Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Τεριρέμ για την Μαργαρίτα

Ένα  τεριρέμ για την Μαργαρίτα

     Υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται αιωνίως, γιατί κανείς δεν θα τους μνημονεύσει ποτέ.
Υπάρχουν πρόσωπα που σιγοσβήνουν κάθε μέρα, γιατί κανείς δεν τους αγάπησε.
Υπάρχουν υπάρξεις που αγνοούν την αξία της ύπαρξής τους, γιατί και τα ίδια, λησμόνησαν τον εαυτό τους.
Υπάρχουν ψυχές, «γειωμένες» στους μελαγχολικούς κήπους των ονείρων.
     Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν και η Μαργαρίτα. Ονειρικό και Ονειροπόλο μαζί.
Αυτό που τώρα θρηνώ, όχι με δάκρυα αλλά με λέξεις.
      Την γνώρισα αν θυμάμαι καλά, αρχές δεκαετίας του 1980. Μου την σύστησε μια κοινή μας φίλη, η καθηγήτρια Μαρία Νικολαϊδου.
Η Μαργαρίτα ήταν φαρμακοποιός. Είχε το μαγαζάκι της στον οδό Καραολή και Δημητρίου στο κέντρο του Πειραιά.
Από την πρώτη μας συνάντηση μια σαγηνευτική απαισιοδοξία πλημμύρισε την ψυχή μου.
    Η Μαργαρίτα dolorosa, η θλιμμένη Μαργαρίτα, το άλικο τριαντάφυλλο που μαραίνονταν μέρα με την ημέρα δεν υπάρχει πια.
     Η γενέθλιος πόλη του καθενός μας, είναι ο Κόσμος όλος αν αγαπάμε τους κατοίκους της. Η αγάπη μας για τα πρόσωπα της πόλης καθιστά την πόλη μας Οικουμενική, παγκόσμιο σημείο αναφοράς, ομφαλό των ψυχικών μας συναισθημάτων. Και ο Πειραιάς, ήταν μελαγχολικός όταν εκείνη ήταν μελαγχολική. Δεν βλεπόμασταν συχνά, ούτε υπήρξα πελάτης του μαγαζιού της τακτικός. Όμως περνούσα συχνά από το φαρμακείο που διατηρούσε για μια καλημέρα, για μια ευαίσθητη και ουσιαστική σύντομη συνομιλία.
     Τρυφερή, ευαίσθητη, εύθραυστη, ρομαντική, μαγευτική πάντα μέσα στην βαθιά της μελαγχολία. Τύπος πράος, χαμηλών τόνων, άκουγε τα βαρύγδουπα λόγια μου και χαμογελούσε, κοκκίνιζε και ντρεπόταν.  Μια διαβρωτική μελαγχολία πλημμύριζε όχι μόνο το πρόσωπό της, και απέκλειε κάθε πνοή ελπίδας που με τρόμαζε και με απέλπιζε.
     Συζητούσαμε και αντίκριζες ένα πλάσμα καλοκάγαθο, ευαίσθητο σε σημείο θανάτου, προβληματισμένο και συνειδητοποιημένο ταυτόχρονα, ανυπεράσπιστο σε σημείο απόγνωσης, τρυφερό σαν τα ρόδα των μυστικών κήπων.
Με διακριτικότητα και ευγένεια την άφηνα όποτε το ένιωθε εκείνη να εξομολογείται τα δικά της, τα προβλήματά της.
Και παραξενευόσουν πως αυτό το τόσο τρυφερό πλάσμα αποκλείστηκε τόσο άδοξα από την ζωή, την ζωή της. Τις περισσότερες φορές της μιλούσα εγώ, την πείραζα και της μιλούσα μια γλώσσα που δεν πίστευα μόνο και μόνο για να την εμψυχώσω. Της μιλούσα για τα άγχη μου, τα διαβάσματά μου, τις φοβίες μου, τα προβλήματα της ανεργίας μου, και εκείνη με άκουγε, μου μιλούσε σιγαλόφωνα, ήρεμα, χωρίς το σώμα της  να θεατρινίζει, μου μιλούσε θλιμμένα ή χαμογελούσε με τους Δονκιχωτικούς εφιάλτες μου.
     Η Μαργαρίτα, αυτός ο τόσο βαθιά ερωτικός άνθρωπος, προδόθηκε από τον ίδιο της τον εαυτό, από ένα σημείο και πέρα. Αυτοπαραιτήθηκε από την ζωή και η ζωή την λησμόνησε. Ένα πικρό χαμόγελο σημάδευε πάντα τα σαν κεράσι μαύρο τα χείλη της. Μια θλίψη σκίαζε το βλέμμα της, ένα βουβός πόνος συνόδευε τα λόγια της.
     Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται με την κακιά την ώρα μέσα τους, λέει ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας. Και πιστεύω ότι τέτοιοι άνθρωποι βρίσκονται παντού.
Δίπλα μας, γύρω μας, που αγνοούμε την ύπαρξή τους. Τους προσπερνάμε με την αδιαφορία του σωσμένου, την σιγουριά του δικαιωμένου, την χαροποιό διάθεση του ευτυχισμένου, τους αγνοούμε με την βεβαιότητα του πνευματικά ή υλικά ισχυρού. Δεν θέλουμε να δούμε το πέπλο θανάτου που τους τυλίγει, τη σκιά θανάτου που ακολουθεί την παρουσία τους. Ούτε οι θρησκευτικές δοξασίες και ου εκκλησιαστικοί και θεολογικοί μύθοι, ούτε η φαντασμαγορική και λαμπερή διαχρονικά πορεία της Τέχνης προσφέρει πειστική απάντηση.
Η ζωή μέσα από τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της μοναξιάς αγναντεύει το άγνωστο. Και εμείς, αιμάσσουσα ιστορικά ίχνη μνημονικής ελπίδας ψαχνόμαστε, απορούμε και ψελλίζουμε λόγους απεγνωσμένης παρηγοριάς.
     Ήταν μελαγχολικά γαλήνια η Μαργαρίτα, βυθισμένη στα ανεκπλήρωτα όνειρά της. Όμορφη μέσα στην σπαρακτική της απελπισία.
    Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν είναι, αυτό που λέμε «οι δικοί μας», δεν τους συναναστρεφόμαστε συχνά, δεν του βλέπουμε καθημερινά, όμως, κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο τους πονάμε, τους νιώθουμε δικούς μας, μας αγγίζουν έντονα τα προβλήματά τους.
      Η Χριστίνα, αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος, μου ανακοίνωσε τον θάνατο της Μαργαρίτας. Δεν ήξερα ποιόν να θρηνήσω, εκείνη ή την κοινή μας μοίρα.
    Λευκό περιστέρι που άνοιξε το παραθύρι της φωτιάς και πυρπολήθηκε από αγάπη. Έφυγε με μόνη προίκα της την αβάσταχτη μελαγχολία της.
    Η πόλη μας λιγοστεύει, το δέντρο της πόλης του Πειραιά μαραγκιάζει σε κάθε χαμό, σε κάθε ανθρώπινη έξοδο προς το αιώνιο τίποτα αφυδατώνονται οι φλέβες του καθώς στερεύουν οι χυμοί της ευαισθησίας των κατοίκων της.
Εικών ειμί της ένδοξης ιστορίας σου γενέθλιος πόλη μας.
Η απουσία της θα σκιάζει την πόλη, θα νοτίζει με μελαγχολία τα όνειρα των δρόμων της, θα πλημμυρίζει με πόνο τα κρυφά της σοκάκια. Βροχή σιγαλή το μικρό πέρασμά της που κάρπισε ευεργετικά τα πειραϊκά άνθη.
      Η Μαργαρίτα δεν έγραψε ποτέ της τίποτα, γιατί ήταν η ίδια ένα ρομαντικό ποίημα.
        Μνήμη Πειραιώτικη, αρμυρή και πικρή σαν πικραμύγδαλο, σαν μεστωμένο σταφύλι, σαν κεράσι που στάζει αίμα.
Μνήμη Πειραιώτικη του λιμανιού, ανθρώπινη μνήμη που ταξιδεύεις πιο γρήγορα από τα όνειρα των ανθρώπων. Όνειρα πρόσκαιρης ελπίδας, αίσθηση λησμονιάς, αφή του αψηλάφητου πόνου, δάκρυ Πειραϊκό της απουσίας. Μιας απουσίας όχι δική σου Μαργαρίτα, αλλά της πόλης που αγάπησες και αγαπάμε, και εκείνη αρνείται πεισματικά να μας δεχθεί.
Ζωή και Θάνατος ο Πειραιάς μου. Εμπειρία και μνήμη, πάθος της ιστορίας του και ταυτόχρονα άρνηση του μέλλοντός του, σβήσιμο των ριζών του μέσα στα αφρισμένα κύματα των μικρών κολπίσκων του, σκιά θανάτου χαραγμένη πέρα ως πέρα στα Μακρά του Τείχη. Τα Τείχη αυτά που φυλάσσουν την ελπίδα του θανάτου μέσα στις ρωγμές τους, εκεί που κουρνιάζουν τα αγριοπερίστερα των πόθων των νέων Πειραιωτών, τα γλαρόνια της Πειραϊκής ζωής με την πιο άφοβη, σιωπηλή τόλμη, οι μαύρες γάτες της Πειραϊκής ελπίδας.
Πειραιάς σκοτεινή γυμνότητα, στολίδι στολισμένο, στεφάνι της νεκρής μοίρας του.
     Εμείς που δεν πιστέψαμε συνειδητά σε άλλη ζωή, θα ήθελα να σας ξανασυναντήσω, αγαπημένες σκιές Πειραιωτών που φύγατε νωρίς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 31 Ιουλίου 2002, σελίδα 6.

Πειραιάς, Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου 2013.                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου