Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΣΣΟΥ-ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΙ

ΜΑΡΙΑ  ΡΟΥΣΣΟΥ

«Τι θα πάθει μ’ ένα χαστούκι», εκδόσεις Εστία-Αθήνα 1990,

     Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν Πωλ Σαρτρ, στο γνωστό θεατρικό του έργο «Κεκλεισμένων των Θυρών», αναφέρει την πασίγνωστη ρήση η Κόλαση είναι οι άλλοι. Και, ίσως να συμβαίνει τις περισσότερες φορές μέσα στο περιβάλλον των σύγχρονων κοινωνιών που ζούμε, δεν σταμάτησε όμως, μαζί με την σύντροφό του (τον Κάστορα όπως την αποκαλούσε) την Σιμον ντε Μποβουάρ να αγωνίζεται να γράφει και να μετέχει στις πολιτικές συγκεντρώσεις του καιρού του, να υπογράφει μανιφέστα, να διοργανώνει διαδηλώσεις, να γράφει βιβλία, πιστεύοντας ότι με την διαρκή συμμετοχή του, τους αγώνες του και τα γραπτά του θα βοηθούσε στην καλυτέρευση και στην αλλαγή της κοινωνίας και το ουσιαστικότερο, στην αφύπνιση των ανθρώπων και την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της σάπιας κατεστημένης κοινωνίας της εποχής των.
     Κάθε φορά που ένας άνθρωπος ξεδιπλώνει τον εσωτερικό του κόσμο στους άλλους, ή σε κάποιον άλλον ατομικά, η πράξη του αυτή μας βεβαιώνει ότι ο κόσμος μας δηλαδή η Κοινωνία μας μπορεί ακόμα να σωθεί, που σημαίνει να γίνει καλύτερη και ανθρωπινότερη, ότι έχει ακόμα μέλλον.
Όταν κάποιος ανοίγει την καρδιά του στον συνάνθρωπό του-είναι αυτό που λέμε ανοικτός σε νέες εμπειρίες και περιπέτειες ζωής-και του ζητά να τον αποδεχτεί, να τον συμπαθήσει ή να συμπορευθεί μαζί του και γιατί όχι όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες να γίνει ένας άλλος Σίμωνας ο Κυρηναίος και να σηκώσει έστω και για λίγο μαζί του το βαρύ φορτίο της ζωής τότε υπάρχει ακόμα ελπίδα στον κόσμο. Ο άλλος, ο ξένος ή οικείος, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει την ζωή, τις αποτυχίες, τα λάθη ή την συμπεριφορά αυτού που απευθύνεται για βοήθεια, ούτε γίνεται να τον μετρήσει με τα δικά του μέτρα και σταθμά του προσωπικού του βίου. Απλά και διακριτικά αγωνίζεται να τον κατανοήσει και να του συμπαρασταθεί. Οι κρίσεις και κατακρίσεις είναι για αργόσχολους κρατικοδίαιτους ιερείς του όποιου θρησκευτικού δόγματος, τους δήθεν πρεσβευτές ενός ανύπαρκτου Θεού.
      Και κατά την δική μου άποψη, αυτός είναι ο σκοπός της Τέχνης γενικότερα, της ουσιαστικής και διαχρονικής, με την προφορική και γραπτή μας δημιουργία να προσπαθούμε να οικοδομήσουμε καινούργιες λειτουργικές συμπεριφορές και στάσεις ζωής, εξομολόγου και εξομολογούμενου.
Η Τέχνη, μας δίνει την δυνατότητα να πλησιάσουμε τους άλλους, να τους συναντήσουμε στον κοινό μας αγώνα, να ανταλλάξουμε απόψεις μαζί του, να συνοδοιπορήσουμε σε άγνωστα μονοπάτια του κοινωνικού μας βίου ή των ατομικών μας ονείρων. Κάτι, που συχνά μας το απαγορεύουν οι πολύμορφοι κοινωνικοί κανόνες και επιταγές, οι θρησκευτικοί καταναγκασμοί, οι διάφορες εκκλησιαστικές απαγορεύσεις και φυσικά οι κατά καιρούς ιδεολογίες των κλειστών κοινωνιών, αλλά και των ανοικτών.
Η Τέχνη σε όλες της τις εκφράσεις και αποτυπώσεις είναι η γέφυρα επικοινωνίας με τον άλλον, με τον διπλανό μας, με τους προαπελθόντας προγόνους μας, όπου και όποτε η ίδια η κοινωνία με τους πολυμήχανους μηχανισμούς της στέκεται ενάντια.
     Οι σκέψεις αυτές ήρθαν αβίαστα στο μυαλό μου, καθώς διάβαζα τις ιδιωτικές εξομολογήσεις της Μαρίας Ρούσσου.
Το βιβλίο της συγγραφέως δεν θα ήταν παράτολμο αν έγραφα, ότι μας μιλά για την «κατάρα του να είσαι γυναίκα»τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο για να μην μιλήσουμε και στον Βαλκάνιο, ή τον ασιατικό ή μουσουλμανικό με τις εκατοντάδες προλήψεις και θρησκευτικές και πολιτισμικές απαγορεύσεις.
Οι κοινωνικές παραδόσεις, οι πολιτικές δομές, οι θρησκευτικές μισαλλοδοξίες, ο ατομικός ρατσισμός και άλλοι κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες μειώνουν την όποια αξία του γυναικείου προσώπου και πληθαίνουν την περιθωριοποίησή του. Ο κόσμος μας καθώς και οι μεταφυσικές του σταθερές και αρχές παραμένουν ακόμα αντροκεντρικές, φαλλοκρατικές θα γράφαμε για να χρησιμοποιήσουμε έναν πολυχρησιμοποιημένο όρο.
    Η Ελλάδα μια υπανάπτυκτη χώρα, με μια καθυστερημένη κοινωνία, ακολουθεί τα χνάρια των άλλων βαλκανικών συγγενικών ημιανάπτυκτων κρατών έστω και αν εντάχθηκε με τα χίλια ζόρια(τα δικά της) στην ΕΟΚ. Οι κάθε είδους και μορφής ρατσισμού, είτε αφορά την φυλή, είτε αφορά το θρήσκευμα, είτε αφορά τον ερωτικό προσανατολισμό, είτε αφορά την γλώσσα, είτε την οικονομία κ.λ.π., υφέρπει κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της δήθεν κοινωνικής μας ανεκτικότητας και του ιστορικού μεγαλείου της ένδοξης φυλής μας και της μοναδικής και καθαρής ορθότητας της πίστης μας.
Η πνευματική μας τελμάτωση, η έλλειψη γενικότερου ενδιαφέροντος για την παιδεία, η υποκουλτούρα που διαχέεται στο κοινωνικό σώμα, η ψυχική μας αφυδάτωση, ο άκρατος ατομισμός, η αδιαφορία για το δημόσιο περιβάλλον και φυσικά τα οικονομικά μας αδιέξοδα επαυξάνουν αντί να μειώνουν το πρόβλημα. Η κοινωνία μας γίνεται όχι πιο ανεκτική αλλά πιο αδιάφορη. Για να επιβεβαιώσει με τον τρόπο αυτό την γνωστή πολιτική διατύπωση της Αγγλίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ ότι: «δεν υπάρχουν πια κοινωνίες παρά μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους».
     Έτσι, οι κοινωνικές συνθήκες που περιγράφει η συγγραφέας Μάγια Ρούσσου δεν μας ξενίζουν δεν μας τρομάζουν δεν παραξενεύουν τον αναγνώστη του έργου της. Έστω και αν αφουγκράζεται μάλλον τα συναισθήματά της αυτά μόνο στο επίπεδο της γλώσσας και του ύφους γραφής της.
    Η ηρωϊδα που δεν είναι παρά η ίδια η συγγραφέας, είτε σαν άγουρη παιδίσκη, είτε σαν έφηβο κοριτσόπουλο, είτε αργότερα ως μητέρα ή σαν αδερφή είναι μια ευαίσθητη ύπαρξη με ακμαίες τις σωματικές και ψυχικές της δυνάμεις, με έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα της «κυριαρχίας» και της σιγουριάς ότι μετέχει σε ένα κοινωνικό παιχνίδι, και που είναι καταδικασμένη να σπαταλήσει τον χρόνο της αξιοποιώντας μόνο ένα μέρος των ικανοτήτων της και της πνευματικής της ικμάδας, ενώ το υπόλοιπο το σπαταλάει σε μια αμυντική στάση στην κάθε είδους και μορφής αντρική εξουσία, αντί να το διαθέσει σε πιο δημιουργικές ενέργειες για την ίδια και την κοινωνία. Όποτε πάλι χρειάστηκε να αποφασίσει η ίδια για το ίδιο της το μέλλον, (όταν έπρεπε να ζήσει μαζί με τον καπετάν Γιάννη και την Ζαφειρούλα ή στην ολιγοήμερη σχέση της με τον Γιώργο κ.λ.π.) αρνείται ή δεν κάνει την απαραίτητη υπέρβαση να έρθει σε ρήξη όχι μόνο με το εξωτερικό δυναστευτικό της περιβάλλον αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό, με τις μέχρι τότε φοβίες της. Το αίσθημα της ήττας και της ηττοπάθειας που έχει συσσωρεύσει και εσωτερικεύσει καταπνίγει από μόνο του κάθε μορφή ανάληψης πρωτοβουλίας ακόμα και εκείνης που θα μπορούσε να την απελευθερώσει και να την βοηθήσει να αλλάξει την πορεία του βίου της επί τα βελτίω. Η αίσθηση της ενοχής, υπερκαλύπτει την τάση της για ανεξαρτησία. Γιαυτό και η ίδια αναρωτιέται: «Μητέρα και ερωτευμένη γίνεται;».
Δυστυχώς οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί της πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής εξουσίας είναι τόσο ισχυροί, και όταν μάλιστα σου επιβάλλονται από τα παιδικά σου χρόνια, είναι σίγουρα ακατόρθωτο και ίσως και επικίνδυνο να τους αναιρέσεις. Νομίζω ο παππούς μας Αριστοτέλης κάπου γράφει ότι αυτός που ζει μόνος του είναι ή Θεός ή Θηρίο. Και οι δύο επιλογές για εμάς τους κοινούς ανθρώπους, τα φθαρτά όντα της στιγμής που θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι ακατόρθωτες.
     Ο λόγος της Μαρίας Ρούσσου είναι απλός, καθημερινός, η γλώσσα ρέει ήρεμη αβίαστα, αν και ορισμένες φορές ολισθαίνει προς την υπερβολή και την επικίνδυνη συσσώρευση αρνητικών λεπτομερειακών χαρακτηριστικών όσον αφορά τους άντρες ήρωές της, αυτή η αρνητική υπέρμετρα υπερβολή και καταδίκη απέναντι στην αντρική παρουσία ενίοτε σκοτεινιάζει τις καλές της προθέσεις όσον αφορά την γυναικεία χειραφέτηση.
Μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ανακούφισης αναδύουν οι σκηνές στην εξοχή και οι εξομολογήσεις της γιαγιάς, όπου μέσα από το «ωκεάνιο αίσθημα» όπως έγραψε ο πατέρας της Ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, μεταφέρεται η εμπειρική αγάπη και στοργή προς την μικρή Μαρία.
     Τέλος, όπως επισημαίνει η επιμελήτρια της έκδοσης ΄Ελσα Σπαρτιώτη: «ο ρεαλισμός της γραφής της ζωντανεύει τη βία μιας παγκόσμιας πραγματικότητας».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή των Πειραιώς» 4/12/1990.
Πειραιάς, Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013.

Υ. Γ. Άραγε, είκοσι τρία χρόνια μετά μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το «Δεύτερο Φύλλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ; Ή και γιατί όχι το θεατρικό έργο του Άλμπυ, «ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ»
Θέλω να πω, πόσο άλλαξαν και προς τα πού οι κοινωνικές συνθήκες για την απελευθέρωση γενικότερα των ανθρώπων;                       

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου