Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΧΑΗΛ  ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος είναι ένας από τους πιο αξιόλογους επιστήμονες της πατρίδας μας. Τα συγγράμματά του, έχουν αναγνωρισθεί και επαινεθεί από τους εγκυρότερους κύκλους την Νομικής επιστήμης στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η λεπτή και έντονη ευαισθησία του δεν διοχετεύεται όμως μόνο στο χώρο της Νομικής επιστήμης αλλά, αρδεύει και άλλους όχι τόσο συγγενείς χώρους, όπως της ποίησης, του δοκιμίου, της πεζογραφίας, της ιστορίας, της μετάφρασης, των παιδικών μυθιστορημάτων κ.λ.π.
Την χρονιά που βραβεύεται ο Οδυσσέας Ελύτης με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1979), από τον εκδοτικό οίκο Εστία εκδίδονται σε ένα συγκεντρωτικό τόμο, τα ποιήματα του πρώτου Προέδρου της Β Ελληνικής αχαμνής μας Δημοκρατίας. Ο «εγκυρότερος» κριτικός της γενιάς του 1930 ο Ανδρέας Καραντώνης σε κριτική του στην εφημερίδα Μεσημβρινή 29/2/1980 σελίδα 9 γράφει:
«Αν με ρωτούσατε ποιο είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα ποιητικά γεγονότα της περασμένης χρονιάς, που δεν είναι βέβαια και τόσα πολλά, θα σας απαντούσα ότι, εκτός από την βράβευση του Ελύτη με το βραβείο Νομπέλ, είναι η έκδοση σε έναν τόμο όλων των ποιημάτων του Μιχαήλ Στασινόπουλου».
Η συλλογή περιλαμβάνει την Εποχή Πρώτη, η οποία χωρίζεται σε τέσσερις άνισες ποσοτικά ενότητες ποιημάτων, και την Εποχή Δεύτερη, η οποία επίσης χωρίζεται σε δύο ανόμοιες ποσοτικά ενότητες. Οι Εποχές συνοδεύονται από τις μεταφράσεις δώδεκα γαλλόφωνων ποιητών, που μας σηματοδοτούν τις μη Ελληνικές εξαρτήσεις-επιρροές και συμπάθειες του ποιητή.
Από την πρώτη στιγμή που έκανε την εμφάνισή του στα νεοελληνικά γράμματα το 1949-χρόνια δύσκολα, που κυριαρχούσε μια ιδεολογική και πολιτική ασφυξία-οι μελετητές και κριτικοί τοποθέτησαν τον ίδιο και την ποίησή του στο Ευρωπαϊκό κίνημα του Συμβολισμού, μαζί με τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Τέλλο Άγρα, τον Κώστα Ουράνη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Μήτσο Παπανικολάου, και άλλους, οι οποίοι, και αποτελούν τους «τελευταίους παραδοσιακούς».  Στον χώρο της πεζογραφίας κύριος εκπρόσωπός της είναι ο Κώστας Χατζόπουλος. Βλέπε άρθρο του Χρήστου Ρωμανού, «Ο Συμβολισμός στην Ελληνική πεζογραφία», εφημερίδα Η Καθημερινή 9/4/1981 και 16/4/1981.
Το μανιφέστο του Συμβολισμού το δημοσίευσε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1886 ένας Έλληνας ποιητής εγκατεστημένος στο Παρίσι, ο Ζαν Μωρεάς ή Γιάννης Παπαδιαμαντόπουλος».(1)
Στη Γαλλία, κυριότεροι εκπρόσωποι του είναι ο Πωλ Βερλαίν, το τρομερό παιδί Αρθούρος Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Στέφανος Μαλλαρμέ, και μια πλειάδα άλλων όχι και τόσο γνωστών σήμερα ποιητών. Στην Γερμανία συναντάμε τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Ο Συμβολισμός παρουσιάστηκε σαν ένα λογοτεχνικό κίνημα ενάντια στην κούφια ρητορεία, την μεγαλοστομία, και την αδρανή δράση του Ρομαντισμού και του Παρνασσισμού. Αποδέχεται τον κόσμο των αισθήσεων, μέσω των οποίων εκφράζει τις διάφορες αφηρημένες έννοιες ή τα πυκνά και δυσκολονόητα συναισθήματα.
Είναι μια επιθυμία του δημιουργού να υπερβεί την πραγματικότητα και να ψηλαφίσει τον άλλον κόσμο, τον κόσμο των ιδεών. Έναν πέρα από την νόηση κόσμο, που με τόση λαχτάρα επιδιώκει να ερμηνεύσει ο κάθε ποιητής και να αφουγκραστεί τους μυστικούς παλμούς του. Η προσπάθεια αυτή του καθαρού συμβολισμού, η καταγραφή δηλαδή μέσω συμβόλων της βαθύτερης συγκίνησης και η ανάδυση του πιο ωραίου και αγαθού ψυχικού συναισθήματος, συγγενεύει με τον αγώνα που πραγματοποιεί ο πιστός ενός οποιουδήποτε δόγματος για να επανανακαλύψει μέσα του, αλλά και μέσα από την σχέση του με την φύση, την θεία εκπνοή. Ή όπως γράφει ένας μελετητής της ποίησης του Μιχαήλ Στασινόπουλου, ο Πειραιώτης συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος: «προσπαθώ να εισχωρήσω στην καθαρότητα του είναι. Με τη βοήθεια της ποίησης».(2)
Παράλληλα, θα εμπλουτίσει την ποιητική γλώσσα με νέες εκφράσεις, «νεολογισμούς», θα κόψει τα ασφυκτικά δεσμά της ομοιοκαταληξίας και «θα δώσει ιδιαίτερη σημασία στο μουσικό περπάτημα του στίχου και σε όλες εκείνες τις ρευστές συγκινήσεις και μυστικές ροπές της ψυχής που οδηγούν στη μουσικότητα του ποιήματος».(3)
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, κυοφορήθηκε και το πνευματικό έργο του Μιχαήλ Στασινόπουλου. Με την μακρά θητεία του στον χώρο της Δικαιοσύνης,-ο όχι «δικαστικά άστεγος», όπως εύστοχα χρησιμοποιεί την λέξη για τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, ο κριτικός και μεταφραστής Γιάννης Δάλλας-την ενεργό, σεμνή και σχετικά έντονη πολιτική δραστηριότητα, και την επιρροή του από άλλους συναδέλφους του δικηγόρους ποιητές, ιδιαίτερα Γάλλους, που με ζήλο μετέφρασε, όπως είναι ο Ανρί ντε Ρενιέ, ο Μωρίς Μαίτερλινκ, και άλλοι.
Ο ποιητής και δικαστικός, μας προσφέρει μια ποίηση απαλλαγμένη από ρητορικές παγίδες, έωλες αισθηματολογίες, αρκετά συγκρατημένη μορφικά, καθόλου στίλβουσα που περιγράφει τις διάφορες καταστάσεις της ψυχής με ακρίβεια «λαιμητόμου» και στοχεύει μάλλον περισσότερο στη διδαχή παρά στην  ποιητική γοητεία ή την αναγνωστική τέρψη. Οφείλουμε να τονίσουμε ακόμα, ότι η θεματική του συμπάθεια προς τα μικρά παιδιά, τους κατατρεγμένους, τους φτωχούς, τους λησμονημένους, τις γηραιές κυρίες κ.λ.π., υποδηλώνει έστω και αν δεν το αναφέρει και την επίδραση του Βίκτωρος Ουγκώ.
Η ιδιαιτερότητα του μικρού επαρχιώτη από την Καλαμάτα, σε σχέση με τους άλλους συμβολιστές ποιητές της εποχής του, βρίσκεται στο ότι κατάφερε να συνδυάσει τον Νόμο με το Όνειρο. Εμπλούτισε δηλαδή την αρχιτεκτονική της ποίησής του με μια σταθερή και έντονη ηθική πεποίθηση, η οποία πήγαζε από την πνευματική του πορεία και την ευρυμάθειά του στον χώρο της νομικής επιστήμης, αλλά και την πολιτική και κοινωνική του δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτόν ο ποιητικός του κόσμος έχασε ίσως την αμεσότητα του βιωματικού αντικρίσματός του-αφού θυσίασε την ψυχή του στα λευκά παλάτια της τυφλής θεάς ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της-αλλά ταυτόχρονα, απόφυγε τα πυροτεχνήματα του συναισθήματος, την αοριστολογία στην έκφραση, και τις εξεζητημένες λέξεις, που όχι σπάνια συναντάμε σε αρκετούς ποιητές της γενιάς του.
Καλλιέργησε συγχρόνως με αρκετή σεμνότητα αυτό το δωρικό ύφος που χαρακτηρίζει την ποίησή του. Ορισμένα όμως ποιήματά του πέρα, από τις προσδοκίες του ποιητή, μοιάζουν με δικαστικές υποθέσεις που αν και αφήνουν την αίσθηση ότι έχουν διεκπεραιωθεί παραμένουν άλυτες(4).
Ο συνβηματισμός αυτός, δημιουργεί μια ελαστικότητα στις εννοιολογικές μεταλλάξεις των λέξεών του Στασινόπουλου, που αν και μετριάζει την διαφάνεια του ποιητικού οράματος, απωθεί την ανατρεπτικότητα της ιδιοσυγκρασίας του κάθε δημιουργού, προσφέροντάς του την δυνατότητα μιας πιο ευέλικτης και επιφυλακτικής στάσης στην ερμηνεία των καθημερινών συμβάντων. Έτσι πίσω από την ουτοπία που προσφεύγει η ανάγνωση ή η καταγραφή ενός προσωπικού βιώματος, τραυματικού τις περισσότερες φορές, ελλοχεύει ο προβληματισμός, η αμφιβολία, η διστακτικότητα του έμπειρου δικαστικού.
Η ποίηση του Μιχαήλ Στασινόπουλου, αν και συμβολική είναι μάλλον περισσότερο πλαστική, παρά μουσική. Όπως πάλι του Ιωάννη Γρυπάρη είναι πιο πολύ χρωματική παρά μουσική, «Η ποίησή του, δεν έχει την «μαλλαρμεϊκή ακαμψία», ασκεί το συμβολισμό της οικειότητας, της τρυφερότητας και του ανεπιτήδευτου ύφους…»(5).
Ο ανομοιοκατάληκτος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του, χωρίς κοφτερές γωνίες και απότομες συσπάσεις, αργός και θλιμμένος, νοσταλγικός αλλά και εφιαλτικός, εντείνει τη μελαγχολική διάθεση της διήγησης. Ο Στασινόπουλος δεν ακολουθεί άκριτα το Γαλλικό Συμβολισμό, αλλά τον μεταλλάσσει τόσο ώστε να εκφράζει Ελληνικά προβλήματα-που είναι ταυτόχρονα και οικουμενικά.
Η επιρροή της Κοντέσας ντε Νοάιγ, είναι εμφανής στην ποίησή του. Η ποίησή του, όπως και της Νοάιγ, είναι «αντικειμενική», δημιουργεί το αίσθημα της συγκίνησης, είναι προσωπική, μελαγχολική με απέραντες πινελιές θλίψης. Αν και η θεματολογία της διαφοροποιείται. Η Νοάιγ, εκτός από την άμεση επαφή της με το φυσικό καινούργιο της περιβάλλον αντλεί τα θέματά της από την αρχαία Ελλάδα, και υμνεί ιδιαίτερα την Κρήτη, ίσως λόγω καταγωγής. Μια και οι πρόγονοί της, ανήκαν στην ένδοξη οικογένεια των Μαυροκορδάτων και την Κρητική οικογένεια του Μουσούρου(6).
Εντύπωση επίσης προξενεί το γεγονός ότι, εκτός από το στοιχείο της θάλασσας, ο ποιητής τουλάχιστον μέσα στις «Δύο Εποχές» δεν μας κάνει ευδιάκριτο το στίγμα της γενέθλιας πόλης του, ούτε μας προσφέρει άλλα στοιχεία διευκρινιστικά της ποίησής του, που θα μπορούσε να ανακαλέσει η φαντασία του από τα παιδικά του χρόνια.
Η ποίηση του Ρενιέ, διαχέεται στο έργο του Στασινόπουλου, με τις λεπτές αποχρώσεις και την λεπτή της αρμονία, όπως και η «αρρωστημένη» γιομάτη ανία, κούραση, βαριεστιμάρα, ατονία, ποιητική ατμόσφαιρα του Μωρίς Μαίτερλινκ-που άφησε τα σημάδια της μάλλον περισσότερο στην ποίηση του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα. Με έναν έμμεσο τρόπο διαφαίνεται και ο ομιχλώδης κόσμος του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Απουσιάζει από τον Στασινόπουλο «εντελώς» ο λυρικός θρησκευτικός μυστικισμός του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Συγγενεύει επίσης με την ποίηση του ποιητή Κώστα Ουράνη, αν και στον Κώστα Ουράνη υφέρπει ένας παγανιστικός ερωτισμός, μια «φιδίσια»ερωτική λαγνεία και μια τάση φυγής, όχι προς τον δρόμο για τον Άδη, που τόσο κουδουνιστά κραυγάζει, αλλά τις ηδονικές περιπλανήσεις. Ο μελαγχολικός επίσης τόνος της ποίησης του διαφέρει από την φωτεινή και χαρούμενη μελαγχολία του Πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, έτσι όπως φαίνεται στη συλλογή του «Οι Μουσικές Φωνές» (1934). Η μελαγχολία του Στασινόπουλου είναι περισσότερη απαισιόδοξη, πιο σκοτεινή. Μια έρπουσα σιγήν θανάτου πλημμυρίζει ένα μεγάλο μέρος της ποίησής του ιδιαίτερα τα ποιήματα της «Δεύτερης Εποχής» με τον έντονο αντιπολεμικό τους χαρακτήρα αλλά και άλλα, όπως ο Σταθμάρχης κ.λ.π. Αξίζει να τονίσουμε, και την έμμεση αλλά εμφανή επίδραση του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, όπως διαφαίνεται στα ποιήματα των σελίδων 11, 24, 176, 190, και άλλα, τα οποία ακόμα και θεματικά συγκλίνουν με την Καβαφική ποίηση. Ας μην μας διαφεύγει το πέρασμα του Αλεξανδρινού από το αισθητικό και πνευματικό κίνημα του συμβολισμού όπως διακρίνεται σε ποιήματα της πρώτης περιόδου του ( «Αλληλουχία κατά του Βωδελαίρου», «Λοεγκρίν», «Η τράπεζα του μέλλοντος» κ.λ.π.(7).
Ο χρωματικός του καμβάς, αν και κυμαίνεται ανάμεσα σε δύο κύρια χρώματα, το λευκό και το μαύρο-λευκή βαθειά γαλήνη σελίδα 31, λευκή μοναξιά σελίδα 38, λευκή νύχτα σελίδα 184, λευκή προσευχή-έχει και ελάχιστες αποχρώσεις πράσινου, αργυρού και χρυσού.
Πάρα πολλές επίσης είναι και οι μεταφορές που χρησιμοποιεί.
Επίθετα κλειδιά που επαναλαμβάνονται συχνά ίσως να εντείνουν την σταθερή έλλειψη προσαρμογής στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά και την υγρασία του θανάτου που πιρουνιάζει κάθε ανάσα πνοής του. Την διάθεση του ποιητή, ακολουθεί τόσο το φυσικό περιβάλλον-συστενάζει μαζί του-όσο και τα άψυχα γύρω του αντικείμενα.
Κουρασμένα είναι τα κουπιά σελίδα 27, τα δένδρα σελίδα 20, το φως επίσης είναι κουρασμένο σελίδα 56, μελαγχολική είναι η βαρκούλα σελίδα 27, την ίδια διάθεση εκφράζει και το βαγόνι σελίδα 56. Τα δένδρα όπως το κυπαρίσσι είναι ορφανεμένα σελίδα 47, σκεπτικά αλλά και λυπημένα σελίδα 35. Τα παιχνίδια επίσης είναι λυπημένα. (Ας μην ξεχνάμε, ότι ο συμβολισμός «πηγάζει» από μια «φαταλιστική φιλοσοφία» της ζωής, από ιδέες που επενεργούν καθοριστικά πάνω στον άνθρωπο και την φύση, έστω και αν βρίσκονται σε έναν άλλο κόσμο-ας θυμηθούμε ακόμα και το φωτογραφικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου το κίνημα του πικτοραλισμού).
Η λέξη ψυχή, τέλος είναι σχεδόν πάντα αρνητικά φορτισμένη. Ονόματα ορισμένων ποιητών της γενιάς του, όπως του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Τέλλου Άγρα, του Πέτρου Χάρη, κ. ά. συναντάμε στο ποίημα της σελίδας 136.
Μελαγχολικά φθινόπωρα σελίδα 61, βροχερές μέρες σελίδα 13, άτομα κουρασμένα της τρίτης ηλικίας σελίδα 20, 43, 44, μικρές μαθήτριες σελίδα 52, ορφανά ακρογιάλια, ξεχασμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, παλαίμαχοι δημοσιογράφοι, βίαιοι θάνατοι ζώων,-υπερήφανα άλογα και γάτες-αποτελούν μερικές από τις δεσπόζουσες εικόνες στις οποίες επικεντρώνεται η παιδική γιομάτη απορία πολλές φορές ματιά του ποιητή.
Όπου, ποίηση, οράματα και άνθρωποι βρίσκονται βυθισμένοι μέσα στον «σκοτεινό ύπνο» μιας κορεσμένης μελαγχολίας.
Γράφει για τον ποιητή ο ποιητής και κριτικός Τάσος Κόρφης(8): «Μέσα από αυτή την περιρρέουσα μελαγχολική σήψη προβάλλει το δικό του νεορομαντικό πρόσωπο». «Είναι ένα πρόσωπο παιδικό (αμετάβλητο από πλούσια φορτία της ζωής) αθώο κι ευγενικό που χαίρεται, αλλά προπάντων μελαγχολεί μ’ ένα συγκρατημένο μαλακό παράπονο που μόλις λες ακούγεται στον επικό αλλά ακαλαίσθητο κόσμο μας».
Ένα πρόσωπο ποιητικό που λαμπαδιάζει μέσα στην ενδόμυχη μελαγχολία του.
Και μια ποίηση που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από το Οραματικό τοπίο που την περιβάλλει αλλά και την παράγει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.      Για περισσότερα στοιχεία αξίζει να ανατρέξει κανείς στο αφιέρωμα στο Συμβολισμό, του περιοδικού «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1953. Στο έργο του Charles Chadwick, Συμβολισμός εκδόσεις Ερμής 1978. Στο βιβλίο του Γιώργου Γιάνναρη, «Ζαν Μωρεάς ο Έλληνας» εκδόσεις Κάκτος 1984. Καθώς και, τα κεφάλαια του βιβλίου του Ανδρέα Καραντώνη, «Εισαγωγή στη Νεώτερη Ποίηση-Γύρω από τη Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση» εκδόσεις Παπαδήμα 1976.
2.    Χρίστος Αδαμόπουλος, Ο ποιητής Μιχαήλ Στασινόπουλος, εκδόσεις Οι εκδόσεις των Φίλων 1989, σελίδα 24.
3.    Ευάγγελος Ν. Μόσχος, Θέματα και Μορφές, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων 1989, σελίδα 90.
4.    Για την αμεσότητα του Συμβολισμού, στα προβλήματα της ανθρώπινης ψυχής, υπάρχει μια κατατοπιστική εισαγωγή του ποιητή Μηνά Δημάκη στο βιβλίο «Θερμοκήπια» του Μωρίς Μαίτερλινκ. Εκδόσεις Καστανιώτης 1983.
5.    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων 1985, σελίδα 109.
6.    Κοντέσα ντε Νοάιγ, «Ποιήματα», μετάφραση Μυρτιώτισσα, Αθήνα 1928. Νοάιγ, έχουν ακόμα μεταφράσει: ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, δες άπαντα τόμος ΙΙ, ο Στρατάκης 1949, ο Σημηριώτης 1954 και άλλοι.
7.    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ανέκδοτα Ποιήματα 1882-1923, εκδόσεις Ίκαρος 1968.
8.    Τάσος Κόρφης, εφημερίδα Η Καθημερινή 6/3/1980, σελίδα 7.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό Κυμοθόη, τεύχος 3/ Δεκέμβριος 1993, σελίδες 160-165.

Πειραιάς, Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 2013.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου