Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΝΟΣ ΜΠΕΛΛΕΙ-ΞΑΝΘΙΑ ΦΡΑΟΥΛΑ

ΜΙΝΟΥ  ΜΠΕΛΛΕΙ

«Ξανθιά  φράουλα»

     Τι να πει κανείς γιαυτόν τον λαϊκό αοιδό που κρατά επάξια δεκαετίες τώρα, τον τίτλο του Star. Αυτό το χαρισματικό άτομο που από μόνο του είναι μάλλον ένα εκμαγείο υποκριτικής πάνω στην σκηνή.
Το αυτοσχεδιαστικό του στιλ, το ύφος του που τροποποιείται σε κάθε ατάκα, η τεράστια γκάμα της εκφραστικότητάς του, το υποκριτικό του ταλέντο, η κινησιολογική του σπιρτάδα, ο ζεστός και ποικιλόμορφος τόνος της φωνής του, το All’ Improviso πολλές φορές παίξιμό του, που συνειδητά ξεφεύγει από τους κανόνες του θεατρικού κειμένου, οι στιλπνοί χρωματισμοί της σκηνικής του παρουσίας, καθιστούν τον Γιώργο Μαρίνο έναν γνήσιο θεατράνθρωπο. Ένας χαρακτήρας που οι εσωτερικοί του παλμοί, χτυπούνε στον ίδιο χρόνο με τους θεατρικούς ρυθμούς του ρόλου που ενσαρκώνει.
     Ο Γιώργος Μαρίνος κατόρθωσε όχι μόνο νομίζω χωρίς δυσκολία, να είναι πάντα ο εαυτός του. Ζεστό και οικείο πρόσωπο και όχι παγερό προσωπείο, εύπλαστος χαρακτήρας και όχι στερεοτυπική φιγούρα, αδρό καλλιτεχνικό ήθος και όχι ή εστετίστικη υφολογική πόζα. Πάντα χωρίς μάσκα κερδίζει χρόνια τώρα τον σεβασμό των ακροατών του και των θεατών του.
     Μετά την επιτυχία του έργου «Λούλου», ο Γιώργος Μαρίνος ενσαρκώνει φέτος τον ρόλο του Ντομένικο στην κωμωδία του Μίνου Μπελλέϊ, «Ξανθιά Φράουλα».
      Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την τριπρόσωπη αυτή κωμωδία βουλεβαρδικής υφής το 1980, με τους: Ηλία Λογοθέτη, Κώστα Αρζόγλου και Πάνο Μιχαλόπουλο. Ήταν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από αυτόν τον καταπληκτικό και σπουδαίο ηθοποιό τον Ηλία Λογοθέτη. Τον είχαμε πρώτη φορά απολαύσει στην γνωστή κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού έργου «Βαβυλωνία».
    Έφηβος τότε, ο κυρός συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γνωρίζοντας την αγάπη μου για το Θέατρο με έκανε κοινωνό της μετάφρασης του έργου που μετέφραζε και έπειτα παρακολουθήσαμε την παράσταση.
Την περίοδο εκείνη όλων των ειδών οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις όχι μόνον επιτρέπονταν, αλλά επιβάλλονταν, σε όλους τους τομείς.
      Έργα με ιδιαίτερη ευαισθησία και τολμηρή-για την εποχή εκείνη και την Ελληνική κλειστή και συντηρητική κοινωνία-θεματολογία, παίζονταν στις Αθηναϊκές αίθουσες, έπλαθαν την αισθητική μας, και διαμόρφωναν την παιδεία μας.
Ενδεικτικά αναφέρω: το συγκλονιστικό έργο «Μπέντ» του Μάρτιν Σέρμαν, που διαπραγματεύεται το θέμα των φυλακισμένων ομοφυλόφιλων καταδίκων-των προσώπων με το ροζ τρίγωνο στο πέτο-στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Νταχάου,(με τον Πέτρο Φυσσούν και τον Γιάννη Φέρτη), το έργο η «Χοντρή μας φίλη» του Τσάρλ Λώρενς, μια σπαρταριστή κωμωδία σε θέατρο της οδού Ιπποκράτους, με τον ανεπανάληπτο Πειραιώτη ηθοποιό Θύμιο Καρακατσάνη, η «Ερωτική τριλογία» του Χάρβευ Φέρστιν, στο γνωστό Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη, και αν η μνήμη μου δεν με απατά, η μετάφραση ήταν του Πειραιώτη ποιητή Αντρέα Αγγελάκη. Το «Ένας Έλληνας σήμερα» αν θυμάμαι σωστά τον τίτλο, του Δημήτρη Κολλάτου εκείνη πάνω κάτω την περίοδο, «Το Κάτω από την σκάλα» στο Θέατρο Μουσούρη με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Μοσχίδη, το γνωστό έργο «Τσάι και συμπάθεια» στο Θέατρο πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, (με τον Χρήστο Πολίτη), τον γνωστό «Λάκκο της αμαρτίας» του συγγραφέα Γιώργου Μανιώτη σε σκηνοθεσία Ευγένιου Τριβιζά κ.λ.π.
Έργα ευαίσθητα, τρυφερά, ρομαντικά, μιας ιδιαίτερης ερωτικής επιλογής, που προκαλούσαν για την εποχή τους ένα ανατρίχιασμα και μια δικαιολογημένη ίσως αντίδραση, αλλά ταυτοχρόνως ενεργοποιούσαν τον ερωτικό επαναστατικό μας οραματισμό και ρομαντισμό για ένα μέλλον με περισσότερη προσωπική ελευθερία, ατομική δικαιοσύνη, κοινωνική ισοπολιτεία, σωματική αυτοδιάθεση, ελεύθερες ερωτικές επιλογές, χωρίς κοινωνικούς στιγματισμούς, χωρίς ρατσισμούς κάθε είδους και μορφής, χωρίς πνευματική λογοκρισία και φυσικά, μια διαφορετική πολιτική επιλογή.
     Η «Ξανθιά Φράουλα»δεν είναι μάλλον μια ηθογραφική χαρακτηρολογία ομοφυλόφιλων προτύπων. Ούτε μια απλή «βουλεβαρδική» θεατρική κωμωδιούλα, ένα Ιψενικό τρίγωνο κλισέ από τα τόσα που απεικονίζονται σε τέτοιου είδους θεατρικές προτάσεις. Το έργο είναι μάλλον μια δίπρακτη ιλαροτραγωδία που έχει τους έντονους ρυθμούς, τους χρωματικούς τόνους και απαλούς επιτονισμούς, και τους κανόνες της κλασικής κωμωδίας.
     Το γνωστό τυπικό ζευγάρι (άντρας, γυναίκα, εραστής) έχει αντικατασταθεί από (άντρας, άντρας, εραστής). Ένα μοτίβο αρκετά σύνηθες και γνώριμο στο θεατρικό κοινό της εποχής του, αλλά πιστεύω και μετέπειτα.
     Ο συγγραφέας, Μίνο Μπελλέι, αυτός ο έξυπνος θεατράνθρωπος ανήκει στην νέα γενιά της Ιταλικής θεατρικής διανόησης. Όπως είναι οι: Μπρουζάτι, Βαρτμύλλερ,  Τερρόν, κ.λ.π. Μια θεατρική γενιά που ασφαλώς έχει τις επιρροές της από την παλαιότερη πιο κλασική γενιά που ανήκουν οι: Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ντάριο Φο, Εντουάρντο ντε Φίλιππο και άλλοι.
     Ο Μπελλέι, από τεχνικής θα λέγαμε πλευράς, αρχιτεκτονεί ένα έργο γρήγορων ρυθμών, ανάλαφρων διαθέσεων, ξεκούραστο, ελαφρών και ευχάριστων προθέσεων, χαριτωμένων στιγμιότυπων και ίσως επιφανειακών προδιαγραφών. (κάτι σαν τις γνωστές ομοφυλόφιλες ταινίες με τον Ούγκο Τονιάτσι). Αλλά, και με αντισυμβατικούς και ρηξικέλευθους για την εποχή του διαλόγους.
     Ο συγγραφέας μπολιάζοντας το έργο με αρκετές ανατροπές και συνεπικουρούμενο αυτή η τεχνική με γρήγορους ρυθμούς και μια ανάλαφρη διάθεση, προσφέρει την δυνατότητα στους ηθοποιούς να ξεφύγουν από την υφολογική ομοιομορφία της θεατρικής πρακτικής, και ίσως και από την οργανωτική καθοδήγηση των σκηνικών οδηγιών.
    Κατά την διάρκεια της παράστασης, μπορεί να εξελίσσεται η θεατρική συλλογιστική και οι ηθοποιοί, ανάλογα με τον βαθμό της ατομικής τους εμπειρίας και προσωπικής ωριμότητας που διαθέτουν, έχουν την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσουν και να εμπλουτίσουν τους τυποποιημένους ρόλους, με μια ευρύτατη ποικιλία θεατρικών χειρονομιών και εκφράσεων. Χωρίς το έργο, να χάνει την εσωτερική του ισορροπία, «αποδεσμεύει» τους ρόλους και αφήνει να διαφανούν οι χαρακτήρες των ηθοποιών αν ασφαλώς το προτρέψει το παιχνίδι αυτό, και ο σκηνοθετικός κανόνας.
     Τον τρόπο αυτό του παιχνιδιού, μάλλον τον κατανόησε ο σκηνοθέτης Γιάννης Διαμαντόπουλος ο οποίος είχε ξανασκηνοθετήσει το έργο. Έτσι, έστησε μια παράσταση που ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα του έργου. Επίσης, πρέπει να κατανόησε το παιχνίδι αυτό και ο Γιώργος Μαρίνος, κι ενστικτωδώς έδωσε τον εαυτό του με πάθος και αρκετό μπρίο.
      Οι ερωτικές αψιμαχίες, τα μικροκαυγαδάκια, τα απρόοπτα, οι σκηνές ζηλοτυπίας, τα χαριτωμένα πειράγματα, τα διάφορα υπονοούμενα, η ερωτική προδοσία, η μοιχεία, η ανία της πολύχρονης σχέσης, και οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο και να διαλύσει την τόσο μακροχρόνια συμβίωση ενός ζευγαριού-έστω και ομοφυλόφιλου-ξεδιπλώθηκαν μπροστά στα μάτια μας με τόση ευκολία και άνεση αλλά και χαριτωμένο τρόπο, που δεν ξάφνιασαν τους θεατές ακόμα και τους πιο αμύητους περί τα ερωτικά.
     Τα προβλήματα είναι τα ίδια είτε αφορούν τον άντρα και την γυναίκα, είτε δύο άντρες, είτε δύο γυναίκες ή όποια άλλη μορφή συμβίωσης επιθυμεί ο καθένας μας.
Το γέλιο πήγαζε από τις διάφορες ατάκες του έργου αβίαστο, οι σπαρταριστές σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη, καθώς και συναισθηματική χαλαρότητα.
Το κωμικό στοιχείο ξεπηδούσε χωρίς προβλήματα από την αλήθεια της περιπέτειας του ζευγαριού και των διαφόρων καταστάσεων που αντιμετώπιζαν. Κάτι που μου θύμισε ένα άλλο έργο, το «Κάτω από τη γέφυρα» με το καταπληκτικό δίδυμο Μοσχίδη, Μιχαλακόπουλο, σε σκηνοθεσία του Μίνωα Βολονάκη.
    Ο Γιώργος Μαρίνος, έπλασε έναν «Ντομένικο» αληθινό χαρακτήρα, τρελό, κυκλοθυμικό, γιομάτο σπιρτάδα, έξυπνα ευφυολογήματα, αεικίνητο, απολαυστικό στις πολύχρωμες χειρονομίες του και στάσεις του κορμιού του, πλούσιο εκφραστικά, με εξαίρετη άρθρωση και πονηρά γλωσσικά ακίσματα, ποιητικό ακόμα και στις διάφορες μηχανορραφίες του και ερωτικές του ίντριγκες.
      Ιδιαίτερα στην δεύτερη πράξη, που υποδύονταν τον εκκεντρικό αδελφό του «Ντομένικο» ήταν μια αποκάλυψη, και ένα πρότυπο για τέτοιους ρόλους.
Λιτός, σεμνός, ακριβής μέσα στην ιδιαιτερότητά του, ο Γιώργος Μαρίνος ο ηθοποιός πλέον, ένιωσε μάλλον ότι από την αρχή θα μπορούσε αβίαστα να πει ότι ο «Ντομένικο» είμαι εγώ. Ο ρόλος του, ήταν ο χαρακτήρας του.
Μόνο που, ορισμένες φορές μιλούσε πυροβοληδόν και χάνονταν η μαγεία της απόλαυσής του.
    Ο Χάρης Σώζος, ως «Αντόνιο» ήταν κάπως υποτονικός, κάπως περισσότερο τυπολογικά διαθέσιμος από όσο ζητούσε ο ρόλος. Αλλά κοντά στον Μαρίνο ποιος μπορεί να σταθεί με ευκολία;
     Ο Μάνος Πίντζης ως «Αντριάνο»ήταν μάλλον περισσότερο διακοσμητικός, άτονος, χωρίς τσαγανό, με ένα καλογυμνασμένο και ωραίο σώμα, αλλά χωρίς νεύρο. Ίσως για να επιβεβαιώσει την ρήση του θείου Πλάτωνα, ότι η Ομορφιά δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, η εξυπνάδα όμως έχει.
Η Ομορφιά από μόνη της φανερώνει την αλήθεια της.
    Τα σκηνικά και τα κουστούμια του Γιώργου Ασημακόπουλου, ταίριαζαν με την ατμόσφαιρα του έργου, και στέκονταν αρωγοί των προθέσεών του.
Η Μουσική του Γιάννη Νένε διακριτική και ευχάριστη.
Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ έδιναν με άνεση το στίγμα της παράστασης.
     Την όλη διαχείριση και διεύθυνση της παράστασης, στο Θέατρο του Κούρκουλου στην περιοχή της Κυψέλης, την είχε αναλάβει η φίλη Πειραιώτισσα και καθηγήτρια Αγγλικών Χαρά Λούντζη, η οποία μου πρόσφερε και τις απαραίτητες προσκλήσεις-παρακολούθησα το έργο τρεις φορές- και για τις οποίες την ευχαριστώ.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» Τετάρτη 15 Μαρτίου 1999, σελίδες 4,5.
Πειραιάς, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2013.
       

                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου