Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

 

     ΥΜΝΟΣ  ΣΤΟΝ  ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Χιονοβλεφάρου Πάτερ αούς

ροδόεσσαν ός άντυγα πωλών

πτανοίς υπ’ ίχνεσι διώκεις

χρυσώαισιν αγαλλόμενος κόμαις

περί νώτον απείριτον ουρανού

ακτίνα πολύστροφον αμπλέκων

αίγλας πολυδερκέα παγάν

περί γαίαν άπασαν ελίσσων

ποταμοί δε σέθεν πυρός αμβρότου

τίκτουσιν επήρατον αμέραν

Σοί μεν χορός εύδιος αστέρων

κατ’ Όλυμπον άνακτα χορεύει

άνετον μέλος αιέν αείδων

Φοιβηίδι τερπόμενος λύρα

γλαύκα δε πάροιθε Σελάνα

χρόνον ώριον αγεμονεύει

λευκών υπό σύρμασι μόσχων

γάνυται δε σε σοί νόος ευμενής

πολυοίμονα κόσμον ελίσσων.

(2ος αιώνας μ. Χ.)

--

Μεταξύ απόδοσης και παράφρασης;

Πατέρα εσύ της  χιονοβλέφαρης  Αυγής

στην οικουμένη το ροδοχάραμά σου φέρνεις

φτερουγίζοντας

σιγαλοπερπατώντας

 πάνω στα ίχνη της πάνχρυσή σου κόμης με καμάρι

στου ουρανού την απεραντοσύνη,

με τις μυριάδες ηλιαχτίδες  χρυσοπλεγμένη.

Παντεπόπτης ακοίμητος Εσύ με το φώς τους που λαμπιρίζει

ολάκερη τη γη θερμαίνοντας τυλίγεις

Από τα σπλάχνα των πύρινων ποταμών σου

αναδύεται η ευδόκιμη ελπίδα της ημέρας,

 αενάως

Προς τιμή και δόξα σου σέρνουν τον κυκλωτικό τους χορό τα τρεμοπαιχνιδιάρικα αστέρια

 τυλίγοντας τις θεοβάδιστες  βουνοκορφές του Ολύμπου

τον άρχοντα της οικουμένης

της ουράνιας συμμετρίας και χαρμόσυνης αρμονίας τον ύμνο ψάλλοντας

από τον ήχο της δικής σου λύρας μαγεμένα

Ενώ το φως του Φεγγαριού

από τα πανάρχαια μυστικά χρόνια απλώνεται πέπλο ασημί μέσα στην νύχτα

που κυβερνά η Σελάνα

καθώς  το «ρυμουλκούν»

χιονόλευκοι μόσχοι

Χαροποιό το πνεύμα σου πάντα είναι,

πλημμυρισμένο ευδοκία και ειρήνη

επί  γης

καθώς τον κόσμο τον πολύστροφο

τον πολύμορφο

καθημερινά τον τριγυρνάς

Λοξία

με λαμπρότητα και περισσή θεϊκή χάρη.

Σημειώσεις:

     Χρόνια με βασάνιζε μια επιθυμία. Η επιθυμία της μετάφρασης ενός αρχαίου κειμένου, ή τουλάχιστον της απόπειρας, όποιο και αν ήταν το τίμημα μιας τέτοιας προσπάθειας. Μετάφραση ή απόδοση, ή και παράφραση, σίγουρα πάντως, πρωτίστως, πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις των κειμένων που έχω στα χέρια μου. Διαβάζω ξανά και ξανά εδώ και δεκαετίες τα διασωθέντα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και ας μην τα χρησιμοποιώ. Απολαμβάνω το εύοσμο πνεύμα τους, το άρωμα που αναδύουν, την αλήθεια που κομίζουν, την περιπέτεια των ζωών που εικονογραφούν. Ένδοξες στιγμές και πάθη ανθρώπων, ομορφιά και φόβος, πειρασμοί και απολαύσεις βαδίζουν παράλληλα με δεισιδαιμονίες, αρετές, μίση, έχθρες, φιλοσοφικό στοχασμό και ερώτων συμπόσια. Προσπαθώ να ανοίξω μία προσωπική συνομιλία μαζί τους. Να δημιουργήσω μια προσωπική σχέση. Να ακούσω τις φωνές, να αφουγκραστώ τους ήχους, τους ψιθύρους των αινιγμάτων, τα διλήμματα της ζωής του τότε και των τότε. Διαβάζω τα κείμενα στο πρωτότυπο και ας μην τα καταλαβαίνω πολλές φορές, ας δυσκολεύομαι, όμως επιμένω, τολμώ, αφήνω τις αισθήσεις μου να συλλάβουν τα μυστικά τους. Διαβάζω από κοντά και τις όποιες μεταφράσεις τους πέφτουν στα χέρια μου. Δεν τις αξιολογώ, προσπαθώ να τις χαρώ, να τις απολαύσω.  Αρχαίοι Ύμνοι και Τραγούδια, Ποιητικές συνθέσεις και ιστορικά σπαράγματα, αποσπάσματα κειμένων ενός Κόσμου και των αξιών του που χάνεται μέσα στην σκόνη του χρόνου και όμως, παρ’ όλη την απόσταση που μας χωρίζει από αυτόν είναι ακόμα παρόν με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο. Μας μιλά με τους δικούς του κώδικες και γρίφους. Ποιος μπορεί να βεβαιώσει τι από όλα αυτά που μας έχουν διασωθεί και τι όχι, αλήθευσαν στις ζωές των τότε κοινωνιών; Ποιος μπορεί να μας πει με σιγουριά ότι στις σπαραγματικές αυτές εμπειρίες και εικόνες ζωής που μας διασώζουν οι αρχαίοι ποιητές και διαβάζουμε σήμερα, ίσχυαν και σε ποιο βαθμό; Αξίες, συνήθειες, διδαχές, επιλογές, προτροπές των παλαιών κατοίκων που σεργιάνιζαν πάνω στα χώματα της ελληνικής γης αφήνοντας τα ίχνη και τις πατημασιές τους άλλοτε δοξασμένες άλλοτε ηττημένες, Οι πολυμήχανοι Έλληνες. Ταξίδευαν σε όλα τα τότε γνωστά μέρη μεταφέροντας μαζί με τα εμπορεύματά τους και τις οικογενειακές τους συνήθειες και πρακτικές. Οικοδομούσαν τους ναούς τους στα υψηλότερα βουνά και λόφους, λάτρευαν του δικούς τους προστάτες Θεούς και ζητούσαν βοήθεια από τους φύλακες Ήρωές τους, τους Ημίθεους μεσολαβητές, ότι και αν έπρατταν στο σύντομο του βίου τους ταξίδι. Διαβάζω-όπως όλοι μας θέλω να πιστεύω-τους θεσπέσιους αυτούς Ύμνους στον Θεό Απόλλωνα και τους άλλους Έλληνες Θεούς και αναρωτιέμαι συχνά, αν έχουμε δικαίωμα να τους μεταφέρουμε στην δική μας σήμερα γλώσσα και εμπειρίες ζωής. Εμείς που ακολουθούμε ξένες προς αυτούς συνήθειες και δοξασίες. Όταν εδώ και αιώνες η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, επικρατώντας στον δυτικό κόσμο άλλαξε την ρότα του ελληνικού πνεύματος, αλλοίωσε τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του, απέρριψε την αισθητική του, την παλαιά των ελλήνων περί σωματικού έρωτος παράδοση, κομίζοντας στο νέο άνθρωπο νέες μεταφυσικές σταθερές, πνευματικές αξίες, αρετής σύμβολα, ανθρώπινης συμπεριφοράς αναπνοές, μια εντελώς άλλη, ξένη ελπιδοφορία. Μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά μέσα στην ιστορία ο Χριστιανισμός, στηρίχθηκε στην Παλαιά Θρησκεία των Εθνικών Ελλήνων και των κατατόπους παραδόσεών της. Εν θηλύκωσε το παλαιό θρησκευτικό των ανθρώπων βίωμα, ασπάστηκε πολλές από τις δημιουργικές τους εκφάνσεις και σύμβολα, τρόπους ζωής του Έλληνος Ανθρώπου, που τόσο πρόχειρα και επιφανειακά, αρνητικά φορτίζοντας τον όρο, οι έλληνες χριστιανοί ονομάζουν ειδωλολατρεία-λες και δεν υφίστανται ακόμα και σήμερα χριστιανική (ορθόδοξη, καθολική, προτεσταντική) ειδωλολατρεία στους κόλπους των χριστιανικών εκκλησιών και περιβάλλοντα ζωής των χριστιανών, στο διάβα της ιστορίας. Οι αλλαξοπιστήσαντες Έλληνες εγκολπώθηκαν την «ολίγη λιβάς» των ποιητικών αυτών κειμένων και παντοειδών συμβολισμών που φέρουν μέσα τους και οικοδόμησαν την δική τους γραμματεία. Η χριστιανική ποίηση και υμνογραφία δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν προϋπήρχαν τα αριστουργήματα της αρχαίας θρησκευτικής εθνικής γραμματείας. Η λεγόμενη θύραθεν παιδεία είναι η μητέρα της χριστιανικής όπως γιαγιά της είναι η εβραϊκή μονοθεϊστική δογματογραφία και μεσσιανική παράδοση. Πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Όμως, τι να μεταφράσεις από τον Ακάθιστο Ύμνο; Πώς να αποδώσεις τα Κοντάκια της Μεγάλης Εβδομάδας, τι να μεταφέρεις από τον Μεγάλο Κανόνα, και να μην «αλλοιώσεις» το πνεύμα τους; Η Βυζαντινή υμνογραφία και υμνολογία, η εκκλησιαστική ορθόδοξη παράδοση μας είναι οικεία, αγαπητή, προσιτή, αποδεκτή, ευχάριστη, από τα παιδικά μας χρόνια, ακόμα και όταν μεγαλώνοντας δεν πιστεύουμε, δεν αποδεχόμαστε τις μεταφυσικές αξίες και αναφορές του χριστιανισμού, το σύστημα ελπιδοφορίας του, το παρηγορητικό του μοντέλο, την όποια έστω-τυπική, ειρηνοποιό φιλευσπλαχνία του. Η Εκκλησία σαν κοινωνία ανθρώπων, μετοχή σε ένα κοινό τρόπο ζωής και κοινό μέλλον παρήγαγε τέχνης μεγαλουργήματα, θεσπέσια κείμενα, αρχιτεκτονικά μνημεία, γραπτά παράδοσης αξιών που βίωσαν εκατομμύρια άτομα. Καθοδήγησε τον βίο ανθρώπων ακόμα και παρά την θρησκευτική τους αμφισβήτηση, θέληση. Θέλω να πω ότι, μας είναι τόσο οικεία η εκκλησιαστική και βυζαντινή υμνολογία, που κάθε απόπειρα μεταφραστικής της προσέγγισης στα σύγχρονά μας γλωσσικά δεδομένα θα σκόνταφτε πρωτίστως στην δική μας αισθητική αποδοχή. Μάθαμε από τα μικράτα μας να ακούμε και να ψέλνουμε τα πανέμορφα αυτά μέλη και τους ύμνους αβίαστα, απροσχημάτιστα, με ρητορική άνεση, δίχως λεκτικούς δισταγμούς. Ακόμα και αν δεν αναγνωρίζουμε λέξεις, κατανοούμε το πνεύμα και την ουσία των κειμένων αυτών. Μας συγκινούν και εξακολουθούν να μας ελκύουν τα κείμενα αυτά, η γλώσσα της βυζαντινής και εκκλησιαστικής γραμματείας. Στην περίπτωση όμως των κειμένων της αρχαίας ελληνικής εθνικής γραμματείας τα πράγματα διαφέρουν, τα κείμενα της αττικής διαλέκτου, οι ύμνοι των ομηρικών εποχών, τα ποιήματα της ελληνιστικής περιόδου, ίσως να εξακολουθούν να παραμένουν για εμάς τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες ένα γνωστό- άγνωστό μας σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας και παράδοσής μας. Προσεγγίζουμε ή επαναπροσεγγίζουμε, τα κείμενα αυτά, όντας αποκομμένοι από βιώματα ζωής των ανθρώπων που έζησαν, έδρασαν, δημιούργησαν, μεγαλούργησαν, έψαλλαν, προσευχήθηκαν, έγραψαν εκείνες τις χρονικές περιόδους. Δανειζόμενος από την νέα θρησκεία την ερώτηση, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε το πνεύμα και την ουσία των αρχαίων Ομηρικών Ύμνων, των Ύμνων στους αρχαίους Θεούς, αν δεν πιστεύουμε πλέον σε αυτούς; Πώς να αποδώσουμε το κλίμα και την ατμόσφαιρα ζωής εκείνων αν δεν αποδεχόμαστε τις θεολογικές τους αξίες; Πως κοινωνείς με τους αρχαίους έλληνες Θεούς όταν τους έδιωξες από τις καρδιές των ανθρώπων και τους κατέστησες αγάλματα αισθητικής μόνο απολαύσεως; Μπορούν οι Θεοί να γίνουν αντικείμενα αισθητικής μόνο απόλαυσης χάνοντας την σωτηριολογική τους αναγκαιότητά; Να αντικατασταθεί η οντολογία της προτεραιότητά τους; Πράγμα που σημαίνει ότι η μετάφραση ενός παλαιού θρησκευτικού Ύμνου σκοντάφτει σε πολλαπλές διαφοροποιήσεις και παραδόσεις ζωής των σημερινών ανθρώπων. Τι μας απομένει, το πεδίο της γλώσσας. Αυτό το βαβελικό οικοδόμημα προσπαθούσα εδώ και δεκαετίες να κατανοήσω και ταυτόχρονα να αποδεσμευτώ από αυτό. Δεν ήθελα να δεσμευτώ από τους κανόνες της σύγχρονης γλώσσας, τους τρόπους παραδοχής της από τους σημερινούς, την τεχνική της όπως την αποδεχόμαστε στην μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή. Ήθελα η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσω στην απόπειρα μετάφρασης ενός αρχαίου κειμένου, να είναι αποδεκτή πρώτα από εμένα ως ένα μέσο γνωριμίας μου με το αρχαίο κείμενο και τον όποιο οραματισμό του. Ήθελα να Κατανοήσω όχι τις γλωσσικές αρχές και τους κανόνες της αλλά, του Κόσμου που εικονογραφεί, περιγράφει, φωτίζει. Ήθελα να διαισθανθώ τι ένιωθε ο πιστός καθώς έψελνε τον δικό του Ύμνο στον Θεό Απόλλωνα ή στους άλλους Θεούς. Κάτω από αυτό το σκεπτικό απέρριπτα την οργανωμένη μετάφραση, την κατά λέξη, όφειλα να καταφύγω στην απόδοση της συγκίνησης όπως ο ίδιος την ένιωσα διαβάζοντάς ξανά και ξανά τους Ύμνους, και μάλιστα προς τον Θεό Απόλλωνα, που τόση βαρύτητα έχει η παρουσία του, τόσες αναγωγές προκαλεί στις συνειδήσεις μας το όνομά του, η γλυπτική του διασωθείσα παρουσία. Μια εκπάγλου καλλονής θεϊκή μοναδικότητα και αισθήσεων αναφορές. Ήθελα οι λέξεις που θα χρησιμοποιούσα να μην δεσμεύουν την ατμόσφαιρα της απόδοσης. Με την θέλησή μου χρησιμοποίησα την λέξη «ρυμούλκησε» δανειζόμενος την λέξη και την εικόνα από την θαλάσσια περιπέτεια. Ή υιοθέτησα εκκλησιαστική ορολογία της ορθόδοξης δοξολογίας σε ένα κοινό σύμπλεγμα θρησκευτικών προσμείξεων τόσο οικείων μας ακόμα και σήμερα.

      Η προσπάθεια αυτή είναι η πρώτη που δημόσια αποφάσισα να εκθέσω. Παρακινημένος από την εμβολιαστική κλεισούρα της πανδημίας και των ημερών μας μουντάδα, μια και η σκόνη από την Αφρική σκέπαζε τα πάντα και έκλεινε τα βλέφαρα χωρίς διάκριση. Δεν θέλησα να δώσω έναν φιλολογικό τόνο στην πρώτη αυτή δημόσια προσπάθεια, μιλώντας για τον ευνοούμενο ποιητή του αυτοκράτορα Αδριανού ούτε να σχολιάσω τους διασωθέντες ύμνους του. Θέλησα να είναι η μετάφραση ένα χαρτί μέσα σε μια μποτίλια που ίσως, κάπου, κάποτε, κάποιος το ανακαλύψει και το διαβάσει. Γεννώντας του την επιθυμία, την δημιουργική όρεξη, να συνθέσει έναν νέο ΎΜΝΟ σε όποιον Θεό πιστεύει και λατρεύει ή και γιατί όχι, να μεταφράσει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος.

Πειραιάς, 2 Ιουλίου 2021

Με την Λύρα του θεραπευτή Θεού να μελωδεί τις ζωές μας.      

               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου