Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ν. Καββαδίας-30 χρόνια μετά

ΝΙΚΟΣ  ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ-30 χρόνια από τον θάνατό του
       (Ένας λαϊκός κοσμοπολίτης)

      Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στην Μαντζουρία από γονείς Κεφαλλονίτες. Μεγάλωσε όμως στον Πειραιά και σταδιοδρόμησε ως ασυρματιστής.
     Με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας πρωτοπαρουσιάζεται με ποιήματά του από το περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» μαθητής του Γυμνασίου ακόμα. Τα ποιήματα αυτά, συνολικά επτά, δεν ενσωματώθηκαν στις μετέπειτα συλλογές του. Αναδημοσιεύονται όμως από το βιβλίο-πλοηγό του έργου του, του συγγραφέα Κυριάκου Ντελόπουλου σχολιασμένα («Βιβλιογραφία 1908-1982» Ν. Καββαδία εκδόσεις ΕΛΙΑ 1983).
Το 1932 δημοσιεύει σε συνέχειες στο «Πειραϊκόν Βήμα»την «Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο».
Είναι η εποχή που ο ελληνικός συμβολισμός με αρχηγέτες του κοσμοπολίτικου συμβολισμού τον ποιητή Κώστα Ουράνη και τον μυθιστοριογράφο Άγγελο Δόξα και άλλους, ετοιμάζεται να παραδώσει τα σκήπτρα τα ποιητικά στον μοντερνισμό και την νέα ποιητική φόρμα. Μια καινούργια ομάδα νέων δημιουργών παρουσιάζεται επίσης και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη το 1928, η λεγομένη Καρυωτακική ακολουθία, η οποία μέχρι το 1935 αλλά και αργότερα θα αρδεύσει με αξιόλογους καρπούς τον ποιητικό λειμώνα. Επίσης, το 1931 ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης εκδίδει την «Στροφή».
     Το 1933 ο Πειραιώτης πλέον Νίκος Καββαδίας θα κυκλοφορήσει μια μικρή αλλά σημαντική ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού» από τις εκδόσεις του περιοδικού «Κύκλος» σε 245 αντίτυπα με ένα «χλιαρό» προλογικό σημείωμα του ομοτέχνου του ποιητή επίσης Πειραιώτη Καίσαρα Εμμανουήλ.
Μετά από δέκα τέσσερα χρόνια το 1947 εκδίδει την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πούσι» από τις εκδόσεις του Νότη Καραβία, με ενδιαφέρουσες ξυλογραφίες.
Και οι δύο συλλογές του θα γνωρίσουν αλλεπάλληλες εκδόσεις μέχρι τις ημέρες μας. Το 1954 εκδίδει το μυθιστόρημά του «Βάρδια» και μετά τον θάνατό του, το 1975, εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο» και αργότερα, διάφορα μικρά πεζά του, από τις εκδόσεις «Άγρα». Πρέπει να επισημάνουμε και το «Ανθολόγιο Νίκος Καββαδίας», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ερμής» (1995) με εισαγωγή και επιλογή ποιημάτων του από τον ποιητή και εκδότη Δημήτρη Καλοκύρη.
     Ο Νίκος Καββαδίας και η ποίησή του αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση στα ποιητικά μας πράγματα. Δεν ναυτολογήθηκε με άνεση από την στεριανή ποιητική «νομενκλατούρα» της γενιάς του. Οι κατά καιρούς μελετητές αντιμετώπισαν το έργο του με επιφύλαξη και εκείνον, σαν μια ιδιάζουσα παρουσία θαλασσινού. Η τύχη του συγγενεύει με εκείνη του ποιητή Δημήτρη Αντωνίου, αν και στον Νίκο Καββαδία απονεμήθηκε διακριτικά ο τίτλος του «καταραμένου ποιητή» που μάλλον ήταν σαν να τον ξεμπάρκαραν πρόωρα από το καράβι της ποίησης, έστω και τιμητικά. Το αναγνωστικό όμως κοινό-που δεν λάτρευε κατ’ ανάγκη την Ποίηση-αγάπησε το έργο του και με πάθος το τραγούδησε,-ιδιαίτερα οι νέοι- όταν οι διάφοροι κατά καιρούς μουσικοσυνθέτες το μελοποίησαν. Και οι νέοι και οι νέες αντίκρισαν στην ποίησή του τη χαμένη «αμαρτωλή» ονειρική τους διάθεση, τη σωματική τους επαναστατικότητα και τον κοινωνικό αντικομφορμισμό τους. Ο Πειραιώτης ποιητής Νίκος Καββαδίας, αν δεν λαθεύω, είναι για τους νέους «ροκάδες» και όχι μόνο, οτιδήποτε για το αγγλοσαξονικό νεανικό κοινό ο ποιητής Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
     Ο Νίκος Καββαδίας σαν θαλασσινό γλαροπούλι φανερώνεται σε μια ιστορική στιγμή που η Ελλάδα βάλτωνε ανάμεσα στα στρατιωτικά κινήματα, τις εθνικές καταστροφές και την αποχαυνωτική μυθοποιητική ακηδία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σε εποχές που ο φαταλιστικός μαρασμός επικρατούσε όχι μόνο σαν ιδεολογία αλλά, και σαν λογοτεχνική θεματογραφία και ατμόσφαιρα. Το πνεύμα της παρακμής και του άκριτου μηδενισμού, αυτή η άμυθη χαρτογράφηση της ιστορίας που πρυτάνευε την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν τόσο ισχυρό και είχε διαβρώσει όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις, σε σημείο που, ίσως να μην είναι άστοχο αν γράφαμε, ότι είχε γίνει κοινωνική μόδα.
Ο Κώστας Καρυωτάκης και το έργο του είχαν μπολιάσει κάθε ανήσυχη και ευαίσθητη συνείδηση. Το Παλαμικό μεγαλόπνοο μεγαλείο φάνταζε ανίσχυρο. Και το Καβαφικό έργο περίμενε υπομονετικά να κοπάσει ο κουρνιαχτός από την Καρυωτακική αυτοκτονία που είχε κλονίσει συνειδήσεις και υπαρξιακά «πιστεύω» αρκετών δεκαετιών, για να χουχουλιάσει στις νέες καρδιές και να δώσει στην ποίηση τη σωματική της ετερότητα και ερωτική αυτοδιάθεση.
     Η ανεστιότητα και η υπαρξιακή μελαγχολία ήταν ο καθρέπτης της εποχής. Οι κλυδωνιζόμενες συνειδήσεις αναζητούσαν διέξοδο στην κάθε είδους φυγή. Κάθε μπάρκο ψυχής ήταν θεμιτό. Ο εσωτερικός και εξωτερικός αναχωρητισμός ήταν προϋπόθεση κάθε γνήσιου και αυθεντικού καλλιτέχνη.
      Ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Νίκος Καββαδίας, δεν είναι το «ουράνιο τόξο» της ποιητικής φωνής του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη ή αν θέλετε των Ελλήνων Υπερρεαλιστών. Το έργο του δεν είναι το μυθοποιητικό πλαίσιο καθάρσεως του κοινωνικού γίγνεσθαι, του πολιτικού μοντέλου διακυβέρνησης μας, ή του καλλιτεχνικού μας κριτηρίου. Ο Καββαδίας, δεν είναι ο ανατροπέας της παράδοσης (δες την περίπτωση του ποιητή Νικόλαου Κάλλας) αλλά μάλλον ο «ασύνειδος»  ανακαινιστής της. Με τον ουσιαστικό αν και πλάγιο λόγο του, με την γλωσσική εικαστική του απτότητα, τη θλιμμένη και ίσως, ίσως ενοχική του συνείδηση, την προσανατολισμένη «επαγγελματικά» θεματογραφία του, το αυτάρκες λαϊκότροπο ύφος του, τον υπόγειο όλο μελαγχολικές ρωγμές σαρκασμό του, τον γεμάτο απόγνωση για τις καθημερινές περιπέτειες του ανθρώπινου βίου, τις απλές εικονογραφήσεις των εφήμερων περιπετειών, και με έναν «ιερό» σεβασμό προς την κάθε είδους ανθρώπινη εμπειρία, αφηγείται γεγονότα, καταγράφει καταστάσεις, εικονογραφεί στιγμιότυπα, μας παρουσιάζει προσωπικές του στιγμές, ανθρώπινες φυλές, ξένες οσμές και ατμόσφαιρες, διάφορα άγνωστά μας λιμάνια, μέρη εξωτικά που εξάπτουν την φαντασία μας, χρώματα και μυρωδιές ανθρώπων ανεπανάληπτες.
     Ενώ η Ζωή τον τραβούσε προς τα περιπετειώδη ταξίδια, η Τέχνη τον κρατούσε δέσμιο στον κρυστάλλινο πολλές φορές πύργο της. Χρησιμοποιεί άλλοτε την απευθείας αφήγηση και άλλοτε την εν είδη επιστολών ποιητική γραφή. Η γλώσσα του δανείζεται πάμπολλα στοιχεία από την αυτοβιογραφική του κατάθεση για να συγκροτήσει το ποιητικό του σύμπαν.
Η ναυτική ορολογία και οι εκατοντάδες ιδιωματισμοί των ναυτικών, εμπλουτίζουν το ποιητικό σώμα και το προσδιορίζουν ατμοσφαιρικά. Ο Καββαδίας δεν πειραματίζεται εύκολα, δεν αναζητεί νέες φόρμες για να εκφράσει την ποιητική του μαρτυρία, η γεμάτη ένταση και σφιχτή φωνή του ακολουθεί με προσοχή την εκφραστική παράδοση της εποχής του, δίνοντάς της όμως το δικό του ερμηνευτικό περιεχόμενο, καθώς το βλέμμα του στέκεται όχι στα μεγάλα και τρανά συμβάντα, αλλά, στα μικρά, τα του προσωπικού βίου τα ασήμαντα για τους πολλούς, τις ατομικές λεπτομέρειες της καθημερινής μας ζωής, αυτά που σπονδυλώνουν την ύπαρξή μας, τις θεσπέσιες «αμαρτωλές» επιλογές, που καθιστούν πιο υποφερτό τον βαρύ και δύσκολο βίο μας. Τις σωματικές μας επιλογές και τους καταχρηστικούς κινδύνους της ανέμελης νιότης που ομορφαίνουν εποικοδομητικά τον κατοπινό βίο μας. Που τον προάγουν εμπειρικά επί τα βελτίω.
   Ο Νίκος Καββαδίας όπως και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, νομιμοποιεί με το ταλέντο του, τον πλάνητα βίο μας, την όποια ερωτική αυτοδιάθεσή μας, τις απελπισμένες του βίου επιλογές μας, την απωθημένη ευαισθησία μας, πέρα και έξω από τα διάφορα επίσημα φιλολογικά σαλόνια, μακριά από ποιητές χαρτογιακάδες, αρνούμενος την ψεύτικη αστική ηθική, την ηθική των λουστραρισμένων και σαλονάτων δημιουργών.
Νοτισμένος από την θαλασσινή «αμαρτία», εξάγνισε τα ποιητικά του συμβάντα έχοντας την αίσθηση ενός ατομικού χρέους. Χωρίς πόζα, δίχως φιλολογούσες ηθικές κορώνες, γοητευτικός, αθώος και σαρκαστικός μέσα στην τρικυμία της ζωής του.
     Οι ομοιοκαταληξίες του και οι ομοιοτονίες του, οι μικροί ποιητικοί του όγκοι, το πλούσιο ψυχικό του φορτίο, η εξωτική του εικονογραφία, προσφέρουν στην στιχουργία του, μια απρόσμενη και αποκαλυπτική διάσταση, που συνήθως είναι το δικό του ατομικό σχόλιο όχι μόνο στις κατοπινές περιγραφές της μνήμης αλλά και το ίδιο το ποιητικό γεγονός της κατάθεσής του.
    Είναι η προσωπική του ματιά πάνω στην αποτυπωμένη ποιητική δημιουργία καθαυτή. Ο λόγος του απομακρύνεται από την νωθρή ματιά του νατουραλιστή, δεν αγκυλώνεται στην τυφλή απαισιοδοξία των συμβάντων της ζωής, αλλά προτείνει έναν καθημερινό ηρωισμό του απλού, λαϊκού καθημερινού ανθρώπου και ιδιαίτερα του ναυτικού. Η πλούσια σε ορολογία και πολύχρωμη γλώσσα του, ξεφεύγει επίσης από τον κοινωνικό ρεαλισμό, μια και δεν παγιδεύει τον αναγνώστη σε μια μηχανιστική αντίληψη των ανθρωπίνων καταστάσεων και εικόνων, και μια παραπλανητική ματιά του εξωτερικού χώρου.
     Το ανθρώπινο της ζωής ταξίδι, όσο μίζερο, σκοτεινό και αδιέξοδο και αν είναι δεν παύει να είναι σαγηνευτικό, καθώς η πολυμήχανη φαντασία του ανθρώπου ελπιδοφόρα μετατρέπει τον καθημερινό μας θάνατο σε στοχαστική ενατένιση, σε ποιητική δημιουργία.
    Ο Καββαδίας ενδιαφέρεται σε ύψιστο σημείο για τον καθημερινό άνθρωπο τις εμπειρίες του και τις καταστάσεις που βιώνει. Το ανθρώπινο πρόσωπο σε όλες του τις εκδοχές κατατυραννεί την αυτοβιογραφική του γραφή. Δεν περιφρονεί την ζωή και τους εξευτελισμούς της τουναντίον, την ποθεί ακόμα περισσότερο, χωρίς αιδώ, χωρίς αναστολές, χωρίς αστικούς ηθικούς ενδοιασμούς, χωρίς μεταφυσικές απαγορεύσεις, και καθώς την εικονογραφεί και την υμνεί ταυτοχρόνως την υπερβαίνει. Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας σαν θαλασσινό γλαροπούλι συλλέγει τα λείψανα των περιπετειών του, τις σωματικές του αισθήσεις, τις περιγραφές της μνήμης του με μια αθώα ασωτία. Επιλέγει το υλικό με το οποίο θα «καλαφατίσει» το ποιητικό του σκαρί και με αυτό πορεύεται σε εξωτικές περιπέτειες. Ο ποιητής που γεννήθηκε στην Μαντζουρία αλλά πολιτογραφήθηκε Πειραιώτης, δεν είναι ο αδιάφορος ταξιδιώτης ερημικών τοπίων, ούτε ο προσκυνητής αρχαίων ένδοξων χαλασμάτων ή χαμένων παραδείσων. Αλλά ένας πλάνης κοσμοπολίτης που απολαμβάνει την ζωή με όλες της τις ενοχικές ευαισθησίες. Το ασήμαντο γίνεται ουσιαστικό και το λανθάνον καίριο μέσα στην γλωσσική του αφθονία. Η ποίησή του συγγενεύει όχι μόνο με τον Μαλαρμεϊκό συμβολισμό σε ορισμένα της σημεία, αλλά και τροφοδοτείται από τη διαλυτική ατμόσφαιρα του Μπωντλαιρικού πεσιμισμού.
Αντίθετα ίσως από τον Κώστα Καρυωτάκη, ο Καββαδίας αναπνέει, φουρμάζει ποιητικά, χαριεντίζεται με της ζωής τα αδιέξοδα παιχνίδια αλλά και όμορφες στιγμές. Η ποιητική του ουσία είναι ανοιχτή σε υπαρξιακά ανοίγματα, σε καινούργιες εμπειρίες σε νέα της ζωής ταξίδια.
      Τόσο στις τρεις ποιητικές του συλλογές όσο και στα πεζά του, η φραστική του τολμηρότητα τον βοηθά να σπάσει τα δεσμά του ταρτουφικού καθωσπρεπισμού και να καταφύγει σε μια υφολογική περιγραφική χαλαρότητα. Τα έξοχα λυρικά του γλωσσικά ανοίγματα, η ελλειπτική γραφή του ιδιαίτερα στην Τρίτη του συλλογή, και ο τρόπος της χρονικής νοηματικής διάρθρωσης των θεμάτων του, καθιστούν τον ποιητικό του λόγο ισάξιο ή τουλάχιστον ισόμοιρο με εκείνον των Ευρωπαίων «καταραμένων» ποιητών. Η γλώσσα του δεν απεκδύεται την ανθρώπινη ζεστασιά ακόμα και όταν κρυσταλλώνει τις πιο παράξενες λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής. Απογυμνωμένος από μεταφυσικά οράματα, μαραγκιασμένος από την μοναξιά της περιπέτειας χωρίς παραμορφωτικούς φακούς ποιητικής λογιοσύνης, αποκαλύπτει την Ζωή, σε όλο της το θνητό μεγαλείο. Η αφηγηματική του οξύτητα συμπλέει με την όχι και τόσο διακριτική μνημονική αποδελτίωση.
     Ο Νίκος Καββαδίας στέκεται αυτάρκης μέσα στο έργο του, όσο είναι και αυτάρκης με τον εαυτό του καθώς αντικρίζει την ζωή του, και καθώς η μνήμη του ανασκαλεύει περασμένες ηδονικές στιγμές, χάνεται δημιουργικά και ελπιδοφόρα μέσα στην ίδια την ουσία της ζωής, που είναι η ανθρώπινη περιπέτεια. Το διαρκές γεμάτο ηδονικά Καβαφικό ταξίδι.
Μιας Ζωής που δεν εξαντλείται στις αντίξοες καταστάσεις και τα πολύχρωμα γεγονότα με τα οποία αυτοεπιβεβαιώνεται αλλά τα ξεπερνά με την ανεπανάληπτη μοναδικότητα του καθενός μας.
     Η ποίηση του Νίκου Καββαδία είναι μάλλον αντιηρωική ακριβώς επειδή η ίδια η ζωή του υπήρξε ηρωική, όπως αξίζει να γίνει και του καθενός μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Πειραϊκά Γράμματα», τεύχος 3/1,3, 2005, σελίδες 115-118, δεύτερη περίοδο.
 Πειραιάς, Σάββατο, 9 Νοεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, έφηβος μέσα στην τρέλα της νιότης, της τέχνης, αλλά και της μουσικής ντίσκο, (λέγεμαι Ντόνα Σάμμερ)-αλλά, και της Λίτσας Διαμάντη(Τέρμα τα παράπονα τέρμα και οι καημοί, το σουξεδάκι της εποχής) - όταν ό έρωτας άνθιζε και σε πλημμύριζε από ηδονική αγωνία και κάψα μελλοντικού πόθου, ένα απόγευμα μετά από μια ευαίσθητη και τρυφερή εμπειρία που ακόμα τα χείλη και οι πόροι του σώματος ενθυμούνται, (Υπάρχω και όσο υπάρχεις θα υπάρχω τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης) κατέβαινα την οδό Ιπποκράτους στο κέντρο της Αθήνας, εκεί, στάθηκα στην διασταύρωση με την οδό Πανεπιστημίου, βρίσκονταν τότε, το βιβλιοπωλείο του Νότη Καραβία, του εκδότη και βιβλιοπώλη.
Μπήκα μέσα για να αγοράσω μια ποιητική συλλογή του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ανάμεσα στα άλλα άτομα, βλέπω και ένα μικρό κοντό, μεγάλης ηλικίας ανθρωπάκι που δεν σου γέμιζε το μάτι, ήταν τόσο κοντούλικο που εξαιτίας αυτού ήταν τόσο χαριτωμένο. Ένα νοστιμούλικο παιδί που ήταν τότε υπάλληλος μου λέει: «Θέλεις να σε συστήσω με τον Μαραμπού, αφού είσαι και από τον Πειραιά θα χαρεί». Εγώ ξαφνιάστηκα, γιατί παρότι γνώριζα την ποίηση του Νίκου Καββαδία δεν τον είχα δει ποτέ μου από κοντά και ούτε είχα φανταστεί ότι θα τον γνώριζα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα από κοντά τον Μαραμπού, δεν θυμάμαι τι είπαμε, ή μάλλον τι από σεβασμό και δέος εγώ τον ρώτησα. Αλλά έχει μείνει στην μνήμη μου ότι χάρηκε, και με ευχαρίστησε όταν του ανέφερα ότι είμαι από τον Πειραιά και γνώριζα τα ποιήματά του, εκείνος με ρώτησε για το Πασαλιμάνι και την περιοχή των Καμινίων, τότε δεν καταλάβαινα, αργότερα συνειδητοποίησα ότι οι ήρωες της «Βάρδιας» είναι από αυτήν την περιοχή του Πειραιά.
Την δεύτερη και τελευταία φορά που ξαναείδα τον Μαραμπού, ήταν στην κηδεία του ποιητή Κώστα Βάρναλη, όταν μαζί με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή ήμασταν στο Α νεκροταφείο. Εγώ είχα πάει στο παρεκκλήσι που ήταν η σωρός του ποιητή και αφού την προσκύνησα ανέβηκα με την πομπή για το κοιμητήριο. Εκεί συνάντησα τον Ταχτσή. Μετά την εξόδιο ακολουθία, ο κυρός πλέον συγγραφέας του Τρίτου Στεφανιού, συναντούσε διαφόρους γνωστούς καλλιτέχνες, και σε μια στιγμή μου λέει: «πάμε να χαιρετίσουμε και τον Καββαδία», φυσικά δεν του είπα ότι τον είχα γνωρίσει, μια και ήθελα να τον ξαναδώ. Ήταν με δύο κυρίες μεγάλης ηλικίας, ίσως ήταν οι αδερφές του, δεν θυμάμαι. Όταν τον χαιρέτησε ο Ταχτσής και πήγε να με συστήσει, ο Μαραμπού λέει: «τον Γιωργάκη , μα τον ξέρω αυτόν τον φιλομαθή νέο από τον Πειραιά». Με χαιρέτησε εγκάρδια και κάτι είπαμε για τον Κώστα Βάρναλη.
Κατόπιν εγώ με τον Ταχτσή φύγαμε. Μέσα στο μικρό αμάξι του που πηγαίναμε στο σπίτι του στο Λυκαβηττό μου λέει εκείνος: «Μωρή κουλτουριάρα σκρόφα και αυτόν τον γνωρίζεις;», εγώ του εξήγησα, που τον είχα συναντήσει και πως.
Άλλες εποχές, άλλες ηλικίες, άλλα πρόσωπα, άλλες βιωματικές παραστάσεις. Η μνήμη μένει πλέον για να φωτογραφήσει παλαιά στιγμιότυπα ενός άλλου καιρού που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Τυχεροί όσοι έζησαν έστω και για λίγο αυτήν την οργιώδη ατμόσφαιρα των μέσων της δεκαετίας του 1970, μετά την Δικτατορία, σε αυτόν τον ξέφρενο ρυθμό της αλλαγής, των ερωτικών επιθυμιών, της αχαλίνωτης επιθυμίας να μάθουμε όσα μπορούσαμε πιο πολλά, να παρακολουθήσουμε θεατρικές παραστάσεις, να δούμε τους νέους κινηματογραφικούς δρόμους, τότε που τα στάδια γέμιζαν με την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το Ηρώδειο με τις παραστάσεις του Καρόλου Κουν, η Επίδαυρος με τους νέους σκηνοθέτες σε πρωτοποριακά ανεβάσματα αρχαίων τραγωδιών, τότε που η Περιηγητική Λέσχη μας είχε μόνιμους πελάτες, το ίδιο και οι κινηματογράφοι «Στούντιο», «Αλκυονίδα», «Ίλιον» στην Αθήνα, και το «Βοξ» στα Εξάρχεια. Τότε που η γκαλερί «Νέες Μορφές», το καλλιτεχνικό κέντρο «Ωρα», η «Εθνική Πινακοθήκη» και η σχολή Βακαλό και άλλες αίθουσες Τέχνης, μας μάθαιναν τι σημαίνει Ελληνική και Ξένη ζωγραφική. Τότε που ο μελωδός των ονείρων μας ο Μάνος Χατζιδάκις μέσα από το Τρίτο Πρόγραμμα μας δίδασκε τι σημαίνει αντρισμός και τη πολιτική σκέψη. Τότε που η Λιλιπούπολη καθήλωνε όλους μας στο Τρίτο για να ακούσουμε τον Δήμαρχο Χαρχούδα, και την μικρή πινέζα.   
       Αλλά, και γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, όπως είπε και κάποιος Κρης πολιτικός, και τα δεκάδες μπαράκια οι «Μούσες», το «Μύκονος», το «Βαγγέλης μπαρ», το «Αλεξάντερ» στην Αθήνα, το «Κάπτεν Μόργκαν», τα «Ταβάνια», το «γιου εν μι», η «Μονρόε» στον Πειραιά, κοντά στις διάφορες ντίσκο της εποχής που άρμεγαν την ικμάδα των νιάτων μας, εκεί που οι πόθοι των ονείρων μας συναντούσαν την κόκκινη Σελάνα πάνω στο βράχο της Πνύκας, σιμά στα Μακρά Τείχη των ένδοξων ιστορικών στιγμών, καθώς αγόρευε το κορμί αναζητώντας νέες απαγορευμένες εμπειρίες, αναζητούσε ψηλαφιστά τις νοτισμένες από την Πειραϊκή θάλασσα επιθυμίες, όταν οι άνθρωποι δεν ήσαν ακόμα αδιάφοροι, ήσαν πιο ζεστοί, ποιο δεκτικοί, πιο φευγάτοι σε νέες πρωτόγνωρες καταστάσεις και λάβρες αναζητήσεις, και τα λάθη γίνονταν πάθη που μας ενέπνεαν.
Και για τα άτομα της εποχής εκείνης το

     «Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου»

Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
Κι εγώ κοιτάζοντας τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.                                                      
Μα δεν λυπάμαι μια στάλαν-Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάννα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιό της περιμένει.
Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
Θεέ μου! είμαι μονάχα δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
Συχώρεσέ με…Κάποτες οπού ‘χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευσε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.
Συχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρήν δουλειά της.
Κι ακόμα, Κύριε…. ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
Κύριε…  ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει…

από τη συλλογή «Μαραμπού», σελίδα 14-15, εκδόσεις Άγρα 1996    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου