Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ

 

Σπαράγματα από ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα

 

          ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ

………………………………………

Και είδον όνειρον τωόντι μετ’ ολίγον.

     Νεκρωθείς από της συγχρόνου γενεάς, ανέζησα εις άλλους, παλαιούς χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκείς, αλησμονήτους χρόνους, της παιδικής μου ηλικίας τους χρυσούς καιρούς.

     Και ήμουν παιδίον. Εκεί επάνω εις ένα μικρό- μικρό νησάκι. Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη θαρρώ πώς δεν υπάρχει άλλο νησάκι ευμορφότερον από εκείνο. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικον. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινόν. Σαν ζωντανόν. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον. Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τάς λίμνας του, με τις βρυσίτσες του, με τα λιμανάκια του, με τις αμμουδιές του. Και καταμεσής, μέσα είς μίαν γραφικήν, εύμορφον φάραγγα, το δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Ένα ωραίον Μοναστηράκι. Ούτε εφημερίδας εδιάβαζα. Ούτε ψήφον είχα. Ούτε από μεταρρυθμίσεις εννοούσα τίποτε, ούτε από ανακαινίσεις. Ήμουν παιδίον.

      Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον εις το νησάκι εκείνο. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχα καταληφθή υπό τινός ναυπηγού, όστις υπ’ αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ’ ευχάς κ’ ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς’ όλα προς σφαγήν δια τα Χριστούγεννα.

     Οι εύμορφες οι νησιώτισσες και οι νησιωτοπούλες πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρώνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά της Ευβοίας τ’ αντικρυνά. Οι ψαροπούλες έρχονται η μια κοντά στην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ’ αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν είς την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν. Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα πρό της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζή’ θα ζή και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία. Ο γέρων εκείνος γεωργός, ο τόσον φαιδρός επί του οναρίου του, μαζί με το άροτρόν του, δίπλα του, σαν να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, έχει από την Λαμπρήν να εισέλθη εις την κώμην. Κ’ εισέρχεται τώρα, επί του οναρίου του φαιδρός, με το άροτρόν του, δια να εορτάση τα Χριστούγεννα, εν τω γενεθλίω του οίκω. Όλοι συνάζοντ’ ενωρίς. Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίς-όρθρου βαθέος- θα μεταβώσιν εις τον ναόν’ να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν, να μεταλάβουν.

     Την νύχτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη, του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοσιπενταράκια.

-Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο: Παρεπονέθην έπειτα.

-Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησεν η καλή μου η μαννούλα.

     Και το επίστευσα.

     Ώ αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος;

     Την νύχτα ήλθαν είς το σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν δια την λειτουργίαν’ και αργά-αργά παρασκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα. Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κ’ εκοιμήθην μαζί μ’ αυτό στην αγκαλιά μου. Ο καημένος ο πατέρας μου!

     Είς τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί, εσυνάχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης!

     Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ο γέρο- Παπανικόλας ο θείος μου, οπού εις τας μεγάλας εορτάς άλλαζαν όχι μόνον τα ράσα του, αλλά και την φωνήν του και όλην την  παράστασίν του εν γένει, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ. Ο άλλος, κοντότερος, σεμνότερος, με το αρχαίο μωραϊτικον φαιλόνιον, του Γενάρχου μας κληρονομίαν ευσεβή, ο φιλοπαίγμων και γλυκύτατος γέρο- Παπαδιαμάντης, ο αλησμόνητος και πολύσέβαστός μου ιερεύς εκείνος οπού τόσον με αγαπούσε, και τόσον εσεβόμουν, με τον οποίον έκαμνα κατόπιν όλας τας θρησκευτικάς μου εκδρομάς, ωμοίαζε με τον αρχάγγελον Γαβριήλ. Πώς να μη υπάρξη σεμνότης και ευπρέπεια, εις εκείνον τον ναϊσκον, αφού η θρησκευτική πομπή διευθύνετο από δύο τοιούτους αρχαγγέλους!

     Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλισται, λάμπουσαι, όπισθεν από τα δρύφακτα, ως χρυσές τρέμουζες, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, ως χρυσολάμπει, την νύχτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ερημαίω πόντω. Οι άνδρες με τα καλύτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν’ ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες, μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανεία. Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης του συνόλου εν γένει, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν.

     Το σπίτι μας είναι εις την ακροθαλασσιάν. Ένα αρχαίον, των ιδρυτών του χωρίου, σπίτι. Και όταν εγύρισα από την εκκλησίαν έως ού ετοιμάσθη ο εωθινός των Χριστουγέννων ζωμός, έβλεπον από του εξώστου τους Υδραίους σπογγαλιείς, οίτινες παρά τάς μιλτοπαρείους αλιάδας των, ανειλκυσμένας έξω, ανάψαντες πυράς, ητοίμαζον το πρόγευμα το Χριστουγεννιάτικον, υπό τον έναστρον ουρανόν, όστις ηπλούτο άνω γαλήνιος και γλυκύς, ως παγκοσμίου όροφος θεάτρου, κεντητός, χρυσοκέντητος, αστροκέντητος, ενώ από του χθαμαλού λόφου πέραν εχάραζε πλέον η Ανατολή, και ηπλούτο υπό μαλακών χειρών νυμφών αοράτων, ρόδινον, προφυρόχρουν παραπέτασμα, η εωθινή εύμορφος σημαία της εξημερωνούσης πλέον πανηγύρεως.

-Ο Καλλικάντζαρος!

     Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθίσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και το γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα.

     Η φωνή αύτη μ’ εξήγειρε του ύπνου. Τον όνειρόν μου έπαυσε.

Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κύρ- Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην.

-Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν;

     Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου. Πρώτην φοράν μετά τάς τόσας πενθίμους συγκινήσεις μου έβλεπον ένα τόσον φιαδρόν, τόσον γλυκύ, τόσον επιθυμητόν όνειρον, το οποίον μου έφερε γαλήνην και θάρρος εις την καρδίαν. Ήτο τόσο θερμόν το όνειρόν μου το αλησμόνητον, ώστε μου εθέρμανε ψυχήν και σώμα. Δεν ήμουν πλέον εγώ ο ανεόρταστος, ο αλειτούργητος, ο αφορισμένος. Εόρτασα τα τρυφερότατα Χριστούγεννα με τόσα πρόσωπα, τα οποία δεν υπάρχουν πλέον. Χωρίς άλλο ήτο όνειρον εξ ουρανών δια την εις τα ωραία έθιμα της πατρίδος μου πίστιν ατίμητος αμοιβή. Συμμετέσχον τότε χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου. Δείπνου όντως Χριστουγεννιάτικου, με όλην την γοητείαν την καθαυτό ελληνοπρεπή, την οποίαν αισθάνονται μόνον όσοι αγαπούν και λατρεύουν τα Πάτρια….

     Ο παπά- Γιάννης, ο εφημέριος του Νεκροταφείου, με το θάρρος όπου είχε της γνωριμίας, έλαβε πάραυτα θέσιν παρά την τράπεζαν, και ανέζησε πάραυτα πότος εκπνέων.

-Χριστός γεννάται! εκραύγασεν ο ιερεύς όλος χαρά’ και εγέλα όλος. Τα μάτια του, αι παρειαί του, το στόμα του’ και ιδίως η ουλή του δεξιού του χείλους.

     Και επειδή νέα διάθεσις ψαλμωδίας ανεφάνη, ζωηροτέρα της πρώτης, είπεν ο φίλος μου ο Αλεξανδρής με το πατροπαράδοτον σατυρικόν πνεύμα, λεπτόν ως αεράκι πεύκου γηραιού, ίνα προλάβη πάσαν του  κύρ- Στρατή θρηνωδίαν:

-Να σο πώ, κύρ-Στρατή. Εσύ ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπά-Γιάννης-να ‘χωμεν την ευχίτσα του- τα νεκρώσιμα.

Δεν λέω καλά, παπά μου;

     Όλοι εγελάσαμεν.

Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις», 25 Δεκεμβρίου 1898. Στην Α΄ έκδοση Σιδέρη έχει τον τίτλο «Χριστούγεννα». Εκδόσεις: Σιδέρης τ. Δ΄, «Αστήρ» τ. Β΄.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ,

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ  τόμος Β΄.

Φιλολογική επιμέλεια: Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Εκδόσεις «Γνώση» & «Στιγμή», Αθήνα 1991, σ.372

   Χριστουγεννιάτικος «μπουναμάς» στους αναγνώστες επισκέπτες της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά πάρεργα εντός και εκτός Ελλάδος.

     Μέσα στο πνεύμα των εορταστικών και πολεμικών, δολοφονικών ημερών της εποχής μας, αντιγράφω ένα απόσπασμα από το χριστουγεννιάτικο γνωστό διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟΝ ΜΟΥ». Τα «Χριστούγεννα στον ύπνον μου» είναι ένα από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του εξαδέλφου του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «ο αχώριστος φίλος μου ο Αλεξανδρής» γράφει αποκαλώντας τον ο ιερομόναχος και ιεροψάλτης Σκιαθίτης πεζογράφος. Ολόκληρο το διήγημα περιλαμβάνεται στις σελίδες 173-194 του δεύτερου τόμου της οσάνω έκδοσης. Στον παρόντα τόμο εμπεριέχονται ακόμα οι εξής τίτλοι μετά το Σημείωμα του επιμελητή. «Ο κύρ Μανωλάκης»- «Κάθ’ εμπόδιο για καλό»- «Ο δεκατιστής»- «Φαντάσματα» -«Η Πορταϊτισσα»- «Με τα πανιά»-«Αλτανού»- «Η χρυσή καδένα». Τα εννέα διηγήματα συνοδεύονται από Υπομνήματα, Κριτικό υπόμνημα και Γλωσσάριο του Σκιαθίτη λογοτέχνη. Επίσης, στην τρίτομη έκδοση των εκδόσεων «Γνώση» & «Στιγμή», στον Γ΄ τόμο, δημοσιεύονται δύο ακόμα παρόμοιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας διηγήματα τα: «Χριστούγεννα στις Τρείς Μπούκες» και «Παλατιανά Χριστούγεννα».

Εξαιρετική, επιμελημένη και προσεκτικά φροντισμένη και αυτή η φιλολογική τρίτομη έκδοση των Διηγημάτων του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη όπως και εκείνη των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον φιλόλογο και κριτικό, αφοσιωμένο λάτρη και αναστηλωτή, Παπαδιαμαντολόγο κύριο Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο.  Προσεγμένες πάντα οι εργασίες του βοηθούν τον σύγχρονο αναγνώστη να έρθει ανετότερα και επαρκέστερα σε επαφή με τα Έργα των δύο ξαδέλφων νησιωτών δημιουργών από την Σκιάθο. Κάπως αναγνωστικά και ερευνητικά αυθαίρετα, θα σημειώναμε, ότι ενδέχεται, επαναλαμβάνουμε ενδέχεται, ο υπερβολικός της αγάπης εναγκαλισμός προς έναν συγγραφέα, από έναν επιστήμονα λάτρη και σταθερό αναγνώστη του έργου του, ή έναν πολιτειακό θεσμό της ιστορικής παράδοσης της χώρας μας όπως είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η "ασφυκτική" αυτή λατρεία αναφοράς τους και προστασίας τους, να δεσμεύει κάπως το εύρος και τους βαθμούς ερμηνευτικής ελευθερίας της καλλιτεχνικής δυναμικής του έργου του δημιουργού. Να προσανατολίζει κατά κάποιον τρόπο «μονόπλευρα» το βλέμμα μας και να θέτει όρια στις ερμηνευτικές και αναγνωστικές εκδοχές μας. Αυτό ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι οι επιμελημένες και σοβαρές, έγκυρες φιλολογικές αυτές επανεκδόσεις και αναστηλώσεις,- γλωσσικές, εκφραστικές, ορθογραφικές, νοηματικές κλπ.-όπως αυτές του κύριου Τριανταφυλλόπουλου επιμέλειες, στερούνται του σεβασμού μας, δεν παύουν να αποτελούν πολύμοχθες εργασίες παρακαταθήκες θησαυρίσματα  για τις νεότερες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων αναγνωστών. Εκφράζουμε αυτόν τον ελάχιστο φόβο έχοντας στην σκέψη το ογκώδες ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου και άλλων ελλήνων ποιητών, των οποίων το έργο φυλακίστηκε μέσα στα προπαγανδιστικά δόγματα και σκοπιμότητες της μαρξιστικής ιδεολογίας και άλλες κομματικές του ελληνικού χώρου λογοτεχνικές ανάγκες. Ένα έργο τέχνης οφείλει να αναπνέει ελεύθερα, να έχει την αυτονομία του ακόμα και τα όποια λάθη του. Θέλω να πω, ότι η καθαρευουσιάνικη γλώσσα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη διαθέτει τέτοια ηχητική φρεσκάδα και μουσικής ομορφάδα, αυτές οι καταλήξεις με –ν-, οι άγνωστες σε εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες νησιώτικες λέξεις και εκφραστικοί πληθωρικοί ιδιωματισμοί του, δεν στερούν ούτε το ύφος του ούτε την γραφή του από την μαγεία τους όπως πολλοί θεωρούν. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης είναι ένας εξαιρετικός διηγηματογράφος ακόμα και αν τον αποψιλώσουμε από το μοναστικό της ορθοδοξίας χριστιανικό ράσο που φορά ο ίδιος και σκεπάζει τον λόγο του, περικλείει των αναμνήσεών του αφήγημα. Συνεξεταζόμενος μαζί με τον εξάδελφό του συντοπίτη του λογοτέχνη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μάλλον αδικείται. Όπως αδικήθηκε και η ποιητική φωνή του αγωνιστή Τάσου Λειβαδίτη δίπλα σε αυτήν του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Ο σατιρικός και καυστικός ποιητικός λόγος του Κώστα Βάρναλη που σκεπάστηκε από κόκκινες κομματικές σημαίες και λάβαρα μιας άλλης ιστορικά αγωνιστικής εποχής. Τα σχετικά παραδείγματα μέσα στο διαχρονικό διάβα της ελληνικής γραμματείας είναι πάμπολλα και γνωστά μας. Ίσως, δίπλα στην ισότιμη συνομιλία του έλληνα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με ευρωπαίους ομολόγους του, θα πρέπει να προσθέσουμε και την φωνή του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Όσο πιο μεγάλη και πλούσια συγγραφική εντοπιότητα διαθέτει ένας συγγραφέας τόσο πιο οικουμενικός είναι ο λόγος του. Ο τόπος του είναι ο κόσμος όλος. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και με τους εκατοντάδες δυτικοευρωπαίους και άλλους συγγραφείς που θαυμάζουμε και αγαπάμε;

Αλλά για να μην είμαστε υπερβολικοί και άδικοι, ο κύριος Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, δεν είναι απλά ο πιο έγκυρος Παπαδιαμαντολόγος της εποχής μας, αλλά προπάντων, είναι ένας επαρκής αναγνώστης του Παπαδιαμαντικού λόγου, γλώσσας και μηνυμάτων του, αρκεί να μην κάνει τα «ερμηνευτικά λάθη αποδοχής» του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά. Διαθέτει όχι μόνο τα ανάλογα επιστημονικά και φιλολογικά εφόδια και κριτήρια, αλλά, και την πηγαία λογοτεχνική φλέβα. Η συνεργασία του με τις εκδόσεις «Δόμος» δεν μας κληροδότησε μόνο την τελευταία έκδοση και κυκλοφορία των «Απάντων» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και την σειρά των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων» στα περιεχόμενα των οποίων συμπεριλαμβάνονται σύγχρονες Παπαδιαμαντικές μελέτες και χρήσιμα Βιβλιογραφικά δελτάρια για τον Σκιαθίτη συγγραφέα. Με τις εκδόσεις αυτές, προσεγμένες και ακριβολόγες αναστηλώσεις, τα δύο ξαδέρφια παλαιότερων γενεών πεζογράφοι βρήκαν τον έντιμο και σοβαρό αναγνοσώστη τους. Οι εργασίες του κ. Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου θα αποτελούν σημείο φιλολογικής αναφοράς και προσέγγισης των δύο ελλήνων διηγηματογράφων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Χριστούγεννα και Χρόνια Πολλά

25 Δεκεμβρίου 2023.

ΥΓ. Τι Μίθρας τι Χριστός, τι Θεός τι Άνθρωπος η ερημιά και η μοναξιά, ο πόνος και ο θάνατος ίδιος μέσα στο Ιστορικό διάβα της Ζωής.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου