Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ

ΙΩΑΝΝΑ  ΤΣΑΤΣΟΥ 1909-2000

Μια Ελληνίδα «Βυζαντινή», ποιήτρια

Βαδίζουμε σιγά προς τη λήθη
μια λήθη που δεν είναι λησμονιά,
μα ένας διάλογος χωρίς απόκριση.
                                        (σελίδα 143)

      Αυτός ο λιτός και σιγαλόφωνος στιχηρός λόγος, ο επιγραμματικά δοσμένος, χρόνια τώρα σβουρίζει μέσα στην σκέψη μου, υπενθυμίζοντάς μου πως, ο ανθρώπινος λόγος είναι διάτρητος από την σιωπή του Κόσμου γύρω μας. Μια σιγή που αργά αλλά σταθερά αγκαλιάζει τα πάντα σαν το χειμωνιάτικο χιόνι που σκεπάζει τις σκεπές των σπιτιών και των καρδιών μας.
Ακόμα και αυτόν τον στιγμιαία λαμπερό λόγο που αγωνίζεται ασθμαίνοντας από το βάρος των ανθρώπινων εμπειριών, να την περιγράψει και να την οριοθετήσει. Αφού, το αποσιωπούμενο και το λεχθέν κυοφορούνται ως παιχνίδι της Τέχνης από την «εν δυνάμει» δυνατότητα του Συμπαντικού Λόγου. Ένα αγχωτικό παιχνίδι που το ονομάζουμε διάλογο, ή ίσως ορθότερα, συνομιλία του Εγώ με το Είδωλό του.
     Η λεκτική αυτή βινιέτα υπαρξιακής υφής, όπως και πλήθος άλλες που κοσμούν ή προσδιορίζουν το σύνολο έργο, είναι διατυπωμένες από μια «Χριστιανή Βυζαντινή» σελίδα 140, που μαζί με την πίστη της, μας προσέφερε απλόχερα και τα ποιητικά της χρυσάνθεμα. Τα δικά της Άνθη Ευλαβείας.
     Η Ιωάννα Τσάτσου, που έφυγε πρόσφατα για την Άνω Ελληνική Ιερουσαλήμ, υπήρξε μια πραγματική Κυρία της εποχής μας. Αδερφή του υμνωδού των φωτοστάλαχτων ωραίων ερειπίων Γιώργου Σεφέρη, και σύντροφος του «Πλατωνικού ηγεμόνα» και στοχαστή Κωνσταντίνου Τσάτσου, έζησε μια πολυτάραχη και υπερήφανη ζωή, με αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια και έντονο αγωνιστικό φρόνημα.
Τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της Ελλάδος σημάδεψαν ανεξίτηλα τους ανθρώπους της γενιάς της και την οικογένειά της. Μια γενιά, που βίωσε αιματοστάλαχτα  την αξεπέραστη και ακατανόητη οδυνηρή οδύνη της προσφυγιάς, και αλέσθηκε χωρίς τύψεις και αιδώ, άδικα στον ιστορικό μύλο της Πολιτικής σκοπιμότητας. Μιας σκοπιμότητας, που ενώ καρπώθηκε τα κοινωνικά οφέλη αυτής της γενιάς, ή δήθεν «μητέρα» πατρίδα δεν ζήτησε ποτέ της συγγνώμη από τα σταυρωμένα προσφυγόπουλά της.
Ανέκαθεν μιλούσαμε με έπαρση για την Ελλάδα και τι της οφείλουν, όμως ποτέ μα ποτέ, δεν αναφερόμασταν στα παιδιά-κατοίκους αυτής της χώρας, και τι όφειλε αυτή σε αυτά, και τι υπέφεραν χωρίς αιτία αυτά από αυτήν.
Ενώ ονειρευόμασταν μια χώρα σαν Νεράιδα, βιώναμε την παρουσία μιας χώρας σαν κακιάς Μάγισσας.
Ένας διαρκής πλειστηριασμός της ζωής μας στο όνομα του μεγαλείου του Έθνους.
     Δραστήριος χαρακτήρας η Ιωάννα Τσάτσου, ευαίσθητη και μελαγχολική, στάθηκε στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών εξελίξεων χωρίς να αγνοεί και το δικό της δράμα. Η λατρευτική σκιά του μεγάλου αδελφού της, την βάραινε ασφυκτικά και ίσως καθοριστικά και ίσως καθόρισε και την δική της πορεία.
Παρόλες τις δυσκολίες και την  αξεπέραστη προσφυγιά ανέπτυξε πλούσια Εθνική και Κοινωνική δράση. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Αγωνίστηκε ακόμα για τα πολιτικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα των Ελληνίδων.
     Άτομο με μεγάλη παιδεία, χαμηλών τόνων, διακριτική, με ανθρωποκεντρική πάντοτε στοχοθεσία μέσα στο έργο της, και ένα αίσιμο(ο στιγματισμένος από την μοίρα) μάλλον χαρακτήρα, όπως όλοι της γενιάς της, ως εξόριστη Ιωνίδα δέσποινα, εμφανίστηκε στα γράμματά μας μόλις το 1965 με το ημερολόγιό της «Φύλλα Κατοχής». Ένα συγκλονιστικότατο κείμενο, ένα σύγχρονο λαϊκό Συναξάρι που αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής. Εμπνευσμένες καταγραφές που αναδύουν το μεγαλείο των ηρωικών ανθρώπων της εποχής εκείνης Ελλάδα, μια ιστορική Τραγωδία που προσπαθεί να επιβιώσει σαν Χώρα. Γράφει (σελίδα 147)
«Η πικρότερη πείρα είναι να μην απορής πια για την αδιανόητη σκληρότητα των ανθρώπων…».
Ξεχωρίζουν οι σελίδες για τον αδερφό της ποιητή Γιώργο Σεφέρη και το Όνειρο, «η μεγάλη Σκιά».
Θα άξιζε νομίζω μια συσχέτιση του ημερολογίου, με τα βιβλία ενδεικτικά αναφέρω των: Βιργινία Ζάννα, «Ημερολόγιο Πολέμου 1940-1944» και του Ροζέ Μιλλιέξ, «Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της Κατοχής». Και γιατί όχι και με τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821. Μόνο-μάλλον-έτσι μπορεί να αναδειχθεί το πραγματικό πρόσωπο της Ελλάδας πατρίδας και όχι από τις διάφορες Ημερολογιακές ωραιολογίες των Ξένων επισκεπτών.
Μας λείπει ένας Νικόδημος Αγιορείτης της Θύραθεν παιδείας.
Είχαν κυκλοφορήσει τα δυσεύρετα πλέον βιβλία της, «Εκτελεσθέντες επί Κατοχής» 1947, και «Επίδρασις της Εθνικότητος επί του κύρους του γάμου».
     Αργότερα η συγγραφέας μας φιλοδώρησε μια πλειάδα βιβλίων.
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Αθηναίς» Αιλία Ευδοκία Αυγούστα, ένα ωραίο έργο για την ξεχασμένη Βυζαντινή βασίλισσα, την βιαστικά χρονικογραφημένη από τους ιστορικούς της εποχής της. «Ώρες του Σινά» ταξιδιωτικές στοχαστικές εντυπώσεις. Τα δοκίμια, «ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης», το απαραίτητο αυτό βιβλίο για τον Νομπελίστα ποιητή, που φωτίζει και αποσαφηνίζει άγνωστες πτυχές της ζωής του ποιητή από τα μέσα και την ψυχική του διαδρομή. Το μικρό και τρυφερό κείμενό της, «Η ποίηση και ο Άδης, Πιέρ Εμμανουέλ και η Ελλάδα», μια προσφορά στον λησμονημένο χριστιανό ποιητή. Και αρκετές ποιητικές συλλογές, οι οποίες συμπεριληφθήκαν σε ένα συγκεντρωτικό τόμο με τον γενικό τίτλο «Ποιήματα» εκδόσεις Ίκαρος 1977. Από όπου αντλώ και είναι όλες οι ποιητικές αναφορές, καθώς και μια σειρά άλλων μικρών πονημάτων, και ανέκδοτων κειμένων και ποιημάτων, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό «Ευθύνη» που εξέδιδε ο συγγραφέας και εκδότης Κώστας Τσιρόπουλος.
     Θα άξιζε νομίζω, να γίνει μια συγκριτική εργασία για το πώς αντικατοπτρίζουν τον κόσμο και πως τον αντιμετωπίζουν οι αδερφοί συγγραφείς, όπως είναι:
Η Ιωάννα και ο Γιώργος Σεφέρης, η Ζωή Καρέλλη και ο Νίκος Πεντζίκης, η Μυρτιώτισσα και η Αύρα Θεοδωροπούλου κ.λ.π. Και ακόμα, πως κατέγραψαν την ζωή των αδερφών τους, η Ιωάννα Τσάτσου, η Λούλα Ρίτσου Αναγνωστάκη, η Έλλη Αλεξίου κ.λ.π.
    Η Ιωάννα Τσάτσου, ανήκει στις γυναικείες εκείνες παρουσίες, όπως παλαιότερα υπήρξαν η Μυρτιώτισσα, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ή η Μαρία Πολυδούρη (από πλευράς γυναικείας κοινωνικής παρουσίας μιλάω).
     Η Τσάτσου από άποψη έργου ανήκει μάλλον στις φωνές εκείνες της Χριστοκεντρικής βεβαιότητας, αλλά μεταφυσικής αμφιβολίας. Τις ποιητικές εκείνες πνοές, τις καταφάσκουσες  σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τηρούντες την διστακτικότητά τους στα ευρύτερα πνευματικά τους φτερουγίσματα και ερμηνευτικές τους αναζητήσεις. Η ηθική της αξιολόγηση, οι συναισθηματικοί της τονισμοί, οι νοηματικές της αποχρώσεις, οι μνημονικές της αντανακλάσεις, η κοχλάζουσα ευαισθησία της, η μεσόγεια ιδιοσυγκρασία της, η εικονογραφία των εμπνεύσεών της, οι αισθητικές της προτιμήσεις, και άλλα προβλήματα που αντικρίζει κανείς στο έργο της, παραπέμπουν σε μια ανοιχτή χριστιανική σκηνογραφία μέσα σε ένα ευρύτερο από πλευράς παράδοσης Ελληνότροπο κάδρο. Ταυτόχρονα συναντάμε μια αγχώδη βεβαιότητα, όχι τόσο για την ίδια της την πίστη, ούτε και τον τρόπο που αυτή εκφράζεται, όσο μάλλον για την μη ανταπόκριση των Πολιτισμικών αυτών συμβόλων και ότι αυτά εκφράζουν στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.
   Η Τσάτσου, είναι ερωτηματικά πιστή, έτσι όπως την εκφράζει ο Ισπανός Μιγκέλ ντε Ούνα Μούνο και άλλοι υπαρξιστές χριστιανοί φιλόσοφοι. Και αν θέλετε Ορθόδοξα, το γνωστό «πίστη χωρίς αμφιβολία πίστη νεκρά εστί». Ο λατρευτικός της λόγος σε όλες του τις διαβαθμίσεις ολοκληρώνεται μόνο όταν επιστρέφει σε αυτήν την ίδια, πάντοτε συνήθως σε μια νύχτια πραγματικότητα. Είναι ανταποδοτικός ως προς την επίκληση και όχι ως προς την ευχετική αλλαγή του κόσμου. Ο συναισθηματικός της κόσμος είναι αγαπητικά δεμένος με τα χριστιανικά σύμβολα, οι διανοητικές της αναφορές, η μνημονική της νοσταλγικότητα, και οι άλλες διαπιστωτικές αχλές φωνές που συναντάει κανείς στο έργο της, έλκονται από μια λυρική αλλά ελεγχόμενη αμφιβολία.
     «Η δική μου γαλήνη βρίσκεται εκεί στην ερημιά μου» σελίδα 169. Αναζητά την λυτρωτική φυγή όχι στο μονήρες δωμάτιό της με αναμμένα κεριά και κλειστά παράθυρα, αλλά εκεί που το όνειρο είναι αλλού.
«ζητάω μιαν απόκριση στο θάμα» σελίδα 196.
Ένα θαύμα που δεν θα προέλθει όμως από την ιστορική πραγματικότητα αλλά από την ουτοπική αναφορά της.
Ένας ικετήριος λόγος που φέρνει στον νου μας την Πειραιώτισσα ποιήτρια Όλγα Βότση με την θρησκεύουσα φωνή και την έντονη υπαρξιακή απελπισία. Η συνύπαρξη πάλι των ζωντανών με τους κεκοιμημένους θυμίζει τον Τάκη Σινόπουλο αλλά, και τον «ενδοστροφικότατο» και τόσο μοναχικό ποιητή Γιώργο Θέμελη. Ακόμα θυμάμαι το συγκλονιστικό εκείνο στόλισμα των νεκρών του.
Από την άλλη στην Τσάτσου, απουσιάζει σχεδόν παντελώς το φυσικό τοπίο, βλέπει την φύση μάλλον εν εσώπτρω. Την οραματίζεται και την αντικρίζει στο βαθμό που της φέρνει αλλαγή στην συναισθηματική της κατάσταση. Ο εγκόσμιος κόσμος της έχει συγκεκριμένη αναφορά, είναι η προσφυγιά και ότι αυτή συνεπάγεται. Η δια βίου εξορία. Ένας πόνος που συνεχίζεται πέρα και πάνω από τις δικές της προσδοκίες.
     Το ύφος της συνήθως είναι παρακλητικό, εκμηδενιστικό, οδηγείται στην άκρα ταπείνωση ζητώντας την λύτρωση από το ακάνθινο στεφάνι της μνήμης. Όμως η λύτρωση, δεν θα έρθει έστω και αν το πρόσωπο του ικετευτή με του εικονιζόμενου και λατρευόμενου προσώπου ταυτίζονται. Έστω και αν η ψυχή της αναζητά το μεγάλο καταφύγιο της οραματικής γραφής.
«Η γεύση της ψυχής σου με ζέστανε πάλι εμένα την ξένη» σελίδα 31.
Ξένη ακόμα και μέσα στην πίστη της, στο καταφύγιο άραγε ή στο ναυάγιό της.
Ο Θεός της Ιστορίας παραμένει αινιγματικά σιωπηλός, ανάλγητα αδιάφορος στις καθημερινές μας αγωνίες, πέρα από τον τάφο και την ζωή, πέρα ακόμα και από την ίδια ιστορική υποψία μας.
     Η ποίησή της ανακαλεί στην μνήμη μας το «βαρύ κρυαδερό κλίμα»όπως γράφει ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, την ποιήτρια Μελισσάνθη. Και μάλλον η Μελισσάνθη συμφιλιώνεται με αυτήν την συμπαντική καταστροφή, ενώ η Τσάτσου, καταφεύγει σε μια χαρμολυπική αμφιβολία και συνεχή ικεσία, έχουν όμως, την ίδια διαισθητική παρατηρητικότητα και τον ίδιο βαθμό υπαρξιακής αγωνίας. Διαφέρουν μόνο στον συμβολισμό. Η θερμοκρασία της Τσάτσου συγγενεύει μάλλον με εκείνη του ποιητή Τάκη Παπατσώνη. Και οι δύο ιχνηλατούν τα μονοπάτια της ψυχής με αγωνία.
Η ποίηση της Τσάτσου είναι εμπλουτισμένη όχι τυχαία με αρχαίες ρήσεις ποιητών και αρχαίων τραγικών: Όμηρος, Σαπφώ, Σοφοκλής, Αισχύλος, που είτε μπολιάζουν το έργο είτε προαναγγέλλουν τον νοηματικό του πυρήνα. Ερανίζεται ακόμα και κομμάτια από τον απόστολο Παύλο, το σκοτεινό βιβλίο της Αποκάλυψης, τον Συμεών τον Μυστικό. Ο μεσαιωνικός Ιταλός ποιητής Δάντης, εκτός από την προτροπή, της υπενθυμίζει και την αίσθηση του παραδείσου, και οι Δαυιδικοί ψαλμοί την κλαίουσα υπόμνησή του.
     Στην σύνολη ποιητική της παρουσία η αρχαιότητα με την βυζαντινή Ελλάδα ενώνονται άρρηκτα, κάτω από έναν μουσικό φωτισμό όπως θα έλεγε και ένας ξεχασμένος Θεσσαλονικιός δοκιμιογράφος ο Πέτρος Σπανδωνίδης.
      Η γλώσσα της είναι καθημερινή, χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς ή αγκομαχούσες εκφράσεις. Αρκετές φορές διστάζει να ονοματίσει τα πράγματα και καταφεύγει σε μια αφηρημένη σκοτεινότητα για να «κατορθώσει» την εγκοσμίωση των οραμάτων της
Ο κόσμος στέκει για την ποιήτρια σαν αναγκαίο κακό, σαν αμαρτία, κάτι που μας παραπέμπει στον λόγο της Ζωής Καρέλλη. Το κορμί δεν έχει φωνή, το σώμα το μόνο που δικαιούται είναι η σταυρική υπομονή. Η μνήμη είναι αδίσταχτη.
Λέξεις κλειδιά που επαναλαμβάνονται είναι ο θάνατος, η λησμονιά, ο χρόνος, ο χωρισμός, η λήθη…
    Η ποίησή της έχει πολλές και ωραίες εικόνες. Η επίκληση των οφθαλμών είναι συνεχής, η μνήμη βλέπει, σαν κριτής, ποτέ ίσως σαν παρηγορητής.
Οι τελευταίες της συλλογές έχουν εμπλουτιστεί με μια θεματολογία που αγγίζει την ιστορική και επικαιρική εποχή της.
Ο λόγος της γίνεται πιο κοινωνικός και κάπως πεζολογικός.
Έτσι συναντάμε ποιήματα για το «Πολυτεχνείο» σελίδα 137, για την «Κύπρο» σελίδα 135, την «Κωνσταντινούπολη» σελίδα 72. κ.λ.π.
Την ενδιαφέρουν τα κοινωνικά γεγονότα μετά την Δικτατορία. Καταγράφει ακόμα ποιητικά, τις ταξιδιωτικές της εντυπώσεις.
     Η Ιωάννα Τσάτσου, ίσως έζησε κάπως αδικημένα κάτω από την βαριά σκιά του Γιώργου Σεφέρη και γιαυτό άργησε να δημοσιεύσει, όμως η τρικυμισμένη ευαισθησία της την ώθησε στην μόνη διέξοδο,
«μόνο στο χαρτί μπορώ να μιλήσω» σελίδα 177.
Υπήρξε μια αγαλήνευτη ξένη.
«Στον τόπο που γεννήθηκα ξένη,
στο σπίτι του πατέρα μου,
στο σπίτι πούχτισα ξένη,
πατρίδα που είσαι;
και εσύ του ήλιου η ζεστασιά».

    Ίσως τώρα χουχουλιάζει με τις αναμνήσεις της σε μια νέα εξορία.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Ο Δημότης», Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2000, σελίδα 2.

Πειραιάς, Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2013.                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου