Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΤΑΧΤΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΚΩΣΤΑΣ  ΤΑΧΤΣΗΣ

«Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;»
Πρόλογος: Δημήτρης Μητρόπουλος.
Επιμέλεια έκδοσης: Κώστας Σταμάτης-Θανάσης Νιάρχος
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1993, σελίδες 192.


     Η έκδοση του παρόντος βιβλίου του κυρού Κώστα Ταχτσή, δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά για την σκοπιμότητά της, όχι μόνο στον φιλαναγνώστη, αλλά και στον θαυμαστή του έργου του συγγραφέα.
Το παλαιό ερώτημα-στο χώρο της Τέχνης-επανέρχεται και επιτακτικά ζητά απάντηση.
     Προάγει την Τέχνη, ή κομίζει στην Τέχνη κάτι, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός(Κωνσταντίνος Καβάφης) η δημοσιοποίηση της αυστηρά ιδιωτικής ζωής ενός δημιουργού;
Και, αν δεχθούμε ότι η προσωπική ζωή του δημιουργού δεν συμπληρώνει το έργο του, τότε επιβάλλεται να μείνει μακριά από το κυρίως καλλιτέχνημά του. Ο αναγνώστης ή ο επιμελητής του οφείλει να περιορισθεί μόνο στην καθαρώς δημιουργία του, και σε ότι αυτή του επιτρέψει να ερευνήσει, τα άλλα, θα τα αφήσει στο σκιόφως.
Το έργο στην περίπτωση αυτή αυτονομείται, μας φανερώνει την ανεξάρτητη πορεία του, και μας βοηθά να ιχνογραφήσουμε μόνο ότι στο αιώνιο και διαρκές ταξίδι του μέσα στον ιστορικό χρόνο αυτό το ίδιο επιλέξει. Όπως συμβαίνει με τα Ομηρικά Έπη, το έργο των Αρχαίων τραγικών, τις Σαιξπηρικές τραγωδίες και κωμωδίες, τα Δημοτικά μας τραγούδια, τα παραμύθια και οι διάφοροι θρύλοι, (που ο συγγραφέας τους μας είναι παντελώς άγνωστος), και λοιπά. Στην περίπτωση αυτή, η ζωή του καλλιτέχνη δεν μας συμπληρώνει τα όποια κενά της ερευνητικής επεξεργασίας του κειμένου ή ενός έργου, που ίσως, και να μην είναι απαραίτητο.
Το αυτονομημένο έργο, μπορεί να δεχθεί δυνητικά τόσες ερμηνείες, όσες είναι όχι μόνο οι αναγνώστες του αλλά, και οι αναγνώσεις του. Ο άλλος χρόνος του συγγραφέα που τον σπατάλησε σε μη συγγραφικές δραστηριότητες, μας αφήνει ίσως αδιάφορους, εκτός φυσικά των πολιτικών του αγώνων και των άλλων κοινωνικών του προσφορών και δραστηριοτήτων. Και αυτό γιατί θεωρώ, ότι η λειτουργία της Τέχνης, έχει συνήθως κοινωνικό χαρακτήρα. Και φυσικά, θα έχουμε τρείς συγγενείς αλλά ετερόνομες ταυτόχρονα πορείες, του ίδιου του έργου, εκείνη του συγγραφέα, και αυτήν του αναγνώστη κατά την ανάγνωση.
      Αν όμως δεχθούμε ότι ο συγγραφέας και το έργο αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, ότι το έργο του είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του, ή ότι ο βίος του περιέχεται στο έργο του, τότε αναφύονται άλλου είδους προβλήματα, διαφορετικής υφής, όταν ο συγγραφέας είναι εν ζωή, και διαφορετικής υφής όταν δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας. Και αν μεν ζει, αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη της δημοσίευσης ή μη των κειμένων του, των επιστολών του, των προσωπικών του θέσεων, κ.λ.π., που αφορούν αυστηρώς την ιδιωτική του ζωή. Η σκανδαλοθηρική πλευρά, ή ο γονιμοποιός κοινωνικός ερεθισμός των κειμένων του βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο τον δημιουργό, ο έπαινος ή ο ψόγος ανήκει μόνον σε εκείνον. Το παράδειγμα του Αμερικανού συγγραφέα, Τσάρλ Μπουκόφσκι, μας διδάσκει πολλά σε σχέση με την έκδοση των γραμμάτων προς την γυναίκα του, του Γάλλου ποιητή Πωλ Ελυάρ.
Στον δε Ελληνικό χώρο, η έκδοση του έργου του σημαντικού ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου  «ο Μέγας Ανατολικός» σε άψογη φιλολογική επιμέλεια του καθηγητή και συγγραφέα Γιώργη Γιατρομανωλάκη,-σε τόσους βαρετούς(;) τόμους- σε σχέση πάντα με το σπουδαίο έργο του φωτογράφου, ψυχαναλυτή και σουρεαλιστή ποιητή, μας δείχνει κατά την άποψή μου πάντα, τι δεν θα πρέπει να δημοσιεύουμε τουλάχιστον μετά από τόσο μεγάλο συγγραφικό χρονικό διάστημα. Ακόμα θα τολμούσα να έγραφα, ότι και στην σημαντική αλληλογραφία του γεραρού Κωστή Παλαμά, ή εκείνη του ποιητικά ακριβόλογου Γιώργου Σεφέρη, υπάρχουν γράμματα, σημειώσεις, ή άλλα τόσο προσωπικά που δεν θεωρώ ότι άξιζαν να δημοσιευθούν και ίσως, γράφω ίσως, μας ξεστρατίζουν από την ορθή ανάγνωση του έργου τους.
    Αντιθέτως, αν ο συγγραφέας δεν ζει πλέον, η επιλογή για το τι θα πρέπει να δοθεί στην δημοσιότητα, και τι όχι, βαραίνει τον επιμελητή, και φυσικά και πάλι ο έπαινος ή ο ψόγος του αναγνωστικού κοινού ανήκουν αποκλειστικά μόνο σε αυτόν.
Και αν η ζωή ενός οποιουδήποτε ατόμου, ή δημιουργού, υπήρξε όχι προκλητική, και κάπως μονότονη, η κοινοποίησή της ίσως ελάχιστα θα φώτιζε ή θα διευκόλυνε την ερμηνεία του έργου του, μπορεί και να μην μας δημιουργούσε προβλήματα στην προσέγγισή του, όπως συμβαίνει με την ζωή τόσων συγγραφέων όπως χαρακτηριστικά αναφέρω: του Πειραιώτη μυθιστοριογράφου και ιατρού Παύλου Νιρβάνα, του σημαντικού κριτικού και μελετητή Ζήσιμου Λορεντζάτου, του ξεχασμένου Στρατή Μυριβήλη και πολλών άλλων. Στον ξένο χώρο, ας θυμηθούμε την στάση που κρατούσε απέναντι στην δημοσιότητα ο θεατρικός συγγραφέας του παραλόγου Σάμουελ Μπέκετ.
   Αν όμως η ζωή του ξέφευγε από αυτό που συμβατικά έχουμε αποδεχθεί σαν μέτρο συνύπαρξής μας μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ή την όποια ομάδα που ζούμε και συνυπάρχουμε, τότε μάλλον οφείλουμε να μας προβληματίσει σοβαρά το τι επιβάλλεται να αποφύγει να κοινοποιήσει ή να δώσει στην δημοσιότητα ο επιμελητής και τι όχι. Το βάρος είναι τεράστιο, η ευθύνη πελώρια, ο φόβος παρερμηνείας επίσης, το ρίσκο αβέβαιο, η προσπάθεια ίσως αμφίβολη. Γιατί, εκτός από την αξιοπρέπεια και το ήθος το προσωπικό του καθενός μας ξεχωριστά μέσα στην σύντομη ζωή μας, υπάρχει και η αξιοπρέπεια και το ήθος του κειμένου, της κάθε είδους και μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας, και αυτό το ήθος πάντα κατά την γνώμη μου, αξίζει να διαφυλαχθεί. Και ασφαλώς μιλώ για ήθος και όχι ηθική. Και ιδιαίτερα σε αυτούς τους χαλεπούς και άχαρους καιρούς που όλοι μας ζούμε.
     Και η αξιοπρέπεια αυτή του κειμένου, φοβάμαι ότι δεν απασχόλησε και τόσο τον έμπειρο συγγραφέα και ευαίσθητο επιμελητή και αξιόλογο συνεκδότη γνωστού λογοτεχνικού περιοδικού (η λέξη), της παρούσας έκδοσης.
     Ο κυρός συγγραφέας και μεταφραστής Κώστας Ταχτσής, υπήρξε ασφαλώς μια ελεύθερη και ασυμβίβαστη προσωπικότητα. Αντικομφορμιστής από ιδιοσυγκρασία, ίσως κάπως δεικτικός και κυνικός στις δημόσιες εκφράσεις του, άτομο σίγουρα με παιδεία και μεγάλη και πολύχρωμη εμπειρία ζωής. Έντονα πολιτικοποιημένος, αρκετά ευαίσθητος σε ότι αφορούσε τις κοινωνικές και τις κάθε είδους και μορφής ερωτικές ελευθερίες και ελευθεριότητες. Όμως, ήταν και ο «χαϊδεμένος» συγγραφέας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και του Τύπου όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Αποζητούσε την δημοσιότητα γιαυτό και εκείνη δεν έμενε αδιάφορη απέναντί του και στα κατά καιρούς δημόσια κελεύσματά του, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής του. Φλέρταρε με τόλμη με την μεγαλοαστική τάξη της γνωστής περιοχής της Αθήνας που τόσο εύστοχα και συναρπαστικά έχει περιγράψει στο μοναδικό του μυθιστόρημα το πολυδιαβασμένο «Τρίτο στεφάνι». Και μάλλον, πρόβαλλε το έργο του περισσότερο μέσα από τις πρακτικές της ζωής του και της δημόσιας εικόνας που εκείνος ήθελε να στήσει. Ο ίδιος σαν άτομο είχε επιλέξει να στρέψει το συγγραφικό του ταλέντο προς άλλες κατευθύνσεις παρά, προς την συγγραφή ενός ακόμα σπουδαιότερου μυθιστορήματος, όπως είναι το «Τρίτο στεφάνι». Ίσως η δόξα και η αναγνωρισιμότητα αυτή του ενός βιβλίου(λες και κέρδισε τζακ ποτ) τον καθήλωσε συγγραφικά και δεν κατόρθωσε μετέπειτα να την υπερβεί. Η συμμετοχή του επίσης στα κοινά, ήταν κάτι περισσότερο από έντονη και θορυβώδης, και όχι πάντοτε απαραίτητη. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του όχι πάντοτε εύστοχες σε σχέση με τις μεταφράσεις του, που όλες αν θυμάμαι καλά έτυχαν θεατρικής αναγνώρισης. Η ευαίσθητη και «πικραμένη» ιδιωτική του ζωή, αμαυρωνόταν μάλλον ορισμένες φορές από την υπερβολική της έκθεσή της, και δημοσιοποίησή της σε άτομα αδιάφορα προς εκείνον, πρόσωπα αδηφάγα, ανελέητα και επικίνδυνα τόσο προς την ατομική του πορεία όσο και το αξιόλογο έργο του.
     Και εδώ, θα ήθελα να προσθέσω, με όλο το σεβασμό προς την μνήμη και το έργο του,-μια και είχα την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής μου, για ένα χρονικό διάστημα-ότι ο Κώστας Ταχτσής σαν άτομο, δεν αποδεχόταν έναν τρόπο ζωής και ερωτικής ευαισθησίας, στις ιδιαίτερες στιγμές του καθενός μας, έτσι όπως μας το δίδαξαν (θεωρητικά ή ιδανικά αν θέλετε) τουλάχιστον οι περιπτώσεις σπουδαίων και μεγάλων δημιουργών όπως είναι εκείνη του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του συγγραφέα και φιλολόγου Γιώργου Ιωάννου, του Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, του σπουδαίου ποιητή από την Θεσσαλονίκη Ντίνου Χριστιανόπουλου και άλλων που, με το σημαντικό συγγραφικό τους έργο και την καλλιτεχνική τους παρουσία ψηλάφισαν τις ερωτικές μας ευαισθησίες προς την ανδρική ομορφιά, την ανδρική σωματική ρώμη, την μοναχική και δύσκολη περιπέτεια ανεύρεσης του ιδανικού άλλου μισού όχι στο άλλο μισό του ουρανού, αλλά προς το ίδιο σου το φύλο με ότι αυτό συνεπάγεται σε χαρές και θλίψεις σε δυσκολίες και ευχάριστες στιγμές. Αυτό το ιδανικό ταξίδι όχι τόσο προς την αθανασία αλλά την ιδανική ομορφιά αυτή που είναι ευχή και κατάρα μαζί. Ούτε ακόμα, δεχόταν τις Πλατωνικές θέσεις περί έρωτος, αλλά και την αμφίσημη και κάπως παράξενη σημαντική εισαγωγή του παλαιού φιλολόγου Ιωάννη Συκουτρή όπως αυτή καταγράφεται στην έκδοση του Πλατωνικού «Συμποσίου» της φημισμένης έκδοσης της Ακαδημίας Αθηνών. Και σίγουρα, όπως αμυδρά η μνήμη μου θυμάται, δεν είχε μελετήσει τα κείμενα περί αισθητικής του Δημητρίου Καπετανάκη.
       Γιατί κατά την άποψή μου, οφείλουμε να κατανοήσουμε όλοι μας, στρέιτ και μη, ότι η Ομοφυλοφιλία και κατεπέκταση η ερωτική προσέγγιση δεν σημαίνει εμπορευματοποίηση του σώματός μας και της ευαισθησίας του, ή μας, ούτε επιδίωξη αλλαγής της σωματικής μας εικόνας. Η Ομοφυλόφιλη επιθυμία, όπως και οι άλλες ερωτικές εκφράσεις και επιλογές οι ιερές εκφράσεις της ζωής,-η πίστη, ο φόβος του θανάτου, ο έρωτας προς την γυναίκα, ο έρωτας για την Τέχνη, η επιθυμία για πνευματική δημιουργία, οι κάθε είδους πολιτικοί και κοινωνικοί μας αγώνες, οι τάσεις μας να ερμηνεύσουμε το ανεξερεύνητο της μεταφυσικής, είναι εκφράσεις περισσότερο παιδαγωγίας της ψυχής μας, αρτίωσης μας ως ανθρώπων μέσα στο πρόσκαιρο πέρασμά μας από αυτήν την ζωή. Και ίσως η Ομοφυλόφιλη επιθυμία να είναι περισσότερο θέμα αισθητικής(;) και κοινωνικού ήθους, παρά η στιγμιαία ζητιανιά μιας πρόσκαιρης επαφής μέσα στο προσωπικό μας θαύμα που βουλιάζει παρά την εν θλίψεσι επιθυμίας μας. Γιαυτό συνήθως οι απανταχού και ποικιλοτρόπως ανέραστοι σπάζουνε τα αγάλματα του έρωτα κομμάτια, ψυχές ανυποψίαστες που κράζουνε βοήθεια, μα έχουνε κλειστά τα μάτια.
      Δυστυχώς με μελαγχολία διαπιστώνει κανείς μελετώντας το βιβλίο αυτό του Κώστα Ταχτσή, ότι ο συγγραφέας αλώθηκε από τα μέσα. Ίσως ο ίδιος να επεδίωξε με την τόσο υπερβολική προβολή των προσωπικών του στιγμών την ήττα του, ίσως να ήταν ένα συνειδητό του παιχνίδι επιλογής με τον θάνατο, ίσως πάλι να ήταν ο δικός του σαρκασμός προς την ίδια την ζωή. Ίσως η ζωή του να ήταν «μια φυσαρμόνικα που κλαίει με την ανάσα ενός παιδιού, σημάδι ετούτου του καιρού που μας φοβίζει και μας καίει». Όπως τόσο σπαρακτικά με μουσικό τρόπο αναφέρει ο Πειραιώτης μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και τραγουδοποιός Δήμος Μούτσης.
Και δυστυχώς ο Ταχτσής, δεν έλαβε στα σοβαρά υπόψη του τα προφητικά και σπαρακτικά λόγια που του έγραψε η συγγραφέας Μάρω Δούκα σε επιστολή της, δες σελίδα 34 του βιβλίου. Ίσως να είναι στην μοίρα του ανθρώπου, να μην ακούει τα άτομα που πραγματικά και ανιδιοτελώς τον αγαπάνε. Μπορεί πάλι αυτή να είναι η ομορφιά και η μεγαλοσύνη του ανθρωπίνου όντος, αυτού του ανέμελου, ριψοκίνδυνου και επικίνδυνου ζώου της φύσης, όταν πέφτει ξανά και ξανά στα ίδια (του) λάθη.
Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Οιδίποδα και του Τειρεσία.
       Τιμώντας λοιπόν την μνήμη του συγγραφέα, και μελετώντας τα γραπτά του, φρονώ ότι οι καλές πλευρές της προσωπικότητάς του, δεν φανερώνονται μέσα από την έκδοση του παρόντος βιβλίου. Η μνήμη του αμαυρώνεται, αφού εξισώνονται ανόμοιες επιστολές, άκαιρες παρεμβάσεις, άστοχες επισημάνσεις, κυνικές του αναφορές, μικροκακίες του ίδιου του συγγραφέα, με εύστοχες κουβέντες του πάνω σε θέματα καθαρά λογοτεχνικά, ή ακόμα τις έξυπνες και ορθές θέσεις και επισημάνσεις του πάνω σε προβλήματα της διδασκαλίας της γλώσσας, ή ακόμα τον τρόπο ανεβάσματος αρχαίων κωμωδιών. Και αναφέρω, πως μπορεί να σταθεί δίπλα-δίπλα μια επιστολή ήθους όπως αυτή που απευθύνει στον συγγραφέα Νίκο Δήμου,(ποιος δεν θυμάται την ωραία εκπομπή του Δήμου και την συζήτηση με τον Ταχτσή), με άλλες που αναφέρεται σε θέματα αγοραίου έρωτα; Πως ταιριάζει η επιστολή που του γράφει η Μάρω Δούκα, ή τα διάφορα μεταφραστικά θέματα που ερευνώνται με τις σκανδαλοθηρικές παρεμβάσεις του και μάλιστα με επιστολές που ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας είχε στείλει; Έτσι εξισώνονται επιστολές που δεν εστάλησαν με άλλες που είχαν σταλεί και χωρίς να γνωρίζουμε την απάντηση. Μάλλον έτσι ισοπεδώνονται προβληματισμοί, χάνεται η διάκριση των θεμάτων, καταργούνται τα απαραίτητα λογοτεχνικά όρια, αλλοιώνεται η όποια ευαισθησία και σημαντικότητα των κειμένων.
Ακόμα και οι φωτογραφίες που κοσμούν την έκδοση, έχουν τεθεί άτακτα, ορισμένες επαναλαμβάνονται ίσως για να γεμίσουν τα κενά της σελίδας και άλλες δεν έχουν ημερομηνία, για να μην μιλήσουμε για μια στοιχειώδη χρονολογική διάταξη.
     Που δικαιώνεται η μνήμη του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή με τις δημοσιεύσεις μικρόψυχων αναφορών του και μικροτήτων προς άλλους συγγραφείς με παραπλήσια ερωτικά βιώματα;
  Και ακόμα κάτι, ας μου επιτραπεί η έκφραση άσχημο και απρεπές και επικίνδυνο. Ποιος αμφέβαλε ή αμφισβήτησε τον φρικτό τρόπο με τον οποίο χάθηκε από την ζωή ο Κώστας Ταχτσής, ώστε να χρειασθεί να δημοσιοποιηθεί η ιατρική του εξέταση ότι δεν έπασχε από AIDS;
    Κρίμα, και «ντροπή» σε όλους μας, που στο όνομα της όποιας εμπορευματοποίησης, σκυλεύουμε τον πόνο, τις ιδιαίτερες στιγμές, και την τραυματισμένη ζωή οποιουδήποτε ευαίσθητου και πληγωμένου ανθρώπου.
     Το μόνο που άξιζε από όλη αυτήν την εκδοτική προσπάθεια είναι ορισμένες επιστολές του συγγραφέα που αφορούν καθαρά λογοτεχνικά θέματα και προβληματισμούς και η ενδιαφέρουσα και αξιοπρόσεχτη μελέτη για το έργο του συγγραφέα του κυρίου Δημήτρη Μητρόπουλου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, 
εφημερίδα «Εξόρμηση», Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 1995, σελίδα 22.
Πειραιάς, Σάββατο, 16 Νοεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Όχι, δεν θα μιλήσω για την επέτειο του Πολυτεχνείου, που έγινε 40 χρόνια πριν.
Απλά θα θέσω μερικά ερωτήματα:
 Άραγε, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής όταν μετέφραζε τις Αριστοφανικές Κωμωδίες, τις μετέφραζε από τα Αρχαία ή από Αγγλικές ή Γαλλικές μεταφράσεις;
Για πόσους άλλους μεταφραστές της εποχής του συγγραφέα και μετέπειτα μπορούμε να πούμε το ίδιο;
Σήμερα μετά από τόσα χρόνια, που όλοι μας μεγαλώσαμε, υπάρχουν ακόμα συγγραφείς της κλειδαρότρυπας, ή συγγραφείς που πιστεύουν ότι η σκανδαλοθηρία που τόσο προβάλλεται στα ΜΜΕ, ή η προσωπική τους ζωή αξίζει να βγει στην πίστα ενός άγριου και απολίτιστου κοινού; Και αν ναι ποιους θα ωφελήσει αυτό;
Άραγε, διαβάζεται ο Κώστας Ταχτσής σήμερα, από ποιους και τι μελέτες γίνονται στο έργο του στις Πανεπιστημιακές σχολές;
Αυτά και απέσβετο το λάλον ύδωρ του Πολυτεχνείου;                                     



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου