Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Ε. ΜΟΣΧΟΣ-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ

«Η Μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά»,
εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα-Αθήνα 1993, σελίδες 355.

     ΑΓΡΥΠΝΗ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


     Ο Νους, είναι το ακάνθινο στεφάνι της καρδιάς. Της καρδιάς που πάντα ποθεί τα επουράνια και πάντα γλιστρά προς τα επίγεια. Αυτή η διαρκής αμάχη ανάμεσα στο νου και την καρδιά είναι ο κεντρικότερος άξονας στην ποίηση του Κωστή Παλαμά.
Το βασικό πρόβλημα του βάρδου ποιητή υπήρξε η διχοστασία του, τόσο στον προσωπικό του βίο μάλλον όσο και στο έργο του. Ο Κωστής Παλαμάς όπως και ο Κώστας Καρυωτάκης αποτελούν ίσως τις τραγικότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής ποίησης. Το έργο του, είναι κατάσπαρτο από τον σπόρο της αμφιβολίας και της προσωπικής του ταλαιπωρίας. Με πληγωμένη την παιδική του ηλικία, τραύματα που μάλλον δεν κατόρθωσε να επουλώσει, ο νεανικός του βίος ταιριάζει ίσως σε παιδικό ήρωα του Βίκτωρος Ουγκώ, ή του Καρόλου Ντίκενς.
  Ο Παλαμάς διακατέχεται από μια bleading Childhood, από την νιότη που εξακολουθεί στο χρόνο να αιμορραγεί.
Οι άλλοι θεματολογικοί άξονες του κολοσσιαίου έργου του είναι τα διάφορα μοτίβα και θέματα που αφορούν έναν μεγάλο δημιουργό που με αγωνία ιχνογραφεί και προσπαθεί ταυτόχρονα να αλλάξει την εποχή του και το περιβάλλον του.
     Το έργο του Κωστή Παλαμά διακρίνει ένας γνωσιολογικός αισθησιασμός, φορτισμένος από τον οξύ τόνο μιας παρατεταμένης υπαρξιακής αμφιβολίας. Γιαυτό ρέπει προς την αναμέτρηση και όχι την αντιπαράθεση, ανάμεσα στην μεταφυσική και τον ορθολογισμό, όπως επίσης διακρίνεται τόσο έντονα στο έργο του μεγάλου Κρητικού Νίκου Καζαντζάκη.
Για τον Παλαμά η τέχνη της ποιήσεως στάθηκε η λυτρωτική διέξοδος για να καταλαγιάσει μέσα του αυτή την ένστικτη αμφιβολία του. Και ενώ επικρατεί το ηρωικό στοιχείο μέσα στις μεγαλόπνοες ποιητικές του συνθέσεις, ταυτοχρόνως μια εωσφορίζουσα προσωπική αμφισβήτηση κατατρώγει τα θεμέλιά του. Την στιγμή που οι σάλπιγγες της επιτυχίας ηχούν, ακούγονται οι πένθιμες φωνές των καμπανών. Και έρχεται στο νου μας ο λόγος του φτωχούλη του Θεού, του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης: «Κύριε βοήθησέ με να υποφέρω αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω. Βοήθησέ με να αλλάξω αυτό που δεν μπορώ να υπομείνω». Από άποψη ψυχονοοτροπίας ο Παλαμάς ταιριάζει περισσότερο(;) στον Δανό υπαρξιστή φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκορ παρά στον Γάλλο φιλόσοφο και φυσικό Μπλεζ Πασκάλ, και όσον αφορά τους δικούς μας, μάλλον περισσότερο στον μυθιστοριογράφο της Ρωμιοσύνης και αγιογράφο κυρ Φώτη Κόντογλου όσον αφορά την απεικόνιση της Ρωμιοσύνης, παρά στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
     Ο Κωστής Παλαμάς ενσωματώνει στο τεράστιο και πολύπλευρο έργο του τις ριζοσπαστικότερες και πιο σύγχρονες τάσεις και σχολές της εποχής του. Στάθηκε πάντα ενήμερος και γνώστης των Ευρωπαϊκών πνευματικών γεγονότων της εποχής του. Η άγρυπνη και φωτεινή συνείδησή του, καθώς και ο μάλλον συνεσταλμένος χαρακτήρας του, τείνουν προς μια έντονα υποκειμενική αντίληψη των κοινωνικών και καλλιτεχνικών πραγμάτων ίσως όχι μέσα από την καθημερινή πρακτική, και την κουραστική καθημερινότητα όσο από μια γνωσιολογική «εμμεσοποίηση» και ερμηνεία του φυσικού χώρου.
    Ο έντονος λυρισμός, η φανερή και σε κάποια σημεία «πομπώδη» πατριδολατρία, ο άλλοτε υπολανθάνων και άλλοτε έντονος εθνικισμός του, ο ευδιάκριτος αρκετές φορές μηδενισμός του, η τόσο γνωστή σε μας ηρωολατρεία, ο έντονος εξιδανικευτικός-ιδεαλιστικός τόνος μεγάλου μέρους του ποιητικού του έργου, η σπουδή του πάνω στην υπαρξιακή ταυτότητα των αντιθέσεων, ο Κασσιανισμός του, ο Τυρταιϊσμός του, δεν είναι παρά οι ερμηνευτικές του αφετηρίες όχι μόνο του ποιητικού του οράματος, αλλά, και οι διέξοδοί του για να απαλλαγεί από το «υπαρξιακό του άλγος».
Διακρίνουμε επίσης, μια διφορούμενη ευθύτητα του ποιητικού του οραματικού σχεδιασμού. Το ποιητικό του όραμα «αυτονομείται» και ανυψώνεται πέρα και πάνω από τον ίδιο τον δημιουργό του, ενώ ο ίδιος ο πνευματικός δημιουργός παραμένει εγκλωβισμένος μέσα στις μεταμφιεσμένες φοβίες του και αναστολές του απέναντι σε άλλες ποιητικές μονάδες εντός και εκτός Ελλαδικού χώρου. Γιαυτό ας μας επιτρέψει ο Πειραιώτης δοκιμιογράφος και συγγραφέας, να διαφοροποιηθούμε από την ερμηνευτική του προσέγγιση και τον τρόπο που πλησιάζει το έργο του μεγάλου αυτού πολυμήχανου ποιητικά βάρδου του Ελληνισμού.
    Ο Ευάγγελος Μόσχος, είναι ένας έμπειρος κριτικός και γνώστης της Ελληνικής ποίησης, έστω και αν την πλησιάζει με πεπαλαιωμένα ερμηνευτικά υλικά. Η καθαρότητα της γραφής του, το απλό και νηφάλιο ύφος του, είναι στοιχεία που διακρίνουν το έργο του. Τον διακρίνει ακόμα, μια νοσταλγικότητα και μια εμμονή στις παραδοσιακές προσεγγίσεις μάλλον άλλων εποχών, αλλά, και ένα καλοκάγαθο πλησίασμα των έργων που αναλύει. Οφείλουμε να τονίσουμε επίσης ότι, η οπτική του ερμηνεία, φέρει έντονα το στίγμα της χριστιανικής μεταφυσικής του, του τρόπου του ατομικού πιστεύω του. Είναι μια αξιολογική των πραγμάτων και των πνευματικών καθέκαστων επιλογή, που ποτέ δεν απέκρυψε, και την εφάρμοσε με θαρραλέα αλήθεια μέσα στο δικό του έργο. Κάτι, που ασφαλώς δεν έχουμε το δικαίωμα, τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο γράφων, να την κρίνουμε. Άλλο όμως η προσωπική μας πίστη και χριστιανική μεταφυσική αγωνία, άλλο το έντονο ή μη διάσπαρτο θρησκευτικό στοιχείο που συναντάται στο έργο ενός συγγραφέα, και άλλο η προσωπική μας προβολή πάνω στο έργο του, των δικών μας ατομικών υπαρξιακών οραμάτων. Κάτω από αυτήν την οπτική προοπτική, μέσα από αυτό το συγκεκριμένο και στενό πρίσμα θεωρώ ότι χάνεται η ετερότητα του όποιου κειμένου εξετάζουμε, αλλοιώνεται η ταυτότητα του ίδιου του πρωτογενούς κειμένου, που ίσως να μην είναι και μέσα στις προθέσεις του πρωταρχικού δημιουργού. Το κείμενο, λυγίζει από την μάλλον «πρωσοποπαγή» αυτή ερμηνεία του σχολιαστή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος και ενημερωμένος σχολιαστής ενός κειμένου, δεν μπορεί ή του απαγορεύεται να ερμηνεύσει ή να επαναπροσδιορίσει το αρχικό αφετηριακό κείμενο του δικού του αφετηριακού σχολιασμού. Τα όρια μεταξύ του πρωτογενούς δημιουργήματος και του σχολιαστικού κειμένου του είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα. Και σίγουρα ένα κείμενο, πέρα από τις προτάσεις ερμηνείας του, είναι πάντοτε ή εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό σε όλες τις διαδικασίες προσέγγισής του. Αυτό κάθε αυτό κείμενο παραμένει ατελείωτο συνεχίζεται μέσα στον καινούργιο σχεδιασμό των εκάστοτε αναγνωστών του.
     Αν εξαιρέσουμε το εξομολογητικό προοίμιο του ογκώδους αυτού πονήματος καθώς και τα τελευταία κεφάλαια, η υπόλοιπη εργασία είναι τόσο μα τόσο έντονα φορτισμένη από τα χριστιανικά ιδεώδη του Πειραιώτη δημιουργού, που κουράζει αφάνταστα και μειώνει το εύρος της ερμηνευτικής του προσέγγισης. Επιβάλλεται θα γράφαμε, μια τέτοια επιθετική χριστιανική ευφορία, που δυστυχώς κατά την γνώμη μας, γονατίζει το πολύπλευρο και πολύτονο έργο του Κωστή Παλαμά και σίγουρα το αποψιλώνει από την τεράστια δυναμική του. Και δυστυχώς, η ερμηνευτική αυτή εκφόρτιση είναι τόσο γενικόλογη και επαναλαμβανόμενη που χάνεται μέσα στις καλές κατά βάθος προθέσεις της.
     Το ξεχωριστό και πολύτομο έργο της σίγουρα, επιβλητικότερης και σε επίπεδο μόρφωσης δυναμικότερης αυτής ποιητικής παρουσίας της εποχής της, όπως υπήρξε ο Μεσολογγίτης (αν και γεννήθηκε στην Πάτρα) Κωστής Παλαμάς, επειδή το ίδιο είναι ανένταχτο και ιδεολογικά πολυπρισματικό, εμπεριέχει το δικό του ειδικό βάρος πνευματικής εμβέλειας. Την δική του αυτοτέλεια προθεσιακών επιδιώξεων. Καθώς ακόμα και τα κειμενικά ατομικά του προδιαθεσιακά ποιητικά γονίδια φθοράς του. Την ιδιαίτερη προθεσμιακή χρονική του λήξη.
    Κάτω από αυτή την οπτική, θεωρώ ότι δεν έχουμε δικαίωμα μάλλον παρά τον όποιο χριστιανικό και θρησκευτικό μας οίστρο, να ραντίζουμε τους ποιητικούς καρπούς ενός έργου, όπως τα διάφορα φυσικά φρούτα στα καλάθια της αγοράς για να μην μαραθούν και σαπίσουν.
     Ο Ευάγγελος Μόσχος σέβεται το Παλαμικό έργο αναμφισβήτητα, όπως οφείλουμε να πράττουμε και εμείς οι νεότεροι οι ελάχιστοι εραστές της Ελληνικής ή παγκόσμιας ποίησης. Αλλά, θέλοντας να αντικρούσει τους Αντιπαλαμιστές και επικριτές του που, ούτε στην εποχή του ποιητή αλλά ούτε και σήμερα είναι λίγοι, και με την μεγάλη ευκαμψία και ποικιλία που παρέχει στον αναγνώστη το ίδιο το έργο του Παλαμά, προσπαθεί να το εντάξει και να το προσαρμόσει μάλλον στις ήδη προυπάρχουσες ιδεολογικές και θρησκευτικές σταθερές που ο ίδιος σε προσωπικό επίπεδο αποδέχεται.
     Ο Κωστής Παλαμάς, υπήρξε αρκετά ευφυής και σίγουρα αρκετά Ευρωπαίος αλλά και βαθύτατα καλλιεργημένος για να αντέξει μια «οποιαδήποτε» ένταξη μέσα στο μεγαλόπνοο έργο του και ακόμα στην όποια μεταφυσική του.
   Ας θυμηθούμε άλλωστε, πως αυτοχαρακτηριζόταν στον πρόλογο του έργου του «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» γράφει: «Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση…».
    Όμως εύλογα θα αναρωτηθούμε, αλήθεια υπάρχει ποιητής ή πνευματικός δημιουργός που να μην έχει, ή να μην διακατέχεται από διάφορες μεταφυσικές αγωνίες;
 Η Ελληνοσύνη πάλι του Παλαμά, είναι ένα μίγμα από την αρχαία κλασική σοφία, την εθνική-«παγανιστική» για τους χριστιανούς υπερηφάνεια, και τον ανεξάντλητο πλούτο της γηγενούς μας παράδοσης και φυσικά, από το νοσταλγικό μεγαλείο του Βυζαντινού ορθόδοξου τρόπου του υπάρχειν.
Κάτι όμως, που δεν είναι ιερό καθήκον, ούτε δογματικός αυταρχισμός, ούτε αγκυλωτικές θεολογικές αρχές. Αλλά για να θυμηθούμε και τον θείο Πλάτωνα, μνήμη θανάτου. Κάτι που μάλλον αν δεν λαθεύω, απουσιάζει από τον σύνολο ποιητικό οραματικό σχεδιασμό του γεραρού Παλαμά.
Ο Κωστής Παλαμάς, δεν είναι ο Έλληνας Πωλ Κλωντέλ, ή ο δικός μας ποιητής Τάκης Παπατσώνης. Το έργο του και ίσως και ο ίδιος προσομοιάζει στις αρχές της Νιτσεϊκής φιλοσοφίας της εποχής του χωρίς ίσως την  επιθυμία να γιγαντομαχήσει. Ο Κωστής Παλαμάς είναι μάλλον ο ποιητής των κατακερματισμένων κοινωνικών και ιστορικών οραμάτων. Όχι γιατί οι μεγάλες του ποιητικές συνθέσεις «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», η «Φλογέρα του βασιλιά» κ.λ.π. δεν μορφοποιούν από μόνες τους, ένα μεγαλόπνοο συνθετικό και επίκαιρο για την εποχή του οραματικό πεδίο, αλλά μάλλον γιατί ο ίδιος ο δημιουργός ταιριάζει περισσότερο στην φιλοσοφία και τη ζωή του Πέτερ Κήν, του ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος «Η τύφλωση» του Ελίας Κανέττι.
      Ο Κωστής Παλαμάς ανέσυρε τον ποιητικό λόγο από τα θολά ποταμάκια των νεορομαντικών, τον αποκάθαρε από τα παγερά στολίδια της καθαρευουσιάνικης Αθηναϊκής Σχολής, και τον έστησε στο βάθρο που του άξιζε όχι μόνο πανελλαδικά αλλά και παγκόσμια.
Ο Παλαμάς αποδέσμευσε το ποιητικό όραμα από την ασφυκτική και αποπνιχτική εποχή του, ανεξάρτητα αν ο ίδιος εξακολούθησε να τυραννιέται από το κλίμα της.
Το σύνολο έργο του Παλαμά μοιάζει με μεγάλο πολυκατάστημα στην περιφέρεια μιας επαρχιακής πόλης. Την ποιητική γλωσσική διέξοδο που προσέφερε ο Παλαμάς, μάλλον δεν την προσέφεραν ούτε ο Διονύσιος Σολωμός, ούτε ο Ιάκωβος Πολυλάς στην εποχή τους. Η δε Ψυχαρική συμβολή και τον επιγόνων του, έσβησε πολύ σύντομα και κάπως απότομα. Χωρίς τον Κωστή Παλαμά η Δημοτική μας γλώσσα καθώς και το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα, θα είχε άλλη εξέλιξη, ο Παλαμάς σαν σημαντικός ανακαινιστής που υπήρξε σήκωσε στους ώμους του μια ολάκερη εποχή με τα οράματά της και τα αδιέξοδά της. Κάτι που μόνον ο Οδυσσέας Ελύτης στις μέρες μας το κατόρθωσε με πολύ κόπο. Η περίπτωση πάλι του Κωνσταντίνου Καβάφη εμπεριέχει από μόνη της ένα άλλου είδους ερμηνευτικό σχολιασμό και ιδεολογικό στιγματισμό, και γιαυτό και η «μεγάλη κόντρα» ανάμεσα στους Παλαμιστές και τους Καβαφιστές από τους συνεχιστές και ποιητικούς επιγόνους και των δύο.
     Ο Παλαμάς ας μου επιτραπεί η έκφραση, παρά την φλύαρη αισθηματολογία του, τον πομπώδη πολλές φορές πατριωτισμό του,(το ίδιο δεν συναντάμε και στον Άγγελο Σικελιανό;) την στιχουργική σε ορισμένες ποιητικές του μονάδες αμετροέπεια, την κάπως νευρική ευκολογραφία του, είναι ο κράτιστος της εποχής του, ο δάσκαλος και δημιουργός μιας ολάκερης παράδοσης. Είναι ο έστω και αδικημένος οραματιστής ενός νέου Ελληνικού οράματος της φυλής. Μπορεί ίσως να μην απαλλάχτηκε από τις ψυχολογικές του φοβίες, αυτός ο ισχνός το δέμας, μπορεί να μην αποδεσμεύτηκε από τις αισθητικές του ενίοτε μονομέρειες, μπορεί να μην κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας(αν και το άξιζε, όπως και ο Γιάννης Ρίτσος), ή ακόμα να μην έγινε ο Εθνικός μας ποιητής, παρέμεινε όμως με συνέπεια και αποφασιστικότητα στο μετερίζι που του δόθηκε από την μοίρα.
Και αν, και διαισθάνθηκε και ένιωσε έντονα τους κραδασμούς στα τελευταία του βιολογικά χρόνια, ότι τόσο ο ίδιος όσο και το τιτάνιο έργο του παραγκωνίζονται καθώς ανέτειλε το ποιητικό άστρο του μεγάλου Αλεξανδρινού, τολμούσε να δίνει θάρρος που ίσως ο ίδιος δεν είχε, να προσφέρει την ελπίδα που ήταν κάπως ατροφική στον ίδιο.
    Ο Κωστής Παλαμάς, υπήρξε ο στοχασμός της εποχής του και του κόσμου του. Σε αντίθεση με τους ποιητές της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης που στοχάζονται πάνω στον κόσμο, και γράφουν ή σχολιάζουν ατέλειωτες αράδες γιαυτά που οι ίδιοι δεν καταφέρνουν ποτέ στην σύντομη ζωή τους να αποφύγουν.
    Όμως από τον Κωστή Παλαμά, λείπει αυτός ο μεταφυσικός χριστιανικός οίστρος που ο μελετητής του έργου του Ευάγγελος Μόσχος μάλλον με έμφαση του προσάπτει. Ή είναι παρόμοιος και συναντάται και σε άλλους ποιητές μεγάλου πνευματικού βεληνεκούς.
Ασφαλώς θα γνωρίζει ο Πειραιώτης δοκιμιογράφος σαν γνήσιο τέκνο της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης, την διαφορά ανάμεσα στο fides qua creditur και στο fides que creditur. Ο εξαγιασμός της ύλης, της υλικής φθαρτής πραγματικότητας, μέσω της παραμυθίας του Λόγου, δεν είναι αποκλειστικότητα μόνο των Νηπτικών ορθόδοξων πατέρων-ποιητών της καθ’ ημάς Ανατολής. Αλλά ανάγεται σε όλες τις πολιτισμικές μυστικές πνευματικές παραδόσεις του κόσμου διαχρονικά, καθώς  και επιδιώκεται από τον κάθε ενεργητικά σκεπτόμενο και ευαίσθητο άνθρωπο. Και ο Κωστής Παλαμάς, είναι ένας ευαίσθητος δέκτης και νοσταλγός μιας άλλης εποχής, με διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, άλλες πολιτικές σταθερές, που είναι δύσκολο και ίσως αδιάφορο ποιητικά και πνευματικά να αναπλάσουμε.
    Οι κατά καιρούς ανακηρυχθέντες Άγιοι, είναι πάνω από όλα με την ευρύτερη έννοια του όρου ποιητές, (νοσταλγοί ενός άλλου καλύτερου κόσμου, μιας άλλης πολιτείας) γιαυτό αντιλαμβάνονται ποιητικά τον κόσμο. Μόνο που, κέντρο αναφοράς τους, δεν είναι ο Θεός, ή οτιδήποτε ονομάζουμε με τον ορισμό αυτόν, αλλά ο Εβραϊκός και χριστιανικός ιδεότυπος της όποιας χριστιανικής Εκκλησίας, ο γλυκύς Χριστός. Ο Έλληνας βάρδος μιας άλλης εποχής, έστω και αν θα το ήθελε ο Ευάγγελος Μόσχος, δεν είναι ο τελειότερος στην ποιητική τέχνη και σοφότερος στην τεχνική Γεώργιος Βερίτης. Ο Παλαμάς είναι ένας πνευματικός δάσκαλος δημιουργός με οικουμενικές διαστάσεις, βαθύτερος και ουσιαστικότερος όσον αφορά τα υπαρξιακά ζητήματα, αδογμάτιστος θρησκευτικά και θεολογικά, και προπαντός γήινος, εμφανέστατα υλικός. Δεν φορτίζεται ο ίδιος ούτε το έργο του από μεταφυσικές μεταθανάτιες αγωνίες ή ανησυχίες, παρά μόνον και όποτε το απαιτεί η ανάγκη του ποιητικού του σχεδιασμού και οράματος. (εδώ θα ήθελα να σημειώσω, την συγγένεια του έργου του όσον αφορά τον μεταφυσικό οραματισμό, με εκείνον των Δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία είναι τόσο συνταραχτικά και μεγαλόπνοα υλικά χωρίς ίχνος μεταφυσικού φόβου ή άλλης μεταφυσικής εξαγνιστικής ή διακαιωτικής ουράνιας αναφορικής αρχής).
Στον Κωστή Παλαμά, ταιριάζει η θεολογική αρχή του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο: «Πίστη χωρίς αμφιβολία είναι πίστη νεκρή», παρά η διαζευκτική κατάφαση της πίστης του Πασκάλ. Πίστη όμως του Παλαμά είναι η καλλιτεχνική του δημιουργία, η Τέχνη γενικότερα, και η υστεροφημία του.
   Όμως πλέον η ιστορία και η καθημερινότητά της μας έχει διδάξει ότι κάθε αληθινά ευαίσθητος και ουσιαστικός άνθρωπος καθώς και κάθε γνήσιος και αληθινός ποιητής, έχει πνεύμα Θεού εντός του, χωρίς κατ’ ανάγκη να ανήκει σε ένα θρησκευτικό δόγμα, σε μια από τις γνωστές ιστορικά Εκκλησίες όποιες και αν είναι αυτές, ακόμα και της ίδια της πατρίδας του.
Όταν ο Παλαμάς καταφεύγει στα χριστιανικά σύμβολα, ή τον μεταφυσικό λόγο, ή εμπλουτίζει το ποιητικό του σύμπαν με εικόνες της ορθόδοξης παράδοσής μας αυτό το πράττει γιατί το απαιτεί η Τέχνη του και όχι η πίστη του. Εδώ βρίσκεται και η καλλιτεχνική αντίθεσή του με τον Φώτη Κόντογλου του οποίου το έργο προέρχεται από την βαθύτατη προσωπική του πίστη πρωτίστως και λιγότερο από την ανάγκη του να γράψει ή να συνθέσει οραματικές ποιητικές συνθέσεις  για να υμνήσει την πατρίδα του. Και φυσικά η ηρωολατρεία του προέρχεται από τον γνωστό στην εποχή του Σκοτσέζο ιστορικό Τόμας Καρλάιλ.
    Ο Κωστής Παλαμάς έχει εναποθέσει την προσωπική του λύτρωση στην Τέχνη με ότι αυτό συνεπάγεται, έστω και αν μας μιλά, ή γράφει για τον Κασσιανισμό.
Ο Κασσιανισμός είναι η αφορμή για να εξομολογηθεί τον προσωπικό του πόνο, να εκφράσει τα ατομικά του βάσανα, τα κατά καιρούς αδιέξοδά του. Μήπως δεν συνέθεσε αυτό το ποιητικό μεγαλούργημα «ο Τάφος» για τον θάνατο του μικρού γιου του;
   Μια αληθινή χριστιανική ψυχή, ή αν θέλετε μια γνήσια αγωνιούσα μεταφυσικά ύπαρξη αν διακατέχεται και βασανίζεται από το συναίσθημα του Κασσιανισμού, αφήνει την τύρβη και τα προβλήματα του κόσμου σε εμάς τους αδύνατους ή αδιάφορους, και καταφεύγει στην ησυχία και «αθανασία» της σιωπής. Ασφαλώς, μια πλειάδα από τους λεγόμενους από την ορθόδοξη παράδοση αγίους, ενώ κατάφυγαν στον μοναχικό βίο έγραψαν ογκωδέστατους τόμους και εκατοντάδες κείμενα εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος,
Ο Παλαμάς όμως από την άλλη γράφει, συνθέτει ποιητικές συλλογές, μεταφράζει, μελετά θεωρητικά κείμενα, γράφει δοκίμια, πονά για τα πράγματα του τόπου του, συλλογίζεται τρόπους λύσης των διαφόρων ιστορικών θεμάτων, αγαπά και ερωτοτροπεί και αλληλογραφεί μέχρι τα βαθειά του γεράματα με πολύ νεότερές του κοπέλες (βλέπε τα δεκάδες γράμματα στην Ραχήλ), και φυσικά ορισμένες φορές αυτός ο τόσο λαγαρός στην σκέψη και θιασώτης της επιστημονικής σκέψης και του Δυτικού πολιτισμού, σκιαμαχεί κάμποσες φορές.
    Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης Ευάγγελος Μόσχος, παραγνωρίζει ο ίδιος ή δεν θέλει να αποδεχτεί ότι, όταν ο Κωστής Παλαμάς αλληλογραφεί με την μικρότερή του Ραχήλ, όπως αναφέρει στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του, δεν συναντάει όπως θα ήθελε ο Πειραιώτης συγγραφέας την Θεϊκή παρουσία, αλλά την γυναικεία τρυφερότητα, την αφράτη, δροσερή, ελκυστική θηλυκή ύπαρξη, καθώς εκείνος πλησιάζει στην άλλη πλευρά την αιωνίως σκοτεινή. Αντικρίζει στο πρόσωπό της την γυναικεία πνευματικότητα, το αρχέγονο σύμβολο της θηλυκής θαλπωρής και της θερμής αγκάλης που εκείνος στα παιδικά του χρόνια στερήθηκε.
Ο Ευάγγελος Μόσχος συμπονάει τον άνθρωπο Παλαμά, στέκεται στα αδιέξοδα του βίου του και αυτό φαίνεται από τον εντοπισμό του στοιχείου του πόνου που με ευκολία αναφέρεται στο γραπτό του, επίσης, διακρίνεται και η μεγάλη του αγάπη για το έργο του ποιητή. Όμως, η διαλεκτική του προσέγγιση, ο μάλλον πεπαλαιωμένος και όψιμος Παλαμισμός του, η φορτισμένη και υγρή ατμόσφαιρα της προσωπικής του χριστιανικής πίστης, περιτειχίζει το Παλαμικό έργο και το όποιο όραμα ζωής είχε ο ίδιος ο Παλαμάς σε πολύ ασφυκτικά και αποπνιχτικά όρια. Κάτι που πιστεύω ακράδαντα δεν θα το ήθελε ούτε ο ίδιος ο μελετητής Ευάγγελος Μόσχος. Μια που δεν είναι ο ίδιος ένας οψιμαθής Παλαμιστής που ανακαλύπτει ξαφνικά την Παλαμική Ατλαντίδα.
    Ο Παλαμάς είναι ένα πολύοσμο και πολύκαρπο περβόλι που μέσα στο οποίο σαν κάθε αυθεντικός δημιουργός καλλιεργεί και την μεταφυσική του αγωνία.
      Ίσως είναι πια καιρός να απαλλαγούμε από αναφορές και παραπομπές στους διαφόρους Σκαλτσούνηδες και τους πέριξ αυτών και της ατμόσφαιράς των. Η εποχή μας έχει, και ευτυχώς, άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενός κειμένου, διαφορετικά ερμηνευτικά πλησιάσματα. Και, η πολυσημία και ο ανεξερεύνητος ακόμα συγγραφικός όγκος του Παλαμικού έργου, μας προσφέρει εργασίες για πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Ίσως ο Αλέξανδρος Τσιριντάνης και το πνεύμα του να μας σκιάζουν ακόμα, ή τουλάχιστον αρκετούς χριστιανούς διανοούμενους (άραγε διαβάζει κανείς ακόμα το περιοδικό του «Η συζήτηση»;), υπάρχει όμως στα βιβλιοπωλεία και ο Ι. Μ. Μποχένσκυ και η Ιστορία της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, για να ερμηνεύσουμε τους παλαιότερους και να κατανοήσουμε τα διάφορα ρεύματα που επηρέασαν τους ποιητές της εποχής μας και φυσικά και τον Παλαμά.
     Στον εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά, δεν αξίζει-όπως και σε άλλους ποιητές της εποχής του-μια περίοπτη θέση στο Μουσείο της Μαντάμ Τισσώ.
Ο Παλαμάς είναι ένας μεταμοντέρνος ποιητής γιατί η τεχνική και η μεθοδολογία της γραφής του καθώς και τα στιχουργικά του πειράματα, και η τροποποιητική του ρυθμολογία  το αποδεικνύουν, αλλά και ακόμα γιατί η ευαίσθητη και σοφή αυτή ποιητική ιδιοφυία, είναι αυτή που σίγουρα προείδε προφητικά, και χάραξε ίσως και την δική μας ερμηνευτικό πλησίασμα του έργου του.
Ο Παλαμάς όπως και κάθε μεγάλος ποιητής-ας θυμηθούμε και πάλι την περίπτωση του Κωνσταντίνου Καβάφη-είναι ο μόνος σκηνοθέτης του έργου του.
Εμείς, απλώς ψηλαφούμε μαγεμένοι την παράξενη και ανεμοζυγιάζουσα πορεία του.
    Κάτι που νομίζω ότι θα υιοθετεί ο Πειραιώτης δοκιμιογράφος σαν γνήσιος Παλαμιστής αλλά και σαν έμπειρος Μεταπαλαμικός.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «ΚΛΠ, και γράμματα και τέχνες», τεύχος 1ο Μάιος 1993, σελίδα 32.

Πειραιάς, Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013.

Είκοσι τρία χρόνια μετά, άραγε διαβάζει κανείς ουσιαστικά και δημιουργικά Κωστή Παλαμά; Άραγε ανθούν οι Παλαμικές σπουδές; Τι θα μείνει εκτός σχολικών αιθουσών και πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων από το τεράστιο και πολύπλευρο έργο του; Υπάρχουν άραγε Παλαμικές σπουδές στο εξωτερικό; Και θα ενδιέφερε έναν νέο ξενόγλωσσο ποιητή ή αναγνώστη το Παλαμικό έργο; Ή μήπως μπήκε και αυτός όπως πολλοί άλλοι στο χρονοντούλαπο της ποιητικής ιστορίας;
         Και καθώς σήμερα είναι του Αγίου Δημητρίου, και το πτωχευμένο Έθνος μας ετοιμάζεται να εορτάσει την εικοστή ογδόη Οκτωβρίου ας ακούσουμε τον βάρδο της Ρωμιοσύνης.

«Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
Ακούστε με κ’ εμένα:
Μας ηύραν χρόνια δίσεχτα,
Στενά, καταραμένα.
Έργα δεν έχω, τίποτε
Που αξίζει να σας φέρω
Κρύος, άπραγος δεν ξέρω
παρά να τραγουδώ».
(από το έργο «Δειλοί και Σκληροί Στίχοι»)

Και από «Τα Δεκατετράστιχα»

«Της Ιστορίας ακράταγο το ρέμα;
Ποιος Αλκίδης το δρόμο του θ’ αλλάξη;
Το Νόμο που είναι σίδερο και είν’ αίμα
φιλί ποιος θα τον κάμη και μετάξι;
Της ιδέας πότε αδερφή και η πράξη;
Πότε ο λόγος ολότελα το ψέμα
Θα συντρίψη; Ποια Μοίρα θα κοιτάξη
Τα έθνη με μάννας ελεούσας βλέμμα;
Κι αν το δράμα Η Ζωή μυστήριο δράμα,
στης Ειρήνης το χέρι χρυσή βέργα
δε θα γενή και του πολέμου η κάμα,
για να ρυθμίζη όλο κι αγάπης έργα;
Και ω πατρίδα από σε, καταβολάδα
ξανά πελώρια δε θα βγη κ'η Ελλάδα;" 
                                                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου