Ο Καβάφης και η ομοφυλοφιλία του
του ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΛΗ
Τον είπαν ποιητή της παρακμής και δεν
είχαν άδικο. Ποιας παρακμής όμως, ποιανού ξεπεσμού είναι σημείο η ποίηση του
Καβάφη; Ποια παρακμή εκφράζει; Την παρακμή των αξιών και των αρχών ενός κόσμου
που άνθισε τον καιρό των παππούδων μας; Τον ξεπεσμό των ιδανικών του
ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που στο πνεύμα του έχουν τις ρίζες τους και απομυζούν
δυνάμεις οι εμπνεύσεις του; Τον γενικότερο ξεπεσμό του σημερινού κόσμου, του
ευρωπαϊκού πολιτισμού, που πάει να κλείσει ο κύκλος του και λύσεις πουθενά γύρω
του δε βλέπει;
Αντί ν’ απαντήσω στα δικαιολογημένα αυτά
ερωτήματα, θα αρκεστώ εδώ σε μια πιο σίγουρη και πιο απτή ερμηνευτική βάση της
παρακμής που επηρέασε άμεσα την ποιητική έκφραση του Καβάφη, ή, μάλλον, σε δύο
κοντινούς, άμεσους και οικείους κόσμους παρακμής που ερέθισαν, καθόρισαν και
έδωσαν το στίγμα της μοναδικής και ανεπανάληπτης ποιητικής παρουσίας του: τον
κόσμο της ξεπερασμένης, της φθίνουσας ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας απ’
τη μια μεριά’ κι απ’ την άλλη, τον πιο περιορισμένο, αλλά γι’ αυτό και πιο
αναγνωρίσιμο και πιο καθοριστικό κόσμο της βιολογικής παρακμής του ίδιου του
ποιητή.
Στο γύρισμα του αιώνα και τις πρώτες
δεκαετίες του, παλεύοντας ο Καβάφης με τις καλλιτεχνικές ροπές του και τις
εκφραστικές ανάγκες του, συνειδητοποιεί την υπαρκτή γύρω του παρακμή, τον
υποκριτικό μοραλισμό και τις ενδοτικές, υποτακτικές τάσεις του ελληνισμού της
Αιγύπτου που χάνει διαρκώς έδαφος και ξεπέφτει από τα μεγαλεία του και
συγχρόνως βλέπει ότι και ο ίδιος χάνει έδαφος, φοβάται τα γερατειά και το
θάνατο και αυτό είναι ολοφάνερο στα ποιήματά του και είναι ένας άλλος
σημαντικός μοχλός και κίνητρο των εμπνεύσεών του.
Τον ίδιο καιρό (και είναι χαρακτηριστικό)
στην ελληνική μητρόπολη επικρατούν οι φωνές της ποιητικής αισιοδοξίας που
ψέλνουν ηρωϊκά εμβατήρια, οραματίζονται καλύτερες μέρες, προοιωνίζουν κι
αργότερα εξυμνούν τα τρόπαια των βαλκανικών πολέμων κι ο κορυφαίος του χορού, ο
Παλαμάς βγάζει κορώνες μεγαλοϊδεάτικου παραληρήματος.
Στον κόσμο του Καβάφη ωστόσο, την
Αλεξάνδρεια, ένα υπόλοιπο ελληνισμού εγκλωβισμένο, περιφρουρούμενο,
πολιορκημένο, βλέπει το εμπόριο και την ευημερία του να περνάει στα χέρια και
στη ζωή των Εγγλέζων και των Εβραίων, βλέπει να χάνεται «ο ωραίος του βίος» κι
ο ποιητής, μονήρης, σε κοινωνική πτώση, αφού η οικογένειά του- μεγαλοαστών,
εμπόρων- έχει χάσει τα πλούτη της κι οι μέρες της δόξας της έχουν παρέλθει,
σκύβει με πάθος στα βιβλία του μεγάλου, παλιού ελληνισμού του οποίου είναι
πνευματικός απόγονος.
Όπως οι Έλληνες της παρακμής του
αρχαίου κόσμου, έτσι κι οι Έλληνες της καβαφικής Αλεξάνδρειας, ξεπεσμένοι και
μακριά από τη μητρόπολη, δηλαδή απροστάτευτοι, αφημένοι στην τύχη τους, είναι
έτοιμοι να παρουσιαστούν κιόλας στις αυλές των ισχυρών, έτοιμοι να αλλάξουν το
περιεχόμενο της ιδεολογικής τους βιτρίνας, να προσεταιριστούνε οποιονδήποτε για
να επιβιώσουν. Τα συμπτώματα αυτά της παρακμής που δε διαφεύγουν από την
προσοχή του Καβάφη, μαζί με τόσα άλλα που εμπνέουν την ποίησή του, γίνονται
σταθεροί στόχοι της ειρωνείας του, γίνονται τα όπλα του, όταν αντιμετωπίζει τον
συντηρητισμό της κοινωνίας, κι ένα μέσο εκτόνωσης από την καταπίεση που ασκεί
στις φυσικές ροπές του.
Έτσι το άλλου είδους κατρακύλισμα της
κοινωνίας από την οποία πρέπει να φυλάγεται για να μην του κλείσει τις πόρτες,
της κοινωνίας που είναι έτοιμη να τον απομονώσει χτίζοντας τείχη γύρω του, τον
βολεύει, γίνεται το όπλο του, του δίνει τη δυνατότητα να χτυπήσει προτού δεχτεί
ο ίδιος ανοιχτή επίθεση.
Αλλά πιο πολύ κι απ’ αυτές τις εικόνες
του ξεπεσμού-της οικογένειας και της Ελληνικής Αλεξάνδρειας-, η προαίσθηση και
η αίσθηση της ατομικής, της δικής του πτώσης, φαίνεται να χαράξει το δρόμο της
ποίησής του. Ο Καβάφης δεν παρουσιάστηκε στα γράμματα σαν παιδί-θαύμα, όπως
τόσοι άλλοι νεοέλληνες ποιητές που καυχούνται πώς άρχισαν να γράφουν αξιόλογη
από τα μαθητικά τους χρόνια, ούτε και στα πρώτα νιάτα του άρχισε να γράφει.
Το 1900 είναι 37 χρονών και σύμφωνα με
τον κυριότερο μελετητή του, τον Τίμο Μαλάνο, τα λίγα ποιήματα που έχει γράψει
ως τότε «όχι μόνο δεν έχουν ίχνος πρωτοτυπίας, μα τουναντίον μας δείχνουν κι
ένα μετριότατο και ασήμαντο ποιητή, που ακολουθεί με ανοστιά τα ρομαντικά
βήματα των τότε ποιητών». Και η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στην «Κριτική παρουσίαση
του Καβάφη» λέει πως «από όσα ποιήματα έγραψε ως τα πενήντα του χρόνια, δε
διατήρησε παρά ελάχιστα κι αυτά τα λίγα μάλιστα σώθηκαν ως εμάς με
μεταγενέστερες διορθώσεις».
Ο ίδιος το παραδέχτηκε. «Είμαι ο
ποιητής του γήρατος, είπε. Τα ζωηρότερα γεγονότα δε με εμπνέουν αμέσως.
Χρειάζεται να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι»*
Έτσι στην ποίησή του καταθέτει την
ερωτική αυτοβιογραφία του συν… Συν όλα τα άλλα που διαβάζονται ανάμεσα απ’ τις
γραμμές και περ’ απ’ τα απτά δεδομένα, όλα τα άλλα που είναι η ποίηση του
Καβάφη.
Όσο ζούσε αληθινά τη ζωή του, όσο
διένυε την ανοδική πορεία του, «στον έκλυτο της νεότητός του» βίο, ελάνθανε η
ποίηση. Μορφώνονταν όμως από τότε οι βουλές της. Η γεμάτη ζωή, η απόλυτη ζωή,
δεν έχει ανάγκη από καμιά ανακύκλωση, από καμιά ανάπλαση-αρκείται στον εαυτό
της, δεν αφήνει χώρο για την ποίηση. Συνήθως όμως η ζωή ενός ομοφυλόφιλου, από
ένα σημείο και πέρα, παύει να είναι πλήρης, η περιπέτεια μένει λειψή, η
απόλαυση της ηδονής γίνεται δύσκολη και τα σημάδια του χρόνου πολύ πιο αισθητά.
Οι μνήμες του παρελθόντος τότε ζωντανεύουν.
Για το μέσο αστό που αρχίζει να
γερνάει παράλληλα με τη σύντροφο της ζωής του, για το νοικοκύρη που τον
απορροφούν οι φροντίδες των παιδιών και η αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων, η
νοσταλγική αναδρομή στη χρυσή εποχή των νεανικών χρόνων δεν είναι πρώτη ανάγκη.
Για μοναχικές ψυχές όμως, με ιδιαίτερη ευαισθησία, για τις ανήσυχες ψυχές των
ποιητών, η τραγική βυθοσκόπηση του ερωτικού παρελθόντος γίνεται αναπόφευκτη.
Φυσικά όλοι οι ευαίσθητοι δε γίνονται
ποιητές και όλοι οι ανήσυχοι ποιητές δε γίνονται, στην κρίσιμη ηλικία τους,
μεγάλοι. Στην περίπτωση του Καβάφη όμως υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε όλα αυτά
να πάρουν άλλες διαστάσεις και να φέρουν άλλα αποτελέσματα. Στην κρίσιμη στιγμή
ο Καβάφης συνάντησε και αναγνώρισε τη μεγάλη ποίηση που έκρυβε μέσα του. Της
δόθηκε και του δόθηκε σα συμπλήρωμα και σα συνέχεια της ζωής. Τέχνη- ουσιαστική
παρηγοριά και τέχνη- χώρος επανάστασης κι ελευθερίας.
Με την ποίηση ο Καβάφης ξαναδίνει
εξαγνισμένο ό,τι η κοινωνία θεωρούσε ακόλαστο, ανακαλεί στο χώρο της τέχνης τα
περιστατικά της ζωής του (συχνά με έμμεσο τρόπο, δεν έχει σημασία), τα πρόσωπα
των ερώτων του, τις πράξεις της ηδονής για να τις ξαναζήσει αισθητικά και να
τις μοιραστεί με τους νέους κάθε ηλικίας και κάθε εποχής.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής
μου
είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι.
……………………………………………..
Τα φαρμάκια σου φέρε Τέχνη της
Ποιήσεως,
που κάμνουνε –για λίγο-να μη νιώθεται
η πληγή.
(Μελαγχολία του Ιάσωνος
Κλεάνδρου)
Ποιό απόσταγμα να βρίσκεται από
βότανα…
Ποιό απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο…
που για μια μέρα να με φέρει
ξανά τον φίλον μου στα είκοσι δύο του
χρόνια
να με φέρει ξανά την εμορφιά του, την
αγάπη του.
(Κατά τις συνταγές αρχαίων
Ελληνοσύρων μάγων)
Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω…
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου
χρόνια κείται…
(Μακρυά)
Είν’ ένας γέροντας εξηντλημένος και
κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια κι από
καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να
κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα
νειάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους
λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι
οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
Ο Τίμος
Μαλάνος λέει ότι η ποίηση του Καβάφη είναι γεμάτη τόσο πολύ προσωπικό (και
ιστορικό θα ‘λεγα εγώ) παρελθόν, ώστε μοιάζει με ποίηση μιας ζωής συμπληρωμένης
ή μάλλον με ποίηση ενός γέρου, που μεθά με το όποιο των περασμένων.
Τα ώριμα, λοιπόν, ποιήματα, τα
Καβαφικά ποιήματα του Καβάφη γράφτηκαν σε ώριμη ηλικία. Εξάλλου, μέχρι το
θάνατό του, μέρος μόνο της ποίησής του γνωρίζουνε λίγοι εκλεκτοί, φίλοι και
θαυμαστές του, από τα μονόφυλλα που ο ίδιος τους μοίραζε και από σκόρπια
δημοσιεύματα σε περιορισμένης κυκλοφορίας περιοδικά. Στο σύνολό τους τα
ποιήματά του δεν τα παρέδωσε στην πλατειά δημοσιότητα. Τα κρατούσε για να τα
ξανακοιτάξει και να τα τελειοποιεί, αποφασίζοντας μια νεώτερη μορφή τους,
βασισμένη στην πιο εξελιγμένη, πιο πλούσια κάθε φορά ποιητική του πείρα, καθώς
περνούσαν τα χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις περνούσαν πολλά χρόνια προτού
ξανακοιτάξει ένα ποίημα και γενικά μπορούμε να πούμε ότι η μορφή που τελικά τον ικανοποιούσε την πήρανε
τα ποιήματά του, όταν ο ποιητής και ο άνθρωπος Καβάφης είχαν φτάσει σε μια
προχωρημένη ωριμότητα.
Στο μεταξύ έζησε τη ζωή του ο άνθρωπος
Καβάφης, ο ερωτικός, ο ομοφυλόφιλος, ο κοσμικός, ο καλλιεργημένος και ολίγον
ποιητής. Από νωρίς είπε το μεγάλο «ναι» στις φυσικές ροπές του. Αν έλεγε «όχι»,
ήσυχο δεν θα τον άφηνε εκείνο το «όχι» σ’ όλη του τη ζωή.
Αφέθηκε και πήγε κι έδωσε το σώμα του
στις ηδονές, στις απολαύσεις τις ονειρεμένες, χωρίς κανένα φόβο, ελευθερωμένος
από την πρόληψη.
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκε κ’
επήγα
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μεσ’ στο μυαλό μου
ήσαν,
επήγα μεσ’ την φωτισμένη νύχτα.
Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
(Επήγα)
Δύσκολο
βέβαια αν όχι αδύνατο, ν’ ανιχνεύσει κανείς, παρ’ όλες τις κατοπινές ομολογίες
του, την πραγματική ζωή του όλ’ αυτά τα χρόνια. Οι ημερολογιακές καταγραφές
του, τ’ ανέκδοτα ποιήματα και το υπόλοιπο υλικό του αρχείου δε φαίνεται να
βοηθάνε περισσότερο, να μας φέρνουν πιο κοντά στα πραγματικά ερωτικά του
βιώματα, να μας παρουσιάζουν, έστω σκιωδώς, τα αληθινά πρόσωπα που στάθηκαν η
αφετηρία και το πρώτο υλικό- για να μην πω οι μούσες- για τη δημιουργία μιας
πολυπρόσωπης ποιητικής πινακοθήκης ερωτικών νέων.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, τι θα
ενδιέφεραν τελικά οι λεπτομέρειες των κινήσεων και τα καθέκαστα των πράξεων μια
ζωής, όταν έχουμε τις ομολογίες του πρωταγωνιστή της, που δεν αφήνουν αμφιβολία
για τις γενικές γραμμές του σεναρίου;
Απ’ την άλλη μεριά είναι φυσικά
αστείες οι προσπάθειες μερικών σεμνότυφων που επιμένουν σώνει και καλά να
υπερασπισθούν την «αθωότητα» του ποιητή και να τον απαλλάξουν από ό,τι οι ίδιοι
θεωρούν μίασμα και εκείνων που αμφισβητούν την ύπαρξη ομοφυλόφιλων εμπειριών
στη ζωή του Καβάφη. Μου θυμίζουν τα αφελή και καταδικασμένα λεκτικά εφευρήματα
των δασκάλων μας της Μέσης που δεν θέλουν ν’ αγγίξουν το ταμπού της
ομοφυλοφιλίας μέσα στην τάξη.
Ο Ατανάζιο Κατράρο αποδίδει «τις
κατηγορίες και τις φλυαρίες» που ακούγονταν σχετικά με την ιδιωτική ζωή του
Καβάφη στη «μανία του να παρουσιάζεται διαφορετικός από τους άλλους» και στην
ευχαρίστηση που ένιωθε «να σκανδαλίζει τους Φιλισταίους» επινοώντας τις
αμαρτίες του!
Από όσα μπορούμε να ξέρουμε το σενάριο
της ερωτικής ζωής του Καβάφη, αν όχι νωρίτερα, αρχίζει στην Κωνσταντινούπολη
στα 1883. Ήταν τότε 20 χρονώ. Στις σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου αναφέρεται
και το πρόσωπο. Ένας ξάδερφός του, ο Γεώργιος Ψύλλιαρης, γιός της αδερφής της
μητέρας του. Αλλά και άλλες πολλές εμπειρίες μπορεί να είχε στη
Κωνσταντινούπολη τα δυο χρόνια που έμεινε εκεί. Είχε πολύ περισσότερη ελευθερία
να κινείται μοναχός του από ό,τι στην Αλεξάνδρεια αργότερα. Ακόμα και να ξενοκοιμάται
μπορούσε, αν ήθελε να διασκεδάσει με τον τρόπο του, χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι,
καθώς φιλοξενούνταν σε δύο συγγενικά σπίτια οικογενειών που δεν τα είχανε
μάλιστα και πολύ καλά μεταξύ τους και δεν ήταν εύκολο να ξέρουν οι μεν, αν
πέρασε τη νύχτα του στους άλλους ή όχι.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τον
ίδιο καιρό, από την Κωνσταντινούπολη, γράφοντας στους φίλους του της
Αλεξάνδρειας, δεν ανέφερε ποτέ καμιά ερωτική του σχέση, ενώ εκείνοι του γράφανε
πάντα πολλά για τις ετεροφυλόφιλες ερωτικές τους περιπέτειες.
Εξάλλου αργότερα, σε προχωρημένη
ηλικία, ο ίδιος μιλώντας σε φίλους του λόγιους, δεν έκρυψε κάποιες ομοφυλόφιλες
εμπειρίες που είχε νέος, τότε, στην Κωνσταντινούπολη.
Μια πολύ ζωντανή και αδιάψευστη
μαρτυρία έχομε από την ανιψιά του Χαρίκλεια που πέθανε προ δύο ετών. Την είδαμε
στην τηλεόραση και την ακούσαμε να λέει σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Φρέντυ
Γερμανού, ότι το ήξερε από 15 χρονώ ότι ο θείος της ήταν ομοφυλόφιλος. Της το
λέγανε οι φίλες της και οι νεαροί φίλοι της. Της το είχε ακόμη συζητήσει και ο
άλλος θείος της, ο Τζών, και όχι μόνο για τον ποιητή, αλλά και για τον αδερφό
του τον Παύλο, γιατί όπως ξέρουμε, δύο ομοφυλόφιλους έβγαλε η οικογένεια. Ο
ίδιος ο ποιητής, ήταν πολύ αξιοπρεπής και σοβαρός για να του αποτολμήσει κανείς
σχετικές ερωτήσεις. Αλλά και από όσα θυμότανε η ίδια η ανιψιά, που ήταν και η
τελευταία απόγονος της οικογένειας των Καβάφηδων, ποτέ δεν καταδεχόταν να
διαψεύσει ή να συζητήσει παρόμοια σχόλια.
Μιά άλλη μαρτυρία έχομε πάλι από τη
Ρίκα Σεγκοπούλου. Δύο φορές, λέει, είδε τον Καβάφη να δακρύζει. Η μία ήταν όταν
πέθανε η μητέρα του και η άλλη όταν τον ετοιμάζανε να μπει στο Νοσοκομείο της
Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας. Συγκινήθηκε και δάκρυσε όταν είδε μια
μικρή βαλίτσα στην οποία του ταχτοποιούσανε τα ατομικά του είδη. Είπε τότε πως
εκείνη τη βαλίτσα την είχε αγοράσει, όταν ήταν ακόμη νέος και όμορφος κι
ετοιμαζότανε για ένα ταξιδάκι στο Κάϊρο όπου θα πήγαινε για να διασκεδάσει.
«Και τώρα, θα σκέφτηκε, θα μπω σ’ αυτό το νοσοκομείο, για να μην βγω, ίσως, ποτέ».
Όταν ήταν νέος και όμορφος, λοιπόν,
έπαιρνε το βαλιτσάκι του κι έκαν’ ένα ταξιδάκι ως το Κάϊρο για να διασκεδάσει.
Τι είδους διασκέδαση θα εύρισκε σε μια άλλη πόλη που δε θα την εύρισκε στη δική
του Αλεξάνδρεια;
Μου ήρθε κάποια απάντηση συνειρμικά καθώς
πήγε το μυαλό μου στην εξομολόγηση ενός παλιού, από τους επιτυχημένους,
εκπαιδευτικούς που είχε τις ίδιες ερωτικές επιλογές με τον Καβάφη. Είχε περάσει
πια την εποχή των δραστηριοτήτων και των προφυλάξεων, είχε μπει στη σύνταξη και
στην εποχή της συνέπειας και της ειλικρίνειας, και συνήθιζε να διηγείται
εμπιστευτικά μεταξύ άλλων, πώς νεοδιορισμένους κάποτε σε επαρχιακή πόλη, το
‘σκαγε τα σαββατοκύριακα από το στενό περιβάλλον του παίρνοντας το τραίνο για
τη μεγαλύτερη επαρχιακή πρωτεύουσα της περιοχής, όπου ήταν άγνωστος και
μπορούσε ν’ αναζητήσει το ερωτικό του πρότυπο στα σοκάκια και τα κουτούκια της
βραδινής ζωής ή ανάμεσα στο πλήθος των περιπατητών της προκυμαίας, για να
επιστρέψει την επομένη εκτονωμένος και κεφάτος στη βάση του και να συνεχίσει,
στο δημοσιοϋπαλληλικό του πόστο, την ευσυνείδητη και αξιοπρεπή δουλειά του.
Το ψυχαγωγικό ταξίδι του Καβάφη στο
Κάϊρο μας θυμίζει και τα νυχτοπερπατήματα του Λαπαθιώτη στα σοκάκια της Πάτρας.
Κάτι τέτοιες, όμως, πολύ έμμεσες αναφορές στο καφτό θέμα, όσο κι αν δίνουν λαβή
για πιπεράτες εικασίες και αναπτύγματα της φαντασίας, δε συγκροτούν μια σίγουρη
χαρτογράφηση της βιωματικής πορείας του Καβάφη, που δε μας χρειάζεται και πολύ
εξάλλου αφού μας άφησε τόσα ποιητικά αριστουργήματα γεμάτα έρωτα, ομορφιά και
νιάτα.
Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια
οκτώ.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τα ‘βγαλε, που τα ‘ριχνε από
πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα
εσώρουχα.
Κι έμεινε ολόγυμνος’ άψογα ωραίος’ ένα
θαύμα.
Αχτένιστα, αναστατωμένα τα μαλλιά του’
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από τη γύμνια του πρωϊού στα μπάνια,
και στην παραλία.
(Μέρες του 1908)
Η συνήθεια, η σοφή πείρα, η
δυσκολοκερδισμένη γαλήνη του ώριμου ανθρώπου τον απάλλαξαν κάποτε από τους
μεγάλους φόβους. Οι αναφορές του στην ομοφυλοφιλία με αρνητικούς
χαρακτηρισμούς, όπως «του αίσχους ηδονή», ή «στιγματισμένη… νοσηρή ηδονή»: κι
ακόμη: «διαστροφή», «παράνομη επιθυμία της σαρκός» δεν είναι συμπτώματα
αλλοτρίωσης, αλλά εκφράσεις ειρωνείας και σαρκασμού που κλιμακώνουν τη
δραματική φόρτιση του Καβαφικού ύφους. Ξαφνιάζει, τον αναγνώστη του, καθώς, ενώ
εκφράζεται ελεύθερα πια και απροκάλυπτα, παίρνει σε μια στιγμή του ποιήματος
αυτή την απροσδόκητη, διαμετρικά αντίθετη θέση, για να βγάλει, λες, απ’ το
στόμα των πολύ σεμνότυφων (αυτών ακριβώς που καυτηριάζει) τους αρνητικούς
χαρακτηρισμούς, που έτσι εξουδετερώνονται και- στη σωστή ανάγνωση- δεν μπορούν
να νοηθούν σαν το εξαγόμενο κουτών συσχετίσεων- ξένα λόγια, που ο Καβάφης τα
επαναλαμβάνει με άλλο ύφος, ανεπαίσθητα ειρωνικά. Ο ίδιος είναι έτοιμος πια να
πει μαζί με το Μυρτία: «Εγώ τα πάθη μου δεν τα φοβούμαι σα δειλός».
Έτσι λοιπόν, αφού με λόγια, με
παραβολές κι αλληγορίες, με ευφυέστατες ποιητικές σκηνοθεσίες, με ξεγλιστρήματα
σε άλλες εποχές, πίσω από λογιών ασπίδες και κάτω από τόσες μάσκες, έπαιξε το
παιχνίδι του με την κοινωνία και τα ‘ψαλε για καλά στους υποκριτές και τους
φαύλους, κάποτε πέταξε την πανοπλία του κι έδειξε άφοβα το τρωτό σημείο, φώτισε
ολόκληρη τη σκοτεινή περιοχή. Όχι για να υποταχτεί, όχι για να δεχτεί τα πλήγματα
αυτών που συσχετίζουνε κουτά, αλλά για να θριαμβεύσει η αλήθεια και η
ειλικρίνεια περασμένη από τα θαυματουργά φίλτρα της τέχνης.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα’
γρήγορο σάρκας γύμνωμα- που το ίνδαλμά
του
είκοσι έξη χρόνους διάβηκε’ και τώρα
ήλθε
να μείνει μεσ’ στην ποίηση αυτή.
Είκοσι έξη
χρόνια ή κάπου τόσα έκρυβε το ίνδαλμά του και κρυβότανε απ’ τους ανθρώπους ο
ποιητής, μα ήρθε καιρός που ξαφνικά ξεχάστηκε μέσα στον αισθησιακό του πυρετό,
ξέχασε και τους ανθρώπους, είδε την ομορφιά του πάθους του και την διαλάλησε.
Έκανε την επανάστασή του. Έκανε ο ίδιος αυτό πού που σ’ ένα ποίημά του, «Τα
κρυμμένα», ελπίζει πως στο μέλλον, «στην τελειωτέρα κοινωνία», κάποιος άλλος
(ποιητής;) θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει.
Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν.
Εμπόδια στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής
μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο
σκεπασμένα-
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με
μάθουν.
Κατόπι- στην τελειωτέρα κοινωνία-
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει.
(«Τα
κρυμμένα», γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε μόνο μ’ τ’ Ανέκδοτα Ποιήματα που
παρουσίασε ο Γ. Σαββίδης το 1982). Έτσι από την ποίηση και τον ποιητή βγήκε
τελικά η ομοφυλοφιλία και ο ομοφυλόφιλος. Ήταν αναπόφευκτο. Δεν μπορούσε ο
Καβάφης να τ’ αφήσει σε κανέναν άλλο και «στην τελειωτέρα κοινωνία». Ένας
μεγάλος ποιητής δεν μπορεί παρά να βγάλει την αλήθεια του. Το πιο ουσιώδες και
το πιο συγκλονιστικό στην τέχνη γενικά είναι ακριβώς αυτό το αναπόφευκτο
ξεγύμνωμα του δημιουργού.
Επιπλέον μπορούμε, στην περίπτωση του
Καβάφη, να ισχυριστούμε και το άλλο: ότι η ομοφυλοφιλία από ένα σημείο και πέρα
έβγαλε τον μεγάλο ποιητή. Όχι μόνο τον ποιητή της ερωτικής ποίησης, αλλά
ολόκληρο τον Καβάφη, όπως τον ξέρουμε με το ιδιότυπο ύφος του, με το ανάμεικτο
γλωσσικό του ιδίωμα, με την πονηρή αινιγματικότητά του, με τους λεκτικούς
ακκισμούς του, με τη ροπή της έμπνευσής του να καμουφλάρεται με μάσκες και
περιστατικά άλλων εποχών, με τα ποιήματά του που χαρακτηρίστηκαν ιστορικά,
διδακτικά, φιλοσοφικά ή ό,τι άλλο.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στους στοχασμούς
του (της 21 Οκτωβρίου 1927) υποστηρίζει ότι «η ομοφυλοφιλία, καρποφορώντας μέσα
σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία, μπορεί να έχει εξαίσια διανοητικά, ή
καλλιτεχνικά αποτελέσματα».
Οπωσδήποτε πιστεύω ότι ο Καβάφης
επηρεάστηκε πολύ από την ανορθόδοξη ερωτική επιλογή της φύσης του στη
διαμόρφωση του ιδιαίτερου ποιητικού του τρόπου, της συγκεκριμένης αισθητικής
του ευφυϊας, του μύθου του και της πινακοθήκης των ηρώων του.
Όπως το λέει μόνος του στο «Εκόμισα εις
την Τέχνην» με την ποίηση συμπληρώνει τη ζωή και τις αβέβαιες μνήμες- την
«μορφήν της Καλλονής».
Όμως, ενώ έκανε την επανάστασή του σαν
ομοφυλόφιλος, και μάλιστα πολύ συνειδητά, στην ποίηση, για να ξανάρθουμε στη
ζωή του, πρέπει να πούμε ότι ως το τέλος κράτησε μια «αξιοπρεπή», συγκρατημένη
εμφάνιση και μια στάση αινιγματική, γιατί πολύ βαθειά τον είχε επηρεάσει η θέση
άμυνας και η συντηρητικότητα της πρώτης περιόδου που του είχε επιβάλει η
αυστηρότητα της κοινωνίας και η ανάγκη να διατηρήσει τη βιοποριστική καριέρα
του. Ήταν λοιπόν πάντα επιφυλακτικός ως το τέλος και κρατιόταν μακριά από τους
ανθρώπους στην προσπάθειά του να τους κρύψει το μυστικό του. Μάταιη προσπάθεια,
βέβαια, γιατί στις μαρτυρίες αυτών που τον έζησαν από κοντά, όπως ο Γιάγκος
Πετρίδης, βλέπομε, ότι αυτό που ήθελε ακριβώς να κρύψει, τονιζόταν ιδιαίτερα
και προδίνονταν από την εκζήτηση και το παράξενο ύφος του σιδερωμένου κυρίου,
ιδίως μεταξύ των λαϊκών ανθρώπων. Τα
γκαρσόνια στα εστιατόρια που έτρωγε σιγοψιθύριζαν στην εμφάνισή του και τον
έβλεπαν σα μια περίεργη φιγούρα άλλου κόσμου και-όχι χωρίς κάποια θυμηδία-
αλληλοκοιταζόντουσαν με υπονοούμενα.
Αναπόφευκτα ο τελευταίος αυτός
απόγονος μιας αστικής οικογένειας εύπορων εμπόρων, με τις υψηλές γνωριμίες του,
πήρε με τα χρόνια αυτή την εμφάνιση του ιδιόρρυθμου τύπου, που ξέρουμε εξάλλου
από τα τελευταία πορτραίτα του και που τραβούσε την προσοχή των απλών ανθρώπων
στο δρόμο ή στα μαγαζιά. Ο ίδιος δεν έχανε ευκαιρία, φυσικά, να πλησιάσει τα
παιδιά του λαού και δεν έκρυβε τη συγκίνηση που του προκαλούσε η αισθητική τους
παρουσία. Τα καμάρωνε σαν ομοφυλόφιλος κι έλαμπε στο μάτι του αυτή η άλλη
αίσθηση του ερωτισμού, όταν τα πλησίαζε και τ’ απασχολούσε, εντυπωσιάζοντάς τα,
ασφαλώς, μ’ ενδιαφέρουσες κουβέντες.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΛΗΣ,
*, Λεχωνίτη:
«Καβαφικά αυτοσχόλια».
Περιοδικό
ΑΜΦΙ, Β΄ περίοδος, τεύχος (διπλό) 16-17, Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984, σελ. 22-26.
Λίγες
ακόμα ενδεικτικές πληροφορίες -2.
Όπως ανέφερα στα προηγούμενα σχόλια που
παράθεσα μετά το κείμενο για τον Αλεξανδρινό της κριτικού Ανθούλας Δανιήλ, στροβίλιζε
στην σκέψη μου εδώ και κάμποσο καιρό η επιθυμία να συντάξω, αρχινώντας από
αυτόν τον μήνα λίγο πριν εκπνεύσει το 2023- Μικρά Καβαφικά Πορτραίτα. Μια και
συμπληρώνονται φέτος δέκα χρόνια από τότε που είδε το φώς της διαδικτυακής
δημοσιότητας αυτό το λογοτεχνικό μπλοκ από τον Πειραιά. Να αναρτήσω στην μικρή
λογοτεχνική μου ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα, κείμενα και μελέτες παλαιότερων
μελετητών ή σύγχρονων, του βίου και του έργου του ποιητή Κωνσταντίνου Π.
Καβάφη. Βιβλία και δοκίμια, άρθρα και δημοσιεύματα (συνεργασίες όσων αναγνωστών
επιθυμούν, η ιστοσελίδα δεν είναι συνδρομητική, ήταν και παραμένει ανοιχτή,
ελεύθερη και προσβάσημη σε όλους, ακηδεμόνευτη) που έχω και έχουμε όλοι μας
διαβάσει τις προηγούμενες δεκαετίες-τουλάχιστον αυτοί που ασχολούνται
συστηματικά και αγαπούν την ποίηση του και ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τα
ελληνικά γράμματα ή γράφουν. Τα Λογοτεχνικά Πάρεργα είναι μία λογοτεχνική
ιστοσελίδα με ανοιχτές πάντα τις αναγνωστικές της αντένες και ενδιαφέροντα,
κυρίως ποιητικά και ιστορικά. Επιθυμία του μπλόκερ τους δεν ήταν να στηριχθεί
μόνο σε μία θεματική εντοπιότητα, δηλαδή να αναρτά κείμενα που αφορούν την
ιστορία και τα γράμματα της Πόλης του, του
Πειραιά, ούτε φυσικά να δημιουργήσει μία ιστοσελίδα «παρεϊστικη» ή
μονοθεματική, που να αφορά τα μέλη μιάς κοινότητας (μειονότητας) με
συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό, περιοριζόμενη μόνο σε αυτήν
αποκλείοντας με μία ακτιβιστική ατομικών δικαιωμάτων διάθεση και «πολεμική
ρητορική» την άλλη πλειοψηφούσα πλευρά και τα πολιτιστικά της επιτεύγματα και
δημιουργίες. Αυτό τουλάχιστον, θα ήταν αστείο και ανόητο, μια και τα προβλήματα
των ανθρώπων αντρών και γυναικών, στρέιτ και γκέι, λευκών και έγχρωμων ή άλλων
μειονοτικών ομάδων είναι κοινά και προβάλλονται κάθε φορά δυναμικά στην
πολιτική επικαιρότητα ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και περιστάσεις που
διεξάγεται το παιχνίδι στην σκακιέρα της ζωής. Δίχως να παραβλέπονται ασφαλώς
οι όποιες υπάρχουσες και δεσπόζουσες ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες κάθε
πληθυσμιακής ομάδας μέσα στην καθολικότητα, πολυχρωμία και ποικιλομορφία του
κοινωνικού σώματος, μιάς χώρας, μιάς εθνότητας στην δεδομένη περίπτωση της
πατρίδας μας. Ήθελε ο γράφων, να δημιουργήσει μία λογοτεχνική ιστοσελίδα η
οποία θα ενδιαφέρεται για την τέχνη και τον πολιτισμό, την ιστορία, την
βιβλιοκριτική, τις βιβλιοπαρουσιάσεις παλαιότερων και νεότερων εκδόσεων, τον
δοκιμιακό και ποιητικό λόγο. Να ανοίξει μία εκ νέου συνομιλία με τα ίδια τα
κείμενα όπως τα διάβασε, εξακολουθεί να τα διαβάζει, τα κατανοεί, αντιλαμβάνεται
το περιεχόμενό τους ένας άγνωστος, τυχαίος αναγνώστης του σήμερα. Ένας
αναγνώστης, μία αναγνώστρια που, ίσως, δεν θα συναντήσει ποτέ ο ίδιος ο
συγγραφέας του βιβλίου, ο συντάκτης ενός άρθρου. Να στήσει γέφυρες επικοινωνίας
ανάμεσα στο λογοτεχνικό παρελθόν και την παράδοση με την σημερινή πραγματικότητα, να
συναντηθούν συγγραφικές φωνές και αντιλήψεις να εδραιωθούν θέσεις και να αρθούν
παρανοήσεις που επέφερε η σκόνη του χρόνου. Μέσα σε αυτόν τον κύκλο των
καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων τα Λογοτεχνικά Πάρεργα και η ύλη τους, ασχολήθηκε
και με ζητήματα ταυτότητας του νέου ελληνισμού, της ελληνικής πολιτιστικής
παράδοσης διαχρονικά μέσα στο διάβα του ιστορικού χρόνου, της ιδιοπροσωπείας
του χαρακτήρα του ελληνικού λαού και των αλλαγών του, ημών των ιδίων, των
αντιλήψεών μας και των κοινωνικών συμπεριφορών μας. Ιδιαίτερο βάρος έριξαν και
εξακολουθούν να ρίχνουν σε θέματα που αφορούν την Ελληνικότητα στην
καθολικότητά της στις διαχρονικές παραμέτρους της όπως αυτή φανερώνεται μέσα
στον ποιητικό λόγο, την πρόζα, το δοκίμιο, τον στοχασμό κλπ., με δυό λόγια μέσα
στα επιτεύγματα της ελληνικής τέχνης. Φυσικά, και είναι εύλογο, τα ενδιαφέροντά
της είναι ανάλογα των διαβασμάτων και των αναγνωστικών αντοχών και
ενδιαφερόντων του γράφοντα. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε επίσης, ότι είναι μία
κάπως «σεντονάτη» αν μου επιτρέπεται η έκφραση ιστοσελίδα, μια και δεν
υποστηρίζεται τεχνικά από φωτογραφικό ή ζωγραφικό υλικό το οποίο θα έκανε αρτιότερη
αισθητικά και ελκυστικότερη την ανάγνωση και αντιγραφή των δημοσιευμάτων, εφόσον
ζούμε όλοι μας στην «εποχή των εικόνων». Η έλλειψη φωτογραφικής τεκμηρίωσης-η
οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και διαφημιστικά κάτω από άλλες σκοπιμότητες,
δεν εμπόδισε καθόλου την επιστημονική και φιλολογική τεκμηρίωση των κειμένων
που αναρτώνται, μάλιστα, προσέχθηκε ιδιαιτέρως και προσέχεται ακόμη περισσότερο
η διασταύρωση και εξακρίβωση των πηγών και των στοιχείων, η αναφορά του
ονόματος του συγγραφέα και του εντύπου που πρωτοδημοσιεύτηκαν τα κείμενα από
όπου αντλούνται, όπως και ο χρόνος δημοσίευσή τους. Μπορεί τα δημοσιεύματα να
είναι μακροσκελή, ορισμένες φορές οι γλωσσικές κρίσεις του γράφοντος να έχουν
μία προχειρότητα, μία υφολογική ακαταστασία, όμως τα στοιχεία και οι πηγές που
αναρτώνται και διαβάζονται από όποιους ενδιαφέρονται είναι γκαραντί, μπορεί
κανείς να βασιστεί με ασφάλεια. Αυτή ήταν και είναι η γενική θεώρηση και
αντίληψη της δημιουργίας αυτής της ιστοσελίδας από τον Πειραιά εδώ και δέκα
χρόνια. Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι ο αναγνώστης της, συναντά και ένα
μεγάλο μέρος από παλαιότερα δημοσιεύματα του συντάκτη της τα οποία έχουν
δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα του Πειραιά, της Αθήνας και άλλων περιοχών της
ελλάδος. Ενώ από την άλλη, το κυριότερο ίσως, ο γράφων, προσπάθησε να σχεδιάσει
ένα ιστόγραμμα της πολιτιστικής και ιστορικής εξέλιξης της Γενιάς του, Γενιά
του 1980, όπως την έζησε και την βίωσε μετά την μεταπολίτευση του Ιουλίου του
1974 και την πτώση της χούντας. Προσπάθησε να δώσει ένα συνοπτικό έστω πανόραμα
των πολιτιστικών εξελίξεων, των διαβασμάτων και των παρακολουθήσεων των
πολιτιστικών δρώμενων της γενιάς του, των διαφόρων ηλικιακών σταδίων, που
συμμετείχε σε αυτές και διέπλασαν τον ίδιο και τα υπόλοιπα νεανικά και εφηβικά
τότε μέλη της Γενιάς του 1980. Όλων αυτών των επώνυμων και ανώνυμων ατόμων τα
οποία χάραξαν είτε ατομικά είτε συλλογικά την πνευματική ιστορία της χώρας μας.
Ευχόμενος να διατηρεί ακόμα την αναγνωστική της φρεσκάδα και όχι συγγραφική
κόπωση ή «σκαρταδούρα», συνεχίζουμε για τη νέα δεκαετία με λίγο περισσότερη
ωριμότητα. Γιατί Τέχνη-όπως όλοι μας αντιλαμβανόμαστε- δεν υπάρχει δίχως
ακροατήριο, χρειάζεται το αναγνωστικό, το φιλότεχνο, το φιλοθεάμων κοινό της.
Δεν είναι κλεισμένη μέσα σε μία αποστειρωμένη γυάλα. Η Τέχνη σε όλες τις πτυχές
της δεν είναι χρυσόψαρο, κολυμπά και πνέει μέσα στην αιωνιότητα ανεξάρτητα του
ή των δημιουργών της. Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε μέσα στο βαβελικό και αχανές
αυτό σύμπαν που όλοι μας ζούμε και αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε με τις
πεπερασμένες και στιγμιαίες αντιλήψεις και γνώσεις μας καθώς κυλά ασταμάτητα η ροή
του βιολογικού μας χρόνου.
Αποδελτιώνοντας το τελευταίο διάστημα την
φιλολογική και υπόλοιπη ύλη των προηγούμενων δεκαετιών του ομοφυλόφιλου περιοδικού ΑΜΦΙ, ένα όχι «καθαρόαιμο» λογοτεχνικό έντυπο και αναρτώντας το στα Λογοτεχνικά
Πάρεργα, ενώ παράλληλα, ξεφυλλίζοντας
παλαιότερες μελέτες για τον «μεγάλο αμαρτωλό», εκδ. Εστίας κατά τον Μιχάλη
Περάνθη, τα βιβλία του Μιχάλη Περίδη που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Φέξη, Τα
«Καβαφικά Αυτοσχόλια» β’ έκδοση Αθήνα 1977 του Γ. Λεχωνίτη με πρόλογο και
εισαγωγή του Τίμου Μαλάνου, την αυτοβιογραφική μελέτη του ελληνο-ιταλού
δημοσιογράφου Ατανάζιο Κατράρο, «Ο Φίλος μου ο Καβάφης, σε μετάφραση Αριστέας
Ράλλη, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, χ.χ., και φυσικά τα βιβλία-πηγές του
αλεξανδρινού, γεννημένου όμως στον Πειραιά Τίμου Μαλάνου, μου εδραιώθηκε η
επιθυμία να αναρτήσω Μικρά Καβαφικά Πορτραίτα. Επιτέλους είχε έρθει η κατάλληλη
στιγμή. Καθώς στα εκατοντάδες βιβλία και μελέτες παλαιότερων Καβαφολόγων
ερευνητών ήρθαν να προστεθούν από όσο μπόρεσα να πληροφορηθώ και ορισμένες
σύγχρονες Καβαφικές εργασίες και βιβλία, αυξάνοντας ραγδαία την ήδη ογκώδη
Βιβλιογραφία και το ενδιαφέρον για το Καβαφικό έργο, παγκοσμίως. Με τον τρόπο
αυτόν τα Μικρά Καβαφικά Πορτραίτα, πέρα από τα άτακτα Καβαφικά σημειώματά μου
των προηγούμενων δεκαετιών σε διάφορα έντυπα και στο μπλοκ, έρχονταν να
κουμπώσουν στην παρούσα στιγμή.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2023 στην ΕΡΤ-2 στις 8 το βράδυ, επαναπροβλήθηκε η ωραία εκπομπή
του παλαιού δημοσιογράφου και συγγραφέα Φρέντυ Γερμανού για την τελευταία
ανεψιά του ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, την Χαρίκλεια Καβάφη, η οποία διέμενε
τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η εξ αιγύπτου παλαιά αρχόντισσα, στην
Μυτιλήνη σε ξενοδοχείο της πόλης. Η
οποία μετά την προβολή της εκπομπής του Φρέντυ Γερμανού- μετά τέσσερις
μέρες όπως μας είπε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας-άφησε την τελευταία της
πνοή. Η τελευταία αυτή απόγονος των Καβάφηδων μας μίλησε για την αριστοκρατική
και πλούσια καταγωγή της, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, και φυσικά, για
τον θείο της, το μικρότερο μέλος από την οικογένεια του ποιητή Κωνσταντίνου Π.
Καβάφη. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από ερώτηση του δημοσιογράφου-αναφέρθηκε
και στην ερωτική ζωή του ποιητή, την ομοφυλοφιλία του, που γνώριζε από όταν ήταν
ακόμα νέα παιδούλα όπως μας εξομολογήθηκε, όπως και αυτήν του μεγαλύτερου
αδερφού του Παύλου. Η ευγενική και γλυκομίλητη γιαγιούλα με το γερό μνημονικό,
μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στην ενδεχόμενη υπόθεση ο κληρονόμος του
Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ο Αλέκος Σεγκόπουλος, να ήταν γιος του. Κάτι που
διέψευσε η Ρίκα Σεγκοπούλου η γυναίκα του Αλέκου Σεγκόπουλου. Είναι ένα
ζήτημα-κατά πόσον ο Σεγκόπουλος υπήρξε γιος του, τελευταίος σύντροφός του ή
στενός καρδιακός του φίλος, με το οποίο κατά καιρούς ασχολήθηκαν όσοι ερεύνησαν
τον βίο και την πολιτεία του Αλεξανδρινού. Μια «σκοτεινή περιοχή» που η
αινιγματική ατμόσφαιρα περιπλέκεται με το προσωπικό της ιδιωτικής του ζωής
μυστήριο μια και ο ίδιος ο ποιητής σαν άτομο, ήταν κλειστός και πολύ σοβαρός
χαρακτήρας ώστε να του αποσπάσει κάποιος μια δημόσια ομολογία. Μπορεί το έργο
του να μας υποψιάζει και διαφωτίζει για το ερωτικό φύλο των επιθυμιών του, τα
λαϊκά αγόρια της αγοράς μεταξύ 23 και 30 ετών, μπορεί τα Ποιήματά του να
κατηγοριοποιούνται σε ερωτικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, διδακτικά,
ακόμα και σχολικά, ο ερωτικός του βίος όμως ο οποίος μας εικονογραφεί και
αναφέρεται σε αυτόν και στις ηδονές του στα γηρατειά του, δεν μας αφήνουν πολλά
περιθώρια να κοιτάξουμε τι συνέβαινε πίσω από τις σκιές της κάμαράς του ή στα
μέρη που σύχναζε για να ικανοποιήσει τις σωματικές του ανάγκες με το
ταξιδιωτικό βαλιτσάκι του. Αυτές του οι επιλογές και προσωπικές στιγμές όμως,
δεν έχουν μεγάλη σημασία πια, αυτές έχουν ήδη αισθηματοποιηθεί και έχουν
αποτυπωθεί μέσα στα Ποιήματά του, κάτω από το φως της ημέρας ή στο ημίφως των
Κεριών. Κάτι άλλο που επίσης πρόσεξα-καθώς παρακολουθούσα την προβολή του
ντοκιμαντέρ για τρίτη φορά από την ΕΡΤ, είναι ότι στην πρώτη συνάντηση της
τελευταίας απογόνου των Καβάφηδων με τον δημοσιογράφο, με αρκετή παρρησία και ειλικρίνεια
εξομολογήθηκε μπροστά στον φακό ότι η οικογένειά της δεν άφησε τίποτα αξιόλογο
πίσω της, μόνον ο θείος της, ο ποιητής. Με την Ποίησή του συνέχισε το όνομα των
Καβάφηδων και το δόξασε παγκοσμίως. Μια ολόθερμη παραδοχή από ένα μέλος της
πολυμελούς αρχοντικής παλαιάς αιγυπτιώτικης ελληνικής παρηκμασμένης οικονομικά
πλέον οικογένειας, των Καβάφηδων, το οποίο παραδέχτηκε και αναγνώρισε το
αυτονόητο, τι όφειλε στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, ανεξάρτητα της ερωτικής του
ιδιαιτερότητας. Και καθώς παρακολουθούσα την εκπομπή ήρθε στην σκέψη ο τίτλος
ενός παλαιότερου ογκώδους μελετήματος που είχα διαβάσει για αυτήν την
«αιρετοτραφούσα», «αμαρτωλή» λάγνα και ηδονική πόλη, την πόλη των πολλών
θρησκευτικών δοξασιών, την θρυλική και μυθική Αλεξάνδρεια. Την κοσμοπολίτικη
πόλη που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος και κληρονόμησαν οι απογόνοι του. Ήταν το
συγγραφικό επίτευγμα του άγγλου συγγραφέα και φωτογράφου Μάϊκλ Χάαγκ,
«Αλεξάνδρεια» Η πόλη της μνήμης. Φόρστερ, Καβάφης, Ντάρελ, μετάφραση Δημήτρης
Γ. Στεφανάκης, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα, 2005, σελ. 528. Μία ενδιαφέρουσα
περιπλάνηση στο χρόνο και την ιστορία, στο κλίμα του μυθολογικού της προσώπου,
της κοινωνικής ατμόσφαιρας, της πολυτάραχης, σκανδαλώδους και χλιδάτης ζωής των
Αλεξανδρινών. Εννιά κεφάλαια και ένας Επίλογος ώριμης περιγραφικής σοφίας εκ
των έσω. Όπου η μυθοπλασία συναντά το ιστορικό γεγονός και αναδεικνύεται η άλλη
διάσταση της του Αλεξάνδρου Πόλις, αναγνωρίζουμε Πρόσωπα και ανθρώπινες
πνευματικές φιγούρες όπως στο πολύτομο μυθιστόρημα «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» του
άγγλου συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ. Η Ιστορία συμπλέκεται με τον αρχαίο Μύθο και
οι αρχαίοι με τους νέους θεούς περπατούν ανάμεσά μας, ευλογώντας μας ή αναθεματίζοντάς μας. Η Εικόνα της είναι ένα
τρίπτυχο. Αρχαία Αίγυπτος και η κληρονομιά της, Ελληνιστική περίοδο και τα
επιτεύγματά της, κατάκτηση των Ρωμαίων, στα χέρια των Αράβων. Τρίπτυχη είναι
και η περιγραφή των σημαντικών επισκεπτών και υμνητών της. Ο Αλεξανδρινός
ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης-το γένος Φωτιάδη- ευτύχησε να υφανθεί το
πραγματικό του πρόσωπο και το πνευματικό του προσωπείο αριστοτεχνικά και με
επιμέλεια όπως εκείνος το καλλιέργησε και όρισε το αποτύπωμά του, από τα άτομα
που είχαν την τύχη και την χαρά να τον συναναστραφούν, να συνομιλήσουν μαζί
του, να εκμαιεύσουν θέσεις του για πρόσωπα της εποχής του, να ενημερωθούν για
την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της ελληνικής παροικίας, να διδαχτούν
από την σοφία του, να αντλήσουν εποικοδομητικά από την μεγάλη του και πλούσια
παιδεία πάνω σε ιστορικά θέματα και περιόδους. Στάθηκαν δίπλα του και ίσως και
με την δική του ποιητική καθοδήγηση να τον μετέφρασαν, το έκαναν γνωστό στο
εξωτερικό, υπερβαίνοντας τα σύνορα της ελληνικής γλώσσας. Είναι ένα φιλολογικό
παράδοξο των ελληνικών γραμμάτων, πώς αυτός ο σημαντικός έλληνας ποιητής της
περιφέρειας, ο οποίος δεν θέλησε και δεν κατόρθωσε να δει όσο βρίσκονταν εν ζωή
τυπωμένα σε έναν τόμο τα Ποιήματά του, μετά τον θάνατό του, έγινε ο
διασημότερος και ο γνωστότερος, πολυδιαβασμένος και πολυμεταφρασμένος έλληνας
ποιητής όπου γης διαχρονικά. Σαν ο χρόνος η μοίρα να ένιωσε τύψεις, μεταμέλεια,
που δεν τον επιβράβευσε περισσότερο όσο ακόμα βρίσκονταν στη ζωή και
δημιουργούσε, και ότι του στέρησε, του το πρόσφερε μετά θάνατον. Η παρουσία
του είναι όσο κανενός άλλου Αιγυπτιώτη Έλληνα πλεγμένη με την Αλεξάνδρεια. Την
πόλη των Πτολεμαίων, της Κλεοπάτρας και του Καισαρίωνα, του Ρωμαίου
συν-αυτοκράτορα Αντώνιου, του ορθόδοξου χριστιανού εκκλησιαστικού ηγέτη Μεγάλου
Αθανασίου, της παλαιότερης των ελλήνων εθνικής θρησκείας μάρτυρος μαθηματικού
και φιλοσόφου, δολοφονημένης από τον όχλο Υπατίας. Των μοναχών και των ασκητών,
των μάγων και των προφητών, των διαφόρων «μυστών», των βαμβακέμπορων και των
αστρονόμων. Η ακμάζουσα ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας μέχρι την εποχή
σχεδόν του αιγύπτιου πολιτικού ηγέτη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και της αγγλικής
Βικτωριανής αποικιοκρατικής διακυβέρνησης, υπήρξε για τον απανταχού Ελληνισμό
ένας Φάρος, μία πνευματική και εμπορική όαση του περιφερειακού Ελληνισμού. Η
Αλεξάνδρεια, ως σύμβολο Πόλης, ενσάρκωσε μέσα στην Ιστορία ένα από τα σημαντικότερα
ένδοξα σημεία της οικονομικής, εμπορικής αριστοκρατίας των Ελλήνων. Μιάς
ακμάζουσας πνευματικής παροικίας με πολλά παρακλάδια ανά την υφήλιο. Πλήθος
ονομάτων των μεγάλων Ελλήνων δωρητών και ευεργετών ήσαν Αλεξανδρινοί.
Αλεξανδρινοί παλαιότεροι το γένος των Φαναριωτών.
Ένας δεύτερος, επίσης ογκώδης αλλά αρκετά
σημαντικός και χρήσιμος τόμος για όσους ενδιαφερόμενους για τις Καβαφικές
σπουδές είναι η αξιοπρόσεκτη και επιμελημένη με αγάπη και φροντίδα εργασία της
καθηγήτριας Σταματίας Λαουμτζή, «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», εκδόσεις
Ίκαρος, Αθήνα, Απρίλης 2021, σελ. 590. Ο
τόμος χωρίζεται μετά την Εισαγωγή, το έργο και το βιογραφικό πλαίσιο, σε 5
μεστά σε περιεχόμενα καλογραμμένα κεφάλαια, (1. Μπαλλάντα- 2. Μουσική-3.
Θρήνος- 4. Χνάρια-5. Τελετουργία) Ακολουθεί το Επίμετρο, η Βιβλιογραφία και το
διαμερισματοποιημένο Ευρετήριο και η σπουδαία αυτή ερευνητική εργασία κλείνει
με τις Φωτογραφίες, Γκραβούρες, Έντυπες Παρτιτούρες. Μια ερευνητική δουλειά που
θέλει τον χρόνο της να αξιολογηθεί, να αποκτήσει την ανάλογη θέση και τις αναλογούσες
διαστάσεις της στο ευρύτερο ελληνικό και παγκόσμιο κομβόι των Καβαφικών
Γραμμάτων. Παρόμοια έρευνα πάνω στην Καβαφική ποίηση αν δεν κάνω λάθος, γίνεται
για πρώτη φορά. Τουλάχιστον σε τέτοια εξονυχιστική έκταση, σε τέτοια
ολοκληρωμένη πληρότητα, με τόση επιστημονική και λαογραφική τεκμηρίωση, πράγμα
μάλλον σπάνιο στην εποχή μας. Η ποίηση του Καβάφη, δεν φωτίζεται όπως μέχρι
σήμερα κάτω από της καθαρής ιστορίας τον φακό, των ελληνιστικών και βυζαντινών
περιόδων, των αρχαίων επιγραμμάτων και άλλων λυρικών αναφορών του και εσωτερικών προσμείξεων. Δίχως να
αγνοείται η μεγάλη και σταθερή αρχαιογνωσία του Καβαφικού έργου, η Ποίησή του
φωτίζεται από μία άλλη πλευρά αποκαλύπτοντάς μας την τέχνη, την τεχνική και την
δουλειά, το έμπειρο μάτι του ποιητή στην ύφανση των ποιημάτων του το καθένα
ξεχωριστά και ειδικά. Ο αναγνώστης της πολύτιμης εργασίας της κυρίας Σταματίας
Λαουμτζή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς πρέπει όχι μόνο να έχει στέρεες και
σε βάθος γνώσεις στην Δημοτική μας Ποίηση, αλλά και να αγαπά τον Δημοτικό μας
λόγο και παράδοση, την μουσική και την ρυθμολογία του. Όχι σαν μία φολκλορική
ανώνυμη ποιητική περίπτωση του Ελληνικού Λαού αλλά, σαν ένα ενιαίο συστατικό
της καθόλου ιστορικής και εθνογραφικής παραδόσεως της ταυτότητάς μας, των
σημαινόντων στοιχείων που απαρτίζουν την Ελληνικότητα στο διάβα της Ιστορίας. Οι
μέχρι σήμερα αναλύσεις μας γίνονταν σε κάπως γνωστά μας ποιητικά χωράφια πχ.
Κώστας Κρυστάλλης και άλλοι έλληνες ποιητές των ρομαντικών χρόνων. Σίγουρα
στοιχεία Δημοτικού λόγου συναντάμε και στο έργο του Κωστή Παλαμά, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του
Άγγελου Σικελιανού, όμως τέτοιας έκτασης και ποιότητας εξονυχιστική έρευνα δεν έχει πραγματοποιηθεί από όσο γνωρίζω, να το επαναλάβω. Αλλά, αφού πρώτα
απολαύσουμε το βιβλίο θα επανέλθουμε εξετάζοντάς το πιο προσεκτικά
και ειδικότερα όπως του αξίζει. Τέτοιας φύσεως εργασίες δεν «ξεπετιούνται»
δημοσιογραφικά κριτικά, θέλουν τον χρόνο και τις γνώσεις τους. Πάντως είναι ένας
άθλος αν με μία λέξη την χαρακτηρίζαμε.
Ένα άλλο
καλογραμμένο βιβλιαράκι 70 σελίδων που ήρθε να προστεθεί στα σύγχρονα Καβαφικά
διαβάσματά μου, είναι αυτό του διαπρεπούς αιγυπτιώτη σκηνοθέτη, χορευτή και
ιδρυτή της θεατρικής ομάδας «Έβδομο Θέατρο» και μυθιστοριογράφου, είναι του
κυρίου Κοραή Διαμαντή, «Χαρίκλεια Καβάφη», Θεατρικός μονόλογος, εκδόσεις
Βακχικόν, Αθήνα, 2022. (Προσοχή η Χαρίκλεια Καβάφη είναι η μητέρα του ποιητή
και όχι η ανεψιά του). Το βιβλίο
εισαγάγει η Εισαγωγή του συγγραφέα και καθηγητή της Δημιουργικής Γραφής Γιώργου
Παναγιωτίδη. Την μητέρα του ποιητή ερμήνευσε η ηθοποιός Ασπασία Κράλλη και
παραστάθηκε το Μάρτιο του 2022 στον Πολυχώρο Vault. Δεν είχα παρακολουθήσει την
συγκεκριμένη παράσταση και το μόνο που μπορώ να σημειώσω είναι ότι ανακαλεί στη
μνήμη μου ένα άλλο θεατρικό ανέβασμα-όχι επιτυχημένο- του ποιητικού έργου του
πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, «Καβάφης Καθ’ οδόν». Με αυτά τα εφόδια και
διαρκές και μπόλικο διάβασμα εφοδίασα τις σωματικές και πνευματικές αντοχές μου
για να αναρτήσω Μικρά Καβαφικά Πορτραίτα όπως το δεύτερο, το σημερινό.
Επικουρικά να αναφέρουμε ότι το τελευταίο διάστημα, αποδελτίωσα το ειδικού
περιεχομένου και ενδιαφέροντος περιοδικό, το οποίο κυκλοφόρησε πριν δεκαετίες,
μετά την μεταπολίτευση, το γνωστό μας ΑΜΦΙ, το οποίο εξέδιδε η φιλική ομάδα των
κοινωνικών αγωνιστών και νεαρών ακτιβιστών που ίδρυσε το ΑΚΟΕ. Κατέγραψα τα
περιεχόμενα των τευχών του, τους συνεργάτες του, την θεματική του, τις
βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις του ανά τεύχος. Αναδημοσίευσα ορισμένα
από τα περιεχόμενα ενός πλούσιου αφιερώματός του για την «Σεξουαλικότητα και
την πολιτική», σκοπεύοντας σταδιακά να αντιγράψω τα κυριότερα από τα κείμενά
του που έχουν φιλολογικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Ένα δεύτερο επίσης
σημαντικό αφιέρωμα του ΑΜΦΙ στην εποχή του, στάθηκε αυτό που πραγματοποίησε για
τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη του οποίου την επιμέλεια και την
φροντίδα είχε ο ποιητής και μεταφραστής Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Δίχως πρόθεση
αξιολόγησης με τα άλλα δημοσιεύματα, που το καθένα έχει την δική του ταυτότητα
και χαρακτήρα, δεν αρχινώ την δημοσίευση ούτε από το εισαγωγικό κείμενο του
ποιητή και μεταφραστή Λουκά Θεοδωρακόπουλου, ούτε από το κείμενο του πεζογράφου
και ποιητή Γιώργου Ιωάννου ο οποίος υπογράφει με το εύγλωττο ψευδώνυμο Παύλος
Σιλεντιάριος, και κείμενο το οποίο μαζί με άλλα του για τον Καβάφη, δύο τον
αριθμό συμπεριέλαβε μεταγενέστερα στο βιβλίο του «ο της φύσεως έρως»,
Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, εκδόσεις Κέδρος 1985. Δεν άρχισα την
αναδημοσίευση από το κείμενο του αγαπητού μας πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου γιατί
τα κείμενό του στο μεγαλύτερο μέρος του μας μιλά για το φαινόμενο της
ομοφυλοφιλίας, τις κατηγοριοποιήσεις των ίδιων των ομοφυλόφιλων, τις αρνητικές
ετικέτες και σεξουαλικούς ρόλους που προβάλλουν πάνω τους οι ομοφυλόφιλοι και
τους ρόλους που θέλουν ερωτικά να ερμηνεύουν. Ένα κείμενο που όσοι το
αντιπαραβάλλουν με το κείμενο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου για την σημασία και την
αξία ενός «συμβατικού» όπως φαίνεται αφιερώματος στον αλεξανδρινό ερωτικό
ποιητή βλέπει τις διαφορές της οπτικής τους. Εξάλλου, το αφιέρωμα του Αμφί
γίνεται ένα χρόνο μετά τον επίσημο εορτασμό του Έτους Καβάφη κατά το οποίο
κυκλοφόρησαν αρκετές μελέτες και γράφηκαν δεκάδες άρθρα. Προτίμησα να ξεκινήσω
με το πολύ ορθό ερμηνευτικά κείμενο, καλογραμμένο και μέσα στα πλαίσια της
τέχνης, της εξέτασης των Καβαφικών Ποιημάτων από την φιλολογική τους σκοπιά
κυρίως και μου αρέσει ακόμα και σήμερα που το ξαναδιαβάζω. Το κείμενο που
δημοσιεύεται κάτω από την υπογραφή Βασίλης Κούλης, «Ο Καβάφης και η
ομοφυλοφιλία του» κατά την κρίση μου, είναι ένα καλογραμμένο και σοβαρό κείμενο,
το οποίο θέτει το ζήτημα και θέτει ερωτήσεις ανάγνωσης στις σωστές τους
διαστάσεις. Επιχειρηματικά στηρίζεται σε προγενέστερες συγκεκριμένες πηγές, όπως
του αλεξανδρινού και μελετητή του Καβάφη του γεννημένου στον Πειραιά Τίμου
Μαλάνου, όπως προανέφερα, στο μικρό βιβλίο του Γ. Λεχωνίτη, «Καβαφικά
αυτοσχόλια», με εισαγωγικό σημείωμα Τίμου Μαλάνου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 1942,
β΄ έκδοση Δ, Χάρβευ & Σια, Αθήνα 1977. Στην δεύτερη έκδοση έχουν επέλθει
μικρές αλλαγές από τον Μαλάνο. Στηρίχτηκε επίσης στην μελέτη του Ατανάζιο
Κατράρο, «Ο φίλος μου ο Καβάφης», μετάφραση Αριστέα Ράλλη, εκδόσεις Ίκαρος,
Αθήνα, χ.χ. Ο Βασίλης Κούλης είχε επίσης υπόψη του ακόμα την μελέτη της
Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη» μετάφραση
Γιώργου Π. Σαββίδη, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1981 κλπ. και φυσικά τα ίδια τα
ποιήματα του αλεξανδρινού ποιητή. Η εργασία της γαλλίδος ακαδημαϊκού Μαργαρίτας
Γιουρσενάρ, είναι από τα προϋποθετικά βιβλία της εξέτασης και της ανάγνωσης των
Καβαφικών ποιημάτων. Ενός έλληνα ποιητή ο οποίος διέθεται ένα σπάνιο ποιητικό
και γλωσσικό αισθητήριο, μία πλούσια και στέρεα θεώρηση της ιστορίας και μία
ανεξάντλητη επιθυμία να γυρίζει πίσω τους δείχτες του ερωτικού του χρόνου και
με λεπτότητα αλλά και αίσθηση του μέτρου της εξομολόγησης να περιδιαβαίνει στο
χώρο και τους τόπους του βιωμένου παρελθόντος του σαν άλλος επιφανής ιστορικός.
Γιατί ο Καβάφης γράφει Ιστορία στα γεράματά του και ταυτόχρονα μας μιλά για την
ηδονή του που ζει, για τις ερωτικές αισθήσεις του σώματός του. Σε μία διασωθείσα
εξομολόγησή του μας λέει:
«Κατά
γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερά τους έργα
εις ηλικίαν νέαν, πρό του γήρατος. Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα
γεγονότα δεν μοί εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν
τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι.
Πολλοί ποιηταί είναι μόνον ποιηταί. Ο
Πορφύρας π.χ. είναι μόνον ποιητής. Ο Παλαμάς όχι. Έγραψε διηγήματα. Εγώ είμαι ποιητής
ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να
γράψω μυθιστορήματα ή θέατρον’ αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν
ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Μα τώρα είναι πιά αργά».
Ξεκάθαρα μας λέει ο ποιητής ότι τον έχασε
η επιστήμη της Ιστορίας και τον κέρδισε η Τέχνη της Ποιήσεως. Και οι σταθεροί
μελετητές της ποίησής του γνωρίζουν το πόσο πρόσεχε την ποιητική του
υστεροφημία ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, στο πόσο χρόνο διέθεται στο να διορθώνει
και να αλλάζει τους στίχους των ποιημάτων του, να βρίσκει τις σωστές λέξεις
μέχρι να αποκτήσει το Ποίημα την σωστή του μορφή και μηνυματική εκδοχή. Ο
Καβάφης, δεν είναι ένας «ραγιάς» της Ποίησης αλλά ένας Έλλην, ακόμα και μέσα στην
πτώση του. Στην παρακμή του που δεν είναι παρά και η κοινωνική και ιστορική
παρακμή του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού. Το κείμενο του Βασίλη Κούλη, αλλά και
άλλων Καβαφολόγων μελετητών-πέρα από τους συμμετέχοντες στο περιοδικό Αμφί-
αφήνει πίσω του τις θέσεις τις κάπως-ας μην τις χαρακτηρίσουμε- του Στρατή
Τσίρκα και άλλων χριστιανών φιλολόγων μελετητών όπως ο κυρός Ιωάννης
Χατζηφώτης, οι οποίοι προσπαθούν-μην συμφωνώντας με την ερωτική ζωή του Καβάφη να δώσουν ερμηνείες αλλότριες των πραγματικών εμπειριών του ίδιου
του ποιητή. Τελικά, αυτό που κατορθώνει ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι τόσο με τα
154 επίσημα ποιήματά του, όσο και με τα άλλα ανέκδοτά του και τα πεζά του, τον
βίο του, να ωθεί κάθε αναγνώστη του στην δική του ερμηνευτική προσέγγιση και
ερωτική εκδοχή της ερωτικής όχθης που ανήκει και ασπάζεται. Αυτό όμως, δεν έχει
μάλλον και μεγάλη σημασία, σημασία έχει το τι συγκίνηση και τι αίσθηση
αφήνει η ανάγνωση όλων των ποιημάτων του, σε όποια «κατηγορία» και αν τα
τοποθετούμε. Παραθέτοντας και αντιγράφοντας στο δεύτερο αυτό Καβαφικό πορτραίτο
το δημοσίευμα του Βασίλη Κούλη, δεν θα ήθελα να το συγκρίνω με τα υπόλοιπα
πέντε. Πχ. όπως είναι το κάπως προκλητικότερο-για την εποχή του-άρθρο του
συγγραφέα Γιάννη Παλαμιώτη. Ιδιοσυγκρασιακής φωνής και οπτικής. Την δική του
ταυτότητα έχει το κείμενο του Μυκονιάτη ποιητή Παναγιώτη Κουσαθάνα, σε άλλο
μήκος κύματος πελαγίζει αυτό του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού που, δημοσιεύματά του
διαβάζουμε στο περιοδικό του Περαματιώτη ποιητή Γιώργου Χρονά. Όσο για την
εκδοχή και την περίπτωση του γεννημένου στον Πειραιά, και αφήνοντας την
τελευταία του πνοή στην Λωζάνη της Ελβετίας, Αλεξανδρινού Τίμου Μαλάνου
χρειάζεται λεπτομερή ανάγνωση των σκόρπιων κειμένων του και βιβλίων του ώστε
να συγκεφαλαιώσουμε τις απόψεις του για τον μεγάλο Αλεξανδρινό.
Ας κλείσουμε το μακροσκελές αυτό Καβαφικό
πορτραίτο με τον λόγο του επιμελητή Λουκά Θεοδωρακόπουλου σχετικά με την αξία
και σημασία του Αφιερώματος. Ασφαλώς για την εποχή τους, τα κείμενα κινούνται
σε ένα κάπως συμβατικό πλαίσιο, κάτω από το ερωτικό πρίσμα που αντιπροσωπεύει η
γενική ύλη του περιοδικού. Αλλά σε αυτά θα επανέλθουμε.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, 16
Δεκεμβρίου 2023
ΥΓ. Έφυγε ένας πραγματικά μεγάλος και όχι
δήθεν ηθοποιός, και σκηνοθέτης. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Μορφωμένος, σοβαρός,
αξιοπρεπής, αξιόλογος ερμηνευτής είτε του κινηματογραφικού φακού είτε της
τηλεοπτικής οθόνης είτε της θεατρικής σκηνής αξιόλογος. Υπηρέτησε με συνέπεια
και υπευθυνότητα, ευσυνειδησία όλους τους χώρους του θεάματος που εμφανίστηκε.
Η γενιά μου, σαν μικρά παιδιά και έφηβοι, τον θυμόμαστε να ερμηνεύει μαζί με
τον πειραιώτη Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο δίδυμο, την σειρά «Εκείνος και Εκείνος»
σε σενάριο του πειραιώτη πεζογράφου Κώστα Μουρσελά. Χρόνια πριν δημοσίευσα μία θεατρική
μου κριτική για παράστασή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου