Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΠΙΤΤΑΣ

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ  ΠΙΤΤΑΣ

Λίγες σκέψεις για την «Μετακόμιση» του Τριαντάφυλλου Πίττα

     Η «Μετακόμιση», του Θρακιώτη δημιουργού είναι μια αξιοσημείωτη, αν και κάπως άνισα δομημένη νουβέλα.
Το έργο εκδόθηκε το 1977 από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος, και, αποτελεί σταθμό στην συγγραφική του πορεία. Με το έργο αυτό ολοκληρώνεται μάλλον ο κύκλος μιας σειράς προβλημάτων που απασχόλησαν τον συγγραφέα, και τα οποία με θαρραλέα επιμονή και επαναληπτική ειλικρίνεια θέτει μέσα στο διηγηματικό του έργο κυρίως. Προβλήματα όπως οι σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους, αλλά και με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, η διαφορά μεταξύ ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική ηθική, οι σχέσεις των δύο φύλων και η αντιμετώπισή τους από το άμεσό τους και έμμεσο περιβάλλον, οι ιδιαιτερότητες της ερωτικής επαφής, οι διάφορες συνειδησιακές συγκρούσεις και η προσπάθεια απελευθέρωσης της σεξουαλικής επιθυμίας. Το πρόβλημα της κοινωνικής αντιφατικότητας, η διαπάλη ανάμεσα στις δημιουργικές και τις καταστροφικές κοινωνικές δυνάμεις-όπως ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει στο μικρό δοκίμιό του «πηγές και ταυτότητα της λογοτεχνίας μου»,-δες «Φαντασία» εκδόσεις Εστία 1989. Επίσης εξετάζει την πολιτική ιδεολογία των ατόμων και η κοινωνική τους «πρακτική»-συμπεριφορά, το αιώνιο οντολογικό θέμα της θρησκευτικής πίστης των ανθρώπων, και τέλος, το υπαρξιακό πρόβλημα της ταυτότητας του ατόμου, και το πρόβλημα της ταυτότητας του νέου Ελληνισμού.
    Θέματα οικουμενικά που συνεχώς επανέρχονται μέσα στην σύνολη συγγραφική του κατάθεση. Θέματα τα οποία με σεμνό και σχεδόν αθόρυβο τρόπο, προσπάθησε να τα κοινοποιήσει στους αναγνώστες του, και ταυτόχρονα να τους καταστήσει κοινωνούς των προσωπικών του αυτών αναζητήσεων, προβληματισμών, αδιεξόδων αλλά και λύσεων και προτάσεων διεξόδου.
       Ο Τριαντάφυλλος Πίττας, είναι καλλιτέχνης με πλούσιο βιωματικό κόσμο, έντονο προσωπικό όραμα για την ζωή, και ευδιάκριτους συγγραφικούς στόχους. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Στεφανάκης,
«Εμφανίστηκε στα γράμματα γύρω στα 1950 στην Θεσσαλονίκη, δημοσιεύοντας λογοτεχνικές κριτικές σε διάφορες εφημερίδες. Την ίδια περίοδο δημοσιεύει τα ποιήματά του με το ψευδώνυμο Κλεάνθης Τριάντος στα Αθηναϊκά περιοδικά: Κύκλος, Αιώνας. Αργότερα, συνεργάστηκε με τα περιοδικά Παμφοιτητική, Διαγώνιος, Πνευματική Ζωή, Ιωλκός, Λωτός, δημοσιεύοντας κριτικές λογοτεχνίας, Θεάτρου και Εικαστικών εκδηλώσεων, καθώς και διηγήματα και ποιήματά του» δες Γιώργος Στεφανάκης, «Επαναγνώσεις» εκδόσεις Εστία 1987.
     Στα 1962 χρονιά που ο ποιητής Γιώργος Θέμελης παίρνει το πρώτο βραβείο ποίησης για την συλλογή του «Φωτοσκιάσεις» εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1969 κατά την διάρκεια της Δικτατορίας εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Τα τέρατα θα έρθουν», δεύτερη έκδοση(Β) εκδόσεις Αιγόκερως 1981.
Το 1973 αυτήν την τόσο ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά χρονιά-Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είναι πλέον πρόεδρος της Δημοκρατίας και επιχειρεί την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος του, ο παλαιός πολιτικός και τόσο σημαντικός ιστορικός από την Σαντορίνη, Σπύρος Μαρκεζίνης αναλαμβάνει για λίγους μήνες πρωθυπουργός, τα γεγονότα στην Νομική, της εξέγερση του Πολυτεχνείου και άλλα-εκδίδει την ποιητική του συλλογή «Γυμναστική»
Η μοναδική του νουβέλα «Μετακόμιση» εκδίδεται το 1977 και πάλι από τις εκδόσεις Κέδρος, της αείμνηστης Νανάς Καλλιανέσης.
Από τις εκδόσεις Πλέθρον το 1979-Δημοκρατία πλέον, επιστροφή των παλαιών πολιτικών από το εξωτερικό, κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι πραξικοπηματίες βρίσκονται ήδη στην φυλακή(και όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια για να θυμηθούμε την γνωστή φράση) και το ζιβάγκο του Αντρέα ετοιμάζεται να γίνει πρωθυπουργική γραβάτα-ο Πίττας εκδίδει την συλλογή διηγημάτων του «Μαγεία στο λόφο των Μουσών».
Το 1980, όταν ποια έχει παρέλθει το γνωστό σλόγκαν του Μίκη Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς» και η Αλλαγή καλπάζει προς το σήμερα, ο Πίττας εκδίδει την συλλογή «Το κίνημα των γυμνών» και πάλι από τις ωραίες εκδόσεις του Πλέθρου.
Τέλος, το 1989, όταν ο Αντρέας έφυγε για να μας αφήσει χρόνους και μας γύρισε γαμπρός, τι να κάνουμε, άλλο νεκροφόρα και άλλο νυφική παστάδα, γιαυτό και έσκασαν οι ανέραστες ψηλές υπάρξεις και άλλες κόκκινες και δημοκρατικές δυνάμεις και τον έστειλαν τον άνθρωπο στο Ειδικό Δικαστήριο, και έτσι εμείς αποκτήσαμε χάρις στον ευτραφή κύριο της τράπεζας πρωινή ιδιωτική τηλεόραση, ο Τριαντάφυλλος Πίττας, εκδίδει από τον ιστορικό οίκο και βιβλιοπωλείο της Εστίας την συλλογή «Φαντασία». Δεκαπέντε διηγήματα-Ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο, που είναι μια συλλογή από τα διηγήματα των άλλων δύο του βιβλίων και, η προσθήκη καινούργιων στοιχείων για το έργο του.
Και για να μην ξεχνιόμαστε την χρονιά αυτή η εθνική μας ποιήτρια λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης-και δικαίως-για την συλλογή της «Χαίρε Ποτέ», και ο Πειραιώτης Νομικός και αξιόλογος συγγραφέας Φάνης Μούλιος το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος για το έργο «Οι κληρονόμοι». Και το ειδικό βραβείο λογοτεχνίας δίνεται-και δικαίως-στην Διδώ Σωτηρίου.
     Ο λόγος που χειρίζεται ο συγγραφέας Πίττας για να αποτυπώσει το φυλλορόισμα της «ενοχικής»  ευαισθησίας των ηρώων του, αλλά και την απελευθέρωσή τους από αυτήν, είναι στρωτός, απλός, κατανοητός χωρίς κραδασμούς και διάφορες σκοτεινότητες με μεγάλη διηγηματική αναπαραστατικότητα.
Με αρκετή ευαισθησία εντοπίζει τον πυρήνα της φωτεινής ψυχικής διαφάνειας των ανθρώπων και χαρτογραφεί τις υαλογραφημένες αποχρώσεις των διαθέσεών τους.
«Είναι μια γλώσσα που δεν δηλώνει ούτε ονοματίζει τα πράγματα. Απομονώνει έντεχνα μόνο τα πρόσωπα και τα εκφράζει κλιμακωτά, με αληθινό ρεαλιστικό τόνο»όπως γράφει σε βιβλιοκριτικό του σημείωμα ο Κώστας Γουλιάμος, δες περιοδικό «Τομές» νούμερο 34-35/1978.
    Χρησιμοποιεί θα γράφαμε μια Δημοτική των μεγάλων αστικών χώρων και όχι της περιφέρειας. Αν και ο ίδιος ο συγγραφέας κατάγεται από την πολυτυραννισμένη ιστορικά Θράκη. Μια αστική δημοτική που συγγενεύει μάλλον με εκείνη του συγγραφέα Τάσου Αθανασιάδη, ή του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, και ίσως και με του Καραγάτση, παρά με εκείνη του Κώστα Ταχτσή, που με το καταπληκτικό του «Τρίτο Στεφάνι» μας πρόσφερε ένα θαυμάσιο γλωσσικό υπόδειγμα της μεγαλοαστικής περιοχής του Κολωνακίου, και της Δεξαμενής βεβαίως- βεβαίως.
   Ο Πίττας χρησιμοποιεί μια γλωσσική έκφραση που αποφεύγει τους ιδιότυπους ακροβατισμούς, που μειώνουν την δυναμική της, και που, η «εικονολογική» της διάσταση εκφράζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το εμπειρικό της περιεχόμενο, χωρίς να νοθεύει ή να αλλοιώνει τα συνειδησιακά κριτήρια ή τις «χαρακτηρολογικές» αξιολογήσεις του συγγραφέα.
   Ο Πίττας, προτείνει μια κάπως κυνικά ρεαλιστική και όχι κρυπτική γλώσσα που δεν την ενδιαφέρει τόσο το εξωτερικό περίγραμμα, το σιωπηλό σκηνικό, όσο το να εντοπίσει την εσωτερική μορφή της ψυχής των προσώπων που εξετάζει, να την εγκιβωτίσει μέσα στο δικό της σκηνικό πεδίο και κλιμακωτά να την εκφράσει. Ένας γλωσσικός κώδικας που ιχνογραφεί συνήθως μόνο το υποκείμενο που το παράγει και την εξελικτική εσωτερική πορεία του υποκειμένου αυτού.
     «Η Μετακόμιση» έρχεται σαν συνέχεια και ολοκλήρωση των διηγηματικών έργων: «Διακοπές στο χωριό» 1938, και το «Στοιχειωμένο ορυχείο» 1946. Και τα δύο γράφτηκαν σε εποχές ιστορικά και πολιτικά πολύ δύσκολες για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
   Με ύφος χαμηλόφωνο, εικονογραφείται η διάλυση μιας τυπικής πενταμελούς αστικής οικογένειας.
    Η οικογένεια Τερζή, διαμένει σε ιδιόκτητο οίκημα στο κέντρο της Αθήνας, γωνία Σίνα-Ακαδημίας. Που, όπως λέει η Αμαλία Τερζή: «κατάντησε ακατοίκητο από τα καυσαέρια». Όταν όμως αποφασίζει να μετακομίσει έρχεται η διάλυση. Έχουμε δηλαδή μια «τοπογραφικά προσδιορισμένη λογοτεχνία» όπου ο χώρος αποτυπώνεται και διαθλάται μέσα στην λογοτεχνία. Με την εσωτερική αυτή μετανάστευση έχουμε μια διάσπαση του πυρηνικού οικογενειακού κυττάρου και μια ανατροπή της μέχρι τότε οικογενειακής ισορροπίας. Η κοινωνική εικόνα που βγαίνει προς τα έξω του τυπικού οικογενειακού μοντέλου των Τερζήδων αποδεικνύεται ξαφνικά πολύ εύθραυστη
   Τα μέλη χωρίζουν ακολουθώντας το καθένα τον ιδιαίτερο δικό του δρόμο. Σαν να μην υπήρχε μεταξύ τους κανένας συνεκτικός δεσμός, καμιά ψυχική συναισθηματική επαφή, κανενός είδος αγαπητική σχέση, ξένοι προς ξένοι.  Βλέπουμε δηλαδή, η διάσπαση της οικογένειας να επιτελεί μια ιδεολογική λειτουργία μέσα στο έργο. Ξαφνικά αναδύεται από το ασυνείδητο των ηρώων μια επαναστατική, λυτρωτική διάθεση που τους ορίζει την νέα πορεία τους, και τους καθοδηγεί να φανερώσουν την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους., αλλά και να μας αποκαλύψουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να εκπληρώσουν τις πιο τολμηρές επιθυμίες τους, να καταφύγουν στις πιο παράτολμες πράξεις. Και ίσως, αυτό αμφίδρομο ταξίδι, δηλαδή η φυγή από την μία η εξωτερική, η απομάκρυνση από την πόλη να συνδέεται με το άλλο ταξίδι αυτό στα ενδότερα της ψυχής τους, του εσωτερικού τους κόσμου εκεί που κρύβονταν τόσα ανεξερεύνητα μέχρι τότε απελευθερωτικά στίγματα.
Και, ενώ η πόλη παραμένει η ίδια με τα προβλήματά της, τις δυσκολίες της και την αδιαφορία της προς αυτούς, από την άλλη το ταξίδι προς τα πίσω προς το παρελθόν των ηρώων, να υποδηλώνει την αναζήτηση του χαμένου χώρου της παιδικής ηλικίας.
Γιαυτό και ενώ διασπάται η ενότητα της οικογένειας στην αρχή της νουβέλας, «αναδημιουργείται» στο τέλος με την εγκυμοσύνη της Ελευθερίας.
Το συμβολικό αυτό γεγονός δεν λειτουργεί μόνο σαν κάθαρση μέσα στη νουβέλα, αλλά και σαν συμβολική αναφορά για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, αφού τα διαδραματιζόμενα γεγονότα συμβαίνουν μεσούσης της Δικτατορίας.
     Σημειώνει εύστοχα ο κριτικός και συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς: «Ως τα μισά περίπου της νουβέλας η αφήγηση καλύπτει δυόμισι μήνες κατά τους οποίους ο βιομήχανος πατέρας εμφανίζεται για λόγους απροσδιόριστους στην Νάξο, η γυναίκα του Αμαλία εγκαταλείπει το σπίτι και τα δύο ανήλικα παιδιά της για να ακολουθήσει κάποιον εραστή, η Ναυσικά και ο Χαρίλαος-τα δύο παιδιά- ύστερα από μια βραχύβια αιμομικτική σχέση, χάνονται στο άγνωστο ακολουθώντας ο δεύτερος την κατ’ επάγγελμα αρσενοκοιτία και η πρώτη τα πρώτα βήματα της Μεσσαλίνας» δες «Δοκίμια και άλλα» εκδόσεις Κέδρος 1985.
    Λες, και η ακοινωνησία του αστικού περιβάλλοντος με τον εύκολο και άκοπο πλουτισμό του(αυτό που δημιούργησε τους νεόπλουτους), να κρατούσε δέσμιους τους πόθους και τις επιθυμίες των ηρώων και να εμπόδιζε την αποφόρτιση της τεράστιας ερωτικής διάθεσης που χουχούλιαζε μέσα στην ψυχή τους, και την διοχέτευσή τους στο πρόσωπο του άλλου.
Και σε αυτήν την λανθάνουσα στην αρχή, εμφανή κατόπιν ερωτική τάση, το ηρωικό και απειλητικό κατόρθωμα των ηρώων να αποτινάξουν από πάνω τους κάθε επίκτητη σκουριασμένη κοινωνική συνήθεια και να επανεύρουν τις επιθυμίες τους, συγκεντρώνεται το βάρος του μηνύματος της νουβέλας. Στην ερωτική απελευθέρωση των δύο αδελφών και την πολιτική συνειδητοποίηση του μεγαλύτερου αδελφού του Ορέστη(τι σημαδιακό και αυτό το όνομα),στο δεύτερο μέρος της νουβέλας, ίσως βρίσκεται το μυστηριακό, το θεϊκό συνάμα συγκεχυμένα απειλητικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης., που με την ξαφνική παρέμβαση του, σε μια βοηθητική ανθρωπιστική κάθοδο στην ψυχή των νέων, θα συναντήσει την αληθινή εικόνα του κάθε ανθρώπου, για να την συνοδεύσει στην επιφάνεια και ταυτοχρόνως να της προσδώσει κάτι από την εξαιρετική του ουσία.
     Με την ψυχαναλυτική αυτή μέθοδο που ακολουθεί ο Πίττας, μας αποδεικνύει πως οι πράξεις των ανθρώπων, οι καθημερινοί απελευθερωτικοί σπασμοί του σώματος, οι αναταραχές της ψυχής και των επιθυμιών, η μεταστροφές της πνευματικής κατάστασης, είναι μάλλον ο μοναδικός τρόπος όχι μόνο για να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας και τις πολυποίκιλες και πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και για να ερμηνεύσουμε σωστότερα τα διάφορα ιστορικά συμβάντα της δραματικής του πορείας και ανεξερεύνητης ακόμα διαδρομής.
    Ο Τριαντάφυλλος Πίττας, με εύστοχο τρόπο ιχνηλατεί τον τιτάνιο αγώνα της απελευθέρωση της ανθρώπινης ψυχής από την τρομερή δυναστεία των ενοχών-επίκτητων και μη-αλλά και του άμετρου πάθους, και την δυνατότητα αυτοορισμού του ατόμου στα όρια της αγαπητικής συνύπαρξης.
Έχουμε δηλαδή μια λυρική και έντεχνη ψυχοανθρωπολογία, που περιγράφει και αποκρυπτογραφεί τους κώδικες εσωτερικής συμπεριφοράς, αλλά και τους κοινωνικούς, ώσπου η επιθυμία να βρει την εκπλήρωση του στόχου της.
Γιατί η γονιμοποιός αγάπη, είναι εκείνη που εξαγιάζει τις πάσης φύσεως ερωτικές επιλογές, και μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τον άλλον σαν μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, σαν μια ακέραιη και αδιάτμητη ύπαρξη, πέρα από κάθε είδους διάκριση.
     Και αυτή η δραματικά απελευθερωτική διερεύνηση και αποκάλυψη των πιο απόκρυφων ερωτικών καταστάσεων που επιδιώκει ο συγγραφέας Τριαντάφυλλος Πίττας, ευτυχώς δεν οδηγείται σε ηθικίστικους χαρακτηρισμούς, δεν συγκεκριμενοποιείται σε ηθικό δίδαγμα, το απορρέον αυτό συναίσθημα, στο όνομα μιας μεταφυσικής απαγόρευσης.
Ούτως ή άλλως ο καλός Θεούλης μας πέθανε, με τις απαγορεύσεις των δήθεν πρεσβευτών του θα ασχολούμεθα τώρα;
    Ο Πίττας μας μαθαίνει τις δύσβατους ατραπούς της ατομικής αυτογνωσίας,  μιας αυτογνωσίας που επιτυγχάνεται μόνο μετά την σεξουαλική απελευθέρωση.
Γνήσιος μαθητής του μεγαλύτερου πνεύματος της ανθρωπότητας, του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, τις τελευταίες εκατονταετίες-μαζί με εκείνο του Κάρολου Δαρβίνου-ο Τριαντάφυλλος Πίττας προσπαθεί να εφαρμόσει τις αρχές του.
   Και ο ίδιος το αναφέρει στο δοκίμιό του για το έργο του (δες «Φαντασία») προβάλλει μέσα από το έργο του την σταδιακή διαδικασία απελευθέρωσης της ανθρώπινης Libido. Κάτι που φέρνει στον νου μας την ταινία «Θεώρημα» του Ιταλού φιλολόγου, ποιητή, μεταφραστή και σκηνοθέτη Πιέρ Πόλο Παζολίνι, και την επίδραση που είχε πάνω στον χαρακτήρα τους και την ερωτική και κοινωνική συμπεριφορά τους, η έλευση του ξένου, του Άγγελου, του κομίζοντος στην μεγαλοαστική τάξη και την οικογένεια του Βιομηχάνου, το νέο μήνυμα.
Επίσης ο Πίττας ζωγραφίζει και την σταδιακή εξέλιξη των κοινωνικών ηθών της ταρτούφικης ανέκαθεν Ελληνικής κοινωνίας.
    Ο Πίττας, γνωρίζει ότι «Πάτριον γαρ ημίν τας ηδονάς εκ πόνων κτάσθαι» για να παραλλάξω τον λόγο του πατέρα της Ιστορίας Θουκυδίδη.
Αν και ο πόνος θα γράφαμε υπάρχει μόνον στο βαθμό και μόνο επειδή το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ποτισμένο από το μεγαλείο.
     Ο μυθιστοριογράφος από την Θράκη απελευθερώνει την διονυσιακή φαντασία των ηρώων του γνωρίζοντας ή σωστότερα κατανοώντας ότι η σκληρότητα και η επιθετικότητα των ανθρώπων δεν είναι παρά μεταμφιεσμένος φόβος. Ένας φόβος άλογος που το μόνο που προτείνει είναι η ασχήμια ενός κόσμου ανήθικου, πουριτανικού από κούνια, παγερού σε σημεία πολέμου, και που επιδιώκει το εύκολο κέρδος, την αυταρχική αίγλη της εξουσίας, τις αταβιστικές κοινωνικές χειρονομίες, το ψεύτικο όραμα την υιοθέτηση κάθε είδους, βαθμού και ποικιλίας ρατσισμό. Ένας κόσμος που τα αντικείμενά του χάσανε την πραγματική τους χρησιμότητα και ο άνθρωπος σαν ατομική μονάδα την ανθρωπιά του, ενός κρατά μετά μανίας την όποια πίστη του. Ένας κόσμος που τόσο σπαρακτικά έχει σκιαγραφήσει ο μεγάλος θεολόγος της Ρωσικής λογοτεχνίας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, στο γνωστό έργο του «Οι Δαιμονισμένοι» που γράφει: «Μονάχα όποιος σκοτώνεται για να σκοτώσει και τον φόβο, αυτός μονάχα γίνεται αμέσως Θεός».
     Γιατί ο φόβος δεν είναι παρά μια αδέξια προσπάθεια της φαντασίας, μιας φαντασίας που δεν έχει μπολιαστεί από το ερωτικό συναίσθημα, του μόνου συναισθήματος που μπορεί να αποσφραγίσει την απόκρυφη και μέγιστη δημιουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
      Ο συγγραφέας ακόμα, μέσα από τους μικρούς και σύντομους διαλόγους των ηρώων του, τόσο της Ναυσικάς με τον αδελφό της Χαρίλαο, όσο και του Ορέστη με τον πατέρα του, αλλά και με τον παπά Νικόλα, φίλο του πατέρα του, όχι μόνο υπογραμμίζει αλλά και κάνει εμφανέστερη την διαφορετική θέαση της ζωής και των προβλημάτων της, από την προηγούμενη γενιά και την νεότερη, την αμέσως επόμενή της.
     Συγκρίνει και επισημαίνει τις αρετές και τα προτερήματα των νέων ανθρώπων σε σχέση με εκείνα των μεγαλυτέρων, των παλαιοτέρων. Τα προβλήματα της οικογένειας Τερζή φέρνουν αμυδρά στο νου τα προβλήματα της οικογένειας Πάρνη. Η δε αιμομικτική σχέση των αδελφών, ανακαλεί στην μνήμη μας το βιβλίο της Γαλλίδας συγγραφέως Μαργαρίτας Γιουρσενάρ «Anna Sorror» αν και η έκβαση της Γιουρσενάρ, είναι τελείως διαφορετική.
    Εκεί που χωλαίνει το βιβλίο του Πίττα, είναι η κάπως άναρχη δομή του. Το άνισο από άποψης δραματικότητας και πλοκής, πρώτο από το δεύτερο μέρος.
 Ίσως, από τεχνικής απόψεως, εφόσον η δραματικότητα και η δράση είναι περισσότερο μάλλον εσωτερική, παρά εξωτερική-η εξωτερική δράση απλά επιτυγχάνει την εσωτερική εξέλιξη-να μην χρειαζόντουσαν οι εμβόλιμες διανοητικές παρεμβολές του δεύτερου μέρους κυρίως, που αλλοιώνουν την αίσθηση της εξελικτικής πορείας, και καθυστερούν μάλλον άσκοπα την εσωτερική ολοκλήρωση.
    Από το έργο του Πίττα λείπει ενίοτε αυτή η τόσο απαραίτητη εσωτερική οργάνωση και σφικτή διάρθρωση που απαιτεί ο διηγηματικός λόγος.
Τόσο στην περιγραφή όσο και στην ανάλυση, επικρατεί μια μάλλον άτακτη σκηνική οικονομία που περισσότερο ζημιώνει παρά ωφελεί τον σύνολο σκοπό της υπόθεσης.
Και όπως εύστοχα και πάλι σημειώνει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, στο προαναφερθέν βιβλίο του «Αταίριαστα όμως συνυπάρχει αυτή η γλωσσική σοφία με μια ανεξήγητη και ανοικονόμητη δομική αναρχία της αφήγησης, που έχει ως αποτέλεσμα να μοιάζει τελικά η νουβέλα με εκείνα τα εκτός σχεδίου πόλεως αρχιτεκτονήματα που χτίζονται λαθραία».
Αξίζει ακόμα να προσεχθεί ότι οι αναμνήσεις που προέρχονται από τους μονολόγους των ηρώων, μας δίνουν περισσότερο μια ακουστική αίσθηση παρά οπτική. Ίσως και γιαυτό ο χρόνος να είναι τόσο βραχύς, και λείπουν από το έργο οι μεγάλες εικονογραφικές παραστάσεις της οικογένειας.
      Κλείνοντας τις σκόρπιες αυτές σκέψεις πάνω στο έργο του Τριαντάφυλλου Πίττα, θα ήθελα για μία ακόμη φορά να επισημάνω, ότι η ουσία του έργου που μας δίνει ο Πίττας πέφτει κυρίως στην ερωτική απελευθέρωση των νέων, σε σχέση με τον στείρο πουριτανισμό και την κακοήθη ηθική των παλαιοτέρων.
Μια απελευθέρωση που δεν αρκείται στην ανοχή ή την ανεκτικότητα, ή και την αδιαφορία των άλλων, αλλά προασπίζεται την ιδεολογική, ψυχική και σωματική προσέλευση στο δικαίωμα της ιδιαιτερότητας. Γιαυτό και το έργο του διαπερνά μια μελαγχολική αισιοδοξία, μια που ξεκινά το ταξίδι το συγγραφικό και της ζωής με τα χέρια άδεια όπως έγραψε ο Ινδός ποιητής, και φιλόσοφος Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ, αλλά, με την καρδιά γεμάτη ελπίδα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«γραφή», τεύχος 25-26/ Χειμώνας-Άνοιξη 1994, σελίδες 222-227.
Πειραιάς, Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2013.

Και καθώς έξω βρέχει:

Μόνο η αιωνιότητα διαρκεί αιώνια

Λεπτή σαν κερί σβήνει η αγάπη
παραχωρώντας τη θέση της στο μεγάλο σκοτάδι
στη μικρή ελευθερία
με την οποία περνάει ο χρόνος
ένας πολύτεκνος ψαράς
με σκαμμένο, θλιμμένο πρόσωπο.
Ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω μας.
Απατηλά φαίνεται μόνο
πως είμαστε  μικροί ήλιοι στο σύμπαν
και πως το φως είναι αιώνιο.
Δικαιούται ο άνθρωπος να είναι ξένος,
κρύσταλλο, σκιά ή νιφάδα χιονιού,
κάτι που το ρίχνουν μακριά
κι επιστρέφει με τη μορφή της σιωπής.
Κι όταν κλονίζεται η τάξη,
δημιουργείται μια καινούργια τάξη,
πάντα εντάξει,
γιατί κι αυτή είναι καταδικασμένη να κλονίζεται.

Από την συλλογή του Ισραηλινού ποιητή, μεταφραστή και γλωσσολόγου Ράμι Σαάρι,
«Κάτω από τις πατούσες της βροχής»,
εκδόσεις ΟΞΥ, 2006, σελίδα 11, μετάφραση Χρυσούλα Παπαδοπούλου.    
                       
                       

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου