Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ-Ο ΟΡΦΕΑΣ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ

ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ

«Ο Ορφέας δεν είναι πια εδώ», εκδόσεις Γκοβόστη 1997.

     Σε καιρούς έντονης αφιλίας και αποξένωσης, χαίρεται κανείς όταν διαβάζει καλά λογοτεχνικά κείμενα, ελληνικά ή ξένα. Γαληνεύει καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ευαισθησία του κειμένου-δυστυχώς-είναι περισσότερη από αυτήν που βιώνει καθημερινά με αρκετό άγχος.
     Και ένα τέτοιου είδους κείμενο είναι το καινούργιο βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και νομικού Φάνη Μούλιου.
Όπως και στο προηγούμενο, έτσι και στο παρόν σαν «συμπαθητικός παραμυθάς» ιχνογραφεί τις σχέσεις των ανθρώπων στην επαρχία στην μετά τον πόλεμο εποχή.
Ο Λέλος, η Ρένα, ο Ορφέας, ο Πελοπίδας, οι κεκοιμημένοι και οι ζωντανοί, η ιστορία και η πραγματικότητα, το όνειρο και η ιστορική μνήμη, απεικονίζονται σε μια ενιαία τοιχογραφία καθημερινών καταστάσεων. Η δε τεχνική της αφήγησης μέσα στην αφήγηση προκαλεί θετικά συναισθήματα.
Η ιστορία του τόπου συμπλέκεται με την καθημερινότητα των ανθρώπων, και η ευτυχία τους, η πρόσκαιρη έστω, συνυφαίνεται με την τραγωδία. Το άδοξο τέλος του Ορφέα προσφέρει την ελεήμονα λύση στις σχέσεις των ηρώων παρά οποιοδήποτε «ευτυχισμένο τέλος». Με τον τρόπο αυτόν ο κρυμμένος θησαυρός των εμπειριών της ζωής των ηρώων, σπονδυλώνει το κείμενο της απεικόνισής του.
Και από το νέο βιβλίο του συγγραφέα δεν λείπουν οι ιστορικές αναφορές του παρελθόντος, όχι μόνο για να κρατήσουν άσβεστη την μνήμη των νεότερων αλλά και να σηματοδοτήσουν με ιδανικά και αξίες τη ζωή τους.
     Ο Πειραιώτης μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος στα μέχρι τώρα έργα του αποφεύγει τα γλωσσικά πυροτεχνήματα. Τον λόγο του διακρίνει μια λειότητα και μια αποσταγματική πληρότητα. Αν και επίπεδος, χωρίς μεγάλες ανατάσεις, χωρίς χρωματικές ή μουσικές λεκτικές αποχρώσεις είναι «ποιητικός» αποφεύγοντας τις νοηματικές ασυνέπειες και τις δαιδαλώδεις στοχαστικές ανιχνεύσεις.  Περισσότερο υποβλητικός παρά περιγραφικός, ο Φάνης Μούλιος θωπεύει με την ακέραια, ομοιότονη γραφή του, τη ζωή κάτω από το διακριτικό βάρος μιας μνημονικής σκοπιμότητας και ιστορικής αναγκαιότητας κρατώντας πάντα στην επικαιρότητα τα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων.
    Το ύφος του λιτό, ψιθυριστό ορισμένες φορές αιχμαλωτίζεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Η αφηγηματική του πειθώ συγκρατημένη και κάπως μελαγχολική, ο συγγραφέας δεν επιτονίζει τις σχέσεις των ηρώων του, αλλά τις κρυσταλλώνει στην αχλή μιας ποιητικής ατμόσφαιρας, μέσα στην ρευστότητα μιας κάπως «πένθιμης» ευαισθησίας. Η ανθρωπιά και η τρυφερότητά του δεν του επιτρέπουν να υποδουλωθεί σε εφήμερες μανιέρες ή να ωθήσει τη γραφή του σε πρόσκαιρα φιλολογικά τεχνάσματα που θα τέρψουν τα ένστικτα του επιπόλαιου αναγνώστη. Η έκβαση έρχεται αβίαστα, το πρόβλημα της ζωής γίνεται και πρόβλημα της γραφής, που εξακολουθεί να μας απασχολεί και μετά την λύση του. Αυτό που ερεθίζει τον συγγραφέα δεν είναι ίσως τα όποια θεμιτά ή αθέμιτα αδιέξοδα της ζωής, αλλά η ίδια η ζωή, η θέρμη της ζωής, η μνήμη σε όλες τις λαϊκές συνήθως ρεαλιστικές της παραστάσεις στην μετά τον πόλεμο εποχή. Και ιδιαίτερα η ζωή της επαρχίας.
Διακρίνουμε ένα ισχυρό ποιητικό ένστικτο που κατευθύνει μέσα από υπεκφυγές και αποσιωπήσεις αρκετές φορές, σε μια υποβλητική ανακλητική διάθεση. Μια εσωτερική διάθεση που συμπληρώνει την ίδια την ζωή, που οριοθετεί θα γράφαμε το φόντο της.
      «Οι ήρωες του Μούλιου υπάρχουν, είτε για να ανακαλύπτουν την παρουσία της ποίησης στη ζωή, είτε για να την εναποθέτουν σ’ αυτήν όταν απουσιάζει». Σημειώνει σε σημείωμά του ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής.
     Εκείνο που θα γράφαμε χωρίς δισταγμούς είναι, ότι εκείνο που ξεχωρίζει μάλλον περισσότερο στη σύγχρονη λογοτεχνία, είναι ένας υπερβολικός απομυθοποιητικός της ζωής τόνος. Τα πάντα απογυμνώνονται και από ιεροποιούνται στο όνομα μιας αλήθειας, και σκυλεύονται υπέρ μιας ελευθερίας όχι και τόσο προσπελάσιμης, που δεν φωταγωγεί τις εμπειρίες της ζωής, αλλά υπερτονίζει τα άλογα πάθη αποφεύγοντας να αφουγκραστεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιαυτό παράγει ηθική και όχι ήθος. Τα αισθήματα βρίσκονται σε μια αόριστη αναστολή χωρίς να είμαστε βέβαιοι, σωστότερα να μας ενδιαφέρει η έκπτωση αυτή της ζωής και των ανθρώπων.
     Η σοφία που πηγάζει από ένα ποιητικό πάθος για την ζωή, από μια ποιητική ενατένιση της ομορφιάς έπαψε να απασχολεί πλέον τους σύγχρονους συγγραφείς.
Η ηθική της συμπάθειας που διακρίνει τους λεγόμενους κλασικούς, αντικαταστάθηκε από την ηθική της αλογίας, του μοντέρνου ατομικισμού, και της άσκοπης μεταμοντέρνας επίδειξης βίας, σε όλες της τις μορφές. Ακόμα και η λογοτεχνία, καταφεύγει στην εύκολη και επιφανειακή αφομοίωση των μέσων της ζωής, παραμελώντας την ίδια την ζωή.
Στις μέρες μας συνήθως, η λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία των περιοδικών και των εντύπων παρά του βιβλίου, διαβάζεται για να γεμίσει τον χρόνο των αργόσχολων, να γεμίσει το χρόνο της επιστροφής από την δουλειά μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, και όχι για να προβληματίσει ή να αλλάξει συνειδήσεις, ή να θέσει νέα τις ζωής προβλήματα.
Η «έντυπη» δηλαδή γραφή, ίσως είναι άχρηστη μπροστά στην εισβολή της εικόνας. Μιας εικόνας που πληροφορεί και εντυπωσιάζει χωρίς να προκαλεί την επικίνδυνη επαναστατικότητα που προκαλεί μια σωστή ανάγνωση ενός γραπτού σοβαρού και ουσιαστικού έργου.
Και οι σημερινοί άνθρωποι, όχι μόνο κάνουν την ζωή τους πληροφοριακό θέαμα και κουτσομπολίστικη τηλεοπτική εκπομπή, αλλά το κυριότερο και βαθύτερα τραγικό, ότι αγνοούν και πώς να πεθάνουν, γιατί η μνήμη μάλλον πλέον μόνο με την γραφή καλλιεργείται. Σε έναν τέτοιον  κόσμο τόσο η ίδια η ζωή όσο και η λειτουργικότητα της γραφής είναι αδιέξοδες.
    Και ενώ στους παλαιότερους συγγραφείς το αληθεύειν της ζωής τροφοδοτούσε το είναι της γραφής, σήμερα τόσο η ζωή όσο και η γραφή ψευτίζουν κάτω από το βάρος μιας αμετάκλητης αντιηρωικής βιαιότητας.
     Την συγγραφική αυτή σκόπελο της σημερινής πραγματικότητας ο συγγραφέας Φάνης Μούλιος, αποφεύγει με επιτυχία. Η ποιητική ρευστότητα που υγραίνει την αφηγηματική του τέχνη είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Ο καταναλωτικός ντετερμινισμός των ηρώων της σύγχρονης κοινωνίας διαβρώνεται από μια «ψυχική αιτιότητα» που εισάγει στα έργα του ο συγγραφέας. Οι ήρωές του εμπιστεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, υπολογίζουν στη συμπαράστασή του άλλου, απαιτούν από τον άλλον τόση ευαισθησία όση απαιτούν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η καθησυχασμένη συνείδηση του αναγνώστη καρπίζει καθώς συμμετέχει στις αντιξοότητες των σχέσεων των διαφόρων προσώπων και διαποτίζεται από μια ευαισθησία διαφορετική από αυτήν που του αντιπροτείνει η σύγχρονη ζωή.
Ο συγγραφέας εκθέτει αναγκάζοντας τον αναγνώστη να εκτεθεί.
     Η γραφή του Πειραιώτη συγγραφέα αναζητά την τελειότητα μέσα από ποιητικούς δρόμους ευαισθησίας και μας προτείνει ένα όραμα ανθρώπινων σχέσεων που κατορθώνει να μετασχηματίσει το πραγματικό και επιτρέπει την κατάκτηση του πραγματικού πέρα από τα φαινόμενα.  Πέρα από την παγερή αμορφία του «έχειν» της ίδιας της ζωής, σε ένα «είναι» όλο φαντασία και ποίηση, δηλαδή μια ζωή έμψυχη, όπως την προτείνει η Τέχνη, η μόνη έμψυχος αθανασία του παρόντος βίου μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 15.368/ Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1997, σελίδα 5,6.


Πειραιάς Κυριακή, 20 Οκτωβρίου 2013.                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου