Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

ΚΑΜΙΝΙΑ-ΜΠΑΦΟΥΝΗ-ΜΕΛΙΟΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΠΑΦΟΥΝΗ—ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΕΛΙΟΣ

«Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια-η ιστορία μιας γειτονιάς»

       Από το Ινστιτούτο μελέτης της τοπικής ιστορίας και της ιστορίας των επιχειρήσεων, που διευθύνουν η Ευαγγελία Μπαφούνη και ο σύζυγός της Νικόλαος Μέλιος, εκδόθηκε πρόσφατα ένα αξιοπρόσεχτο μελέτημα με τίτλο «Κάτω στον Πειραιά τα Καμίνια», συγγραφείς οι ως άνω επιστήμονες-ερευνητές. Οφείλουμε να επισημάνουμε και την συνεισφορά της Ελένης Γράτσου, τόσο στην απεικόνιση της περιοχής μέσα από τα ασπρόμαυρα σχέδιά της, όσο και στην έρευνα και αποδελτίωση των αρχειακών τεκμηρίων από τον τοπικό τύπο της εποχής.
Το βιβλίο εμπλουτίζεται επικουρικά με δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Μπαφούνη καθώς και άλλων τοπικών και Δημοτικών παραγόντων.
       Φιλοσοφία των συγγραφέων είναι να αναδείξουν διαχρονικά και τεκμηριωμένα-μέσα από την έρευνα και την παράθεση πρωτογενούς και αδημοσίευτου υλικού-την ιστορική πορεία της πόλης του Πειραιά, και των πολύπλοκων και δυσεπίλυτων πολλές φορές προβλημάτων που αντιμετωπίζει καθώς εξελίσσεται και διαπλάθει το ιστορικό και κοινωνικό της πρόσωπο μέσα στο χρόνο. Στόχος τους ακόμα είναι, να βοηθήσουν στην διαμόρφωση μιας πληρέστερης ιστορικής εικόνας της πόλης, στην κατανόηση των τοπικών δυσκολιών που αναφύονται στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα παρακολουθώντας την ιδιαίτερη ιστορική τους διαδρομή.
       Μελετώντας το βιβλίο ο Πειραιώτης αναγνώστης, ανεξάρτητα αν είναι κάτοικος του συγκεκριμένου διαμερίσματος, θα αναγνωρίσει προβλήματα που αφορούν και την δική του περιοχή. Γιατί τα προβλήματα μιας πόλης, και μάλιστα του πρώτου λιμανιού της χώρας, είναι σχεδόν κοινά, ανεξάρτητα φυσικά από τα επιμέρους τοπικά ζητήματα που αφορούν τους κατοίκους της  κάθε περιοχής.
       Ο  Πειραιάς εξακολουθεί να παραμένει μια εργατούπολη με ότι αυτό συνεπάγεται για την δημόσια εικόνα του. Είναι το μεγάλο εργατικό χωνευτήρι που συγκεντρώνει τις ετερόκλητες εργατικές και ναυτικές δυνάμεις προσφέροντάς τους εργασιακή ασφάλεια, πέρα από φυλή, θρησκεία, χρώμα, οικονομική επιφάνεια.
Η Ιστορία του Πειραιά μας αποκαλύπτει, τις πολύμοχθες προσπάθειες και τους τεράστιους και κοπιώδης αγώνες που πραγματοποίησαν τόσο οι ελάχιστοι αυτόχθονες Πειραιώτες όσο και οι άλλοι οι «μέτοικοι» για να ορθοποδήσουν εργασιακά και οικονομικά, και να σχηματίσουν τους αναγκαίους για την επιβίωσή τους οικιστικούς σχηματισμούς.
     Το λιμάνι για να παραμείνει λιμάνι, οφείλει να διατηρήσει την δική του λαϊκή ταυτότητα, ανεξάρτητα από την γεωγραφικά καταναγκαστική σκιά της πρωτεύουσας, διατηρώντας το δικό του οικονομικό προφίλ, το ιδιαίτερο του κοινωνικό χρώμα, και ίσως και την προλεταριακή του φυσιογνωμία και γιατί όχι, και γλωσσικό ιδίωμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η Πειραϊκή κοινωνία δεν πρέπει να προσαρμόζεται στα σύγχρονα ιστορικά δεδομένα, και να παρακολουθεί ή να δημιουργεί νέες εξελίξεις.
Η περιοχή του παλαιού Ρολογιού, η περιοχή της Τρούμπας, τα λαϊκά ταβερνάκια, οι ψαροταβέρνες, τα μικρά ζεστά μπαράκια, τα εστιατόριά του, τα δεκάδες κουτούκια που αναπτύχθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και το γλωσσικό ιδίωμα των ανθρώπων αυτών, αυτή η Πειραϊκή αργκό, οι συνήθειές τους, οι τρόποι τους, είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας του Πειραιά, όπως και οι άλλες κοινωνικές ή αρχιτεκτονικές και οικιστικές του επιλογές των πέντε γεωγραφικών διαμερισμάτων.
    Οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι το κεντρικό πολιτιστικό σημείο αναφοράς της Πόλης για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ιστορίας της, υπήρξε το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα όχι μόνο της πόλης μας θα γράφαμε αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, συγκεφαλαιώνει τις ενδόμυχες πολιτιστικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές επιθυμίες των κατοίκων, ανεξάρτητα αν οι κάτοικοι ανήκουν στην μικρή μεν αλλά δυναμική και δημιουργική αστική του τάξη, ή στην πολυπληθέστατη λαϊκή, εργατική. Η σκηνή και τα Θεωρία του, φιλοξένησαν τα πιο διάσημα ονόματα του καλλιτεχνικού, θεατρικού, πολιτικού και οικονομικού στερεώματος, όπως και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή στέγασε στους χώρους του, τους ξεριζωμένους και κατατρεγμένους Έλληνες που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη από τα άφρονα λάθη και τα πολιτικά σφάλματα Ελλήνων πολιτικών ηγεσιών. Το Δημοτικό Θέατρο έστω και κλειστό, λόγω των καταστροφών που έχει υποστεί από τους δύο μεγάλους σεισμούς, παραμένει ένας εν υπνώσει πολιτιστικός γίγαντας μέσα στην Πόλη μας.
Κάθε διαμέρισμα του Πειραιά, έχει το δικό του χρώμα και την δική του ιστορία, και αυτή αξίζει να διατηρηθεί με όποιο κόστος.
     Ο οικισμός των Καμινίων, δεν υπήρξε η γειτονιά των παιδικών ή εφηβικών μου χρόνων μετά την Δικτατορία της 21ης Απριλίου, η γειτνίαση όμως με την περιοχή του Καραβά, το άλσος Δηλαβέρη, βοήθησε στο να αποκτήσω μια ευρύτερη γνωριμία με την περιοχή αυτή. Σε αυτό συνέβαλε, και η γνωριμία μου με ένα αξιόλογο και πολύ μορφωμένο άτομο που έτυχε να συναντήσω στην ζωή μου, έναν κάτοικο των Καμινίων, τον μαθηματικό και λόγιο Γιώργο Βαρδαλάκη, το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν μέχρι πριν μερικά χρόνια στην οδό Υμηττού, λίγο πριν βγούμε στην Πειραιώς. Εκεί, στον πύργο όπως αποκαλούσαμε το δίπατο αυτό σπίτι, πρωτοδιάβασα Γιάννη Ρίτσο, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Κωστή Παλαμά, και κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις πάνω σε θέματα που αφορούν την Τέχνη, την Ιστορία, την Φιλοσοφία την Πολιτική γενικότερα, και τον συγκάτοικο του Γιώργου τον γιατρό και προσφάτως και φιλόλογο Νίκο Τόμπρα. Το σπίτι αυτό μας χειραφέτησε και σωματικά, όλους εμάς τους ανήσυχους νέους της τότε τρελής και ωραίας εποχής.
Χιλιάδες φορές περπάτησα τη διαδρομή πεζός από το σπίτι που έμενα μέχρι το δικό τους. Στον καλοκαιρινό επίσης κινηματογράφο Γκλόρια που βρίσκονταν μετά τις γραμμές του τραίνου, πίσω ακριβώς από την επιχείρηση «Vanos», είδα για πρώτη φορά Θέατρο Σκιών, με τους γνωστότερους Καραγκιοζοπαίχτες της εποχής, το κουκλοθέατρο επίσης του Μπάρμπα Μητρούση, και ορισμένες θεατρικές επιθεωρήσεις. Όπως επίσης, στον μεγάλο υπαίθριο χώρο του πάρκου Δηλαβέρη, πρωτοείδαμε σε ξύλινους πάγκους καθισμένοι Χοντρό Λιγνό, τον Σαρλώ, τον Μπάστερ Κήτον, ακόμα και ταινίες με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο.
Αλλά και δεν θα ξεχάσω, τον κίνδυνο που διατρέξαμε μια εφηβική παρέα, σχολώντας από το φροντιστήριο Αγγλικών του Στρατηγάκη στην πλατεία Κοραή, με τις μεγάλες πλημμύρες του 1977 ή 1978 αν θυμάμαι καλά, εκεί στην γούβα των Καμινίων, και πως από τα φουρτουνιασμένα ρεύματα σωθήκαμε από του χάρου τα δόντια, και βοηθήσαμε να σωθούν και άλλα μικρότερά μας παιδιά από την δολοφονική δύναμη του νερού εκείνο το εφιαλτικό για όλους μας βράδυ.
     Τα Καμίνια, όπως διαπίστωσα και στο βιβλίο, ήταν πάντοτε μια προβληματική περιοχή. Τα όμβρια ύδατα δεν είχαν διέξοδο για πολλές δεκαετίες, και ίσως και ακόμα και σήμερα. Η εδαφική ιδιομορφία της περιοχής δυσκόλευε την διαφυγή των νερών και των μπαζών που αυτά κουβαλούσαν από την πάνω περιοχή και ιδιαίτερα από την κεντρική λεωφόρο Θηβών, στην περιοχή της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρας. Για την ιστορία, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας τα παλαιά χρόνια υπήρχε νεκροταφείο.
Καθώς μελετούσα το χρονολόγιο του βιβλίου ήρθε στην σκέψη μου ένα παλιό ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη, που αναφέρεται στο γνωστό πρόβλημα με τίτλο «Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ» ένα πεντάστροφο τραγούδι που τελειώνει ως εξής:
         «Περιστέρι και Μοσχάτο βρε τα ‘καναν όλα άνω κάτω.
            Καμίνια και Αγία Σωτήρα, βρε τα πνιξ’ όλα η πλημμύρα».
      Το παραθέτω για να προσθέσω έναν ευχάριστο τόνο στην παράθεση τόσων ιστορικών λεπτομερειών που διαχρονικά μας μιλούν για το τεράστιο πρόβλημα στις σελίδες του βιβλίου. Σημειώνοντας ότι μάλλον θα άξιζε να εμπλουτιστεί η μελέτη αυτή για τα Καμίνια με ορισμένα ποιήματα, ή τραγούδια ή πεζά ή και ατομικές μαρτυρίες κατοίκων( βλέπε τα κείμενα του Καστρινάκη σε περιοδικά του Πειραιά) που καταγράφουν τα προβλήματα της περιοχής, και τους διαρκείς αγώνες τους, για ένα καλύτερο αύριο για αυτούς και τα παιδιά τους.
Συμπληρωματικά θα ήθελα να καταθέσω, ότι για την περιοχή των Καμινίων  υπάρχει ποίημα του Πειραιώτη λογοτέχνη Νίκου Βελιώτη που συναντάμε την περιοχή, εκεί γεννήθηκε ο ζωγράφος Γιάννης Κασαβέλης, ο ρεμπέτης συνθέτης Μηνάς Πορτοκάλης, και εκεί διέμενε το ναυτάκι ο Ντουρουντού που αναφέρει στο μυθιστόρημά του «Η Βάρδια», ο Πειραιώτης ποιητής και πεζογράφος Νίκος  Καββαδίας.
       Στο σύντομο ιστορικό χρονολόγιο που παραθέτουν οι συγγραφείς από την περίοδο 11/4/1836 έως 15/9/1953, ο αναγνώστης έχει μια εποπτεία του κοινωνικού χώρου και των θεμάτων που απασχολούσαν του κατοίκους της περιοχής. Επίσης, το μικρό ή μεγάλο ενδιαφέρον της Δημοτικής αρχής για την περιοχή, τον οικοδομικό σχεδιασμό του χώρου και την ανάπτυξή του, την προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας χώρος λατρείας για τους κατοίκους, καθώς και τα οικογενειακά ονόματα αυτών που διατηρούσαν μικρές και μεγάλες εργασιακές μονάδες και επιχειρήσεις στην περιοχή. Εκεί υπήρξαν και οι γνωστοί Αλευρόμυλοι(μέχρι την εποχή μου ήσαν σε λειτουργία) της οικογένειας Κωνσταντοπούλου.
Υπερτερούν τα ονόματα των καραγωγέων και των καφενοπωλών. Το σαπωνοποιείο της οικογένειας Αλεπουδέλη,   του πραγματικού επιθέτου του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Ακολουθεί με τον τίτλο Αρχειακά τεκμήρια, η παράθεση του καταστατικού της ιστορίας  του Συνοικιακού Συνδέσμου των Καμινίων, που καταγράφει την ιστορική πορεία του σωματείου, τις διάφορες ενέργειές του για την βοήθεια των φτωχών κατοίκων και τις προσπάθειες για την ανάπλαση της περιοχής.
Ξεχωρίζει το όνομα του Π. Σταυριανάκου, ο οποίος φωτογραφίζεται ως ο πρώτος Καμινιώτης, ο Τζώρτζης Λεβαντής, και ακόμα, μαθαίνουμε ότι η πρώτη ονομασία της περιοχής ήταν Βάρυ, κάτω Βάρυ ή Βρομολύμνη, ασφαλώς εξαιτίας των γνωστών προβλημάτων με τις συχνές πλημμύρες. Και σίγουρα οργιζόμαστε με την απάντηση που έδωσε Δήμαρχος του Πειραιά σε κατοίκους της περιοχής όταν πήγαν να του εκθέσουν τα προβλήματά τους.
«Καμινιώτες μένετε ήσυχοι αύριον που θα βγει ο Ήλιος θα έχετε ΣΤΕΓΝΩΣΗ».
Απάντηση εκλεγμένου Έλληνα πολιτικού. Άραγε, δεν ισχύει ο λόγος του ακόμα και σήμερα; εννοώντας, έτσι δεν απαντούν οι Έλληνες πολιτικοί και τοπικοί άρχοντες; Να γιατί χρονίζουν τα προβλήματα του τόπου.
Διαβάζουμε ακόμα, το παράπονο των ατόμων του Σωματείου για τις κακοήθειες των ανθρώπων της αντιπολίτευσης του Σωματείου. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα που λέει και η παροιμία.
     Ακολουθούν τα φωτογραφικά τεκμήρια. Μέσα από μια σειρά φωτογραφιών της εποχής αναπλάθεται η κοινωνική ζωή των κατοίκων, οι καθημερινές τους ασχολίες, οι προσωπικές τους ευτυχισμένες ή άσχημες στιγμές, οι συνήθειές τους, ο τρόπος διασκέδασής τους, οι διάφορες εργασίες τους, και γενικά η κοινωνική τους οργάνωση και οι συνεκτικοί δεσμοί συμβίωσής τους. Παρέχονται επίσης πληροφορίες για την αθλητική ομάδα «Ατρόμητος» και τους ποδοσφαιριστές της.
        Ακολουθούν οι φωτογραφικές σελίδες με τίτλο «Βιομηχανική και Αρχιτεκτονική κληρονομιά», που με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και σκίτσα, με μελαγχολικούς τόνους φανερώνεται η ακμή και παρακμή και, η σύγχρονη εγκατάλειψη των μεγάλων αυτών εργοστασιακών μονάδων που κάποτε έσφυζαν από ζωή και προσέφεραν εργασία σε χιλιάδες μεροκαματιάρηδες, και στην Πόλη του Πειραιά την απαραίτητη αίγλη προς τα έξω. Μια ανθοφορία που δυστυχώς μόνο σε ιστορικά παλαιά σκονισμένα βιβλία στα ράφια των βιβλιοθηκών την συναντάμε πλέον.
      Ο Πειραιάς εγκαταλείφθηκε, και ο μαρασμός του που άρχισε εδώ και δεκαετίες συνεχίζεται, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έγιναν προσπάθειες ανόρθωσής του, ο μαρασμός όμως αυτός, έχει δυσάρεστα αποτελέσματα και για εμάς τους τωρινούς και για τους μελλούμενους. Η αργή επίσης και σταθερή «από-εφοπλιστικοποίηση», το να απομακρύνονται δηλαδή οι μεγάλες εφοπλιστικές εταιρείες από τον Πειραιά, είναι το τελειωτικό κτύπημα για την άμοιρη αυτήν πόλη.
Ο οικονομικός μαρασμός είναι προπομπός του κοινωνικού μαρασμού, και ο κοινωνικός του πολιτιστικού.
       Το βιβλίο κλείνει με τις Αρχειακές Μαρτυρίες από τον τύπο της εποχής. Αποδελτιώνονται χρονολογικά δεκάδες λεπτομερειακές αναφορές του κοινωνικού βίου των κατοίκων.
Ατομικά συμβάντα, κοινωνικά γεγονότα, πολιτικά στιγμιότυπα, θέματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία, και που με αυτοθυσία αγωνίζεται να επιβιώσει, και να ξεπεράσει τα ατομικά και συλλογικά προβλήματά της.
Από τον πλούτο των πληροφοριών διακρίνουμε την συμπεριφορά και τις επιλογές τόσο των πολιτικών όσο και των δημοτικών φορέων αλλά και των άλλων δημόσιων παραγόντων.
Ξεχωρίζουμε τα πολλά για την εποχή εκείνη τροχαία ατυχήματα, την παραβατική συνήθεια αρκετών ημεδαπών (πριν την έλευση των αλλοδαπών), τα πολλά επίσης εργατικά ατυχήματα και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.
     Η εργασία αυτή της Ευαγγελίας Μπαφούνη και του συζύγου της Νικόλαου Μέλιου δεν απευθύνεται ασφαλώς μόνο σε λάτρεις της Πειραϊκής ιστορίας, ή σε ερευνητές της. Μπορεί η θεματολογία της να εστιάζεται σε προσδιορίσημα ιστορικά γεγονότα, ή οικογενειακά, και έτσι το βιβλίο να αποκτά έναν μάλλον ειδικότερο ιστορικό χρωματισμό, δεν παύει όμως να ενδιαφέρει και τους υποψιασμένους και φιλέρευνους κατοίκους αυτής της πόλης και ίσως και άλλων γεωγραφικών περιοχών.
Εργασίες σαν και αυτές, πέρα από τις όποιες ελλείψεις τους, βοηθούν στην καλύτερη εικονογράφηση της τοπικής ιστορίας, στην ανάδειξη των τοπικών προβλημάτων, ξυπνούν μνήμες, και προάγουν την ευθύνη όλων μας και ιδιαίτερα της Πολιτικής και Δημαρχιακής αρχής, ώστε αυτή η πόλη που κάποτε ανθοφόρησε και έγραψε ιστορία, και, πρόσφερε απλόχερα τους διάφορους καρπούς της σε αρκετούς τομείς της δημόσιας ζωής, να μην καταστραφεί από καθημερινές συνειδητές άστοχες παραλήψεις, αγνώμονες πολιτικές πρακτικές, άκαιρες δημαρχιακές επιλογές, επικίνδυνες οικονομικές πρακτικές, ακαλαίσθητες αναπλάσεις, κοντόφθαλμους αρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς.
Αυτή η Πόλη, είχε μέχρι πρόσφατα μια αισθητική πρόταση να μας προτείνει.
      Ο χώρος, όπως και οι άνθρωποι χρειάζονται φροντίδα, οράματα έμπνευσης, ευγενικούς και αποτελεσματικούς στόχους, μακροπρόθεσμες επιλογές ανάπτυξης, χρηστικές και άμεσες λύσεις.
Διαφορετικά, ο γενέθλιος χώρος μας ο Πειραιάς, αυτός ο ωραίος ωραίου γεωγραφικός τόπος, θα έρθει η χρονική στιγμή που δεν θα αξίζει παρά μόνο για τα αρχαιολογικά βιβλιογραφικά κείμενά του.
Και τις ωραίες νοσταλγικές φωτογραφίες ερειπωμένων συνειδήσεων και κατεδαφισμένων ονείρων.
Αξίζει άραγε μια τέτοια τύχη;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Πέμπτη 28 Ιουλίου 2005, σελίδα 4.
Πειραιάς, Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Οκτώ χρόνια μετά, μπορεί η επαναλειτουργία του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, να σηκώσει στις πλάτες του τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και άλλα προβλήματα της πόλης μας;
Αβίαστα σαν Πειραιώτης, πιστεύω πως όχι. Και αυτό γιατί;
Γιατί οι νοοτροπίες και οι πρακτικές των ανθρώπων παραμένουν οι ίδιες. Και μετά την κρίση, πάλι η πόλις θα βουλιάζει μέσα στα πάμπολλα αδιέξοδά της.
Είθε ο χρόνος να διαψεύσει εμένα και όχι τους διαφόρους ιθύνοντες, αλλά δεν το πιστεύω πια.          
                    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου