ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
«Τέχνη, Γλώσσα και
Εξουσία»,
εκδόσεις Καστανιώτη 1988.
Στις μέρες μας που η ακατάσχετη
σκανδαλολογία γεμίζει τις σελίδες των διαφόρων εντύπων, η πολύχρωμη
οφθαλμολαγνεία κοσμεί τα περιοδικά ποικίλης ύλης, και οι διάφοροι ιερεμιάδες
της ηθικής και της ιεροπληξίας- σιμά με τους προγονόπληκτους-κράζουν μέσα από
τα ερτζιανά κύματα-της ελεύθερης δήθεν ραδιοφωνίας, για τα όσια και τα ιερά της
φυλής ημών των γραικών των νεοελλήνων,(που εκτός από Χόμο καταναλώτικους γίναμε
και Χόμο σκανδαλοθήρικους) είναι παρήγορο που βρίσκονται σκεπτόμενοι άνθρωποι,
συγγραφείς που με το προσωπικό τους ήθος, και τον ευθαρσή λόγο τους δικαιώνουν
την εντελέχεια του πνευματικού ανθρώπου.
Είναι τα λίγα εκείνα άτομα που τόσο στην
πολιτική τους ζωή όσο και την όποια δημιουργία τους, δεν την καθιστούν μια πουμπλικάρε
κόρπους, δηλαδή μια δημόσια εκπόρνευση μέσα στον κοινωνικό τους περίγυρο.
Και ένα από τα άτομα αυτά είναι και ο
Πειραιώτης διανοούμενος, πολιτικός και κοινωνικός αρθογράφος, μεταφραστής, εκδότης
και σημαντικός θεατράνθρωπος Μάριος Πλωρίτης.
Ο Μάριος Πλωρίτης είναι ένα βαθιά
καλλιεργημένο άτομο, με περισσή σεμνότητα και ανεπτυγμένη την ευθύνη απέναντι
στα κοινά της χώρας του εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Μέσα στο συλλογικό γλωσσικό
και όχι μόνο μονόλογο της εποχής μας, η χυμώδης γραφή του με το εύκοσμο ύφος
της και την ακριβολογία της διατύπωσής της, μας βοηθά να επεκτείνουμε
την κοινωνική μας αυτοσυνειδησία και την διακρίβωση των πολιτικών μας και
πολιτιστικών μας δυνατοτήτων.
Στο
παρόν βιβλίο ο Πειραιώτης συγγραφέας έχει συνάξει επιλεγμένες επιφυλλίδες που
έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει σε πρωινή Αθηναϊκή εφημερίδα στην οποία είναι εδώ
και χρόνια τακτικός συνεργάτης.
Η θεματολογία των κειμένων περιστρέφεται
γύρω από την πνευματική δημιουργία και τον ρόλο του καλλιτέχνη, την επίδραση
που μπορεί να έχει στον γύρω του χώρο, αλλά και τις επιρροές που δέχεται από
αυτό.
Το πόνημα αυτό χωρίζεται σε
τρεις ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα, ο Πλωρίτης εξετάζει
τον δημιουργό σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο μιας κοινωνίας. Και πιο
συγκεκριμένα, με τις εξουσιαστικές δομές του κοινωνικοπολιτικού αυτού έμβιου
κόσμου. Με καθαρή ματιά καταγράφει τις δυνατότητες ατομικών κοινωνικών επιλογών
που έχει το πνευματικό άτομο. Τους διάφορους κινδύνους που αντιμετωπίζει
ερχόμενο σε επαφή με τις όποιες εξουσίες που απορρέουν από τον κρατικό
μηχανισμό. Τα σημεία σύγκλισης ή μη του δημιουργού, αν υπάρχουν με την
καθεστηκυία πολιτιστική παράδοση, καθώς και το προσωπικό τίμημα που πρέπει να
πληρώσει ο δημιουργός αν θελήσει να επανδρώσει μια δημόσια θέση και να θέσει
τον εαυτό του κάτω από την κυριαρχία των δημόσιων καρεκλοκένταυρων. Αναφέρεται
στην ενσυνείδητη στράτευση του καλλιτέχνη σε ένα κομματικό σχηματισμό και τις
συνέπειες που έχει η ένταξη αυτή στην ελευθερία του και την πνευματική του
ακεραιότητα, ωρίμανση κ.λ.π.
Θα ήθελα να συμπληρώσω στα όσα αναφέρει ο
Πειραιώτης συγγραφέας, ότι ο οποιοσδήποτε αυθεντικός δημιουργός, δεν μπορεί να
δημιουργήσει όντας ενταγμένος μέσα στα όποια στεγανά της Κρατικής εξουσίας ή
κομματικής φωνής, ούτε πάλι, να στρατευθεί κάτω από την σημαία της όποιας
ιδεολογίας. (το ιστορικό παράδειγμα του Μαρξισμού και του σοσιαλιστικού
ρεαλισμού, μας έδειξε τι φρικτά παραμορφωτικές συνέπειες είχε πάνω στους
καλλιτέχνες και το έργο τους όπου και αν υιοθετήθηκε).
Γιατί η Τέχνη, είναι από
την ίδια της την φύση μια ανατρεπτική διαδικασία, μια επαναστατική λειτουργία
αρκετά επικίνδυνη για την κρατική εξουσία και τον κάθε λογής φασισμό και
φανατισμό. Αφού όπως φαίνεται ίσως δεν μπορεί εύκολα ο θεσμοθετημένος Κίρκιος
λόγος του κράτους να την σαγηνεύσει. Γιατί η εξουσία, ανάμεσα στα άλλα απαιτεί
την τάξη (όχι την ευταξία) δηλαδή ανθρώπινο αίμα, για να θυμηθούμε και την
γνωστή ρήση του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, για να διατηρήσει την ανομία της τάξης
που εκπροσωπεί. Αντίθετα η Τέχνη επιθυμεί την «ελεγχόμενη αταξία» για να
μπορέσει να καλλιεργήσει τους σπόρους της δημιουργικής της φαντασίας. Και, ας
μην ξεχνάμε ακόμα, ότι η γλώσσα της εξουσίας, υποτάσσει τα άτομα είτε βιολογικά
είτε πνευματικά, αντίθετα, η γλώσσα της Τέχνης είναι η ατραπός πάνω στην οποία
το άπειρο και το αιώνιο πνεύμα, περπατά και ανταμώνει το πεπερασμένο.
Στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου αναφέρεται
σε ένα θέμα που απασχόλησε και θα απασχολεί και στο μέλλον τους ανθρώπους, όσο
ο έναρθρος λόγος θα είναι η κυριότερη πηγή επικοινωνίας μεταξύ τους. Και το
θέμα αυτό είναι το γλωσσικό, και πιο συγκεκριμένα, η αφυδάτωση της Ελληνικής
γλώσσας από τις ρίζες της και ο εμπλουτισμός της με ξένες λέξεις και η
παραχάραξη της δομής της και των λειτουργιών της.
Το θέμα της γλώσσας είναι ασφαλώς
τεράστιο, όπως και η αποψίλωσή της από τους σύγχρονους κατοίκους αυτής της
χώρας και δεν λύνεται και ούτε μπορεί να λυθεί από τα πάνω, από τους επαΐοντες
γλωσσοσοφολογιώτατους, αλλά από την ίδια την βάση που την μιλά την χρησιμοποιεί
και δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις. Γιατί ο λόγος, εκτός από το κυριότερο μέσο
επικοινωνίας είναι και ο μοναδικός τρόπος για να ερμηνεύσει ο άνθρωπος την
διαρκή σιωπή των πραγμάτων γύρω του. Όταν αυτά στέκουν βουβά και αδιάφορα απέναντι
στον ανθρώπινο πόνο και κοινωνική δυστυχία και η φυσική νομοτέλεια προχωρά
στους δικούς της νόμους και κανόνες πέρα από τις ανθρώπινες φιλοδοξίες και
επιδιώξεις. Και ο άνθρωπος, αποκτά βαθύτερη συνείδηση της ύπαρξής του και των
μεταφυσικών προβλημάτων που τον απασχολούν διαρκώς, μέσα από την αιτία του
λόγου. Μια και η σκέψη του, χρειάζεται τις λέξεις-τα γραμματικά αυτά σύμβολα,
αυτούς τους μικρούς σπινθήρες λυτρωτικού φωτός, για να ανακαλέσει τις
αρχέγονες, τις λανθάνουσες εσωτερικές της παραστάσεις στην επιφάνεια αλλά, και
να ψηλαφίσει τις υπάρχουσες. Και για να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τον αυστριακό
φιλόσοφο και γλωσσολόγο εισηγητή του λογικού θετικισμού και της φιλοσοφίας της
κοινής γλώσσας, «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου»,
(καλύτερα μια πρόσκαιρη λανθασμένη χρήση της γλώσσας μια που και με αυτόν τον
τρόπο δίνεται η δυνατότητα να ερμηνευτεί το φαινόμενο της ζωής και των
παραγώγων της, παρά η μη γλώσσα που δεν είναι παρά η αιώνια γλώσσα της λήθης
και του αιώνιου ζόφους), είναι λοιπόν ίσως λανθασμένη τακτική να επιχειρούμε να
διορθώσουμε ένα σύστημα γλωσσικής συμπεριφοράς που το θεωρούμε παθολογικό, όταν
τα άτομα που χρησιμοποιούν το σύστημα αυτό, ζουν και ανατρέφονται και κινούνται
σε ένα κοινωνικό περιβάλλον τέτοιας μορφής και ποιότητας που όχι μόνο
ενστερνίζεται, αλλά και αποδέχεται την γλωσσική αυτή αφασία, μια που προέρχεται
από μια προυπάρχουσα κοινωνική α-λειτουργικότητα και πολιτική παθοπραξία.
Η λειψή γλωσσική
επικοινωνία στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, στον εκπαιδευτικό χώρο, στον
εργασιακό, κ.λ.π., συμβάλλει στην δημιουργία μιας πολιτιστικής αποστέρησης.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο γλωσσικό, είναι κατά κύριο λόγο οντολογικό,
αλλά και πολιτικό. Όταν έχουν αλλάξει ή τείνουν προς μια άλλη μορφή έκφρασης
και ερμηνείας οι βασικές κυρίαρχες δομές ενός πολιτισμού, δεν μπορεί να
παραμείνει αμετάβλητη η γλώσσα, να μην μετέχει και εκείνη ως βασικός μοχλός
στην αφασία του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Γιαυτό θεωρώ ότι
χρειάζονται μορφωτικά ερεθίσματα τέτοια από όλους μας και τους πνευματικούς
δημιουργούς ιδιαίτερα, που θα αντισταθμίζουν τόσο την ελλειπή γλωσσική αγωγή από
τους άμεσους αλλά και έμμεσους φορείς, όσο και την έλλειψη αντίστασης και
δημιουργίας ισχυρών αντισωμάτων, στους διάφορους ξενογενείς τρόπους έκφρασης
που μπορεί να μη συμβάλλουν στην καλλιέργεια του ατομικού μας ήθους.
Στην τελευταία τέλος ενότητα του βιβλίου
διαπραγματεύεται το άλλο σημαντικό θέμα της Ελληνικής κοινωνίας και κρατικής
πολιτικής εκπαίδευσης, αυτό της επαναφοράς των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία.
Και παρότι ο ίδιος ο συγγραφέας όσο και οι πνευματικές του καταβολές
προέρχονται από το μεγάλο και εύκαρπο περιβόλι της Δημοτικής μας γλώσσας,
τοποθετείται με πολύ προσοχή πάνω στο σοβαρό αυτό πράγματι εκπαιδευτικό θέμα.
Θα
κλείσω το σημείωμα στο ενδιαφέρον αυτό του Πειραιώτη συγγραφέα Μάριου Πλωρίτη,
με μερικές «κριτικές»σκέψεις πάνω σε αυτό το θέμα.
Το πρόβλημα όσον αφορά την επαναφορά των
Αρχαίων Ελληνικών δεν είναι μόνο θέμα γλώσσας. Αλλά κυρίως ένας τρόπος ζωής,
που φοβάμαι έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Δεν μπορούμε να διδασκόμαστε την γλώσσα
των Αρχαίων (άραγε ποια, την Ομηρική διάλεκτο, την Αττική, των φιλοσόφων, των
ρητόρων, της ποίησης, των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου;)και να
παραχαράσσουμε την φιλοσοφία ζωής που η γλώσσα αυτή εκφράζει και αποτυπώνει, να
παραγνωρίζουμε τα τότε ήθη της Εθνικής Ελληνικής παράδοσης, τα έθιμά τους, τις
αξίες τους το κοσμοείδωλό τους.
Αλήθεια, έχουμε το δικαίωμα
να ζητάμε να διδαχθούμε στο πρωτότυπο τα έργα της πολιτιστικής τους γραμματείας
και τέχνης, και από την άλλη να τους αποκαλούμε υποτιμητικά ειδωλολάτρες; επειδή
επικράτησε ιστορικά μια αλλόθρησκη μυθολογία και προφητική παράδοση; Να τους
αποκαλούμε προγόνους μας, και επειδή πίστευαν σε άλλους Θεούς, που για αυτούς
εκείνη την εποχή και την ιστορική περίοδο ήταν μια αληθινή πραγματικότητα και
ιστορική-οντολογική αλήθεια ζωής, όσο και για τους αλλόθρησκους Έλληνες
σημερινούς πιστούς, και επειδή δεν πίστεψαν στην Εβραϊκή μυθολογία και τον λόγο
του σχοινοποιού που τους μίλησε στην Πνύκα, να τους αποκαλούμε ξαναγράφω
υποτιμητικά ειδωλολάτρες. Λες και οι σημερινοί νεοέλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι
και μη δεν είναι στην δική τους πίστη ειδωλολάτρες και συμφεροντολόγοι.
Δεν μπορεί να δεχόμαστε
άλλες αλλότριες θρησκευτικές παραδόσεις και να μην διδασκόμαστε ή να αγνοούμε
τον τόσο κοντινό μονοθεϊσμό του αρχαίου Ξενοφάνη, ή να παραγνωρίζουμε την
Θεολογία του Ηράκλειτου, το Πλατωνικό Θεολογικό σύστημα, την Θεογνωσία του
Πρωταγόρα, τον φιλοσοφικό και θεολογικό στοχασμό του Παρμενίδη, τα θεία πάθη
και την ανάληψη του Προμηθέα, και για να μην μακρηγορώ την Θεία μυστηριακή ζωή
του Διονύσου, την του φωτός θρησκευτική δοξασία του Θεού Απόλλωνα.
Και τέλος αν μη τι άλλο, ο
ευγενικός πολυθεϊσμός των Ελλήνων, ή αν θέλετε της πιο μορφωμένης μερίδας των,
δεν διακρίθηκε για τον βάρβαρο φανατισμό, την μισαλλοδοξία σε κοινωνικό
επίπεδο, την σπίλωση της ερωτικής επιθυμίας και τον στιγματισμό του ανθρωπίνου
σώματος, των άλλων μεσογειακών λαών και των δήθεν μονοθεϊστικών δοξασιών τους.
Δεν μπορούμε να αποκαλούμε μυθολογία τις δοξασίες και τον τρόπο ζωής και
φιλοσοφίας των αρχαίων Ελλήνων τόσο άτυχα και επιπόλαια και να ξεχνάμε το
σύστημα θεολογίας του Πλάτωνα, την θεολογία του Πλωτίνου και την «μοναδολογία»
του, ακόμα και την γονιμοποιό αθεΐα του αρχαίου τραγικού Ευριπίδη, και τόσων
άλλων. Αλλά και για την Ελληνική έννοια ότι Θεός ίσον Φως. (έστω και αν το πήραμε από τον
αρχαίο Αιγύπτιο Φαραώ τον Ακενατών).
Είναι ίσως αντίφαση να ζητάμε την επαναφορά
των Αρχαίων Ελληνικών και να τους τα διδάσκουμε τόσο άχαρα και επιδερμικά, τόσο
ανούσια και αδιάφορα, και να παρατηρούμε μουσειακά τον κόσμο των Αρχαίων μόνο
και μόνο για να κάνουμε επίδειξη στους γύρω μας. Γιατί επίσης θα πρέπει να
αγνοήσουμε την χιλιόχρονη Δημοτική παράδοση και γραμματεία, τον πολιτισμό που
διδάσκουν τα Δημοτικά μας τραγούδια, οι παροιμιόμυθοι, τα παραμύθια, οι
δοξασίες, τα έργα των διαφόρων ανώνυμων συγγραφέων κλπ.
Τέλος και πάλι για τους άγονα αρχαιόπληκτους,
πως θα κατανοήσουμε τα πολιτιστικά όρια των Αρχαίων κατοίκων που τους
αποκαλούμε προγόνους μας, και θα διακρίνουμε την μετάλλαξη που επήλθε στον
τρόπο σκέψης τους, μέσα στην τεράστια χοάνη των αλλόθρησκων μονοθεϊστικών και
μη δοξασιών και κοινωνικών και μεταφυσικών αντιλήψεων αν δεν σταθούμε με τον
απαιτούμενο σεβασμό στις αντιλήψεις τους και τις διάφορες κοινωνικές και
θρησκευτικές τους δοξασίες και την επιρροή που άσκησαν και ασκούν στον Δυτικό
κόσμο και σκέψη γενικότερα.
Είναι άκαιρο να μιλάμε για
την επαναφορά των Αρχαίων αν δεν στραφούμε και αντλήσουμε και πάλι τα νάματα
της σοφίας των Αρχαίων Ελλήνων, αυτών των κατοίκων που θέλουμε να αποκαλούμε
προγόνους μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 13.042/6
Μαρτίου 1989.
Πειραιάς, Κυριακή, 27
Οκτωβρίου 2013.
Υ. Γ. Και, διαβάζοντας τον
πρώτο τόμο ραψωδίες Α-Μ της του παππού μας Ομήρου «ΙΛΙΑΣ», στην εξαίσια μετάφραση του ομότιμου καθηγητή
και συγγραφέα Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, εκδόσεις Άγρα 2009, όχι δεν θα γράψω Ομηρικό
απόσπασμα, αλλά το απόσπασμα που παραθέτει του Άγγλου μεταφυσικού ποιητή και θεολόγου
Τζων Νταν(1572-1631), στην σελίδα 11 του βιβλίου σε μετάφραση του συγγραφέα
Μίλτου Φραγκόπουλου.
«…όλη η ανθρωπότητα είναι έργο ενός συγγραφέα και είναι όλη
ένα βιβλίο. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, δεν σκίζεται κάποιο κεφάλαιο από το
βιβλίο αυτό, αλλά μεταφράζεται σε μια άλλη γλώσσα καλύτερη. Και κάθε κεφάλαιο
έτσι πρέπει να μεταφραστεί. Ο Θεός χρησιμοποιεί πολλούς μεταφραστές: άλλα
κείμενα μεταφράζονται από την ηλικία, άλλα από την αρρώστια, άλλα από τον
πόλεμο, άλλα απ’ την δικαιοσύνη».