Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Κ.-ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

«Μαρτυρίες», Αθήνα 1990.

     Σε έναν κόσμο που όλα υποδηλώνουν την στέρηση και την αποξένωση, τον υπαρξιακό εφιάλτη του κενού και την αχαλίνωτη άρνηση κάθε είδους ευαισθησίας, και την προβολή κάθε είδους και μορφής κυνισμού, που, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης υποβάλλουν την ατμόσφαιρα της ανωνυμίας του ατόμου στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις και εντείνουν την αίσθηση της κοινωνικής ερήμωσης και της ατομικής μοναξιάς του, τι μπορεί να μας σταθεί αρωγός στα δίσεκτα αυτά χρόνια σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο; Ίσως μόνο η Τέχνη, και ειδικότερα η ποίηση.
Η βίωση της ιερής της ουσίας ίσως μας βοηθήσει στην ανεύρεση της χαμένης μας αθωότητας και ανθρώπινης ταυτότητας μας και της χαμένης μας ενόρασης.
      Την αλήθεια αυτή γνωρίζει ο ποιητής Κώστας Παπαδημητρίου και στο νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Μαρτυρίες», επιδιώκει να μας γνωρίσει τα μηνύματά της.
Ο ποιητής ανήκει στην κατηγορία των δημιουργών εκείνων που οι ιστορικοί της λογοτεχνίας και της ποίησης ονομάζουν θρησκευτικούς-υπαρξιακούς ποιητές.
     Όπως είναι παραδείγματος χάρη: ο Γιώργος Θέμελης ο εκ Θεσσαλονίκης, ο λησμονημένος Τάκης Παπατσώνης, ο και πάλι Θεσσαλονικιός Γιώργος Βαφόπουλος, η Πειραιώτισσα Όλγα Βότση και αρκετοί άλλοι.
   Και σίγουρα η ποιητική φωνή του Κώστα Παπαδημητρίου, εκτός από την υπόγεια άρδευσή της με ενορατικές καταστάσεις ενός γενικού θρησκευτικού μυστικισμού είναι μάλλον κοντύτερα στην ποιητική φωνή του Γιώργου Θέμελη, που, όπως γράφει ένας δάσκαλος των Ελληνικών γραμμάτων ο ξεχασμένος και αυτός συγγραφέας και μεταφραστής Κίμων Φράίερ: «ανήκει σ’ έναν εσωτερικό χώρο-η ποίηση του Θέμελη-όπου η ψυχή είναι η μόνη πραγματικότητα».
      Το ύφος του Παπαδημητρίου, είναι έντονα λυρικό, πέρα από την ξηρότητα που αποπνέουν ορισμένες λέξεις μέσα στο ποιητικό σώμα, τα συναισθήματά του επίσης αποτυπώνονται με χαμηλούς εξομολογητικούς τόνους έτσι όπως ταιριάζει σε έναν ποιητή του δικού του βάθους, που αναζητά με ασκητική προσπάθεια το διάλογο με τον Θεό και τον άλλον.
Μια αίσθηση ερημιάς, διατρέχει την ποίησή του και μια πικρή νότα νοσταλγίας από περασμένες περιπλανήσεις της μνήμης.
     Η Θεματολογία της ποίησης του Παπαδημητρίου, επικεντρώνεται στην κατακερματισμένη προσωπικότητα των ευαίσθητων πληγωμένων και μοναχικών δημιουργών που, απόβλητοι ενός κόσμου που κενώθηκε ξαφνικά και γέμισε πλάνες μέσα από το ιερό ατομικό τους δράμα και τις ποιητικές εξάρσεις μοναξιάς τους, δεν ψηλαφούν μόνο την εύθραυστη αυτάρκειά τους, το κενό που εξουσιάζουν και γίνεται δρόμος και τους συντρίβει αλλά, βασανίζονται να πετύχουν την ακεραίωσή τους και την επαναμορφοποίησή της γυμνητεύουσας ψυχής τους, ενώ συγχρόνως, αναζητούν να ανακαλύψουν πέρα από την αλαζονεία των θνητών σωμάτων τους και της γνώσης που γίνεται θλίψη, τους αόρατους δεσμούς συνέχειας σε μια εποχή πνευματικής και θρησκευτικής πλάνης και συναισθηματικής αποσύνθεσης. Προσπαθούν να πιστέψουν σε ένα αύριο που δεν θα είναι πάντοτε θάνατος. Ο αγώνας αυτός είναι ο έναυλος πόθος του δημιουργού που μηχανεύεται διάφορα τεχνάσματα για να ξεγελάσει το χαμογελαστό πρόσωπο του θανάτου, του μόνου σίγουρου συντρόφου μέχρι το τέλος του ταξιδιού του. Ενώ η έμφορτη μα ακατόρθωτη αρμονία και ένταση συνείδησή του κινείται ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, το μεταφυσικό φτερούγισμα της πίστης και την ενσάρκωση στις βυσσοδομούσες λέξεις, ανάμεσα στην χίμαιρα των οραμάτων και τις οικίες μορφές που αγιάσθηκαν από την δική μας αγάπη.
     Τον ποιητικό λόγο του Κώστα Παπαδημητρίου, διακρίνει ένας αναγωγικός δυναμισμός, όπως σημειώνει σε ένα κείμενό του ο φιλόσοφος και στοχαστής Στέλιος Ράμφος, γιατί είναι ένας λόγος λειτουργικός που τείνει προς μία επανατοποθέτηση του συνόλου τρόπου της ζωής μας και όχι, προς μια διανοητική επανερμηνεία της.
      Είναι ένας σαοφρόσυνος λόγος, που κινείται σε ένα Ηρακλείτειο χρονικό σύμπαν και σε ένα σύμπαν μιας έμβιας σιωπής.
Όπου η δημιουργική αμφιβολία του Καλλιτέχνη, συνεχίζει το έργο του Θεού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» 
αριθμός 13.654/ Τρίτη 6 Αυγούστου 1991, σελίδα 1,2.
Πειραιάς, Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013.

Υ. Γ. Και για αυτούς τους χαζούληδες, ανέραστους και νεόπλουτους νεοέλληνες που φρονούν ότι με την βία, τον φόβο, τον δογματισμό και την καθαρότητα της φυλής θα επιβιώσουμε σαν Ελλάδα και σαν Έλληνες, και ότι για όλα φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι, οι παλαιότεροι και ουχί ημείς και υμείς, το παρακάτω ποίημα του Άγγλου ποιητή και συγγραφέα Τόμας Στερν Έλιοτ.
Αφιερωμένο στους συνέλληνες και στον Θεό της Ελλάδος, που, επιτέλους κατόρθωσαν να πτωχεύσουν την χώρα τους, ουφ πια τόσος κόπος και να πήγαινε χαμένος;

ΟΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

                  «Είμαστ’ οι ασήμαντοι άνθρωποι
Είμαστ’ οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
Που σκύβουμε όλοι μαζί.
Άχυρα γεμάτο το κεφάλι μας. Αλίμονο!
Οι άνυνδρες φωνές μας, σαν
Ψιθυρίζουμε όλοι μαζί
Είν’ άσκοπες και σιγανές
Σαν αγέρας σε γρασίδι ξεραμένο
΄Η ποντικού πατημασιές σε γυαλιά θρυμματισμένα
Στο άδειο μας κελάρι

Άμορφο σχήμα, άχρωμη σκιά,
Δύναμη παράλυτη, γνέψιμο ακίνητο,

Κείνοι που διάβηκαν
Με μάτια σταθερά, το βασίλειο το άλλο του θανάτου
Μας θυμούνται-αν θυμούνται-όχι σα χαμένες
Φλογερές ψυχές, αλλά μονάχα
Σαν ασήμαντους ανθρώπους
Σα βαλσαμωμένους ανθρώπους».

THE HOLLOW MEN

We are the hollow man
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats’ feet over broken glass
In our dry cellar
Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;
Those who have crossed
With direct eyes, to death’s other Kingdom
Remember us- if at all- not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

Tomas Stern Eliot

«Τα Ποιήματα-1909-1962», δίγλωσση έκδοση, εκδόσεις Εξάντας, 1994, μετάφραση Λέανδρος Κ. Βατάκας.   
           
              

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου