Η
«ΤΕΛΕΙΩΤΕΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
Κατόπιν- στην τελειωτέρα κοινωνία-
κανένας άλλος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: «ΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ»
του Λουκά Θεοδωρακόπουλου
Το ερώτημα αν ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος
είναι νομίζουμε αφελές και μάλλον ανόητο να τίθεται πλέον σήμερα. Ακόμα και οι
πιο κακόπιστοι ή σκεπτικιστές μελετητές του-πού όσο πάνε λιγοστεύουν-αναγκάστηκαν
εντέλει να το παραδεχτούν με βαρειά καρδιά και να στρέψουν το ενδιαφέρον τους
στη διερεύνηση και την αισθητική αξιολόγηση του έργου του. Εκείνο που δεν
άλλαξε βασικά είναι η αντιομοφυλόφιλη οπτική με την οποία αντιμετωπίζεται
ο Καβάφης και η ομοφυλοφιλία γενικότερα.
Κι όταν μιλάμε για αντιομοφυλόφιλη οπτική εννοούμε τις κοινωνικές και
ιδεολογικές εκείνες παραμέτρους που εξακολουθούν να ορίζουν και να περιορίζουν
το πλατύ φάσμα της σεξουαλικότητας, εντάσσοντάς την στις γνωστές και
καθιερωμένες φόρμουλες του «ομαλού» και του «ανώμαλου», του «ενεργητικού» και
του «παθητικού» κλπ.
Η ιδεολογία αυτή, άμεσα ή έμμεσα, διαποτίζει όλα σχεδόν τα κείμενα που
έχουν γραφτεί για τον Καβάφη αφότου άρχισε να επιβάλλεται σαν ποιητής. Την
αναγνωρίζει κανείς εύκολα τόσο σ’ εκείνους που προσπαθούν να τον απαλλάξουν από
την «κατηγορία» της ομοφυλοφιλίας, εφευρίσκοντας διάφορα άλλα, πιο ανώδυνα,
υποκατάστατά της, όσο και σ’ εκείνους που του την αναγνωρίζουν ή κάνουν πως του
την αναγνωρίζουν για να προσεταιριστούν την ποίησή του. Την αναγνωρίζει επίσης
στ’ αφιερώματα που του έγιναν για το «Έτος Καβάφη» που πέρασε, και κυρίως στις
συζητήσεις και τις εκπομπές των μαζικών μέσων ενημέρωσης τα οποία τρέμουν να
προσφέρουν ακόμα και τη λέξη ομοφυλοφιλία.
Ειπώθηκαν και λέγονται τα πάντα για τον Καβάφη. Η ζωή του
μετριέται μέρα με τη μέρα, λεπτό με το λεπτό, οι στίχοι του τέμνονται και
ανατέμνονται, αριθμούνται και συμποσούνται, αναλύονται, βυθοσκοπούνται,
υπολογίζεται το βάρος των σιωπών τους και η οξύτητα των επιφωνημάτων τους, οι
συνηχήσεις και οι παρηχήσεις τους, το βαθύ τους νόημα, η απαράμιλλή τους
τελειότητα ή η κάποια πεζολογία τους. Οι βιογράφοι του ερευνούν τη ζωή του, το
οικογενειακό του περιβάλλον, τις σχέσεις με τ’ αδέλφια του και τους γονείς του
(ιδίως με τη μητέρα του), περιγράφουν την κοινωνική θέση, την άνοδο και την
πτώση αυτής της οικογένειας, αναλύουν τον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο, τη
θέση της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, προσπαθώντας να εντοπίσουν τους
παράγοντες που διαμόρφωσαν τον ποιητή και να ιχνηλατήσουν τις αφετηρίες και τα
βιώματα που έθρεψαν την ποίησή του. Εκείνο που παραλείπεται εσκεμμένα, που δεν
ερευνάται και δεν εξετάζεται, που δεν τίθεται καν σαν ερώτημα, είναι το
στοιχείο ακριβώς που θα φώτιζε και τον ποιητή και τα ποιήματά του, δίνοντάς
τους την αληθινή τους διάσταση: το ΓΙΑΤΙ δηλαδή ο Καβάφης, κινούμενος μέσα στα
γνωστά οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια, με την αστική αγωγή που είχε υποστεί και με το
χαρακτήρα που είχε διαμορφώσει, αποφασίζει κάποια μέρα συνειδητά να σπάσει το
φράγμα, ν’ ανατρέψει τους κανόνες του παιχνιδιού που τον ήθελε «διακριτικό» και
«συγκρατημένο», και να μιλήσει ανοιχτά και θαρραλέα για μια ερωτική συμπεριφορά
(τη δική του) που θεωρούνταν «ντροπιασμένη» και «περιφρονημένη». Κι ακόμα:
ΓΙΑΤΙ θεώρησε αναγκαία να εγκαταλείψει τον υπαινικτικό και καλυμμένο τρόπο
έκφρασης, τον οποίο χρησιμοποιούσε στα πρώτα του ποιήματα (και που σημειωτέον
γνώριζε ότι από αισθητική άποψη ήταν πιο αποτελεσματικός) και να μιλήσει καθαρά
και ξάστερα για τα «οράματά του» μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για μας, η απόφαση αυτή (απόφαση του
μεγάλου ΝΑΙ ή του μεγάλου ΟΧΙ) αποτελεί αυτό που θα λέγαμε πολιτική χειρονομία
ή πρόκληση του Καβάφη προς την κοινωνία’ κι όχι μονάχα προς την κοινωνία της
Αλεξάνδρειας και της Ελλάδας, αλλά-με μια ιστορική προοπτική- και προς την
κοινωνία της παγκόσμιας πατριαρχικής κοινότητας. Πρόκειται για μια απόφαση που
έδωσε στην ποίησή του την ταυτότητά της και στον ίδιο την αξιοπρέπειά της
τέχνης του και το πλατωνικό μυστικό της ακτινοβολίας της: να είναι αληθινή με
τον εαυτό της. Για μας τα πράγματα είναι σαφή: «οι βουλές της ποιήσεως» του
Καβάφη διαμορφώθηκαν ταυτόχρονα και παράλληλα με τις βουλές της
συνειδητοποιήσεώς του σαν ομοφυλόφιλου. Κι αυτό πρέπει να έγινε στο διάστημα
της δεύτερης εικοσαετίας της ζωής του, όταν, μέσα από μια επώδυνη ασφαλώς αλλά
και πείσμονη διαδικασία απενοχοποίησης, με τη βοήθεια της γνώσης (1) και της
πείρας, φτάνει στο ποθητό σημείο να καταφάσκει τον εαυτό του σαν ομοφυλόφιλο
και αποφασίζει να μιλήσει σαν ομοφυλόφιλος- σαν άτομο δηλαδή που δίνει μια
πολιτική διάσταση στην ομοφυλοφιλία του, αφού πρώτα έχει κρίνει, σημασιολογήσει
και απορρίψει την γύρω του κοινωνία και τα ήθη της, προσβλέποντας σε μια
«τελειωτέρα».
Το ότι ο Καβάφης πέρασε από μια παρόμοια
διαδικασία απενοχοποίησης αποδεικνύεται από πολλά ποιήματά του, τόσο επίσημα
όσο και ανεπίσημα (απ’ αυτά δηλαδή που δημοσίευσε ο ίδιος όσο ζούσε και απ’
αυτά που δημοσιεύονται ακόμη και που ο ίδιος δεν έσκισε). Τα δεύτερα αυτά,
λιγότερο επεξεργασμένα ποιητικά, γραμμένα στο μεταίχμιο της διαμόρφωσης του
«καβαφικού ύφους», περισσότερο σκέψεις παρά βιώματα, μιλούν εύγλωττα για τον
προβληματισμό του εκείνης της εποχής: δεν τυραννιέται πλέον, δεν αγχώνεται από
το «πάθος» του, δεν υποφέρει’ αντίθετα, χαίρεται και επαίρεται, διδάσκει και
κατηχεί, προτρέπει τους νέους να μη φοβούνται «την ορμή του αίματός των» και
ταυτόχρονα αμφισβητεί και ψέγει την κοινωνία και τα ήθη της.
Χαρακτηριστικότερο δείγμα του
προβληματισμού και της «πολιτικοποίησης» του Καβάφη, αποτελεί και το παρακάτω
πεζό ποίημα γραμμένο μέσα στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα
(2)-που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα πλήρες ομοφυλοφιλικό Μανιφέστο:
ΤΟ
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ
Μη
ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της
Ηδονής με μουσικήν και σημαίας’ όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και
ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την
βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
Όλοι οι νόμοι της ηθικής-κακώς νοημένοι,
κακώς εφαρμοζόμενοι-είναι μηδέν και δεν ειμπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν
περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
Μη αφίσης καμμίαν σκιεράν αρετήν να σε
βαστάξη. Μή πιστεύεις ότι καμμία υποχρέωσις σε δένει. Το χρέος σου είναι να
ενδίδης, να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Επιθυμίας, που είναι τα
τελευταία πλάσματα των τελείων θεών. Το χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός
στρατιώτης, με απλότητα καρδιάς, όταν περνά το
Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με
θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης
κοινωνίας. Μη λέγης, Τόσον αξίζει ο κόπος μου και πόσον οφείλω να απολαύσω.
Όπως η ζωή είναι κληρονομιά και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως
αμοιβήν, ούτω κληρονομιά πρέπει να ήναι και η Ηδονή. Μη κλείεσαι εν τω οίκω
σου’ αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά ολοάνοικτα, διά να ακούσης τους πρώτους
ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών όταν φθάνει το Σύνταγμα της Ηδονής με
μουσικήν και σημαίας.
Μη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε
λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. Η υπηρεσία της ηδονής
είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Και
επιτέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν
περάση η κηδεία σου αι Μορφαί τας οποίας
έπλασαν αι επιθυμία σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου,
θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Ολύμπου, και θα σε θάψουν εις
το Κοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα και όταν η
ομοφυλοφιλία, αλλά και γενικότερα η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, αποτελούν
τον απαγορευμένο καρπό του ανδροκρατικού πολιτισμού. (καπιταλιστικού και
«σοσιαλιστικού») όταν η Επιθυμία καταστέλλεται για χάρη της παραγωγής και της
παραγωγικότητας’ όταν η ομοφυλοφιλία καταδιώκεται με νομοσχέδια και νόμους’
όταν ο ομοφυλόφιλος λόγος δεν επιτρέπεται ν’ ακουστεί από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και μόνο σαν σκεπασμένη, εξιδανικευμένη, μεταμφιεσμένη καλλιτεχνική
έκφραση μπορεί να προβάλλει’ όταν τα ίδια τα ποιήματα του Καβάφη λογοκρίνονται
και κουτσουρεύονται στα σχολικά βιβλία για να μη μάθουν και να μην ακούσουν τα
παιδιά ότι «ο μεγάλος Καβάφης» (που θέλουμε να τον κάνουμε και «εθνικό ποιητή»)
ήταν «πούστης», «αδελφή» ή «κίναιδος»’ όταν οι περισσότεροι έλληνες γονείς δεν
ξέρουν τίποτα ή έχουν λαθεμένες απόψεις για την ομοφυλοφιλία και ζουν με τον
διαρκή εφιάλτη να μην τους βγει κάποιο παιδί τους «ανώμαλο»- όταν συμβαίνουν
όλα αυτά και η κυβέρνηση σιωπά και φακελώνει
τους απλούς και «άσημους» ομοφυλόφιλους, οι πνευματικοί άνθρωποι
ολιγωρούν ή γίνονται συνένοχοι σ’ αυτό το φαύλο παιχνίδι, τ’ «αφιερώματα» και
οι «εορταστικοί ενιαυτοί» για τον Καβάφη αποτελούν υποκριτικές φιέστες που
ξεγελούν εκείνους που έχουν συμφέρον να διαιωνίζουν αυτή την κατάσταση ή
εκείνους που βολεύονται απ’ αυτή την κατάσταση. Εμάς πάντως όχι.
Ύστερα από τα παραπάνω, τι νόημα θα είχε
ένα αφιέρωμα του ΑΜΦΙ στον Καβάφη; Με ποιόν τρόπο θα ‘πρεπε να γίνει αυτό; Θα
ήταν αρκετό να παρατεθούν μια σειρά ακόμα φιλολογικές εργασίες κοντά σ’ εκείνες
που υπάρχουν ήδη ή μήπως θα ‘πρεπε να επιχειρηθεί μιά επανατοποθέτηση και
ερμηνεία του καβαφικού έργου κάτω απ’ το πρίσμα των αντιλήψεων που εισήγαγαν τα
κινήματα κοινωνικής κριτικής;
Για το ΑΜΦΙ η απάντηση στα ερωτήματα αυτά
είναι φανερή κι αυτονόητη, αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, θα ‘πρεπε να βρεθούν
οι άνθρωποι εκείνοι, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, κυρίως ομοφυλόφιλοι, που να
έχουν αφομοιώσει την προβληματική των κινημάτων που αναφέραμε και να ‘χουν το
σθένος να μιλήσουν επώνυμα. Αυτό όμως, για την ώρα τουλάχιστον, είναι αδύνατο.
Η αρχική μας σκέψη να κάνουμε ένα κάπως αντιπροσωπευτικό αφιέρωμα στον Καβάφη
(γνωρίζουμε φυσικά τις «εγγενείς δυσχέρειες» για κάτι τέτοιο), όπου, κατά
τεκμήριο, «Αλεξανδρινός να γράφει γι’ Αλεξανδρινό» (3), ελάχιστη ανταπόκριση
βρήκε σε όσους γνωστοποιήθηκε, αν δεν προκάλεσε πανικό και προσχηματικές
δικαιολογίες.
Περιοριζόμαστε λοιπόν σ’ ένα λίγο-πολύ
συμβατικά φιλολογικό αφιέρωμα, με την ελπίδα που εξέφραζε κι ο Καβάφης το 1908:
ότι αύριο, «στην τελειωτέρα κοινωνία» κάποιος άλλος σαν κι εμάς, «βέβαια θα
φανεί κι ελεύθερα θα κάμει». Μόνο που τότε θα ‘ναι άχρηστο, πράγμα που ο
Καβάφης το κατάλαβε και γι’ αυτό «έκαμε» στην τωρινή κοινωνία.
1., Θα ήταν
ενδιαφέρον να ξέραμε τι διάβαζε αυτά τα χρόνια ο Καβάφης. Γνώριζε τάχα το
ομοφυλοφιλικό και ψυχαναλυτικό κίνημα της Γερμανίας (με τους Χίρσφελντ,
Μπένκερτ, Μπραντ κλπ.) που αγωνιζόταν για την κατάργηση του άρθρου 175 του
πρωσικού ποινικού κώδικα ενάντια στην ομοφυλοφιλία; Έμαθε την καταδίκη του
Γουάιλντ στα 1895 και πώς αντέδρασε; Κλπ.
2.,
Δημοσιεύεται από τον Γ. Π. Σαββίδη στο αφιέρωμα του περιοδικού «Η ΛΕΞΗ» για τον
Καβάφη.
3., Κ. Π.
Καβάφης: ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΜΟΝΗ, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ, 29 ΕΤΩΝ, ΣΤΑ 610.
ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, σ.6-7
Περιοδικό
ΑΜΦΙ, Β΄ περίοδος, τεύχος 16-17/Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984.
ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ
Ο Λάνης πού αγάπησες εδώ δεν είναι,
Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαίς, και
μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιό
κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και
βλέπεις την εικόνα,
πού αυτή κάπως διατήρησεν ό,τι’ είχε
πού ν’ αξίζει,
πού αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες
αγαπήσει.
Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του
ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο
ζωγράφο,
και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος
πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κ’ ήθελε να
σας πείσει
πού ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να
τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιό πολύ θ’ ακούονταν
η εικών του).
Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την
ομορφιά του έτσι’
και σταθερά εναντιωθείς είπε να
παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν
άλλον,
αλλά τον Λάνη υιό του Ραμετίχου,
Αλεξανδρέα.
Ο ΚΑΒΑΦΗΣ
ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
του ΧΑΡΗ
ΜΕΓΑΛΥΝΟΥ
Ο Καβάφης είναι η αμαρτωλή σκιά των
ελληνικών γραμμάτων: το μελάνι που ξοδεύτηκε για να τον σπιλώσει (μελάνι της
αριστεράς που πάντα μυρίζει μπαρούτι) και η φωτιά που ξεπήδησε για να τον
κάψει, δεν είναι πια πράγματα άξια λόγου, γιατί ο Καβάφης δεν έχει πλέον
εχθρούς.
Ο Καβάφης, εχθρός της ποίησης και του
ρητορικού της βασιλείου, ακμάζει στην εποχή μας που έχει απαρνηθεί την αξία της
αμαρτίας σαν ιδιοσυστασία της ανθρώπινης φύσης. Η αριστερή ιδεολογία και
κριτική είναι ακόμα και σήμερα πιο συνεπής οπαδός του καβαφικού κόσμου:
παραμένει ο πιο αξιόλογος χειροκροτητής όχι του Καβάφη, αλλά της αντίληψης που
δικαιώνει τον Καβάφη και τον κάνει απαραίτητο ως τις μέρες μας.
Δεν είναι περίεργο ότι η αστική κριτική (η
πιό αξιόλογη άλλωστε στο γνωστικό επίπεδο) συμπεριφέρεται ακόμα με άγχος και
ενοχή σε σχέση με τον Καβάφη: αυτή η χαμηλόφωνη ποίηση, ποίηση της αποτυχίας
και της ήττας, σαστίζει πιο πολύ τον ορθολογιστικό ιδεαλισμό παρά τον
ατράνταχτο υλιστικό επικαθορισμό.
Ο Καβάφης έχει την ίδια μοίρα που έχουν
όλοι οι ποιητές αναφοράς: σαν τέτοιος
δεν μπορεί να είναι απόλυτα επιτυχημένος, απόλυτα πρωτότυπος και προσωπικός,
παρά σε σχέση με κάτι άλλο. Η ποίηση που αξιώθηκε να κάνει ο Καβάφης είναι
πεισματικά ιδιόκτητη, όχι ιδιωτική όπως κατακρίθηκε. Γιατί τι άλλο εκτός από
μια θριαμβευτική χαρά της ιδιοκτησίας διακατέχει όλο αυτόν τον οχυρωμένο κόσμο,
τις δυσπρόσιτες πηγές, τις αλλοιωμένες χρονολογίες; Ειπώθηκε, με μια δόση
υπερβολής, ότι ο Καβάφης χρειάζεται γύρω του ένα συνεργείο ανθρώπων ανάλογο μ’
εκείνο του λόρδου Κάρναβον, όχι για να το στοιχειώσει με την κατάρα των Φαραώ,
αλλά απλούστατα να το υποδηλώσει στην γοητεία του. Για να έχουμε μπροστά μας
μια όσο γίνεται πιο καθαρή εικόνα αυτής της σχέσης, αρκεί να φέρουμε στο νου
μας τις γυμνές σελίδες αυτής της ποίησης, όπου η αλήθεια παίζει με το
πεπρωμένο, για να σχηματισθεί μπροστά μας, όχι ο γκρίζος ορίζοντας της
πολυμάθειας, αλλά ο ουρανός της εφηβικής ομορφιάς. Ο Καβάφης παραμένει μετά
τόσα χρόνια μια εγγυημένη μηχανή που παράγει επιθυμία και γνώση: το προϊόν
αυτής της μηχανής είναι ακούραστο κι αέναο σαν το χρόνο. Το ότι ο Καβάφης είναι
ο μόνος ποιητής σε παγκόσμιο επίπεδο που παράγει ακόμα αλλοτρίωση (άλλο μεγάλο
παράδειγμα είναι ο ρομαντισμός του Μπάϋρον), είναι μια παραπάνω απόδειξη ότι ο
καβαφισμός είναι μεγαλύτερος από τον Καβάφη τον ίδιο. Την επιβίωση και τον
δυναμισμό της αλλοτρίωσης την μετράμε καλύτερα και ασφαλέστερα πάνω στους νέους
παρά πάνω σε πιο κατεστημένες δομές, όπως είναι η κριτική ή η αρθρογραφία. Οι
νέοι ξεμυαλίζονται με την ποίηση του Καβάφη όχι γιατί τους εκφράζει (πώς είναι
δυνατόν;) αλλά γιατί τους κολακεύει. Ο Καβάφης δεν δικαιώθηκε μόνο απ’ την ιστορία των μορφών σαν ένας
καινοτόμος, αλλά και απ’ την ιστορία των γενεών: τον Καβάφη τον κράτησε ζωντανό
η ανθρώπινη ματαιοδοξία του να είναι αρεστός στους νέους. Αυτό το τετριμμένο
πάθος, ίδιο με την πρακτική του μακιγιάζ ή των βαμμένων μαλλιών, κάνει τον
Καβάφη κάτι περισσότερο από προνομιακό στις προτιμήσεις των νέων ποιητών, τον
κάνει επιθυμητό.
η
γυναικεία στάση
Υπάρχει η γυναίκα στον Καβάφη; Όσο θα ήταν
λάθος να δούμε στον Καβάφη μόνο μια ψυχολογική δομή όπου δεσπόζει η γυναίκα,
άλλο τόσο θα ήταν άτοπο να μην αναγνωρίσουμε ότι στον Καβαφικό κόσμο,
απουσιάζει η γυναίκα σαν αντικείμενο της τέχνης του.
Ο ίδιος στο περίφημο αυτοσχόλιό του
απέκλεισε τη γυναίκα σα θέμα από την ποίησή του: αυτό αν δεν είναι μια πρακτική
συνέπεια της ομοφυλοφιλίας του, είναι οπωσδήποτε μια επιλογή, που έχει
αισθητικές και φιλοσοφικές συνέπειες. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Καβάφης «απελευθερώθηκε»
από τον διχασμό που βασανίζει το ομοφυλόφιλο εγώ και το εμποδίζει να
αυτοπραγματωθεί χωρίς αναστολές: εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Καβάφης
κατανικώντας την φοβία της ομοφυλοφιλίας του, είχε κατανικήσει ταυτόχρονα κι
αυτό που τον εμπόδιζε να γίνει ένας αυθεντικός καλλιτέχνης.
Αυτή η ταυτόχρονη ωρίμανση στο
συγκινησιακό και στο καλλιτεχνικό επίπεδο, δίνει στον καβαφικό έργο μια
αναμφισβήτητη δύναμη και μια επικαιρότητα απαράμιλλη. Ο Καβάφης έγινε ο εαυτός
του ανθρώπινα και καλλιτεχνικά από την στιγμή που πραγματώθηκε συγκινησιακά.
Γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει στην ποίησή του αυτό το κενό, αυτή η αίσθηση
της αποτυχίας, μερικές φορές όχι χωρίς κάποια μνησικακία; Αυτή την οδύνη, αυτό
το κενό, μπορούμε να το αποδώσουμε στην ομοφυλοφιλία του;
Ο Καβάφης μένει μόνος τους γιατί δεν θέλει
να πληρώσει το τίμημα να μείνει η γυναίκα στην ποίησή του; Ή μήπως πληρώνει το
τίμημα των αιμομικτικών ερώτων, που σαν ομοφυλόφιλος, δεν απαρνήθηκε ποτέ; Αυτά
τα ερωτήματα που μας παραπέμπουν στο φάσμα του Οιδίποδα, δεν μπορεί παρά να
μείνουν αναπάντητα. Αυτό που έχει σημασία για μας είναι πως ο Καβάφης κατόρθωσε
να δώσει μια πετυχημένη μορφή στην αίσθηση της αποτυχίας και του κενού.
Ο Καβάφης στην ωριμότητά του φαίνεται να
γνωρίζει πως μια ποίηση απλοϊκή, γεμάτη θάρρος και φαντασία, δηλαδή μια ποίηση
επική και ομηρική, δεν είναι η ποίηση που ταιριάζει στον μοντέρνο κόσμο, μια
ποίηση αντρική είναι μια ποίηση μ’ ένα μεγάλο, γαλήνιο σαν τη θάλασσα, θέμα.
Ο Καβάφης λοιπόν δεν έπαψε και δεν θα
πάψει ποτέ να υποφέρει μέσα απ’ τις γιορτές και τις επετείους, υπάρχει ο
τραγικός Καβάφης, ο Καβάφης της δυστυχίας, με το συσπασμένο πρόσωπο και τα
κατεβασμένα μάτια, τεκμήριο αυτής της φοβερής μοίρας δεν είμαστε εμείς ούτε τα
ποιήματά του, η τέχνη τους, αλλά το εσωτερικό τους, η αντίθεση με το παρόν
τους, η αναλλοίωτή του μοίρα.
Δεν έχουμε άλλη εκλογή ακόμα και στο
φωτεινό σήμερα, μέσα από τις ποικίλες ελευθερίες μας, δεν έχουμε λέω άλλη
εκλογή απ’ το να διαβάζουμε πάντα τον Καβάφη ένοχα και ψιθυριστά.
Ο
Καβάφης σαν κατηγόρημα
Ο καλός ποιητής μας κάνει να ξεχνάμε τα
επίθετά του, όχι γιατί δεν μπορεί να αναδυθεί ένας πραγματικός κόσμος από ένα
επίθετο παρά από ένα ουσιαστικό, αλλά γιατί τα επίθετα τα αποδίδουμε εμείς.
Όταν κλείνω ένα βιβλίο που αγαπώ είμαι
γεμάτος επίθετα. Αυτό με κάνει να γράφω τα πιο αυστηρά μου παράπονα, τις πιο
παράλογες ελπίδες μου το επίθετο με βοηθάει να προσεγγίσω το πραγματικό. Στα
επίθετα συναντιέμαι με ό,τι ονειροπολώ και ενώ με βοηθάνε να αναβάλλω συνέχεια
το πραγματικό, γίνονται το οχυρό απ’ όπου θα εκπορθήσω την πραγματικότητα. Ο
Καβάφης είναι ο ποιητής του ουσιαστικού, γιατί έχει πραγματοποιήσει σαν
δημιουργός εκείνο που συνέχεια αναβάλλει σαν αναγνώστης, ο Καβάφης δεν υπάρχει
σαν αναγνώστης του έργου του, δεν υπάρχει σ’ αυτόν εκείνη η αυνανιστική μέθη
του να παραμείνεις μόνο αναγνώστης του έργου σου. Η κριτική στάθηκε πάντα ένα
πελώριο, πότε αδιάκριτο, πότε εγκωμιαστικό, αλλά ποτέ αδιάφορο επίθετο για τον
Καβάφη. Η μόνη κριτική στο επίπεδο του ουσιαστικού που έγινε ποτέ στον Καβάφη,
έγινε από τους επικριτές του. Άρα η κριτική που καταλαβαίνει, η κριτική που
δημιουργεί, είναι η κριτική του επιθέτου. Ποίηση με λιγότερα επίθετα απαιτεί η
αυστηρή κριτική, ενώ μια ποίηση φειδωλή σε επίθετα είναι μια κριτική του εαυτού
της.
Ο Καβάφης είναι πανίσχυρος σαν ποιητής
επειδή είναι κριτής του έργου του’ απ’ τον Καβάφη συλλαμβάνουμε ό,τι είναι
πιστό στον εαυτό του’ απ’ τον Καβάφη δεν περισσεύει τίποτα, εκτός ίσως ο ίδιος
ο εαυτός μας.
Η ιστορία της σχέσης μας με τον Καβάφη
δεν αρχίζει πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, μαζί με την συμβατική αλυσίδα της
ποίησης και της ελληνικής γλώσσας. Ο Καβάφης μας χρονολογείται από χθες, όχι
από χθές της ελληνικής γλώσσας, αλλά απ’ το χθές του εγώ μας, ο Καβάφης αξιώνει
ολόκληρο το εγώ μας, όπως και το εγώ μας
αξιώνει για λογαριασμό του ολόκληρο τον χρόνο και την ιστορία. Γι’ αυτό η
γεμάτη έκπληξη ανακάλυψη του Καβάφη δεν είναι ανακάλυψη της ποίησης καθεαυτής,
αλλά έκπληξη για τον εαυτό μας. Ο Καβάφης για την ποίηση είναι ένα τέρας, ένας
ποιητής ακόμα ανεύρετος’ όποιος πίνει νερό στο όνομα του Καβάφη είναι σαν να
εύχεται την διαφθορά και την εξαχρείωση της ποίησης.
ΧΑΡΗΣ
ΜΕΓΑΛΥΝΟΣ, σ.19-20
Περιοδικό
ΑΜΦΙ Β΄ περίοδος, τεύχος 16-17/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984, σ. 19-20. Αφιέρωμα Κ.
Π. ΚΑΒΑΦΗ. ΕΞΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ.
«Κάθε ποίημα του Καβάφη
είναι ποίημα ενθυμητικό (Memorial)-πρέπει να τολμήσω αυτό το όμορφο επίθετο) ‘ κάθε ποίημά του, ιστορικό
είτε προσωπικό, είναι ταυτόχρονα και ποίημα γνωμικό’ ο διδακτισμός αυτός,
αναπάντεχος σε ποιητή του καιρού μας, ίσως αποτελεί το πιο τολμηρό μέρος του
έργου του. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι να διαβλέπουμε στην σοφία ένα κατακάθι
σβησμένων παθών, ώστε μας είναι δύσκολο να την αναγνωρίσουμε ως την πιό σκληρή
και συμπυκνωμένη μορφή της θέρμης-όχι την τέφρα, μα το ψήγμα χρυσού που το
γέννησε η φωτιά».
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ. 1863-1933. Μετάφραση: Γ. Π. Σαββίδης, εκδ.
Χατζηνικολή, Αθήνα, 1981.
Λίγες
ακόμα ενδεικτικές πληροφορίες-3
Σκιαγραφώντας το τρίτο Καβαφικό πορτραίτο,
μεταφέρω στο παρόν σημείωμα τις Καβαφικές θέσεις δύο ποιητών οι οποίοι υπήρξαν
συνεργάτες του παλαιού περιοδικού Αμφί, του Λουκά Θεοδωρακόπουλου και του Χάρη
Μεγαλυνού. Του ποιητή και μεταφραστή Λουκά Θεοδωρακόπουλου, εμπνευστή του
περιοδικού, επιμελητή της έκδοσής του, συνεργάτη και φροντιστή της ύλης και των
περιεχομένων των 17 μονών και διπλών τευχών και των αφιερωμάτων του. Συγγραφέα άρθρων
και δημοσιευμάτων, μεταφραστή, είτε με το όνομά του είτε ανωνύμως, δεκάδων
σχολίων που αναφέρονταν στην χειραφέτηση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας και των
μικρών ακτιβιστικών κινημάτων εκείνες τις δεκαετίες στις χώρες της δύσης, του
τότε ανατολικού μπλοκ και των άλλων ηπείρων. Να σημειώσουμε παρενθετικά, ότι η
μεταφραστική προσφορά του ποιητή Λουκά Θεοδωρακόπουλου, φρονώ, ότι δεν έχει
ακόμα εκτιμηθεί όσο της αξίζει, όπως παραδείγματος χάρη ο μεταφραστικός άθλος
του Παύλου Ζάννα, που μετέφρασε όντας εξόριστος και φυλακισμένος από το
καθεστώς της χούντας το πολύτομο και κλασικό έργο «Αναζητώντας τον χαμένο
χρόνο» του γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προύστ. Στεκόμαστε ίσως μόνο-και δικαίως-
στην σημαντική αγωνιστική προσφορά του των χρόνων της ίδρυσης του ΑΚΟΕ και των
κοινωνικών και πολιτικών αγώνων απελευθέρωσης των ελλήνων αντρών και γυναικών
ομοφυλοφίλων στην χώρα μας τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Ο ποιητικός λόγος
του παλαιού εαμίτη ποιητή Λουκά Θεοδωρακόπουλου, ευτυχώς, έτυχε της προσοχής
και αναγνώρισης των ελλήνων γραμματολόγων και κριτικών της ελληνικής
λογοτεχνίας. (Έχω αναφερθεί σε παλαιότερα σημειώματα). Οι τίτλοι των
λογοτεχνικών μυθιστορημάτων τους οποίους μετέφρασε στα ελληνικά από τα γαλλικά
και τα αγγλικά είναι αξιοπρόσεχτοι για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα εκείνης
της εποχής και πέραν της συγκεκριμένης θεματολογία τους. Είναι γνωστοί τίτλοι
ξένων συγγραφέων οι οποίοι δεν απασχόλησαν μόνο το ελληνικό αναγνωστικό
ομοφυλόφιλο κοινό, αλλά απλώνονται σε ευρύτερα πεδία επιστημονικής έρευνας της
δυτικοευρωπαϊκής διανόησης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ακόμα την συμβολή του στην
μετάφραση γάλλων φιλοσόφων και κοινωνιολόγων που αναδείχτηκαν εκείνα τα χρόνια.
Ονόματα και έργα προερχόμενα από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του
Γαλλικού Μάη του 1968, των νέων αριστερών και μοντέρνων ρευμάτων των χώρων της
φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Οι δικές του μεταφράσεις ήταν η αναγνωστική
γνωριμία μας μαζί τους. Γίναμε κοινωνοί των σκέψεών και των σύγχρονων
ανανεωτικών ιδεών και αντιλήψεών τους για την δημοκρατία και την κοινωνία την
ατομική μας ελευθερία και συνταγματικά δικαιώματα. Ο μαχητής και ακούραστος πάντα
Θεοδωρακόπουλος, σχεδίασε και φρόντισε και το δεύτερο Αφιέρωμα του περιοδικού,
τεύχη 16-17/ Άνοιξη-Καλοκαίρι 1984, στον Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π.
Καβάφη. Το αφιέρωμα πραγματοποιείται ένα χρόνο μετά το Έτος Καβάφη που
διοργανώθηκε από την ελληνική πολιτεία. Στο αφιέρωμα συμμετέχουν όπως μιλήσαμε και σε προηγούμενο σημείωμα, γνωστοί μας
ποιητές και πεζογράφοι με κείμενά τους, είτε με το όνομά τους είτε με
ψευδώνυμο. Στο Εισαγωγικό κείμενό του ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, μας εξιστορεί
τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο να πείσει λογοτέχνες να δεχτούν να εκτεθούν δημόσια,
συμμετέχοντας ανοιχτά και γράφοντας σε ένα καθαρά ομοφυλόφιλο περιοδικό- εκείνα
τα δύσκολα και μουντά χρόνια- ποιητές, λόγιοι, πεζογράφοι, δοκιμιογράφοι κλπ.
Έλληνες λογοτέχνες οι οποίοι θα «έβγαζαν» κατά κάποιον τρόπο το περιοδικό από
την περιθωριακή του κοινότητα, και με την υπογραφή τους, θα έδιναν άλλη
διάσταση στην εικόνα του. Θυμάμαι από συζητήσεις μας το παράπονό του αλλά και
το ακαταμάχητο πείσμα του να συνεχίσει. Ο Θεοδωρακόπουλος, για όσους τον
γνώρισαν από κοντά και συνομιλούσαν μαζί του, ήταν ένα άτομο αρκετά διαλλακτικό
και δημοκρατικό, αφοσιωμένο στους στόχους του και στην μεταφραστική δουλειά του
από την οποία βιοπορίζονταν. Οι μεταφράσεις του είναι εξαιρετικές για την εποχή
τους και όχι μόνο. Κατείχε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και τις ξένες από όπου
μετάφραζε, και κάτι ακόμα σημαντικότερο, εμπλούτιζε την ορολογία του με όρους
και λέξεις, εκφράσεις από τα σύγχρονα ρεύματα της φιλοσοφίας και
κοινωνιολογίας. Κάποτε, θα πρέπει να καταγραφούν και να αποδελτιωθούν όλες
εκείνες οι αντρικές και γυναικείες μεταφραστικές φωνές οι οποίες έφεραν την
γενιά μου/μας, τους έλληνες αναγνώστες και συγγραφείς, σε επαφή και γνωριμία με
έργα της παγκόσμιας κλασικής και μοντέρνας λογοτεχνικής παράδοσης. Όλους και
όλες αυτούς και αυτές τους ξεναγούς της γνώσης και των πολιτιστικών αγαθών. Η προσφορά των ελλήνων
και ελληνίδων μεταφραστών στον τομέα αυτόν είναι τεράστια. Και αυτό θα όφειλε η
ελληνική πολιτεία να το πράξει από εχθές, και οι άλλοι φορείς της τέχνης, πρίν
φτάσουμε εντελώς στους σημερινούς καιρούς μας που, θεωρείται πολιτισμός και
καλλιτεχνία μόνο ο τραγουδιστής και ο ηθοποιός. Ακόμα ηχούν τα λόγια του Κίμωνα
Φράιερ, ο οποίος μου έλεγε με παράπονο ότι: «Θα έπρεπε να καθιερωθεί και ένα
μεταφραστικό νόμπελ». Αλλά, ας μην ξεστρατίζουμε, πέρα από τα όρια που θα μας
επέτρεπε η κρίση των επαϊόντων. Η ελληνική κοινωνία τότε, μετά την
μεταπολίτευση, βρίσκονταν ακόμη κάτω από το πέπλο της συντήρησης και των
πουριτανικών ηθικών κοινωνικών προταγμάτων και συμπεριφορών κοινωνικής ζωής και
σχέσεων. Σαν να περνούσε, καθυστερημένα, ή μάλλον παρατεταμένα (;) την
«Βικτωριανή» εκδοχή της ιστορικής και πολιτιστικής της περιόδου. Τα ζητήματα
και τα προβλήματα που αφορούσαν την σεξουαλική και ερωτική ζωή των ελλήνων και
ελληνίδων ήταν ταμπού, δεν συζητιόνταν φανερά, δεν έβγαιναν παρά έξω από την
οικογενειακή εστία. Αποφεύγονταν να συζητηθούν όπως «ο διάολος το λιβάνι» που
λέει η παροιμία. Πού λόγος για διεκδικήσεις και ερωτικά δικαιώματα, κάθε άλλη
διεκδίκηση πέραν της ετεροφυλόφιλης παραδοσιακής των χρηστών ηθών έκφραση ήταν
απαγορευμένη. Οικογένεια σήμαινε «παιδοτεκνία», κάτι σαν τις μηχανές και τις
θερμές λάμπες φωτισμού που βάζουν στις μεγάλες εργοστασιακές μονάδες για να
βγουν τα μικρά κλωσσόπουλα. Κάθε δημόσια ομολογία μιάς διαφορετικής ερωτικής
και σεξουαλικής επιλογής, θεωρούνταν ντροπή και όνειδος για τα υπόλοιπα μέλη
της οικογένειας και για το ίδιο το μέλος που τολμούσε ή ακόμα αποτολμούσε να
σκεφτεί κάτι τόσο φοβερό και ανήκουστο για τα ελληνικά οικογενειακά ήθη και
τότε δεδομένα της ελληνικής κλειστής κοινωνίας. Εξάλλου, υπήρχαν διέξοδοι
κοινωνικής εκτόνωσης, η πανάρχαια πληρωμένη ηδονή, το κλοτσοσκούφι και οι
πολιτικοί αγώνες και κομματικές διαμάχες. Η νοοτροπία που επικρατούσε ήταν,
«κάνε ότι κάνεις αλλά μην βγει παραέξω», «κράτα τα προσχήματα», «τι θα πει ο
κόσμος». «θα γίνουμε ρεζίλι αν θα μαθευτεί», «θα μείνεις μαγκούφης». Μέσα από
κρυφομιλήματα, τυχαία αγγίγματα, ψιθύρους στο αυτί, βλέμματα «περισκοπικά»
δίχως ακριβή εστιασμό, κινήσεις ακκισμού και εξωτερικών ενδυματολογικών
προτάσεων και καλυμμένης φρασεολογίας,
δηλωνόταν ότι κουφόβραζε μέσα μας, λαχταρούσε το σώμα μας, δικαιωματικά μας
ανήκε. Δηλαδή η ερωτική μας ισότιμη αυτοδιάθεση όπως και των υπόλοιπων αντρικών
και γυναικείων μελών της ελληνικής κοινωνίας. Κανείς δεν υποψιάζονταν τις
επερχόμενες αλλαγές που έρχονταν. Προς το παρόν περνούσαμε το δικό μας, ατομικό
μαρτυρολόγιο. Ακόμα και το βιβλίο με τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη αν
κρατούσες στα χέρια σου, ήταν ένα «συνθηματικό» προσκλητήριο και μαρτυρία για
το τι ερωτικά γούστα ακολουθούσες. Αρκετές φορές είχα ακούσει σε βιβλιοπωλεία
να χαρακτηρίζονται πελάτες από τα βιβλία ή τα περιοδικά που αγόραζαν ή
κρατούσαν στα χέρια τους. Ήθη και συμπεριφορές, νοοτροπίες μιάς άλλης όχι και
τόσο μακρινής μας ιστορικής εποχής και πολιτικής και κοινωνικής ατμόσφαιρας.
Μόνο που εκείνο που παραβλέπουν οι «τα φαιά φορούντες» είναι ότι το ανθρώπινο
Σώμα γερνάει γρηγορότερα από όσο νομίζουμε. Το Σώμα και οι ανάγκες του δεν
καταδέχονται να περιμένουν την ωρίμανση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών,
πότε θα ευαρεστηθούν οι επίσημοι φορείς της κρατικής ηθικής και των
θρησκευτικών δοξασιών να του παράσχουν την ελευθερία των επιλογών και αναγκών
του. Η Ζωή δεν κυλάει με απαγορευτικές ιδέες και ντιρεκτίβες άνωθεν, αλλά με
τις κάθε φορά ανάγκες και προτιμήσεις της. Έτσι, πέρα από τα ελάχιστα των
εφημερίδων δημοσιεύματα που μιλούσαν για την ομοφυλόφιλη πλευρά της ζωής και
της ποίησης του Αλεξανδρινού ποιητή, (και μάλιστα κάποτε σκανδαλοθηρικά και πονηρά
κλείνοντας το μάτι) ότι γνωρίζαμε ή είχαμε ακούσει στα σχολικά μας χρόνια, ήταν
το αναγκαίο ποιητικό «κακό» που οφείλαμε να διδαχτούμε, δίχως αρνήσεις και
σχολιασμούς. Ήταν τα διδακτικά, ιστορικά και φιλοσοφικά ποιήματά του, ο
ποιητικός λόγος κουτσουρεμένος πάντα ενός πασίγνωστου έλληνα ποιητή που έζησε
και πέθανε στην Αίγυπτο. Ερχόμασταν σε επαφή μαζί του μέσα από κουτσουρεμένα
ποιήματα των σχολικών μας βιβλίων, για την ακρίβεια, λογοκριμένα από τους
υπευθύνους της δημόσιας εκπαίδευσης ή τους σεμνότυφους καθηγητές και
καθηγήτριές μας. Όσον αφορά τους ελάχιστους νεαρούς μαθητές οι οποίοι ήσαν
κάπως-μέσες άκρες- υποψιασμένοι στα ερωτικά και στην ποίηση, περιμέναμε με
αγωνία να ακούσουμε τι θα πουν οι καθηγητές μας από την επίσημη έδρα τους ή
κοιτιόμασταν μεταξύ μας ντροπαλά, να μην εκτεθούμε, και αρχίσουν τα υπονοούμενα
και η σκληρή και κυνική καζούρα των τολμηρότερων σε ρώμη και «θράσος»
συμμαθητών μας. Μόνο έπειτα από χρόνια ωριμάζοντας και ενδιαφερόμενοι
σοβαρότερα και κάπως ακηδεμόνευτοι για την ελληνική ποίηση, (όχι για σχολική
μας αναγνωστική χρήση και εξέταση) ήρθαμε σε επαφή με την ποίηση του
Κωνσταντίνου Π. Καβάφη ελεύθερα, ατομικά, αγοράζοντας την κλασική 7η
επανέκδοση των Ποιημάτων του από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Σε έναν δεμένο τόμο με
καφέ εξώφυλλο στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι δύο τόμοι των Ποιητικών Απάντων
του της περιόδου (1896-1918) και (1919-1933), σε φιλολογική επιμέλεια του τότε
πανεπιστημιακού και δοκιμιογράφου Γιώργου Π. Σαββίδη. Και ίσως, να μην είναι
ετεροχρονισμένη υπερβολή να σημειώσουμε ότι σε αυτόν τον τόμο με τα ποιήματα
αρκετοί νέοι της γενιάς μου ακούμπησαν
τις ερωτικές τους ελπίδες, βρήκαν ένα «είδος» παρηγοριάς στα αδιέξοδά τους,
στους μοναχικούς περιπάτους τους. Την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο,
επισκεπτόμενοι την γκαλερί «ΏΡΑ» κοντά στην περιοχή του Μακρυγιάννη στην Αθήνα,
προμηθευτήκαμε μία από τις δύο μαυρόασπρες σχεδιαστικές εργασίες πορτραίτα του
Παναγιώτη Τέτση για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη που εκτίθονταν στην αίθουσα του
Μπαχαριάν. Τα ποιητικά άπαντα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη συμπληρώθηκαν έκτοτε
και με νεότερες Καβαφικές εκδόσεις και μελέτες που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν
και προμηθευόμασταν. Η γνωριμία μας με την ποιητική του φωνή ήρθε μέσα από
ποιητικούς διαύλους εξερεύνησης και μελέτης και όχι ερωτικούς, όπως η ποίηση
του ποιητή του μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Διαφορετικά φυσικά ποιητικά
μεγέθη αλλά κοινών πεδίων ερωτικής αναφοράς. Διαφορετικής γλυκύτητας ερωτικής
αίσθησης. Έτσι, όταν χρόνια αργότερα ο κατηρτισμένος φιλόλογος και καλός
ποιητής, ο συγχωρεμένος Σταύρος Βαβούρης μου πρόσφερνε ως δώρο την πρώτη έκδοση
των Ποιημάτων του, που είχε πραγματοποιηθεί με την βοήθεια της οικογένειας του
Αλέξανδρου Σεγκόπουλου, κληρονόμου του ποιητή, αρνήθηκα να την δεχτώ ως δώρο,
μια και είχα κάπως «μπουχτίσει» από Καβαφικές ποιητικές επανεκδόσεις με
σύγχρονες εισαγωγές και προλόγους των απάντων του. Αυτές τις «λαθραίες»
κυκλοφορίες σε καροτσάκια έξω από τους σταθμούς, σε παλαιοπωλεία, και τις
δεκάδες μελέτες που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν μετά τον θάνατο του αλεξανδρινού
ποιητή και είχαν υπερβεί κατά πολύ τον συνολικό αριθμό των «επίσημων» 154
ποιημάτων του. Φτάσαμε στο σημείο να διαβάζουμε περισσότερο τα δοκίμια και τις
μελέτες για την ποιητική του παρουσία και την σεξουαλική του ιδιαιτερότητα παρά
να χαιρόμαστε τα ίδια τα ποιήματά του. Η δοκιμιακή εργασία του αιγυπτιώτη
πεζογράφου Στρατή Τσίρκα, ας μου επιτραπεί να γράψω, ότι δεν με είχε
ικανοποιήσει όσο περίμενα σχετικά με την περίπτωση Καβάφη, (κάπως λεπτομερειακά
σοφιστικέ βρε παιδί μου) είχα στρέψει το βλέμμα μου προς τα βιβλία του
αιγυπτιώτη, γεννημένου στον Πειραιά Τίμου Μαλάνου και του Μάριου Βαϊάνου μεταξύ
άλλων. Εξάλλου, είτε αυτοί που τον γνώρισαν από κοντά είτε αυτοί που είχαν
αλληλογραφία μαζί του είτε όσοι μεταγενέστεροι μελετητές του, έγραφαν για την ποίησή
του και εξέταζαν τον βίο του, έδιναν ο κάθε ένας και κάθε μία την δική τους
εκδοχή και ερμηνείας απάντηση για την ερωτική του ζωή. Ψάξε βρες προσπέρνα για
να μάθεις. Χάνεις την μπάλα μέσα από δαιδάλους βαθυστόχαστων ερμηνειών, δίχως
να γεύεσαι την χαρά ή την πίκρα, την ερωτική αίσθηση ή το γέρικο κλάμα των
αναμνήσεων του φιλήδονου ποιητή. Συλλέκτης δεν ήμουν, και εφόσον το ενδιαφέρον
μου είχε στραφεί στην ποίηση του Κωστή Παλαμά, το εν εξελίξει έργο του Οδυσσέα
Ελύτη που είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, στο Ημερολόγιο και τις Δοκιμές του ποιητή
Γιώργου Σεφέρη, μία πρώτη έκδοση των Καβαφικών ποιημάτων θα μου ήταν «άχρηστη».
Τις ανάγκες μου τις κάλυπτε η έκδοση του «Ίκαρου» και άλλες με τα ανέκδοτα πεζά
του και τα αποκηρυγμένα του, παλαιότερων χρόνων που κυκλοφορούσαν ακόμα στις
προσθήκες των βιβλιοπωλείων.
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, παρά
του ότι με έλκυε με έναν μυστικό τρόπο, με ερέθιζε ερωτικά, αγγίζοντας εσώτερες
των ψυχικών μου διαθέσεων ερωτικές χορδές, σωματικές επιθυμίες και αναταράξεις,
ένιωθα ότι απείχε από την ερωτική πραγματικότητα την οποία βιώναμε σαν έφηβοι
του τέλους της δεκαετίας του 1970, των δεκαετιών 1980 και 1990. Τα μεταχουντικά
χρόνια είχαν αρχίσει να κυλούν με τις ανάλογες πολιτικές αλλαγές και
δημοκρατικές κοινοβουλευτικές προσαρμογές, η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας είχε επανέλθει με την κυβερνητική εξουσία να την έχουν κόμματα και
πολιτικά πρόσωπα προερχόμενα από το προ-δικτατορικό κοινοβουλευτικό περιβάλλον
των δεκαετιών 1950 και 1960. Η άνοδος της λεγομένης σοσιαλιστικής κυβέρνησης
στην κυβερνητική εξουσία με τις τομές και αλλαγές της στο οικογενειακό δίκαιο
είχε φέρει ανατροπή στις κοινωνικές αντιλήψεις των ελλήνων και ελληνίδων. Ενώ,
μία καινούργια φονική αρρώστια ως επιδημία είχε εμφανιστεί στις κοινότητες των
ομοφυλοφίλων που τσάκισε πολλές από τις ελπίδες τους για μεγάλο διάστημα.
Είχαμε πίσω μας όμως, τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του ΑΚΟΕ, την συνύπαρξη
της πολιτικής με τον έρωτα. Μιάς ερωτικής ατμόσφαιρας και έκφρασης πέρα από
διαχωρισμούς σε ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους, σε άντρες και γυναίκες, τα
προβλήματα και τα αδιέξοδα ήσαν κοινά, οφείλαμε να παλέψουμε και να αγωνιστούμε
ομού να αλλάξουμε νοοτροπίες και καθημερινές καταστάσεις, συμπεριφορές άλλες
φορές με επιτυχία άλλες φορές τρώγαμε τα μούτρα μας. Ο πολιτικός αγώνας μας από
κοινού με τις άλλες κοινωνικές ομάδες που αγωνίζονταν, μας εξασφάλιζε καλύτερα
εχέγγυα κοινωνικής επιτυχίας. Μόνο, πού, έπρεπε να προσέξουμε να μην
αφομοιωθούμε από το «σύστημα», πράγμα που δυστυχώς έγινε μια και εμείς όπως και
οι άλλοι, (ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι ομού) μετατραπήκαμε σε καταναλωτικά
προϊόντα διαφημιστικών προθέσεων. Βγήκαμε τσάρκα με τα φλάμπουρα της
επανάστασης και γυρίσαμε με πολύχρωμα σατέν και γοβάκια, ξεθωριασμένα των
ιδεολογιών ντεπιεδάκια, κουρασμένοι και εξαντλημένοι από χαμένη ηδονή,
καραβοτσακισμένοι από διαψεύσεις πολιτικών προσδοκιών και αχαλίνωτη
καταναλωτική σπατάλη. Είχαμε κατορθώσει επιτέλους και εμείς οι διαφορετικοί να
γίνουμε αποδεκτοί από το σύστημα που όλα τα αλέθει και όλα τα χωνεύει. Αυτοί
που θα θελήσουν να γράψουν στο μέλλον την ιστορία της ομοφυλόφιλης ερωτικής
επιθυμίας στην πατρίδα μας, θα αποδώσουν τα θετικά εύσημα αλλά και τα αρνητικά
επιτίμια ημών των ελλήνων μειονοτικών ομάδων, σε ένα κοινωνικό κίνημα το οποίο
ανδρώθηκε μαζί με τα νιάτα μας. Μαζί μας εκδηλώθηκε μαζί μας έσβησε. Αλλά, τι
γράψαμε παραπάνω, το Σώμα γερνάει γρηγορότερα από τις ελπίδες μας και τα όποια
ψυχικά και συνειδησιακά φτερουγίσματά μας.
Κάτι όμως υπήρχε που με «ενοχλούσε» με
ξένιζε στην ποίηση του Αλεξανδρινού ποιητή, κάτι που δεν μου επιτρεπόταν να
εκφράσω δημόσια, μια και ούτε τις φιλολογικές γνώσεις διέθετα, αλλά και ούτε
τις «τεχνικές» γνώσεις είχα ώστε να βγω μπροστά και να εκφράσω τις απόψεις μου
για τον αλεξανδρινό ποιητή. Άσε που το ερωτικό και ποιητικό «σινάφι» μου, θα με
έστελνε στο πυρ το εξώτερο αν τολμούσα να μιλήσω «αρνητικά» για τα ερωτικά
ποιήματα του Καβάφη –κάποιος με όμορα ερωτικά πάθη-ή στο τι πικρή αίσθηση μου
άφηναν καθώς τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα και επανερχόμουν κατά μόνας σε αυτά.
Εξάλλου, δεν ήσαν και τόσα πολλά, έτσι φύλαγα τις όποιες «ανόητες» και
«λανθασμένες» απόψεις μου για μένα, αντίθετα, με έθελγαν τα ποιήματά του που
είχαν ιστορικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο και σκηνογραφία. Τα ιστορικά πρόσωπα
των βυζαντινών αυτοκρατόρων και εκείνο το ηθικολόγο και αρχαιόπληκτο παιδαρέλι
της ένδοξης οικογένειας των Φλαβίων, ο Ιουλιανός που η Ιστορία τον στιγμάτισε
με ένα επίθετο με βαρύτητα ακατανόητη. Πέντε διαφορετικά Καβαφικά ποιήματα
ασχολούνται μαζί του, άραγε, για να τον δοξάσει ή να τον καταποντίσει στις
συνειδήσεις μας; Παμπόνηρη σφίγγα ο παρ’ ολίγον ιστορικός, αλεξανδρινός ποιητής
μας παρατηρούσε πίσω από τα παραπετάσματα του δωματίου του τρίβοντας ηδονικά τα
χείλη του. Άντε βγάλε άκρη με το τι εννοούσε και τι όχι. Που αρχίζει η μαρτυρία
της αληθινής Ιστορίας και που ο Μύθος της αφήγησης. Αισθανόμουν χωρίς να μπορώ
να το εξηγήσω καθαρά, σαν αναγνώστης της ποίησης του και σαν άτομο, με όμορα
ερωτικά πάθη και επιθυμίες με τον φημισμένο ποιητή, ότι ο ποιητής Κωνσταντίνος
Π. Καβάφης ήταν ένας γέρων ποιητής με την ερωτική του ιδιαιτερότητα, ο οποίος
έκλαιγε και αναθυμόταν παλαιότερες νεανικές του ερωτικές στιγμές, ερωτικά
συγκινητικά σωματικά «μεγαλεία» της περασμένης του ζωής. Σωματικά αγγίγματα,
βλέμματα όλο πάθος, εμπειρίες μακρινές, περασμένες, μισό αληθινές, μισό «κατασκευασμένες»,
μέσα στην αχλύ ενός σκηνικού μιάς άλλης ατμόσφαιρας, μιάς εποχής που έζησε ή
την φαντάστηκε και την οποία επαναπροσεγγίζει με ένα γεροντικό κλάμα,
επαναφέρει εικόνες της στην φαντασία του, όχι γιατί δεν τις έζησε αλλά ίσως
γιατί τις έζησε δίχως να της αποδώσει το ανάλογο βάρος της μελλοντικής
ανάμνησης. Είχα μπροστά μου-ας μου επιτραπεί το επίθετο-έναν περασμένης ηλικίας
ηδονοβλεψία ποιητή, γερασμένο, «παρφουμαρισμένο», σίγουρα κουρασμένο άτομο, που
αν δεν κάνω λάθος στην εκτίμησή μου, δεν δηλώνει ποτέ του μέσα στα ποιήματά
του-αυτά που διαθέτουν ερωτικό πρόσημο- το αυθεντικό, ρεαλιστικό πρόσωπο ή το
όνομα που έρχεται σε επαφή στην εποχή των
ερωτικών του εξορμήσεων. Είτε μας μιλά σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο,
είτε τα αποφεύγει, υιοθετώντας ιστορικές και μυθολογικές μάσκες περιγράφει
μισάνοιχτα σωμάτων αγγίγματα και αισθήσεις μιας ηδονής αυτό που οι νέοι της
ηλικίας της γενιάς μου ονομάζαμε ερωτική «ξεπέτα» στα ζούλα. Και το κυριότερο,
όπως το ανέμενε η δική μας ερωτική ηλικία που είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε στην
ερωτική πίστα, δεν μας φανέρωνε έναν πραγματικό και αληθινό έρωτά του. Έναν
ολοκληρωμένο σαν εικόνα νεαρό ή φανταστικό εραστή του που αισθηματοποιήθηκε και
φιλοτεχνήθηκε μέσα στο ποιητικό του σώμα. Ποιόν τέλος πάντων όχι ερωτεύθηκε ή
ήρθε σε επαφή-να μην γράψω άλλη λέξη-αλλά αγάπησε στα ερωτικά ταξίδια του. Αγάπησε
αληθινά κανέναν νεαρό εικοσιπεντάρη από τα λαϊκά αυτά παιδιά που ερχόταν σε
σαρκική επαφή, μισοντυμένος, ή ικανοποιούσε μόνο τις ορμές του σώματός του και
εξαφανίζονταν κατόπιν μέσα στην ανωνυμία και την σκόνη της πόλης; Άραγε ένιωσε
ψυχική έλξη για κανέναν από αυτούς τους νεαρούς που γνώρισε στα καφενεία και τα
άλλα χαμαιτυπεία; Ή μήπως του κάλυπταν μόνο τις αισθησιακές του ανάγκες,
μετατρέπονταν σε καλλιτεχνικά πορτραίτα των γεροντικών του αναμνήσεων. Τον
συγκίνησε για τον χαρακτήρα του κανένας νέος, αγάπησε τρυφερά κανένα από τα
ερωτικά του μοντέλα, και ας μην είχαν σαπφείρινα μάτια. Αγαπήθηκε από κανένα
από αυτά; ή γυρνούσε σπίτι του στην οδό Λειψίους στερημένος, βρίσκοντας την
ερωτική της στιγμιαίας ηδονής δικαίωση μέσα στην σωματική εικονογραφία τους στα
ποιήματά του; Και την μόνη δικαίωση που αισθάνθηκε, ήταν άραγε, όταν μας
περιγράφει στας δυσμάς του βίου του, γέρων και με κατασταλαγμένες τις ερωτικές
του ορμές, ώριμος, τις κρυφές, σύντομες, τυχαίες σωματικές του ερωτικές επαφές
και συνευρέσεις, ικανοποιήσεις των αισθήσεών του, ξαναζωντανεύοντας το παρελθόν
για εμάς. Γιαυτό διέθεται τα φυλλάδια με τα ποιήματά του μεμονωμένα και
ξεχωριστά; Αυτή η ερωτική όχι του φύλου αλλά του προσώπου αοριστία του
Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, του ποιητή Καβάφη, είναι που με προβλημάτιζε, ή θα
ασπαζόμασταν την θέση της συγγραφέως και ακαδημαϊκού Μαργαρίτας Γιουρσενάρ που
μας γράφει: «Ποιήματα ερωτικά, λοιπόν, δηλ. ποιήματα γνωμικά με θέμα τον
ερωτισμό μάλλον παρά τον έρωτα». Δηλαδή ο αλεξανδρινός ποιητής όπως οι αρχαίοι
ερωτικοί επιγραμματοποιοί μας μιλούν για το φαινόμενο και την λειτουργία, τις
διάφορες καταστάσεις του έρωτα, του ερωτισμού επιθυμίες παρά για τις δικές τους
ερωτικές εμπειρίες. Αναγωγές σε μυθικά και ιστορικά προσωπεία. Τον Καβάφη τον
δεχόμασταν σαν έναν ομοφυλόφιλο ποιητή των προηγούμενων δεκαετιών που μας
κέντριζε μεν με τις ωραίες αισθησιακές και ηδονικές του εικόνες, έναν ζωγράφο
της σωματικής ηδονής, έναν σκηνοθέτη μισοφανερωμένων ή ολοκληρωμένων της ηδονής
εμπειριών, που όμως, δεν «ταίριαζε» καθαρά και τόσο, με την φουριόζικη ορμή και
τον αψύ ερωτικό χαρακτήρα των νιάτων μας, της θέρμης της ερωτικής μας έξαψης
στην δική μας εποχή που αναζητούσε να αγαπηθεί σωματικά και να αγαπήσει. Να
χαθεί μέσα σε ότι αναζητούσε στου σώματος και της ψυχής τα μονοπάτια. Να
συγκεκριμενοποιήσει το πρόσωπο που έχει δίπλα του έτσι ώστε να είναι το σημείο
αναφοράς του έρωτά του, να πορευθεί μαζί του, σιμά του μέσα στην κοινωνία, και
να συμβεί το ίδιο με εκείνο για σένα, τον άλλον. Διαισθανόμασταν δηλαδή, ότι η
κάψα της ηδονής θα φύγει, θα μείνει όμως η ειλικρινής αγάπη εφόσον υπάρχει ή
υποψιαζόμασταν ότι έπρεπε να αγωνιστούμε για να καλλιεργηθεί, και αυτό, αν δεν
λαθεύω ερμηνευτικά και όχι ηθικά, δεν το συναντούσαμε στα ερωτικά ποιήματα
του αλεξανδρινού, έλλειπε αυτό το
βαθύτερο ερωτικό κάτι που δικαιώνει την ερωτική παρέκκλιση και προσφέρει
αγαλλίαση στις αναταράξεις της ψυχής και την συνείδηση και όχι μόνο στις
εξωτερικές της λαγνείας αισθήσεις. Κάτι, όχι ασφαλώς μόνο για τους
ομοφυλόφιλους αλλά και για τους ετεροφυλόφιλους επιθυμητό και ευκταίο,
προσδοκώμενο σε αυτές τις νεαρές ηλικίες που αποζητάς να φτερουγίσεις με άλλες
ψυχές για να αποφύγεις τις απότομες καιρικές ερωτικές αναταράξεις και τα
αστροπελέκια των ξαφνικών χωρισμών και ερωτικών διαψεύσεων. Θέλαμε να ζήσουμε
το δικό μας «παραμύθι» του έρωτα. Φυσικά ο ποιητής, ήταν ο φανερός της δημόσιας
εικόνας «μέντοράς» μας. Ένας έλληνας ποιητής της ελληνικής διασποράς,
οικονομικά «ξεπεσμένος» ο οποίος έζησε μέσα σε σκιές κεριών, παμπάλαια έπιπλα
και παλαιά στόρια, σιωπές και υπεκφυγές. Σε ένα σπίτι κοντά σε οίκους ανοχής
και κοιμητήρια, ερωτικών φαντασμάτων σκιές. Ένας ποιητής που απέκτησε από πολύ νωρίς
φανατικούς φίλους θαυμαστές αλλά και φανατικούς αρνητές, ο οποίος σαν άλλος
«θεατρίνος» σκηνοθέτης ολκής της τέχνης της ποιήσεώς του, σχεδίαζε και στην
παραμικρή της λεπτομέρεια την δημόσια εικόνα του και αυτή των ποιημάτων του, τα
προσάρμοζε στο εκ των υστέρων κλίμα του που εκείνος ήθελε να δούμε, να ζήσουμε.
Ποιήματα τολμηρά, χάδια ηδονής, τα οποία έγραφε σε μονόφυλλα και μοίραζε στους
φίλους και θαυμαστές του δίχως να τον ενδιαφέρει να τα συγκεντρώσει σε ένα
βιβλίο. Η ποίησή του έμοιαζε σαν την στωική κουρασμένη και νοσταλγική φωνή ενός
γέρου ο οποίος αναθυμάται περασμένες του ερωτικές σκηνές, ερωτικά στιγμιότυπα
και ατμόσφαιρες υγρές, της κρυφής ηδονής καταστάσεις, και δεν μπορεί ή δεν του
επιτρέπεται, ή δεν θέλει να μας αποκαλύψει ολοκληρωτικά, την πραγματική τους
αλήθεια, στις θετικές και αρνητικές βιωματικές της πληρωμένες διαστάσεις. Η
φωνή του αισθησιακή και ώριμη, ρεαλιστική και ταυτόχρονα λυρική έρχονταν σε
εμάς από το προσωπικό του παρελθόν, εμπειριών, με αποσιωπήσεις, στεναγμούς, κρυφούς
ερωτικούς σπαραγμούς, θαυμαστικά σωματικών περιγραφών, σωματικά λαχανιάσματα
και της ηδονής ανάσες. Αρχαίους συμβολισμούς δανεισμένους από την ελληνική
μυθολογία και ελληνιστική ιστορία, την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας και
των ηγετών της, Καλλιμάχειας νοοτροπίας, ιστορικά λειτουργήματα οργανωμένα και
απλωμένα σε μία ερωτική εικονογραφία όπου κατά περίεργο τρόπο τα πρόσωπα των
τυχαίων, νεαρών 25αρηδων λαϊκών εραστών του ποτέ δεν μας φανερώνονται, δεν μας
παρουσιάζονται στην πραγματικότητά τους και στα πάθη τους, παρά μόνο μέσα από
προσωπεία και βαρειά παραπετάσματα, προερχόμενα από την αρχαία ελληνική λυρική
ερωτική και επιτύμβια ποίηση, από ιστορικές σκηνογραφίες σε σκοτεινές φάσεις
της σελήνης των κρυφών ερώτων. Τα
ερωτικά σώματα αναδύονται μέσα από τα κενά εκφράσεων, δηλωτικών των
ανεκπλήρωτων πόθων στην πλήρωσή τους. Πίσω από λέξεις ακριβολόγες μεν αλλά
απρόθυμες να μας δηλώσουν το αληθινό και όχι το ιστορικό προσωπείο του τυχαίου
εραστή του, που φέρουν τα βάρος μιάς αοριστίας των χρόνων του. Μέσα στην ποίηση
του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη υπάρχει μάλλον κάτι το «νοσηρό», το αινιγματικά
αφανέρωτο ακανθώδες, ο Καβάφης δεν αφήνει να φανερωθούν οι πραγματικές του
προθέσεις ίσως και ενοχές για την καταπιεσμένη και «αμαρτωλή» ηδονή του. Είναι
τολμηρός ή φοβισμένος αλήθεια και πόσο; Ο ίδιος εξέταζε και ακριβοζύγιαζε με
προσοχή τις λεπτομέρειες του ποιητικού του καμβά, επιλέγει το σκηνικό και τις
ανάλογες λέξεις λές σε μία αμφισημία αποδοχής της αλήθειας του. Στο πώς θα το
περιγράψει, τί θα άφηνε να φανερωθεί προς τα έξω για την ερωτική του ζωή, μισό
φανταστική μισό αληθινή άραγε; στα μάτια του μελλοντικού αναγνώστη. Μέσα από
μισόλογες αποκαλύψεις, ερωτικές ονειροπολήσεις φλογερών σωματικών στιγμών,
σεμνότυφες υπεκφυγές, αποδοκιμασμένες από την κοινωνική ηθική ερωτικές προβολές
εικόνων, άλλοτε ισχυρή και έντονη άλλοτε μαλθακή εκφραστικότητα, εκμυστηρεύσεις
της μνήμης, εικόνες καλοκαιρινού σκηνικού και κλειστών δωματίων αιθουσών γεμάτα
καπνούς, σε χαρτοπαικτικές λέσχες, καφενεία της ανατολής που μπορούν να συμβούν
τα πάντα, ακόμα και στον έρωτα. Ένα βαλιτσάκι και τα ανάλογα χρήματα και όλα
τελειώνουν πριν αρχίσουν. Καταγράφονται στην άτιμη μνήμη που δεν συγχωρεί πρώτη
αυτή τις παρεκκλίσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα και σήμερα και το
άρθρο του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, ο οποίος
εξακολουθεί να δημοσιεύει ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής μας.
Ο Χάρης Μεγαλυνός αντιμετωπίζει την ποίηση του Αλεξανδρινού σαν μία ποίηση που
εκφράζει και κινείται μέσα στην σωματική πτώση και την βιολογική παρακμή και
δεν έχει άδικο. Η ποίηση του Καβάφη είναι-σε ένα μέρος της τουλάχιστον-η φωνή της
σωματικής ηδονής σε πτώση, που έχει παρέλθει αποτυπωμένη στην μνημονική
ιχνογράφηση όπως την συγκράτησε ο ποιητής. Η σωματική ηδονή επανέρχεται ως
αίσθηση στην επιφάνεια του χρόνου, ένα φάσμα εικόνων μισοσκότεινων και
ομιχλώδους ατμόσφαιρα. Περιγραφές προηγούμενων καταστάσεων που έζησε, δοκίμασε,
απόλαυσε σε νεαρή ηλικία, πριν αρχίσει η αποτίμηση των αποκηρυγμένων ή
αποδεκτών καταστάσεων από τον χρόνο, σχηματίζοντας το είδωλο της σωματικής
παρακμής, το ταμπλό της ποιητικής αισθητικής του, σαν άλλο πορτραίτο του
Ντόριαν Γκρέυ, του άγγλου αισθητή Όσκαρ Ουάιλντ Η παλαιά σκοτεινή ηδονή είναι η
ύλη με την οποία ο ποιητής μας εικονογραφεί το σύμπαν της ηδονής του. Το Σώμα
θυμάται και ξανά ζει, αναβιώνει εκ νέου τις παρελθούσες της ηδονής καταστάσεις
που βίωσε και τώρα οργανώνει την πλούσια εικονογραφία του καθιστώντας τις
περασμένες στιγμές αισθητικό γεγονός, ποιητικό συμβάν. Το σύμπαν αυτό της Καβαφικής
ηδονής δεν εκφράζει μόνο την δική του περίπτωση αλλά αγγίζει και συγκινεί και
εμάς, στις δικές μας ερωτικές αναγωγές αλλά και ενστάσεις των ερωτικών του
αποκαλύψεων και αναμνήσεων. Αυτή η «κλαίουσα» αντρική αναπαραστατική ερωτική εικονογραφία
καταλήγει σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα, μία συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό
του μέσω της ποιητικής καλλιτεχνίας. Ένας λόγος περί αισθητικής και των
αποτελεσμάτων της με «προαγωγό» το αντρικό ομοφυλόφιλο βλέμμα. Τα ποιήματα του
Καβάφη δεν είναι απλά ερωτικά ποιήματα, είναι ποιήματα τα οποία αναφέρονται
στην οντολογία της αισθητικής, της ανθρώπινης κατάστασης ως παρακμή. Είναι ένας
λόγος περί της στιγμιαίας ερωτικής επαφής, της πτώσης του σώματος και της εκ
των υστέρων καθάρσεών του, μέσω ενός σκηνικού πλαισίου αισθητικών αναφορών και
επισημάνσεων. Η μνήμη του Καβάφη είναι επιλεκτική και κυρίως αισθητική. Τα
ερωτικά πρόσωπα στον Καβάφη, τα πράγματα, τα αντικείμενα, οι καταστάσεις και ο
περιβάλλον χώρος βρίσκονται όλα μέσα σε ένα αισθητικής κάδρο, λειτουργούν και
εκφράζονται μέσα σε αυτό. Όχι της φύσης περιβάλλον όπως των αρχαίων ελλήνων
επιγραμματοποιών αλλά σε ένα καθαρά αστικό, των μεγαλουπόλεων περιβάλλον. Όλα
τελούνται κάτω από την εποπτεία και το βλέμμα της Πόλης. Ακόμα και τα Τείχη της
δεν περικυκλώνουν και προστατεύουν την ίδια αλλά και όσους ερωτικά κατοικούν
μέσα στα σοκάκια και τους υγρούς δρόμους της, τα σκοτεινά της σημεία.
Και τα έξη κείμενα του αφιερώματος φωτίζουν
από την σκοπιά τους την περίπτωση Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ενός ποιητή της
«διασποράς», της περιφέρειας του ελληνισμού, της ελληνικής κοινότητας της
Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Δεν αντιγράφονται ποιήματά του στο Αφιέρωμα, εκείνα
τα χρόνια οι επανεκδόσεις των ποιητικών απάντων του από τις εκδόσεις «Ίκαρος»
ήσαν πολύ διαδεδομένες στο αναγνωστικό κοινό της ποίησης και στους αναγνώστες και
λάτρεις της ποίησης της γενιάς μου.
Το έργο του
Κωνσταντίνου Π. Καβάφη εξακολούθησε-μετά τον θάνατό του- και συνεχίζει να
προκαλεί το ειλικρινές και αμείωτο ενδιαφέρον του ελληνικού και παγκόσμιου
κοινού του ποιητικού λόγου. Αν αναλογιστούμε τις εκατοντάδες μελέτες και άρθρα
που έχουν δημοσιευτεί από τότε, και τους τίτλους βιβλίων που έχουν κυκλοφορήσει
στην ελλάδα και παγκοσμίως για την ποίησή του και τον ίδιο, δεν θα ακουστεί
υπερβολικό αν λέγαμε, ότι ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, είναι ο πλέον πολυμεταφρασμένος
έλληνας ποιητής μας, όπως οι γραμματολόγοι αποδέχονται. Έχουν γραφεί τα
περισσότερα σχόλια και μελέτες, δημοσιεύματα, παραπομπές, από οποιονδήποτε
άλλον έλληνα ποιητή μέχρι σήμερα στην νεότερη ιστορία των ελληνικών γραμμάτων.
Οι έλληνες ποιητές και λόγιοι, διανοούμενοι και δοκιμιογράφοι, με σχεδόν
«πληθωριστική» επαναληπτικότητα επανέρχονται στο έργο του Αλεξανδρινού
δημιουργού. Θα τολμούσαμε να σημειώσουμε ότι κάθε νέος έλληνας ποιητής θεωρεί
«υποχρέωσή» του να γράψει για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, να μιμηθεί το ύφος και
την τεχνική του, να του αφιερώσει ποιήματά του, να υιοθετήσει φράσεις και λέξεις
του. Να χρησιμοποιήσει στίχους του ως γνωμικά τσιτάτα. Τα μελετήματα και τα σχόλια
τα οποία δημοσιεύονται και τον αφορούν είναι τόσα πολλά, ώστε ορισμένες φορές να
επικαλύπτονται ιδέες, θέσεις, οπτικές και ποιητικές εκδοχές για τα διασωθέντα
ποιήματά του και την ποιητική του. Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης κέρδισε το
στοίχημα με το χρόνο ενώ οι προβολείς της εξέτασης της πορείας του είναι και παραμένουν
ακόμα αναμμένοι. Είναι ο πρώτος και ο μόνος έλληνας ποιητής πού παρά την
ιδιαιτερότητα της ποιητικής εξομολογητικής του φωνής, μπήκε «ομαλά» και δίχως ή
καθόλου αναγνωστικούς κραδασμούς, στα σπίτια των αστών και των προλετάριων
ελλήνων χωρίς αντιστάσεις. Διαβάστηκε και εξακολουθεί να διαβάζεται από όλες
τις γενιές των ελλήνων και ελληνίδων, σαν μία εξομολογητική ερωτική φωνή η οποία δεν έχει απολέσει τίποτα από την
ομορφάδα και την μαγεία της, η οποία εκφράζει όχι μόνο την κρυφή περιπέτεια της
σωματικής ηδονής αλλά και ενδόμυχους πόθους και καταστάσεις των σύγχρονων
αναγνωστών, δοκιμασίες του σώματος του έρωτα. Γιατί ο Καβάφης, εξέφρασε όχι
μόνο την ερωτική μνήμη των ανθρώπων αλλά και την περιπέτεια του γήρατος του
σώματος, της παρακμής και της πτώσης του, της αμαρτωλότητάς του. Και όταν λέμε αμαρτωλότητα εννοούμε το εξής. Η
αμαρτωλότητα από μόνη της,-μία πανανθρώπινη κατάσταση- (αν δεν είναι ένας όρος του
πολιτισμού ή στο μέτρο αξιολόγησης του θρησκευτικού δικαίου και του νομικού μας
πλαισίου) είναι αυθύπαρκτη, αυτοκίνητη, στέκεται οντολογικά από μόνη της, δεν
προϋποθέτει την αγιότητα, δεν την χρειάζεται για να υφίστανται και να γίνει
αντιληπτή και κατανοητή από τον άνθρωπο, αποδεκτή από το κοινωνικό σώμα, από το
ίδιο το υποκείμενο που την φέρει. Αντίθετα η αγιότητα από μόνη της δεν
υφίστανται, δεν μπορεί να υπάρξει ως κατάσταση, αν δεν υπάρξει προηγουμένως η
αμαρτωλότητα, εφόσον με αυτήν συγκρίνεται. Αμαρτία είναι η αστοχία όπως μας
είπαν σύγχρονοι θεολόγοι και χριστιανοί στοχαστές. Κανένας δεν υπήρξε «άγιος»
αν πρωτίστως δεν έχει υπάρξει «αμαρτωλός», μας φανερώνουν τα εκκλησιαστικά
συναξάρια, τα γραπτά πατέρων της θρησκείας, πχ. ο ιερός Αυγουστίνος, αυτό μας
τονίζουν μεγάλες προσωπικότητες της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως ο ρώσος Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι, ο έλληνας πεζογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο γάλλος
πεζογράφος Ζαν Ζενέ, ο άγγλος εστέτ Όσκαρ Ουάϊλντ και άλλες φωνές ανθρώπων της
θύραθεν παιδείας, ιστορίας, του πολιτισμού και της παράδοσης της ανθρωπότητας.
Για να επέλθει η Κάθαρση πρέπει να υπάρξει πρώτα η πτώση, η τραγικότητα, αυτό
δεν μας διδάσκει ο αρχαιοελληνικός λόγος της αρχαίας τραγωδίας; Η άνωθεν χάρις
σωτηρίας του ανθρώπου, σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση των μεγάλων συγκεφαλαιωτικών
μεταφυσικών μύθων, προϋποθέτει την πτώση για να μεταποιηθούν οι αστοχίες σε ευστοχίας
αποτελέσματα, μιάς ελπιζομένης και αναμενομένης ουράνιας κατάστασης, όπου ο
Άδης φωτίζεται και οι σκιές αποκτούν ξανά την μορφή της εικόνας τους και την λαλιά
τους. Το πρωτότυπο επανενώνεται με το αντίγραφό του ώστε να επέλθει η
πρωταρχική πληρότητα πριν την εμφάνισή του στον Κόσμο, αυτή που κυοφορεί τον
τετελεσμένο μύθο της. Η ηδονή των γεύσεων και απολαύσεων της ζωής, οι τόσο
απαραίτητες και αναγκαίες στον άνθρωπο, είναι οι επαναληπτικές ιστορικές
καταβασίες του ανθρώπινου όντος στις σκάλες του χρόνου. Ο Κωνσταντίνος Π.
Καβάφης μας μίλησε για αυτήν την σωματική πτώση του ανθρώπου, το σπάσιμο της
μορφής και της επανένωσής του μέσω της αισθητικής της μνήμης. Η μνήμη ως γεγονός
αισθητικής πλήρωσης και όχι ως βιωμένης πτώσης.
Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη εξακολουθούν
να με συντροφεύουν σαν υπομνήματα περασμένων ερώτων, σαν ερωτικές πνοές που χάθηκαν
και εξακολουθούν να με δροσίζουν, σαν μνήμη που έρχεται μετά από εμάς. Τίποτα δεν
είναι τυχαίο και άσκοπο στα Ποιήματά του και τίποτα δεν είναι αληθινό ή ψεύτικο
στην γραφή του. Είναι τα σήματα που σβήνουν σε αυτό που δεν μπορεί να οριστεί με
τις υπάρχουσες κουκκίδες της γλώσσας και επικοινωνίας μας. Είναι η αίσθηση της απόλαυσης
ενός καλο-μαγειρεμένου γεύματος, στην αναμονή της επόμενης γεύσης.
Τα Καβαφικά ποιήματα που εμβόλιμα συνοδεύουν και τα τρία κείμενα είναι από την έκδοση των Απάντων του "Ίκαρου", σε φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
26 Δεκεμβρίου
2023
ΥΓ. Ένας αυθεντικός,
αληθινός λαϊκός άντρας βραχνοκόκορας τραγουδιστής στις γειτονιές των αγγέλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου