Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Τ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ-Κ. ΤΑΧΤΣΗΣ

ΤΑΚΗΣ  ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

«Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου», εκδόσεις Οδός Πανός 1996.

     Ο κύριος Τάκης Σπετσιώτης, είναι ένας γνωστός και αξιόλογος Πειραιώτης σκηνοθέτης και οι μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες του χαίρουν εκτιμήσεως και θαυμασμού. Ιδιαίτερα η ταινία του «Μετέωρο και Σκιά», 1984 που αναφέρεται στην ζωή ενός από τους σημαντικούς ποιητές του Μεσοπολέμου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Το βιβλίο του για τον κυρό συγγραφέα Κώστα Ταχτσή είναι το πρώτο του.
     Ο κυρός πεζογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής Κώστας Ταχτσής υπήρξε μια «αμφιλεγόμενη» πνευματική προσωπικότητα. Παρότι έχει μάλλον μικρό συγγραφικό έργο, είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους μυθιστοριογράφους της γενιάς του. Η ίδια του η ζωή πάλι, υπήρξε ένας «αντιφατικός» θρύλος. Το ενδιαφέρον της «κοσμικής» δημοσιότητας ήταν στραμμένο για μεγάλη χρονική περίοδο επάνω του. Ο πολυτάραχος βίος του, οι θυελλώδεις αψιμαχίες του με άλλους συγγραφείς και διανοούμενους, οι μάλλον σκόπιμες προκλητικές συνεντεύξεις του, οι διαξιφισμοί του με άτομα της ίδιας με εκείνον ερωτικής επιλογής, τέλος, ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής που είχε επιλέξει, προκαλούσαν το ενδιαφέρον ενός αναγνωστικού κοινού που μάλλον ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις ιδιαίτερες κρυφές του στιγμές, παρά για την όποια πνευματική του δημιουργία και συγγραφική κατάθεση. Ένα ενδιαφέρον που το προκαλούσε ο Κώστας Ταχτσής παρά τον ενοχλούσε ή τον άφηνε αδιάφορο. Ένα αμοιβαίο παιχνίδι ερωτικής δημόσιας φαντασίωσης.
     Ο κυρός πεζογράφος Κώστας Ταχτσής ήταν ένας ακρωτηριασμένος και πληγωμένος Νάρκισσος, που του άρεσε να τον παρακολουθούν και να τον θαυμάζουν, ακόμα και στις πιο προσωπικές του επιλογές. Αποζητούσε την δημόσια επιβράβευση ακόμα και στις περιπτώσεις που η προκλητικότητά του ενοχλούσε αφάνταστα. Αυτή η επιδεικτική προκλητικότητα του στοίχησε ακριβά στην δημόσια εικόνα του. Η ζωή του για μεγάλο χρονικό διάστημα αμαύρωσε το έργο του και την συγγραφική του παρουσία. Ένα έργο, που τις επιδράσεις και τις παραμέτρους του, θα τις ανακαλύψουμε στο μέλλον, όταν οι ερευνητές και οι μελετητές των λογοτεχνικών πραγμάτων της εποχής του θα σταθούν ακριβοδίκαια απέναντί του.
     Το μοναδικό του μυθιστόρημα, τα διηγήματά του, οι μεταφράσεις του των αρχαίων κωμωδιών και τα διάφορα σκόρπια κείμενά του από τις κατά καιρούς παρεμβάσεις του, θα πάρουν ασφαλώς την θέση που τους αξίζει στην ιστορία της ελληνικής γραμματολογίας, αποκομμένο όμως από τον ομφάλιο λώρο του δημιουργού του όπως γίνεται με κάθε γνήσιο έργο μέσα στην πορεία του χρόνου.
     Το έργο αυτονομείται από τον καλλιτέχνη και σαν αυτόνομη σχεδία ταξιδεύει στο πέλαγος του Χρόνου, προσφέροντας «σανίδα» συντροφιάς σε όσους επιθυμούν ακόμα να ονειρεύονται μέσα από τους λαβυρίνθους της Τέχνης.
     Η Τέχνη μάλλον, και όχι ο δημιουργός με την όποια ζωή του ή πρακτική του βίου του, μας ανοίγει τις πύλες της παράδεισος, ανεξάρτητα αν ορισμένες φορές συμπίπτει και η ίδια η ζωή του καλλιτέχνη να είναι και αυτή μια άλλη μορφή Τέχνης. (αυτό συνήθως συμβαίνει στον χώρο των εικαστικών τεχνών).
     Θεωρώ, ότι μάλλον η προσωπική ζωή του Κώστα Ταχτσή μπορεί να ήταν τραγική, άξια θαυμασμού, ή οτιδήποτε άλλο, όμως δεν ήταν Τέχνη. Δεν μετουσιώθηκε τουλάχιστον σε αίσθηση Τέχνης, όπως τόσο άδοξα κατά την γνώμη μου ο κύριος Τάκης Σπετσιώτης επιδιώκει μέσα από το κείμενό του.
   Ο Πειραιώτης σκηνοθέτης δεν κρύβει τον άπειρο θαυμασμό του για τον συγγραφέα-αυτό όμως μάλλον δεν αρκεί για να προσδιορίσουμε ακριβοδίκαια το έργο του, ασφαλώς, όπως και ο ίδιος σημειώνει σε αρκετές σελίδες του βιβλίου του δεν είχε σκοπό να «αγιοποιήσει» τον Κώστα Ταχτσή, αλλά, να καταγράψει την πραγματικότητα της μνημονικής του διάθεσης μέσα από μια σκληρή και ακραία γραφή. Μια γραφή, που, αποψιλωμένη από κάθε είδους συναίσθημα ιχνογραφεί μια ζωή σκληρή και ακραία, χωρίς οίκτο για τους φοβισμένους και απροετοίμαστους για τις μεγάλες βουτιές στα ζοφερά νερά και πάθη της ψυχής και της ζωής.
Όμως ο λόγος του δεν στέκεται μάλλον στις σκόρπιες μνήμες του και ανεκδοτολογικές σκέψεις των φίλων του, αλλά τις χρησιμοποιεί για να εκφράσει πάμπολλες «κακίες» για διάφορα πρόσωπα είτε αυτά αφορούν πρόσωπα του περιβάλλοντος του συγγραφέα, είτε ατόμων που γνώρισε ο Πειραιώτης σκηνοθέτης. Οι αρετές του βιβλίου χάνονται μέσα σε ένα κυκεώνα όχι σημαντικών αναφορών, και άσκοπων καταγραφών. Η αγάπη του για τον συγγραφέα όπως ο ίδιος λέει, αλλοιώνεται από τις όχι και τόσο εύστοχες «ανεκδοτολογικές σκανδαλοθηρικές αναφορές του στις ανθρώπινες και θεμιτές μικρότητες» του καθενός μας, ασφαλώς και του συγγραφέα. Ο θαυμασμός του αμαυρώνεται από τα μάλλον αντιαισθητικής υφής γεγονότα που συνεχώς αναφέρει και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης.
     Η θέση μου είναι, ότι ο αληθινός θαυμαστής ενός οποιουδήποτε συγγραφέα ή καλλιτέχνη, οφείλει να διαφυλάξει-έστω και αν δεν το ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας-την μνήμη του έργου του αλώβητη από τη σκόνη της ζωής του. Το έργο μπορεί να έχει την δική του σκιά πέρα από εκείνη του δημιουργού, δεν χρειάζεται να το μαυρίζουμε περισσότερο. Θα άξιζε ο θαυμαστής να αποπλύνει το έργο από τις όποιες αστοχίες του δημιουργού, χωρίς φυσικά να κρύψει αυτά που δεν χρειάζεται να κρυφτούν, και όχι να συμβάλλει στην παραβίαση από τον αναγνώστη των ιδιωτικών χώρων του όποιου δημιουργού.
Μπορεί ο κυρός Κώστας Ταχτσής να μην ήθελε(;) την καταξίωση από την «κατεστημένη» λογοτεχνική παραγωγή της εποχής του( πράγμα που εγώ τουλάχιστον δεν το πιστεύω), αυτός όμως δεν είναι λόγος για να καταφύγουμε στους αντίποδες της όποιας αναγνώρισης.
     Οι πραγματικοί «καταραμένοι» δημιουργοί, που τόσο εύκολα επικαλείται ο κύριος Σπετσιώτης, δεν έτρεφαν κανενός είδους ψευδαισθήσεις για την αναγνώριση του έργου τους, ακολουθούσαν μια πραγματικά μοναχική πορεία, πέρα από την εμπορευματοποίηση τόσο της ζωής τους όσο και του έργου τους, στηλίτευαν τους ομότεχνους της λογοτεχνικής φάρας που και οι ίδιοι ανήκαν, και την αστική τάξη, χωρίς να χτυπούνε μια στο καρφί της καταξίωσης και μια στο πέταλο της δημοσιότητας και της επιβράβευσης.
Οι «καταραμένοι» δημιουργοί, θυσιάζουν την ζωή τους χωρίς αντάλλαγμα για να διασωθεί κάτι από το έργο τους, δεν το χρησιμοποιούν για να προβάλλουν τις όποιες θεμιτές ιδιαιτερότητές τους.
Πραγματικός κριτής είναι ο Χρόνος και όχι οι όποιες ατομικές επιλογές τους. Ο κύριος Τάκης Σπετσιώτης θέλω να πιστεύω, ότι από υπερβολικό θαυμασμό μουτζούρωσε το πορτρέτο του Κώστα Ταχτσή με τον οποίον ασχολείται. Από υπερβολικό θαυμασμό και όχι από «πρόθεση» ψυχής και «ρηχότητα» συναισθημάτων. Οι παραλληλισμοί του με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη με τον οποίο έχει τόσο εύστοχα ασχοληθεί, έναν πραγματικό εστέτ, Ουαλδικό αντίγραφο αισθητικού φαινόμενου και όχι κακέκτυπο στον Ελλαδικό χώρο, επίσης, με τον Ζαν Ζενέ αυτόν τον Άγιο του Έρωτα-των ερωτικών επιθυμιών γενικότερα-έναν πραγματικά αποσυνάγωγο του πολιτισμού, αφού παρήγαγε ο ίδιος πολιτισμό, ακόμα τον δικό μας Κώστα Καρυωτάκη μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες και ποιητικές φωνές του Μεσοπολέμου, με την ζωή του σταυρωμένη ανάμεσα στην σκληρότητα της εποχής του και την άφιλη και άσπλαχνη πατρίδα του, και ακόμα, με τον Εμμανουήλ Ροΐδη, αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα και αξιόλογο στοχαστή του προηγούμενου αιώνα, αυτού του άκρως «εγκεφαλικού» συγγραφέα, του εύστοχου σατιρολόγου και πνευματικού ταγού στην εποχή του, είναι κατά την δική μου άποψη άστοχοι. Πνευματικός δάσκαλος του Κώστα Ταχτσή ο Εμμανουήλ Ροΐδης(;) αν δεν είναι κανείς εκτός ερευνητικού πεδίου, η άποψη αυτή θέλει πολύ έρευνα και σηκώνει πολλές θεμιτές ή μη αντιδράσεις. Που συγγενεύει η αισθητική φόρμα του Εμμανουήλ Ροΐδη με εκείνη του Κώστα Ταχτσή; Ποια καλλιτεχνική ερμηνευτική και αισθητική πρόταση προάγει ο Άγγλος εστέτ και θεατρικός συγγραφέας, Όσκαρ Ουάιλντ και ποια ο συγγραφέας του «Τρίτου στεφανιού»;  Ποια η ιστορική και καλλιτεχνική πρόταση του Κώστα Καρυωτάκη για την Κοινωνία και τα κακώς κείμενά της, και ποια του διηγηματογράφου του «Κολωνακίου»; Ποια η πολιτισμική και πολιτική αντιπρόταση αλλά και στάση ζωής του μεγάλου πράγματι συγγραφέα και θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ζενέ και ποια εκείνη του επιχορηγούμενου από το ίδρυμα Φορντ αν δεν κάνω λάθος. (στο αρχείο μου υπάρχουν τα αποκόμματα των εφημερίδων με τα ονόματα των επιχορηγούμενων).
     Ο μνημονικός λόγος του Τάκη Σπετσιώτη είναι μάλλον τόσο εκλεκτικός προς ένα είδος «λαϊκισμού» που ζητιέται στις μέρες μας, σαν να θέλει να σκιτσάρει μόνο τις σκοτεινές πλευρές του συγγραφέα και του έργου του, και όχι τις όποιες φωτεινές γραμμές του ίδιου και φυσικά του έργου του. Σαν να τον «εκδικείται»που δεν τον πίστεψε όταν ήταν νέος, για το γύρισμα ενός διηγήματός του σε τηλεταινία.
Κείμενα της «κλειδαρότρυπας» έχουμε άφθονα και κυκλοφορούν ακόμα περισσότερα στις μέρες μας, χρειάζεται άραγε μόνο τέτοιου είδους κείμενα ο σημερινός κουρασμένος από την κατανάλωση άνθρωπος, για να στρέψει το ενδιαφέρον του προς την λογοτεχνία; Πάσχει ο σημερινός αναγνώστης από ηδονοβλεπτική αναγνωσιομανία; Σίγουρα δεν θα πρέπει να είναι τα βλέμματα μας εστραμμένα προς την ηθική των ατόμων, αλλά προς το ήθος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, του πολιτισμού γενικότερα. Και άλλο το προσωπικό ήθος ενός καλλιτέχνη και άλλο της γραφής του ή της όποιας δημιουργικής του κατάθεσης.
Ο Ζαν Ζενέ, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Νοβάλις, ο Ισιντόρ Ντυκάς, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Γεώργιος Βιζυηνός και άλλοι αποσυνάγωγοι της εποχής τους, είναι άγιοι, όχι μάλλον γιατί η ατομική τους ζωή είναι αυτή που μας ταιριάζει-που μας πάει ιδιοσυγκρασιακά-αλλά γιατί η προσωπική τους αγωνία και ο διαρκής τους αγώνας για τα κοινά και τα κακώς νοούμενα της Κοινωνίας, παράγουν ένα ήθος, μια στάση ζωής που διακρίνεται και μέσα στο έργο τους. Η δημιουργική τους κατάθεση, είναι η έστω πρόσκαιρη, σωστική αναγνωστική λέμβος της μάταιης ύπαρξής μας, για εμάς τους κατοπινούς αναγνώστες ή θαυμαστές του έργου τους. Όπως και του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή το έργο είναι λέμβος μέσα στον Χρόνο.
     Με το να καταφέρεται μάλλον τόσο άκομψα ο Πειραιώτης σκηνοθέτης θεωρεί ότι προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες στον κυρό πλέον Κώστα Ταχτσή και την τέχνη; Τόσες «κουτσομπολίστικες» αναφορές μαζεμένες σε ένα βιβλίο; Νομίζω ότι το πραγματικό και αληθινό περιθώριο, προάγει την όποια αισθητική μας, όχι το καταπιεσμένο ένστιχτό μας. Ποια είναι αλήθεια η αισθητική της γραφής του, όταν ο ίδιος ο κύριος Τάκης Σπετσιώτης μας μιλά για αυτήν αναφερόμενος στην «ασκητική» ανάμεσα στα άλλα που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας; Δες σελίδα 148 του βιβλίου. Σε πόσες δικές του σελίδες συναντάμε την ισορροπία μορφής και περιεχομένου όπως ο ίδιος γράφει στην σελίδα 188 του βιβλίου του; Πως συμβαδίζουν οι απόψεις του για την σχέση του «Τρίτου στεφανιού» με το Ρεμπέτικο, με τις άλλες τις κακόηχες. Που τελειώνει ο έπαινος και που αρχίζει ο υπόγειος ψόγος για τον συγγραφέα που λέει ότι θαυμάζει; Τέλος, ποια θεμιτή, θετική θέση προσφέρει ο κύριος Τάκης Σπετσιώτης γράφοντας αυτά που γράφει για τον Κώστα Ταχτσή ως συγγραφέα, για το Ομοφυλόφιλο κίνημα επίσης, αλλά και τον Κινηματογράφο, την μετατροπή του γραπτού λόγου σε  κινούμενη εικόνα, και ακόμα την προσωπική ελευθερία του καθενός μας να επιλέγει τις όποιες ιδιαιτερότητες τον ενδιαφέρουν ή του πηγαίνουν στην ζωή του;
    Ούτε ως πρωτόλεια «ψυχαναλυτική» γραφή απόπειρα μνήμης του ασυνείδητου δεν μπορεί να σταθεί μια τέτοια ιχνογράφηση. Ξεχνά άραγε ο σκηνοθέτης τα κινηματογραφικά έργα του Ζαν Ζενέ εκείνα που γύρισε ο ίδιος, την κινηματογραφική ματιά του Ζαν Κοκτώ, του  καθηγητή, συγγραφέα και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, και γιατί όχι και του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ…
     Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και ίσως αναπάντητο, για εμάς τους κατοπινούς κληρονόμους αναγνώστες του σκοτεινού μέλλοντός μας, τι εκφράζει τέτοιου είδους γραφή; Καταγράφουν τα βιβλία αυτού του είδους την σκληρή εποχή μας με ρεαλιστικό και κυνικό τρόπο ή το όνειρό της; Που απευθύνονται άραγε αυτές οι έρευνες, στις ψυχές των αναγνωστών ή στις κρυφές ενοχές τους και τις ανομολόγητες μύχιες επιθυμίες τους; Στην στερημένη και διψασμένη ζωή τους ή τις αφανέρωτες αλλά εφιαλτικά παρούσες φαντασιώσεις τους;
     Ίσως, ο ελεήμων χρόνος της Τέχνης να σταθεί αρωγός στις κάθε είδους και μορφής δημιουργίες μας και τα προσωπικά φαντάσματά μας. Αφού κανείς μας δεν γνωρίζει πιο είναι το πραγματικά αληθινό παιχνίδι της αιωνιότητας, εκείνο της ίδιας της Ζωής μας, ή εκείνο της Τέχνης;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 1996, σελίδες 5,7.

Πειραιάς, Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2013.

Ο Τάκης Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954.
Είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος, φιλόλογος και συγγραφέας. Το 1977 σκηνοθέτησε τη μικρού μήκους ταινία «Καλλονή». Το 1981 σε σενάριο δικό του την ταινία «Στην αναπαυτική μεριά» και το 1984 την ταινία που βασίζεται στη ζωή και το έργο του ποιητή του Μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, «Μετέωρο και Σκιά». Το 1991 γυρίζει την ταινία «Τα κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη» σε σενάριο δικό του και της Δέσποινας Μαρουλάκη, στην ταινία πρωταγωνιστεί και η φιλόλογος και ποιήτρια από τον Πειραιά Ματίνα Μοσχόβη.
Τα στοιχεία τα πήρα από το μικρό λήμμα για τον σκηνοθέτη που συνέταξα στο βιβλίο μου «Πειραϊκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού Χώρου (1784-2005), εκδόσεις Τσαμαντάκη 2006.

Και από τον Ανακρέοντα: «έραμαι τοι συνηβάν, χαρίεν ήθος ίσχεις».
Που σημαίνει όπως το μεταφράζει ο Σωτήρης Κακίσης στο βιβλίο του «Μικρά Λυρικά-απ’ την αρχαία ελληνική ποίηση» εκδόσεις Μπαρμπουνάκης 1979 τα εξής:

«θέλω να παίζουμε μαζί, δεν είσαι ζαβολιάρης.                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου