Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

 

 

       Μνήμη Πατρός Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

          (Κέρκυρα 11/3/1940- 19/12/2019)

   Συμπληρώνεται στίς 19 Δεκεμβρίου 2023, τέσσερα χρόνια από την κοίμηση του πατέρα Γεωργίου Δ. Μεταλληνού. Η παρουσία και ο λόγος του, μα προπάντων το ορθόδοξο ήθος και  η φιλάνθρωπη δράση του, εξακολουθεί να παραμένει φάρος φωτεινός σε εκείνους που τον γνώρισαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί του, υπήρξαν φοιτητές του. Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός γεννήθηκε στο νησί των Φαιάκων. Ήταν φιλόμουσος και βαθύς γνώστης των αρχειακών πηγών της ελληνικής ιστορίας του μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού και παράδοσης. Πτυχιούχος της Θεολογίας (1958-1962) και Φιλολογίας (1964-1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα συγγραφικά και ερευνητικά του ενδιαφέροντά εστιάσθηκαν κυρίως στην αρχειακή έρευνα και την ιστορική τεκμηρίωση των θεμελίων του Νέου Ελληνισμού και της Ρωμαίικης Ορθόδοξης ταυτότητας. Συμμετείχε σε δεκάδες συμπόσια θεολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, και εκφώνησε δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα. Υπήρξε συνεργάτης του ραδιοφωνικού σταθμού της εκκλησίας της ελλάδος-έχοντας δική του εκπομπή-καθώς και άλλων σταθμών. Δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ενώ ορισμένες δημοσιεύσεις του συγκεντρώθηκαν και διαβάζουμε σε τίτλους βιβλίων του που κυκλοφόρησε μεταγενέστερα. Το 1971 εισήλθε στις τάξεις του κλήρου στη Γερμανία όπου βρίσκονταν για μεταπτυχιακές σπουδές. Έγινε διδάκτωρ Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφίας-Ιστορίας στο κρατίδιο της Κολωνίας στη Γερμανία. Από το 1984 διετέλεσε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών που δίδαξε Ιστορία και Πνευματικό Βίο κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, και Ιστορία και Θεολογία της Λατρείας στα νεότερα χρόνια. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής από 1/9/2004 έως 31/8/ 2007 οπότε και αφυπηρέτησε. Ανέπτυξε πλούσια και δραστήρια φιλανθρωπική και ποιμαντική δράση, ως ιερέας λειτουργούσε στον πανεπιστημιακό Ναό του Αγίου Αντύπα στο χώρο της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών στο Γουδί.

    Συνέγραψε όπως προαναφέραμε, εκατοντάδες μελέτες και δημοσίευσε πλήθος άρθρων θεολογικού και ιστορικού περιεχομένου. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε την συγγραφική του φωνή και ταυτότητα, στην «ομάδα» εκείνη των νεότερων ελλήνων ιστορικών, μελετητών και επιστημόνων ερευνητών του Νέου Ιστορικού Ελληνισμού του προηγούμενου αιώνα, που συγκαταλέγονται ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ο Νίκος Σβορώνος, ο Νεοκλής Σαρρής, ο Σαράντος Καργάκος, ο Δημήτριος Κιτσίκης κ.ά. Σημαντική υπήρξε επίσης και η συμβολή του στον χώρο της ορθόδοξης πατερικής εκκλησιαστικής παράδοσης. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του προκαλούσαν πάντοτε το ενδιαφέρον των ειδικών και του ελληνικού κοινού, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν πάντα ή διαφωνούσαν οι αναγνώστες και ακροατές του, συνομιλητές του, με τις ερμηνευτικές εκδοχές που πρότεινε σε θεολογικά και εκκλησιαστικά κυρίως ζητήματα, (διαπρύσιος ο λόγος του) στις ομιλίες και τα βιβλία του. Δημοσιεύματά του βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν νυμφευμένος με την πρεσβυτέρα και συγγραφέα Βαρβάρα Μεταλληνού. Ο πατέρας Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, έγραψε επίσης και προλόγους σε ιστορικά και θεολογικά μελετήματα. Οι τίτλοι των βιβλίων και ανατύπων του-και οι συμμετοχές του σε σύμμεικτες εργασίες- είναι εκατοντάδες, οι οποίοι εκδόθηκαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ας αναφέρουμε ενδεικτικούς: 

-«Διακήρυξις νέων Επιστημόνων», Αθήνα 1966. -«Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνική» Αθήνα 1977. -«Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα», Αθήνα 1983. -«Παράδοση και Αλλοτρίωση», εκδ. Δόμος 1986. -«Μικρά Ιστορικά», τεύχος Α΄, εκδ. Ρίζες 1988. -«Τουρκοκρατία», εκδ. Ακρίτας 1988. -«Θεολογικός Αγώνας» 1962-Ιστορία, εκδ. Παρουσία 1989. -«Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», εκδ. Αρμός 1989. -«Ενορία», εκδ. Αποστολικής Διακονίας 1990. -«Ένα ανέκδοτο γράμμα του Ανδρέα Ρηγόπουλου», Πάτρα 1990. -«Ανέκδοτη Ακολουθία του Κυρίλλου ΣΤ΄», Κοζάνη 1991. («Κυρίλλου ΣΤ΄ Λειτουργικά κείμενα» (Ανάτυπο). -«Ο Απόστολος Παύλος και η Κεφαλληνία», Θεσσαλονίκη 1992. -«Λόγος ως Αντίλογος», εκδ. Αρμός 1992. -«Ο Απόστολος Παύλος στην Κεφαλληνία», εκδ. Ι. Μ. Κεφαλληνίας 1993. -«Τα τελευταία κείμενα του Ντίνου Κονόμου», εκδ. Επτανησιακά Φύλλα 1992. - «Ορθοδοξία και Ελληνικότητα» Προσεγγίσεις στη Νεοελληνική Ταυτότητα. Β΄ έκδοση επαυξημένη, εκδ. Μήνυμα 1992. -«Ελληνισμός Μετέωρος», εκδ. Αποστολικής Διακονίας 1993. -«Σύγχυση Πρόσκληση Αφύπνιση», εκδ. Αρμός 1994. -«Ελληνισμός Μαχόμενος», εκδ. Τήνος 1995. -«Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας», εκδ. Αρμός 1996. -«Ξένη παρέμβαση στην ελληνική δικαιοσύνη» (ανάτυπο), 1997. -«Η ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» (ανάτυπο), 1997-1998. -«Ορθοδοξία και Κοινωνία», εκδ. Δήμος Ζωγράφου 1998. -«Η πατερική παράδοση στα αγωνιστικά έργα του Αθανάσιου Πάριου», (ανάτυπο), Πάρος 1998. -«Σχέσεις και Αντιθέσεις», εκδ. Ακρίτας 1998. -«Κρισολογία και Ποίηση» (ανάτυπο),1999. -«Όψεις της στάσεως του Μητροπολίτου Ζακύνθου», (ανάτυπο) Ζάκυνθος 1999. -«Ιχνηλασία Πνευματικής Σχοινοβασίας», εκδ. Τέρτιος 1999. -«Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;» Απάντηση στη Νεοπαγανιστική Πρόκληση, εκδ. Αρμός 2003. -«Συναντήσεις», εκδ. Αρμός 2005. - Προλεγόμενα-Επιστημονική Επιμέλεια: π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός: Αγίου Αθανασίου του Παρίου «Αλεξίκακο Φάρμακο ή πνευματικό εγχειρίδιο», Και η επιστολή στον Κοραή περί νηστείας, εκδ. Γρηγόρη 2016, και πολλοί άλλοι.

     Η παρούσα εισήγησή του που ακολουθεί, αναφέρεται στα Ελληνικά Δημοτικά μας Τραγούδια, εξετασμένα φυσικά από την πλευρά και την σκοπιά της ορθόδοξης χριστιανικής οπτικής και ιστορικής παράδοσης. Αποτελεί ένα από τα 15 κεφάλαια του σπονδυλωτού μελετήματός του «Ο Λαός του Θεού» Ιστορικά και Θεολογικά του Ρωμαίικου Ελληνισμού, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2015. Ενδιαφέρουσα εισήγηση, μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης χριστιανικής προβληματικής και παράδοσης όπου οφείλουμε να την διαβάσουμε. Ο συσχετισμός του Δημοτικού λόγου με την Εκκλησιαστική Υμνογραφία, αποτελεί ένα ενδιαφέρον θέμα που άπτεται τόσο του καθαρού πεδίου της Λαογραφίας όσο και του ιστορικού χώρου της εκκλησιαστικής λειτουργικής. Οι πηγές που αναφέρει και παραπέμπει ο πρωτοπρεσβύτερος και κυρός καθηγητής πανεπιστημίου Γεώργιος Δ. Μεταλληνός είναι από συγκεκριμένα συγγενικά επιστημονικά πεδία, και δηλώνουν τα ευρύτερα ενδιαφέροντά του και γνώσεις του και την σταθερή του αγάπη για την Ρωμιοσύνη, την ελληνική Ρωμέϊκη ταυτότητα και παράδοση. Έχαιρε εκτίμησης και από μη εκκλησιαστικούς χώρους εντός και εκτός ελλάδας.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

           Θεωρώ ειλικρινά, ευλογία ότι συμμετέχω σε μιάν εκδήλωση, που τιμά τον διδάσκαλό μου στην Φιλοσοφική μας Σχολή και διακεκριμένο Λαογράφο, αείμνηστο καθηγητή Γεώργιο Σπυριδάκη. Στα χρέη του ευγνώμονος μαθητού στον διηνεκώς σεβαστό Διδάσκαλο περιλαμβάνεται και η αγάπη, που μου ενέπνευσε για τον χώρο της Λαογραφίας, η οποία συνδέεται τόσο στενά και με το χώρο της δικής μου επιστημονικής ενασχόλησης (Ιστορία και Επιστήμη της Λατρείας), κάτι που συνιστά σήμερα επιστημονική βεβαιότητα και γι’ αυτό ασφαλή προϋπόθεση για την περαιτέρω συνδιερεύνηση και των δύο χώρων. Μικρή προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή συνιστά και η παρούσα Εισήγηση.

Α. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

     Η Ορθόδοξη Θεολογία στην αυθεντική, αγιογραφική δηλαδή και πατερική, έκφρασή της, αλλά και σ’ όλες της τις εκφάνσεις, είναι λειτουργία εκκλησιαστική. Ανήκει στο εκκλησιαστικό σώμα, τον Λαό του Θεού, τον οποίο διακονεί και για τον οποίο και αυτή υπάρχει.(1). Το Δημοτικό Τραγούδι, εξ άλλου, είναι «από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Λαού» και αποτελεί «την πιό αυθεντική έκφραση της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας», κατά τον επίσης εκλεκτό συνάδελφο, Καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένο.(2). Αν η Θεολογία μας ενσαρκώνει και εκφράζει τον κόσμο της Ορθοδοξίας και την παράδοσή της, το Δημοτικό Τραγούδι «αντιπροσωπεύει-και αυτό-έναν ολόκληρο κόσμο, τον κόσμο του παραδοσιακού μας πολιτισμού και η προσέγγισή του απαιτεί εμβάθυνση στις δομές και αξίες της αντίστοιχης κοινωνίας»(3). Σ’ αυτό δε ακριβώς είναι που συναντώνται και αλληλοπεριχωρούνται τα δύο αυτά μεγέθη.

1., Η αναζήτηση μιάς στενότερης αντιστοιχίας Θεολογίας και Δημοτικού Τραγουδιού οδηγεί στην εκκλησιαστική Υμνογραφία, όπου διακριβώνονται μεταξύ τους σημαντικές παραλληλότητες. Η Υ μ ν ο γ ρ α φ ί α συνιστά την καρδιά της εκκλησιαστικής Λατρείας και την αξιολογότερη ποιητική δημιουργία του Βυζαντίου, κατά τον αείμνηστο Διδάσκαλό μας Νικόλαο Τωμαδάκη.(4). Έχει μάλιστα αναδειχθεί στο προσφορότερο μέσο για την συνεχή μυσταγωγία του Λαού μας, που ακούοντας ή και  μετέχοντας στην ψαλμωδία των Ύμνων βιώνει και ομολογεί την Πίστη του, «Λόγω πλέκων εκ λόγων μελωδίαν» (5). Μέσω των Ύμνων η πατερική θεολογική δημιουργία διοχετεύεται στη Λατρεία και γίνεται καθημερινό «άκουσμα και λάλημα» του εκκλησιαστικού σώματος και συνάμα μήτρα διαμόρφωσης του λαϊκού φρονήματος. (6), Αλλά και το Δημοτικό Τραγούδι είναι το φυσικότερο εκφραστικό μέσο για την εξωτερίκευση των μύχιων σκέψεων και αντιλήψεων της λαϊκής ψυχής, σε όλη την έκταση και το πλήρωμά της. Και τα δύο, λοιπόν, λειτουργούν με κέντρο την καρδιά του Λαού μας, συμβάλλοντας στην κάθαρση των παθημάτων του. Ο Ύμνος καθιστά την παράδοση κοινό κτήμα, κινητοποιώντας τον πόθο για σωτηρία. Το Δημοτικό Τραγούδι κοινωνικοποιεί το προσφερόμενο από αυτό μήνυμα, διαμορφώνοντας την κοινωνική ιδεολογία του λαϊκού χώρου.

     2., Κοινή είναι και στα δύο η έκφραση της ψυχής του Λαού μας. Ο Λαός, ως συλλογικός φορέας ψυχισμού, συνδέει και τα δύο, διότι και τα δύο προϋποθέτουν το κοινωνικό σώμα, που εκκλησιαστικά είναι «ο λαός του Θεού» και «εν Χριστώ κοινωνία», χωρίς ταξικές ή όποιες άλλες διακρίσεις. Αλλά και λαογραφικά ο λαός «ως περιεκτική έννοια… υποδηλώνει όλες τις κοινωνικές τάξεις, υπονοώντας την ευρύτερη έννοια του ελληνικού έθνους, χωρίς διάκριση μορφωμένων και αμόρφωτων».(7). Ύμνος και Δημοτικό τραγούδι είναι αστασίαστα συστατικά της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης και επιλέγουν συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Ο Λαός μας, «αν και δεν είχε στενή επαφή με την πλούσια ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, εν τούτοις αναπλήρωνε τα σχετικά κενά με την ανελλιπή παρακολούθηση όλων των εκκλησιαστικών τελετών και με την ζωντανή εκκλησιαστική πρακτική του»(8). Ο ίδιος λαός όμως ψάλλει τους ύμνους, κυρίως στη λειτουργική σύναξη, αλλά και τραγουδάει τα τραγούδια του έξω απ’ αυτόν, μιά ομάδα από τα οποία, τα Θρησκευτικά, είναι η συνέχεια των Ύμνων έξω από την Εκκλησία. Ύμνος και Δημοτικό Τραγούδι, στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, σφραγίζουν τις δύο φάσεις του ελληνικού πανηγυριού’ ο Ύμνος ενοποιεί τις καρδιές των πιστών στην προς τον κοινό Πατέρα δοξολογική και ευχαριστιακή αναφορά τους, το Δημοτικό Τραγούδι ενοποιεί τις ψυχές και χαλυβδώνει το φρόνημα στην αδελφική προέκταση της εκκλησιαστικής πανήγυρης, στη «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία».

     3., Λειτουργικός Ύμνος και Δημοτικό Τραγούδι συναντώνται και στον τρόπο δημιουργίας τους. Και των δύο δημιουργός είναι ένας, πού μέσω αυτών εκφράζει την εμπειρία του, αγιοπνευματική στον Ύμνο, βιοτική στο Τραγούδι, και βρίσκουν ανταπόκριση στην ψυχή των άλλων μελών της Σύναξης ή Κοινότητας, που μέσω αυτών εκφράζουν και τα δικά τους συναισθήματα και αγωνίες. Και στις δύο περιπτώσεις το ατομικό γίνεται ομαδικό-συλλογικό. Ο Ύμνος ξεκινά από κάποιο επώνυμο μέλος του κυριακού σώματος, αλλά γίνεται καθημερινό τραγούδι της εν Χριστώ κοινωνίας. Από το σημείο αυτό η αναφορά στον δημιουργό ενδιαφέρει μόνο την επιστημονική έρευνα. Αλλά και το Δημοτικό Τραγούδι «από τη στιγμή, που θα βγη από την καρδιά του πρώτου δημιουργού του, γίνεται κοινό αγαθό, στην διάθεση των πολλών».(9). Στην πράξη και στις δύο περιπτώσεις, λησμονείται ο προσωπικός ποιητής και το Τραγούδι ή ο Ύμνος καθίσταται απρόσωπο, ανώνυμο, και υπ’ αυτή την προϋπόθεση γίνεται εκκλησιαστικό ή δημοτικό, κτήμα δηλαδή της κοινότητας και εκκλησίας (της σύναξης). Υπάρχει, άλλωστε, ένας κοινός νόμος, που διέπει το Δημοτικό Τραγούδι. Κατά τον καθηγητή Γ. Κοντογιώργη, «πρέπει τα μηνύματά του να έχουν ιδεολογικό περιεχόμενο, ανάλογα μ’ εκείνο, που οι ατομικοί ή οι συλλογικοί φορείς των κοινωνικών γεγονότων επιζητούν, για να εκφρασθούν ή να μεταδοθούν».(10). Κάτι ανάλογο ισχύει και στον εκκλησιαστικό Ύμνο ή τους Παρακλητικούς Κανόνες της Παναγίας, καθημερινή προσευχή των Ορθοδόξων πιστών και όχι μόνο της Ελλάδος.

     4., Η διάκριση εκκλησιαστικής και θρησκευτικής Τέχνης στο χώρο της Υμνογραφίας είναι επίσης ανάλογη με την διάκριση δ η μ ο τ ι κ ή ς και λ ό γ ι α ς δημιουργίας στον χώρο του Δημοτικού Τραγουδιού. (11). Η εκκλησιαστική Τέχνη εκφράζει το σωτηριολογικό γεγονός, όχι όπως το κατανοεί και το βιώνει το θρησκεύον άτομο, αλλά όπως αυτό ιστορικά συνέβη. Η πίστη, ως αγιοπνευματική εμπειρία των θεουμένων, των Αγίων, προηγείται και προσφέρεται με τον Ύμνο στο εκκλησιαστικό σώμα. Στη λειτουργική σύναξη ο εκκλησιαστικός καλλιτέχνης μένει στην ανωνυμία, ακόμη και όταν είναι γνωστός. Ο Υμνογράφος δεν εργάζεται για την προσωπική προβολή και καταξίωσή του, δεν προσδοκά δάφνες και διακρίσεις, την «δόξαν των ανθρώπων» (Ιωάννης 12,43). Δημιουργεί για την εκκλησία, την λειτουργική σύναξη, και δεν υποκαθιστά το σώμα ή αίρεται πάνω από αυτό.

     Αντίθετα η θρησκευτική, όπως και η λόγια Τέχνη, είναι έκφραση ατομικών συναισθημάτων, ατομική δημιουργία, και το δημιούργημα εκφράζει τον δημιουργό του, μένοντας συνδεδεμένο με αυτόν. Το σωτηριολογικό γεγονός, ως προς το ποίημα- πού δεν είναι λειτουργικός ύμνος- εκφράζει μόνο το θρησκεύον υποκείμενο, διατυπώνοντας συναισθήματα ατομικά μπροστά στη θεία παρουσία. Και αυτό ισχύει για όλη τη θρησκευτική ποίησή μας. Η ίδια διαφορά ισχύει και μεταξύ δημοτικής και λόγιας Ποίησης. Η δεύτερη είναι και παραμένει ατομική, συνδεδεμένη αδιάσπαστα με τον δημιουργό της. Το δημοτικό όμως τραγούδι, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αποσυνδέεται από τον δημιουργό του και εκφράζει τη συλλογική λαϊκή συνείδηση.

     5., Ύμνος και Δημοτικό Τραγούδι λειτουργούν στο κοινωνικό πλαίσιο με ανάλογο τρόπο. Ενοποιώντας τις συνειδήσεις, αναδεικνύονται σε π α ρ ά γ ο ν τ ε ς ε ν ό τ η τ α ς του λαϊκού σώματος. Διαμορφώνουν όμως με τον τρόπο αυτό το λαϊκό φρόνημα, διαποτίζοντάς το, αναπτύσσοντας κοινωνική δυναμική. Μέσω της ποίησης των Ύμνων η λατρεία της Εκκλησίας γίνεται το ασίγαστο στόμα της, αδιάκοπη μαρτυρία και ομολογία του πληρώματος, που αναβαπτίζεται καθημερινά, ψάλλοντας το γεγονός της σωτηρίας, όπως τούτο πραγματώθηκε «εφ’ άπαξ» από τον Ιησού Χριστό και βιώνεται εν αγίω Πνεύματι από τους Αγίους, τις αδιάψευστες επιβεβαιώσεις της αλήθειας του. Μέσω των Ύμνων διασφαλίζεται η συνέχεια και διαχρονική ενότητα της Εκκλησίας. Πόσοι άραγε γνωρίζουν, ότι, όπως μαρτυρεί ο Μέγας Βασίλειος, ο γνωστότατος ύμνος «Φώς ιλαρόν» (η «επιλύχνιος ευχαριστία») (12), εποιήθη από τον ιερομάρτυρα Αθηνογένη τον β΄ αιώνα και έκτοτε ψάλλεται από  τον λαό μας στην ακολουθία του Εσπερινού κάθε μέρα; Η ενότητα, εξ άλλου, του  λαϊκού σώματος οικοδομείται και με το Δημοτικό Τραγούδι, όταν βέβαια αυτό δεν λειτουργεί ως απλή φολκλορική «ατραξιόν» των τουριστικών εκδηλώσεων των Δήμων, αλλά ως ανάγκη και δυνατότητα αυτοέκφρασης. Σ’ αυτή την περίπτωση «εις τα Δημοτικά Τραγούδια… κατοπτρίζεται η εθνική ψυχή εις όλας τάς εκδηλώσεις». (13).

     6., Ορθόδοξος Ύμνος και Δημοτικό Τραγούδι συνδέονται εξ άλλου και με το μ ο υ σ ι κ ό  τ ο υ ς ένδυμα, ενωμένο αδιαίρετα και αναπόσπαστα με τον ποιητικό λόγο και στις δύο περιπτώσεις. «Αν η υμνογραφία είναι το ασίγαστο στόμα και η φωνή του εκκλησιαστικού σώματος, η μελωδία, η λεγόμενη «Βυζαντινή Μουσική», είναι το αδιαφιλονίκητο και αχώριστο ένδυμά της. Υπάρχει για τον λόγο, για να τον καθιστά εύληπτο, και δεν μπορεί κανονικά να υπάρξει χωρίς αυτόν, ως αυτόνομη τέχνη»(14). Όπως όμως ο Ύμνος, έτσι και το Δημοτικό Τραγούδι, συνδέεται από την γένεσή του με τη δική του μελωδία, σε σημείο, πού η αντικατάστασή της με κάποια άλλη, για λόγους εκσυγχρονιστικής ωραιοποιήσεώς της, να καθιστά τον λόγο αγνώριστο.(15).

     Εξ άλλου, και μουσικολογικά, υπάρχει μεταξύ τους συγγένεια και σχέση. Το σύστημα των Ήχων της μουσικής του ορθόδοξου Ύμνου είναι ευδιάκριτο σε μεγάλο βαθμό και στη μουσική του Δημοτικού Τραγουδιού. Και στα δύο είδη σώζεται η παραδοσιακή εθνική ελληνική μουσική, όπως μεγάλοι μουσικολόγοι έχουν αποδεχθεί και αποδείξει. Υπάρχει όμως και μία ακόμη αξιοσημείωτη συγγένεια. Ορθά επισημάνθηκε από τον αείμνηστο Δ. Πετρόπουλο, ότι «από τον πρώτο δημιουργό, τον λαϊκό τραγουδιστή, τα λόγια του καθ’ αυτό τραγουδιού βγήκαν μαζί με τη μελωδία τους, τον ‘ήχο’ τους, και είναι αφύσικος και αυθαίρετος ο χωρισμός του κειμένου από τη μουσική»(16). Αλλά και στον Ύμνο, λόγος και μελωδία δημιουργούνται μαζί. Άμα λόγος, άμα μελωδία. Συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρούνται, ως δημιουργία του ίδιου ανθρώπου, του μελωδού. Μετά τον 9ο αιώνα εμφανίζονται οι μεταμελωδικοί υμνογράφοι, οι ποιητές δηλαδή, πού δανείζονται καθιερωμένα μουσικά πρότυπα, χωρίς έτσι να απομακρύνονται από τα παραδοσιακά ακούσματα. Με βάση όλα αυτά μπορεί να λεχθεί, ότι Ύμνος και Δημοτικό Τραγούδι ανήκουν στα θεμελιακά συστατικά του ελληνορθόδοξου- ρωμαίικου πολιτισμού μας.(17).

Β. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

      Υπάρχει όμως και εσωτερική σχέση ανάμεσα στο Δημοτικό Τραγούδι και την ορθόδοξη Θεολογία. Το γενικευμένο θρησκευτικό στοιχείο υπερβαίνεται, με την πρόσληψη από το Δημοτικό Τραγούδι βασικών συστατικών της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης και όχι μόνο στα λεγόμενα θρησκευτικά τραγούδια. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η νοηματική μεταλλαγή των αρχαιοελληνικών επιβιωμάτων (18), με την επίδραση  της εκκλησιαστικής Λατρείας. Θα επισημανθούν κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

     α) Η αρχαιοελληνική θ ε ο κ ε ν τ ρ ι κ ό τ η τ α συγκεκριμενοποιείται στα τραγούδια ως χ ρ ι σ τ ο κ ε ν τ ρ ι κ ό τ η τ α, με την «εν Χριστώ» και «διά Χριστού» αναφορά στον Θεό. Οι αναφωνήσεις «Χριστέ μου» (19) ή «Χριστέ και Παναγιά μου»(20), είναι συνηθέστατες, όπως και η επίκληση της «αγίας Τριάδος» (21). «Αφέντης» του Λαού, δηλαδή «Κύριός» του, είναι ο Ιησούς Χριστός (22).

     β) Η χριστοκεντρικότητα όμως βιώνεται μέσα στην Εκκλησία, στα όρια του Κυπριακού σώματος. Οι Άγιοι της Εκκλησίας έχουν κεντρική θέση στη λαϊκή συνείδηση, με πρώτη την Παναγία: «Νάν’ η ώρα η καλή/ κι ώρα του Χριστού/ και της Παναγίας/  κι ούλων των Αγίων…»(23), εύχεται ο Λαός μας. Στο επίκεντρο, εξ άλλου, του λαϊκού βίου βρίσκονται εκκλησίες και μοναστήρια (24), παπάδες, ψάλτες, διάκοι, καλόγεροι, παπαδάκια, κανονάρχες. Η αλειτούργητη εκκλησία νοείται σαν νέκρωσή της («σαν εκκλησία αλειτούργητη, σα νεραντζιά κομμένη») (25). Οι μονές, ιδιαίτερα, είναι χώροι πνευματικής ανακαίνισης του πιστού: «Εσύ, παιδί μ’, το κρίμα σου συγχώριο δεν θα έχει/ μόνο να πάς στην ερημιά/ να πάς σε μοναστήρι/ και να νηστεύης πάντα σου και προσευχή να κάνης» (26). Η κόρη, που πάει σε μοναστήρι, «πάει να γίνη καλογριά, ν’ αγιάση η ψυχή της» (27). Αυτή όμως είναι η αγιοπατερική θεολογική κατανόηση του μοναστηριού, στην ιστορική μας διάρκεια.

     γ) Έ κ δ η λ η  ε ί ν α ι  η μ ε τ ά π λ α σ η  τ η ς  γ λ ώ σ σ α ς, οφειλόμενη σε βυζαντινές κυρίως καταβολές (28), διαιωνιζόμενες μεν σε «κακότεχνα» έστω, καλογηρικά συνθέματα (Στ. Κυριακίδης), πού τεκμηριώνουν όμως τη διείσδυση στον λαϊκό βίο ακουσμάτων της Λατρείας και της θεολογικής γλώσσας της. Στα τραγούδια αυτά αναπαράγονται αγιογραφικές διηγήσεις ή διασκευάζονται αγιολογικά κείμενα, (29) με μεγάλη, μάλιστα, γλωσσική ακρίβεια, όπως λ.χ. στον «θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής»(30).

     Οι χαρακτηρισμοί των ιερών προσώπων μεταφέρονται με ακρίβεια ή και αυτούσιοι από τους ύμνους της Λατρείας. «Θεού παιδί» (= «Θεού Υιός») είναι ο Ιησούς Χριστός, αλλά και «βασιλεύς των ουρανών» και «ποιητής των όλων». (31). Η Παναγία καλείται Δέσποινα, κυρά (κυρία), κυρά του κόσμου (32), αλλά και «μεσίτρια»(33), όπως και στην Υμνογραφία. Η ελπίδα του Λαού στηρίζεται στον Χριστό και στην «Παναγία Παρθένο» (πρβλ. «την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι», του Αποδείπνου) (34. Κατ’ απομίμηση των Αποδείπνων, εξ άλλου, σώζονται λαϊκές ποιητικές προσευχές προς την Παναγία και τον «φύλακα Άγγελον», μέρος μιας λαϊκής κατήχησης των παιδιών, που μεταδίδει βασικά στοιχεία της ορθόδοξης Πίστης (35). Εντυπωσιακή, στη συνάφεια αυτή, είναι η χρήση του ρήματος «προφθάνω» (στην προστακτική: «πρόφθασον»), ως αίτηση της θείας βοήθειας: π.χ. «Άϊ Γιώργη μ’ πρόφτα»- «Άϊ Γιώργ’ς ευθύς επρόφτασεν»

     δ) Στην θεολογικοεκκλησιαστική επίδραση οφείλεται η διατήρηση και στα τραγούδια του λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ο ύ  χ ρ ό ν ο υ (36), με τη χρήση στα σωτηριολογικά γεγονότα του χρονικού επιρρήματος σ ή μ ε ρ ο ν και ενεστωτικών εκφράσεων. Π.χ. Σήμερον «γεννάται» ο Χριστός, ή «έρχεται», «βαπτίζεται», κλπ. (37),  Έτσι επιτυγχάνεται η παροντοποίηση των σωτηριολογικών γεγονότων για την ανάμνησή τους, που ορθόδοξα νοείται ως μετοχή μέσα στο διαρκές παρόν της σωτηρίας (38).

     ε) Το Δημοτικό Τραγούδι λειτουργεί, επίσης, «ως μέσον παιδείας διά τον πολύν λαόν», κατά τον Γ. Σπυριδάκη (39). Το εν Χριστώ ήθος μεταλαμπαδεύεται σ’ αυτό με ακρίβεια, όπως λ.χ. στο ακόλουθο «Τραγούδι του Γάμου». (40)

«…Ν’ αγαπάς και τσι γειτόνους/ να σου γράφ’ ο Θεός χρόνους.

Ν’ αγαπάς την Εκκλησία/ να μισής την αμαρτία.

Να ‘χης ελεημοσύνη/ κι από το Θεό ειρήνη.

Ν’ αγαπάς τσί εορτάδες, / να νηστεύης τσί Τετράδες.

Και τσί Παρασκευές, να ζήσης, / νήστευγε, μη λησμονήσης.

Κι’ εις την Εκκλησία να πηαίνης, / πάντα να μεταλαβαίνης…

Μά και σύ, γαμπρέ, να ζήσης,/ νήστευγε, μη λησμονήσης.

Είς την Εκκλησίαν να πηαίνης, / πάντα να μεταλαβαίνης.

Ν’ αγαπάς τη σύζυγό σου, / να ‘ναι ο Κύριος βοηθός σου!».

     Συχνή είναι επίσης η προτροπή για μετοχή στα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας. Ορθόδοξη πνευματικότητα αποπνέει και η κατακλείδα των εορταστικών αγυρτικών τραγουδιών, που αποκαλύπτει, μάλιστα, την μεταγενέστερη εκκοσμικευμένη παραποίησή της: Ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε/ στην εκκλησιά να τρέξετε, μ’ όλη την προθυμίαν/ να ακούσετε την Γέννηση, Χριστού μας την αγίαν. (41).

      στ) Εκκλησιοκεντρική είναι και η άσκηση κοινωνικής κριτικής, τα βέλη της οποίας δεν αποφεύγει και ο ανάξιος Παπάς (42), πού όταν χάσει τον σεβασμό του ποιμνίου, γίνεται «σκυλόπαπας»(43). Με τον τρόπο αυτό το Δημοτικό Τραγούδι αναδεικνύεται σε επίσημο εκφραστή της λαϊκής επιδοκιμασίας ή του ελέγχου των μελών του κοινωνικού σώματος για τη χειραγώγηση της συλλογικής ηθικής. Αντίθετα, αγαπητική είναι η στάση απέναντι στον άξιο Παπά: «Παπά, σε κλαίν οι εκκλησίες, σε κλαίν τα μοναστήρια. Σε κλαίει κι Αγία Τράπεζα μ’ όλα τα άγια μυστήρια. Παπά μου, δούλε του Θεού, και της Κυράς της Παναγιάς και αφέντη ολωνών μας, ποιός την καμπάνα θα βαρή, το πετραχήλι θα φορή;» (44).

     Ακόμη και οι παρωδίες σκωπτικής φύσεως, πού απαντούν και ως παιδικά τραγούδια, τεκμηριώνουν την εξοικείωση του Λαού με την λατρειακή γλώσσα (π.χ. «Παναγία Τριάς-πότι θα φάμι κριάς…». Τώ αγαγόντι/ μου έπεσε το δόντι», κ.τ.ό. Γενικά στη ζωή και γλώσσα του λαού μας, λείπει η ευσεβοφάνεια του δυτικού χριστιανισμού και η προσποιητή σοβαρότητα.

      ζ) Ακόμη και ο θάνατος και η μεταθανάτια ζωή, παρόλες τις αρχαιοελληνικές επιβιώσεις, τελικά εκφράζονται με την γλώσσα της Θεολογίας μας. Η διήγηση της Κρίσεως (Ματθ. 25,21 επ.) και η «Εξόδιος Ακολουθία» είναι στο υπόβαθρο πολλών δημοτικών ασμάτων.

     Τα τραγούδια ανταποκρίνονται πλήρως στις αντίστοιχες και- -νοδιαθηκικές διηγήσεις και στη λειτουργική γλώσσα η χρησιμοποιούμενη φρασεολογία («το φώς της βασιλείας», «το φοβερό κριτήρι», «στον ποταμό το πύρινο», κ.τ.ό. (45)).

     η) Ιδιαίτερα, επίσης, θερμαίνεται η ευαισθησία της λαϊκής ψυχής απέναντι στην ξ ε ν ι τ ε ι ά και τον ξ έ ν ο ή ξ ε ν ι τ ε μ έ ν ο. Η αρχαία ελληνική στάση, που κορυφώνεται στον «Ξένιο Δία», ανανεώνεται μέσα από τους σχετικούς λόγους του Χριστού στη διήγηση της Κρίσεως («ξένος ήμην και ή: και ού) συνηγάγετέ με, (Ματθαίος 25,43) σε ένα πλούσιο γένος της Δημοτικής Ποίησης, «Τραγούδια της ξενιτειάς» (46).

     θ) Δεν απουσιάζει, τέλος, η θεώρηση του Γένους-Έθνους και των παραμέτρων του, μέσα από τη ρωμαίικη ελληνορθόδοξη πατερική πρακτική. Η χρησιμοποιούμενη ορολογία ενσαρκώνει την αλληλοπεριχώρηση Ορθοδοξίας και Εθνικής Ταυτότητας. Αυτό εκφράζεται με τον όρο: ρ ω μ α ί ο ς –ρ ω μ η ό ς, που απαντά συχνότατα (47), όπως και ο όρος Ρ ω μ α ν ί α (48), το αυθεντικό όνομα της «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας από τον 4ο αιώνα (49), πρίν επιβληθεί από Φράγκους συγγραφείς ο όρος «Βυζάντιο» (1562-Ιερώνυμος Βόλφ). Στο έπος του «Δασκαλογιάννη» (Κρήτη) δεκάδες φορές απαντά (για πρώτη φορά ιστορικά) και ο όρος Ρ ω μ η ο σ ύ ν η (50). Ρωμάκια, ρωμηόπουλα (51) και ε λ λ η ν ό π ο υ λ α συνυπάρχουν στα τραγούδια μας, όπως και οι Ρ ω μ η ο ί με τους Έ λ λ η ν ε ς, σε σχέση ταυτοσημίας. Τά δύο εχθρικά κατέναντι, μετά το 1204 και το 1453, γέννησαν την αντίστοιχη ορολογία, που αναδύεται και στο ιστορικό Δημοτικό μας τραγούδι.

      Συχνή είναι και η φραστική και ιδεολογική αντιπαράθεση: Τούρκοι- Ρωμηοί (52), όπως και Φράγκοι (53)- Ρωμηοί (54). Η πίστη, εξ άλλου, διαφοροποιεί και στα Τραγούδια τον Έλληνα- Ρωμηό (δηλαδή ορθόδοξο) και από τους Εβραίους (Οβριούς) (55). Δηλώνεται επίσης, η δυναμική της θρησκευτικής διαφορότητας, που υπερνικά το συναίσθημα, αποτρέποντας τους μεικτούς γάμους (56). Γενικά, το κλίμα, στο οποίο ευδοκιμεί το Δημοτικό Τραγούδι, είναι κυρίως ο ιστορικοπνευματικός χώρος της Ελληνορθοδοξίας.

     Μέσα από αυτή την προοπτική βλέπει ο επαγγελματίας Θεολόγος το Δημοτικό μας Τραγούδι. Η παραπάνω προσέγγιση οδηγεί στις ακόλουθες επακριβώσεις: Η εκκλησιαστική Υμνογραφία και τα δημοτικά μας Τραγούδια συνιστούν αδιάψευστη μαρτυρία της ενότητας του πολιτισμού μας. Ο πανθομολογούμενος σήμερα κλονισμός των ισορροπιών της ιστορικής μας συνέχειας δεν είναι άσχετος, κατά τη δική μας εκτίμηση, και με την αλλαγή της σχέσης μας με τον θησαυρό της λαϊκής μας παράδοσης, που από βιωματικός και εμπειρικός κατάντησε, στην καλύτερη περίπτωση, φολκλορικός… Και αυτό ισχύει για όλο το φάσμα του εθνικού μας βίου και τα εκφραστικά του μέσα, όπως ο Ύμνος και το Δημοτικό Τραγούδι. Υπάρχει όμως το λαϊκό «λείμμα», που διασώζει τη σχέση του μαζί τους, λειτουργώντας αναγεννητικά ως «ζύμη όλου του εθνικού φυράματος» (Γαλ. 5,9)*

1., Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Θεολογική Παιδεία και Εκκλησιαστική Αγωγή», στον Τόμο: Η προσωπικότητα και η Θεολογία του Μ. Φωτίου, Επίσημοι Λόγοι εκφωνηθέντες επί τη Ιερά Μνήμη του κατά τα έτη 1970-2010, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2011, σ. 431-448. Κωνσταντίνου Ε. Παπαπέτρου, Η ουσία της Θεολογίας, Αθήναι χ.χρ.

2., Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Δημοτικό Τραγούδι-Μιά διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα (Αρσενίδης) 1990, σ.16-17.

3., Μ.Γ. Βαρβούνης, Η διδασκαλία του Δημοτικού Τραγουδιού στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Αθήνα 1998, σ.13

4., Νικολάου Β. Τωμαδάκης, Βυζαντινή Υμνογραφία και Ποίησις, Αθήναι 1965, σ.18.

5., Τροπ. γ΄ ωδής Ιαμβικού Κανόνος Θεοφανείων.

6., Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Θεολογική Μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας, Αθήνα (Αρμός) 1996(2), σ. 142.

7., Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Η Ελληνική και Διεθνής Επιστημονική Ονοματοθεσία της Λαογραφίας, Αθήνα 2008, σ. 50, σημ.11

8., Μ. Γ. Βαρβούνη, «Πνευματικότητα και εκκοσμίκευση στα έθιμα της Ελληνικής Λαϊκής Λατρείας» στον τόμο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ (αφιερωματικός Τόμος), Αθήναι 2010, σ.529.

9., Δημητρίου Πετρόπουλου, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Βασική Βιβλιοθήκη αρ. 46/47, τ. Α΄ Αθήνα 1958, σ. θ΄ Πρβλ. Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Ελληνική Λαογραφία (Λαϊκός Πολιτισμός των Νεωτέρων Ελλήνων), τεύχ. Δ΄ (Δημοτική ποίησις), Αθήναι 1975, σ.1 επ.

10., Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Η Ελλαδική Λαϊκή Ιδεολογία, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1979, σ.23

11., π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Θεολογική Μαρτυρία…. σ.147 επ.

12., Αλεξάνδρου Σ. Κορακίδη, Αρχαίοι Ύμνοι: Η Επιλύχνιος Ευχαριστία…, Αθήναι 1979.

13., Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, όπ. π., σ.4.    

14., π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Θεολογική Μαρτυρία…. σ.155.

15., Βλ. Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη και Σπυρίδωνος Δ. Περιστέρη, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Γ΄(Μουσική Εκλογή), Εν Αθήναις 1968, σ.έ.

16., Δημητρίου Πετροπούλου, όπ.π., Α΄, σ. η΄, ιά. Για τη σχέση Εκκλησιαστικής («Βυζαντινής») και Δημοτικής Μουσικής βλ. Αθανασίου Θ. Βουρλή, Δημοτική και Εκκλησιαστική Μουσική- Ομοιότητες και Διαφορές, Αθήναι 1997. Πρβλ. Του Ιδίου, «Το Ήθος κοσμικού και εκκλησιαστικού άσματος», στο: Θέματα Ιεράς Ψαλμωδίας, τεύχ. Α΄, Αθήναι 2000, σ.50 επ.

17., «Μή αμφισβητούμενη» είναι η άποψη, ότι η δημώδης μουσική είναι «συνδεδεμένη οργανικώς με τον όλον λαϊκόν πολιτισμόν» (Γ.Κ. Σπυριδάκης- Σπυρ. Δ. Περιστέρης, όπ,π.).

18., Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Επιβιώσεις και Επιβολές αρχαίων ειδωλολατρικών Ηθών και Εθίμων στον ελληνορθόδοξο χώρο» (ανάτ. Από τον Τόμο: Παύλεια Θεολογία και σύγχρονη ειδωλολατρία), Βέροια 2006, σ.215-228.

19., Βλ. ενδεικτικά στου Δ. Πετρόπουλου, όπ, π. Α΄. σ.39. Γ. Κ. Σπυριδάκη, όπ.π., σ.262.

20., Όπως και στο «λαϊκό» τραγούδι! Βλ. Δ. Πετροπούλου, Β΄, σ.98, 119 κ.π.ά.

21., Π.χ. «αγία μου Τριάδα κι’ αγία μου Πελαγία» (το ορθό: Παναγία). Γ. Κ. Σπυριδάκη, όπ.π., σ.262.

22., Βλ. Δ. Πετρόπουλου, όπ.π., Β΄, σ.146. «Κυρά» είναι η Παναγιά (σ. 146).

23., Δ. Πετροπούλου, όπ.π., Β΄, σ.111.

24., Στο ίδιο, σ.135 επ.

25., Στο ίδιο, σ.118.

26., Στο ίδιο, Α΄, σ.85.

27., Στο ίδιο, Α΄, σ.190.

28., Στίλπων Π. Κυριακίδης, Το Δημοτικό Τραγούδι, Συναγωγή Μελετών, Αθήνα 1990, σ.59 επ.

29., Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. σ.246 επ. Δ. Πετρόπουλου, όπ. π. Β΄, σ.ι΄επ.

30., Βλ. Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. σ.256 επ.

31., Δ. Πετρόπουλου, όπ. π. Β΄, σ.4

32., Απαντούν συχνά.

33., Π.χ. Δ. Πετροπούλου, Α΄, σ.172.

34., Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. σ.261

35., Βλ. Στίλπωνος Κυριακίδη, όπ. π. σ.40 επ.

36., Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η Θεολογική Μαρτυρία…, όπ.π., σ. 112 επ.

37., Βλ. Δ. Πετρόπουλου, Β΄, σ.3 επ., και Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ. π., σ.246 επ.

38., π. Γ.Δ. Μεταλληνού, όπ. π., σ.116 επ.

39., Όπ.π., σ.4.

40., Δ. Πετρόπουλου, όπ.π., Β΄, σ.135.

41., Γ. Κ. Σπυριδάκη, όπ.π., σ.247.

42., Δ. Πετρόπουλου, όπ. π., Β΄, σ.206

43., Πρβλ. Μ.Γ. Μερακλή, Ευτράπελες Διηγήσεις. Το κοινωνικό περιεχόμενο, Εστία, Αθήνα 1980, σ.53 επ. (Το υπόβαθρο εδώ είναι το Α΄ Τιμ. 5,20: «Τους αμαρτάνοντας ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον έχωσι»).

44., Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Β΄, σ.235.

45., Στο ίδιο, σ.217 επ. Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. 261 επ.

46., Δ. Πετροπούλου, όπ.π., Β΄, σ.157 επ. Γ.Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. ,σ.328 επ.

47., Βλ. λ.χ. Δ. Πετρόπουλου, όπ.π., Α΄, σ.153 κ.ε.

48., Στο ίδιο, σ.38. 153 ε.

49., π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι Πολίτες της», στο: Στα μονοπάτια της Ρωμιοσύνης, Αθήνα 2008, σ.26 επ.

50., Δ. Πετρόπουλου, Α΄, σ.162, επ. Πρβλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Αναχρονολόγηση του όρου ‘Ρωμηοσύνη’», στο: Παρεμβάσεις… Αθήνα 1998, σ.32 επ.

51., Δ. Πετρόπουλου, όπ. π., Α΄, σ.140 επ.

52., Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Α΄, σ.124.

53., Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Α΄., σ.222

54., Γ. Κ. Σπυριδάκη, όπ.π. σ.229. Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Α΄, σ.153 επ.

55., Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Α΄, σ.138, 145, Β΄, 12 κ.ά.

56., Βλ. Δ. Πετρόπουλου, όπ.π. Α΄, σ.139 επ. Πρβλ. Μενέλαος Τούρκογλου, «Στοιχεία Οικογενειακού Δικαίου εις τάς παροιμίας και τα άσματα του Ελληνικού Λαού», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών 22 (1973) σ.57 επ.

*, «Σεμιναριακή Διάλεξη Λαογραφίας» στη Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών στις 15.5.2012. Διευθυντής ο Καθηγητής Μηνάς Αλεξιάδης. Το κείμενο θα δημοσιευθεί στον 43ο τόμο του περιοδικού Λαογραφία.

     π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, σελ. 175-190.

Στον τόμο «Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ…» Ιστορικά και Θεολογικά του Ρωμαίικου Ελληνισμού, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2015, σ. 332.

     Στο παρόν σημείωμα Μνήμης ανάγνωση στο συγγραφικό έργο του πατρός Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, διατήρησα την γλωσσική ορθογραφία του κειμένου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

 Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου