Ο Κ. Π. Καβάφης και ο τάφος του Ευρίωνος
Στον
Γιάννη Ρηγόπουλο που με «τσίγκλησε» …
Περπατούσε
στην πόλη του. Ο κόσμος που τον έβλεπε στεκόταν και παρατηρούσε το τι
φορούσε, πώς το φορούσε, πώς στεκόταν, πώς περπατούσε, πώς κοιτούσε. πώς
μιλούσε. Πώς μιλούσε; Σαν εξωτικό, περίεργα, σαν να διάλεγε τις λέξεις. Ήταν
παράξενος, σαν θεατρίνος, όλο σκέρτσα, αλλά επιβλητικός. «Πίσω και πέρα από όλα
αυτά υπήρχε μια χειροποίητη προσωπικότητα που δεν τη συναντά κανείς εύκολα στη
ζωή του». Ήταν ένας κύριος που κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια «με ελαφρήν
απόκλιση προς το σύμπαν», όπως τον έβλεπε ο Ε.Μ. Φόρστερ και «γκριζομάλλη κύριο
με κεφάλι χελώνας», ο Μαρινέτι. Σαν καρδινάλιο ή μυστικοσύμβουλο του πάπα
στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα, τον έβλεπε ο Καζαντζάκης, ρυτιδωμένο
Κοραή ή Θέρσο, ο Ουράνης. Για όλους τους άλλους γνωστούς διανοούμενους της
εποχής «ήταν ένα μικρό σύμπαν με πολλά μυστικά και χαριτωμένες
παραδοξότητες…». Αυτές και πολλές ακόμα πληροφορίες μας δίνει ο Δημήτρης
Δημηρούλης στον τόμο Κ. Π. Καβάφης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ (Gutenberg 2015) που επιμελήθηκε.
Νέος,
λοιπόν, ή ώριμος, πάντα κομψός, ξεχωριστός, μιλούσε περίεργα ή, καλύτερα,
«μιλούσε τα ελληνικά με αγγλική προφορά» (Haag, σελ. 119). Δεν ήταν δυνατόν να
τον δεις και να μην εντυπωσιαστείς. H φωτογραφία του το 1903 μιλάει και
δείχνει, και αυτήν έδειχνε και ο ίδιος στους εκδότες του μέχρι την ωριμότητά
του· «Ο Καβάφης πριν από χρόνια». Λογικό ήταν η εμφάνισή του, η στάση του, ο
λόγος του, ο τρόπος του, όλα να πηγάζουν από την αινιγματική προσωπικότητά του.
Όσοι τον συνάντησαν στην Αλεξάνδρεια ή στην Αθήνα, Έλληνες και ξένοι,
έκαναν λόγο για κάτι αλλιώτικο, μοναδικό και εξωτικό.
Η
Αλεξάνδρεια είναι μία από τις πολλές Αλεξάνδρειες που έχτισε ο Μέγας Αλέξανδρος
και φέρουν το όνομά του. Η Καβαφική χτίστηκε το 331π.Χ. κι όταν εκείνος
έφυγε ήρθαν οι Πτολεμαίοι, η Κλεοπάτρα και ο Αντώνιος, μετά οι Ρωμαίοι.
Το 641 μ. Χ. την κατέκτησαν οι Άραβες και εκείνη κατέκτησε όποιον την
επισκέφτηκε. Στα νεότερα χρόνια ο Λώρενς Ντάρελ εμπνεύστηκε εκεί τα κουαρτέτα
του, ο Τσίρκας γεννήθηκε εκεί και γέννησε τις Ακυβέρνητες πολιτείες
του, την τριλογία του. Εκεί, γεννήθηκε το 1863 και ο ποιητής Κωνσταντίνος
Καβάφης, όταν η πόλη ήταν στο ζενίθ της εμπορικής έκρηξης του μπαμπακιού,
και εκεί πέθανε το 1933, όταν ήταν 70 ετών. Τον καιρό που έφτασαν οι
Γερμανοί, η Αλεξάνδρεια ήταν «πέντε ράτσες, πέντε γλώσσες, μια
ντουζίνα δόγματα και πέντε στόλοι να κάνουν ελιγμούς… πίσω από τον
λιμενοβραχίονα».
Ο
Ντάρρελ, που έζησε και έγραψε στην Αλεξάνδρεια, είπε κάτι σημαδιακό: «η αληθινή
ζωή μου μοιάζει να υπάρχει μόνο στα βιβλία ή στα όνειρα». «Σ’ ευχαριστώ, σ’
ευχαριστώ, Αίγυπτο! Τι θέλγητρα, τι μαγικό λίκνισμα». Ο αναγνώστης θα
μπορούσε να χρεώσει στον Καβάφη αυτές τις φράσεις γιατί και ο Καβάφης ζει μέσα
στην Ιστορία και στα όνειρα, στις ράτσες, στις γλώσσες και στα δόγματα,
όπως τα βλέπουμε και στα ποιήματα…
Με
όλα αυτά στη σκέψη, προκύπτει το ερώτημα: ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο του
ποιητή, πίσω από την ιδιάζουσα γλώσσα τα σκέρτσα και τις παραδοξότητες; Το
«τσίγκλησμα» προκλήθηκε από το ποίημα
Ευρίωνος τάφος
Εις το περίτεχνον αυτό
μνημείον, ολόκληρον εκ λίθου
συηνίτου, που το σκεπάζουν τόσοι
μενεξέδες, τόσοι κρίνοι, είναι θαμμένος ο
ωραίος Ευρίων. Παιδί αλεξανδρινό,
είκοσι πέντε χρόνων. Απ’ τον πατέρα του,
γενιά παλιά των Μακεδόνων· από αλαβάρχας της
μητέρας του η σειρά. Έκαμε μαθητής
του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία, του Πάρου στα
ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά γράμματα σπούδασε.
Του Αρσινοΐτου νομού συνέγραψε ιστορίαν.
Αυτό τουλάχιστον θα μείνει. Χάσαμεν όμως το πιο
τίμιο — την μορφή του, που ήτανε σαν μια απολλώνεια οπτασία. (1912, 1914) |
Το
ποίημα γράφτηκε το 1912 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1914. Ο Ευρίων, σύμφωνα με το ποίημα, είναι μια εξαιρετική
προσωπικότητα: Αλεξανδρινός με μακεδονική καταγωγή. Έμαθε φιλοσοφία πλάι στον
Αριστόκλειτο και ρητορική πλάι στον Πάριο. Σπούδασε στις Θήβες τα «ιερά
γράμματα», (οι Θήβες αναφέρονται ως Διόσπολις από τον Όμηρο στην Ιλιάδα
και Diospolis Magna από τους Ρωμαίους). Τέλος «συνέγραψε ιστορίαν».
Όπως θα μπορούσε να λέει και το όνομά του, ο Ευρίων έχει όλα τα προσόντα
σε αφθονία. Και, ενώ ξέρουμε τόσα πολλά γι’ αυτόν, δεν ξέρουμε «το πιο τίμιο - την μορφή
του», την οποία ο Καβάφης αποκαλεί «απολλώνεια οπτασία».
Αν κάθε ποίημα είναι ένα «επιτύμβιο», όπως έλεγε ο Έλιοτ –Every
poem an epitaph- τότε ο «Ευρίωνος τάφος» είναι «πιο επιτύμβιο»,
γράφει ο Γ.Π. Σαββίδης (Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄ Ερμής 1987, σελ. 460), ο
οποίος κάνει λόγο για τα τρία «Tombeaux» του Μαλαρμέ και την Spoon
River Antology του Έντγκαρ Λη Μάστερς. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν έχει
καμία σημασία αν πρόκειται για πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο ούτε, αν
πράγματι, το ποίημα αναφέρεται σε πραγματικό τάφο. Ο Σαββίδης απαριθμεί τίτλους
με σχετικό θέμα, αρχής γενομένης από τα λιτά και σύντομα αρχαία Επιγράμματα,
αλλά και, στα νεότερα χρόνια, τα εκτεταμένα ποιήματα όπως είναι οι Τάφοι-Sepolcri
του Φόσκολου, το In Memoriam του Τέννυσον, τα Μνημόσυνα του
Βαλαωρίτη ή ο Τάφος του Παλαμά. Το θέμα το παρακολουθεί και στους
προ-ρομαντικούς, στους κλασικότροπους και στους νεότερους παρνασσιστές
και φτάνει στους νεοτεριστές ρομαντικούς και υπερρεαλιστές ποιητές.
Κατά τον Σαββίδη, ο Καβάφης κατατάσσεται στους γόνους του
γαλλικού Παρνασσισμού και από το 1886 έως το 1923 συνθέτει δώδεκα, λίγο πολύ,
επιτύμβια ποιήματα, στα οποία ανήκει και το «Ευρίωνος Τάφος». Πάντα σύμφωνα με
το Σαββίδη, ο Ευρίων θα μπορούσε να ήταν μαθητής του Λυσίου Γραμματικού (το
πρόσωπο δεν πρέπει να συγχέεται με τον ρήτορα Λυσία της Αθήνας). Επίσης, από
όλους αυτούς τους ανύπαρκτους θνητούς κανείς δεν παρουσιάζεται ως ποιητής
ή εραστής ποιητή· «εκτός από τον νεκρομάντη Καβάφη», στον οποίο, ο
Σαββίδης υποστηρίζει ότι «τούτα τα φάσματα οφείλουν την μόνη πραγματική τους
ύπαρξη και χάρτινη υστεροφημία». Με άλλα λόγια είναι πλάσματα της φαντασίας και
η ιδέα πίσω από τα πρόσωπα είναι που έχει σημασία.
Ο Δημηρούλης, επίσης,
διευκρινίζει ότι ο Ευρίων είναι φανταστικό πρόσωπο, ότι ο συηνίτης είναι πολύτιμος κοκκινωπός
λίθος από την Συήνη (Ασουάν) της Αιγύπτου και συμπληρώνουμε ότι, λόγω χρώματος
και για την ωραία του εμφάνιση, χρησιμοποιείται σε επιστρώσεις, όπως και στο
συγκεκριμένο ποίημα. Λέει ακόμα ότι οι Αλαβάρχες ήταν Εβραίοι
αξιωματούχοι, ο Αριστόκλειτος κι ο Πάριος είναι φανταστικά πρόσωπα, τα ιερά
γράμματα είναι εβραϊκά ιερά κείμενα ή, κατ’ άλλους, ιερή γραμματεία
της αρχαίας Αιγύπτου, οι Θήβες είναι Αρσινοΐτης νομός, τοπωνύμιο της
Αιγύπτου και τέλος το τίμιο είναι το πολύτιμο.
Ο Καβάφης, λοιπόν, συνθέτει ένα επιτάφιο ποίημα για έναν
ανύπαρκτο νέο άντρα 25 ετών στα 1914, δηλαδή στα 51 δικά του χρόνια, που είναι
τα διπλά συν ένα από του ήρωά του. Ο πολυτελής τάφος «περίτεχνον
μνημείον», η εξαιρετική του παιδεία και μόρφωση, η σημαντικότατη καταγωγή, ένα
κράμα μακεδονικής-ελληνικής, αιγυπτιακής και εβραϊκής, οι οποίες φέρουν πίσω
τους μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά, είναι στοιχεία που μας οδηγούν να τον
θεωρήσουμε εξαιρετικά εξαιρετικό. Να θυμίσουμε ότι και στους Αλεξανδρινούς
βασιλείς, οι Αλεξανδρινοί που «μαζεύτηκαν να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά/
τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέλφια», επευφημούσαν «ελληνικά, κι αιγυπτιακά
και ποιοι εβραίικα». Η βασίλισσα Κλεοπάτρα είναι «αίμα των Λαγιδών» –
μακεδονικής καταγωγής- Ελληνίδα δηλαδή, Αιγυπτία βεβαίως, με τους Εβραίους να
αποτελούν σημαντική πολιτισμική παρουσία στον τόπο.
Επομένως, ο Καβάφης επιμένει στο στοιχείο της καταγωγής,
ελληνική και αιγυπτιακή, στην παιδεία για την οποία προβάλλονται οι
Αλεξανδρινοί, όπως φαίνεται και στον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» και όχι
μόνο.
Και
ενώ γενικά στα ποιήματα του, υπάρχει πάντα σχεδόν περιγραφή κοσμημάτων
και ενδυμάτων στολισμένων με πολύτιμους λίθους («Βάρβαροι», «Καισαρίων» κ.ά),
εδώ, ο πολύτιμος λίθος εμφανίζεται βεβαίως, όμως όχι ως κόσμημα, αλλά ως πλάκα
στον τάφο που καλύπτει τον ήρωα, κοσμημένος ωστόσο και αυτός με μενεξέδες και
κρίνους, λουλούδια εφήμερα. Κι ενώ ξέρουμε τόσα πολλά για τον νεκρό, δεν
ξέρουμε τίποτα για τη μορφή του.
Ποια
είναι λοιπόν η μορφή του; Ποια θα μπορούσε να είναι;
Στην
περίπτωση του «Καισαρίωνα» ο Καβάφης λέει:
Α να, ήρθες συ με την αόριστη /γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,/κ' έτσι πιο ελεύθερα σ' έπλασα μες στον νου
μου/…/ Η τέχνη μου στο πρόσωπό
σου δίνει/μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά. /Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα…
Οι στίχοι αυτοί μας επιτρέπουν να πούμε πως η
μορφή του Ευρίωνος, όπως και του Καισαρίωνα, είναι κρυμμένη μέσα στα
συμφραζόμενα του ποιήματος, τα οποία μας επιτρέπουν, με τη σειρά τους, κάπως να
τη φανταστούμε. Πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα, ο ένας (όπως γνωρίζουμε και
από του «Αλεξανδρινούς βασιλείς»), σπουδαία καταγωγή και παιδεία, ο άλλος
ωστόσο, αγνοούμε «το πιο τίμιο — την μορφή του,/ που ήτανε σαν μια
απολλώνεια οπτασία».
Κι
εδώ θα σταθούμε σε δύο στοιχεία: στο τίμιο= πολύτιμο, το οποίο θέλοντας
και μη παραπέμπει στο ωραίο, όπως μπορεί κάποιος να εννοήσει το «ωραίο». Το
δεύτερο είναι η «απολλώνια οπτασία». Άρα, αν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τη
μορφή του Ευρίωνος θα την υποθέταμε σαν μορφή του Απόλλωνα. Ποιου Απόλλωνα;
Εκείνου του άγνωστου μοντέλου που χρησιμοποίησε ο καλλιτέχνης για να πλάσει τον
αρχαίο ανύπαρκτο θεό και το όνομά του χάθηκε αλλά σώθηκε στη μορφή του
ανύπαρκτου θεού; Θεού του φωτός, του χρησμού και της ποίησης; Πώς λοιπόν μπορεί
να φανταστεί κανείς τον προκείμενο νεκρό μέσα στο «περίτεχνον μνημείον»
του;
Αφήνω
ανοιχτό το ερώτημα και λέω μόνο πως ο Καβάφης στη νεότητά του έχει όλα τα
χαρακτηριστικά της, στα καθ’ ημάς, απολλώνειας ομορφιάς, όπως η φωτογραφία που
μνημονεύσαμε πιο πάνω.
Ο
Γιάννης Ρηγόπουλος γράφει στο «Εγκώμιο προσώπου»: «Επιτάφιον εγκώμιο αποτελεί
το ποίημα ‘‘Ευρίωνος τάφος’’. Η σύνθεση του ποιήματος δεν απέχει πολύ από όσα
συμβουλεύει ο Ερμογένης στα Προγυμνάσματα του», από τα οποία μεταφέρω εδώ σε
πρόχειρη μετάφραση (για τη διευκόλυνση του αναγνώστη ) τα εξωτερικά
χαρακτηριστικά του εγκωμίου ενός άντρα: ωραίος, σωματικά επιβλητικός, γρήγορος
και δυνατός. Στα χαρακτηριστικά της ψυχής, αναφέρονται: δίκαιος, σώφρων, σοφός,
ανδρείος… και κοντά σ’ αυτά πρέπει να εγκωμιάσεις τον βίο, φιλοσοφικό ή
ρητορικό ή στρατιωτικό και κυρίως τις πράξεις. Και ο Ρηγόπουλος παραθέτει
για αντιπαραβολή τα ποιήματα «Αριστόβουλος», «Ιγνατίου τάφος», «Για τον Άμμονη
που πέθανε 29 ετών, στα 610», «Από την Σχολή του περιωνύμου φιλοσόφου», «Επιτύμβιον
Αντιόχου βασιλέως Κομμαγηνής» κ.ά. (Ut Pictura, Poesis, σελ. 21
και 34).
Όμως, αγαπητέ αναγνώστη, όσο και να νομίζω πως
έχω βάλει το νερό στο αυλάκι, κάτι ακόμα με τριβελίζει και είναι αυτό που
κουδουνίζει με όλα τα τελικά -ν- των λέξεων του ποιήματος. Σαν οι λέξεις να
τονίζουν τον στόμφο που έχει η ματαιοδοξία, η ομορφιά, η παιδεία, τα έργα· όλα
τα καλύπτει ένας ωραίος κοκκινωπός λίθος που όσο κι αν είναι «περίτεχνος», μια
πλάκα τάφου είναι, εντέλει, που καλύπτει τα πάντα και χάνονται. Το μόνο που θα
μείνει είναι το ότι έγραψε ιστορία.
Κι εγώ ένας Ευρίων είμαι, έρχομαι από μακριά, η
ομορφιά των 25 χρόνων μου χάθηκε πια και τώρα ενθάδε κείμαι. Έγραψα όμως
ποιήματα, που αυτά τουλάχιστον θα μείνουν!
Ανθούλα Δανιήλ
Βιβλία από τα οποία άντλησα πληροφορίες
1. Δημήτρης Δημηρούλης, Κ. Π. Καβάφης ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΚΑΙ
ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ (Gutenberg 2015)
2. Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄ Ερμής 1987
3. Michael Haag, Αλεξάνδρεια, Η πόλη
της μνήμης, μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη, 2019
4. Δημήτρης Δασκαλόπουλος και Μαρία Στασινοπούλου,
Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, Εκδ. Μεταίχμιο 2013
5. Γιάννης Ρηγόπουλος, Ut Pictura, Poesis,
Το «εκφραστικό», Σύστημα της Ποίησης και της Ποιητικής του Κ. Καβάφη,
εκδ. Σμίλη 1991.
Λίγες ακόμα σύντομες πληροφορίες.
Εδώ και μήνες, είχα κατά
νου να δημοσιεύσω σταδιακά μία σειρά από μικρά Καβαφικά πορτραίτα γνωστών
παλαιότερων και νεότερων δημιουργών, λογίων, ποιητών, πεζογράφων, κριτικών,
σκηνοθετών κ.ά. του Καβαφικού έργου, επανασυνομιλώντας μαζί τους. Πρόσωπα ομοτέχνων
του γνωστά μας, που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά, να κουβεντιάσουν
μαζί του, να εκμαιεύσουν τις απόψεις του για άλλους ποιητές (βλέπε ενδεικτικά
το βιβλίο του Τίμου Μαλάνου, «Ο Καβάφης έλεγε», σε επιμέλεια Τάσου Κόρφη,
εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1986) να του ζητήσουν συνεργασία για τα περιοδικά που
εξέδιδαν και εν γένει, για την λογοτεχνική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της
ελληνικής αιγυπτιακής ακμαίας και δραστήριας κοινότητας. Τα άτομα αυτά-που τον
επισκέπτονταν- μας διασώζουν στις αναμνήσεις και τα γραπτά τους, πολλά από τα
προφορικά λεγόμενα, τις σκέψεις, τις απόψεις, τις ιδέες του Αλεξανδρινού
ποιητή. Γραπτά και άτακτα δημοσιεύματα, μνήμες λογίων αλεξανδρινών
δημοσιευμένες στα έντυπα της εποχής τους, τα βιβλία και την αλληλογραφία που
εξέδωσαν, τα οποία χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα, φιλοτέχνησαν την μορφή του, το
σπίτι που διέμενε, την περιοχή που κατοικούσε, τα Αλεξανδρινά σοκάκια και τα
στέκια που περιδιάβαινε, τα καφενεία που σύχναζε και αναπαύονταν και χαίρονταν
το σώμα και το πνεύμα του. Οι ανέκδοτες αυτές-μέχρι πριν λίγα χρόνια προσωπικές
μαρτυρίες-καταγράφηκαν από σύγχρονούς μας μελετητές και επιμελητές,
πανεπιστημιακούς καθηγητές και ερευνητές της ελληνικής λογοτεχνίας, αποδελτιώθηκαν,
ταξινομήθηκαν χρονολογικά, ελέγχθηκαν ιστορικά και συσχετίστηκαν φιλολογικά,
προσφέροντάς μας το ιστορικό, ερωτικό και κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο έζησε,
δραστηριοποιήθηκε, εκφράστηκε καλλιτεχνικά και συνέθεσε τα εξαιρετικά ποιήματά
του ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Πηγές πληροφοριών για το οικογενειακό
του περιβάλλον, τον ίδιο και τα ελάχιστα ταξίδια του, οι οποίες συμπλήρωσαν
εξονυχιστικά και λεπτομερειακά κάθε προσωπική και κοινωνική πτυχή του βίου του
όπως αυτή εικονογραφείται στο επίσημο διασωθέν ποιητικό του σώμα και στα άλλα
σκόρπια ανέκδοτα πεζά του. Ενός σημαντικού και μοντέρνου ποιητή της ελληνικής
διασποράς ο οποίος κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα των παγκοσμίως γνωστότερων
ελλήνων ποιητών διαχρονικά, στην καθόλου ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Ο
χάρτης των κειμένων, άρθρων, σχολίων, δοκιμίων και μελετών που έχουν γραφεί και
των βιβλίων που έχουν εκδοθεί για τον Αλεξανδρινό ποιητή, ενδέχεται ακόμα, να
μην έχει ερευνηθεί. Εξακολουθεί μέχρι των ημερών μας να συμπληρώνεται με νέα
στοιχεία και προσεγγίσεις, ερμηνευτικές εκδοχές, παρά την ογκώδη Βιβλιογραφία
του που έχει κυκλοφορήσει. Ενδέχεται ορισμένες φορές το υπερβολικό αυτό
ενδιαφέρον να είναι κάπως ετεροβαρές σε σχέση με τη νέα ανάγνωση των ποιημάτων
του από τους σύγχρονους αναγνώστες. Ίσως. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο προσέγγισής
μου και την σταδιακή ανάρτηση μικρών Καβαφικών πορτραίτων, (σε επόμενα
σημειώματα) είναι ευχάριστη και χρήσιμη η συνεργασία της φιλολόγου και κριτικού
Ανθούλας Δανιήλ, η οποία μου παραχώρησε (χωρίς να γνωρίζει τις Καβαφικές μου
προθέσεις) το παρόν καλογραμμένο και ουσιαστικό ανέκδοτο κείμενό της-ανάλυσή
της του Καβαφικού ποιήματος για το φανταστικό πρόσωπο του Ευρίωνος- για
δημοσίευση στην ιστοσελίδα μου, για το οποίο και την ευχαριστώ. Ένα κείμενο που
θέτει σύγχρονους προβληματισμούς και ερωτήματα εξετάζοντας την εσωτερική δομή
και τα στοιχεία κλειδιά που μας παράσχει το συγκεκριμένο Καβαφικό ποίημα με τους
δικούς του κώδικες το οποίο λάμπει και σπινθηρίζει από μία αινιγματική ομορφιά,
μία ανατολίτικη «παγιδευτική" των αισθήσεών μας φρεσκάδα, την οποία ατμόσφαιρά του όχι μόνο
δεν αλλοίωσε η Δανιήλ αλλά σεβάστηκε ως σύγχρονος «μυσταγωγός» του εκείνου μηνύματος.
Πρόσεξε βασιζόμενη στα εσωτερικά κλειδιά ερμηνείας του ποιήματος, λέξεις, εικόνες,
να συνομιλήσει με την σειρά της ισότιμα μαζί του, φωτίζοντας με σύγχρονη σκέψη,
πρόθεση και ερωτήματα το ποίημα και τον ίδιο τον δημιουργό του, προτείνοντάς τα
διπλά αναγνωστικά πεπραγμένα στον σημερινό αναγνώστη. Μας έδωσε μιά μοντέρνα
αντανάκλαση του Καβαφικού ποιητικού «περουζέ». Επισημαίνοντάς μας και τις έτερες
σύγχρονες βιβλιογραφικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις ατόμων που ασχολήθηκαν με
το Καβαφικό έργο και στάθηκαν αφορμή στην δική της ύφανση. Κάτω από αυτόν τον Καβαφικό
αστερισμό αρχίζω τα Καβαφικά μικρά πορτραίτα με το κείμενό της, ευελπιστώντας να
βρει το ανάλογο αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με την
χρονολογική κατάταξη των Καβαφικών ποιημάτων από τον καθηγητή και επιμελητή
Γιώργο Π. Σαββίδη, την χρονιά που δημοσιεύθηκε (1914) το ποίημα «Ευρίωνος
τάφος» δημοσιεύονται και τα ποιήματα «Λυσίου Γραμματικού Τάφος», «Πολυέλαιος»,
«Μακρυά». Βλέπε χρονολογικό ευρετήριο του πρώτου τόμου (1896-1918) των
Καβαφικών ποιημάτων σε φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, εκδόσεις Ίκαρος, ζ΄
ανατύπωση Μάρτιος 1977, σελίδα 44 και σελίδα 120 παράγραφος 44 των Σημειώσεών
του. Ένα ποίημα αγαπημένο στους λάτρεις της Καβαφικής ποίησης, το οποίο
ανακαλεί στην μνήμη κάτω από άλλες ερμηνευτικές θεωρήσεις και παραμέτρους το «ΙΑΣΗ
ΤΑΦΟΣ» και «ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ» που δημοσιεύτηκαν το 1917 και το 1918 αντίστοιχα. Με το
ποίημα, μεταξύ άλλων μελετητών έχει ασχοληθεί και ο Φώτης Χρονόπουλος, βλέπε το
βιβλίο του «Το Λεξικό του Καβάφη», Μύθοι, Πρόσωπα και Τόποι στο Έργο του
Αλεξανδρινού, εκδόσεις Περίπλους- Αθήνα 2006, σ.127-128, συμπληρώνοντας
εκτενέστερα την αποδελτιωτική συνοπτική εργασία του Κυριάκου Ντελόπουλου «Καβάφη
Ιστορικά και άλλα Πρόσωπα», εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο,
Αθήνα 1978. Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε την εξαιρετική δουλειά του Δημήτρη
Δημηρούλη την οποία μνημονεύει και χρησιμοποιεί ως μία από τις πηγές της και η
Ανθούλα Δανιήλ. Τον πολυσέλιδο, χρήσιμο και κατατοπιστικό τόμο, μία σύγχρονη
επιστημονική και ερευνητική προσέγγιση των Καβαφικών ποιημάτων. Βλέπε: Κ. Π.
ΚΑΒΑΦΗΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ.-
ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ: ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΑ.- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΠΕΖΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ-ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ. Επιμέλεια Έκδοσης με Εισαγωγή, Χρονολόγιο, Σχόλια,
Παράρτημα πρόσθετων κειμένων και Βιβλιογραφία ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα, Ιούνιος 2015, σελίδες 816, τιμή 35 ευρώ.
Την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΗΣ, ενώ το φωτογραφικό υλικό προέρχεται
«από την ευγενική παραχώρηση του αρχείου Καβάφη από το Ίδρυμα Ωνάση».
Δημοσιεύματα της Δρ.
Φιλολογίας και κριτικού Ανθούλας Δανιήλ, συναντά ο αναγνώστης και σε άλλες
ημερομηνίες της λογοτεχνικής ιστοσελίδας Λογοτεχνικά πάρεργα. Από τις εκδόσεις «ΝΙΚΑΣ» Αθήνα 2023
κυκλοφορεί το τελευταίο της βιβλίο: «ΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ».
Πειραιάς
12 Δεκεμβρίου 2023
γ.χ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου