Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΧΡΟΝΑΣ

«Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ», εκδόσεις Οδός Πανός 2007, σελίδες 156

               ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ


     Ο Πειραιώτης συγγραφέας και εκδότης Γιώργος Χρονάς, είναι ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της γενιάς του 1970. Πετυχημένος ραδιοφωνικός παραγωγός, έμπορος και εκδότης βιβλίων και του γνωστού περιοδικού, στιχουργός, σχολιαστής, αλλά και ποιητής. Ο Χρονάς με το έργο του χαρτογραφεί, άλλοτε λαϊκότροπα και άλλοτε με αρκετή δόση λαίκόμορφου κυνικού μελοδραματισμού, τον μυθοποιημένο σεξουαλισμό και το συναισθηματικό λίγωμα των ανθρώπων που συνάντησε, αγάπησε, θαύμασε, συνεργάστηκε, ονειρεύτηκε και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σημάδεψαν την εποχή τους και την δική του πορεία. Πρόσωπα σύμβολα μέσα στο σύμπαν της ποιητικής και καλλιτεχνικής του δημιουργίας, αλλά και λαϊκές ταυτότητες χαρακτήρων, αποτυπώσεις προσωπικών αισθημάτων, που αναδύονται από την καθημερινή περιπέτεια της ζωής των ανθρώπων της Ελληνικής κοινωνίας.
     Ξεχασμένες εικόνες, διακυμάνσεις της ψυχής, λησμονημένα καλλιτεχνικά πάθη, υποκειμενικά μεγαλεία και φιλόδοξες προσπάθειες, ατομικές ψευδαισθήσεις, και σταριλίστικα όνειρα, μαζί με σιγαλά πένθη της μνήμης, που διοχετεύονται υπόγεια μέσα στην τύρβη μιας αβάσταχτης και τραγικής καθημερινότητας. Προσωπικές ματαιοδοξίες πάνω στο πάλκο των ονείρων, άδοξα ταξίδια της φαντασίας στην επιδίωξη για καταξίωση, πεπραγμένα του βίου αξιοσημείωτων ανθρώπων που απορροφούνται από τον απορριπτικό καταναλωτισμό του χρόνου, καθώς δεξιώνεται με μεγάλη ευκολία και αναλγησία τα νέα του είδωλα.
     Στο νέο του βιβλίο με τον δίσημο τίτλο «Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ», συστεγάζει επτά γυναικεία πορτρέτα. Τα τρία πρώτα έχουν την μορφή σκιαγραφήσεων από συναντήσεις του συγγραφέα μαζί τους, στο σκιόφως της μνήμης. Τα άλλα, είναι θεατρικοί μονόλογοι συνεντευξιαζόμενων γυναικείων φωνών. Μια φόρμα που φέρνει στο νου τα μονόπρακτα του Ζαν Κοκτώ.
Συναντάμε στο βιβλίο αυτό επτά γυναικείους χαρακτήρες που ο καθένας τους αυτοπροσδιορίζεται τόσο από την καλλιτεχνική του παρουσία όσο και από την ιδιαίτερη και θελκτικά νοσταλγική του περιπέτεια του βίου που αποτυπώνει. Ένας πολυσπούδαστος βίος διακεκριμένων γυναικείων φωνών, που άλλοτε παρήγαγε ή εξακολουθεί να δημιουργεί, αισθητικά πρότυπα ύφους και που με αθώο πείσμα πασχίζει ακόμα να εξαντλήσει το ατομικό πνευματικό όραμα που τον προσδιορίζει. Ο Χρονάς προσαρμόζει την φυσική χαρακτηρολογία των γυναικών αυτών στον κοινωνικό τους ρόλο, εικονογραφώντας τες με μαεστρία ως καλλιτεχνικές προσωπικότητες, που ο μύθος τους οικοδομεί και την αγιογραφία τους.
Με γλώσσα που αναβλύζει από τα όνειρα και την ευαισθησία των ίδιων των γυναικών και μια παρατηρητικότητα που συνδυάζεται με εύστοχη σχολιαστική οξύνοια (σε κάθε πορτρέτο υπάρχει μια προσεχτική πινελιά από τον συγγραφέα) καταθέτει την εσωτερική αλήθεια των θηλυκών αυτών ψυχών και την ιδιοσυγκρασία τους πάνω στον καθρέπτη της εξομολογητικής γραφής τους.
Ασπαίρουσες μορφές ιδιαίτερων αισθήσεων που τονίζουν ευχάριστα την παρουσία τους στο διάβα της θεατρόμορφης ανάγνωσης. Ένα μωσαϊκό τρόπων ζωής, μια ποικιλία αισθημάτων και διαφορετικών βιωμάτων, που όχι μόνο δεν παραξενεύει η σκιαγράφησή τους, αλλά που μέσα από την εξομολογητική διάθεσή τους υποστασιοποιεί την δική τους μαρτυρία, οριοθετεί τον δικό τους χώρο, καθώς υιοθετεί την δική του μαγευτική φλυαρία στην επανεύρεση ανθρώπινου ίσως χαμένου προσώπου.
     Οι επτά αυτές δεσπόζουσες αφηγήσεις, οι ισόμοιρες πάνω στο σανίδι της ζωής, περιγράφουν το ατομικό τους ευτυχισμένο δράμα στην προσπάθειά τους να εξευμενίσουν την αδήριτη δεσποτεία της μοίρας, και να ακυρώσουν τον σβήστορα χρόνο που καλπάζει απειλητικά.
     Η λαϊκή μεταφυσική θυμοσοφία της Πανωραίας –της Γυναίκας από την Πάτρα-ενώνεται με τον παραληρηματικό διανοουμενίστικο σχολιασμό της Μαλβίνας Κάραλη, αυτού του αερικού της σάτιρας.
Ο αριστοκρατικός μοναχικός λόγος της θεατρικής συγγραφέως Λούλας Αναγνωστάκη, συναντά τον ρεμπέτικο μελαγχολικό τόνο της φωνής της Σεβάς Χανούμ. Η χαροποιός, σεμνή και παιγνιώδης μουσική παρουσία της Λένας Πλάτωνος, συνοδεύει την τιτιβίστικη εξομολογητική φιλανθρωπία της Γιώτας Γιάννα. Μετέωρη μένει κάπως η ευαίσθητη σκληράδα της Μπέμπας Μπλάνς καθώς πορεύεται με τις άλλες γυναικείες φωνές στην ιχνομύθηση του adazio της ζωής των.
     Ο Χρονάς δεν θρηνολογεί καθώς θεατρικά χτίζει τα γυναικεία αυτά πορτρέτα. Δεν τα σκιάζει καθώς ζωγραφίζει τα είδωλα της ζωής τους πάνω στον καθρέπτη της δικής τους ψυχικής διάθεσης και επιθυμίας. Δεν εξιδανικεύει στιγμές του βίου τους, ούτε στηλιτεύει γεγονότα της καλλιτεχνικής τους διαδρομής. Παρακολουθεί διακριτικά με τον εξομολογητικό του φακό τις άγνωστες αλλά ενδιαφέρουσες ανθρώπινες πικρές και δύσκολες στιγμές της Γυναίκας της Πάτρας. Και εμπλουτίζει την ευαισθησία μας υφαίνοντας πάνω στο σώμα της κοινής μας μοίρας την προσωπική αλήθεια των γυναικείων αυτών φωνών. Και αυτό πετυχαίνεται μέσα από τους τρυφερούς και δραματικούς αυτούς γυναικείους μονολόγους, που ο καθένας ξεχωριστά δεν αναζητά ένα σκιερό μέρος να κρύψει τον φόβο ή την απογοήτευσή του, αλλά εκτίθεται στο  φως της δικής μας ανάγνωσης με καθαρότητα και αυτοσεβασμό.
     Εκθέτοντας οι γυναικείες αυτές φωνές τα θυμητάρια της ατομικής τους περιπέτειας, μας κοινοποιούν τον αγώνα και την αγωνία τους καθώς βαδίζουν πάνω στο τεντωμένο νήμα της προσωπικής τους εξιλέωσης. Ο πολυτάραχος βίος τους και η γυναικεία αλήθεια αναδύεται ελεύθερα, πορεύεται αβίαστα στη μοναχική της πορεία, φανερώνεται πέρα από τα όρια που τις θέτει η αντρική δεσμευτική ματιά που την αποτυπώνει.
Ο Χρονάς, αποφεύγοντας αυτόν τον εμπορικό κυνισμό που τον διακρίνει, διακριτικά αφήνει τα ίχνη του με σεβασμό, δεν επεμβαίνει στην εξομολογητική ροή, αποφεύγει τις άκαιρες ηθικολογίες, δεν απαξιοί την εξομολόγηση, (δες τον ανώνυμο νέο στο έργο «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου), δεν διακρίνει την γυναικεία ευαισθησία σε αριστοκρατική ή λαϊκή ούτε ειρωνεύεται την νευρωτική απραξία ορισμένων φωνών. Και το κυριότερο, αποφεύγει την θεληματική αντιπαράθεση  ανάμεσα στις γυναικείες αυτές παρουσίες. Με τον τρόπο αυτόν η συσωρευτική μοναξιά των γυναικείων χαρακτήρων αναδύεται σαν μια ιδιαίτερη, εύοσμη εξομολογητική ανθοδέσμη στα μάτια του αναγνώστη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Αυγή της Κυριακής» 30 Δεκεμβρίου 2007, σελίδα 27.

Πειραιάς, Σάββατο, 9 Νοεμβρίου 2013.                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου