Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Μνημόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σαράντα δύο χρόνια μετά

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ  ΤΟΥ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΟΙΜΗΣΗ  ΤΟΥ

ΤΕΤΡΑΔΙΑ  ΕΥΘΥΝΗΣ  ΝΟΥΜΕΡΟ 15/12, 1981, σ. 232

                        ΜΝΗΜΗ  ΔΙΚΑΙΟΥ

     Εκατόν τριάντα χρόνια από την γέννησή του και εβδομήντα από την κοίμησή του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περνώντας μέσα από τις θύελλες της ιστορικής ζωής του Νέου Ελληνισμού, φθάνει ως εμάς, αυτό το «σκοτεινό τρυγόνι» της Ελλάδας, κρατώντας στο ράμφος του χλωρό τον καρπό του πνεύματος, πού είναι της αθανασίας της τέχνης ο αμάραντος βλαστός.

    Ορθός, πέρα από την λατρεία και την καταφρόνεση πού συναλλάσσουν άκριτα οι Νεοέλληνες, έγινε-για όσους πιστεύουν ότι η δημιουργία αλλά και η λειτουργία της τέχνης εγγράφεται μέσα στην ιστορική αγωνία των λαών-το ακρόπρωρο του Νέου Ελληνισμού. Γιατί εξέφρασε το ήθος της φύσης της Ελλάδας και το ήθος της αρμονικής και αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που ζει και παιδεύεται κάτω από τον θόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γιατί μας άφησε έναν τύπο ζωής απέριττο, της ζωής όλων των λουλουδιών που βλέπουν στην ελληνική ύπαιθρο, πού ωστόσο ήταν βαθιά αληθινός, τύπο ζωής ιερής. Και γιατί, τελικά, με το έργο του άγγιξε κι αποκάλυψε ουσίες της ζωής και ουσίες του πνεύματος που είναι της υψηλής ποίησης απαράγραπτο επίτευγμα.

     Για τούτο τον τιμούμε, όσοι επιθυμούμε να ζούμε ελληνικά. Και επειδή το εκκλησιδάκι του Αγίου Ελισσαίου το γκρέμισε η λύσσα των καιρών μας η ασεβής, εμείς μπαίνουμε μέσα στο ναό του πνεύματος και με τα δικά του μέσα ψάλλουμε ένα μνημόσυνο του κυρ- Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του μοναδικού των Νεοελληνικών Γραμμάτων.

     Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων.

                                    Η  «ΕΥΘΥΝΗ»

-ΝΙΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, 34-46, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ.

(ΠΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ ΑΥΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ)

-ΟΛΓΑ ΒΟΤΣΗ, 47-54, ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, 19-24, Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ, 25-33, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΑΣ

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, 55-63,

            Ο ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΡΩΣ

     Οι συγγραφείς στο έργο τους περιορίζονται, χωρίς συχνά να το καταλαβαίνουν, σε ορισμένα «θέματα»-χώρους και καταστάσεις-με τα οποία για λόγους ψυχολογικούς, καθώς και ιστορίας προσωπικής, είναι περισσότερο συνδεδεμένοι.

     Σχεδόν για όλους τους αξιόλογους συγγραφείς έρχεται κάποτε η στιγμή όπου από κάποιον μάλλον ανώριμο κριτή τους παρατηρείται, μεταξύ των άλλων, και η εμμονή τους αυτή σε ορισμένη πάντοτε περιοχή, μπορεί και η κάποια επανάληψη, οπότε επακολουθεί η τρανταχτή «αποκάλυψη», η προσπάθεια για άρνηση ή μισοάρνηση, μείωση πάντως οπωσδήποτε και ακόμα-γιατί όχι;- η καταδίκη. Ο κριτικός τόλμησε ή είδε-έτσι φαντάζεται-αυτό που δεν έβλεπαν οι άλλοι επί τόσα χρόνια και που δεν έβλεπε κυρίως ο ίδιος ο συγγραφέας. «Είναι κολλημένος στα ίδια και στα ίδια, ξεπερασμένες-τι λέξη!- οπισθοδρομικός!». Και μολονότι η κίνηση αυτή, που τη δώσαμε, βέβαια πολύ απλοποιημένα, αποτελεί μόνιμα επανερχόμενο φαινόμενο εντούτοις βρίσκει πάντοτε αρκετούς οπαδούς. Η φύση αενάως φροντίζει ώστε να ανανεώνει την ποικιλία των ειδών και των περιπτώσεων.

     Όπως είναι φυσικό, επακολουθεί η αντίδραση στα παραπάνω, άκριτη κι αυτή κατά κανόνα στον ανοικονόμητο θαυμασμό της, και έτσι προχωρεί σιγά-σιγά η συζήτηση και η μελέτη κάθε σοβαρού έργου.

       Ωστόσο ένα έργο δεν κινδυνεύει από τους αρνητές αυτούς ούτε από τους ανώριμους θηρευτές κοινών τόπων, κινδυνεύει- αν αυτό λέγεται κίνδυνος-«κινδυνεύει» να λάβει τις διαστάσεις του από τους σοβαρούς μελετητές του οι οποίοι μπορεί να ξεκίνησαν από την αφετηρία του θαυμασμού ή της άρνησης, αλλά καθ’ οδόν πήραν να σοβαρεύονται ή να κλονίζονται.

     Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και το έργο του δεν ημπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σε όλα αυτά, ούτε ως προς τους ορισμένους χώρους και τις καταστάσεις, ούτε και ως προς τους επικριτές ή τους θαυμαστές τους σημαιοφόρους του συγγραφικού μεγαλείου του.

     Ο Παπαδιαμάντης ασχολείται, θα λέγαμε, κυρίως με το να συνδέει θρησκεία και φύση με τους απλούς επαρχιακούς ανθρώπους μέσα στο έργο του. Αφηγείται ολοένα ιστορίες που συνέβησαν μέσα στους «χώρους» αυτούς, κάτω από τη σκέπη των καταστάσεων και των χώρων αυτών, που επειδή τους είδε και τους έζησε πρώτα στα πρώτα νιάτα του ή τους είδε απαράμιλλα υλοποιημένους μέσα στο νησί του, τους τοποθετεί και τους ξαναβρίσκει με το πνεύμα του πάντοτε εκεί, όποτε θέλει να καταφύγει σ’ αυτούς ή να μιλήσει.

     Όπως προλέγει και το γενικότερο σχήμα που προτάξαμε, το έργο του Παπαδιαμάντη πολλοί, πάρα πολλοί, το επαίνεσαν και το ελάτρεψαν, υπήρξαν όμως και λιγοστοί, πού όχι μόνο δεν συμμερίστηκαν τα αισθήματα αυτά αλλά στάθηκαν λυσσαλέα αρνητές του. Αυτοί ανάμεσα στα άλλα, μόνο για τον Παπαδιαμάντη επιμένουν πώς μένει, λέει, κολλημένος σαν το στρείδι στους χώρους και τα θέματά του, ενώ για τους άλλους συγγραφείς, που παρουσιάζουν κι αυτοί το ίδιο μάλλον κάτι το ανάλογο, κάνουν σχεδόν πώς δεν τα βλέπουν. Το πολύ-πολύ να το προσέξουν και στον Αλ. Μωραϊτίδη και τον Φ. Κόντογλου.

     Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει πρώτα διότι κι αυτοί αναγνωρίζουν μέσα τους πώς ο Παπαδιαμάντης είναι πραγματικά μεγάλος συγγραφέας, είναι κορυφή και επομένως πρέπει να χτυπηθεί, να απομυθοποιηθεί-όπως λένε-η κορυφή.

      Στον Παπαδιαμάντη και στην απήχηση του Παπαδιαμάντη σκοντάφτουν οι θεωρίες τους περί λογοτεχνίας, περί λογοτεχνικών ενδιαφερόντων, ακόμα και περί ζωής και γι’ αυτό πρέπει αυτός να χτυπηθεί. Είναι οι άνθρωποι, ως μη καλλιτέχνες και ευαίσθητοι, αθεράπευτα προσκολλημένοι στο περιεχόμενο, στο γράμμα, των κειμένων και με το μέτρο αυτό κρίνουν και τα λογοτεχνικά.

     Ωστόσο το έργο του Παπαδιαμάντη όχι μόνο δεν βλάφτηκε από τις διάφορες αρνήσεις μα ολοένα κερδίζει. Με τον φιλολογικό πόλεμο σταματιούνται ίσως μόνο τα μέτρια, με τα μεγάλα έργα δεν γίνεται τίποτα. Και ακόμα: Ένα δυνατό διήγημα δεν το θάβουν ούτε χίλια βιβλία περισπούδαστης αρνητικής κριτικής.

      Οι γνήσιοι συγγραφείς περιορίζονται-περιτειχίζονται- μέσα στους χώρους των αυθορμήτως και ανεπαισθήτως. Δεν εκλέγουν τους χώρους των, αλλά εκλέγονται από αυτούς. Κατόπιν, βέβαια, από την αγάπη πού νιώθουν εκεί, τρυπώνουν ολοένα και πιό μέσα τους, τους οργανώνουν, τους επιπλώνουν και τους εξοπλίζουν με το κατάλληλο λεξιλόγιο και τόνο, δηλαδή τους γεμίζουν με πράγματα, θέτοντας έτσι στη διάθεση του οράματός των όλη τους την προσωπικότητα. Συχνά συμβαίνει τόση δημιουργική εκμετάλλευση των θεματικών κλίσεων ενός συγγραφέα, ώστε μοιάζει ωσάν μιά ανανέωση χώρου, ενώ πρόκειται πάλι για το ίδιο ή περίπου το ίδιο.

     Η ευρύτητα ή το περιορισμένο του χώρου ενός συγγραφέα δεν έχει καμία απολύτως αξιολογική σημασία για το έργο του, φτάνει να παρουσιάζει ολοένα σ’ αυτό νέες πτυχές του χώρου του, χωρίς αφόρητες επαναλήψεις. Η συνεχής αλλαγή χώρων, ο ασπασμός των εκάστοτε τελευταίων ιδεών, η χρησιμοποίηση του λεξιλογίου και της φρασεολογίας των, η υποκλοπή θεμάτων και καταστάσεων από το παγκόσμιο ρεπερτόριο, η παρακολούθηση των γούστων του κοινού και η πρόθυμη προς αυτά συμμόρφωση, δεν αποτελούν καθόλου καλά συστατικά γνησιότητας για ένα συγγραφέα και ας θορυβεί όσο θέλει.

       Και ο γνήσιος συγγραφέας θα έρθει στιγμή που θα εκφράσει την κοινή γνώμη, κι αυτός κάποτε θα συμφωνήσει με τα στιγμιαία γούστα της, αλλά θα το κάμει αυτό «εκ περιουσίας», επειδή συνέπεσε να ταλανίζεται κι αυτός από τους ίδιους καημούς και όχι ότι αυτοδιορίστηκε συνήγορός της και φλυαρεί ή κραυγάζει για να την ικανοποιήσει.

     Πάνω σ’ αυτή την αυθόρμητη και καθοριστική εκλογή του συγγραφικού χώρου οφείλεται και η δημιουργική επιτυχία ή αποτυχία της λεγόμενης στράτευσης των συγγραφέων. Οι στρατευμένοι συγγραφείς που συμφωνούν απόλυτα με αυτό που κάνουν και που οι χώροι τους συμπίπτουν με την περιχαράκωση που τους επιβάλλεται, είναι φυσικό να δώσουν κάποτε ακόμα και τα αριστουργήματα των δυνατοτήτων τους, ενώ οι δήθεν στρατευμένοι, οι απλώς υπάκουοι, που δεν συμφωνούν με τα όρια που τους διαγράφει η στράτευσή τους, ασφυκτιούν φλυαρούν και σχεδόν τίποτε δεν κάνουν.

       Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας εθελοντικά στρατευμένος συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που συνειδητά αυτοπειθαρχείται μέσα στο χώρο του, προκειμένου να εκφράσει αρμονικά ορισμένα πράγματά του. Μόλις αρχίζουν τα στριμώγματα και οι επικρίσεις, πολλές από τις οποίες τώρα μας διαφεύγουν, γιατί θα ήταν προφορικές, ο Παπαδιαμάντης με την πρώτη ευκαιρία, αδέξια ευκαιρία, γιατί σχεδόν καταστρέφει το διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», διακηρύσσει κοφτά τις αρχές του:

      «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τάς πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής, τα γνήσια Ελληνικά έθη».

     Λοιπόν: Λατρεία στο Χριστό, έρως προς τη φύση και στοργή προς τα γνήσια ελληνικά έθη. Αυτοί είναι τρείς βασικοί ιδεολογικοί «χώροι» του Παπαδιαμάντη και ίσως όχι οι μόνοι. Πάντως, αυτοί πού προκαλούσαν τις γκρίνιες, τις επιφυλάξεις και τις πιέσεις ορισμένων. Και ο εύθικτος συγγραφέας ξεκαθαρίζει την κατάσταση. «Αυτό κι αυτό είμαι. Μήν προσπαθείτε να με αλλάξετε και μήν περιμένετε να γράψω για άλλα πράγματα και με άλλο πνεύμα».

     Και σήμερα οι κατηγορίες και οι επιφυλάξεις περίπου οι ίδιες είναι και αν επιμένω κάπως σ’ αυτές, το κάνω απλώς γιατί μας δίνουν έναν μίτο να αναπτύξουμε τη σκέψη μας για τον Παπαδιαμάντη και συνάμα να διατυπώσουμε τις λογοτεχνικές αρχές μας. Λοιπόν, τα όσα προσάπτουν ορισμένοι στον Παπαδιαμάντη μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: 1) Ηθογράφος, 2) Μη προοδευτικός, 3) Αυτοβιογραφικός.

      Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ολότελα αστήριχτες, μα είναι ζήτημα αν συνιστούν κατηγορίες για ένα λογοτέχνη. Και ας ξεκινήσουμε από την τελευταία «κατηγορία», ότι ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται.

     Είναι αληθινό αυτό, ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται. Εξίσου αληθινό όμως είναι ότι όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο ως πολύ αυτοβιογραφούνται. Εγώ θα ήθελα κάτι άλλο να μου πούν: Ποιός γνήσιος συγγραφέας δεν είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικός στα πιό αντιπροσωπευτικά του έργα. Και λέγω «αντιπροσωπευτικά», γιατί και ο Παπαδιαμάντης έχει ορισμένα έργα όπου δεν βάζει τίποτε από τον εαυτό του και είναι τα ιστορικά μυθιστορήματά του, μα αυτά δεν βρίσκονται στο ύψος των άλλων έργων του, για να μην πω κιόλας ότι δεν βρίσκονται σε κανένα ύψος.

     Με αυτά, δεν συνηγορούμε για την αυτοβιογράφηση στη λογοτεχνία, ούτε και καταδικάζουμε-κάθε άλλο-το πλάσιμο μιάς κατάστασης ολότελα νέας μέσα στα έργα. Μακάρι… Απλώς προϊόντος του χρόνου, κάνουμε την διαπίστωση ότι κανένας συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώματά του.

       Από τα παραπάνω θα έγινε ίσως αντιληπτό τι ακριβώς νομίζουμε όταν λέμε, ότι κάθε συγγραφέας-και ο Παπαδιαμάντης- «αυτοβιογραφείται». Εννοούμε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πιά σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας- και ο κάθε άνθρωπος-διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο ούτε και αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει.

     Από άποψη σχέσεως ανάμεσα στη ζωή του συγγραφέα και του έργου του, μπορούμε ίσως να χωρίσουμε τα έργα σε τρείς ομάδες: 1) Τα α υ τ ο β ι ο γ ρ α φ ι κ ά, αυτά που φαίνονται να περιέχουν συμπαγή κομμάτια ζωής του συγγραφέα, 2) Τα β ι ω μ α τ ι κ ά, αυτά που περιέχουν μεταπλασμένη ζωή, ξαναδοσμένη μέσα από πνευματικές ανάγκες ή άλλες μυστηριώδεις επιθυμίες και καλλιτεχνικές ισορροπίες και 3) Τα φ α ν τ α σ τ ι κ ά, αυτά πού με ένα λόγο μοιάζουν άσχετα προς τον βίο του συγγραφέα και που όμως μια βαθύτερη ανάλυση θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είναι και τόσο ξένα.

     Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση με το πρόσωπο στο οποίο είναι διατυπωμένο ένα έργο. Τέτοιες «κριτικές» αφετηρίες είναι ρηχές και επικίνδυνες.

     Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομασθεί πιό πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμα και διά της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους.

     Οι ιστορίες αυτές είναι πλασμένες ή ξαναπλασμένες από τον συγγραφέα με τα υλικά του χώρου τους, πού τα παρέχει η μετά αγάπης αναστροφή του μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Και έτσι οι αλλότριες ιστορίες του γίνονται αφορμή για την πιό μεγάλη απόλαυσή του. Να βγάλει και να ξαναβγάλει από μέσα του τα αγαπητά του πράγματα, τις φορτωμένες ξεχωριστή αχλύ και περιεχόμενο λέξεις και να τις αραδιάσει για μιά ακόμα φορά μέσα σε ένα κομμάτι του χώρου του. Θέλει να κλείνεται μέσα στον αγαπημένο χώρο του και να βγάζει από μέσα του. Όπως ακριβώς ο αυνανιστής που για να φτάσει στην εκσπερμάτωση καθώς την επιθυμεί, πρέπει να βρεθεί μέσα στον χιλιοδιευθετημένο χώρο του και στα χιλιοτροποποιημένα σωματικώς ερωτικά πρόσωπα με τα κατάλληλα για την περίσταση λόγια.

     Και προκύπτει έτσι ένα κράμα ζεστής ζωής,  με όλα τα συμπαρομαρτούντα της επαρχιακής ζωής του καιρού του. Φτώχειες, θαλασσοπνιγμούς, μαρασμούς, συνοικέσια, μικρότητες, γάμους, βαφτίσια, γιορτές και γλέντια, έθιμα, κουτσομπολιά, λόγια πικρά, μίση, νεραΐδες και αερικά, θρησκευτικές αναβάσεις, χειμερινές περιπέτειες, αθώες ψυχές ποιμένων.

       Λοιπόν, οι απόμακρες αυτές ιστορίες δεν είναι αυτοβιογραφικές, αλλά αποτελούν αφορμές για ανάπλαση ζωής με τα γνωστά βιωματικά υλικά. Λυπάμαι που δεν είμαι σε θέση να αναφέρω τώρα τον αριθμό τους.

      Άλλη κατηγορία είναι αυτή όπου τα έργα φαίνονται και ομολογούνται ως ιστορίες ξεκομμένες από τον βίο του είτε τον παιδικό είτε τον μετέπειτα. Αυτά μπορούμε ίσως να τα εννοήσουμε σε δύο ομάδες: σε διηγήματα με φόντο το νησί του και σε διηγήματα με φόντο την Αθήνα.

     Μερικά από τα καλύτερα διηγήματά του ανήκουν σ’ αυτή την πρώτη ομάδα και γενικώς όλα αυτά είναι πνοής ανώτερης. Ενώ τα της δεύτερης ομάδας, τα αθηναϊκά, χωρίς διόλου να είναι ασήμαντα, δεν έχουν την πνοή, το σπαρτάρισμα και το χρώμα εκείνων των σκιαθίτικων. Σχεδόν δεν είναι «Παπαδιαμάντης». Γνωρίζω, βέβαια, ότι μερικοί περίεργοι λόγιοι, για τους οποίους έχω αμφιβολίες αν έχουν διαβάσει όλο το έργο του, τα θαυμάζουν περισσότερο από τα σκιαθίτικα, αλλά δεν νομίζω ότι έχουν δίκαιο. Είναι, βέβαια, κι αυτά έργα μεγάλου συγγραφέα και διατηρούν έτσι πολλά από τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης του, αλλά δεν είναι πρώτα. Και αυτό γιατί βιώματα της Αθήνας δεν ήταν γι’ αυτόν ούτε πρώιμα, ούτε τερπνά, ούτε και βαθύτερα. Είναι διαρκώς ένας φιλοξενούμενος στην πρωτεύουσα, ζει στο περιθώριό της. Όταν κλείνεται, λοιπόν, στο χώρο της και θέλει να τον αποτυπώσει, δεν βγάζει, δεν αραδιάζει από μέσα του, τα άπειρα πράγματα και τους παλιούς εκείνους φωτισμούς και ατμόσφαιρες, που του κομίζει η Σκιάθος του.

     Ο Παπαδιαμάντης δεν συνηθίζει να υποδύεται άλλους ρόλους μέσα στα έργα του, όπως κάνουν άλλοι. Να γίνεται δηλαδή ήρωας με το «εγώ» της μιάς ή της άλλης ιστορίας και να αναπληρώσει έτσι ψυχικές ανάγκες του και ανεκπλήρωτες πόθους. Και όχι μόνο  για τον εαυτό του ή για το «εγώ» δεν το κάνει  αυτό αλλά και για οποιοδήποτε πρόσωπο ή πράγμα αληθινής ή πλαστής ιστορίας. Ανήκει στο είδος εκείνων των λογοτεχνών που δεν μπορούν να λειτουργήσουν με όχι πιθανά υλικά. Αυτών που γράφουν μόνο με βιωματική γλώσσα και παραστάσεις, αλλιώς η απόδοσή τους πέφτει και δεν βρίσκουν νόημα στο γράψιμο.

     Από μία σημαντική σημείωσή του, πού θα παραθέσουμε, ο Παπαδιαμάντης φαίνεται να αντιμετωπίζει από ηθική άποψη το θέμα της αλήθειας ακόμα και μέσα στη λογοτεχνία. Δεν θέλει, λέει να γράφει πράγματα που δεν τα έχει διαπιστώσει. Στην πραγματικότητα, νομίζω, είναι η ίδια ψυχολογία της κατηγορίας εκείνης των κατάφορτων από βιωματικό πλούτο των συγγραφέων, που βλέπουν την άσκηση της λογοτεχνίας και σαν μιά προσωπική τους εκφόρτιση από τις εικόνες της ζωής, πού πατικώθηκαν μέσα τους και τους πιέζουν. Οι επινοημένες καταστάσεις δεν είναι και τόσο απαραίτητες σ’ αυτούς.

      Ιδού, λοιπόν, τι λέγει ο Παπαδιαμάντης σε μιά υποσημείωσή του, πού την εξαρτά από το διήγημά του «Η Μαυρομαντηλού»:

      «Μη νομίση τις ότι πλάττω ή επινοώ τι εκ των εν τω κειμένω. Και η εγκαρτέρησις και η οικονομία της συζύγου και η στοργή της μητρυιάς είναι γεγονότα εξ όσων είδα ιδίοις όμμασιν. Αλλ’ οι πολλοί πιστεύουσι προθύμως τα μυθεύματα. Η δε αλήθεια φαίνεται αυτοίς απιθανώτερα του ψεύδους. Και εν τω καθ’ ημέραν βίω παρετήρησα ότι, οσάκις ηθέλησα χάριν παιδιάς να είπω ψεύδος τι, παρ’ ελπίδα εύρον τους ακροατάς ευπίστους τόσον, ώστε, και διαμαρτυρομένου εμού ύστερον, ότι ηστεϊζόμην, δεν επείθεντο, αλλ’ επέμενον να πιστεύωσιν ως αληθές το ψευδές’ οσάκις δε εδοκίμασα να είπω αλήθειάν τινά, τους εύρον δυσπίστους και βλακοπονήρως μειδιώντας.- Αλλ’ άς είναι βέβαιος ο αναγνώστης ότι ημείς οι διηγηματογράφοι

            Ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμοισιν ομοία,

            Ίδμεν δ’ ευτ’ εθέλωμεν αληθέα μυθήσασθαι».

     Ο Παπαδιαμάντης, φαίνεται, δεν υπολογίζει μέσα στα «ψεύδεα» τα ιστορικά μυθιστορήματά του. Πιθανώς από τη μικρή εκτίμηση πού τρέφει γι’ αυτά, να τα έχει ξεχασμένα. Και όμως εκεί αφήνεται, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, πέρα από τα βιώματά του και λέγει.

     Συνοψίζοντας, έχουμε να πούμε, μάλλον να ξαναπούμε, ότι ο Παπαδιαμάντης μπορεί να χαρακτηρισθεί περισσότερο βιωματικός και λιγότερο αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Έχει λογοτεχνήματα και των  τριών αυτών ειδών’ αυτοβιογραφικά, βιωματικά και φανταστικά. Αλλά παρατηρούμε ότι ως πλαστουργός μάλλον προς το βιωματικό των συνθέσεων κλίνει παρά προς το ατόφιο αυτοβιογραφικό.

     Του προσάπτουν ακόμη ως κατηγορία ότι είναι ηθογράφος. Πλάθει ή ξεκόβει ιστορίες όπου ο κύριος σκοπός δεν είναι «τα πάθια και οι καημοί του κόσμου», αλλά η ειδική ψυχολογία και τυπική ζωή που αναπτύχθηκε σε ένα κλειστό επαρχιακό μέρος της Ελλάδος υπό την επίδραση των πανάρχαιων και των χριστιανικών παραδόσεων. Με απλά λόγια, ότι ζωντανεύει με ιστορίες τα ήθη και τα έθιμα της Σκιάθου. Δηλαδή, ένα είδος λογοτεχνούντος λαογράφου.

     Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι και η ηθογραφία μπορεί να έχει τα αριστουργήματά της και τους σπουδαίους συγγραφείς της. Δεν είναι σίγουρος ο λογοτεχνικός καταποντισμός για κάποιον που ασκεί- ασκούμε μάλλον-τη λαογραφική λογοτεχνία. Οι άξιοι συγγραφείς παντού διασώζονται.

     Ο Παπαδιαμάντης όμως δεν είναι ηθογράφος ούτε και υπό την καλύτερη έννοια. Ως βιωματικός συγγραφέας ξεσηκώνει ολόκληρο το επίπεδο ζωής μέσα στο οποίο θέλει να τοποθετήσει τους ήρωές του, πού εφόσον ανήκουν σε μιάν εποχή και σε έναν τόπο πρέπει να είναι ανάλογοι. Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί τους ανθρώπους του μέσα στο κοινωνικό πλέγμα τους και κατόπιν ιερουργεί με όλα αυτά τα μέσα στη φύση.

     Οι καλοπροαίρετοι επικριτές του δεν έχουν και απόλυτα άδικο. Διότι μία επιφανειακή ματιά από ανθρώπους μη προσεκτικούς και προπαντός μη αρεσκομένους σ’ αυτού του είδους τους χώρους και τα θέματα μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει και την ιδέα της ηθογραφίας και του ηθογραφικού Παπαδιαμάντη, όταν μάλιστα ασπάζεται κανείς με ευκολία διάφορες θεωρίες βολικές όπως πχ.: Η λογοτεχνική γενιά του 1880 είναι επηρεασμένη από τις λαογραφικές έρευνες και δημοσιεύσεις του Νικολάου Πολίτη.

      Αναδρομικές υπερβολές……

      Η αλήθεια είναι ότι ο Παπαδιαμάντης έχει μερικά κείμενα σαφώς ηθογραφικά, γραμμένα προφανώς μ’ αυτό το σκοπό, που βοούν από μακριά για το τί εστί παπαδιαμάντειος ηθογραφία. Με βάση αυτά τα κείμενα, που πραγματικά δεν είναι σπουδαία, μπορεί να γίνει η σύγκριση και να φανεί η διαφορά.

      Η Τρίτη κατηγορία που του προσάπτουν αναφέρεται στην προοδευτικότητά του. Δεν είναι, λένε, προοδευτικός. Είναι θρησκόληπτος, πολύ επιφυλακτικός απέναντι της επιστήμης, καχύποπτος ή αρνητικός προς κάθε τι το πνευματικό νέο και ακόμα σχεδόν αντικοινοβουλευτικός.

     Σε όλα τα παραπάνω υπάρχει κάποια αλήθεια, μα όταν δεις τα πράγματα όπως τα εκθέτει ο Παπαδιαμάντης μέσα στο συγκροτημένο κοινωνικό περιβάλλον του έργου του, οι παρατηρήσεις αυτές μειώνονται κατά πολύ. Μειώνεται ιδίως η πολιτική του αντιδραστικότητα, διότι πρέπει να γίνονταν τέρατα και σημεία στις επαρχίες τότε από τους πολιτευτές και τους μπράβους των. Άλλωστε, ο Παπαδιαμάντης είναι πού νεκρολογεί για την εφημερίδα με τόνους βαθιάς λύπης τον πολύ προοδευτικό για εκείνη την εποχή πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη. Και ο Παπαδιαμάντης πάλι είναι που περιφρονεί, σχεδόν γελοιοποιεί, το κατεστημένο ντύσιμο και τους κοινωνικούς τρόπους.

     Αλλά τί κάθομαι και ασχολούμαι μ’ αυτό το ασαφές «μή προοδευτικός»; Τί σχέση έχουν αυτά με τη λογοτεχνίας; Και κατά πόσο μπορεί να μειωθεί λογοτεχνικά σήμερα ένα δυνατό κείμενο, επειδή στην εποχή του ήταν αντιδραστικό;

      Ο Παπαδιαμάντης έχει δύο μεγάλες αγάπες μπροστά στις οποίες εκστασιάζεται. Έχει-κατά τη γνωστή έκφρασή του-τον έρωτα της φύσεως και τη λατρεία της θρησκείας. Η φύση είναι το έργο του Θεού και κατά τα φαινόμενα η φύση της Σκιάθου το ανώτερο έργο του Θεού. Οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε επαφή με τη φύση και έχουν διά της χριστιανικής θρησκείας επίγνωση και φόβο Θεού είναι χαριτωμένοι και συγχωρεμένοι για τις αδυναμίες τους. Ακόμα και τις βαριές αμαρτίες τους. Ο Παπαδιαμάντης όσο δείχνει την αντιπάθειά του για τις αδυναμίες των μή πιστών τόσο δεν κρύβει την κατανόησή του για τα αμαρτήματα των θρησκευομένων.

     Μέσα στην φύση αισθάνεται τον Θεό, διακρίνει την άπειρη σοφία και αγάπη του. Θεωρεί όλες τις λαϊκές παραδόσεις, ακόμη και κείνες τις παγανιστικές ως διαισθήσεις της λαϊκής ψυχής για την παρουσία του Θεού μέσα στη φύση.

     Ο Παπαδιαμάντης δεν αισθάνεται φόβο ή φοβία στη επαφή του με την φύση ακόμη και την αγριεμένη φύση. Αυτό, βέβαια, δείχνει από τη μιά το χαρακτήρα του και από την άλλη την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Θα μιλήσουμε σε άλλο μελέτημά μας εκτενέστερα για το πώς βλέπουμε τον Παπαδιαμάντη και τους άλλους συγγραφείς, παλαιότερους και σημερινούς μέσα στη φύση.

     Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πάντως, μέσα στην σκιαθίτικη φύση είναι κάτι σαν ερωτευμένος σάτυρος που κυλιέται με βαθιά αγαλλίαση.

-ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, 11-18, ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, 64-66,

      Ο ΔΥΣΤΥΧΟΣ ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΛΙΓΑΚΙ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

     «Α, τί καλά, κύρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε, από τον κόσμο ετούτον, έτος 1911. Τώρα πού σε θυμόμαστε, αντί για ο,τιδήποτε άλλο καθαρά χριστιανικό που θα ελέγαμε επικαίρως, προτιμούσε να θυμηθούμε το πώς έφυγες, το πώς αποχαιρέτησες την Αθήνα για να πάς να πεθάνεις στη Σκιάθο». Αυτά τα γράφει ο Ηλίας Βενέζης («Ακρόπολις», 1 Απριλίου 1973), σε ημέρες μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας. Απ’ όσο έχω προσέξει-άλλωστε η μνήμη μου τα τελευταία χρόνια ελαττώνεται συνέχεια- οι σύγχρονοι και ομολογουμένως εκλεκτοί φίλοι του Παπαδιαμάντη δεν έχουν εντοπίσει κατά που θα ΄πρεπε την ευαισθησία τους στα «προθανάτια» του τραγικού εκείνου πλάσματος. «Με έξι χιλιάδες δραχμάς διετηρήθην εγώ εις Αθήνας επί δέκα έτη, πότε νηστικός, και πότε χορτάτος. Οσάκις τυχόν μοί εμειδία επ’ ολίγον μία ελπίς, η σκληρά τύχη μοί την αφήρπαζε…». Τα βιογραφικά βεβαίως είναι γνωστά, μα ο Βενέζης είν’ αξιομνημόνευτος, γιατί τα επανέφερε σε καιρούς γενικής αποτυχίας της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας τις στήλες μιάς εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας. «Αλήθεια τί ήσουν εσύ, βρώμικο, άθλιο ναυάγιο, ξέβρασμα του πελάγου σου, τί ήσουν μές σ’ αυτή τη λάμπουσα, την αλαζόνα πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων; Και πόσοι να ήταν, πόσο ελάχιστοι, αυτοί που αισθάνονταν τη μεγάλη σπίθα, το δώρο του Θεού που ήταν μέσα σου κι ήταν να το αφήσεις στους ανθρώπους»; Δεν ξέρω, αλλά τα λόγια ετούτα, δεν ξέρω, με συγκινούν ιδιαίτερα, δείγματα σοβαρών βιωμάτων του γράψαντος. Ο Παπαδιαμάντης δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του, τα ρόδινα ματογυάλια του ψυχισμού του, τίποτα δεν ήτανε δυνατό να αλλάξει την εικόνα του, κολακεία δεν έκανε στη ζωή, κολακεία δεν έκανε στο θάνατο. Είπε και ελάλησε, κατά την εκκλησιαστική του ευλάβεια, τις αντιθέσεις και τα ονείρατα της απλής εμπειρίας, δόξασε την αθωότητα, μπήκε βαθιά και μεταφυσικώς εχέμυθα, δηλονότι τ α π ε ι ν ό ς, με όλη την αίσθηση της φιλαμαρτημοσύνης, στα υποχθόνια του βιολογικού όντος, ο Παπαδιαμάντης δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του…. Τί άραγε βλέμμα να διέθετε στις μυρωδάτες ερημίες της πατρίδας του; Τί βλέμμα στα κύματα, τί βλέμμα στην πανικόβλητη γαλήνη; Είν’ άγνωστο. Πάντως, εγώ τον εκλαμβάνω κολασμένο. Δεν το λέω αυτό με κάποια κακή έννοια, όχι, προς Θεού, με αγάπη το λέω, συναισθάνομαι τις λέξεις απόλυτα. Η αιώρηση και η δυστυχία οδηγούν αναπόφευχτα στην κόλαση. Πολλά χρόνια προτού να πεθάνει, ο Παπαδιαμάντης είχε φονευθεί και εζούσε σκοτωμένος. Έτσι ακριβώς πέρασε στην περιοχή του εξαγιασμού του, τύπτοντας το στήθος που επιθυμούσε δίχως ανταπόκριση σ’ αυτήνε την ανθρώπινη ζούγκλα. Λένε μάλιστα πώς τον κατέβασαν ευλαβικό παρθένο στο λάκκο του, δεν είχε πάει με γυναίκα. Τώρα συλλογιζόμαστε τη μεγάλη του, τη λαμπρότατη ψυχή και εγκωμιάζουμε… Η φτώχεια συνταιριάστηκε με τ’ όνομά του στην ελληνική λογοτεχνία, η ζωή του δεν επανέρχεται. Βαθιά στη βιολογικότητα η κωμωδία. Το πνεύμα υπήρξε πάντοτε διακόσμηση στη Ιστορία κι απομένει μονάχα ο θείος κεραυνός για να μας κατακάψει. «Ά, τί καλά, κύρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε…». Τη γλώσσα- συσσίτιο του δημοτικισμού δεν την ανέχτηκε, πράττοντας με αληθινή σοφία. Σκέψη λεπτότατη και μοναδική αυθεντικότητα στην έκφραση, βγαλμένη απ’ την εκκλησία κι απ’ τη λαϊκή σκιαθίτικη λαλιά, προσπαθούσε να υπάρξει κι όχι να γράψει, κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε ορθοτομώντας το αθώο φαινόμενο. Θα πάει στη Σκιάθο να ξεψυχήσει, δεν έχει κανένα λόγο ν’ αγναντέψει πίσω του, τί να τηράξει; «Στο αποχαιρετιστήριο γεύμα του στου Μπαρμπαγιάννη ο κύρ Αλέξανδρος κερνάει όποιον περάσει απ’ το μαγαζί. Του διαλέγει μονάχος του μεζέ, του γεμίζει την κούπα και τον βάζει να τσουγκρίσουν και να συγχωρεθούν. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει αν αγόρασε, όπως έπρεπε, παπούτσια και ρούχα για να πάει στο νησί του.- Αγόρασα, Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παλιά. Θέλεις ν’ αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα; Κι όταν έρθει η ώρα μου, πώς θα επικαλεσθώ τη μεγάλη ευχή: «εί εμεγαλοφρόνησα, εί περιεβλήθην πλούσια ιμάτια…». – Όταν έρχεται η ώρα για το λογαριασμό, ο Μπαρμπαγιάννης κάνει τον ανήξερο. Δεν θέλει να πάρει χρήματα.-Δεν πειράζει, κύρ Αλέξανδρε. Κράτησέ τα να οικονομηθείς κι αργότερα μου τα στέλνεις.- Όχι. Όχι.- Τον πιάνει απ’ το μπράτσο, τον Μπαρμπαγιάννη, τον τραβάει λίγο παράμερα και του βάζει στο χέρι δυό χαρτονομίσματα. –Είσαι καλός άνθρωπος και σ’ έχω στην ψυχή μου. Κι αν σούφταιξα καμμιά φορά, άνθρωποι είμαστε. Δώσε μου άφεση. Την άλλη μέρα, πρωί, ο κύρ Αλέξανδρος παίρνει παράμερα την κυρά-Μαρία, τη σπιτονοικοκυρά του. –Αυτά τα ολίγα χρήματα διά το ενοίκιον.- Μά γιατί, κύρ Αλέξανδρε; Ακόμα δε βγήκε ο μήνας.- Λάβε τα τώρα οπού τα έχω. Άλλωστε είναι τα τελευταία. Φεύγω για την πατρίδα.- Αργότερα της λέει: -Να μου ανάβεις κανένα κερί, κυρά- Μαρία όταν πεθάνω.- Και που θα το μάθω εγώ, κύρ Αλέξανδρε, όταν πεθάνεις; Εσύ θάσαι στην πατρίδα σου, στο νησί.- Θα το μάθεις, κυρά-Μαρία. Να είσαι βέβαιη πώς θα το μάθεις…».

     Αυτή ήτανε στα θλιβερά σκοτάδια της Αθήνας η εκπληκτική αποκορύφωση του μουσικού συχώριου της Ορθοδοξίας μέσα σ’ ένα παπαδοπαίδι που βασανίστηκε ανυπεράσπιστο. Υποκλίνομαι.      

-Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, 175-179,

          Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ    

      Ο ορυμαγδός ο οποίος ακολούθησε, προ ολίγων ετών, τη νίκη- διά των κρατικών όμως λογχών- της δημοτικής επί της καθαρευούσης έπνιξε την  φωνή και ορισμένων πολύ αξιόλογων ποιητών και πεζογράφων, η γλώσσα των οποίων δεν συνεβιβάζετο προς το γλωσσικό καθεστώς πού εγκατέστησαν οι νικηταί.

     Τα κυριότερα- αλλά συμπαθέστερα-θύματα αυτής της καταστάσεως είναι ο Κάλβος, ο Ροϊδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Κονδυλάκης και, σε μικρότερη κλίμακα, κατ’ αναλογίαν δηλαδή των σχέσεών του προς την καθαρεύουσα, ο Καβάφης. Οι Ηρακλείς της δημοτικής τους έχουν ουσιαστικά προγράψει. Μη μπορώντας όμως να τους αντιμετωπίσουν εκ του συστάδην, ακολουθούν έναντι των μίαν άλλη τακτική, η οποία, εφαρμοζόμενη συστηματικώς, ισοδυναμεί προς την προγραφή. Με άλλα λόγια, τους αγνοούν, ιδιαιτέρως όταν δογματίζουν επί του «γλωσσικού» ειδικώτερα δε κατά την ανάπτυξη της θεωρίας περί «νεκρής γλώσσας» κατ’ αντιδιαστολήν προς την «ζωντανήν γλώσσα του λαού».

     Αλλά το συμπαθέστατο- συνάμα δε και αθωότερο-θύμα αυτής της γλωσσικής μισαλλοδοξίας είναι ο Παπαδιαμάντης. Και ο λόγος είναι ότι κανείς άλλος νεοέλλην συγγραφεύς δεν εστάθη πλησιέστερα από ό,τι αυτός στον λαό, στους πολύ απλούς ανθρώπους, στους αγραμμάτους, σ’ αυτούς δηλαδή υπέρ των οποίων κόπτονται οι νέοι γλωσσαμύντορες, και κανείς άλλος δε ησχολήθη περισσότερο από ό,τι αυτός με τους καημούς και τα προβλήματά των. Είναι εξ άλλου χαρακτηριστικό, ότι οι συγγραφείς οι οποίοι έδωσαν στην δημοτική-ή μάλλον στην λογοτεχνική δημοτική-την σημερινή ισορροπία και στιλπνότητά της, δηλαδή η γενιά του 30, εγκατέλειψαν τους χωρικούς προς χάριν των αστών, καλλιεργώντας αντί της ηθογραφίας το αστικό μυθιστόρημα. Κάτι τέτοιο ήτο άλλωστε επόμενο, εφ’ όσον οι συγγραφείς αυτοί προήρχοντο από ένα αστικό περιβάλλον, κατ’ αντίθεσιν προς τον Παπαδιαμάντη, η ίδια η ζωή του οποίου αποτελεί μιά ηθογραφία.

     Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν είναι φύσει και θέσει ο άνθρωπος του λαού. Εν τούτοις δεν έγραψε στην δημοτική, παρ’ όλον ότι στα χρόνια του το δημοτικιστικό κίνημα ήτο στην ακμή του. Τουναντίον έγραψε σε μία ιδιότυπη, εντελώς  προσωπική γλώσσα, η οποία παρουσιάζει περισσότερες αποκλίσεις προς την καθαρεύουσα παρ’ ό,τι προς την δημοτική, γεγονός το οποίον επιτρέπει τον χαρακτηρισμό του Παπαδιαμάντη ως «καθαρευουσιάνου».

      Ασχέτως όμως της στάσεως που λαμβάνουν, καλοπίστως ή κακοπίστως, ωρισμένοι έναντι του Παπαδιαμάντη, είναι νόμιμο το ερώτημα, κατά πόσον η γλώσσα του είναι σήμερα, ένα σχεδόν αιώνα αφ’ ότου εγράφη, σύγχρονη, κατανοητή, σύμφωνη προς το σημερινό γλωσσικό αίσθημα.

     Βεβαίως, ποτέ η γλώσσα ενός παλαιότερου συγγραφέως δεν είναι όμοια με εκείνη των νεώτερων του. Κάθε γενιά-η διάρκεια της οποίας είναι περί τα 50 έτη- έχει την δική της τρόπον τινά γλώσσα, πού γίνεται εύκολα αντιληπτή από τον αναγνώστη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν κατανοείται. Η γλώσσα λ.χ. του Shakespeare και τουDante δεν ομιλείται πλέον, η δε παρακολούθησις της σήμερα απαιτεί κάποια προσπάθεια. Παρ’ όλα ταύτα οι σημερινοί Άγγλοι και Ιταλοί δεν συνηθίζουν να την αποκαλούν «νεκρή» και να επαίρονται για το ότι την «θάβουν». Απεναντίας την σέβονται και την τιμούν ως μητέρα της σημερινής γλώσσας των.

      Η απάντησις όμως στο ερώτημα, κατά πόσον η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι σήμερα σύγχρονη. μπορεί να δοθή συμπερασματικώς, εάν γίνη σύγκρισίς της με εκείνην ορισμένων διαπρεπών συγγραφέων, μεταγενέστερων μάλιστα του Παπαδιαμάντη, οι οποίοι έγραψαν σε μιά υποδειγματική-κατά κοινήν παραδοχήν-δημοτική. Γι’ αυτόν τον σκοπό θα παραθέσω ανά ένα απόσπασμα αφ’ ενός του Παπαδιαμάντη και αφ’ ετέρου των εν λόγω συγγραφέων, αφήνοντας τον αναγνώστη να συναγάγη μόνος του, ποίου το λεξιλόγιο και οι γραμματικοί τύποι είναι πλησιέστερα προς αυτούς που χρησιμοποιούμε σήμερα. Τα αποσπάσματα αυτά έχουν ληφθή τυχαίως μεταξύ πολλών άλλων παρομοίων.

            «Κάτω εις την ακρογιαλιάν τα κύματα έπληττον τους βράχους και προσέπαιζον επί της άμμου, ερχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, αέναα και ακούραστα. Επάνω εις το ισόγειον πτωχικόν οίκημα ηρεμία και ευάρεστος θερμότης εβασίλευεν εις το πρόσωπον της σεβασμίας οικοδεσποίνης με την αργυράν κόμην και την μαύρην μανδήλαν την καλύπτουσαν την κεφαλήν, τον τράχηλον και τους ώμους της, και εις τα πρόσωπα των συγγενών της γυναικών, όσαι διεσκορπισμέναι εις τα άκρα της πολίχνης ήρχοντο καθημερινώς να την επισκέπτωνται, εκτοπισμένην πλησίον της αγοράς, εν μέσω των μαγαζίων και των δημοσίων γραφείων».

                        Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (Βαρδιάνος στα σπόρκα)

     «Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου πού πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέσα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και  να κοιτάζω τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογιζόμουν, αυτός είναι ο δρόμος».

     «Σε άλλες πρωτόγονες δημιουργικές εποχές, ο Ζορμπάς θα’ταν αρχηγός ράτσας, θα πήγαινε μπροστά και θ’ άνοιγε με το τσεκούρι δρόμο’ ή θα ‘ταν ξακουσμένος τροβαδούρος που θα γύριζε τους αρχοντικούς πύργους, και θα κρέμουνταν όλοι, αφεντικά και φαμέγιοι και κυράδες, από τα χοντρά του χείλια….. Στην αχάριστη εποχή μας φέρνει βόλτες, λιμασμένος, γύρα από τις μάντρες, σα λύκος’ ή ξεπέφτει και γίνεται τζουτζές κάποιου καλαμαρά».

                        Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (Αλέξης Ζορμπάς)

     «Η εταιρεία του ναυαγισμένου βαποριού είτανε να καταπιαστεί την εκμετάλλεψή του. Έγινε πιά όλη η προετοιμαστική δουλειά, ο Σισμανόγλου ήθελε να γιορτάσει τα καταπιάσματα. Προσκάλεσε το λοιπόν όλους όσους είτανε κείνη τη βραδιά στο τραπέζι του  κ. Δημάρχου, κι’ ακόμα ένα-δύο επίσημα και χρειαζούμενα πρόσωπα. Τον τελώνη, τον ανθυπομοίραρχο που διοικούσε τον αστυνομικό σταθμό, καθώς και τον εργοστασιάρχη τον κ. Δαφνή, «φαμιλικώς». Θα τους περίμεναν πρωί-πρωί οι βάρκες στην εξέδρα, θα τραβούσαν όλοι μαζί στην ακρογιαλιά που είτανε καθισμένο το βαπόρι. Ο παπάς θ’ άγιαζε τα νερά για την καλοριζικιά της επιχείρησης, κατόπιν θα γινόταν η πρώτη ανατίναξη. Με λίγα λόγια, μιά εκδρομούλα ενδιαφέρουσα, που θάβαζε κάποια ποικιλία στην επαρχιακή μονοτονία της ζωής τους.».

                        Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια)

     «Έρημος είταν ο μεγάλος κάμπος. Στο βουρκωμένο ουρανό, τα νέφια που στράγγισαν ολονυχτίς τη βροχή τους στέκονταν τώρα τεντωμένα κι’ ασάλευτα, σαν ψόφια. Γύρω όμως, στον ορίζοντα, η φράντζα τους είχε σκάσει, κι από κεί ένα φώς γαλάζιο γλιστρούσε λοξά. Το ένιωθες ν’ απλώνεται στον αέρα νοτερό, δίχως ν’ αγγίζει τη  γη. Ο κάμπος ολάκερος είταν ένα μαύρο βουρκοτόπι. Εδώ-εκεί λεπίδες γυαλιστερές τον φολίδωναν, οι λάκκοι που γκώσανε από το νερό και το ξέρασαν. Κάποια σκέλεθρα δέντρων, σκόρπια, ξεκόβονταν στο ασημωτό αντίφωτο, φαντάσματα, γνέφοντας έξαλλα με τ’ άσαρκα δάχτυλά τους».

                        Α. ΤΕΡΖΑΚΗΣ (Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ)

     «Όποιος βαστάει τουφέκι ανάμεσα σε ξερμάτωτους πρέπει να ναι άγιος ή περίσσια φρόνιμος για να μην σουρθεί στα ζορμπαλίκια. Ένας από τούτους ήταν ο Σπύρος της Μύραινας, που στην αυλή τους-καθώς το ξέρετε-τη χωρίζει απ’ τη δική μας ένας τοίχος. Τον θυμούμαι την μέρα που έφτασε με άδεια στο σπίτι του και το βρήκε καργαρισμένο απ’ τη δικαιολογία του. Δίχως να μιλήσει σε κανένα τους, ξάπλωσε ανάσκελα στο στρώμα να ξανασάνει από το δρόμο, που τον είχε πάρει ποδολάτι, κι όταν συνέφερε μιά στάλα, σήκωσε κατά το ταβάνι χέρια πόδια και μούντζωσε κάποιον που θα ήταν αποπάνω. Αφού έδειξε έτσι με ποια καρδιά γύριζε από τον πόλεμο, παρακίνησε τις μανάδες να φαρμακώσουν κάλλιο τα παιδιά τους παρά να τ’ αφήσουν να μισέψουν, και τα ίδια τα παιδιά τα ξόρκισε να πάρουν τα βουνά με τους παράνομους, κι’ όχι να φύγουν για «εκεί πάνω».

                        Α. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ (Ο ήλιος του θανάτου)              

      Το έργο του Παπαδιαμάντη έχει ήδη υπερβή τόσα χρονικά φράγματα, ώστε να μπορεί σήμερα να θεωρείται περίπου ως άφθαρτο, όπως λ.χ. το έργο ενός Guy de Maupassant ή ενός Gogol, δηλαδή μιά αναγνωστική ύλη όχι πρώτης επικαιρότητος, πλήν όμως πάντοτε αναγνώσιμη.

     Που έγκειται όμως η αξία αυτού του έργου, η οποία το κάνει τόσο ανθεκτικό στον χρόνο; Οι κατά καιρούς μελετηταί του την έχουν αποδώσει σε διάφορες χαρακτηριστικές ιδιότητες του δημιουργού του, οι οποίες φαίνεται να είναι όλες σωστές: στην απλότητα του- μία απλότητα όμως η οποία πολλές φορές γίνεται συγκλονιστική-στον γνήσιο λυρισμό του, στην ελληνικότητά του, στην μυστικοπάθεια του, στην μοναδική παρατηρητικότητά του, στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί, στην ευαισθησία του, στην αβρότητά του, ακόμη και στην ασυμμετρία του-την οποία παρατηρούμε συχνά στην επεξεργασία των κατ’ ιδίαν μερών μιάς πλοκής- τέλος δε στην γλώσσα του.

     Νομίζω ότι στην γλώσσα πρέπει να αποδοθή ένα πολύ μεγάλο τμήμα της γοητείας, την οποίαν ασκεί ο Παπαδιαμάντης στον αναγνώστη του. Είναι μιά γλώσσα επιβλητική, δωρική, τελετουργική, αλλά συγχρόνως απείθαρχη, ασυνεπής, φιλάρεσκη, είναι ένα μίγμα καθαρευούσης και δημοτικής, αυστηρότητας και αμεριμνησίας, ψυχρότητος και θαλπωρής, είναι, με άλλα λόγια, μία εντελώς ατομική γλώσσα, όπως περίπου εκείνη του Καβάφη, μιά γλώσσα Παπαδιαμαντική. Μιά τέτοια γλώσσα είναι διαχρονική, υπεράνω κανόνων και εκτός προσδιορισμών.

     Άλλωστε μία τέτοιου είδους γλώσσα είναι ένα από τα γνωρίσματα του μεγάλου ταλέντου-αν όχι της μεγαλοφυϊας- το οποίο είναι μοναδικό, χωρίς προηγούμενο, δεν μιμείται κανέναν, και δεν μιμείται κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Παπαδιαμάντης είναι ανεπανάληπτος, χωρίς προδρόμους, χωρίς επιγόνους.

     Αντικρίζοντας αυτό το πρίσμα την γλώσσα του Παπαδιαμάντη, μπορούμε να πούμε, παραφράζοντας τον γνωστό αφορισμό του Oscar Wilde, ότι δεν υπάρχει καθαρεύουσα και δημοτική αλλά καλογραμμένη και κακογραμμένη γλώσσα.         

-ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ, 67-92. ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑΣ

-ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΜΑΤΣΑΣ, 93-97, ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ  ΜΙΑΣ  ΜΟΝΙΜΟΥ  (ΠΛΕΟΝ)  ΑΠΟΥΣΙΑΣ  ή ΕΙΚΑΣΙΑΙ  ΔΙΑ  ΜΙΑΝ  ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ

-ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, 98-112, ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΗΒΗΣ Ο. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, 203-213, ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ  ΣΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, 113-131, ΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ  (ΚΑΠΟΙΕΣ ΚΑΤΑΔΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ)

-Κ. Ν. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 132-135,

       Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

     Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας μεγάλος πεζογράφος. Αποδείχνει αυτή τη βεβαίωση ο χρόνος, η κριτική και οι συνεχείς εκδόσεις των έργων του. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ ένα αναπόφευκτο ερώτημα εμείς, οι άνθρωποι της Εκπαίδευσης: Τί θα γίνει με τον Παπαδιαμάντη; Θα τον αποκλείσουμε από το σχολείο; Θα τον παραμερίσουμε για να ξεχαστεί μέσα σε μιά γενιά; Ή θα αναδημοσιεύουμε σε κάθε σχολικό βιβλίο αυτό που έχουν περιλάβει στα Νεοελληνικά Κείμενα της Γ΄ Γυμνασίου- μαζί με άλλα καθαρολογικά κείμενα- μέτριο κι όχι ταιριαστό προς το γνώριμο παπαδιαμάντειο ύφος; Αξίζει για έναν πεζογράφο, να δημιουργήσουμε θέμα ή ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιό ήρεμα για το γλωσσικό ζήτημα τώρα πιά;

      Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι μιά πολύ δύσκολη υπόθεση. Όμως έχουμε στο σώμα του Νέου Ελληνισμού μιάν απόφαση που δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, αφού μιά ολόκληρη σειρά από πνευματικούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ανθρώπους ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία, των καθαρολόγων, δηλαδή ανήκουν σε μας, είναι μέρος της εθνικής μας ζωής, είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Θα αγνοήσουμε τον Τρικούπη ή το Βενιζέλο, ακόμα και τους άλλους πολιτικούς ως τις μέρες μας; Θα αγνοήσουμε τον Καϊρη, το Μοισιόδακα το Βασιλειάδη, τους «πολιτικούς» Σούτσους, το Χατζηδάκη, τους Βερναρδάκηδες και τόσους άλλους; Θα αγνοήσουμε την εκκλησιαστική παράδοση ως μιά μορφή της ιστορικής ζωής μας; Θα αγνοήσουμε τέλος τον Παπαδιαμάντη, μιά κορυφαία στιγμή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας;

     Τώρα που η νεοελληνική γλώσσα νίκησε στον άγονο πόλεμο των τελευταίων τριών αιώνων της ιστορικής μας ζωής, νίκη πύρρεια θα έλεγα- και δεν είναι ετούτη η ώρα των απολογισμών-, νομίζω ότι είναι καιρός να σκεφτούμε νηφάλια πάνω σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα και ν’ α π α ν τ ή σ ο υ μ ε. Δεν είναι καιρός πιά για υπεκφυγές ή αναβολές.

      Τί θα γίνει λοιπόν με τους καθαρολόγους των περασμένων γενεών και φυσικά με τον Παπαδιαμάντη; Θα τους αποκλείσουμε από το σχολικό πρόγραμμα; Αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μας, δηλαδή η διαγραφή; Τότε η γενιά των παιδιών που φοιτούν στη Μέση εκπαίδευση από τον τρίτο χρόνο της Μεταρρύθμισης και διδάσκονται κείμενα μόνο στη Νεοελληνική γλώσσα δεν πρόκειται να γνωρίσει τη φάση αυτή της γραμματείας μας κι οι επόμενες το ίδιο, ένα μέρος λοιπόν της ιστορικής μας ζωής χάνεται για πάντα.

     Στο σημείο αυτό θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η ανακίνηση του θέματος είναι δεοντολογική, αφορά το τί «δέον γενέσθαι» από θεωρητική άποψη, αν και υπάρχουν εκπαιδευτικοί που διαγράφουν λ.χ. όλη την πνευματική κληρονομιά του παρελθόντος με το αιτιολογικό’ «ό,τι είχαν να δώσουν, το έδωσαν, αφήστε πιά τους  νεκρούς στην ησυχία τους, δεν γίνεται να ξαναζήσουν». Είναι φυσικά κι αυτό μιά άποψη, πού ην ενισχύει η ιστορική πρακτική’ έχουν χαθεί αμέτρητες μυριάδες πολύτιμων (για την επιστήμη) στοιχείων’ χωρίς να καταστραφεί ο κόσμος!

     Σύμφωνα λοιπόν με τη γεωμετρική νοοτροπία των υποστηρικτών της άποψης αυτής ο κόσμος τραβάει μπροστά, δε γυρίζει προς τα πίσω, δεν είναι δυνατό σήμερα πιά κάτι τέτοιο με τις εκρήξεις των γνώσεων, του πληθυσμού, κι ιδιαίτερα του μαθητικού, της πληροφόρησης κτλ. δεν έχουμε χρόνο ν’ ασχολούμαστε με τέτοιες λεπτομέρειες που δεν ανήκουν στις άμεσες ιστορικές διαδικασίες, αλλά κινούνται στον αστερισμό του ησυχαστηρίου.

      Υπάρχουν όμως κι η διαλεχτική άποψη που βλέπει τα πράγματα αυτά με εντελώς διαφορετικό μάτι, γιατί δεν παρασύρεται από τους νεωτεριστές και συναντιέται νομίζω με τη συντηρητική νοοτροπία σ’ αυτό το σημείο’ τη διατήρηση της παράδοσης, δεν ενδιαφέρει τώρα εδώ η σκοπιά από όπου βλέπει ο καθένας το θέμα.

     Σύμφωνα μ’ ετούτη την άποψη η κληρονομιά του παρελθόντος είναι ένας πολύτιμος κρίκος στην αλυσίδα των γεγονότων της ιστορίας ενός λαού που εξηγεί και κατευθύνει την πορεία του. Χωρίς αυτή ο κάθε λαός θα βρεθεί αποκομμένος, αβοήθητος, χωρίς ταυτότητα και θα βαδίσει όπως οι τυφλοί-αν μπορεί να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο τώρα, μιά και δεν έγινε ποτέ μέχρι τη στιγμή αυτή.

     Έτσι μπορούμε σήμερα να δεχτούμε τη δεύτερη αυτή άποψη- άς αφήσουμε για την ώρα τη μελλοντολογία του «θαυμαστού νέου κόσμου»- και ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημά μας από τη σκοπιά αυτή.

      Πώς θα λύσουμε λοιπόν το πρόβλημα «Παπαδιαμάντης και καθαρολογική κληρονομιά»; Μιά απάντηση είναι να τους μεταφράσουμε. Η λύση αυτή είναι θεμιτή όταν πρόκειται για επιστημονικά ή άλλα παρόμοια έργα. Όταν όμως πρόκειται για λογοτεχνικά έργα, και μάλιστα τόσο υψηλής στάθμης, έργα που ανήκουν στο δικό μας χωρόχρονο κι όχι σε παλιότερες εποχές στέκει η λύση αυτή που δοκιμάστηκε κιόλας χωρίς σπουδαία αποτελέσματα; Νομίζω ότι για την περίπτωσή μας δεν είναι η πρέπουσα.

       Ο Παπαδιαμάντης, όπως είναι γνωστό, δημιούργησε ένα δικό του γλωσσικό κώδικα ανεπανάληπτο, που αν μεταφερθεί σ’ άλλον, θα χάσει όλη την αίγλη του μιά και σημαίνον και σημαινόμενο έφτασαν σε μιάν ευτυχισμένη σύζευξη, όπου μπορώ να πω ότι το πρώτο υπερτερεί. Είναι λοιπόν μιά από τις εξαιρέσεις στον κανόνα της ασημαντότητας πού χαρακτηρίζει την καθαρολογική «λογοτεχνία». Από κάπου όμως δένεται με τη βυζαντινή και την αρχαία κληρονομιά, κι αυτό το κάπου είναι η γλώσσα του.

     Θα έλεγα λοιπόν ότι για τους μαθητές του Λυκείου δεν θα υπάρξει σοβαρή δυσκολία μιά και διδάσκονται Αρχαία Ελληνικά. Κι όπως είναι γνωστό, τώρα, η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών του Γυμνασίου περνάει προς το Λύκειο, οι περισσότεροι στο Γενικό. Όταν όμως φτάσουμε σε μιά σύμμετρη κατανομή του μαθητικού πληθυσμού στα δυό Λύκεια, τότε όσοι θα φοιτούν στο Τεχνικό, όπως και σήμερα άλλωστε, δε θα δοκιμάσουν κανένα από αυτά τα διδακτικά αγαθά- εκτός κι αν στο μεταξύ η Μεταρρύθμιση καθιερώσει το Ενιαίο Λύκειο και τότε δε θα υπάρχει πρόβλημα.

     Μ’ αυτά τα δεδομένα θα έλεγα ότι η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην συστηματική οργάνωση του Γλωσσικού μαθήματος. Παντού η γνωριμία των μαθητών με τα ιστορικά της γλώσσας τους, δηλαδή τις φάσεις που πέρασε για να φτάσει ως τη σύγχρονή της μορφή, είναι μιά από τις σοβαρότερες φροντίδες του σχολικού προγράμματος. Είτε με κείμενα που υπάρχουν στα διδακτικά βιβλία, είτε με άλλα βοηθήματα κάθε λογής διδάσκονται λ.χ. τα γαλλικά του 16ου αιώνα. Φυσικά δε μου διαφεύγει η λεπτομέρεια ότι πρόκειται για την ίδια μορφή γλώσσας στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της. Αλλά και τα καθαρολογικά κείμενα, όσα βέβαια αξίζουν τον κόπο, χρησιμοποιούν ελληνικές λέξεις κι η δομή τους γενικά είναι προσιτή, ώστε να μπορέσει ο μαθητής να τα διαβάσει και να τα κατανοήσει. Ένα παράλληλο δείγμα αυτής της περίπτωσης είναι η γλώσσα της Ιλιάδας, δηλαδή του Πολυλά, προδρομική μορφή της σημερινής Νεοελληνικής Γλώσσας.

     Έτσι θα ξαναγυρίσω σε μιά παλιότερη πρόταση μου’ να ετοιμάσει μία ομάδα από ειδικούς-εννοώ πραγματικά ειδικούς κι όχι τιτλούχους πού αποδείχνονται συνέχεια αδαείς-ένα σχολικό βοήθημα με κείμενα από όλη τη λογοτεχνία μας, για να μην υπάρχει αυτός ο απαράδεκτος απομονωτισμός που κυριαρχεί σήμερα στο σχολικό πρόγραμμα του Γυμνασίου, όπου τα παιδιά γνωρίζουν μόνο το σύγχρονο γλωσσικό κώδικα. Το βοήθημα αυτό πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή για να ανταποκρίνεται στους στόχους του, δηλαδή τη γνωριμία των παιδιών με τις πιό σημαντικές φάσεις της γλωσσικής μας ιστορίας, και να συνοδεύεται από βοηθητικά μέσα πού θα θεμελιώσουν την αποτελεσματικότητά του. Μόνο έτσι νομίζω ότι θα βρούμε μιά λύση για τα επόμενα χρόνια, αφού δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις εξελίξεις για το μακρύτερο μέλλον λ.χ. το 2000 μ. Χ.

     Οι σκέψεις μου αυτές είναι αποτέλεσμα πολύ βασανιστικών διαλογισμών, αφού σ’ όλη μου τη ζωή δεν έχω γράψει ούτε μιάν αράδα καθαρευουσιάνικη. Όμως αισθάνομαι το βάρος της πατρογονικής κληρονομιάς και την ευθύνη απέναντι στα παιδιά και τον Παπαδιαμάντη που η γοητεία του, παλιότερα, τα συνάρπαζε και τα απογείωνε, όταν προχωρούσαμε στη διδασκαλία, μετά την εξομάλυνση τω γλωσσικών δυσχερειών, στις υφολογικές προσεγγίσεις.

     Όμως δε θα ήθελα να νομίσει κανένας ότι η πρότασή μου οφείλεται σε συναισθηματικά κατάλοιπα. Δηλώνω από τη θέση ετούτη ότι μόνο η φιλολογική μου συνείδηση και το χρέος απέναντι στην εθνική μνήμη και τα παιδιά με οδήγησαν προς αυτήν.

Σημείωση: Στο βιβλίο της Γ’  Γυμνασίου υπάρχουν μερικά καθαρολογικά κείμενα που δεν λύνουν βέβαια το πρόβλημά μας για το μέλλον, γιατί η όλη υπόθεση είναι θέμα ευρείας οργάνωσης του γλωσσικού μαθήματος, όπως σημείωσα κιόλας.

-ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ, 136-147, Ο ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΑΣ, 184-202,  Η  ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ  ΤΟΥ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ, 148-155, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ

-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 224-226,

            ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

     Ο Παπαδιαμάντης, για μένα, δεν είναι ηθογράφος. Δεν αρκείται δηλαδή στην περιγραφή μιάς ζωής που φανερώνεται ως γραφική και πού η σχεδία της έχει συντεθεί από την πανάρχαια ήθη και έθιμα. Είναι ηθολόγος, γιατί αντικρίζει την ζωή αυτή πνευματικά. Και είναι αυθεντικός ποιητής γιατί δεν την εξεικονίζει αλλά τη ιεραρχεί με βάση αξίες πνευματικές και με γνώμονα την ομορφιά του πνεύματος που υπαγορεύει η υψηλή Τέχνη. Ο Παπαδιαμάντης ερμηνεύει τους ήρωές του όχι περιστασιακά αλλά πνευματικά και η ψυχογράφησή τους εισχωρεί βαθιά, εκεί απ’ όπου αναβρύζει η δύναμη της ζωής τους, στην μεταφυσική, ή αν θέλετε, θρησκευτική περιοχή του ανθρώπινου όντος. Στην συμβολή της συνείδησης με το μυστήριο του κόσμου.

     Όπως ο Παλαμάς στην ποίηση, ο Παπαδιαμάντης προσπάθησε να συναιρέσει τον Νέο Ελληνισμό στα κείμενά του, άλλοτε αντικρίζοντάς του ως φτωχό άγιο, κι άλλοτε ως αθάνατη, ποιητική δρυ. Και μαζί μ’ αυτή του την επίτευξη, έδειξε φωτισμένη μ’ ερατεινά χρώματα αθάνατα, την ομορφιά του λαού μας και την ασύγκριτη αξιοπρέπεια της ταπεινής στα υλικά ζωής του. Αυτός, κατά την κρίση μου, ταμίευσε όλο τον θησαυρό της εποχής εκείνης ως ύφος και ήθος ζωής, ως φρόνημα, ως σύμπαν ιδεών και κατέδειξε πόσο οργανικά είναι δεμένη η ελληνική φύση με την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης-της ελληνικής ύπαρξης.

     Ωστόσο, ο διαλογισμός πάνω στο έργο και την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη κυοφορεί μερικά ερωτήματα-απορίες-πού δεν θα ήταν άκοπο κι άχρηστο να διατυπωθούν εδώ.

     Η πρώτη απορία αναφέρεται στη γλώσσα. Τώρα που έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η γλώσσα δεν είναι περίβλημα του λογοτεχνικού έργου αλλά ουσία, πώς αντιμετωπίζουμε την γλώσσα του Παπαδιαμάντη; Οι νέοι άνθρωποι, θρεμμένοι με την δημοτική γλώσσα, θα δυσκολεύονται να την κατανοήσουν βαθιά και να καταλάμπουν από την ομορφιά της.

     Μπορούμε να υπολογίσουμε ότι θα χρειαστεί μιά μέρα να τον μεταφράζουμε, όπως τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς; Και τότε, ποιά αισθητικά αποτελέσματα φανταζόμαστε ότι θα έχουμε πετύχει; Θα μένει ο Παπαδιαμάντης, Παπαδιαμάντης σε όσο βαθμό μένει ο Αισχύλος, Αισχύλος στις σημερινές μεταφράσεις; (Γιατί το τραγικό θεϊκό σύμπαν του Αισχύλου είναι το ίδιο με του Παπαδιαμάντη, κι έτσι δικαιούμαστε να προβούμε σε τέτοια συνταιριάσματα). Ή μήπως, η αλλαγή της γλώσσας προδώσει την μαγεία του και αραιώσει την πυκνότητα της ουσίας τους.

     Ίσως πάλι πρέπει ν’ απομείνει ανέπαφος ο Παπαδιαμάντης. Να τον μελετούν και να τον χαίρονται μόνο όσοι σπουδάζουν τ’ αρχαία ελληνικά και την καθαρεύουσα-γιατί και την διδασκαλία της καθαρεύουσας σε μερικά σχολεία κάποτε θα χρειαστεί να προγραμματίσει μιά απαλλαγμένη από σωβινισμό παιδεία. Και τότε, ποιά θα είναι η επιρροή του στη διαμόρφωση συνειδητής πνευματικής ζωής στον τόπο μας;

     Η δεύτερη απορία αναφέρεται στον κόσμο του Παπαδιαμάντη. Κοιταγμένος από την εποχή μας, ο κόσμος αυτός μοιάζει τελειωτικά καταβυθισμένος, χτυπημένος από την τεχνολογική εξέλιξη και σαρωμένος από την εκβιομηχάνιση της ζωής. Κάτι άλλο, πάντως, πολύ βαθύτερο συμβαίνει με τον κόσμο αυτό που εκφράζεται στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη. Μπορεί να μήν υπάρχουν πιά οι αιπόλοι κι οι βαρκάρηδες, και οι απλοί «αμερικάνοι» και οι σταχομαζώχτρες, αλλά, στις ανθρώπινες σχέσεις των Νεοελλήνων, συναντούμε τους ίδιους τόπους, τα αυτά πλέγματα προσωπικών και κοινωνικών καταστάσεων και, κυρίως, την ίδια ψυχοσύνθεση (Άς ξαναδιαβάσουμε για παράδειγμα τους «Χαλασοχώρηδες»).

     Ο κόσμος, λοιπόν, αυτός εξακολουθεί να παραμένει έγκυρος. Άλλοτε γιατί εκφράζει τον χαρακτήρα του λαού μας, άλλοτε πάλι γιατί θέτει έσχατα ερωτήματα («Η Φόνισσα»).

     Μιά τρίτη απορία: ταξιθετήσαμε κάπου τον Παπαδιαμάντη, του επικολλήσαμε την ονομασία του «αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων» και νομίσαμε ότι κλείσαμε τον λογαριασμό του. Λάθος. Των μεγάλων συγγραφέων ο λογαριασμός απομένει πάντα, από γενιά σε γενιά, ανοιχτός. Σ’ αυτό εκφράζεται η αθάνατη εγκυρότητά τους. Κάποιοι  προσπάθησαν  να κλείσουν και τον λογαριασμό του μεγάλου Σκιαθίτη. Κι όμως, ο λογαριασμός παραμένει ανοιχτός κι απόδειξη το πλήθος των μελετών που στοιβάζονται στον νεοελληνικό χώρο. Αλλά, όσο περνά ο καιρός, ο λογαριασμός αυτός αλλάζει ποιότητα. Γίνεται κριτικότερος αλλά και προεκτείνεται σε άλλες, ανυποψίαστες περιοχές για κείνους που έγραψαν πρίν δεκαετίες για τον «άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων». Τί συμβαίνει, λοιπόν; Έχει ο Παπαδιαμάντης όψεις και πλευρές που τώρα μόλις βλέπουμε; Έχει, μάλιστα. Αυτό είναι στοιχείο αψευδώς ενός αυθεντικά σπουδαίου συγγραφέα.

     Οι πλευρές αυτές, σιγά-σιγά, θα μας οδηγήσουν, φρονώ, σε μιάν ανατοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στον απλό κι απέριττο βίο του θα ιδούμε έναν πρόδρομο αρνητή της κοινωνίας της υλικής ευμάρειας. Και στο έργο του θα θεωρήσουμε τις μορφές τις αθάνατες μιάς ζωής που δεν καταστρέφει αλλά συνεργάζεται αρμονικά με το περιβάλλον. Στους ήρωές του θα ξαναβρίσκουμε τους ανθρώπους, ενώ στην καθημερινή μας ζωή θα κυκλοφορούμε και θα συναγελαζόμαστε με ανθρώπους- σκιές, με χαρακτήρες τυποποιημένους, με άψυχα σώματα. Στο έργο του Παπαδιαμάντη θα νιώθουμε την καταγωγή μας και θα ξαναζούμε ένα κόσμο γεμάτο από  τις αναιώνιες μυστικές δυνάμεις του σύμπαντος, του Θεού, τους αγίους, τους αγγέλους, πού όλοι τους μιλούν γιατί έχουν ελληνικά εξανθρωπιστεί, όπως ο Μονογενής έλαβε σάρκα κι έγινε όμοιός μας σε ζωή, και σε μοναξιά, και σε πόνο, και σε θάνατο. Είθε και σε ανάσταση!    

-ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ, 156-165, Η ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΚΛΙΜΑΚΑ

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΩΤΕΑΣ, 180-183, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ  Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

-ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, 166-174, «ΑΑ  ΓΗΣ  ΤΟΠΑΤΟ»

ΣΧΕΤΙΚΑ

         «Κι όμως, υπάρχει ένας Έλληνας μυθιστοριογράφος- με τέσσερα μυθιστορήματα κι εκατόν εξήντα διηγήματα- ελάχιστα μεταφρασμένος και ουσιαστικά άγνωστος έξω από την Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), η τέχνη του οποίου δεν λαβαίνει διόλου υπ’ όψη της την παλαιά διαχωριστική γραμμή. Είναι, πιστεύω, ο μόνος που θα γινόταν δεκτός με μεγάλη χαρά από τον Βοκκάκιο, τον πιό σκληρό και τον πιό αδιάλλακτο τελώνη της Ευρώπης. Γεννήθηκε στη Σκιάθο, ένα νησί του βόρειου Αιγαίου, έγραψε, δούλεψε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στην Αθήνα, όπου και δημοσίευσε τα έργα του. Μεταφραστής από τα αγγλικά και τα γαλλικά σε διάφορες ελληνικές εφημερίδες για να βγάλει το ψωμί του, όργωσε τη λογοτεχνική Ευρώπη. Η πεζογραφία του γοητεύει με τη ζωντάνια της, την τάση της να περιπλανιέται σε ολιγοσύχναστες- τουλάχιστον στη δική του εποχή-περιοχές, την προσφυγή της σε απροσδόκητα παντρέματα. Ας τον χαρακτηρίσουμε συνοπτικά, για την ώρα, ως βυζαντινό-δυτικό κράμα και ας αφήσουμε στη συνέχεια του κειμένου μας τη φροντίδα να φωτίσει την ιδιαιτερότητα και τη μεγάλη αξία αυτής της αισθητικής «διαστροφής», τον λόγο υπάρξεως αυτού του δυϊσμού. Τα πρόσωπά του- βοσκοί, κοπέλες, εμποράκοι, ηλικιωμένες χήρες, ναύτες και καπετάνιοι ιστιοφόρων πλοίων- συγκροτούν έναν κόσμο εκπληκτικό, μοναδικό. Αυτός ο κόσμος είναι ο μόνος που μπορεί να μας οδηγήσει να δούμε τις ρωγμές της πατρογονικής κληρονομιάς, ο μόνος που μπορεί να μεταμορφώσει αυτή την επαφή σε εμπειρία κοινή για την Ευρώπη στο σύνολό της.» σ. 28.

      Λάκης Προγκίδης, «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΤΟΝ ΒΟΚΚΑΚΙΟ. Μετάφραση από τα Γαλλικά: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ. Πρόλογος ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ‘ΕΣΤΙΑΣ’, Αθήνα 1998.        

        Σταθερός αγοραστής και αναγνώστης των ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ ΤΗΣ «ΕΥΘΥΝΗΣ» και των βιβλίων του εκδοτικού οίκου «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα και μεταφραστή, επιμελητή εκδόσεων και ποιητή κυρού Κωνσταντίνου Τσιρόπουλου, αναρτώ στο σημερινό σημείωμα λίγο πρίν την λήξη του 2023 στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, το νούμερο 15 του Δεκεμβρίου 1981. ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ, όπως έχω πράξει και παλαιότερα με άλλα αφιερώματα των Τετραδίων. Όσοι φιλότεχνοι και σύγχρονοι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας μετά την μεταπολίτευση του 1974 γνωρίζουν, την σημαντική συμβολή των «ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ της ΕΥΘΥΝΗΣ» στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την προσφορά τους εν γένει στον ελληνικό πολιτισμό. Στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση, στο δοκιμιακό και αυτοβιογραφικό λόγο, σε ζητήματα και προβληματισμούς  αφορώντα την στήριξη και την χρήση, την ορθή διαχείριση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες φάσεις της ιστορικής της εξέλιξης, διάσωσής της από τα ευρύτερα στρώματα του ανώνυμου ή επώνυμου ελληνικού λαού. Παρά του ότι η πολιτική γραμματική του ίδιου του εκδότη και των συνεργατών του, ήταν το πολυτονικό και η αγάπη προς την αρχαία ελληνική. Οι συνεργάτες των Τετραδίων και του περιοδικού της Ευθύνης προέρχονταν κυρίως, από την συγγραφική δεξαμενή των παλαιότερων ελλήνων συγγραφέων, στοχαστών, πολιτικών, φιλοσόφων, μεταφραστών της γενιάς του 1930 και όχι μόνο, ορισμένες μάλιστα από αυτές τις συγγραφικές προσωπικότητες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα μας την δεύτερη πεντηκονταετία του προηγούμενου αιώνα. Στις εκδόσεις των βιβλίων της, πέρα από τις ποιητικές συλλογές και τα μυθιστορήματα, συγκαταλέγονται έργα δοκιμιακά και στοχαστικά ιστορικής θεματικής και εθνικής αυτογνωσίας. Ανίχνευσης της ιδιοσυστασίας του προσώπου της Ελληνικότητας, του προσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας, της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, του χαρακτήρα των Ελλήνων, της εθνικής παιδείας και αγωγής. Προβλήματα διαχρονικά και θέματα για την ιστορική διαδρομή του Νέου Ελληνισμού, τα οποία επανέρχονται κατά διαστήματα στην πολιτική, ιστορική, κοινωνική και φιλολογική επικαιρότητα, τα οποία δημιουργούν τις αναγκαίες ζυμώσεις για να επαναδιατυπωθούν ερωτήματα, να κυοφορηθούν νέα, μέσα από συγγραφικές συγκλίσεις ή διαφοροποιήσεις μεταξύ των ειδικών και των όποιων ενδιαφερόμενων ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων. Διαχρονικές καταστάσεις και φάσεις του Ελληνισμού που εξακολουθούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό να ταλανίζουν ομάδες διανοουμένων, λογίων, συγγραφέων, ιστορικών, μία όχι ευκαταφρόνητη μερίδα του πνευματικού κόσμου, τους επιστήμονες των πανεπιστημιακών κοινοτήτων, μελετητές της ελληνικής φιλολογίας και ιστορικής αυτοσυνειδησίας. Όσους με δύο λόγια μιλούν και δημοσιεύουν δημόσια, γράφουν βιβλία, ερευνούν και ανιχνεύουν, επαναθέτουν ερωτήματα ή επαναδιατυπώνουν προβληματισμούς για αυτό που αποκαλούμε Ελληνική παράδοση, Ελληνικότητα. Το πρόσωπο ή το προσωπείο της Ελληνικότητας όπως αυτή προσδιορίστηκε και καθορίστηκε, επισημοποιήθηκε από την επικρατούσα κάθε φορά πολιτειακή εξουσία, την επίσημη ελληνική πολιτεία και τους δημόσιους κρατικούς φορείς της, με τα ανάλογα σύμβολά της, τους καθολικούς εθνικούς κώδικές της, τους όρους ερμηνείας της, τα διάφορα τελετουργικά της εθνικής της αναγνωρισιμότητας και ιδεολογίας. Αυτά και  άλλα ενδιαφέροντα καθαρώς φιλολογικά κείμενα και αναλύσεις διάβαζαν οι παλαιότεροι αλλά και ο σημερινός αναγνώστης, στα  Αφιερώματα των Τετραδίων και των παλαιών εκδόσεων της Ευθύνης, που σημάδεψαν με την συνέπεια, την σοβαρότητά και την προσφορά τους τα ελληνικά γράμματα στην εποχή της κυκλοφορίας τους και όχι μόνο. Τα ΤΕΤΡΑΔΙΑ της «ΕΥΘΥΝΗΣ» αποτελούν σταθερές πηγές αναφοράς για τους συντάσσοντας ερευνητές την Βιβλιογραφία ενός έλληνα συγγραφέα, όπως, φυσικά, και τα αφιερώματα των υπόλοιπων λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία κυκλοφόρησαν την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο με τα Τετράδια.

     Διαβάζω εκ νέου καταγράφοντας τον τόμο 15ο τόμο «Μνημόσυνο του Παπαδιαμάντη» που κυκλοφόρησε πρίν σαράντα δύο χρόνια. Εκ νέου επανέρχομαι στα παπαδιαμαντικά του περιεχόμενα αντιγράφοντας ορισμένες από τις συμμετοχές, θέλοντας να μνημονεύσω όχι μόνο έναν αγαπητό στο ευρύ κοινό έλληνα πεζογράφο διαχρονικά, όπως είναι ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αλλά και τα ονόματα και τα κείμενα όλων ανεξαιρέτως των συμμετεχόντων δίχως διάθεση αξιολογικής κριτικής σκαλωσιάς. Την επαναπροσέγγισή μας σήμερα, των αναγνωστών της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, όχι μόνο με τον λόγο και την γραφή, το πνεύμα των γνωστών, καταξιωμένων συγγραφέων, σημαντικοί συγγραφείς και λόγιοι στην εποχή τους, οι οποίοι με τα δημοσιεύματά τους, τις παρατηρήσεις τους, τις μελέτες τους, τους εποικοδομητικούς σχολιασμούς τους συνέβαλαν στην γνωριμία μας με πρόσωπα και έργα της ελληνικής πεζογραφικής και ποιητικής παράδοσης, στην επαφή μας με ιστορικές προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας, (Ελευθέριος Βενιζέλος, Χαρίλαος Τρικούπης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος…) στα στάδια εξέλιξης της ελληνικής γραμματείας. (Έχω αναρτήσει παλαιότερα σχετικά  σημειώματα για τα Τετράδια). Έλληνες συγγραφείς που τα ονόματά τους έχουν κάπως λησμονηθεί, περιέπεσαν σε αναγνωστική λήθη, σκεπάστηκαν από την σκόνη του χρόνου, επισκιάσθηκαν από σύγχρονες συγγραφικές ελληνικές φωνές ή παραβλέφθηκαν από τις καινούργιες συγγραφικές συνθήκες, τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα. Στην καλύτερη περίπτωση τους θυμόμαστε σε επετειακές εκδηλώσεις ή επετειακά αφιερώματα. Όπως όλοι μας γνωρίζουμε, στους νεότερους ηλικιακά συγγραφείς-άντρες και γυναίκες, η θεματογραφία τους και η διαπραγματευτική τους σπουδή, στηρίζεται σε άλλου είδους κοινωνικά ζητήματα και των ιδεών ερεθίσματα, παραστάσεις της δικής τους μοντέρνας πολιτική και κοινωνικής και μεταφυσικής πραγματικότητας. Οι παλαιές γενιές των ελλήνων πεζογράφων και ποιητών δεν συνομιλούν πάντα με άνεση με τους σημερινούς ομοτέχνους τους, το αναγνωστικό τους κοινό. Είναι φυσικό μια και δεν προέρχονται από τα ίδια πεδία συναντιλήψεων της πραγματικότητας που βιώνουν. Ασφαλώς, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Κάθε γενιά νεότερων συγγραφέων αλλά και αναγνωστών, προσλαμβάνει τα δημιουργικά επιτεύγματα της τέχνης των προηγούμενων γενεών με τον δικό της αποκλειστικά τρόπο αφομοίωσης, αναγνωστικής ερμηνευτικής, προτεραιότητες στόχων, συγγραφικές ανάγκες. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν γέφυρες ή δεν στήνονται ακόμα και σήμερα, ώστε και οι παλαιότερες γενιές ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, μέσω των νέων μεταφράσεων, να κοινωνήσουν με τους σύγχρονους των ημερών μας αναγνώστες παράλληλα, με ό,τι συγγραφικά καινούργιο παράγεται στους ταραγμένους και αναθεωρητικούς καιρούς μας. Τα τελευταία χρόνια επανεκδίδονται  έργα γνωστών μας συγγραφέων-Άπαντα- με νέους προλόγους και εισαγωγές, πραγματοποιούνται συνέδρια και ομιλίες για συγγραφείς του προηγούμενου ή πρό- προηγούμενου αιώνα, τα πρακτικά των οποίων εκδίδονται σε αυτόνομους τόμους. Βλέπε παραδείγματος χάρη τις καλαίσθητες εκδόσεις της Βουλής των Ελλήνων, του Σπουδαστηρίου του Ιδρύματος του Τάκη Σινόπουλου, τις επανεκδόσεις τίτλων έργων του πρόσφατα χαμένου Βασίλη Βασιλικού με προλόγους, τις επαναμεταφράσεις των ποιημάτων ευρωπαίων ρομαντικών ποιητών όπως του άγγλου Τζών Κήτς από τις εκδόσεις Κίχλη  κλπ. Αντιγράφω με τις ισχνές μου δυνάμεις και ηλεκτρονικές δυνατότητες στο Λογοτεχνικό μου μπλοκ παλαιότερες φωνές, όχι σαν μία διάθεση συναισθηματικής αναμνησιολογίας περασμένων διαβασμάτων, δικών μου και της γενιάς μου, αλλά γιατί πιστεύω ότι η όποια συγγραφική λειτουργία-το παραχθέν αποτέλεσμα της Τέχνης γενικότερα-, δεν πρέπει να κλείνεται μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες και τα κάθε είδους επαγγελματικά εκπαιδευτικά σπουδαστήρια, για την ανάδειξη επαγγελματικής καριέρας, ή να περιορίζεται σε κριτικών φωνών ερμηνευτικά πλαίσια του χρόνου που αξιολογήθηκε, κρίθηκε και σχολιάστηκε ένα έργο. Αλλά ότι ένα έργο, να το επαναλάβουμε, οφείλει ή το «βοηθούμε» να κοινωνεί, να επικοινωνεί, να συνομιλεί με τον απλό ανώνυμο αναγνώστη στην καθημερινότητά του, σε εμάς όλους, να καλύπτει τις αναγνωστικές μας ανάγκες και προτιμήσεις. Και αυτό συνέβει και συμβαίνει και με το πεζογραφικό έργο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ένα συγγραφικό έργο αν είναι κλασικό, έχει την αυταξία του, ενδέχεται από μόνο του να κάνει αισθητή την παρουσία του δίχως ενδιάμεσους μεσολαβητές. Ένα έργο έχει την δική του αξία και σημασία ακόμα και πέρα από αυτήν που προσδοκούσε να του προσφέρει ο συγγραφέας του. Στις ευτυχισμένες στιγμές η μοίρα του έργου συνυπάρχει με εκείνη του δημιουργού του, σε άλλες περιπτώσεις προπορεύεται η μνήμη του συγγραφέα σαν ατόμου και υποχωρεί του έργου του ή επιλέγεται μέρος αυτού. Κλασικό παράδειγμα το πολύτομο έργο του Κωστή Παλαμά το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μπίρη, με βεβαιότητα μάλλον μπορούμε να αναφέρουμε ότι δεν έχει διαβάσει το σύνολο διαχρονικά των αναγνωστών του το σύνολο των έργων του. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για την συγγραφική παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη-εδώ οι αναγνώστες του προτιμούν κυρίως αν όχι αποκλειστικά τα μυθιστορήματά του, έχουμε ακόμα την περίπτωση του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου όπου και εδώ, οι περισσότεροι αναγνώστες του στέκονται κυρίως στις ποιητικές θεατρόμορφες συνθέσεις της «Τέταρτης Διάστασης», ενώ οι ομοϊδεάτες σύντροφοί του αναφέρονται ίσως αποκλειστικά στα ιδεολογικά και προπαγανδιστικά του ποιήματα, υποστήριξης της πολιτικής θεωρίας που ανήκε και υποστήριζε. Και η αναφορά ονομάτων και έργων συνεχίζεται.

     Εδώ και δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας στην χώρα μας,-όπως γίνεται άλλωστε σε κάθε εποχή- εμφανίστηκαν έλληνες μοντέρνοι συγγραφείς, νεότερων ηλικιακά γενεών και σχολών οι οποίοι επηρεάστηκαν ή ξεκίνησαν διακειμενικές εσωτερικές συνομιλίες με τις παλαιότερες γενιές των ελλήνων ποιητών και πεζογράφων: ενδεικτικά να αναφέρουμε τα ονόματα του Κωστή Παλαμά, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Τάκη Παπατσώνη, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, του Γεωργίου Σουρή, του Ηλία Βενέζη, του Εμμανουήλ Ροϊδη, του Ασημάκη Πανσέληνου, του Γεωργίου Βιζυηνού, της Διδώς Σωτηρίου, του Κώστα Καρυωτάκη και πολλών άλλων, κάτι που μας φανερώνει ότι ο λόγος και η γραφή των προηγούμενων συγγραφικών γενεών της ελληνικής παράδοσης είναι ακόμα παρούσα, ζωντανή, όχι νεκρωμένη, ή αν θέλετε διοχετεύεται αρμονικά και ισορροπημένα στις επόμενες γενεές, στους επιγόνους της και τα έργα τους. Δεν περιορίζεται στις Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας, σε Λογοτεχνικά Λεξικά ή τις σειρές της ανθολογίας-γραμματολογίας των εκδόσεων Σοκόλη. Φυσικά, δεν κατόρθωσε να κερδίσει το στοίχημα του χρόνου, του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού το σύνολο των παλαιότερων δημιουργών μας. Πάμπολλα ονόματα δυστυχώς δεν έτυχαν της οφειλόμενης αναγνώρισης ούτε στην εποχή τους. Η πολύτομη Λογοτεχνία των Ελλήνων του Χάρη Πάτση αποδελτιώνει πάνω από 6.500 αντρών και γυναικών συγγραφέων ονόματα, πόσους από αυτούς του χιλιάδες έλληνες συγγραφείς και δημιουργούς θυμούνται ή μνημονεύουν ή διαβάζουμε σήμερα; Από την άλλη, οι τυχερότεροι συγγραφείς έχουν σταθερούς δεσμούς με την σύγχρονη συγγραφική κοινότητα και αυτή των αναγνωστών. Κοινά παραμένουν κατά κάποιον τρόπο-σε πολλούς από τους παλαιότερους συγγραφείς τα βαδίσματα τους με τους σύγχρονους, οι φωτισμοί των προβλημάτων, η συγγραφική επεξεργασία τους. Κοινά παραμένουν και τα όποια αδιέξοδα της ζωής, των βιωμάτων των ανθρώπων, των ονείρων και των οραμάτων, των ουσιωδών του βίου τους, οι ρίζες της παράδοσής τους. Διαρκείς και σταθεροί οι αγώνες των ανθρώπων στη ροή του χρόνου της Ιστορίας, τα έργα τους αντικατοπτρίζουν τόσο τον εαυτό τους όσο και το σύνολο των προβλημάτων και προβληματισμών του κοινωνικού σώματος μιάς πολιτείας, μιάς κρατικής-εθνικής οντότητας. Εκείνο που τροποποιείται με τις αναμενόμενες αλλαγές των κοινωνικών συνθηκών είναι οι γωνίες λήψης εξέτασης και αντιμετώπισης των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων που κάθε φορά προτείνονται μέσω των νέων συγγραφικών προβολών τους. Η οπτική των συγγραφέων, η συγγραφική τους «αλχημεία». Το ύφος από συγγραφέα σε συγγραφέα, η ποιητική τους, η δομή της τεχνικής τους οι γλωσσικοί τους κώδικες. Χρησιμοποιούνται νέα σύμβολα και συμβολισμοί, δημιουργούνται νέες μυθολογίες, τα έργα εμπλουτίζονται με νέες γενιές ηρώων έχοντας την δική τους ιδιαιτερότητα, το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται, δίνονται νέα νοήματα, η λειτουργική των νοημάτων και οι σημασίες αλλάζουν. Επαναδιατυπώνονται παλαιότεροι στοχασμοί και συλλογισμοί, θέτονται καινούργια διλήμματα, γεφυρώνονται χάσματα, ότι τέλος πάντων πολιτιστικά και αναγνωστικά ενδιαφέρον μεταφέρουν τα συγγραφικά υλικά στην εποχή τους. Οι πολιτείες όπως και οι κοινωνίες αλλάζουν-και η ελληνική-ορισμένες φορές μάλιστα και ερήμην των ίδιων των πολιτών τους, κάπως απότομα και σε ορισμένες περιπτώσεις «βίαια» αλλά αλλάζουν, δεν παραμένουν στάσιμες. Αν βαλτώσουν και παραμείνουν προσκολλημένες στα παλαιά κλέη τους και την προιστορία τους, όσο ένδοξη και αν είναι αυτή, εξαφανίζονται ή «απορροφώνται» από άλλες κρατικές οντότητες και εθνικές παραδόσεις και πολιτισμούς, οι οποίες αφουγκραζόμενες τους σφυγμούς της εποχής τους προσαρμόστηκαν στους νέους, μοντέρνους και σύγχρονους παγκοσμιοποιημένους καιρούς. Η Ιστορική περιπέτεια δεν είναι μία στατική διαδικασία, ούτε οι ζωές των ανθρώπων ένα «καρδιογράφημα» ευθύγραμμων ήχων, συμπεριφορών και αντιλήψεων, ιδεών και θρησκευτικών δοξασιών. Είναι οι κοινωνικοί κραδασμοί, το ισχυρό βουητό των αληθινών επιθυμιών και δικαίωσης των προσδοκιών του ανθρώπου, οι πολύχρονοι και σταθεροί αγώνες του με τις ήττες και τις επιτυχίες του όπως αυτό ιχνομυθείται μέσα στα έργα και τα δημιουργήματά του. Το ανθρώπινο ον από την εμφάνισή του στον πλανήτη γη φιλοδοξεί και αγωνίζεται να υπερβεί τα βιολογικά του όρια, αυτά που του έθεσε και εξακολουθεί να του θέτει και υπενθυμίζει η γεννήτορά του Φύση, το Φυσικό Περιβάλλον από το οποίο προέρχεται-και για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, τυχαία, αντικρίζει το φως του ήλιου και αναπνέει, αναπαράγεται και αποτυπώνει τα καλλιτεχνικά και πνευματικά του ίχνη-και καταλήγει αμετάκλητα και τελεσίδικα. Δικαιωμένο ή αδικαίωτο κατά την αντίληψή του στην εποχή των δημόσιων δραστηριοτήτων του. Αγωνίζεται να υπερβεί το αινιγματικά μοιραίο και άγνωστο φαινόμενο του θανάτου, να το ερμηνεύσει, να λύση το αινιγματικό του μυστήριο να κερδίσει την αθανασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φωνές και τα έργα των ελλήνων συγγραφέων της παλαιότερης πεζογραφίας και ποίησης, και θα συμβεί και με τα έργα των παρόντων συγγραφέων.

     Οι σταθεροί αναγνώστες της ελληνικής πεζογραφίας γνωρίζουμε, ότι η φωνή και ο λόγος του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πέρασε και εξακολουθεί να περνά από διάφορα στάδια αναγνωστικής αποδοχής, σχολιασμών, ερμηνειών, ένταξης και εξέτασης των μηνυμάτων του, προσλήψεων από καινούργιους μελετητές και αναγνωστικές συγκινήσεις. Ορισμένες φορές μάλιστα και αρνήσεων της αξίας του, περιορισμού της εμβέλειας της φωνής του. Έγινε προσπάθεια να αποκοπεί από τις ρίζες του τόπου του, να αλλοιωθεί η εικόνα της Ελληνικότητάς του. Αρνήθηκαν την φιλοσοφία και το πνεύμα της καθολικότητας του έργου του, στις λεπτομέρειες του, τον ορθόδοξο φακό του βλέμματός του. Ότι καθρεφτίζεται μέσα στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, ο ατομικός του βίος, τα θρησκευτικά του πιστεύω, το εκκλησιαστικό του φρόνημα και ήθος. Ασκίαστο το πρόσωπο του όπως το αναγνωρίζουμε και το χαιρόμαστε στο ταμπλό των δικών του αφηγήσεων, εξιστόρησης των μικρών ή σύνθετων ιστοριών του νησιού καταγωγής του και του τόπου του. Δεν ομογνωμούν πάντα οι κατά καιρούς ερμηνευτές και σχολιαστές του στις θέσεις, ιδέες, απόψεις και εμμονές του. Ο Παπαδιαμάντης, δέχτηκε από αρκετούς, και θετικές και  αρνητικές γνώμες για τον ίδιο και το έργο του. Τον είπαν «θρησκόληπτο», «προχειρογράφο», «μονότονο», ότι διαθέτει «αδύνατο ύφος», είναι «κοινότοπος», «πότης», «ερωτικά ανίκανος», μάλιστα άφησαν αιχμές και για τις ερωτικές του προτιμήσεις- (δεν το έχω διαβάσει μόνο αλλά το έχω ακούσει από τα χείλη γνωστών λογίων). Ο βυζαντινολόγος παλαιός καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης εξερεύνησε και μίλησε «πρώτος;» για τις ορθόδοξες «αμαρτίες»- αδυναμίες του, μια και ο «ανέμελος» κατά τον Κ. Θ. Δημαρά Σκιαθίτης πεζογράφος, στέκεται αρκετά συχνά στον ανικανοποίητο ερωτισμό του, στην πολιορκία του πονηρού πνεύματος στο έργο του, πράγμα που σημαίνει ότι το εκκλησιαστικό φρόνημα και ατομική του θρησκευτικότητα έρχεται σε αντίθεση με τα εκκλησιαστικά προτάγματα της επίσημης ορθόδοξης εκκλησίας. Φυσικά, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν θα ακολουθούσε ποτέ το δρόμο του Απόστολου Μακράκη αλλά και ούτε τον δρόμο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Τον εντάσσουν πάντως στον κύκλο των θιασωτών του ιστορικού κινήματος των Κολλυβάδων από  όπου προέρχεται και ο θρησκευτικός του συντηρητισμός για ορισμένους. Ίσως όχι κάπως αυθαίρετα και στερεοτυπικά τον ονόμασαν «κοσμοκαλόγερο», «φτωχό άγιο» των ελληνικών γραμμάτων, προσδιορισμοί γενικοί που ενδέχεται να του στερούν την εξέταση με καθαρά φιλολογικά και της λογοτεχνικής κριτικής κριτήρια. Πάντως η αρνητική θέση ενός άλλου ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη, ότι πλείστα των διηγημάτων του κατ’ ελάχιστο ξεπερνούν το μέτριο, απαντήθηκε από φωνές μελετητών του όπως η Γ. Φαρίνου- Μαλαματάρη, ο Φώτης Δημητρακόπουλος και άλλων σταθερών «πιστών» της Παπαδιαμαντικής λογοτεχνίας με καθαρούς όρους της λογοτεχνικής αφήγησης, των κανόνων ρεαλισμού του σύγχρονου μυθιστορήματος.  Υπάρχει και η μικρή έστω μερίδα πνευματικών ατόμων που διεκδίκησαν ή πρότειναν την παντελή «απομυθοποίησή» του, αμφισβήτησαν την ειλικρινή αγάπη και σεβασμό του για την ελληνική παράδοση, την ορθόδοξη εκκλησία, την αυθεντικότητα της αγάπης του για τον ελληνικό λαό, τον απλό, αγράμματο λαϊκό άνθρωπο, τους ξωμάχους, τον συντοπίτη του Έλληνα. Τον περιόρισαν και οι υποστηρικτές του και οι αρνητές του, η κάθε μία «αντίπαλη» ερμηνευτική οπτική και «σχολή» τον δέσμευσαν στο δικό της «κουβούκλιο». Έγινε ο συγγραφέας primus inter pares μεταξύ των ελλήνων χριστιανών ορθόδοξων συγγραφέων, ο ενδοξότερος εκπρόσωπός τους. Συγχρωτίστηκε το έργο του με εκείνο του εξαδέλφου του Σκιαθίτη ιερομόναχου Αλέξανδρου Μωραιτίδη. Δίχως μάλλον να τον έχουν στην καθολικότητά του μελετήσει σε βάθος οι σχολιαστές του, επεχείρησαν να τον απονευρώσουν από τα θεμελιακά του γνωρίσματα που τον καθιστούν ισάξιο συνομιλητή συγγραφέων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Κάτι που έβαλε ως στόχο ο Λάκης Προγκίδης που πρώτος έθεσε τις νέες βάσεις εξέτασής του. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διέθεται αυτό που μεταξύ άλλων μας λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, όπως η μνήμη μου συγκρατεί: «Ο Παπαδιαμάντης δεν ανήκει απλώς στην λαϊκή παράδοση του τόπου του αλλά διαθέτει και την ανάλογη δεξιοσύνη», κάτι που ελάχιστοι διαθέτουν από ομοτέχνους του ορθόδοξους χριστιανούς συγγραφείς ίσως και της θύραθεν παιδείας ασχολούμενοι. Οι χριστιανικές συγγραφικές ομάδες λογίων και η επίσημη ελληνική ορθόδοξη εκκλησία τον εγκολπώθηκε, τον θεωρεί δικό της, ως συγγραφικό παράδειγμα και εν μέρει, ζωής πρότυπο. Ο Θεσσαλονικιός φαρμακός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αποτελεί μία άλλη ξεχωριστή περίπτωση χριστιανού ορθόδοξου λογοτέχνη που, ακολούθησε, τον Παπαδιαμαντικό βηματισμό στην ανεύρεση και ανάδειξη των ναμάτων της παράδοσης, στην απεικόνιση των φυσικών λειτουργιών της Φύσης και των επιδράσεών τους στον Άνθρωπο. Από την άλλη πλευρά προβλήθηκαν ενστάσεις για την γλώσσα των έργων του, θεωρώντας ότι είναι αναγνωστικά δύσκολη, μη κατανοητή από τους νεοέλληνες. «Μετέφρασαν» ή «Απέδωσαν» παιδικά και χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά του διηγήματα σε μία απλοϊκή γλωσσική εκφραστική με περιορισμένο λεξιλόγιο. Όπως έχει συμβεί και με το μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Η Πάπισσα Ιωάννα».  Ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί την χρήση ενός λεξιλογίου πλούσιου σε αναφορές από την αρχαία, βυζαντινή, εκκλησιαστική και δημώδη γραμματεία. Δάνεια από την Καθαρεύουσα, προσμείξεις από την καθημερινή λαϊκή γλώσσα και προφορικό λόγο του Σκιαθίτικου ιδιωματικού λόγου, χρήση γλωσσικών στοιχείων της Δημοτικής δίχως να καταφεύγει στις ακρότητες της «Μαλλιαρής» όπως έπραξαν άλλοι έλληνες συγγραφείς της εποχής του. Ο καθηγητής και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής θεωρεί ότι αυτή, όπως ονομάστηκε τριμερής κατηγοριοποίηση της Παπαδιαμαντικής γλώσσας και διηγηματικής και μυθιστορηματικής εκφραστικής είναι η δική του συμβολή στην υπέρβαση της διγλωσσίας μας. Ο Μάριο Βίττι εξάλλου, μας επεσήμανε τις ουσιαστικές «παραχωρήσεις» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην Δημοτική γλώσσα. Όπως και νάχει η γλώσσα του σε όλες της τις πτυχές και τα εσωτερικά της ιδιώματα διαβάζεται με ευχαρίστηση, και προσθετικά, συγγενεύει με την γλώσσα του Ιωάννου Κονδυλάκη. Και αποδεχόμενος αυτήν την γλωσσική ερμηνευτική ήταν λανθασμένη η ενέργεια του μικρασιάτη  πεζογράφου Στράτη Μυριβήλη να μεταγλωττίσει διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, όπως και του πεζογράφου χρόνια αργότερα Μένη Κουμανταρέα που έπραξε λανθασμένα. Και αντιστρέφοντας την ρήση του κριτικού και ποιητή Τέλλου Άγρα, δεν θα στερηθεί τίποτα η «νεότης» αν δεν διαβάσει σε μετάφραση τον λόγο του Παπαδιαμάντη, αντίθετα θα χάσει αν δεν τον διαβάσει στο αχειροποίητο πρωτότυπο κείμενό του, ακόμα και σήμερα, εποχή των γκρίκλιξ και της ορθογραφικής τυπολογίας του ηλεκτρονικού πληκτρολογίου. Η Παπαδιαμαντική Μούσα ηχεί μελωδικά, σε μία αλληλουχία ηχητικών καταλήξεων, συντακτικής αφήγησης. Αν φέρνουμε το γλωσσικό παράδειγμα του πραγματικά ταπεινού και αδιάφορου στην επικαιρική ανθρώπινη δόξα, τότε, τι θα πρέπει να πούμε για το βαβελικό γλωσσικό λεξιλόγιο του Νίκου Καζαντζάκη,- ενός παρ’ ολίγον ιδρυτή νέας θρησκείας μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, σύμφωνα με την φιλοδοξία του και την επιθυμία του να κερδίσει όπως το άξιζε, το Νόμπελ. Θεωρώ ότι ο «ευσεβισμός» του ορθόδοξου έλληνα συγγραφέα έχει στοιχεία ουσιαστικότερης αυθεντικότητας από τον σλάβο ομότεχνό του γυναικά, παίχτη, πότη και «αμαρτωλό» Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η μπαγαποντιά που έπραξε, και είναι προς αρνητικό ψόγο στην δεδομένη συμπεριφορά του, είναι όπως ο ίδιος μας έχει με ειλικρίνεια εξομολογηθεί, ότι καθώς σιτιζόταν από τις εφημερίδες που συνεργάζονταν μεταφράζοντας από τα γαλλικά και αγγλικά άρθρα και ξένα δημοσιεύματα, τα αλλοίωνε ή ασκούσε πάνω τους λογοκρισία όταν δεν ταίριαζε το πνεύμα και το ύφος τους με τις περί Ορθοδοξίας θέσεις και πιστεύω του. Αυτή του η επαγγελματική πρακτική λογοκρισία είναι που του χρεώνεται αρνητικά. Πάντως το «Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δόμος του Καραποτόσογλου, έρχεται να καλύψει τα όποια ερμηνευτικά μας γλωσσικά κενά της «Μαγείας του Παπαδιαμάντη κατά τον Οδυσσέα Ελύτη. Ο ορθόδοξος και «πατερικός» κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μπήκε στην αναγνωστική «μαύρη λίστα» αριστερών κριτικών αλλά, για να είμαστε και ειλικρινείς και  πολλών αναγνωστών της γενιάς μου/μας, μια και ο παπαδιαμαντικός «βομβαρδισμός» που μας επιβάλλονταν στα σχολικά μας χρόνια στην δημόσια εκπαίδευση την περίοδο της χούντας, ως εκπροσώπου ενός ελληνοχριστιανικού εθνικιστικού ιδεώδους, μας έκανε να αντιδρούμε στην φωνή του. Μας θύμιζε αρνητικές στιγμές της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας και των αλγεινών παιδικών και εφηβικών μας χρόνων. Στον ιεροψάλτη του αγίου Ελισσαίου φόρτωσαν και απέδωσαν- αποδώσαμε ιδεολογικά βάρη και ερμηνευτικές που δεν του αναλογούσαν σε συγγραφικό μιλώντας πάντα επίπεδο.  Όσοι δεν ασπάζονταν επίσης τις διδαχές και το δόγμα της επίσημης ορθόδοξης εκκλησίας στέκονταν επιφυλακτικοί ή αρνητικοί απέναντί του, ενώ όσοι ανήκαν στο πλήρωμά της τον είχαν όπως λέει ο θυμόσοφος λαός, «κορώνα στο κεφάλι τους» και υπερηφάνεια τους. Έτσι η πλάστιγγα αποδοχής ή απόρριψης έγερνε πότε από την μία πότε από την άλλη, με εξαίρεση τις κεντρικές και μεγάλες εκκλησιαστικές εορταστικές περιόδους όπου η Παπαδιαμαντική συγγραφική παρουσία ήταν το «δώρο» στους άλλους. Όμως ο Παπαδιαμάντης, τακτικός επισκέπτης της Δεξαμενής στην Αθήνα, ο άπαξ φωτογραφηθείς, όπως δεν είχε δεσμούς συγγραφικής συγγένειας με τους Αθηναίους και Αθηναιογράφους συγγραφείς της εποχής του, το ίδιο δεν είχε και με το σύγχρονο αναγνωστικό και συγγραφικό περιβάλλον των μεταγενέστερων περιόδων της παράδοσης της ελληνικής πεζογραφίας μετά τον θάνατό του. Οι κοινωνικές και οι οικονομικές συνθήκες στην χώρα μας είχαν αλλάξει δραματικά, οι αγροτικές συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα υποχωρούσαν καθώς άρχισαν να επικρατούν συνήθειες και του βίου αλλαγές που επέφερε η αστικοποίηση και η βιομηχανοποίηση της Ελλάδας, αλλάζοντας τις σχέσεις και τις μεταφυσικές δοξασίες και πιστεύω του ελληνικού λαού. Ο πολύχυμος λόγος του και η πολυποίκιλτη γραφή του, που εξέφραζε την παλαιά ελληνική κληρονομιά, αρχαία και βυζαντινή, μεσαιωνική και των νεότερων χρόνων περιτυλιγμένη την εσθήτα ή υπό την ασφυκτική σκέπη της ορθόδοξης εκκλησίας δεν γίνονταν αποδεκτή, ίσως μόνο, ορισμένοι βαθμοί της νοσταλγικής του διάθεσης και της ατμόσφαιρας ενός άλλου «χαμένου» ειδυλλιακού κόσμου, στενού και κλειστού, εξωτικού για τους ξένους επισκέπτες, του τόπου του. Ο Παπαδιαμάντειος λόγος και φιλοσοφημένος τρόπος ζωής του (φέρνει αμυδρά στην σκέψη την αρχαιοελληνική Διογένους στάση) έχεις την αίσθηση ότι φτερουγίζει από «θαύμα» της ζωής σε «θαύμα», όμως οι νέοι καιροί στην πατρίδα μας επέτρεπαν μόνο την απομυθοποίηση και επιστημονική ερμηνευτική-αποδοχή των «θαυμάτων», των ελπιδοφόρων λαϊκών θρησκευτικών εκπλήξεων μέσω της παράδοσης, και όχι την διατήρηση των μικρών και μεγάλων της κοινωνίας και των ανθρώπων μύθων. Η ατομική παραμυθία σε ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος είχε περάσει σε άλλα χέρια, είχε αφεθεί στους σύγχρονους ιδεολόγους επαναστάτες και στους υλιστές τεχνοκράτες πολιτικούς εκφραστές. Η πνευματική βιωμένη εμπειρία του ανώνυμου και φτωχού λαού που έρχονταν και κούμπωνε με την πανάρχαια βυζαντινή και μοναστική παράδοση του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής και γεύσεις εμπειρίας κοινωνίας των σχέσεων, δίχως αμφισβήτησης και αμφιβολίας ζιζάνια δεν γίνονταν πλέον αποδεκτή. Η Χριστοκεντρική θεώρηση του Κόσμου και της ελληνικής κοινωνίας όπως προτάσσεται μέσα στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ήταν κάτι ξένο στους σύγχρονους αναθεωρητικούς καιρούς. Ένα εύπεπτο παραμυθάκι για τις «περίφημες» θεοσεβούμενες και θεοφοβούμενες γραίες του. Ο «μεγάλος ψαράς» ως κεντρικός ιδεότυπος της Εκκλησίας ως μίμηση ζωής και σχέσεων μέσα στους ιστορικούς αιώνες είχε αρχίσει να κλονίζεται η παρουσία του στις συνειδήσεις και τις ψυχές των ελλήνων και των ανθρώπων του δυτικού κόσμου, της χριστιανοσύνης ευρύτερα. Ο σπόρος των κοινωνικών επαναστάσεων σε χώρες της ευρωπαϊκής γηραιάς ηπείρου, ο επιστημονισμός και οι νέες πολιτικές ιδεολογίες που εμφανίστηκαν αυτές τις δεκαετίες, οι μακροχρόνιοι εσωτερικοί και εξωτερικοί των εθνών και κρατών, εμφύλιοι πόλεμοι, άλλαξαν ριζικά τις νοοτροπίες και τα παλαιά σταθερά πιστεύω των ανθρώπων. Αυτών που ως λαϊκό ποίμνιο είχαν παραχωρήσει την αυτεξουσιότητά τους στην εκκλησία και τους διοικητικούς της εκπροσώπους. Το κέντρο μεταφυσικής και κοινωνικής αναφοράς μετατοπίστηκε ή υποχώρησε σε μία νοσταλγική ανάμνηση παλαιών εποχών, ενός «χαμένου παραδείσου», όχι ως κατάσταση αλλά ως επανεμφάνιση σωματική και επανένωση των μελών σε μία νέα σχέση. Η δικαίωση και η σωτηρία του ανθρώπου γίνονταν τώρα δικαίωση και σωτηρία του πολίτη από τις εμφανιζόμενες επαναστατικές ιδεολογίες. Ο «μυστικός δείπνος» των διαπροσωπικών σχέσεων του ποιμνίου και εμπιστοσύνης προς τον αναληφθέντα ραβί ποιμένα, γίνονταν τώρα επαναστατική και ιδεολογική «γιάφκα» για την ανατροπή της σάπιας αστικής κοινωνίας και των θεσμών της μέσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και η Θρησκεία-ως όπιο του λαού-, η Εκκλησία ως εξουσιαστικός βραχίονας της επίσημης  κυβερνητικής εξουσίας. Με τις αλλαγές αυτές μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις καθαρά ποια η αλήθεια του λόγιου παράγοντα και πια η αλήθεια του λαϊκού στο έργο του, και ποιοι οι βαθμοί της σχεδιαστικής του μυθοπλασίας. 

Το έργο του Παπαδιαμάντη αρκετοί σχολιαστές και θαυμαστές του θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει «μόνο» την ατμόσφαιρα μιάς άλλης ηθογραφικής εποχής και την σκηνογραφία της ελληνικής παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Μιάς πραγματικά φανταστικής και μαγευτικής εικονογράφησης της νησιώτικης επαρχιακής ελλάδας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Σκιαγράφηση με αδρά ασφαλώς χρώματα αλλά σκληρό συνήθως φορές ρεαλισμό, των κοινωνικών καταστάσεων και προβλημάτων, συμπεριφορών του βίου απλών καθημερινών φτωχών ελλήνων, ναυτικών και αγροτών, μικρονοικοκυραίων γυναικών και παιδιών. Ιδιαίτερα φωτίζονται έντονα τα εικονογραφικά πλάνα του γυναικείου ελληνικού πληθυσμού της υπαίθρου, και η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία και το οικογενειακό της περιβάλλον, σε όλα τα ηλικιακά στάδια εξέλιξής της. Ίσως «ιδιαίτερη» προτίμηση δίνεται στις νεαρές ηλικίες και των γεροντότερων γυναικών. Σημαντικός είναι και ο φωτισμός του παιδικού πληθυσμού στην ηλικία της εργασιακής τους ωρίμανσης και δοκιμασίας προσαρμογής. Φωτογραφίζοντας την ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής ηπειρωτικής και νησιώτικης υπαίθρου και των σχέσεων που δημιουργούνται, ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε ότι παίρνει θέση υπέρ των φτωχών, των αδικούμενων από τις εργασιακές συνθήκες δουλειάς τους, την εκμετάλλευση από τους ισχυρούς. Φυσικά δεν είναι ταξική η ματιά του Παπαδιαμάντη, αλλά σίγουρα είναι δίκαια με το μέρος πάντα των φτωχών, ακόμα και μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Αλλιώς μιλά για τον απλό ζευγά παπά και διαφορετικά για τον υψηλά ιστάμενο κλήρο. Επαναδιαπραγματεύεται την θέση της ελληνίδας γυναίκας και του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνει και ανατρέφεται τις επιβάλλεται να ζήσει και να κάνει οικογένεια, ο άντρας που θα παντρευτεί. Μία ελλάδα που ιστορικά ακόμα, οι παραδοσιακοί οικογενειακοί δεσμοί και σχέσεις είναι κάτω από τον ιστό της ορθόδοξης εκκλησίας η οποία καθόριζε και προσδιόριζε τα του ιδιωτικού δικαίου και δημόσιου βίου των ελλήνων και ελληνίδων, τις ζωές και τις σχέσεις του ελληνικού λαού όπως διαμορφώθηκαν τα χρόνια της σκλαβιάς, και χάθηκε το αυτοκρατορικό όραμα και βυζαντινό μεγαλείο. Ο Έλλην Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων- είναι πλέον ένα ξένο μη αναγνωρίσιμο σώμα μέσα στα στρώματα του ελληνικού λαού. Είναι ο αχός μιάς φωνής που συγκινεί ελάχιστους λογίους και αν. Η Ρωμιοσύνη αντικατέστησε την Ελλάδα.  Ο διχασμός είναι υπόγειος η μεγάλη μάζα του λαού έχει με σοβαρότερα ζητήματα να ασχοληθεί από τις πνευματικές φιλοδοξίες ενός τελευταίου διανοούμενου της ελληνικής φυλής. Ανακαλώντας στο νου μας το βιβλίο του ιστορικού Φίλιππου Ηλιού, αν θέταμε το ερώτημα αν μπορεί να «μοιράσει συγχωροχάρτια» για την σωτηρία των ψυχών τους ο τελευταίος έλληνας φιλόσοφος θα απαντούσαμε όχι, ο Πατριάρχης όμως;

Η ορθόδοξη εκκλησία και η ιστορική πανάρχαια παράδοσή της ήταν για τον απλό ανώνυμο έλληνα και την οικογένειά του ένα είδος της ψυχής του λαϊκό θεραπευτήριο, ένα καταφύγιο παρηγορίας και παραμυθίας, όχι όμως δίχως ατομικά και συλλογικά κοινωνικά και προσωπικά ανταλλάγματα υπακοής, υποταγής, παρά περί του αντιθέτου κηρύγματος περί ελευθερίας του προσώπου και αυτεξουσίου της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η Εκκλησία ως θεσμός ήταν ένας ακόμα αρμός εξουσίας και απαιτούσε υπακοή και σεβασμό στα δόγματά της και την εξουσία που της παρείχε το κράτος. Η μεταφυσική της ορθόδοξης θεολογίας και βυζαντινής τελετουργίας για αιώνες είχε δύο πρόσωπα, αυτό της επίσημης κρατικής και εθνικής και λόγιας εκδοχής, και το άλλο του ανώνυμου ποιμνίου, των λαϊκών στρωμάτων. Η μεταφυσική της ως λαϊκή πρόταση ζωής και συμπεριφοράς του πιστού ανθρώπου-ρωμιού μέσα στην κοινωνία, υπήρξε το κυρίαρχο πεδίο δογματικής αναφοράς της ζωής των ανθρώπων στην καθ’ ημάς ανατολή. Η εθνική και κρατική οντότητα των Ελλήνων στηρίχτηκε στην βοήθεια της εκκλησίας αλλά και ποδηγετήθηκε ταυτόχρονα, εμποδίστηκε στην προσπάθεια των όποιων αλλαγών της. Η παιδεία των Ρωμιών ήταν Χριστοκεντρική και όχι Επιστημονικοκεντρική. Η Αποκάλυψη προερχόταν άνωθεν και όχι από την επιστήμη και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας.  Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, το κύριο συστατικό της ιδιοπροσωπείας μας, τουλάχιστον της μεγάλης μερίδας των ελλήνων για πολλούς αιώνες, υπήρξε η ορθόδοξη παράδοση και παιδεία. Η Ελλάδα και μετά τους αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας και της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, δεν υπήρξε ένα λαϊκό κράτος, δεν ιδρύθηκε ως λαϊκή πολιτική εθνική οντότητα όπως πχ. η Γαλλία μετά την επανάσταση των Γάλλων το 1789, αλλά μία ορθόδοξη χώρα που διαφοροποιούνταν θρησκευτικά και δογματικά από την υπόλοιπη καθολική και των άλλων χριστιανικών δογμάτων αιρετική Ευρώπη, η οποία αρνιόταν το παπικό πρωτείο και βρίσκονταν πλησιέστερα στον μουσουλμανικό πληθυσμό και αραβικό πολιτισμό της ασιατικής και αφρικανικής ηπείρου που  βρέχονταν από την Μεσόγειο θάλασσα. Οι ιστορικοί παραδοσιακοί αλλά και άτυποι ηθικοί θεσμοί και παραδόσεις, κοινωνικές συνήθειες και ατομικές πρακτικές και οι θρησκευτικές, εκκλησιαστικές κοινωνικές τους δοξασίες καθόριζαν τις βιολογικές και μεταφυσικές τους ανάγκες. Όρισαν το πλαίσιο των συμπεριφορών και των σχέσεών τους, το κοσμοείδωλο ζωής που  πίστευαν, σαν συνέχεια της κλασικής αρχαίας εθνικής κληρονομιάς και επακολουθήσασας βυζαντινής ελληνόφωνης αυτοκρατορίας. Η ορθόδοξη χριστιανική δογματική και αξιολογική ανθρωποκεντρική ηθική της εκκλησίας διαδίδονταν μέσω των ενοριών των εκκλησιών, των λαϊκών κηρυγμάτων των μοναχών των μονών, του κηρύγματος από άμβωνος στους διάσπαρτους ανά την ελληνική επικράτεια ναούς. Τα μηνύματα διδαχής και διδασκαλίας των πιστών είχαν αγωνιστική, πατριωτική, εθνική και θρησκευτική συμβολιστική μαζί. Το κοινό αυτό της επίσημης Εκκλησίας μήνυμα απλώνονταν ως γενική και μόνη διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων στην καθημερινότητα του ελληνικού λαού, διέπλαθαν την συνείδησή του και διαμόρφωναν τις επιλογές και ιδέες του. Η ορθόδοξη ελλάδα όπως γνωρίζουμε δεν πέρασε από το «καμίνι» των πολιτιστικών και της παιδείας αναταράξεων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο ελληνικός διαφωτισμός στηρίχτηκε σε ελληνικές της παιδείας προσωπικότητες αλλά μεμονωμένα, ατομικά, ίσως και περιπτωσιολογικά, όχι όμως συλλογικά, παρά του ότι υπήρχαν σε διάφορα μέρη του Ελληνισμού κοιτίδες και σχολεία της ελληνικής παιδείας και πολιτισμού, και της ευρωπαϊκής επιστήμης επιτεύγματα του δυτικού ανθρώπου που εξελισσόταν ραγδαία μετά την Αναγέννηση. Στην Ελλάδα ο ουμανισμός προέρχονταν από τις διδαχές των εκκλησιαστικών πατέρων της ορθοδοξίας, από το εικονοστάσι και το αναμμένο καντηλέρι και όχι τις αίθουσες διδασκαλίας των σχολείων.

 Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δίνει φωνή στους καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής μας πόρτας, όλοι μετέχουν δοξαστικά ή ελεήμονα σε αυτό το μέγιστο ενοριακό πανηγύρι της γραφής του. Ο πένης Σκιαθίτης δεν μετατρέπει τους καθημερινούς ρωμιούς σε πνευματικές αγγελικές υπάρξεις, ούτε τους δαιμονοποιεί σε σημείο απόλυτου κολασμού, αποκλεισμού τους από το ουράνιο της πίστης προσδοκώμενο πανηγύρι που ασπάζεται και πιστεύει. Ο σιωπηλός διηγηματογράφος μπορεί να εικονογραφεί τις αστοχίες των ανθρώπων αλλά στο τέλος σχεδόν πάντα αφήνει ανοικτή την τελική κρίση τους, δεν τους χαντακώνει στο πυρ το εξώτερο της μη σωτηρίας. Βάζει τους αληθινούς και πραγματικούς ήρωές του να έχουν υπαρξιακά διλήμματα, οντολογικών αποχρώσεων αμφιβολίες, ανεξάρτητα από τι πρεσβεύει κατά βάθος η επίσημη εκκλησία ή αποδέχεται κατά θεία οικονομία. Η εκκλησιαστική κοινότητα δεν είναι ένα «στρατόπεδο» της ιεράς εξέτασης αλλά ένα όπως προείπα ανοιχτό «θεραπευτήριο» με την ελπίδα της προσωπικής κάθαρσης ή μεταλλαγής των παθών του ανθρώπου. Η προχριστιανική γραμματεία ενωμένη με την μεταχριστιανική. Ο προγενέστερος πολυθεϊσμός και το σύστημα αξιών του με τον προφητικό μονοθεϊσμό της χριστιανικής πίστης συμμετέχουν άλλοτε ισότιμα άλλοτε όχι στο έργο του. Δύο πάλλουσες ζωογόνες αρτηρίες διατηρούν ζωντανό το ελληνικό σώμα μέσα στην ιστορία. Ο Ελληνισμός στην καθολικότητά του-όχι στις επιμέρους προβληματικές καταστάσεις του συγχώνευσε ανθρωπολογικές φιλανθρωπίας αξίες και απόψεις του προγενέστερου εθνικού πολιτισμού των Ελλήνων, ξερίζωσε ή μετάλλαξε τα ζιζάνια της πολυθεΐας σε άνθη της ερήμου και της αποκαλυπτικής ασκητικής μονοθεϊστικής διδακτικής. Η εκκλησία οικοδόμησε τον κόσμο των πιστών της έναντι του κόσμου των πολιτών της προχριστιανικής παράδοσης. Αυτό το δημοκρατικό συνοδικό σύστημα ασπάζονταν ο κυρ Αλέξανδρος, αυτόν τον Κόσμο με ανάγλυφο τρόπο περιγράφει και αφηγείται. Ελλήνων έργα και ανθρώπων πάθη εξιστορεί με ελεήμονα ματιά και πρόθεση. Κατόρθωσε να ενθυλακώσει μέσα στην γραφή του το όλο σώμα του πληγωμένου και τραυματισμένου Ελληνισμού, αυτό που το όνομά του ήταν πλέον Ρωμιοσύνη. Αποθησαύρισε για εμάς τους μεταγενέστερους αναγνώστες του ότι άλλοι στέκονταν απαξιωτικά ή αδιάφοροι. Οικοδόμησε ένα σύμπαν ιερότητας και όχι τιμωρητικής ισχύος. Ανεξίκακη και σεμνοπρεπής μορφή, έζησε μέσα στην οικειοθελή φτώχεια, αδιαφορώντας μάλλον για τα κοινά. Δεν σύναψε ποτέ του δημόσιες σχέσεις δεν είχε αλισβερίσια με τρανούς της εξουσίας όπως άλλοι εντός και εκτός του εκκλησιαστικού χώρου. Αγάπησε τα μικρά και τα ταπεινά και αυτά δόξασε μέσα στο έργο του. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη είναι αν δεν κάνω λάθος, οι μόνοι έλληνες συγγραφείς οι οποίοι δεν είδαν τα έργα τους να εκδίδονται εν ζωή. Τα είδαν δημοσιευμένα αλλά όχι εκδιδόμενα σε ένα σώμα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρ’ ότι δεν υπήρξε αγιογράφος μορφών όπως ο κυρ Φώτης Κόντογλου, υπήρξε ένας αγιογράφος ψυχών και συνειδήσεων απλών καθημερινών διπλανών του ανθρώπων. Η αισθητική του ξεπερνούσε την χριστιανική αισθητική δίχως να την απορρίπτει. Ήταν ένας αν επιτρέπεται ο όρος αυθεντικός λαϊκός ναϊφ ορθόδοξος εικονογράφος συγγραφέας, από τους τελευταίους χριστιανούς συγγραφείς που «δίδαξε» ορθόδοξο ήθος και αγωγή. Πέρα από μητροπολιτικά μέγαρα και χρυσοκέντητα άμφια. Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποτέ δεν έβγαλε ούτε θα σκέφτονταν να εκφωνήσει μία καταδικαστική ιερεμιάδα εναντίον των ανθρώπων, σάρκαζε και αυτοσαρκαζόταν, γελούσε και περιέπαιζε με τις λανθασμένες σκανταλιές των ανθρώπων, τους έβαζε να πράττουν ακραίες πράξεις όπως η «Φόνισσα» σαν μιάς άλλης αιτίας σύγχρονη Μήδεια αλλά πάντα άφηνε έξω από την θύρα του ουράνιου παραδείσου τα κλειδιά της βασιλείας για κάθε άτομο που όποιος θέλει πίσω μου ας ακολουθήσει. 

     Κύρια πηγή γνωριμίας της Γενιάς μου/μας με το έργο του, ήταν η εμπεριστατωμένη και επιμελημένη πολύτομη έκδοση του Γιώργου Βαλέτα των εκδόσεων του Χρίστου Γιοβάνη, με τα ευρετήρια, τα σχόλια, την εισαγωγή, τον πρώτο τόμο με την αυτοβιογραφία του Σκιαθίτη συγγραφέα, την αποδελτίωση των πρώτων δημοσιεύσεων στον ελληνικό τύπο της εποχής. Η επίπονη και σκληρή δουλειά του Γιώργου Βαλέτα ως επιμελητή στην αναστύλωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη-όπως και άλλων ελλήνων συγγραφέων, πχ, Παύλου Νιρβάνα-ήταν ότι καλύτερο υπήρχε εκείνες τις προχουντικές και μεταχουντικές δεκαετίες για όσους ήθελαν να χαρούν και να απολαύσουν το μυθιστορηματικό λόγο και τα διηγήματα, τα ποιήματα, την σκέψη του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στον Γιώργο Βαλέτα χρωστάμε εμείς οι νέοι αναγνώστες την πραγματική επαφή μας με τον Παπαδιαμάντη, πριν ασφαλώς την δεύτερη επανέκδοσή του, την επιμελημένη και εκσυγχρονισμένη, την διορθωμένη, από έναν λάτρη του Παπαδιαμαντικού λόγου και εραστή της παρουσίας του, του φιλόλογου κυρίου Νίκου Τριανταφυλλόπουλου και των εκδόσεων «Δόμος» του θεολόγου κυρίου Δημητρίου Μαυρόπουλου. Οι δύο αυτές εκδοτικές, επιστημονικές, φιλολογικές και σοβαρές προσπάθειες, (δεν αναφέρω στις ενδιάμεσες επανεκδόσεις) διέσωσαν όπως του άξιζε και του όφειλε ο κόσμος της ελληνικής γραμματείας το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

      Και ας κλείσουμε αυτήν την Παπαδιαμαντική παρουσίαση με ένα ακόμα ερώτημα –όπως θέσαμε και στα προηγούμενα Παπαδιαμαντικά δημοσιεύματά μας- άραγε, ενδιαφέρει τον σημερινό αναγνώστη το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη; Η γλυκιά και τρυφερή φωνή του μπορεί να συγχρονιστεί με την συχνότητα της φωνής των σημερινών ελλήνων αναγνωστών; Τι θα πρόσεχε, τι θα κρατούσε και που θα στέκονταν περισσότερο ο σημερινός αναγνώστης του έργου του; όχι ως εθνική ή παιδαγωγική αγωγή αλλά ως αναγνωστική χαρά, ως τέρψη των αισθήσεων, ως συγκίνηση, ως βουλιμία αναγνωστικής απόλαυσης, ως εμπλουτισμού της γλώσσας μας, ως….

     Πολύ ορθά έπραξαν οι εκδόσεις Δόμος και ανάρτησαν το Παπαδιαμαντικό έργο στο διαδίκτυο, έτσι μπορεί ο καθένας και κάθε μία να τον διαβάσει πριν σταθεί θετικά ή αρνητικά απέναντί του στις μέρες μας, που την απομάγευση του Κόσμου μας ακολούθησε η απομάγευση της λογοτεχνίας –Ποίηση και Πρόζα- της Τέχνης σε όλες τις μορφές της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

21 Δεκεμβρίου 2023                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου