Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ

«Κονσουέλο»,
εκδόσεις Σμυρνιωτάκη-Αθήνα 1987, σελίδες 88.


      Ένας εσωτερικός αφηγηματικός μονόλογος

     Η μεγάλη ευτυχία ή ο αβάσταχτος πόνος, μπορεί να ξεσκεπάσει την αλήθεια που κρύβει το άτομο μέσα του. Και η αλήθεια αυτή, τόσο για τον ποιητή Παναγιώτη Τσουτάκο, όσο και για τους άλλους δημιουργούς της γενιάς του, ενδεικτικά αναφέρω τον παλαιότερο Γιάννη Ρίτσο, τον νεότερο Τάκη Σινόπουλο, τον Οδυσσέα Ελύτη της πρώτης του ποιητικής περιόδου, δεν είναι παρά η αδυσώπητη σκληρότητα και οι τραυματικές εμπειρίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Γερμανικής Κατοχής (που τόσα δεινά έφερε στην χώρα μας) καθώς και οι δαντικές σκηνές κόλασης που έζησαν κατά την διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού.
Ενός εμφυλίου που δεν λέει ακόμα να κλείσει.
     Φαίνεται ακόμα και σήμερα, ο πόλεμος δηλητηριάζει το αίμα τους και η φρίκη του σημαδεύει τα οράματά τους.
    Με αφορμή ένα ιστορικό συμβάν-έναν σεισμό που συνέβη στην Νότιο Αμερική-ο Κερατσινιώτης δημοσιογράφος και ποιητής, με οδηγό την ακοίμητη μνήμη του, αναπλάθει με ενάργεια τις δικές του προσωπικές βιωματικές εμπειρίες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, το Κονσουέλο, είναι ένας εσωτερικός αφηγηματικός μονόλογος. Μια βαθιά ένταση οδύνης και σπαραγμού διαχέεται από όλο το έργο.
     Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη:
     Στο πρώτο ο ποιητής σχοινοβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα και καταγράφει τις εμπειρίες που έζησε στα δύσκολα και τραγικά εκείνα χρόνια του πολέμου. Πνίγεται από παντού. Η εξαθλίωση συνθλίβει την ύπαρξή του,
«Κυκλωμένα ήταν πάντα όλα τα χρόνια μου απ’ τις ματωμένες κραυγές της θύελλας και της φωτιάς…».
    Αλλά, ο πόνος του δεν υπερσκελίζει την αγωνιστικότητά του, δεν μετατρέπει την ήττα του σε απαισιοδοξία.
  «Στην γωνιά του δρόμου με των παλληκαριών το αίμα ένας κρίνος φύτρωσε λευκός την άλλη μέρα. Ο κρίνος του Ευαγγελισμού της λευτεριάς μας».
Αλλά μεταπλάθει το μίσος σε αγάπη, την φρίκη σε καρτερικότητα, τον σπαραγμό σε εγκαρτέρηση.
     Στο δεύτερο μέρος ο ποιητής προσεύχεται. Και όπως κάθε-εξόριστος ποιητής-έτσι και αυτός προσεύχεται στους δικούς του αγίους. Στους δολοφονημένους συντρόφους του, στους πληγωμένους αδερφούς του, στους αδικημένους είλωτες του κόσμου τούτου. Η Δαυιδική του επίκληση, δεν είναι μια ικεσία σε έναν αόρατο δημιουργό του κόσμου, αλλά, μια απεγνωσμένη προσπάθεια του ποιητή να απαλλαγεί από τις αιμάτινες παραστάσεις που ανελέητα επιστρέφουν μέσα στην σκέψη του.
     Η μνήμη του μοιάζει τεράστια χοάνη από όπου οι νεκροί προβάλλουν και ζητούν δικαίωση. Καθώς οι ζωντανοί έχουν χάσει την αγωνιστικότητα τους κάτω από το βάρος  μιας «αβάσταχτης κοσμικότητας».
     Στο τρίτο μέρος με έναν ερωτικό μελαγχολικό ρεμβασμό, αναπολεί τις στιγμές που το σώμα της νιότης, πύρινο και λάγνο, ζητούσε με τρέλα να κατασπαράξει και να κατασπαραχθεί από το άλλο κορμί. Τα γυναικεία είδωλα που αναφέρει, αποπνέουν μια ερωτική ανάσα, τέτοια, που σε μεθάνε.
     Τώρα που το σώμα του έχει μεστώσει, τώρα που το «φθινόπωρο αγκαλιάζει τις κρυφές πτυχές του κορμιού του»,
 μπορεί να καταγράψει πια με νηφαλιότητα τους ερωτικούς του φθόγγους. Απαλλαγμένος από την ανακύκλωση του ερωτικού πάθους, έχοντας για σύντροφο την μνήμη ξαναγυρίζει εκεί που κάθε άτομο θα επιστρέψει.
     «… στο ρυάκι της παιδικής μου αθωότητας και τις φωλιές των χελιδονιών της πρώτης άνοιξης…».
      Η ποίηση του Παναγιώτη Τσουτάκου, όπως και των άλλων ποιητών της γενιάς του που έζησαν από τα μέσα την φρίκη του πολέμου, αφήνει την εντύπωση ενός απεριόριστα αναστατωμένου και γεμάτου θλίψη χώρου. Όπου ο χώρος δεν είναι η σκηνή πάνω στην οποία εκτελείται η τραγωδία της προσωπικής ζωής των ηρώων. Αλλά, πρόσωπα και χώρος ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας σαν ενιαία σύνθεση. Γιατί είναι η ίδια η τραγωδία.  Το δράμα των ανθρώπων μιας άλλης εποχής που ζωντανεύει και εμφανίζεται με όλες τους τις οδυνηρές λεπτομέρειες μπροστά στα μάτια μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 198/14-9-1988
Πειραιάς, Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2013.

Υ. Γ. Τον δημοσιογράφο και ποιητή Παναγιώτη Τσουτάκο, όπως και άλλους συγγραφείς του ευρύτερου χώρου του Πειραιά, τους γνώρισα όταν από την εποχή εκείνη ετοίμαζα την μελέτη μου, για την καταγραφή των πνευματικών ανθρώπων του Πειραιά από την ίδρυση του Δήμου μέχρι των ημερών μας. Έχω κάνει και μια συνέντευξη μαζί του την εποχή εκείνη στο ραδιόφωνο, το Κανάλι 1 του Πειραιά, που τότε περίπου άρχισε να πρωτοεκπέμπει, την λογοτεχνική εκπομπή «Τα Μακρά Τείχη».
Πολυγραφότατος ποιητικά, έγραψε και μια ιστορία τρίτομη του Κερατσινίου χωρίς πολλές αξιώσεις. Υπήρξε ένας ευαίσθητος δημοσιογράφος, αγωνιστής της αριστερής ιδεολογίας, που τότε, αν θυμάμαι καλά, εργαζόταν στην εφημερίδα «Ακρόπολη». Δεν γνωρίζω τι ο χρόνος θα διασώσει από τις δεκάδες ποιητικές του συλλογές, σίγουρα πάντως θα μείνουν ορισμένες του που θα φανερώνουν το εδώ πέρασμά του.

       

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου