ΛΙΓΑ ΑΚΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΡΓΚΕΙ ΠΑΡΑΤΖΑΝΩΦ
Στο
προηγούμενο σημείωμα, προσπάθησα να δώσω ένα γενικό πληροφοριακό περίγραμμα για
τον κυνηγημένο και φυλακισμένο ποιητή-σκηνοθέτη από το σοβιετικό καθεστώς
Σεργκέι Παρατζάνωφ. Έναν καλλιτέχνη από την γη της Αρμενίας που κυνηγήθηκε και
φυλακίστηκε, ταλαιπωρήθηκε και προπηλακίστηκε από τις σοβιετικές αρχές του
τόπου του εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Η περίπτωση Sergei Paradjanov (9/1/1924-20/7/1990) αποτελεί, ένα ακόμα μελανό στίγμα στην ευτυχώς βραχύβια αιματοβαμμένη ιστορική
και πολιτική διαδρομή του μαρξισμού-λενινισμού στην πρώην σοβιετική ένωση. Μια
οικονομική και πολιτική ιδεολογία που ενώ ξεκίνησε με ελπιδοφόρες προθέσεις για
βελτίωση των ανθρώπινων συνθηκών, αλλαγή των οικονομικών δεδομένων, κατάργηση
της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, άμεση δημοκρατική διακυβέρνηση,
ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο, κατέληξε σε μια στυγνή δικτατορία,
σε μια κομματική σταλινική νομενκλατούρα που δυνάστευε από τα πάνω τις μάζες και άφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς. Επεκράτησε η δικτατορία επί του
προλεταριάτου, όπου το μεσσιανικής πολιτικής ιδεολογικό και οικονομικό αυτό
σύστημα διακυβέρνησης με την βία και την ισχύ των όπλων επιβλήθηκε. Χωρίς
ίχνος δημοκρατικών συνθηκών, χωρίς ίχνος πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών,
με εξοντώσεις αντιφρονούντων, φυλακίσεις αντιπάλων, εξορίες σε στρατόπεδα
συγκεντρώσεως όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν το κόμμα και τις αρχές του, τους
ανθρώπους του και τις εκβιαστικές τους πολιτικές. Από την βίαιη επικράτηση του
πατερούλη και της πολιτικής του σταλινισμού στην πρώην σοβιετική ένωση με τα
εκατομμύρια των θυμάτων της ως τις κατακόμβες χιλιάδων δολοφονημένων πολιτών
από τους ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη, από τις αιματηρές καταστολές των
εξεγερθέντων κατοίκων της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας από τα σοβιετικά
τανκς ως την ανατροπή του αυτοκρατορικού καθεστώτος στην Αιθιοπία, και από τις
φυλακίσεις και δολοφονίες αντιφρονούντων από το Μαοϊκό καθεστώς, ως την επί
δεκαετίες μονοκομματική μαρξιστική δεσποτική διακυβέρνηση της χώρας του Φιντέλ,
η πολιτική και οικονομική αυτή ιδεολογία των κόκκινων μαρξιστικών δικτατοριών
ταλαιπώρησε μέχρι το 1989 την υφήλιο. Ίσως μοναδική εξαίρεση πολιτικής
δημοκρατικής αλλαγής στον αιματοβαμμένο ιστορικά αιώνα που πέρασε, να αποτελεί
η σύντομη διακυβέρνηση της Χιλής, το προσωπικό πολιτικό πείραμα ενός οραματιστή,
δημοκράτη και πατριώτη ηγέτη του Σαλβαντόρ Αλιέντε. Ενός ηγέτη γνήσια
αριστερού, που μάλλον ο πολιτικός του οραματισμός συγγένευε με τον ενθουσιώδη
επαναστατικό οραματισμό του Τσε. Και οι δύο όμως, σκοτώθηκαν νωρίς, στην ακμή
του οραματικού και πολιτικού επαναστατικού τους καθήκοντος, έτσι ο μύθος που οικοδομήθηκε γύρω
από το όνομά τους, να μην μας παρέχει τα απαραίτητα εκείνα ιστορικά δεδομένα
της μετέπειτα πολιτικής συνεισφοράς τους. Η πανάρχαια πολιτική παράδοση των
ανοιχτών κοινωνιών, των φιλελεύθερων καθεστώτων, των αστικών-αν θέλετε, των
καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών καθεστώτων-με την άμεση ή έμμεση πολιτική
εμπειρία δημοκρατικής διακυβέρνησης και ατομικών δικαιωμάτων που προέρχεται από
την αρχαία Ελλάδα, την ρωμαϊκή εποχή και τις κατοπινές ιστορικά δυτικές
κοινωνίες της δύσης στα χρόνια του διαφωτισμού, υπερίσχυσε στις κοινωνίες, στις
ζωές, τις συνειδήσεις και τα πιστεύω των ανθρώπων. Η περιβόητη πάλη των τάξεων, δεν
κατόρθωσε να διώξει από την μνήμη των ανθρώπων τις μορφές και τους βαθμούς
πολιτικής, κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας που γεννήθηκαν ενάντια στον
ασιατικό δεσποτισμό, την μανιχαϊκή θεοκρατική αντίληψη διακυβέρνησης των λαών
της μεσογείου, σε αυτήν την μικρή χώρα που λέγεται Ελλάδα. Η πολιτική παράδοση
των αρχαίων ελλήνων και οι διάφορες εναλλαγές του τρόπου διακυβέρνησης των
πόλεων με τις οποίες ήσαν εμπειρικά εξοικειωμένοι οι άνθρωποι της δύσης στο
διάβα των ιστορικών χρόνων, δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει με το μαρξιστικό-λενινιστικό
καθεστώς μονοκομματικής και μονοφωνικής διακυβέρνησης. Πόσο μάλλον, με το
στυγνό δικτατορικό καθεστώς, το σταλινικό και των επιγόνων του. Ο Ζαν Φρανσουά
Ρεβέλ στο βιβλίο του «ΜΗΔΕ Ο ΜΑΡΞ ΜΗΔΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ» η νέα παγκόσμια επανάσταση
έχει αρχίσει στις ΗΠΑ, εκδόσεις Ράππα-Κέδρος 197; Μετάφραση Γεώργιος
Χατζόπουλος, Jean-Francois Revel, “Ni Marx ni Jesus” ένα βιβλίο που διαβάστηκε και
σχολιάστηκε πολύ στην εποχή του από το πολιτικοποιημένο και υποψιασμένο
ιδεολογικά ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αναφέρει σχετικά τα εξής για τους
επιγόνους του σταλινισμού στην αχανή και παγωμένη αυτή ομόδοξη χώρα:
«Η
ανικανότητα αλλαγής συμπεριφοράς, τόσο εκ μέρους των ιθυνόντων όσο και του
λαού, αποκαλύπτει άλλη μία φορά τον ουσιαστικό και όχι συμπτωματικό δεσμό της
πολιτικής δικτατορίας με την κοινωνική αντίδραση. Όχι «συμπτωματικά» αλλά
«ουσιαστικά» συνελήφθη ο Αμαλρίκ τον Μάϊο του 1970, όπως άλλωστε το είχε
προβλέψει ο ίδιος, με τόση βεβαιότητα με όση ο αστρονόμος προβλέπει την
εμφάνιση ενός κομήτη.
Πραγματικά είναι πλάνη να φαντάζεται
κανείς ότι οι κομμουνιστικές χώρες θ’ ανοίξουν προοδευτικά τις πύλες τους στη
δημοκρατία, όταν πιά θα έχουν «σταθεροποιήσει» τις βάσεις του σοσιαλισμού,
γιατί, αντίθετα, όσο περισσότερο διαρκεί η δικτατορία, τόσο περισσότερο οι «βάσεις»
αυτές γίνονται εύθραυστες και, συνακόλουθα, τόσο περισσότερο γίνεται απαραίτητη
η δικτατορία. Υπήρξε, βεβαίως, ο χρουστσωφικός «φιλελευθερισμός». Η αναφορά μας
όμως και μόνο, όμως, σ’ αυτόν, δείχνει πόσο λίγο απαιτητικοί είμαστε και με
πόσα λίγα ικανοποιούμαστε όταν πρόκειται για τις σοβιετικές ελευθερίες. Κι
όμως, επί Χρουστσώφ συντρίφτηκε η ουγγαρέζικη εξέγερση, εκτελέστηκε ο Ίμρε Νάγκυ,
ο Μπόρις Πάστερνακ υποχρεώθηκε να αρνηθεί το βραβείο Νομπέλ, εξοστρακίστηκε η
ανεξάρτητη ζωγραφική και μάλιστα με τις προσωπικές κατάρες του Χρουστσώφ, επί
Χρουστσώφ δεκάδες καταδίκες σε θάνατο απαγγέλθηκαν ενάντια σε Εβραίους που
κατηγορήθηκαν για «παρασιτισμό» και «διαφθορά». Ο αριθμός των πολιτικών
κρατουμένων και των στρατόπεδων καταναγκαστικής εργασίας έμεινε αναλλοίωτος κι
όταν σήμερα μιλάμε για τη λαμπρή περίοδο Σολζενίτσιν, είναι καθαρό σχήμα λόγου:
ποτέ κανένα έργο του Σολζενίτσιν, ούτε τότε όπως ούτε και τώρα, δεν
δημοσιεύτηκε σε τόμο, για να το πάρει το πλατύ κοινό. Το μάξιμουμ του
φιλελευθερισμού περιορίστηκε στο να επιτραπεί η δημοσίευση του «Ιβάν
Ντενίσοβιτς» στο περιοδικό «Νόβι Μίρ». Φυσικά, όλα αυτά είναι σχετικά. Γι’ αυτό
ακριβώς ας μη μιλάμε για τη χρουστσωφική ελευθερία στο απόλυτο. Άλλωστε, κι
αυτή η λίγη που υπήρξε, απορρίφτηκε από το σύστημα σαν ξένο σώμα. Η έννοια της
«φιλελευθεροποίησης», εξάλλου, δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά μόνο σε πολιτικές
καταστάσεις, που είναι ήδη εξοικειωμένες στην εναλλαγή ελευθερίας και
δικτατορίας, καθεστώτων που στηρίζονται στο νόμο και καθεστώτων που στηρίζονται
στη δύναμη…..».
Οι
απόψεις του Γάλλου στοχαστή και «πολιτειολόγου» Ζαν Φρανσουά Ραβέλ, όπως και
δεκάδες άλλα μελετήματα ευρωπαίων διανοουμένων,-που οι περισσότεροι ανήκαν στο
κίνημα του ευρωκομουνισμού-μας δίνουν ξεκάθαρα την πολιτική ατμόσφαιρα, την
σκληρή και απάνθρωπη κομματική διακυβέρνηση, την μαρξιστική πολιτική πρακτική που ίσχυε στην τότε
κραταιά υπερδύναμη και μετά τον θάνατο του πατερούλη. Και που όπως αποδείχτηκε,
ήταν ένας χάρτινος γίγαντας με πολλά παράσημα στα πέτα των ανθρώπων του
κόμματος και μόνο. Ας μην μας διαφεύγει η περίπτωση της Ρωσίδας ποιήτριας Άννας
Αχμάτοβα, η αυτοκτονία του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και πολλών άλλων καλλιτεχνών
και συγγραφέων, διανοούμενων και επιστημόνων που κυνηγήθηκαν, εξορίστηκαν,
στερήθηκαν των πολιτικών τους δικαιωμάτων, βασανίστηκαν, σκοτώθηκαν, σπιλώθηκαν,
κατηγορήθηκαν άδικα στο όνομα του κρατικού σοσιαλισμού…, και που, μόνο όταν
κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν τα σιδερόφραχτα σύνορα της χώρας τους και να
εγκατασταθούν στην δύση, σταδιοδρόμησαν καλλιτεχνικά και συγγραφικά και έζησαν
ανθρώπινα, μέσα στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και τα δικαιώματα που
προσφέρουν οι αστικές φιλελεύθερες κοινωνίες και καθεστώτα. Ο χορευτής Ρούντολφ
Νουρέγιεφ υπήρξε μία κλασική και όχι η μόνη περίπτωση, από τον καλλιτεχνικό
χώρο. Μέσα σε αυτό το σκληρό πλαίσιο πολιτικών και δύσκολων κοινωνικών συνθηκών
οφείλουμε να εξετάσουμε και την περίπτωση του αρμένιου ποιητή-σκηνοθέτη, λαϊκού
κινηματογραφιστή παραμυθά Σεργκέι Παρατζάνωφ. Ενός Ρώσου εικαστικού σκηνοθέτη
που οι ταινίες του, με τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής των, η κινηματογραφική του
γλώσσα και στιλ, μοιάζουν με πίνακες Ναΐφ ζωγράφων. Ένα πανόραμα λαϊκών
χρωματικών παραστάσεων και σκηνών, γεγονότων και συμβάντων που τηρουμένων των
αναλογιών, το πληθωρικό αυτό λαϊκό ντεκόρ και η σκηνογραφία των φυσικών χώρων θυμίζει μάλλον, το ανάλογο σκηνικό με τις δεκάδες προσεγμένες μικρολεπτομέρειες
του, των έργων του Ιταλού αριστοκράτη Λουκίνο Βισκόντι του κόκκινου κόμη,
μπορεί να συσχετιστεί, και ασφαλώς, κάτω από διαφορετικό κοίταγμα της
θεματολογία τους και την ξεχωριστή διαπραγμάτευση των ιστοριών τους. Ο
ένας υπήρξε ένας λαϊκός ποιητής κινηματογραφιστής, ο άλλος ένας εστέτ
αριστοκράτης σκηνοθέτης με μεγάλο όμως ταλέντο και οι δύό τους. Πολύ αργότερα
απολαύσαμε την σκηνοθετική ματιά με τα εξαίρετα εικαστικά πλάνα του Άγγλου
Γκρίναγουεϊ. Όμως ο Σεργκέι Παρατζάνωφ, έχει ένα τόσο ιδιαίτερο λαϊκό στιλ που ξεχωρίζει, έστω και αν πολλές του σκηνές δεν τις κατανοούμε, δεν
αποκωδικοποιούμε εύκολα τον συμβολισμό τους. Το έργο του Sergei Paradjanov, είναι γυρισμένο εξ
ολοκλήρου στον ύπαιθρο χώρο. Είναι σαν ένας αθίγγανος περιπλανητής να μας
διηγείται μικρές ένδοξες ιστορίες της φυλής του. Σαν ένας διευθυντής τσίρκου να
μας δείχνει εκτός τέντας και σκηνών τα δεκάδες θαύματα που συντελούνται από
τους ανθρώπους του τσίρκου, τα ακροβατικά και τα παιχνίδια των ανθρώπων, την
ξεγνοιασιά και τις χαρές τους, τις λύπες και τις στεναχώριες τους. Αυτές οι
μεγάλες εικαστικές του τοιχογραφίες ξετυλίγουν μπροστά στα μάτια μας έναν
μυθικό αλλά συνάμα ρεαλιστικό κόσμο, που εισβάλει με τα όνειρά του μέσα στα
δικά μας όνειρα, συμπληρώνει την αισθητική μας με πλάνα μιας άλλης αισθητικής
που είχαμε μέσα μας και δεν μας είχε φανερωθεί. Οι ταινίες του, δεν καταγράφουν
ιστορικά γεγονότα, δεν εικονογραφούν με τις ασπρόμαυρες σκιές τους πολιτικά συμβάντα
μιας ταραγμένης εποχής, όπως συμβαίνει με τις ταινίες του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ο
Παρατζάνωφ, δεν ερμηνεύει με την ιδεολογία τα γεγονότα αλλά με την ματιά ενός
εικαστικού σκηνογράφου, που στήνει από το μηδέν το σκηνικό όπου θα κινηθούν και
θα δράσουν οι ήρωές του. Ακόμα και η
συχνή εισβολή των καβαλάρηδων με τα θυσανωτά φτερά των ίδιων ή των αλόγων δεν
γίνεται τυχαία. Όλα στις ταινίες του κάτι εξιστορούν, είτε την δική τους ατομική
χρηστική μικροιστορία είτε βοηθούν στην αφήγηση της μεγάλης ιστορίας που επεξεργάζεται
η κινηματογραφική του γλώσσα. Κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε σπασμός ή ακινησία
του προσώπου ή του σώματος των ηρώων, σημαίνει και μια αλλαγή των συνθηκών της
μοίρας. Πολλά του πλάνα, χωρίς να είμαι ειδικός, θυμίζουν Ιαπωνικό Θέατρο, με
αυτήν την αργή τελετουργία των κινήσεων, τις πολύχρωμες ενδυμασίες, τις στολές
που κοσμούνται με τα διαδήμα του ρόλου τους και των συμβόλων της κοινωνικής
τους θέσης. Πολλά μετωπικά του πλάνα, πάλι, θυμίζουν θέατρο σκιών της ανατολής.
Η ίδια η παρουσία των ηρώων και ηρωίδων του Παρατζάνωφ, πρόσωπα τυλιγμένα μέσα στα
πολύχρωμα ενδύματά τους, με τις εκφράσεις τους και μόνο όταν στρέφονται προς τον φακό και μας κοιτούν
κατάματα, είναι από μόνη της μια κινηματογραφική ιστορία σταματημένη μέσα στον
χώρο και τον χρόνο. Η υφιστάμενη νομιμότητά της και η λειτουργία της με αυτόν
τον μαγευτικό εικαστικό τρόπο, αυτά τα πλάνα εικαστικών αναφορών που ξέρει να
στήνει μπροστά μας ο ποιητής σκηνοθέτης, ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις μας
και διεγείρουν ταυτόχρονα την σκέψη και τον προβληματισμό μας. Κάθε
κινηματογραφική του εξιστόρηση δείχνεται μέσα από απρόοπτα πλάνα, ή ξαφνικές
παρεμβολές εικόνων που διατηρούν και μας τονίζουν την συμβολική τους
ακεραιότητα. Ο χειρισμός της κάμερας από τον αρμένιο σκηνοθέτη, δεν αλλοιώνει
την αισθητική ακεραιότητα και τον πολιτιστικό πολυκεντρισμό της εικόνας,
αντίθετα, συμπληρώνεται από την θυμοσοφική ματιά του. Όπως ο Σεργκέι
Αϊζενστάιν παίζει με τις ασπρόμαυρες σκιές μέσα στις ταινίες του, ο Σεργκέι
Παρατζάνωφ παίζει με το φως, με τις αντανακλάσεις του, με τους έγχρωμους
τονισμούς και επιτονισμούς του πάνω στο τοπίο, τα πρόσωπα, τις στολές, τις
κινήσεις των ανθρώπων. Τα κενά των αποσπασματικών αφηγήσεών του πλημμυρίζουν
από φως και τις μυριάδες εξακτινώσεις του στα πρόσωπα και το τοπίο, τον υπαίθριο
χώρο και τις κινήσεις. Αυτές τις σιωπηρές σπασμωδικές πολλές φορές κινήσεις των
σωμάτων, των αφηρημένων βλεμμάτων, των αδιόρατων και αργών νωχελικών χορευτικών
στροφών. Σαν τους παλαιούς χορευτές των Σούφι που από την μία έχουν στραμμένο
το σώμα τους στους θρύλους και τις λαϊκές παραδόσεις του τόπου τους και από την
άλλη σε αυτό το πανθεϊστικό σύμπαν των ανθρώπων της υπαίθρου, που καθώς
στροβιλίζονται, έχουν μόνο τους οπλοστάσιο την κίνηση των σωμάτων τους, το
δυνατό νωχελικό βλέμμα τους, την αποσπασματική συμμετρία των στροβιλισμών τους
μέσα στο πλάνο. Σίγουρα το μυθολογικό πλαίσιο του σκηνοθέτη είναι θρησκευτικό, έντονα
χρωματισμένο από τις θρησκευτικές παραδόσεις, προλήψεις και δεισιδαιμονίες της
περιοχής του και των προγόνων του, σε πολλά σημεία η κινηματογραφική
του γλώσσα είναι κρυπτική, ερμητική, δύσκολα από το μεγάλο κοινό ερμηνεύσιμη
αν δεν έχει βιώματα ζωής παρόμοια με αυτά που μας εξιστορεί ο Παρατζάνωφ, όμως
η μαγεία και η ποιητικότητα της
σκηνοθετικής του σύλληψης, ο καθαρός εξπρεσιονιστικός εικαστικός τρόπος
παραμυθιακής αφήγησης, το αρχαϊκό στήσιμο των ηρώων του, μας αποκαλύπτουν έναν
κινηματογραφιστή που αν δεν ήταν πολύ καλός σκηνοθέτης, θα ήταν ένας σημαντικός
ζωγράφος, ένας εικαστικός καλλιτέχνης με το αθώο βλέμμα, το άσπιλο ύφος, τη
χαροποιό διάθεση, το μυστηριακό συμβολισμό, τον πανθεϊστικό οραματισμό, που
διέθεταν οι αυτοδημιούργητοι και αυτοδίδακτοι λαϊκοί καλλιτέχνες που μας άφησαν τις
δραματικές τους περιγραφές πάνω σε ξύλα, δέρματα ζώων, κορμούς δέντρων, οροφές σπηλαίων,
λαξεύσεις στοών, πάνω σε τέμπλα ξεσκέπαστων ναών.
Ο
Σεργκέι Παρατζάνωφ, αυτός ο εξόριστος μέσα στην ίδια του τη χώρα, ο δημιουργός
που φυλακίστηκε εξ αιτίας της ερωτικής του ζωής, ο καλλιτέχνης που του
αρνήθηκαν την ελευθερία όχι μόνο του ατομικού του βίου, αλλά και της
καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ο ποιητής που τον κράτησαν μακριά από το
πατρογονικό του περιβάλλον και τις παραδόσεις του, ο σκηνοθέτης που δεν
μπορούσε να προβάλλει τα έργα του να μιλήσει ανοιχτά για αυτά, ο φίλος του
Αντρέϊ Ταρκόφσκι, με τις ημιτελείς συνεντεύξεις του, τις συγκλονιστικές
εκμυστηρεύσεις για την περίοδο της φυλακίσεώς του, τις εξομολογήσεις και τις
απόψεις πάνω σε θέματα και προβλήματα της έβδομης τέχνης, ο παραμελημένος και πικραμένος από τους κομματικούς ανθρώπους
της χώρας του, έφυγε σχετικά νωρίς, παρ’ όλες όμως τις προσωπικές του
ταλαιπωρίες, τις πίκρες και τα βάσανά του, μας άφησε ένα έργο καθαρό, έντιμο,
αθώο και τίμιο μέσα στον πανθεϊστικό οραματισμό του, σπουδαίο, εικαστικά άρτιο,
διαποτισμένο από μια λαϊκή αριστοκρατικότητα, βουτηγμένο μέσα στον χρόνο και
τον χώρο της εποχής και της ζωής του.
Μας σφυρηλάτησε με μαεστρία και ακούραστη
επινοητικότητα έναν κόσμο της παράδοσης, διαποτισμένο με χιλιάδες πρωτόγονους
θρύλους και αφηγήσεις, εκατοντάδες πρίμιτιφ αναφορές, έναν κόσμο καθόλου
εγκεφαλικό, προεπιστημονικό ίσως, που κυριαρχούν οι ανοργάνωτες αισθήσεις των
ανθρώπων, τα αυθεντικά ένστικτά τους, οι αβίαστες χορευτικές κινήσεις των
σωμάτων τους, οι κρυμμένες από τον αστικό ταρτουφισμό ερωτικές τους προθέσεις.
Η μαγεία του Παρατζάνωφ, εστιάζεται στο ότι-εδώ επανέρχεται ο Λουκίνο
Βισκόντι-σεβάστηκε την ιδιαίτερη φωνή των πραγμάτων γύρω του, είτε αυτό ήταν
ένα αντικείμενο της τέχνης είτε ένα απλό καθημερινό τάσι ή χαλί, που η γυναίκα
της υπαίθρου χρησιμοποιούσε στις καθημερινές της ανάγκες. Σεβάστηκε την αγριάδα
τους ή την ήρεμη ομορφιά τους, την ιδιαίτερη φωνή και ταυτότητα τόσο των
ανθρώπων όσο και των αντικειμένων. Συνταίριασε αρμονικά έστω και αποσπασματικά
τον κόσμο του φυσικού περιβάλλοντος με εκείνον των ανθρώπων.
Το ξεχωριστό αισθητικό του βλέμμα μάλλον, δεν βρήκε
συνεχιστές, ο περίτεχνος κόσμος του χάθηκε μαζί με την δική του απώλεια. Έτσι
αυτός ο λαϊκός «σαμάνος» της έβδομης τέχνης, έμεινε ένα ξεχωριστό παράδειγμα
μέσα στον κινηματογραφικό χώρο. Από φύση καλλιτέχνης με το έργο του, έγινε και
θέση.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 20/7/2017
Η Κυπριακή Δημοκρατία ακόμα στενάζει κάτω από τον
μουσουλμανικό τούρκικο στρατό κατοχής. Και οι Κύπριοι πρόσφυγες, δεν έχουν
επιστρέψει ακόμα στις εστίες των προγόνων τους.
Η πολιτική τέχνη που σχεδιάζει προγράμματα του μέλλοντος
αλλά αγνοεί ή δεν μπορεί να διευθετήσει προβλήματα του παρόντος δεν είναι πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου