Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ-ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ, Πειραιάς 1923-27/4/2006

                          Μια προσωπική περιπέτεια

     Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980 θυμάμαι,-ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, ο επικαλούμενος και Εθνάρχης, είχε μεταπηδήσει στην προεδρία της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, και την πρωθυπουργία της χώρας είχε αναλάβει ένας σοβαρός και αξιόλογος αστός πολιτικός ο Γεώργιος Ράλλης, πριν την λαίλαπα της περιβόητης αλλαγής-όταν ένας φίλος-φευγάτος και αυτός σήμερα στην ποιητούπολη της Ουτοπίας-ο Βασίλης Σταυρόπουλος μου πρωτομίλησε για τον Άγγελο Βογάσαρη. Μου είπε, ότι ένας πολύ στενός και καλός του φίλος ο Μανόλης, γνώριζε πολύ καλά έναν συγγραφέα από τον Πειραιά, τον Άγγελο Βογάσαρη.
Η εφηβική και επαναστατική μου φαντασία πετάρισε για αυτή την γνωριμία, μέχρι τότε γνώριζα τον Πειραιά της τρελής ζωής, του ξέφρενου έρωτα, την διασκέδαση πάσης φύσεως και ασφαλώς, τα πάρα πολλά για την εποχή εκείνη gay μπαράκια που ήμασταν όλη η παλιοπαρέα τακτικοί θαμώνες, δεν γνώριζα προσωπικά, παρά ελάχιστα άτομα που ασχολούνταν με την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα.
     Την περίοδο αυτή, που η νωθρότητα των νιάτων συμπορεύονταν με την νωχελικότητα της εφηβικής ηδυπάθειας και το μεθυσμένο κορμί ανίχνευε νέους δρόμους αιχμαλωσίας της ψυχής, γνώρισα και οικοδόμησα τις πρώτες φιλικές μου σχέσεις με τους επίσης Πειραιώτες δημιουργούς και συγγραφείς. Τον Βρασίδα Καραλή, καθηγητή σήμερα σε Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, ποιητή και σημαντικό κριτικό και μεταφραστή, τον καθηγητή Μανόλη Βλάχο, εικαστικό κριτικό και σημαντικό συγγραφέα και μεταφραστή βιβλίων τέχνης, τον χαμένο αλλά όχι λησμονημένο ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, στιχουργό και μεταφραστή, τον Βελισάριο Μουστάκα, έναν καλής πάστας σιγαλόφωνο διηγηματογράφο με σημαντική δραστηριότητα στον Πειραϊκό χώρο, τον αξιόλογο καθηγητή αγγλικών και μεταφραστή Ηλία Κυζηράκο (η μετάφραση του, του Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ είναι πολύ σημαντική αλλά και εκείνη της Αγγλίδας ποιήτρια Σίντγουελ), τον Γιώργο Βαρδαλάκη, σπουδαίο μαθηματικό και παιδαγωγό, για πολλούς νέους της γενιάς μας, τον μουσικόφιλο και θεατρόφιλο γιατρό και μετέπειτα και φιλόλογο Νίκο Τόμπρα, επιστήθιο φίλο του Γιώργου, που πάντοτε διέθεταν με υπερβολική θέρμη το σπίτι και την βιβλιοθήκη τους σε εμάς τους νεότερους Πειραιώτες που αναζητούσαμε τα πάντα και παντού. Άτομα του Πειραϊκού χώρου που κόσμησαν την πόλη μας με την παρουσία τους και την λάμπρυναν με το έργο τους.
     Την ίδια περίπου περίοδο από τον Αθηναϊκό χώρο γνώρισα τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, τον ποιητή και μεταφραστή και τόσο πρόωρα χαμένο Σωκράτη Ζερβό, τον συγγραφέα και άριστο μεταφραστή της Ιαπωνικής γλώσσας Τάκη Ευαγγελίδη, τον ποιητή και στιχουργό Γιάννη Νεγρεπόντη, τον ποιητή, σκηνοθέτη και ηθοποιό Δημήτρη Ποταμίτη-που το Θέατρο «Έρευνας» που τότε είχε πλημμύριζε θυμάμαι πάντα από κόσμο, τον ζωγράφο Γιάννη Αδαμάκο, τον δάσκαλο και μεταφραστή Κίμωνα Φράιερ, τον μετέπειτα ποιητή Άγγελο Σ. Παρθένη, τον Τόνη Τσιρμπίνο, έναν ευγενικό κινηματογραφόφιλο δημοσιογράφο, τον ποιητή, μεταφραστή και αγωνιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Λουκά Θεοδωρακόπουλο, τον πρόωρα χαμένο σκηνοθέτη Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, ένα σπάνιο άτομο, και τόσους άλλους πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, που με τον έναν ή άλλον τρόπο, σφράγισαν την πορεία μου, καθώς νεοσσός της ζωής, ανίχνευα τους διάφορους καθρέπτες που η πάλλουσα ένταση της εφηβείας αναζητούσε να σβήσει τη ναρκισσεύουσα ανάσα του λιμπιντικού ειδώλου.
     Ο Μανόλης, ένα αξιόλογο, όμορφο και ανυστερόβουλο άτομο, στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω από κοντά τον Άγγελο. Τον ευκατάστατο Πειραιώτη διανοούμενο, με την ευρεία παιδεία, τον ελεύθερο χαρακτήρα, τον αντισυμβατικό τύπο και πραγματικά καλοκάγαθη προσωπικότητα. Έκτοτε συναντηθήκαμε εκατοντάδες φορές στο σπίτι του στο κέντρο του Πειραιά, ή αλλού, είτε συνήθως-μια που και οι δυο κατοικούσαμε στον Πειραιά-στα διάφορα μπαράκια του Πειραϊκού χώρου που τότε ήταν πάρα πολλά και συναντούσες ενδιαφέροντα πρόσωπα από όλη την ελληνική επικράτεια. Στους χώρους αυτούς της διασκέδασης που σύχναζαν οι ανδρείοι της ηδονής-και όχι μόνο-σπαταλώντας τον ανθό της νιότης τους αναζητώντας την χαρά, μιας εφήμερης συνηθέστερα τέρψης, αλλά τόσο ουσιαστικής και μνημονικά καρποφόρας εμπειρίας, καθώς ο χρόνος έρρεε αγχωμένο ποτάμι, και κάλυπτε κάθε επερχόμενο ψυχικό πόνο ή σωματική ατέλεια, και το ντροπαλό και αθώο βλέμμα των αντρειωμένων της απογυμνωμένης αγάπης, πρόσφερε σε μας τους φουρτουνιασμένους και ταραγμένους ερωτιδείς, την δυνατότητα να εκτιμήσουμε με μεγαλύτερη επίδειξη θάρρους την εφήμερη αντρική ομορφιά που άφηνε το επιδέξιο ίχνος της πάνω στις καμπύλες και τους βοστρύχους της σωματικής μας περιπέτειας, πριν ο Δαντικός κύκλος της ωριμότητας μας παρασύρει στις αξιολογικές κλίμακες της ηθικής του, εκεί που τα πάντα, αθώα ή μη, αγνά ή μιαρά, άγια ή ασεβή μαραγκιάζουν από τον πολύ έρωτα.
Δηλαδή το ξόδεμα της ζωής που βιάζεται να γίνει ξόδι.
     Ο Άγγελος έπινε, έπινε πολύ, υπερβολικά πολύ, εγώ αντίθετα σχεδόν καθόλου. Πάντοτε χαμογελώντας με κορόιδευε, λέγοντάς μου ότι όταν βγαίνω έξω για «ψώνια», να κρατώ και το μπιμπερό μου με το γάλα για να μη μεθύσω. Ο Άγγελος μου θύμιζε-τον πολύ γνωστό την εποχή εκείνη Αμερικανό συγγραφέα Τσάρλ Μπουκόφσκι, τον γνωστό πότη και μπαρόβιο δημιουργό. Ο Άγγελος είχε πάντα έναν καλό λόγο να πει για μένα. Πάντα εύρισκε κάτι θετικό να πει για τα σκόρπια γραπτά μου που διάβαζε στα Πειραϊκά έντυπα και αλλού. Κείμενα πρωτόλεια, ενός νέου με τον φλύαρο ενθουσιασμό της εφηβείας και την τρέλα της σωματικής νιότης προεξοφλούσα το δίκαιο της αναγνώρισης. Ακόμα και όταν έγραψα την δίκαιη αλλά αιχμηρή κριτική για το βιβλίο του «Η αγάπη της μαϊμούς» πολύ αργότερα, βλέπε εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς» 15/1/1995 που τόσο τον πείραξε-και μου το έλεγε για καιρό-με πήρε στο τηλέφωνο, μου εξέφρασε το παράπονό του πικραμένος, αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν μου κράτησε κακία. (η στάση του αυτή με έκανε αργότερα όταν συναντιόμασταν να νιώθω τόσο άσχημα). Μέσα σε τόσα κακιασμένα και εμπαθή πρόσωπα του Πειραιά ήτανε μία όαση.
Πάντα μιλούσε θετικά για οτιδήποτε δικό μου διάβαζε. Είχε ψυχή μικρού παιδιού, που ξεχνάει εύκολα τους παιδικούς του τσακωμούς και συνεχίζει μετά το παιχνίδι του απτόητο με την τρελοπαρέα. Ο Άγγελος στην μνήμη μου εξακολουθεί να παραμένει ένα ελεύθερο και ανεξίκακο άτομο, πέρα από την γνώμη και τις ενστάσεις που έχω για την συγγραφική του παρουσία. Τα ενδιαφέροντά του, η οικονομική του άνεση, η επαγγελματική του ανεξαρτησία, του επέτρεπαν να μπορεί να εκφραστεί για πράγματα που οι υπόλοιποι εμείς δεν ήταν εύκολο να μιλήσουμε. Δεν ερωτοτροπούσε μόνο με τα ενήλικα νιάτα, δεν κορφολογούσε το νεανικό σφρίγος με τόλμη και συνέπεια, προσπαθούσε και ο ίδιος να δείχνει και να παραμένει νέος. Απεχθανόταν τον κοινωνικό ταρτουφισμό, δεν σχημάτιζε αυτάρεσκους μύθους γύρω από το πρόσωπό του, δεν φορούσε προσωπεία. Θυμάμαι, όταν κάποτε τον ρώτησα αν έχει όλη την σειρά του περιοδικού «Νέα Εστία», που κάτι έψαχνα σαν τυφλοπόντικας να βρω, αφού γέλασε και με κορόιδεψε ότι χάνω τα νιάτα μου, είπε:
«αυτά είναι για σένα τον γερασμένο γεροντοκόρο και τους όμοιους σου που διαβάζει τέτοια περιοδικά. Εγώ είμαι νέος, διαβάζω περιοδικά της εποχής μου, κοίταξε να κάνεις το ίδιο και να ζήσεις μακριά από την σκόνη των βιβλίων». Και μου έδειξε ένα περιοδικό πολύ γνωστό τότε στο νεανικό κοινό το «Κλικ». Ασφαλώς, γελάσαμε και οι δύο και ακολουθήσαμε τον δικό του ο καθένας πεδίο έρευνας.
     Ο Άγγελος έγραφε. Αγωνιζόταν ανάμεσα στις άλλες του κοινωνικές και καλλιτεχνικές του δραστηριότητες να κερδίσει τον χαμένο χρόνο της πνευματικής εφήμερης υστεροφημίας του δημιουργού.
Το έργο του, (ποίηση, θέατρο, δοκίμιο, μυθιστόρημα) είναι μάλλον άνισο, όχι τόσο από θεματικής προβληματικής όσο ποιοτικά.
     Η ποίησή του, ξεχωρίζει περισσότερο για τα επιλεγμένα θέματα που αφιέρωνε τις συλλογές του (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο σημαντικός ισπανός λυρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που δολοφονήθηκε από τους φαλαγγίτες του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο), ο (Μπόμπυ Σάντς, ένας ιρλανδός νέος επαναστάτης που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από την Αγγλική κυριαρχία και δολοφονήθηκε πολύ νέος) κ. ά. , που διαπραγματεύεται, τα πρόσωπα που επιλέγει να αφιερώσει εν γένει το έργο του, παρά μάλλον για την ποιητική της αρτιότητα, τεχνική ή την ποιητική της ποιότητα. Χωρίς να της λείπει ο «ποιητικός επαναστατισμός» δεν αρτιώνεται αισθητικά. Και ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι μέσα στη σύνολη ποιητική του κατάθεση δεν συναντάμε ποιητικά ψήγματα ευαισθησίας και αξιοπρόσεκτες ποιητικέ εικόνες. Δεν έχω διαβάσει την πρώτη του ποιητική συλλογή την «Χαύνωση» που εκδόθηκε το 1943, μια συλλογή δυσεύρετη που ούτε ο ίδιος είχε αντίτυπο.
     Τα Θεατρικά του έργα, είναι πιο ενδιαφέροντα. Για αρκετό διάστημα συνεργάστηκε με τον Πειραιώτη Μάριο Πλωρίτη σε ραδιοφωνικές θεατρικές εκπομπές. Ευτύχησε να δει στη σκηνή αρκετά έργα του ανεβασμένα. Σαν θεατρικός συγγραφέας, αν και χάνει τον έλεγχο συνήθως του αρχικού θεατρικού πυρήνα, της πρώτης γενεσιουργούς αφορμής, αγωνίσθηκε να αρθρώσει έναν θεατρικό λόγο που πρυτανεύει περισσότερο συνήθως η ιδιωτική περιπτωσιολογία παρά η οικουμενικότερη εικονογραφία. Επικρατεί μια χαλαρότητα στην θεατρική του δομή, και ένας πομπώδης επικαιρικός διδακτισμός. Υπάρχουν μέσα στα έργα του, ενδιαφέρουσες αληθινές σκηνές, που απεικονίζουν δραματικές ανθρώπινες καταστάσεις και ορισμένες λυρικές εικόνες που συγκινούν. Όπως πάλι, διακρίνουμε έντονα έναν κυνικό λόγο, συνήθως μια σκέψη αταξινόμητη και φοβερά χαλαρή, καθώς ξεδιπλώνει το θεατρικό του καμβά, καθώς επίσης και ένα ύφος πλαδαρό μονότροπα προσανατολισμένο.
   Συνηθέστερα, όπως και στα πεζά του, καταπιάνεται με σύγχρονα προβλήματα (θέματα όπως το πρόβλημα των ναρκωτικών που μαστίζει τους νέους, τις πάντοτε επίκαιρες και ενδιαφέρουσες σχέσεις γονέων και παιδιών, τις ομότροπες σεξουαλικές εμπειρίες κ.λ.π.), χωρίς να πετυχαίνει όμως τον θεατρικό του στόχο(ίσως να κάνω λάθος;) μια, που ούτε εμβαθύνει ουσιαστικά την υπόθεσή του, ούτε εξετάζει το θέμα που διαπραγματεύεται από διαφορετικές πλευρές όπως είναι απαραίτητο σε παρόμοια θέματα, και το κυριότερο, δύσκολα πλάθει αληθινούς και σε βάθος χαρακτήρες.
     Ο Πειραϊκός χώρος, αν δεν κάνω λάθος, αν εξαιρέσουμε τον αμιγώς Πειραιώτη Κώστα Μουρσελά και τον Δημήτριο Μπόγρη (από την Σαλαμίνα) δεν ευτύχησε να έχει σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς, αντιπροσωπευτικούς της πόλης πέρα από τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών πολυγραφότατων αλλά και άλλων αντρών και γυναικών συγγραφέων που ασχολήθηκαν κατά καιρούς με την συγγραφή θεατρικών κειμένων. Τα περισσότερα έργα, είναι τραυλίζουσες προσπάθειες απερίγραπτης κενολογίας.
     Ξαναγυρνώντας στον Άγγελο Βογάσαρη, στα πεζά του-αφήγημα, μυθιστόρημα κ.λ.π., πελαγοδρομεί ανάμεσα σε μια ανεξήγητη λεκτική φλυαρία και σε έναν έντονο νεανικό επαναστατικό ενθουσιασμό που συνήθως δεν πείθει, δεν αληθεύει θεατρικά. Μπερδεύει την αθώα ασφαλώς και θεμιτή του τάση για εξομολόγηση προσωπικών του ιδιαίτερών του στιγμών του καθημερινού του βίου, με το κοινώς αποδεκτό επιτρεπτό.
Ο Άγγελος, ένας διαρκώς επαναστατημένος νεάζων καθώς ήταν ο ίδιος στην ιδιωτική του ζωή, πίστευε ότι έπρεπε να στέκεται πάντα ενάντια στα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας. Ότι όφειλε με όποιο συγγραφικό κόστος και ατέλεια γραφής να περιγράφει τα αρνητικά καθέκαστα στο όνομα μιας ελευθερίας που δεν είχε αντίκρισμα. Δεν μπορούσε να κατανοήσει, ότι υπάρχει ένα λεπτό όριο ανάμεσα στο κοινωνικώς φαίνεσθαι και στην όποια θεμιτή και ελεύθερη ιδιαιτερότητα του καθενός μας. Ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη μαεστρία για να μετατρέψει ο δημιουργός το άκρως ιδιωτικό συμβάν σε αισθητικό γεγονός Τέχνης, και ιδιαίτερα, όταν αναφερόμαστε στον τόσο ευαίσθητο ερωτικό τομέα.
Θετικό παράδειγμα επιβεβαίωσης των λεγομένων μου, το έργο του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, αρνητικό μάλλον το έργο του σπουδαίου ποιητή Αντρέα Εμπειρίκου, «Ο μέγας Ανατολικός».
Το ιδιωτικό πάντοτε αναζητούσε τρόπους να αποκαλυφθεί, να μας κάνει γνωστό το πέρασμά του, ήθελε να εκτεθεί για να αποκτήσει την κοινή αποδοχή, την επιβράβευση, την κοινωνική δικαίωση. Να εκδηλώσει την ανιχνεύσιμη αλλά κρυφή υπεροχή της όποιας επιθυμίας. Όμως το εγχείρημα είναι πολύ επισφαλές, χρειάζεται ο αληθινός δημιουργός να διαθέτει γερή στόφα ταλέντου, άριστη δεξιοτεχνία χειρισμού του θέματος, και σίγουρα διακριτικότητα για να μην σκοντάψει στην σκανδαλοθηρική πλευρά της εξομολόγησης που το πάντα αδιάκριτο μάτι αναγνώστη αναζητά με πείσμα.
Ο δρόμος του ιδιωτικού προς το δημόσιο είναι μονόδρομος, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και χωρίς το νήμα της Αριάδνης. Σπάνια και πολύ δύσκολα κερδίζει ο εξομολογητής την ανταποδοτική εισφορά της αναγνώρισης στην αρμόζουσα τιμή της προσωπικής του κατάθεσης. Η προφορική μας εξομολόγηση, ίσως είναι και λίγο «έπεα πτερόεντα», ο γραπτός όμως λόγος αφήνει τα ίχνη του χωρίς να ήμαστε καθόλου σίγουροι αν επουλώνει τους τραυματισμούς της ζωής και σε πιο βαθμό, και μέχρι πόσο αντέχει το υποκείμενο που εξομολογείται την επίφοβη κρίση της αποδοχής ή της απόρριψης.
    Ο Άγγελος, αυτά δεν τα καταλάβαινε και ίσως και να είχε δίκιο από την πλευρά του, ήταν ένας μποέμ εξοργιστικά εξωστρεφής, η επιθυμία του να εκθέσει δημόσια τα ερωτικά του συμβάντα, τις ιδιαίτερες στιγμές του βίου του, τις τόσο βαρετά ευχάριστες του καθενός μας, ήταν ισχυρότερη από τον αυτοέλεγχο της γραφής του. Η τολμηρότητά του συναγωνίζονταν τον ηρωισμό της αδυναμίας μας σε μια εποχή που αναζητούσαμε την αληθινή και ουσιαστική μας ταυτότητα.
      Ο Άγγελος, ξεχώριζε περισσότερο μάλλον σαν πνευματικός δημιουργός στις μελέτες του. Είτε αυτές αφορούσαν τον εθνικός μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, είτε επίσης σημαντικό Ανδρέα Κάλβο, είτε την σημαντική μελέτη του για τον Κώστα Καρυωτάκη, είτε εκείνη για τον Πειραιώτη Νίκο Καββαδία, οι άλλες μικρότερες καταθέσεις του, είναι κατά την γνώμη μου το Πειραϊκό πνευματικό του στίγμα. Αυτή του η συγγραφική πλευρά, μας φανερώνει τον πραγματικά σκεπτόμενο και αυτοελεχόμενο δημιουργό που δεν αφήνεται στην ατομική του κοινωνική άρνηση. Ο δοκιμιακός λόγος του Άγγελου Βογάσαρη, είναι εύστοχος, μεστός, ορισμένες φορές ψυχαναλυτικός, βαθύς, με ορθές επισημάνσεις αν τον παρατηρήσουμε μέσα στο πνεύμα και τον προβληματισμό της εποχής του και την ανάγκη του συγγραφέα που τον κυοφόρησε. Οι μελέτες του μπορεί να μην ανέτρεψαν την εικόνα του συγγραφέα που όλοι γνωρίζουμε και εξετάζει, οι παρατηρήσεις όμως που μας δίνει και το σύνολο πλαίσιο που θέτει τον προβληματισμό του είναι ορθές, σύμφωνα πάντα με τα μέτρα του ίδιου και των πνευματικών του αναφορών.
Ο στοχασμός του είναι καθαρός χωρίς σκοτεινά σημεία, οι λέξεις του επίσης είναι απλές, καθημερινές, οικείας στο ευρύ κοινό, το ύφος του επίσης δεν είναι σκοτεινό, οι παρατηρήσεις του δεν ξενίζουν, δεν γενούν νέα ερωτήματα.
Το ίδιο μπορούμε να γράψουμε και για τα ελάχιστα (αυτά που έχω διαβάσει) κριτικά του σημειώματα. Σε αυτά τα κείμενα ο Άγγελος Βογάσαρης είναι ο διανοητής που δεν ξεστρατίζει στην ανιαρή επικαιρογραφία, ούτε εξαντλείται σε επιστολές διαμαρτυρίας(που συνήθιζε να στέλνει, τι συνήθεια και αυτή) ή καταφεύγει σε προχειρόλογη καταγραφή μιας «σκανδαλογραφίας». Που σίγουρα στις μέρες μας γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι τέτοιου είδους διαμαρτυρία δεν αναιρεί τον γενικό κανόνα του τηλεοπτικού καρακατσουλιού. Ενός αδηφάγου και αγράμματου κοινού που διψά όχι για αίμα τόσο, όσο για κάθε είδους σκάνδαλα, παρακολουθώντας τις τσιριμόνιες των συνδαιτυμόνων των διαφόρων πάνελ και των μουλωχτών φιλοφρονήσεών τους.
     Με την είδηση του θανάτου του, ξαναδιάβασα τα βιβλία του που είχα στην βιβλιοθήκη μου, και πάλι στάθηκα στον δοκιμιακό του λόγο και κράτησα τις σημειώσεις μου, που μπορεί να είναι υπερβολικές και σε ορισμένα σημεία λαθεμένες, όμως θέλω να πιστεύω δίκαιες για ένα άτομο και έναν Πειραιώτη που εκτιμούσα και θεωρούσα όσο βρίσκονταν εν ζωή, καλοκάγαθο αν εξαιρέσουμε τις όποιες μανιέρες του.
     Πέρα όμως από τις δικές μου απόψεις για το έργο του Πειραιώτη δημιουργού Άγγελου Βογάσαρη, επάξια κέρδισε μια θέση στα Πειραϊκά γράμματα όσο ζούσε αλλά και μεταγενέστερα. Σημαντικοί δημιουργοί της εποχής του σχολίασαν το έργο του.
     Η μνήμη μου τον κρατά χαμογελαστό, γεμάτο ζωντάνια, έτοιμο να σηκώσει την σπάθα της άρνησης ενάντια σε κάθε συντηρητική άποψη της κοινωνίας, και του όποιου κατεστημένου, να ξιφουλκήσει για τα πάρα πολλά κακώς κείμενα του Πειραϊκού χώρου, να καυτηριάσει την έρπουσα παραλογοτεχνία του, να καγχάσει με την ασημαντότητα αρκετών Πειραιωτών και να υποστηρίξει με θέρμη τις απόψεις του, το έργο του και τις ιδιαίτερές του ερωτικές επιλογές. Υπήρξε ένας πράγματι συνεπής με τις ιδέες του χαρακτήρας, νεάζων, ερωτευμένος με την ζωή, που στο έργο του αποτύπωσε τον κοινωνικό του αντικομφορμισμό.
    Όσο για τα άλλα, τις ερωτικές του τρελίτσες, αυτές που όλοι μας αντιμετωπίζουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με συγκατάβαση για τον εαυτό μας, αυτά πλέον ανήκουν για εκείνον στην γειτονιά των ενήλικων εφήβων αγγέλων εκεί που βρίσκεται με ένα ποτήρι στο χέρι ο δάσκαλος Άγγελος Βογάσαρης.
Και ευτυχώς για όλους μας, όπως οι εικονογραφίες μας αποκαλύπτουν, οι Άγγελοι δεν έχουν φύλο.
Και εμείς πειρασμούς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Οδός Πανός», τεύχος 135/ 1,3, 2007, σελίδες 140-144.
Πειραιάς,Δευτέρα,18Νοεμβρίου2013.                                                       

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου