Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ-ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ο  Ποιητής και η Ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη


     Τον 4ο αιώνα σε μια μικρή πολίχνη της Αφρικής-τη Νουμιδία-ακούστηκε η παρακλητική φωνή ενός ανθρώπου ήταν η «πρώτη φορά» στην ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, που η ομιχλώδη ζωή και το προσωπικό δράμα ενός ευαίσθητου ατόμου καταγράφονταν με τρόπο άμεσο,ειλικρινή και συγκλονιστικό, ο άγιος από την Αφρική,(ο ιερός Αυγουστίνος) με αφοπλιστική ειλικρίνεια περιγράφει τον στρόβιλο των σαρκικών και άλλων ηδονών και των αισθησιακών απολαύσεων στον οποίο είχε όπως ο ίδιος γράφει παρασυρθεί.Στο βιβλίο του Εξομολογήσεις,
αναλύει με ευλάβεια τις παρεκτροπές της πρώτης του νιότης και μας ξεναγεί στον λαβύρινθο του εσωτερικού του κόσμου.
Η Ιστορία, από τον ιερό Αυγουστίνο και μετά, δεν θα ασχολείται μόνο με τα μεγάλα «ιστορικά» γεγονότα, αλλά θα εμβαθύνει και θα εξετάζει και τα άλλα τα περιστατικά εκείνα, που έχουν σχέση με το βαθύτερο ψυχισμό του ατόμου-πολίτη που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τόσο την δική του συμπεριφορά στην εξέλιξη της ζωής του, όσο και την σχέση του με την κοινωνία γενικότερα και τους συνανθρώπους του.
      Από την πρωτεύουσα των ηδονών την Αλεξάνδρεια, θα ακουστεί 15 αιώνες αργότερα η φωνή ενός άλλου αγίου, ο ερωτικός, εξομολογητικός λόγος του Αλεξανδρινού ποιητή.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας κατεξοχήν ερωτικός ποιητής. Με τον ποιητικό του λόγο, περιγράφει τις ερωτικές διακυμάνσεις της ζωής του και τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις και τα διάφορα ερωτικά του φετίχ.
    Έτσι, από την μία έχουμε έναν Άγιο της Θρησκείας και από την άλλη έναν Άγιο της Ποίησης, δύο δρόμοι που μοιάζουν διαφορετικοί μεταξύ τους όμως αν τους παρατηρήσουμε καλύτερα θα διαπιστώσουμε ότι έχουν και οι δύο το ίδιο σημείο αναφοράς την θυσία, και οι δύο τραυματισμένοι από την ζωή δημιουργοί προσφέρουν την ύπαρξή τους στο βωμό της θεότητά τους, την ποίηση. Ο ένας προσφέρει την ψυχή του ο άλλος το σώμα του, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Ο καθένας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο προσπαθεί ακροβατώντας πάνω στις ράγες της ποιητικής δημιουργίας να απαλλαγεί από σκοτεινές επιθυμίες και να ελευθερωθεί από ανεξέλεγκτους ερωτικούς πόθους και επιθυμίες. Μέσα από τον εξομολογητικό τους λόγο δεν προσπαθούν να δικαιώσουν την ύπαρξή τους(αφού ο ιστορικός χρόνος τους έχει δικαιώσει στις μνήμες των μεταγενεστέρων) αλλά να ανακαλύψουν νέες μορφές έκφρασης και τεχνικής για να διοχετεύσουν τους ερωτικούς τους κραδασμούς. Ο ένας καταφεύγει στην πίστη ο άλλος στην ανάμνηση-τέχνη. Ώριμοι πια, σε μια ηλικία που η ανακύκλωση του ερωτικού πάθους θα έσπαγε τις λεπτές ισορροπίες της ψυχικής τους αρμονίας, εξοβελίζουν τις ερωτικές σειρήνες που τους περικυκλώνουν μέσα από την καταγραφή των προσωπικών τους όμορων βιωμάτων.
      Την ποίηση του Αλεξανδρινού (Κωνσταντίνου Καβάφη), θα την παρομοιάζαμε σαν μια μεγάλη αγιογραφία του θόλου ενός Ναού, του Ναού της ίδιας του της ζωής που μέσα από τις ποικίλες εικονογραφίες, και τους πολύχρωμους βιωματικούς τόνους απεικόνισης αναλύει το πέρασμά του από την Παγανιστική Διονυσιακή Βακχεία-της Ελληνιστικής περιόδου-στην ασκητική, αυστηρή και μεταφυσική αλλά και δογματική και απαγορευτική εποχή του Χριστιανισμού, από όπου το άτομο, θα ελευθερωθεί ξανά μέσα από την ερωτική του έκφραση και θα αποκτήσει την προσωπική του σωματική ελευθερία σπάζοντας τους ιστορικούς δεσμούς καταπίεσης που του επισώρευσε η Χριστιανική θρησκεία-Μυθολογία.
      Το βάθρο της δημιουργίας του είναι η ερωτική του ιδιαιτερότητα είναι η σεξουαλική του ιδιομορφία που ωθεί την τέχνη του στο μεγαλείο και την αιώνια δόξα. 
Η ερωτική του δραστηριότητα καταγράφεται με τόση ευλάβεια και αποκαλυπτική ειλικρίνεια ώστε να μην μπορείς να αποφύγεις τη θέση του αναγνώστη-εξομολόγου. Με μεγάλη τιμιότητα και ευθύτητα αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια μας τον ψυχικό του κόσμο, τις επιθυμίες και τις αναστολές του, και δίνοντας στις ποιητικές του καταστάσεις έναν στωικό εξομολογητικό τόνο, καθιστούν το προσωπικό του δράμα παγκόσμιο.
      Τον ερωτικό ποιητικό δρόμο που άνοιξε στον Ελληνικό χώρο ο Κωνσταντίνος Καβάφης, τον ακολούθησαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές ένας από τους πιο γνήσιους εκφραστές της Καβαφικής ποίησης που άλλοτε η εκφραστική του φόρμα ταυτίζεται και άλλοτε διαφοροποιείται από εκείνη του Αλεξανδρινού είναι και ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης.
     Ο Ανδρέας Αγγελάκης γεννήθηκε στον Πειραιά στις αρχές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου(1940). Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τα γράμματα. Φύση ευαίσθητη και τραγική χωρίς να της λείπει και η κυνική πλευρά του ανθρώπου, εκτός από την ποίηση που ήταν το κύριο μέλημά του, εργάσθηκε σαν εκπαιδευτικός στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση μετέφρασε αρκετούς-κυρίως αγγλόφωνους-ποιητές, ασχολήθηκε με την συγγραφή θεατρικών έργων και παιδικών καθώς και διηγημάτων. Το 1962 σε ηλικία 22 ετών, χρονιά που ο Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Θέμελης παίρνει το πρώτο Κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Φωτοσκιάσεις» και ο Γιάννης Χατζίνης εκείνο της μελέτης-δοκιμίου για το έργο του «Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη», ο Ανδρέας Αγγελάκης εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ομιλίες του Θεού και της Θάλασσας». Την συλλογή αυτή την διακρίνει ένας έντονος συγκινησιακός λυρισμός φυσικό επακόλουθο της νεαρής ηλικίας του Πειραιώτη ποιητή,ο ρεμβασμός που διαπνέει τη πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή είναι απόρροια του θρησκευτικού του συναισθήματος, η θρησκευτική της θεματογραφία προέρχεται από τις επίσης έντονες και ηδονικές παιδικές του αναμνήσεις.
Η ιδιοσυγκρασία του και ο ψυχικός του κόσμος-όπως και των άλλων τότε νέων της εποχής του την περίοδο εκείνη, έχει διαπλαστεί και στιγματιστεί από τις ηθικές αξίες ενός «στείρου και άχαρου» χριστιανισμού, μιας θρησκευτικής φανατισμένης και δογματικής διδασκαλίας όπως αυτή διδάσκονταν μέσα στα διάφορα υποχρεωτικής παρακολούθησης κατηχητικά σχολεία και τις κοινωνικές εκδηλώσεις των δύο κυριότερων παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Οι ενοχές και οι πληγές που άφησαν πάνω στην πλάκα της ευαίσθητης ψυχής του και χαράκωσαν τον τρυφερό ψυχικό του κόσμο, δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ, οι φρικτές εμπειρίες της εποχής εκείνης δεν θα τον απαρνηθούν με το πέρασμα του χρόνου όσο και αν αργότερα θα δοθεί με αβυσσαλέο πάθος στην εκπλήρωση των στερημένων ερωτικών του επιλογών. Οι τύψεις, οι ενοχές, τα διάφορα συμπλέγματα, η ανασφάλεια και ο φόβος που βίωσε με μαρτυρικό τρόπο εκείνα τα χρόνια, θα του στερήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα την γαλήνη της ψυχής του, την ευχαρίστηση και ολοκλήρωση της ερωτικής του επιθυμίας αλλά και την ανάπαυλα και ηρεμία των παθών με την πάροδο του χρόνου. Η ευαισθησία του, από την μία τον κάνει απεγνωσμένα να ζητά διεξόδους τέτοιους ώστε να διοχετεύσει τον λανθάνοντα ερωτισμό και τις κρυφές του επιθυμίες και από την άλλη, η έντονη ανασφάλεια τον περιορίζει ασφυχτικά μέσα στα στενά όρια του δικού του πληγωμένου κόσμου, και τον αναγκάζει να αντιμετωπίζει με καχυποψία και φόβο τους άλλους γύρω του. Γιαυτό και τα πρότυπα που τον ελκύουν και αγωνίζεται να ταυτιστεί μαζί τους, είναι άτομα τα οποία θα λέγαμε ότι ανήκουν στο«περιθώριο του περιθωρίου» της κοινωνίας ανήκουν στο μεταίχμιο των ορίων της κοινωνίας με την άβυσσο.
Πρόσωπα τραγικές φιγούρες, που έχουν εσωτερικεύσει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική βία, την έντονη καταπίεση από το άμεσό τους περιβάλλον, την απόρριψη από την κατεστημένη αντίληψη περί ηθικού και καθαρής ερωτικής επιλογής, και τα οποία μέσα από την ενοχοποιημένη προσωπικότητά τους αναζητούν λύσεις, καταφεύγουν σε σπασμωδικές κινήσεις τέτοιου είδους που αυξάνουν αντί να μειώνουν τα ατομικά τους αδιέξοδα.
Από πολύ νωρίς ο ποιητής «πήρε την Ομορφιά στα γόνατά του την βρήκε πικρή και την βλαστήμησε», για να θυμηθούμε έναν άλλο αποσυνάγωγο της ποίησης, τον Αρθούρο Ρεμπώ. Γιαυτό και έκτοτε σε κάθε ευχάριστη προσωπική του στιγμή-σε κάθε ερωτική συνάντηση με άτομο του ίδιου φύλου με εκείνον- κλείνει τα μάτια του, σκεπάζει τα μάτια του για να αποφύγει τις ενοχές που τον κατατρέχουν καθώς προσφέρει το σώμα του βορά στα χέρια του άλλου προσώπου.
Σε αυτήν την πρώτη του συλλογή ο Πειραιώτης ποιητής επίσης, σαν αθώο παιδί, ατενίζει με μαγεία τον κόσμο και προσπαθεί να τον ψηλαφίσει με την φαντασία του που ερωτικά οργιάζει και αναζητά διεξόδους, ζητά να τον ερμηνεύσει μέσα από έναν μύθο που ο ίδιος δημιουργεί για τον κόσμο και τον εαυτό του, το ονειρικό στοιχείο μπλέκεται με το ρεαλιστικό,το ψέμα της ζεστής και οικείας επαφής με το όνειρο του αιώνιου έρωτα, τα συμβάντα εκείνα της καθημερινής του ζωής που ο ποιητής δεν κατορθώνει να τα αποκωδικοποιήσει, τα περικλείει στην αχλή του μύθου, στην μυθική ατμόσφαιρα. Έτσι  προσωπικός μύθος και ωμή πραγματικότητα συνυφαίνονται και αποτελούν τον άξονα πάνω στον οποίο ακροβατεί και αναζητά την σωτηριώδη του ισορροπία.
    Ο λόγος του, κατονομάζει τα πρώτα του ερωτικά σύμβολα παρότι διάφοροι υπαινιγμοί φανερώνουν την έλλειψη ερωτικής επικοινωνίας. Η απεγνωσμένη του προσπάθεια να ισορροπήσει σε έναν ερωτικό δρόμο που δεν του ταιριάζει-και το άμεσο περιβάλλον του τον παγιδεύει-τον οδηγεί στην μεταφυσική, προσπαθώντας να ανακαλύψει ένα πρόσωπο που θα του χρησιμεύσει σαν αναφορά να του δοθεί να το αγαπήσει και να αγαπηθεί από αυτό, πέρα από κοινωνικές συμβάσεις και απαγορεύσεις έτσι ώστε να επέλθει εντός του η ποθητή γαλήνη και ισορροπία, καταφεύγει στον θρησκευτικό μύθο, στο αιώνιο σύμβολο της παγκόσμιας λαϊκής ψυχής. Ο Θεός που αναζητά ο Ανδρέας Αγγελάκης δεν έχει σχέση με τον Θεό της χριστιανικής θρησκείας έτσι όπως τον παρουσιάζουν και δογματικά τον προβάλλουν οι διάφοροι δήθεν εκφραστές του, ο Θεός υπάρχει, όσο υπάρχει και το υποκείμενο που τον επικαλείται. Υπάρχει όσο και όποτε ο ίδιος ο ποιητής το επιθυμεί, γιαυτό και η σχέση τους είναι μονόδρομη, είναι η ψυχολογική ανασφάλεια και η ερωτική στέρηση, η αγαπητική προς τα έξω ανεπάρκεια που τον αναγκάζουν να καταφύγει σε ένα όραμα αναφοράς για να κρατηθεί σε μια λεπτή και επικίνδυνη ακροβασία.
Όταν αργότερα θα συνειδητοποιήσει την ερημιά του χώρου γύρω του, ο Θεός του θα μετατραπεί σε ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς, θα μεταλλαχθεί σε συναίσθημα ενοχής και θανάτου.
Και όποιος ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει:
«ο δρόμος του Θεού-όπως και η αγκαλιά της γυναίκας-είναι γιομάτος φίδια».
Έτσι ο παγκόσμιος ερωτικός άνθρωπος, παραμένει εσαεί έρημος και αβοήθητος. Το υπαρξιακό του αδιέξοδο τον ωθεί να βουτηχθεί μέσα στην έρημο του κοινωνικού θανάτου, όλη η μετέπειτα δημιουργία του δεν είναι παρά ένα παιχνίδι ανάμεσα στην ιδέα του ανεκπλήρωτου έρωτα και το απροσδόκητο του θανάτου.
      Η θεματογραφία του Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, και στις άλλες συλλογές που θα εκδώσει μετά από δύο χρόνια, «Τον πρίγκιπα των κρίνων» και ένα χρόνο μετά τις «Προτάσεις αθωότητας» είναι συγκεκριμένη.
    Έλλειψη επικοινωνίας, αδυναμία αφομοίωσης του ποιητή από το άμεσό του περιβάλλον, έντονη συναισθηματική ανεπάρκεια, προσωπική απογοήτευση, ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, τάσεις αυτοκαταστροφής, σαρκική απόγνωση.
Η λέξη μοναξιά είτε σαν τίτλος ποιήματος είτε σαν γυμνό ουσιαστικό μέσα στην πρόταση φωτίζει εσωτερικά όλη την ποιητική σύνθεση και σηματοδοτεί την όλη εξελικτική του πορεία. Οι διαπροσωπικές του σχέσεις αποτυγχάνουν, η ερωτική του έκφραση διοχετεύεται μέσα σε θηλυκά σύμβολα ή πρόσωπα που δεν του παρέχουν την επιδιωκόμενη από την κοινωνία γαλήνη και πληρότητα, η τρυφερότητα που τον πλημμυρίζει δεν αρδεύει «σωστές επιλογές», μόνη του παρηγοριά ο μητρικός ψίθυρος και οι σκιές των πεθαμένων ινδαλμάτων του (1)
«Κάθε καινούργιο στήθος μου θυμίζει μεσάνυχτα, με βυθίζει σε αράχνες» γράφει.
     Στην ποίηση της πρώτης του περιόδου, διαβλέπει κανείς τα υπονοούμενα, τις ερωτικές υπεκφυγές, τον κρυφό σπαραγμό, την αίσθηση τύψεων και τις αφανέρωτες ενοχές που υφέρπουν και τις οποίες θα συναντήσουμε αργότερα στα ποιήματά του καθώς οι ερωτικές αστραπές κατατρώγουν την σάρκα του μην κατορθώνοντας να εκφράσει-ή μη θέλοντας ακόμα-να κατονομάσει τον έρωτα «που ντρέπεται να πει το όνομά του».
     Εγκλωβισμένος σε μια μίζερη ζωή, σε μια συμβατική και φθοροποιό κατάσταση ονειρεύεται την όψη του θανάτου του όπως μετέπειτα ο Ιταλός σκηνοθέτης και ποιητής Πιέρ Πάολο Παζολίνι σκιαγράφησε τον δικό του θάνατο μέσα στις ταινίες του. Ο ίσκιος του θανάτου(το πέπλο του θανάτου) σκιάζει κάθε ανθρώπινη εκδήλωση του, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τα όποια οράματά του.
Όσο η απουσία του Θεού πυκνώνει γύρω του, τόσο απεγνωσμένα προσπαθεί να κρατηθεί από κάποιο άλλο πρόσωπο, και όσο πουλά την ψυχή του για μερικές στιγμές τρυφερότητας τόσο εκείνη πλημμυρίζει από τον τρόμο της μοναξιάς.
     Ο Πειραιώτης ποιητής νιώθει ότι η αγάπη και η έλξη που τρέφει για το είδωλο ενός άλλου προσώπου, μοιάζει με μακριά σκιά που χωρίζει τα πρόσωπα χωρίς ελπίδα πραγμάτωσης, ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπά ένα πρόσωπο, να επιθυμεί τον έρωτα περιφρονώντας το σώμα του. Ο δημιουργός αντιλαμβάνεται τον χώρο γύρο του ψηλαφεί τα πράγματα, αφουγκράζεται καταστάσεις, αποδέχεται τα γεγονότα μέσα από τους πόρους της σάρκας του χωρίς την επεξεργασία της σκέψης, μόνο μέσω της αφής, με αυτό το στιγμιαίο άγγιγμα ευαισθησίας ο ποιητής ολοκληρώνει τις ερωτικές του φαντασιώσεις.
Τα διάφορα υπονοούμενα, οι χαμηλόφωνοι ψίθυροι, οι λεκτικές υπεκφυγές, οι αδιόρατες οσμές της σάρκας, εκφράζουν την εσωτερική του ανάγκη και επιθυμία να αγγίξει και να αγγιχθεί, να χαϊδέψει και να χαϊδευτεί, όσο το σώμα του είναι ακόμα λάγνο και ποθητό, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, οι καταλαγιασμένοι ηδονικοί σπασμοί, τον οδηγούν σε μια ταύτιση ακόμα και με αγίους, όπως ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Ιωάννης ο Ερημίτης, κ.λ.π., για να καλύψει την ερωτική του μονομανία, προσπαθεί να ταυτιστεί με την μαρτυρική ζωή του αγίου μεταθέτοντας την προσωπική του απόγνωση στο βασανισμένο βίο ενός άλλου «εξαθλιωμένου» και καταφρονημένου ατόμου.
Ακόμα και τα ποιητικά πρόσωπα που τον ελκύουν είναι οι «απόκληροι» της ζωής, Κωνσταντίνος Καβάφης, Διονύσιος Σολωμός, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης…, πρόσωπα ξεκομμένα από τον κοινωνικό τους περίγυρο, βουτηγμένα μέσα στην δική τους κόλαση το δικό τους ερημικό τοπίο(2). 
Γράφει: «Δικός μας άνθρωπος. Και αυτός. Και τόσοι άλλοι, Είναι-πώς να το κάνουμε;-μια παρηγοριά».
     Μια αίσθηση απουσίας και στέρησης διατρέχει ολόκληρη την ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη όπως και την ποίηση του Αλεξανδρινού του δασκάλου, ή ακόμα και των άλλων υπαρξιακών-πνευματικών του στυλοβατών.
Αισθάνεται ότι η ζωή του στενεύει όλο και πιο πολύ, τα περιθώρια του μικραίνουν, νιώθει ότι ανεξέλεγκτες δυνάμεις του επιβάλλονται από τα έξω βρίσκεται στο έλεος διαφόρων περιστάσεων και συχνά καταλαμβάνεται από συνήθειες που δεν μπορεί να ελέγξει, εκείνο όμως που αποκόμισε από τις παλιές τραυματικές του εμπειρίες και την μοναξιά του, είναι η υπομονή, ο ποιητής έμαθε να περιμένει τη στιγμή που το σώμα θα εκδικηθεί, θα αφαιρέσει την παντοδυναμία των ενοχών και θα αφεθεί ελεύθερο και έρμαιο στα χέρια των ερωτικών του δολοφόνων.
     Το 1973 χρονιά που το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης θα δοθεί στον ποιητή Δημήτρη Ι. Αντωνίου, για την συλλογή του «Χάι-Κάι και Τάνκα», εκδίδει το συγκλονιστικό το «Πύον», από τότε και πιο συγκεκριμένα από τους «Εφιάλτες» το 1974 ως την συνταρακτική συλλογή «Μεταφυσική της μιας νύχτας» το 1982, και τα «Ποιήματα του δολοφόνου μου» το 1986, η πορεία του ποιητή αλλάζει.
     Τα μέχρι τότε κρυμμένα του σύμβολά αποκαλύπτονται, οι κρυφές του περιγραφές φανερώνονται, και οι ερωτικές του παραστάσεις αποκτούν πια συγκεκριμένα καθαρά σχήματα και περιγράμματα. Ενώ μέχρι τώρα, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε μη χρησιμοποιώντας μεταφορικές εικόνες και συμβολισμούς κρατά στην σκιά τις ερωτικές του προτιμήσεις και αποφεύγει να ψυχογραφήσει την ιδιαίτερη αυτή πλευρά του εαυτού του, αποφασίζει πια να αντικρίσει κατάματα τις επιθυμίες του και να παραδεχθεί την κλίση που του ταιριάζει.
Γιαυτό αφαιρεί από την ποίησή του όλον εκείνον τον λεκτικό λυρισμό και τον έντονο ρομαντισμό που σκιάζει το πραγματικό της πρόσωπο.
     Ο ερωτικός Καβάφης, θα του προσφέρει το θάρρος της έκφρασης και την καθαρότητα της διατύπωσης, η εσωστρεφής Έμιλυ Ντίκινσον, την ελλειπτική φράση και την πυκνή συντομία των στίχων, τέλος, ο ταραγμένος και σκοτεινός κόσμος του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, την αίσθηση της φρίκης και της εσωτερικής ενοχής που καταλήγει στην σχιζοφρένεια.
    Τα λυρικά στοιχεία θα εξοστρακιστούν και θα χρησιμοποιηθούν τα πεζολογικά και τα ρεαλιστικά, για να εκφράσει έτσι καλύτερα και εντονότερα τα ρίγη της ψυχής του και την βαθύτητα του εσωτερικού του πόνου, η φαντασία του θα ελευθερωθεί στο έπακρο και θα χαλιναγωγηθεί η πνευματική του νηφαλιότητα.
Το ύφος του θα γίνει λιτότερο και απέριττο, το γράψιμό του γίνεται στεγνό, απογυμνωμένο από κάθε λυρική φόρτιση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξιδανίκευση των πρότυπών του. Ο στίχος του πλέον γίνεται ρωμαλέος, καθαρός και στέρεος, ηχηρός αν και γεμάτος θλίψη, θα συντείνει στην ένταση των εσωτερικών καταστάσεων της περιγραφής,και το βάρος της δραματικότητας θα το σηκώσει το ουσιαστικό ή το ρήμα, μια που το επίθετο σχεδόν απουσιάζει.
     Το επιθυμητό και το πραγματικό, το δημιουργικό και το καταστροφικό, το θρησκευτικό και το ερωτικό, το ιδανικό και το χυδαίο, το ερωτικό και το επικίνδυνο συμπλέκονται με έναν εξομολογητικό τόνο και συνυφαίνονται σε έναν δραματικό καμβά. Η λειτουργία και η επιλογή των λέξεων γίνεται με κριτήριο την ακουστική τους και οπτική τους ποιότητα και βάρος.
   Με τον τρόπο αυτόν ο Αγγελάκης κατορθώνει να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο που είναι γεμάτος πίκρα, απαισιοδοξία, νοσταλγία, θλίψη για αυτά που έχει στερηθεί και έναν βαθύτατο πεσιμισμό για οτιδήποτε του προετοιμάζει το μέλλον.
     Η ποίησή του γίνεται καθαρότερη, χαμηλόφωνη, ψιθυριστή, αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση και διαμαρτυρία, μια ποίηση που στρέφεται προς τον ίδιο της τον εαυτό-τον δημιουργό-και βρίσκει την έκφρασή της στον κόσμο της φθοράς που χαρτογραφεί, ολοκληρώνεται στη συσχέτιση των χαρακτήρων και των αντικειμένων με τις εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις και διεργασίες του ίδιου του ποιητή, μια ποίηση που κερδίζει σε βάθος έντασης αλλά χάνει σε ποικιλία θεματική.
     Οι λακωνικοί αιχμηροί εσωτερικοί μονόλογοι, οδηγούν σε τραγική κορύφωση και έναν έντονο και αμείλικτο σαρκασμό. Τα ποιήματά του μοιάζουν με σελίδες κρυφού ημερολογίου ενός ατόμου που διακατέχεται από παράφορα πάθη, μαζοχιστικές παρεκκλίσεις, και εμφανή αυτοκαταστροφική διάθεση.
 Γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι ακόμα και η σωτήρια εξομολόγηση μέσω της ποίησης δεν θα αλλάξει την πορεία της μοίρας του.
     Ο ποιητής σαν άλλος Μπρουνέττο, βουτηγμένος στην πυρετώδη κόλαση χωρίς φραγμούς και ψευτοσεμνότητες καταγράφει τις εμπειρίες και τις επαφές του με τον κόσμο μιας συγκεκριμένης «μειονότητας».
     Οι ήρωες του Αγγελάκη είναι απογυμνωμένοι από συναισθηματισμούς, μένουν αβοήθητοι στις πληγές τους, έρμαιοι των αδυναμιών τους, με έντονο το αίσθημα του κατατρεγμού και της καταδίωξης, ήρωες που αβίαστα θα έβγαιναν από τα μυθιστορήματα του Αμερικανού συγγραφέα Τζων Ρέτς, και του Γάλλου Ζαν Ζενέ, και από τον σκηνοθετικό φακό του Γερμανού σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Φιγούρες χαραγμένες από την μοναξιά και την στέρηση, απόκληροι ακόμα και μέσα στον ίδιο τους τον ερωτικό περίγυρο. Η κινηματογραφική ταινία "το Ψωνιστήρι" με τον Αλ Πατσίνο παρουσιάζει με έναν κινηματογραφικό τρόπο τις εικόνες της ποίησης του Αγγελάκη 
     Ψωμωμένοι φαντάροι, γεροδεμένοι οικοδόμοι, θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί, λούμπεν εργάτες, χαπάκηδες, νταβατζήδες Αφρικανοί, οι περισσότεροι με ένα σουγιαδάκι στην κάλτσα και την κωλότσεπη,
άτομα που ανήκουν σε έναν παράξενο, ακατανόητο και σαθρό κόσμο (3). Δες το ποίημα «Ο Χριστός Πειραιάς μου». Αυτούς τους τύπους ο ποιητής τους περιγράφει με ακρίβεια, συγκινητική λεπτομέρεια, συμπάθεια και κατανόηση, συναλλάσσεται μαζί τους και απορροφά τον ζωώδη και ακμαίο οργασμό τους.
     Ο χώρος στον οποίο συναντά τους αγγέλους, εραστές της νύχτας, είναι και αυτός συγκεκριμένος. Τα υγρά πάρκα, οι βρώμικοι κινηματογράφοι, τα ουρητήρια, τα λιμάνια, ένας χώρος απόδρασης για τον ποιητή, έτσι όπως τον συναντήσαμε στην ταινία του Φράνκ Ρίπλο «Ταξί για τα αποχωρητήρια».
      Οι εωσφορικοί εραστές της νύχτας σακατεμένοι ο καθένας με τον δικό του τρόπο από τις κακουχίες της ζωής, αποδιωγμένοι από το περιβάλλον τους, κυνηγημένοι από την ένστολη τάξη και τους «τα φαιά φορούντες» καταρρακωμένοι ηθικά, ζουν την υπερβολή του πάθους τους και επιδίδονται με μανία στην καταστροφή των άλλων αλλά και του ίδιου τους του εαυτού, σαν τους σκορπιούς όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ποιητής, χωρίς να κατανοούν ότι η ηθική τους εξαθλίωση τους έχει τόσο διαβρώσει ώστε να τους μετατρέψει από θύματα που είναι σε θύτες. Γι’ αυτό και το είδος των σεξουαλικών συναλλαγών που διαποτίζει την επαφή τους με τα άλλα άτομα του ιδίου τους φύλου μέσα σε τέτοιους χώρους, αποφεύγει κάθε υπερβολική οικειότητα, στενότερη επαφή, αδιάκριτη ερώτηση, η ανωνυμία σκεπάζει τα σώματα και τις ψυχές τους, ολόκληρη η ύπαρξής τους μοιάζει να έχει συμπυκνωθεί στα γενετήσια μόριά τους. Έτσι οι ψυχές τους δεν αλληλοδιαπερνώνται, τα σώματά τους δεν ταυτίζονται, τα μέλη τους δεν ριγούν από συγκίνηση όταν ενώνονται σε φευγαλέους ερωτικούς δεσμούς. (4). Δες το ποίημα «η τρυφερότητα».
   Στην ουσία η ερωτική αυτή συνύπαρξη παραμένει «Ένας αγάπης αγώνας άγονος».  Σαν κάποιος αόρατος μαγνήτης να τους τραβά στο ερωτικό κρεβάτι του θανάτου. Άτομα που δεν είναι σίγουρα για καμιά κατάσταση, για κανέναν διπλανό τους, παρά μόνο για την μοναξιά τους, την αβάσταχτη απελπισία που τους οδηγεί αργά αλλά σταθερά στα υπόγεια δώματα του θανάτου, κάθε ερωτικός σπασμός είναι και μια μικρή αγωνία θανάτου, μια που ο δολοφόνος πάντα καιροφυλαχτεί. Το γυμνό αυτό λαχάνιασμα του ερωτικού πόθου δεν είναι παρά μια αέναη προσπάθεια να υπερβούν ο ένας τον άλλον και να αγγίξουν την ελευθερία στα όριά της, να νικήσουν την φθορά τους σώματος και να κατασιγάσουν τις κοινωνικές ενοχές μέσα από την ερωτική φευγαλέα επαφή, να ξεγυμνώσουν τις μύχιες σκέψεις τους και να αφεθούν στις πιο ακατονόμαστες χειρονομίες.
       Ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, μέσα από τις ιδιαίτερες σεξουαλικές αυτές συνυπάρξεις των κατατρεγμένων ατόμων, πραγματεύεται την πολιτική μέσα στο σεξ. Εκείνο που τον αφορά και προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη, είναι ο δυναμισμός η μη αυτής της ίδιας της σχέσης, μια πολιτική θέση που απορρέει από την ίδια την ερωτική πρακτική.
     Οι ήρωες δεν ανήκουν αλλά σπρώχνονται στο «περιθώριο» από τις άλλες κοινωνικές ομάδες, μη καταφέρνοντας η κοινωνία να τους αφομοιώσει τους ωθεί στην βία και την αυτοκαταστροφή. Στα πρόσωπά τους η κοινωνία αντικρίζει τα είδωλά της, γυμνά, αφτιασίδωτα, χωρίς τα ψιμύθια του πολιτισμού(5). Δες το ποίημα «Η σχιζοφρένεια σύμφωνα με την αντιψυχιατρική». Έτσι, μην έχοντας να αντιπροτείνει παρά μόνο τον επιθανάτιο ρόγχο του ερωτικού της θανάτου τα σημαδεύει με τα βέλη μιας σοβινιστικής και σκουριασμένης ηθικής, τα αποδοκιμάζει και τα τιμωρεί όταν δεν μπορεί να τα ελέγξει, τα αποδέχεται και τα επικροτεί εφ’ όσον η ερωτική τους πρακτική παραμένει μέσα στα πλαίσια που εκείνη έχει θεσπίσει. Ή πάλι στέκεται αδιάφορη απέναντί τους, όσο τα άτομα αυτά, θα κρατηθούν μέσα στα όρια του «δικού τους κόσμου» και δεν θα προσπαθήσουν να αλλάξουν τους κανόνες που διέπουν τον γενικότερο κοινωνικό και σεξουαλικό της προσανατολισμό.
    Από την σκοπιά αυτή η ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη, είναι μια πολιτική διαμαρτυρία, γιατί δεν υπερασπίζεται μόνο την θέση, ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό, αλλά μέσω της ποίησης καταγγέλλει τους κατασταλτικούς κοινωνικούς μηχανισμούς ενός συστήματος και μιας εξουσιαστικής πρακτικής που για να επιβιώσει σαν οργανισμός, χρειάζεται να ισοπεδώσει την ελεύθερη σκέψη, να καταστείλει την διαφορετικότητα, να καθυποτάξει την ερωτική υπέρβαση, και να συνθλίψει τις όποιες επαναστατικές πρακτικές εκφράσεις των μελών του.
     Τελειώνοντας την περιδιάβαση αυτή στον Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και την ποίησή του, μου έρχονται στον νου οι στίχοι από την τελευταία πράξη του «Τουρκουάτο  Τάσσο», του Γκαίτε, που ακούγονται σαν μοιρολόι υπόκωφο και τελεσίδικο στην ταινία «Η Χρονιά με τα δεκατρία φεγγάρια», του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (6).
-Αντώνιο: «Κι όταν μοιάζεις πως χάνεσαι εντελώς, συγκρίσου κι αναγνώρισε αυτό που ‘σαι!
-Τάσσο….  Σβήστηκε η λάμψη κι έφυγε η γαλήνη.
τον εαυτό μου δεν τον γνωρίζω πια
στον κίνδυνο, και να τ’ ομολογήσω
δεν ντρέπομαι. Έχει σπάσει το τιμόνι
και από παντού ραγίζει το καράβι.
Κάτω από τα δικά μου πόδια, η γης
φεύγει, έτσι όπως ανοίγεται. Σ’ αρπάζω και με τα δυο μου χέρια, όπως ο ναύτης,
τη στερνή ώρα γαντζώνεται στο βράχο
στον βράχο αυτόν οπού θα ναυαγούσε".
Σημειώσεις:
1.    «Κάθε καινούργιο στήθος μου θυμίζει μεσάνυχτα, με βυθίζει σε νύχτες»
Από την συλλογή «Ποιήματα χαρισμένα στον ποιητή Κόντε Διονύσιο Σολωμό».
2.    το ποίημα «Περί Μοντιλιάνι» 
από την συλλογή «Τα Ποιήματα του δολοφόνου μου».
3.    το ποίημα «Ο Χριστός Πειραιάς μου», 
από την συλλογή «Η μεταφυσική της μιας νύχτας».
4.    το ποίημα «Η τρυφερότητα», 
από την συλλογή «Η μεταφυσική της μιας νύχτας».
5.    το ποίημα «Η σχιζοφρένεια σύμφωνα με την αντιψυχιατρική» 
από την συλλογή «Τα ποιήματα του δολοφόνου μου».
6.     Τορκουάτο Τάσσο, του Γιόχαν Γκέτε. Εκδόσεις Παπαδημητρίου 1953, μετάφραση Άρης Δικταίος.      


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Πόρφυρας», Κέρκυρα, τεύχος 47/ Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1988, σελίδες 58-64.
Πειραιάς, Σάββατο, 2 Νοεμβρίου 2013.

Ο Ανδρέας Αγγελάκης, είναι ο σημαντικότερος ποιητής της νεότερης γενιάς των Πειραιωτών δημιουργών. Ποιητικό ταλέντο αναμφισβήτητο, έζησε μια ζωή έντονη και ακραία όπως εκείνος επιθυμούσε. Πάμπολλες φορές στο σπίτι του στον Πειραιά, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, είχαμε συζητήσει για τα θέματα της ποίησής του, το ομοφυλόφιλο κίνημα στην Ελλάδα, το παιδικό θέατρο, και τα κακώς κείμενα του πνευματικού Πειραιά. Μαζί κάναμε την πρώτη και μοναδική συνέντευξη που έδωσε στον Πειραιά την γενέθλια πόλη του για το Κανάλι 1, μια και όπως έλεγε συχνά με παράπονο, ποτέ δεν τον κάλεσαν να πει μια κουβέντα για τον Πειραιά, τον είχαν σε καραντίνα ποιοι, οι άσημοι περιφερόμενοι δήθεν διανοούμενοι της πόλης. Ο Αγγελάκης, ευτύχησε να έχει και έναν άλλον σύμμαχο Πειραιώτη, τον Χρίστο Αδαμόπουλο, αλλά και την ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη. Πολύ αργότερα ο παιδικός φίλος, συγγραφέας και καθηγητής Πανεπιστημίου Βρασίδας Καραλής, θα γράψει ένα βιβλίο για την ποίησή του. Δυστυχώς έφυγε πολύ νέος από την ζωή(18/5/1991), μας έδωσε όμως συγκλονιστικούς στίχους, καλές μεταφράσεις, και ένα σύγχρονο παιδικό θέατρο.
Ακόμα θυμάμαι το πρόσωπό του μέσα στο κιβούρι στο κοιμητήριο της Ανάστασης, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ειδοποιήσω τους εκδότες του και ορισμένους συγγραφείς φίλους του. Από τον Πειραιά, αν θυμάμαι καλά δεν είχε έρθει κανένας. Μπορεί να λαθεύω, κάπου μέσα στο αρχείο μου έχω γράψει τα πρόσωπα που ήμασταν στην κηδεία του. Κρατώντας με από το μπράτσο ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας τον συνοδεύσαμε στην τελευταία του κατοικία, ο δε Θανάσης Νιάρχος θυμάμαι, ξεκώλυσε το αγγελτήριο του θανάτου του από τον τοίχο.
Πάντως είναι σίγουρο, ότι αν οι Έλληνες του μέλλοντος διαβάζουν ακόμα ποίηση, ο ποιητικός λόγος του Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη θα βρίσκεται ανάμεσα στις αναγνωστικές τους προτιμήσεις.

Πειραιάς, Κυριακή 11/1/2015, 
έπειτα από ένα μήνυμα ενός νέου αναγνώστη της ποίησης του Ανδρέα Αγγελάκη, με ξαναγύρισε να διαβάσω ξανά το έργο του και να διορθώσω τις ορθογραφικές αβλεψίες των κειμένων μου για αυτόν. Από την γνωστή φωτογραφία του τότε, μόνον ένας Πειραιώτης δημιουργός έχει μείνει στην ζωή, μετά την τραγική δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα.          
                                          

                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου