βαλαωρίτη και το περιοδικό «ΠΑΛΙ». Ή δύο άλλες αναγνωρίσιμες και καταξιωμένες γυναικείες ποιητικές φωνές, αυτήν της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και της τεχνοκριτικού και ποιήτριας Ελένης Βακαλό. Μα και τις άλλες πάνω κάτω  συνομήλικες σχεδόν ελληνικές φωνές των γενεών αυτών και εποχών του, που ανακάλυπτε τον κόσμο της ποίησης σαν ώριμος και ίσως κατασταλαγμένος δημιουργός. Τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον εικαστικό Νίκο Εγγονόπουλο, που αποτελούν ακόμα και σήμερα την «αγία τριάδα» του ελληνικού σουρρεαλιστικού πανθέου.  Οι επιφυλάξεις έως και η αντίθεση που εκφράζει για την ποιητική εξέλιξη του Οδυσσέα Ελύτη, από πολύ νωρίς, αν και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, είναι φοβάμαι υπερβολικές. Βλέπε επίσης και το αφιέρωμα στο νομπελίστα ποιητή του περιοδικού «χάρτης» τεύχη 21-22-23/11, 1986, και το άρθρο του Ν. Φ.«Ρώσικες κούκλες». Οι θέσεις για την καθαρότητα της υπερρεαλιστικής φωνής του, δεν νομίζω να βρίσκουν σύμφωνους τους χιλιάδες αναγνώστες του ποιητικού του λόγου τόσο εντός όσο και εκτός ελλάδος. Είναι σίγουρα ανόμοια τα ποιητικά μεγέθη των δύο ελλήνων ποιητών, όμως, αν προσθέσουμε και τις αρνητικές θέσεις που εκφράζει ο Νίκος Φωκάς, και για την στρατευμένη ασφαλώς, ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης, του Γιάννη Ρίτσου, βλέπε τις μελέτες του, φαίνεται ότι μάλλον ο μοναχικός δρόμος της ανόθευτης υπερρεαλιστικής γραφής, δεν συνάντησε και πολλούς μιμητές. Γιαυτό και ο ίδιος κάνει λόγο για δεύτερη και Τρίτη γενιά υπερρεαλιστών δημιουργών.  Οι φιλότεχνοι και αναγνώστες του ποιητικού λόγου έχουν και αυτοί τις προτιμήσεις τους. Επικρατεί μάλλον μια «μονομέρεια» στις θέσεις του για τον υπερρεαλισμό, αν και ο ίδιος και πάλι αναφέρεται ότι προσπάθησε να μην έχει ποιητικές δεσμεύσεις είτε από ξένους κυρίως είτε από έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές της εποχής του. Ο Νίκος Φωκάς τρομερά γλωσσοκεντρικός και τολμηρός υπερασπιστής των κανόνων της έκφρασης, δεν δέχεται εύκολα τον λυρισμό των φωνών εκείνων που υιοθετούν την ομοιοκαταληξία. Έστω και αν συγκινείται με τον διηγηματικό λόγο της παράδοσης της Παπαδιαμαντικής γραφής, (και ποιος έλληνας άλλωστε δεν στέκει κλείνει το γόνυ στον κυρ Αλέξανδρο) δες το βιβλίο του «Με θάμβος και κρίση» εκδ. Νεφέλη 2004 και τις σχετικές μελέτες του. Παρά του ότι στέκεται «σε στάση ποιητικής προσοχής» με ειλικρίνεια και συγκίνηση σε ατομικό επίπεδο, απέναντι σε στίχους της ασυμβίβαστης κοινωνικά ποιήτριας Κατερίνας Γώγου που την καταξιώνουν στην συνείδησή του, ο ποιο τραυματικός και αληθινός της στίχος. Ή προσέχει ποιητικές μονάδες του ποιητή Τάκη Παπατσώνη. Αν και φυσικά με ειλικρίνεια αρνείται την χριστιανική μεταφυσική του, διατηρώντας ο ίδιος έναν κάπως γενικό και θολό χαρακτηρισμό της λέξης «μεταφυσικός ποιητής», αν τον συσχετίσουμε και με ευρωπαίους ποιητές. Ακόμα και παράτολμα αν συγκρίναμε την φωνή του με την φωνή του ποιητή Γιάννη Υφαντή, ή της Όλγας Βότση, ή περιόδων της Ζωής Καρέλλη. Ο Κίμων Φράιερ στο έργο του «Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας» και σε εισαγωγές μεταφράσεών του σε έλληνες ποιητές και ποιήτριες στην αγγλική γλώσσα ξεκαθαρίζει τον όρο του μεταφυσικού ποιητή. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζητούμενο, και όχι για ένα «τιμητικό» σημείωμα στην μνήμη ενός μόλις προσφάτως χαμένου ποιητή.

     Πέρα όμως από αυτές τις θέσεις του Νίκου Φωκά, διαβάζουμε-και στην παρούσα συνέντευξή του, τι πιστεύει ότι είναι ο απροσποίητος και αυθεντικός ποιητικός λόγος και έκφραση. Τι περικλείει μέσα του από την ιστορική πραγματικότητα, πως ο ρεαλισμός της ιστορίας  της μνήμης των ανθρώπων μετουσιώνεται, σε ποιητική ύλη ή όχι. Και το κυριότερο, ο ποιητής Νίκος Φωκάς εκθέτει εν συντομία τις θέσεις του για την τεχνική οικοδόμηση που οφείλει να έχει ένα ποίημα. Την αρχιτεκτονική του ποιητικού οικοδομήματος και την αυστηρότητα των κανόνων που οφείλει ο ποιητής να κρατήσει. Την απαραίτητη αναγκαία τεχνογνωσία των ποιητών. Αν και πάλι τον κατανοώ σωστά με ευγενικό και εύσχημο τρόπο γλιστράει να δώσει καθαρές απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις όσον αφορά το ρόλο της κριτικής απέναντι στο έργο του-μέχρι τότε. Τονίζει συχνά ότι αρνείται την όποια στράτευση στην ποίηση, ακόμα και της τέχνης, και ότι ακολουθεί έναν μοναχικό δρόμο. Δεν λησμονεί να αναφέρει δύο νέους έλληνες δημιουργούς, τον πεζογράφο Βασίλη Γκουρογιάννη και την ποιήτρια Στέλλα Αλεξοπούλου. Να συμπληρώσουμε ότι ο διηγηματογράφος, βορειοηπειρώτης Βασίλης Γκουρογιάννης έχει μια εξαιρετική συγγραφική πορεία και αναγνώριση από το ελληνικό κοινό, η δε γεννημένη στο Καράτσι του Πακιστάν 9/11/1948-ελληνίδα ποιήτρια μας έχει επίσης προσφέρει δύο εξαιρετικές ποιητικές συλλογές, την «Δωρεάν διαδρομή» εκδόσεις Ερμείας 1991 και «Μουσών 9» εκδόσεις Πλανόδιον 2002. Ιδιαίτερα το όνομα της ποιήτριας χρειάζεται προσοχή, γιατί ορισμένοι την μπερδεύουν με την νεότερή της (Αθήνα 1976-) Μαριγώ Αλεξοπούλου ποιήτρια επίσης, η οποί κυκλοφόρησε τις ποιητικές της συλλογές από τον Κέδρο 2000 και 2003.

Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι η συνέντευξη του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Φωκά στο περιοδικό Διαβάζω γίνεται με την ευκαιρία της βράβευσής του με το βραβείο ποίησης 1997, που είχε καθιερώσει το περιοδικό, τρία χρόνια νωρίτερα. Ο Νίκος Φωκάς, ο Φαίδων Ταμβακάκης και ο Τάσος Χατζητάτσης είναιι οι συγγραφείς που τιμήθηκαν την χρονιά εκείνη με τα Λογοτεχνικά Βραβεία 1997. Την επιτροπή αποτελούσαν ο πειραιώτης συγγραφέας και πανεπιστημιακός κυρός Βαγγέλης Αθανασόπουλος, και οι κριτικοί Αλέξης Ζήρας, Ελισάβετ Κοτζιά, Μισέλ Φάϊς και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Ο Νίκος Φωκάς έλαβε το βραβείο ποίησης παμψηφεί και από τα πέντε μέλη της επιτροπής για την συλλογή του «Στον ποταμό Κολύμα» εκδόσεις Ύψιλον.  

    Οι θέσεις του Νίκου Φωκά για την γλώσσα και την λειτουργία της αποτελούν ένα ξεχωριστώ και αξιοπρόσεκτο κεφάλαιο της συγγραφικής του παραγωγής και εν γένει παρουσίας. Το αν και πόσο επίσης «στέκει» είναι διαχρονική η ρήση του άγγλου ποιητή και δοκιμιογράφου Τόμας Στερν Έλιοτ περί ποιήματος, και κατά πόσο υιοθετείται κατά γράμμα από τους δημιουργούς, είναι ένα άλλο ζήτημα όπως μας δείχνει η ιστορία και εξέλιξη των ποιητικών γραμμάτων. Και ίσως, αυτό το διαρκώς  ζητούμενο που ονομάζουμε Ποίημα, να είναι το άπιαστο, ευκταίο για κάθε γραφιά στην επιθυμία καταξίωσής του στο πεδίο της γραμματολογίας της χώρας και εποχής του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου