Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Κερκίδες ποιητικής ευφορίας

 

                ΚΕΡΚΙΔΕΣ  ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ  ΕΥΦΟΡΙΑΣ

                

           Ο  ΕΡΑΣΤΗΣ  ΤΩΝ  ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

           (ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ  ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ)

     Όταν αντικρίζω απότομα την αληθινή μου σκέψη, είμαι απαρηγόρητος που αναγκάζομαι να υποστώ τούτον τον εσωτερικό λόγο, τον απρόσωπο, τον αρρίζωτο’ τις εφήμερες τούτες μορφές’ και τις ατέλειωτες αυτές δοκιμές, που η ευκολία τους η ίδια τις διακόπτει, που μεταμορφώνονται η μία μέσα στην άλλη, δίχως ν’ αλλάζουν τίποτα. Ασυνάρτητη, χωρίς να τον αποδείχνει, χάνεται σε μιά στιγμή, καθώς είν’ αυθόρμητη η σκέψη, απ’ την ίδια της τη φύση, δεν έχει ρυθμό.

     Μα δεν έχω κάθε μέρα τη δύναμη να προτείνω στην προσοχή μου μερικές αναγκαίες υποστάσεις, μήτε να υποκριθώ τα πνευματικά αντισκόματα, που  θα μπορούσαν να σχηματίσουν κάποιαν επίφαση αρχινίσματος  πληρότητος και τέλους αντίς για την αβάσταχτή μου φυγή.

     Το ποίημα είναι μιά διάρκεια, που μέσα σ’ αυτήν, αναγνώστη, αναπνέω ένα νόμο προετοιμασμένο’ του δίνω την πνοή μου και τις μηχανές της φωνής μου’ είτε μόνο τη δύναμή τους, που φιλιώνεται με τη σιωπή.

      Αφήνω τον εαυτό μου στη λατρευτική πορεία. Να διαβάζω, να ζω όπου οδηγάν οι λέξεις. Το φανέρωμά τους είναι γραμμένο. Οι ηχητικότητές τους είναι συνταιριασμένες. Την κίνησή τους τη συνθέτει κάποια προτερινή στόχαση, και θα ορμήσουν σε θαυμαστές ή καθάριες ομάδες προς την απήχηση. Κι οι εκπλήξεις ακόμα είναι προσαρμοσμένες από πρίν. Είναι κρυμμένες από πρίν μέσα στην ποσότητα.

     Η μοιραία γραφή με κάνει να κινούμαι, κι αν το μέτρο, που πάντα ακολουθεί, αλυσοδένει τη μνήμη αγύριστα, νοιώθω κάθε λέξη με τη δύναμή της όλη, γιατί από καιρό την περίμενα. Το μέτρο, αυτό που με παρασύρει και που το χρωματίζω, με προφυλάγει απ’ το αληθινό κι  απ’ το ψεύτικο. Μήτε η αμφιβολία με διασπά, μήτε η λογική με βασανίζει. Τίποτα το τυχαίο, μα μιά τύχη εξαιρετική δυναμώνει. Βρίσκω χωρίς προσπάθεια τη γλώσσα της ευτυχίας αυτής’ και σκέπτομαι με τέχνασμα, μ’ έναν στοχασμό απόλυτα βέβαιο, θαυμάσια προβλεπτικό-με υπολογισμένα κενά, δίχως άθελες συσκοτίσεις, πού η κίνησή των με προστάζει και το πλήθος των με πλημμυρίζει. Σκέψη παράξενα ολοκληρωμένη.

PAUL   VALERY, Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ, μετάφραση ΑΓΙΣ  ΘΕΡΟΣ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΚΒ΄, τόμος 43ος, τεύχος 497/Αθήναι, 15 Μαρτίου 1948, σ. 355.

                       ΤΑ  ΓΑΛΑΖΙΑ  ΜΑΤΙΑ

      Φοβάμαι τα γαλάζια μάτια γιατί μου θυμίζουν ζαφείρια και το ζαφείρι είναι κομμάτι κάποιου κόσμου πιο παλιού απ’ τη γη, ενός κόσμου  που δεν θα τον ξαναδεί κανείς ποτέ πιά.

      Φοβάμαι τα γαλάζια μάτια γιατί θυμίζουν ένα κρασί ανακατωμένο με φύλλα, που μούδωσαν να πιώ όμορφα κορίτσια στη Βαγδάτη. Το μεθύσι αυτού του κρασιού δε θα τα ξανανιώσω ποτέ πιά.

     Φοβάμαι τα γαλάζια μάτια γιατί είναι τα μάτια εκείνων πούχουν κλειστές ψυχές, και καθρεφτίζουν τα ηλιόλουστα τοπία χωρίς να τα βλέπουν και τον έρωτα χωρίς να τον αισθάνονται.

      Φοβάμαι τα γαλάζια μάτια γιατί είναι τα μάτια που κοιτάζω ατέλειωτα στο πρόσωπο της αγαπημένης μου και που αντίθετα από τ’ άλλα ανθρώπινα μάτια, αυτά τα τόσο γαλάζια μάτια δεν καθρεφτίζουν την εικόνα μου και μοιάζουν με καθρέφτες πεθαμένους.

MAURICE  MAGRE,  ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ  ΜΑΤΙΑ, μετάφραση ΚΛΕΟ  ΑΡΑΠΙΔΗ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΙΕ΄, τόμος 29ος, τεύχος 347/Αθήναι 1-Ιουνίου 1941, σ. 444

                    ΤΟ  ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΙ  ΤΟΥ  THOMAS  MORE

     Ένα τριανταφυλλάκι κρεμασμένο ακόμα εκεί ψηλά στον μισογκρεμισμένο φράχτη, είδε γύρω του να μαραίνονται τα αδελφάκια του, σφιχτά ως τότε αγκαλιασμένα μαζί του μέσα στο μπουκετάκι όπου η φύση το είχε προορίσει να ζήσει. Εκείνο ήταν ακόμα κατακόκκινο όπως είχε γεννηθεί, το δέρμα του απαλό, κι αν τίναζες το μπουκετάκι, το μόνο που στεκότανε περήφανο και μυρωδάτο ήταν αυτό. Τα άλλα άλλαζαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου ώσπου μαβιά, άψυχα και μαραμένα έπεφταν στο χώμα τα ξεραμένα πέταλά τους.

       Οι μέλισσες και τα ζουζούνια, άλλοτε εκμεταλλευτές της ανθισμένης οικογένειας, πλησίαζαν πού και πού ακόμα με τις ερωτηματικές αντένες τους, αλλά σύντομα πετούσαν προς άλλες κατευθύνσεις όπου έβρισκαν ζωντανότερες πηγές. Εκείνη η φανταχτερή πεταλουδίτσα που με την μεγάλη της στολή ερωτοτροπούσε το νεανικό άλλοτε τριανταφυλλάκι, ανοιγοκλείνει τώρα τις φτερούγες της για να το αποχαιρετήσει. Δεν θα ξανάρχεται πιά σ’ αυτή τη γειτονιά. Είχε αρχίσει η  φθινοπωρινή ψύχρα και τη νύχτα έφτανε στο κρύο. Προμηνύματα για κάποιο τέλος του καλοκαιριού, αλλά και μιάς ζωής «τριανταφυλλένιας» σύντομης μέσα στον ορισμό του χρόνου. Γιατί ένα-ένα ή και περισσότερα μαζί έχαναν τη λουλουδένια ζωντάνια τους τ’ αδέλφια; Και ρωτούσε το προνομιούχο ζωντανό ακόμα; Τι να την κάνω, σκεφτόταν, τη ζωή ανάμεσα σε ξένους που δεν με καταλαβαίνουν; Έχασα τ’ αδέλφια μου . Ο κόσμος μου πέθανε…

     Αυτά τα έγραφε σ’ ένα ποιηματάκι του ο Thomas More, που έμεινε αθάνατος με την προφητική «Ουτοπία» του. Έφτασε να γίνει Πρωθυπουργός του Ερρίκου του 8 της Αγγλίας και να καρατομηθεί από τον Κυανοπώγωνα επειδή δεν συναινούσε στο διαζύγιό του από την Άννα Μπόλεϋν. Μέσα στη φυλακή, πρίν από το τέλος θα στοχαζόταν άραγε το τριανταφυλλάκι ή θάθελε να ελπίζει στο θαύμα για να ζήσει ακόμα, κι ας μην τον καταλάβαιναν πιά οι άνθρωποι της εποχής του;

     Ένας γέρος με γόνατα που τρικλίζουν κοιτάζει τα πέταλα που έπεσαν ένα-ένα στην ποδιά του. Κρυώνει. Σε λίγο θάχει ξεραθεί και το τελευταίο τριανταφυλλάκι και μελαγχολικός ο γέρος στοχάζεται ποιά μοίρα συντηρεί ακόμα το καντηλάκι του; Αλλά και πώς να ζήσει πιά μόνος του χωρίς τ’ αδέρφια του να τον καταλαβαίνουν;

      Ωστόσο επιζεί ακόμα όταν πολλοί συνομήλικοί του τον έχουν εγκαταλείψει. Αυτό όμως το προνόμιο δεν το αποχωρίζεται. Η ζωή μ’ όλα τα βάσανά της είναι γλυκειά. Αλλά τι να κάνει σ’ έναν κόσμο μόνος με λίγους πιά «μόνους» πού στοχάζονται περίπου τα ίδια μόνοι…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΛΟΥΡΟΣ της Ακαδημίας Αθηνών

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΝΔ΄, τόμος 108ος, τεύχος 1276/Αθήναι, 1 Σεπτεμβρίου 1980, σ.1187-188.

     ΠΡΟΣΕΥΧΗ  ΝΑ ΠΑΓΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙΑ

Σα φτάσει η ώρα μου να ‘ρθώ σ’ Εσένα, άς είναι Θέ μου

μέρα που η γιορτινή εξοχή θ’ αυγάζει μες στη σκόνη.

Θέλω, καθώς συνήθιζα να κάνω εδώ στη γη μας,

απ’ ένα δρόμον εκλογής δικής μου να βαδίσω

προς τον Παράδεισο που εκεί και μέρα τ’ άστρα λάμπουν.

Κρατώντας το μπαστούνι μου θα πάω ν’ ανηφορίσω

κι αυτά θα πω στους φίλους μου τα πράα τα γαϊδουράκια:

Ατός μου είμαι ο Francis  Jammes, στον Παράδεισο πάγω

(στη Χώρα του Θεούλη μας κόλαση δεν υπάρχει).

Και θα τους πω: Ακλουθάτε με σύντροφοι του γαλάζιου,

καλά μου ζώα που τ’ αυτιού μια κίνησή σας διώχνει

μέλισσες κι αλογόμυγες και της ξυλιάς τη βίτσα…

 

Άμποτε μπρός Σου να σταθώ μαζί μ’ αυτά τα ζώα

πού τόσο τ’ αγαπώ γιατί σκύβοντας το κεφάλι

τα βηματάκια σταματούν ενώνοντας τα πόδια

μ’ ολόγλυκα έναν τρόπο τους που σου γεννάει συμπόνια.

Θα φτάσω, θα μ’ ακολουθούν τα πλήθη των αυτιών τους

και θα ‘ναι όσα φορτώθηκαν στη ράχη τους κοφίνια

κι εκείνα που τα ζέψανε σ’ αμάξια σαλτιμπάγκων

ή σε καρότσια με πλουμώ και σκεύη της κουζίνας

και τ’ άλλα πού κουβάλησαν στην πλάτη τους μπιντόνια.

Μαζί τους θα ‘ναι κι έγκυες γαϊδούρες που απ’ το βάρος

Βαδίζουν παραπατηχτά, θα ‘ναι και γαϊδουράκια,

πανταλονάκια που φορούν απάνω απ’ τις πληγές τους,

αυτές που τις ανοίξανε πεισματωμένες μύγες

που φέρνουνε τους γύρους τους και τα καταπληγώνουν.

Αξίωσέ με ειρηνικά μ’ αυτά τα γαϊδουράκια

μπροστά Σου Θέ μου να σταθώ και στείλε τους αγγέλους

στα ποταμάκια να μας πάν πώχουν στις όχθες κλάρες

όπου κεράσια τρέμουνε γλυκά καθώς η σάρκα

των κοριτσιώνε που γελούν και κάνε εδώ στον τόπο

που όρισες να ‘ρχονται οι ψυχές,  εδώ στα νάματά Σου

σκυφτός, να νιώθω ολόϊδος μ’ αυτά τα γαϊδουράκια

πού τη γλυκειά τους ταπεινή θα καθρεφτίζουν φτώχεια

μέσα στο αθάμπωτο νερό της αιώνιας αγάπης.

FRANCIS  JAMMES,  απόδοση  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  ΜΠΑΡΑ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΝΔ΄, τόμος 107ος, τεύχος 1262/Αθήναι 1/2/1980, σ. 234.

                ANTIO

Έχε γειά αβέβαιη στενή φιλία μιάς εγκάρδιας συντροφιάς

Καπνοί που ενώνουν τους μαιάνδρους τους

Και ευχές του έρωτα μες στα ποτήρια μας

Αντίο στο ανοιχτό παράθυρο της κοιμισμένης αυλής.

 

Οι φανοστάτες που κλαίνε στα ηχηρά λιθόστρωτα του δρόμου

Όταν οι πάλλουσες καρδιές μας μετρούσαν τη σιωπή

Και τα γλοιώδη δάχτυλά μας με αρωματισμένη κόλλα

Τοιχοκολλούσαν πάνω στους γκρίζους τοίχους

 

Τις επαναστατικές αφίσες

Αντίο σκάνδαλα με σύμβολα απόκρυφα

Κυριακές με πολλαπλές γροθιές

Κ’ οι φτερωτές βραδιές με τα αλκοόλ τους

 

Αντίο περίπατοι σκοτοδίνης

Πάνω στις στέγες με γλιστερούς μαύρους σχιστόλιθους

Και πάνω στις μυρωδάτες ταράτσες

Η νύχτα με τα μεγάλα μαύρα μάτια της.

GEORGES  FRIEDENKRAFT, μετάφραση ΑΓΝΗ ΣΩΤΗΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ- ΣΧΟΙΝΑ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΝΔ΄, τόμος 108ος, τχ. 1279/Αθήναι, 15 Οκτωβρίου 1980, σ.1604.

      O GASPARD  HAUSER  ΤΡΑΓΟΥΔΑ

 Ήρθα εν’ άκακο ορφανό κι εγώ,

Με πλούτος τα γαλήνια μάτια μόλις,

προς τους ανθρώπους της μεγάλης πόλης:

εκείνοι δε με βρήκαν πονηρό.

 

Είκοσι χρόνων, του έρωτα οι  φωτιές,

καταπώς λένε, συγκινήσεις νέες,

μ’ έκαναν τις γυναίκες να ‘βρω ωραίες:

διόλου δεν με ‘βρανε όμορφον αυτές.

 

Αν και χωρίς πατρίδα ή βασιλιά,

μην όντας και πολύ γενναίος ποτέ μου,

θέλησα να πεθάνω του πολέμου:

δε θέλησεν εμένα ο Χάρος πια.

 

Τάχα ήρθ’ αργά πολύ ή πολύ νωρίς;

Από τον κόσμο αυτόν τί περιμένω;

Ω, ειν’ η λύπη μου βαθιά. Για τον καημένο

Γκασπάρ προσευχηθείτε, όλοι εσείς.

PAUL  VERLAINE, μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ. 44/4,5,6,1988, χρόνος 23ος, τόμος Στ΄, σ. 239

            Η  ΦΩΝΗ  ΤΟΥ  ΚΟΚΟΡΑ

Κι αφού είχαμε φυλάξει δυο-τρείς φυλακές

Άρχισε να ροδίζει στα κράσπεδα των ουρανών.

Και τότε έκραξε ο κόκορας κάπου μακριά

Κι αναθυμηθήκαμε

Πώς είχαμε προδώσει τρείς φορές τουλάχιστον

Τον ίδιο μας τον εαυτό.

Κι ο ένας μας πήρε τα μάτια του,

Πέταξε τα αργύρια στην αυλή της εξουσίας

Και τράβηξε στην ερημιά

Όπου κρεμάστηκε σ’ ένα ξερό μοναχικό δεντρί

Στο βράχο απάνω.

Ο άλλος γιόμισε δάκρυα

Κι αναφιλητά κίνησαν το βαρύ του στήθος

Κι έκλαιγε κι έκλαιγε πικρά

Μαζί με τον ήλιο π’ έβγαινε

Κι έσκουζε: αμάρτησα, αμάρτησα.

Κι ο τρίτος από μας τίναξε το κεφάλι του,

Στα μάτια του μπήχτηκε ο πόνος

Σαν καρφί

Καθώς κοιτούσε βαθιά, μακριά και σταθερά

Το φωτισμένο ορίζοντα

Και σιώπησε

Γιατ’ ήξερε πως οι περασμένες προδοσίες

Δε θα ‘ταν οι τελευταίες

Και πως οι μελλούμενες ήγαν γραμμένες κιόλας

Στο φως που κατέβαινε απ’ τα βουνά πάνω στην πολιτεία

Και μέσα στην καρδιά του,

Κι ας μην το κάτεχε.

Κι ήξερε ακόμα πώς θα κράξουν κι άλλοι κοκόροι

Κάποιες άλλες αυγές

Για νάρθ’ η μνήμη στα παλιά της αχνάρια.

Γι’ αυτό έβλεπε πόσο ήταν χωρίς νόημα

Το κρέμασμα του ενός από το δέντρο

Και τ’ άλλου το πικρό το κλάμα.

Τον ένανε τον φάγανε τα όρνια

Και κάποιοι βρέθηκαν στο χώμα να τον βάλουν

Και τον ξεχάσαν γρήγορα.

Του αλλουνού τα δάκρυα γλίστρησαν στο γέλιο

Της νέας ζωής που γέμισε τους δρόμους.

        ΜΑΡΙΟΣ  ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τεύχος 47/1,2,3,1989, σ. 32.

          ΩΔΗ Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΤΕΙΡΕΣΙΑ

Πολλών ανθρώπων τα μελλούμενα

στη μαντική σου δύναμη

σωστός προφήτης

Στη χώρα των Καδμείων

τη συμφορά του Λάϊου προείδες

και του Οιδίποδα

μάντης κακών μα και καλών

στις χώρες πού χρησμό σου εζητούσαν

τ’ άφωτα μάτια σου ζωή και φώς

Κι όταν των άλλων επρομάντευες το τέλος

αγαπητός στους οιωνούς και ψυχοσώστης

του εαυτού σου μάντης δεν υπήρξες

και απορώ, ώ μάντη Τειρεσία,

περπατημένε στου θεάτρου τη θυμέλη

-κατάπικρος στον πόνο των ανθρώπων-

ιεροφάντη των Θεών κι αγαπημένε

πώς δεν προμάντεψες το τέλος το δικό σου

τόσο πικρό

Κι έφυγες για τα Τάρταρα να φτάσεις

στ’ ανήλιαγα παλάτια να κατέβεις

της Περσεφόνης και του Πλούτωνα ικέτης

για όσους εσπάραξαν την καρδιά σου

να είναι ο ύπνος τους γλυκός κι αναπαμένος

όπως πεθύμησες να ήταν κι ο δικός σου.

           ΣΤΕΛΙΟΣ  ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ. 29/Φθινόπωρο 1982, σ. 38

                   ΥΠΑΤΙΑ

            «Το ρεύμα τ’ ουρανού αφήνει από σάς ζωντανούς μόνο τους αγράμματους…. κι έτσι

             πρέπει ν’ αρχινάτε πάλι από την αρχή σαν παιδιά…».

                          Από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα

Το φώς,

της αρετής, της ομορφιάς

και της γνώσης σου,

πολύ έλαμπε,

γλυκιά κόρη του Θέωνα

σοφή και ωραία.

 

Μα ήρθ’ ο καιρός,

«Το ρεύμα τ’ ουρανού…»

 

Σπαρτάραγαν τα κομμάτια του κορμιού Σου,

στους δρόμους της Αλεξάνδρειας

κι άπλωνε το σκοτάδι.

 

Οι πιστοί, «περιστοιχίσαντες το άρμα σου»

είχαν ευσυνείδητα εκτελέσει

τις οδηγίες του πατριάρχη.

 

Τι κι αν η εντολή,

«Ού μικρόν μώμον Κυρίλλω και

τη Αλεξανδρείων εκκλησία ειργάσατο».

 

Τώρα, πού πάλι ζυγώνει η «Μεγάλη Νύχτα»,

τώρα, πού οι «μεγάλοι» με τα Κοβάλτια,

τα Νετρόνια, τα αρχιπέλαγα των Γκούλαγκ

και τις καταναλωτικές κοινωνίες τους,

ετοιμάζουν το καινούργιο σκοτάδι,

 

Τώρα που πάλι «το ρεύμα τ’ ουρανού…»,

περνώντας ανοιχτά απ’ την Αλεξάνδρεια,

ρίχνω στο κύμα λίγα ξερά τριαντάφυλλα,

φυλαχτό απ’ την πατρίδα,

και παρακαλώ τον άνεμο, παρακαλώ το κύμα,

να φέρουν τ’ άνθη αυτά της Αττικής

στον τόπο του μαρτυρίου Σου.

     ΛΕΥΤΕΡΗΣ  ΜΑΡΜΑΤΣΟΥΡΗΣ

Μεσόγειος, Βορείως της Αλεξανδρείας, 13/4/1979

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ. 29/ Φθινόπωρο 1982, σ.39

      Η  ΜΥΓΑ

Μικρούλα μύγα

το καλοκαιρινό παιχνίδι σου

κατάστρεψε

το αστόχαστό μου χέρι.

 

Κι εγώ δεν είμαι

μια μύγα σαν κι εσένα;

Ή κι εσύ δεν είσαι

άνθρωπος σαν κι εμένα;

 

Γιαυτό χορεύω

πίνω, τραγουδάω

μέχρι που κάποιο τυφλό χέρι

λιώσει τα φτερά μου.

 

Αν η σκέψη είναι η ζωή

και δύναμη κι ανάσα

κι η   πεθυμιά

της σκέψης Θάνατος’

 

τότε κι εγώ είμαι μια

μύγα ευτυχισμένη

κι αν ζω

ή αν πεθαίνω.

WILLIAM BLAKE, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, πρόλογος-μετάφραση Ανδρέας Αγγελάκης, εκδόσεις Καστανιώτη- Αθήνα 1983, σ. 35. Πίνακες του William Blake, β΄, έκδοση συμπληρωμένη.

       ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ

ΙV

Είχα περάσει τα πενήντα πρό πολλού’

και καθόμουν, μόνος κ’ έρημος,

μέσα σ’ ένα βοερό καφενείο του Λονδίνου,

μ΄ ένα βιβλίο ανοιχτό κ’ ένα ποτήρι αδειανό

επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι.

 

Καθώς εχάζευα το καφενείο και το δρόμο,

ξάφνου το σώμα μου επύρωσε’

και κάπου είκοσι λεπτά

μου εφάνηκε-τι ευτυχία!...

πώς είχα ευλογηθεί και μπορούσα να ευλογήσω.

WILLIAM  BATLER  YEATS, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1999, μτφ. Γιώργος Π. Σαββίδης, σ. 35

     Η  ΧΡΩΜΑΤΟΘΗΚΗ  ΤΟΥ  ΠΙΚΑΣΟ

Τα χρώματα του Πάμπλο είναι 9+1. Και τ’ άλλο χρώμα, το μεγάλο,

πίσω απ’ τον πίνακα: ο άνθρωπος είναι αθάνατος σε κάθε κίνηση και

       στάση του.

Και τ’ άλλο, το λαχανιασμένο χρώμα (πού ότι στέκει το χαμόγελο στα

      χείλη του):

ούτε στιγμή, ούτε μιά στιγμή μην πάει χαμένη.

 

Κι αυτό το περιστέρι, Πάμπλο,-προς θεού-πού κάθεται στον ώμο

     σου,

σ’ ένα χρυσό καμπαναριό με τρείς χιλιάδες σήμαντρα;

9+12=Κόσμος. Ο άρτιος και ο περιττός. Δεν είναι τούτο πρόσθεση-

είναι η ενότητα που κλαίει απ’ τη χαρά της γιατί υπάρχουμε,

απ’ τη χαρά της που γνωρίζουμε την ύπαρξή μας και την κατορθώνουμε.

 

Μια καρέκλα κι ο κόκκινος τοίχος. Η κιθάρα με γόνατο γυμνό.

Η λάμπα και το φωτισμένο χέρι. Το προφίλ της γυναίκας με τέσσερα

     μάτια.

Έκλεισε το σκάκι με τα κυκλικά τετράγωνα. Το ξύλινο άλογο

έμεινε έξω στη νύχτα, πλάι στο φεγγάρι και στην άσπρη πετσέτα.

Ο ταύρος έσκαψε το χώμα με το πόδι του: ουρανός.

          ΑΘΗΝΑ, 12.1.62.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σ.116.

Διευκρινιστικά:

Ο γενικός τίτλος που στεγάζει τα αποσπάσματα, ανακαλεί στη μνήμη τον στίχο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου: «Όλα τα όνειρα στη θέση τους, κι εγώ απ’ τις κερκίδες των στίχων μου», σ. 101. Το ποίημα «Η χρωματοθήκη του Πικάσο» δημοσιεύθηκε στο Πρόγραμμα για τα 80 χρόνια του Πικασό που οργάνωσε η «Πρωτοπορία» στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στις 4 Ιούνη 1962.

Ο βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ (1923) ιρλανδός ποιητής William Butler Yeats, ( Δουβλίνο 1865- Roquebrune Γαλλίας 1939), μας έγινε όπως δηλώνει η σχετική βιβλιογραφία του γνωστός τον Μάρτιο του 1941 από μετάφραση της ποιήτριας Μελισσάνθης στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα». Ο γιός του Κωστή Παλαμά όπως και ο Μ. Καραγάτσης στα κατοπινά χρόνια μεταφράζουν ποιήματά του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Ενώ ο πανεπιστημιακός και κριτικός, δοκιμιογράφος Γιώργος Π. Σαββίδης δημοσιεύει μεταφράσεις του (1946),στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση». Το ενδιαφέρον και χρήσιμο αυτό ανθολόγιο του ιρλανδού μυστικού ποιητή Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, περιλαμβάνει μεταφράσεις ποιημάτων του από τους Δημήτρη Σταύρου, Σπύρο Ηλιόπουλο, Σπύρο Τσακνιά, Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, Γιώργο Σεφέρη, Κίμων Φράιερ, Αντώνη Δεκαβάλλε, Νίκο Δήμου, Μάριου Βύρων Ραϊζη και άλλων. Εκτός από την «Ταλάντωση», χαιρόμαστε μία ακόμη μετάφραση του Γ. Π. Σαββίδη «Οι Φιλόλογοι». Να συμπληρώσουμε ότι ο ελληνοαμερικανός πανεπιστημιακός και μεταφραστής της ελληνικής ποίησης Κίμων Φράιερ, εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή στην ποιητική σύνθεση του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, «ΟΡΑΜΑ».

Ο πειραιώτης καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας, ποιητής και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης, (Πειραιάς 28/3/1940-18/5/1991) μας έχει κληροδοτήσει εκτός από το εξαιρετικό ποιητικό του έργο και τις δεκάδες μεταφράσεις του. Ο Αγγελάκης στην συγγραφική του διαδρομή μετέφρασε αμερικάνικα θεατρικά έργα και ποιητές του κόσμου, κυρίως, της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Ο τόμος «ποιήματα», (κόστιζε 200 δραχμές όταν κυκλοφόρησε) του άγγλου μυστικού ποιητή και χαράκτη Ουίλλιαμ Μπλέηκ (28/11/1757 -12/8/1827), περιλαμβάνει ποιήματα από τις συνθέσεις του ποιητή «Ποιητικά σχέδια (1769-1778)», τα «Τραγούδια της αθωότητας (1789)», τα «Τραγούδια της εμπειρίας (1789-1794)», «Σημειωματάριο (γύρω στο 1793)», την συλλογή «Ο Γάμος τ’ Ουρανού και της Κόλασης (1790-1793)», «Σημειωματάριο (1800-1803)», «Σημειωματάριο (1808-1811)». Να συμπληρώσουμε επίσης, ότι ποιήματα του άγγλου μεταφυσικού Ουίλλιαμ Μπλέηκ, το έργο του «ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ» (Prophetic Writings) έχει μεταφράσει και σχολιάσει ο πειραιώτης πανεπιστημιακός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Βλέπε εκδόσεις Ιωάννας Χατζηνικολή, Αθήνα 1986

Ο Μάριος Νικολινάκος (Αθήνα 1935-) ήταν νομικός, οικονομολόγος και πολιτικός επιστήμονας. Είχε δραστηριοποιηθεί πολιτικά στην πόλη μας, τον Πειραιά. Οι νέοι της δικής μου γενιάς, τον θυμούνται από τις συχνές συμμετοχές του σε πολιτικές συνελεύσεις και ομιλίες της προοδευτικής παράταξης και τις δημιουργικές παρεμβάσεις του. Από τον εκδοτικό οίκο Νέα Σύνορα-Λιβάνη εκδόθηκαν μεταξύ άλλων έργων του και το «Μελέτες πάνω στον ελληνικό καπιταλισμό»1976, τα «Δοκίμια για ένα ελληνικό σοσιαλισμό» 1984. Ενώ από τις εκδόσεις Ολκός 1975 κυκλοφόρησε η μελέτη του «Αντίσταση και Αντιπολίτευση 1967-1974», που ήταν το συγγραφικό του διαβατήριο γνωριμίας μας με το έργο του.

Ο Κώστας Θ. Θεοφάνους (Σμύρνη 1919-1/4/2008) υπήρξε ένας πολυγραφότατος πειραιώτης αρθρογράφος, ποιητής, μεταφραστής, κριτικός της λογοτεχνίας και εικαστικός κριτικός. Είναι ο πρώτος που αποδελτίωσε και κατέγραψε την εικαστική πορεία του Πειραιά και τους καλλιτέχνες του. Ξεχωρίζει ακόμα η μελέτη του για τον Βίκτωρα Ουγκώ, τον Ντενίς Ντιντερό, τον Ζαν Ζακ Ρουσώ κ. ά.

Ο Λευτέρης Μαρματσούρης, γεννήθηκε στον Πειραιά (15/6/1927-). Σταδιοδρόμησε ως ναυτικός ενώ παράλληλα, ασχολήθηκε με επιτυχία και με τον ποιητικό λόγο. Άρθρα και παρεμβάσεις του υπάρχουν δημοσιευμένα σε περιοδικά και τοπικές εφημερίδες. Μπορούμε χωρίς ενστάσεις να τον εντάξουμε στους έλληνες πειραιώτες «ναυτικούς» ποιητές μας. Όπως είναι ο πολιτογραφημένος πειραιώτης Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής Αντωνίου και άλλοι έλληνες συγγραφείς. Η θεματογραφία του ποιητικού του λόγου εστιάζεται κυρίως, στην λογοτεχνική και φιλοσοφική παράδοση της αρχαίας ελληνικής εθνικής γραμματείας και των συμβολισμών της. Έχει βραβευθεί από τον δήμο του πειραιά.

Ο πεζογράφος και ποιητής Στέλιος Μπινιάρης, (Πειραιάς 1916-Πειραιάς 31/1/2000), είναι αδερφός του πειραιώτη ηθοποιού, θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου Γκίκα Μπινιάρη, ο οποίος το 1976 μας πρόσφερε το ενδιαφέρον και χρήσιμο για τα θεατρικά δρώμενα της πόλης μας, βιβλίο του, (προσωπικές αναμνήσεις) «Εκατό χρόνια Θεατρικής Ζωής». Αντίστοιχα, πεζά, ποιήματα και βιβλιοκριτικά σημειώματα του Στέλιου Μπινιάρη, διαβάζουμε σε λογοτεχνικά έντυπα της πόλης και εφημερίδες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 5 Ιουλίου 2021

ΥΓ. Ημέρα μνήμης Δημοψηφίσματος, του «Μεγάλου Όχι» που έγινε κυβερνητικό «Ναι». Αφιερωμένο εξαιρετικά στον «Χ»

«Συχνά η φιλία σου ράγισε από πόνο την καρδιά μου.

Παρακαλώ σε, εχθρός μου γίνε-για της αγάπης το χατίρι.». William Blake.

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου