Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Dies Fastus

                           DIES FASTUS

          Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε που ανακάλυψα και πρωτοδιάβασα το βιβλίο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Τι ζητάει ο Σπάρτακος»-«Γράμματα απ’ τη φυλακή» σε εισαγωγή και μετάφραση του Κερκυραίου Άγι. Στίνα, (Σπύρου Πρίφτη), πρώτη έκδοση εκδόσεις Υδροχόος 1972, δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ύψιλον 1979, και σε ανατυπώσεις. Έκτοτε, επανέρχομαι συχνά σε αυτό, ιδιαίτερα στα «Γράμματα απ’ τη φυλακή».
           «Καμιά φορά, έχω το αίστημα πως δεν είμαι σωστό ανθρώπινο πλάσμα, αλλά κάποιο πουλί ή ζώο, που έχει πάρει μορφή ανθρώπινη, Κατά βάθος, νιώθω πολύ πιο ευχάριστα στη γωνίτσα ενός κήπου, όπως εδώ, ή σ΄ έναν κάμπο ξαπλωμένη στα χόρτα, παρά σ’ ένα συνέδριο του κόμματος. Σε σένα μπορώ να τα λέω αυτά, αφού δεν θ α τρέξεις να μ’ υποψιαστείς ότι προδίνω τον σοσιαλισμό. Το ξέρεις ότι παρ’ όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο πόστο μου: σε μια οδομαχία ή σ’ ένα κρατητήριο. Όμως τα φυλλοκάρδια μου το ξέρουν πως ανήκω περισσότερο στα πουλιά παρά στους «συντρόφους» μου.».                     
.
      Ρόζα Λούξεμπουργκ, ίσως η δυναμικότερη  και ισχυρότερη γυναικεία φωνή της εργατικής τάξης στον διαρκή της αγώνα για τον Σοσιαλισμό. Μία από τις τρείς γυναικείες εβραϊκές την καταγωγή, εμβληματικές φωνές, που σημάδεψαν τον 20 αιώνα. Η μικρή Άννα Φράνκ,-που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης-, η φιλόσοφος και αγωνίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ και η φιλόσοφος και πολιτική επιστήμονας Χάννα Άρεντ. Τρείς θρυλικες θηλυκές υπάρξεις, τρείς γυναίκες που κατάγονταν από έναν κυνηγημένο και καταδιωκόμενο για χιλιετίες μέσα στην παγκόσμια ιστορία λαό, τον εβραϊκό, που ενίσχυσαν με τον προσωπικό τους αγώνα, εμπλούτισαν με την πολιτική τους μαχητική δράση, το ατομικό τους θάρρος, την εγκαρτέρηση και την ελπιδοφόρα αντοχή τους, (οι δύο από αυτές), το ήθος του χαρακτήρα τους, τα κείμενα και τα γραπτά τους, την διδασκαλία τους, τα όρια του Ανθρωπισμού στον αιματοβαμμένο αιώνα που πέρασε. “ Anne Frank, Rosa Luxemburg, Hannah Arendt” τρείς γυναίκες σύμβολα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Άνοιξαν την βεντάλια των ανθρωπιστικών αξιών του δυτικού κόσμου, των πρωτοπόρων ιδεολογικών ιδεών, των επαναστατικών ελπίδων, σε μια εποχή που το Κακό, είχε κατορθώσει να αποκτήσει μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις Οντολογική υπόσταση. Εκφραζόμενο είτε με στρατιωτική κυριαρχία, είτε με σκοτεινή πολιτική παντοδυναμία. Οι δύο από τις γυναικείες αυτές προσωπικότητες, είχαν φυλακιστεί στα γνωστά μας ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Τρίτη, η μικρότερη, πέθανε μέσα σε αυτά.
Το Ημερολόγιο που μας διασώθηκε της Άννας Φρανκ, μας θυμίζει σε τι δολοφονικές, άγριες και ανεξέλεγκτες κοινωνικά καταστάσεις επιλέγει πολιτικά και ιστορικά να οδηγηθεί το ανθρώπινο είδος. Σε τι φρικαλεότητες είναι ικανό να φτάσει. Το φαινόμενο του Ναζισμού και των καταστροφικών επιπτώσεών του στην Σκοτεινή Ευρωπαϊκή Ήπειρο, δεν ήταν κάτι που αφορούσε μόνο έναν παράφρονα εκλεγμένο ηγέτη, έναν κυβερνήτη δικτάτορα μιας ευρωπαϊκής χώρας, αλλά μιας ολόκληρης Κοινωνίας και της Εποχή της, τους ανθρώπους της, τις πολυπληθείς μάζες που τον ακολούθησαν, τις ισχυρές οικονομικά τάξεις που βοήθησαν στην εδραίωσή του, που πίστεψαν και επιδοκίμασαν πανηγυρικά σε έναν δικτάτορα και τα επεκτατικά πολεμοχαρή στρατιωτικά σχέδιά του, καταστρέφοντας και αιματοκυλώντας την πανάρχαια, κουρασμένη και αιματοβαμμένη Ευρωπαϊκή γη. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εκφράζει μια ολόκληρη εποχή και τους ανθρώπους της. Οι δύο ογκώδεις τόμοι βιογραφίας του Γερμανού δικτάτορα από τον Ian Kershaw, που εκδόθηκαν εδώ και χρόνια στα ελληνικά, αποτελούν ιστορικό μνημείο ερμηνείας για εκείνη την σκοτεινή περίοδο. Το Ημερολόγιο της Άννας Φράνκ, στέκεται δίπλα στα  Ιερά Ευαγγέλια των Συνοπτικών, που καταγράφουν την ρεαλιστική αλήθεια μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, ότι πάντοτε, ο φονουργός, φθονουργός αλάστωρ λαός, δολοφονεί τους πιο αθώους και πρωτοπόρους διδασκάλους ηγέτες του. Σταυρώνει τους Θεούς του για να μην σταυρωθεί ο ίδιος. Βρίσκεται δίπλα  στο πέμπτο Ευαγγέλιο όπως το έχουν αποκαλέσει, το Εκ Βαθέων του ιρλανδού συγγραφέα  Όσκαρ Ουάιλντ, ένα αυτοβιογραφικό έργο, που μας δείχνει ότι πρέπει να κατέβει στα κατώτατα σκοτεινά κάτεργα του εξευτελισμού η ανθρώπινη ψυχή, για να εξαγνιστεί και να οδηγηθεί άσπιλη και πάλι στο κοινωνικό σώμα. Είναι δίπλα στο Αρχιπέλαγος Γκούλακ του ρώσου συγγραφέα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, που μας θυμίζει τα χιλιάδες σταλινικά εγκλήματα μιας ολόκληρης επίσης σκοτεινής, μαρξιστικής κόκκινης εποχής, μοιάζει με τις ημερολογιακές εξομολογήσεις της σλάβικης ψυχής, έτσι όπως τις διαβάζουμε στις Αναμνήσεις του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Θυμίζει τέλος, τα Γράμματα που έγραφε με το αίμα του από τους διαφόρους τόπους εξορίας του, τα ξερονήσια και τις φυλακές, ο δικός μας κόκκινος ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. Βιβλία αναμνήσεων, ανθρώπινων υπάρξεων βυθισμένων στον πανανθρώπινο ιερό πόνο του αγώνα για ελευθερία. Εξομολογήσεις προσώπων που μας φανερώνουν την ιερότητα και τραγικότητα του καθημερινού τους αγώνα για ζωή και δικαιοσύνη. Που φωτίζουν ηρωικά τα σκοτεινά μονοπάτια μιας ανθρωπότητας, που ενίοτε διολισθαίνει στο ιστορικό της διάβα στην βαρβαρότητα και την αυτοκαταστροφή. Τα βιβλία και οι μελέτες της Χάννα Άρεντ, οι πολιτικές και φιλοσοφικές της μελέτες, μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε ορθότερα το φαινόμενο του κοινωνικού φασισμού που εκδηλώνεται μέσα στο σώμα μιας δημοκρατικής πολιτείας. Μας αποκαλύπτουν τον κρυφό πυρήνα του ατομικού μας ρατσισμού,(που μια ολόκληρη ζωή αγωνίστηκε η Hannah Arendt να ερμηνεύσει και να κατανοήσει) και πως αυτός παραμένει αναμμένος από τις ατομικές μας πολιτικές πρακτικές, αντιδημοκρατικές ενέργειες και αντιδραστικές κοινωνικές δραστηριότητες. Είναι κείμενα πολιτικά-με την αριστοτελική έννοια του όρου-βιβλία, πανανθρώπινων ιδεών και αξιών, που μπολιάζουν θετικά και εποικοδομητικά το δέντρο της ζωής, μεγαλώνουν τα πεδία της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπινου όντος, διευρύνουν τους ορίζοντες της σκέψεις μας, επαναπροσδιορίζουν τις αντοχές της πολιτικής μας συνείδησής. Είναι τα σύγχρονα του σκεπτόμενου ανθρώπου Ένδον Σκάπτε.
     Τα Γράμματα από την φυλακή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της κόκκινης Ρόζας,(για να θυμηθούμε μια ελληνική παλαιότερη ταινία) γραμμένα από μια ύπαρξη γεμάτη τρυφεράδα, φύση ποιητική, δυναμική  και επαναστατική, ισχυρό χαραχτήρα, συντροφικότητα, που ενεργοποίησε με τις ομιλίες της, τα γραπτά της, την πολιτική της δράση, τους καθημερινούς της αγώνες, τις  επαναστατικές και ριζοσπαστικές κοινωνικές δυνάμεις της εποχής της για πολιτική αλλαγή και ανατροπή κατεστημένων αντιλήψεων στην Γερμανία την περίοδο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι επιστολές αυτές,  έγιναν σημείο αναφοράς για μεταγενέστερους πολιτικούς αναμορφωτές της κοινωνίας. Μαρξίστρια επαναστάτρια η ίδια, δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τον θάνατο, δεν δίστασε να σταθεί όρθια μέσα στα χαρακώματα. Αυτή η γεννημένη στην Πολωνία σκληροτράχηλη εβραιοπούλα μαζί με τον σύντροφό της, επίσης αγωνιστή Κάρλ Λήμπκνεχτ, δημιούργησαν το κίνημα των Σπαρτακιστών,-αριστερή πτέρυγα της Σοσιαλδημοκρατίας. Φιλόσοφος και πολιτικός συγγραφέας, έγινε από νωρίς η γυναίκα Σύμβολο του διεθνούς επαναστατικού κινήματος ανά τον κόσμο. Τα 20 Γράμματα που γράφει μέσα από τις φυλακές του Μπρόνκε και του Μπρεσλάου (η αρίθμηση δική μου), από την 21 Νοεμβρίου του 1916 έως την 18 Οκτωβρίου του 1918, λίγους μήνες πριν την εκτελέσουν μαζί με τον σύντροφό της Κάρλ Λήμπκνεχτ στις 15 Ιανουαρίου 1919, τα αποστέλλει στην «πολυαγαπημένη μου Σόνια», την Σόνια Λήμπκνεχτ αδερφή του Καρλ και επιστήθια φίλη της, και ένα στην Ματθίλδη Βούρμ, (19+1) είναι μια παγκόσμια παρακαταθήκη τρυφερότητας, ευαισθησίας, γυναικείας συντροφικότητας, λυρικής αγάπης, ποιητικότητας λόγου και θερμής ατμόσφαιρας, αισιοδοξίας και αποφασιστικότητας, εμπιστοσύνης στην ανθρώπινη φύση και μεγαλείου ψυχής, έρωτος για την ζωή σε όλο της το φθαρτό μεγαλείο. Αποδοχής και καταλλαγής, παρηγοριάς και διδαχής  από μια γυναίκα, που ενώ διαισθάνεται ότι θα την οδηγήσουν στον θάνατο, μέσα από μικρές χαραμάδες ελπιδοφόρας πνοής, μέσα από ατομικές αναμνήσεις και ανοιξιάτικης ατμόσφαιρας εικόνες βίου και κύκλου της φύσης, αγωνίζεται να εμψυχώσει, να ενθαρρύνει, να δυναμώσει την «Αγαπητή της Σόνιτσκα». Ορισμένα Γράμματα, είναι σαν να απευθύνονται στην ίδια, σαν να τα γράφει για να κρατήσει σε επαναστατική εγρήγορση τον ίδιο της τον εαυτό, να του δώσει κουράγιο και ελπίδα.
     Τα Γράμματα από την φυλακή, δεν έχουν την σκληράδα και τραχύτητα των κειμένων που έχουν οι πολιτικές κόκκινες μπροσούρες, και όμως είναι στο βάθος τους πολιτικά καθαρώς κείμενα.
Τα Γράμματα από την φυλακή, δεν κουβαλούν μέσα τους το ένδοξο παρελθόν των μεγάλων επαναστατικών αντρικών φωνών των ταραγμένων εκείνων καιρών, και όμως έχουν επαναστατική πνοή.
Τα Γράμματα από την φυλακή, δεν έχουν την μονολιθικότητα των κειμένων των πολιτικών μανιφέστων, και όμως είναι κατά βάθος, ανθρωπιστικά πολιτικά μανιφέστα, εγερτήρια της ανθρώπινης τρυφερότητας, δύναμης και αντοχής.
Τα Γράμματα από την φυλακή, δεν έχουν την κλασική δομή των κειμένων των διαφωτιστών συγγραφέων και ρομαντικών ποιητών για επιστροφή στην φύση, αλλά είναι μικρά κείμενα προσανατολισμένα σε αρμονική συνύπαρξη μαζί της και σεβασμού και θαυμασμού του φυσικού περιβάλλοντος.
Τα Γράμματα από την φυλακή, δεν έχουν τον ερωτικό συγγραφικό οίστρο μιας γυναικείας ύπαρξης που ερωτεύεται με πάθος, και όμως έχουν ένα έντονο ερωτικό υπόστρωμα.
Τα Γράμματα από τη φυλακή, μας δηλώνουν μέσα στην Ιστορία και την Πολιτική, τι σημαίνει γυναικεία επαναστατική συνείδηση, αυθεντική πολιτική ταυτότητα μιας γυναίκας που θυσιάστηκε στο όνομα της επανάσταση, μαρτυρία λόγου με την ίδια δυναμική και βαρύτητα, παράλληλη με την συνεχή πολιτική δράση μιας γυναίκας αληθινής επαναστάτριας.
Τα Γράμματα από την φυλακή, μας φανερώνουν την ελεγχόμενη και ονειροπόλα φύση μιας θηλυκής ύπαρξης, που έζησε σ’ έναν κόσμο και μια εποχή που τους πολέμους και τις επαναστάσεις τις έκανε το αντρικό φύλο.
Τα Γράμματα από τη φυλακή, είναι η απάντηση του μισού πληθυσμού της γης, που παλεύει για ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ατομική ελευθερία, πολιτικά δικαιώματα, χειραφέτηση φύλου, ουσιαστική παιδεία, εργατικά δικαιώματα, ίσες απολαβές με το άλλο φύλο, καλύτερες συνθήκες ζωής.
     Διαβάζοντας τα 20 αυτά γράμματα, ανακαλύπτουμε όχι μόνο μια επαναστάτρια αλλά και μια ευαίσθητη γυναίκα, που παρά του ότι έχει στραμμένο το βλέμμα της συνεχώς στα πολεμικά και πολιτικά χαρακώματα, εξακολουθεί να παραμένει τρυφερή, συγκρατημένη μέσα στις δραματικές εξελίξεις του καιρού της, σοβαρή παρατηρήτρια των φυσικών φαινομένων, νοσταλγός και με μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης. Ένας δυναμικός χαρακτήρας που μοιάζει με «μαγική νεραΐδα» που έρχεται από άλλους καιρούς. Το φυσικό περιβάλλον και η πολυποίκιλη ζωή που κρύβει και φιλοξενεί μέσα του, τα πουλιά με τους κελαϊδισμούς τους τα κοτσύφια με τα τιτιβίσματά τους, τα έντομα και τα ζουζούνια με την ήρεμη και σιγοβάδιστη παρουσίας τους, τα ανθισμένα λουλούδια, ή αυτά που ετοιμάζονται να ανθίσουν περιμένοντας την Άνοιξη, η καρποφορία των δέντρων καθώς υπομονετικά και εξακολουθητικά ακολουθούν τους κύκλους των εποχών, τα γερμανικά άλση και οι Βοτανικοί Κήποι που σφύζουν από ζωή, ιδανικό τοπίο ανθρώπινης γαλήνης, περιπάτων και ανθρώπινης περισυλλογής, είναι οι οικείες της παραστάσεις, οι εικόνες του δικού της βίου, των προσωπικών της βιωμάτων, για να ξετυλίξει η κόκκινη Ρόζα, την τρυφεράδα της ψυχής της, να ανοίξει τους ασκούς των συναισθημάτων της, να εκδηλώσει τα αισθήματά της προς τους ανθρώπους, να ανοίξει τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της και την αγάπη της για την ανθρωπότητα, τον κόσμο, πέρα από φύλο, φυλή, ιδεολογία, καταγωγή, πολιτική. Να εκφράσει την βιοθεωρία της. Παρατηρεί την αιώνια μαγεία του φυσικού κόσμου με τα μάτια ενός έμπειρου «φυσιοδίφη», στέκεται με θαυμασμό στις μικρές αντιδράσεις ζωής των πουλιών και των εντόμων και εκστασιάζεται, βλέπει τις μικρές αντιδράσεις των πτηνών όπως ένας «ορνιθολόγος», ακούει με προσοχή τους διαφορετικούς κάθε φορά ήχους τους, αναπνέει με χαρά τις δεκάδες μυρωδιές των λουλουδιών, ξεχωρίζει και ονοματίζει με το επιστημονικό τους όνομα δέντρα και φυτά σαν έμπειρος βοτανολόγος. Αναθυμάται ταξιδιωτικές της διαδρομές, και διαχωρίζει σαν κάτοικος αυτών των περιοχών το φυσικό τους τοπίο, δες Ιταλία με Κορσική, που η περιγραφή της με πια σειρά κυκλοφορούν οι κάτοικοι της, μας δίνει ψήγματα λαογραφικών της σκέψεων. Αφουγκράζεται τους μυστικούς ήχους της νύχτας, θυμάται με νοσταλγία παλαιούς τους περιπάτους μέσα στα πυκνά δάση, σε ανθισμένους κήπους, νοσταλγεί το φως της σελήνης που φέγγιζε τους δρόμους και έδινε χρώμα ασημί στα μονοπάτια, που βάδιζε με τις αγαπημένες της φίλες. Εικόνες ζωής, που αν δεν λαθεύω, φέρνουν στην μνήμη αρχαίους έλληνες λυρικούς ποιητές, εικόνες Σαπφικής μαγευτικής νύχτιας περιπλάνησης, με τον λύχνο των άστρων. Ενώ βρίσκεται φυλακισμένη σε μικρά κελιά,  ζει με τα μάτια της ευαισθησίας της και της ρωμαλέας ψυχής της μέσα στην φύση και ελπίζει, εκφράζει την μεγάλη λατρεία της γι’ αυτήν και κρυφά επιθυμεί να αποκτήσει σύντομα την ελευθερία της και να επιστρέψει και πάλι σ’ αυτήν, στους καθημερινούς ρυθμούς ζωής και δράσης. Συμβουλεύει την λατρεμένη φίλη της να κάνει το ίδιο, να μην λιγοψυχά, να μην μεμψιμοιρεί, να μην απελπίζεται, να μένει άφοβη και σταθερή στις θέσεις της, να κάνει συχνούς περιπάτους στη φύση και να αντλεί δυνάμεις από αυτήν. Η Rosa Luxemburg, δεν είναι μόνο η γυναίκα της πολιτικής δράσης, η θεωρητικός που αφιερώθηκε στην επανάσταση, στην πολιτική δράση για αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών της κοινωνίας, αλλά πρωτίστως, μια γυναικεία φυσιογνωμία με έντονο αισθητικό κριτήριο, με αναγνωστικές γνώσεις που υπερβαίνουν το μέσο επίπεδο των γυναικών της εποχής της, όπως βλέπουμε στις θέσεις που εκφράζει, στις απόψεις που καταθέτει για τον ζωγράφο της αναγέννησης Τισιανό, στις σωστές της παρατηρήσεις, στις κρίσεις της. Ξεφυλλίζει λευκώματα, παρατηρεί και θυμάται εικαστικούς πίνακες σύμβολα της εικαστικής τέχνης, δες «Μόνα Λίζα», μνημονεύει για να τεκμηριώσει τις απόψεις της, φημισμένους ζωγράφους που αγαπάει, όπως ο Ρέμπραντ, σχολιάζει τα έργα τους, εκφέρει τις ενστάσεις της για ορισμένα από αυτά, τα εντάσσει σε μια εξελικτική διαδικασία της εικαστικής δημιουργίας. Φανατική βιβλιόφιλος, ζητά συνεχώς να της σταλούν βιβλία γνωστών συγγραφέων, θέλει να γνωρίσει το έργο του συγγραφέα Τόμας Μαν που το αγνοεί, γνωρίζει το Σαιξπηρικό έργο, μιλά για το κλασικό έργο του γάλλου Ανατόλ Φράνς, Οι Θεοί Διψούν (που αναφέρεται στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης), εκθέτει τις απόψεις της για το συγγραφικό ύφος ορισμένων συγγραφέων, και μας μιλά για τις αμφιβολίες της. Μελετά με αδηφάγα διάθεση έργα γνωστών στην εποχή της συγγραφέων και παλαιότερων δημιουργών, ορισμένα, άγνωστα σε εμάς, θυμάται από μνήμης στίχους που την συγκίνησαν, δες Ισπανική ποίηση, έχει άποψη για το πώς πρέπει να γράφεται ένα μυθιστόρημα, έστω και εν σπέρματι, τι πρέπει να αποφεύγει ο συγγραφέας για να κάνει το έργο του ελκυστικό. Μιλά για αρνητικό παράδειγμα του Μπέρναρ Σω ή του Όσκαρ Ουάιλντ συγκρίνοντας κείμενα, που τους θεωρεί εστέτ δημιουργούς. Διαβάζει με μανία και αναζητά νέους τίτλους βιβλίων, παράλληλα, με την ενδόμυχη επιθυμία της  να βρίσκεται κοντά στην φύση και να αντλεί δυνάμεις και στηρίγματα από τα μυριάδες της ζωής μυστικά της. Η πανίδα και η χλωρίδα είναι ο φυσικός χώρος αναπνοής της. Με δυό λόγια, τα Γράμματα από τη φυλακή, μας αποκαλύπτουν μια γυναίκα όχι μόνο σωματικά δραστήρια, πολιτικά ενεργή, αλλά και πνευματικά. Μια επαναστάτρια-«διανοούμενη», που δεν ντρέπεται να μας αποκαλύψει τις ευαισθησίες της, δεν φοβάται να μιλήσει για την τρυφερότητα της, τις διαδρομές της ψυχής της, να αποσκιάσει τον τρικυμισμένο φιλικό ερωτισμό της. Την βαθειά της αγάπη για τα πρόσωπα που βρίσκονται γύρω της, το ουσιαστικό ενδιαφέρον της γι’ αυτά, την μεγάλη της και διευρυνόμενη συνεχώς παιδεία της, το αμέριστο ενδιαφέρον της για τον Άνθρωπο, τον Κόσμο, τα προβλήματα της Κοινωνίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, παρά τα ιδιαίτερα προσωπικά της προβλήματα, λόγω της συνειδητής εμπλοκής της με την μαρξιστική ιδεολογία και πολιτική (έχει γράψει βιβλίο για την Ρώσικη Επανάσταση), την στέρηση της προσωπικής της ελευθερίας και την φυλάκισή της, τα προβλήματα και τις ατομικές της περιπέτειες, εξακολουθεί να επιθυμεί να ενημερώνεται για τις πολιτικές εξελίξεις, να επιθυμεί να βρίσκεται στην μαχητική πολιτική δράση. Να θέλει να βελτιώσει την παιδεία της, την αισθητική της αγωγή, να παραμείνει μια ενεργός πολιτικά πολίτης που με αγάπη και σοβαρότητα, υπευθυνότητα και καθαρή φωνή, σκέψεις που εκφράζονται με σαφήνεια, να ζητά να βοηθήσει στην εμψύχωση του φρονήματος της αγαπημένης της φίλης. Η κόκκινη Ρόζα, αν δεν είχε γράψει ιστορία με τους αγώνες της και την πολιτική της δράση, τα θεωρητικά της κείμενα, θα την θυμόμασταν σαν μια γυναίκα με τεράστια παιδεία σε πολλούς τομείς της τέχνης, μια χειραφετημένη κοινωνικά γυναικεία προσωπικότητα που, επάξια, θα σταδιοδρομούσε στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού.
     Δυναμική πνευματικά παρουσία, συγκροτημένο συναισθηματικά άτομο, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, άφησε πίσω της εκτός από την θυσία της- με την δολοφονία της, στον πολιτικό στίβο, και ένα συγγραφικό έργο που μας μιλά για τα ενδιαφέροντα, τις ιδέες, τις απόψεις, τις θέσεις, τις κρίσεις της, για την ταραγμένη και σε διαρκή επαναστατικό αναβρασμό εποχή της και τους ανθρώπους της, μια κοινωνία με ρευστές ζυμώσεις σε όλους τους τομείς του βίου των ανθρώπων. Τα Γράμματα από τη φυλακή, που μετέφρασε ο Άγις Στίνας,(ας μου επιτραπεί να γράψω, σε μια μάλλον σκληρή και αντιλυρική γλώσσα, παρότι το ύφος της γράφουσας προσφέρει  λυρικές ευκαιρίες ανοιγμάτων) και κυκλοφόρησαν εδώ και χρόνια και αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις Ύψιλον,(φαίνεται από τις επανεκδόσεις για τέτοιου είδους και ποιότητας πολιτικά κείμενα) μας φανερώνουν την άλλη πλευρά της μαχητικής Rosas Luxemburg, μιας γυναίκας με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, ευαισθησία ψυχής, καθαρή σκέψη, πολιτικό φρόνημα, εύρος παιδείας, πολιτική μαχητικότητα. Μια αβίαστη φυσική πνοή διακρίνει την γραφή της, μαζί με την έντονη φυσιολατρία των λόγων της, μια βαθειά  αγάπη για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μέσα στο περιβάλλον της Φύσης ξεκουράζεται και γαληνεύει η επαναστατικής της ιδιοσυγκρασία, εμπλουτίζει με νέες παραστάσεις την γυναικεία της ταυτότητα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συνδύασε αρμονικά την αγάπη της για την Φύση με την Επανάσταση. Την Τέχνη με την Επανάσταση. Την ίδια την Ζωή με την Επανάσταση. Έχοντας σαν κέντρο της φιλοσοφία της τον Άνθρωπο. «Κοίτα λοιπόν να μείνεις άνθρωπος. Το παν είναι να παραμείνει κανείς άνθρωπος. Δηλαδή σταθερός και διαυγής και χαρούμενος….» συμβουλεύει παρηγορητικά την αγαπημένη της φίλη, η φυλακισμένη Ρόζα, η μελλοθάνατη Ρόζα, και ταυτόχρονα, συμβουλεύει και εμάς σήμερα με τα Γράμματά της.
     Δεν θέλησα να κάνω μια φιλολογική εξέταση των γραμμάτων-εξάλλου αυτό δεν το έπραξε ούτε ο ομοϊδεάτης μεταφραστής των Άγις Στίνας, που μας δίνει μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή για την πολιτική της πορεία, και το κίνημα των Σπαρτακιστών. Τα Γράμματα αυτά με συγκινούν βαθύτατα κάθε φορά που τα διαβάζω, με αυτές τις εκπληκτικές περιγραφές των τοπίων, τους συσχετισμούς της, την παρατηρητικότητά της, το λυγρό ύφος της, λόγια γεμάτα ποιητική δύναμη, ευαισθησία, τρυφεράδα και συγκίνηση. Και αυτή την συγκίνηση θέλησα να μεταφέρω εδώ στο μπλοκ μου, αυτές τις καλοκαιρινές ζεστές ημέρες του Ιούλη, καθώς αντιγράφω ορισμένα, για να δροσιστούμε. Να μεταφέρω την γυναικεία συγκίνηση και τρυφερότητα και τους πίδακες ευαισθησίας που αναβρύζουν μέσα από αυτά. Εξάλλου, γιαυτό επέλεξα και σαν τίτλο την λατινική αυτή λέξη, που σημαίνει «ημέρα αισιόδοξη» «ημέρα αίσια», «ημέρα ευοίωνη, καλότυχη», αυτήν την αισιοδοξία ζωής εκφράζουν τα Γράμματα από την φυλακή της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Δεν τήρησα την χρονολογική παράθεση των επιστολών που έχει η έκδοση, θέλοντας να «θεματοποιήσω» κατά κάποιον τρόπο ίσως αυθαίρετα, αυτήν την πνοή αισιοδοξίας που αποπνέουν τα γράμματα αυτά, αυτόν τον ερωτισμό της ζωής και των ανθρώπων.
Ευελπιστώ αρμοδιότεροι εμού, να προβούν σε μια φιλολογική, περισσότερο τεκμηριωμένη αναστύλωση των Γραμμάτων αυτών που θεωρώ ότι ανήκουν στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνικής επιστολογραφίας. Και ακόμα, νομίζω ότι μπορούν να θεατροποιηθούν με σχετική ίσως ευκολία, προσφέροντάς μας μια θεατρική αξιόλογη παράσταση κάτω από το σοβαρό και δυναμικό βλέμμα ενός έμπειρου σκηνοθέτη. Και γιατί όχι, μαζί με το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Οι Λέξεις».       
           

                                                                                                                 Μπρόνκε, 20 Ιουλίου 1917
Σόνιτσκα, αγαπημένη μου, αφού η αγωνία μου κρατάει εδώ περισσότερον καιρό απ’ ό,τι φαντάστηκα στην αρχή, θα λάβεις ακόμα ένα τελευταίο χαιρετισμό από το Μπρόνκε. Πώς μπόρεσε να σου περάσει η ιδέα ότι δεν θα σου ξανάγραφα γράμματα; Τα αιστήματά μου για σένα δεν έχουν σε τίποτα αλλάξει κι ούτε θα μπορούσαν ποτέ ν’ αλλάξουν. Το ότι δεν σούγραφα, δεν ήταν επειδή ήξερα πως με την αναχώρησή σου από το Έμπενχάουζεν, θα είχε χίλιες δύο σκοτούρες, κι ίσως ακόμη επειδή, για ένα διάστημα, δεν είχα διάθεση για γράψιμο.
     Ίσως να ξέρεις κιόλας πως αποφάσισαν να με μεταφέρουν στο Μπρεσλάου. Σήμερα το πρωί αποχαιρέτησα το περιβολάκι μου. Ο καιρός είναι γκρίζος. Έχει αέρα και βροχή, ξεφτισμένα σύννεφα κυνηγιούνται στον ουρανό, κι ωστόσο χάρηκα την ανοιξιάτικη βόλτα μου. Αποχαιρέτησα και το μικρό  λιθόστρωτο δρομάκι γύρω στη μάντρα, όπου, εδώ και εννέα μήνες, έκανα καθημερινά τον περίπατό του. Γνωρίζω κάθε του πέτρα και κάθε τουφίτσα χορταράκι, φυτρωμένο ανάμεσα από τις πέτρες του. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει στις πέτρες αυτές είναι η ποικιλία στο χρώμα τους: πότε κόκκινο, πότε μπλέ, πότε γκρίζο. Προπαντός στο διάστημα του χειμώνα, που λείπει η πρασινάδα, τα μάτια μου ζητούσαν ξεκούραση στο χρώμα της πέτρας. Και τώρα που ξαναγύρισε το καλοκαίρι, υπάρχουν τόσα περίεργα πράματα που βλέπει κανείς ανάμεσα στις πέτρες. Ένα σμάρι άγριες μέλισσες και σφήκες κάναν εκεί τη φωλιά τους. Ανοίγουν στρογγυλές τρύπες ανάμεσα στις πέτρες, μεγάλες σαν καρύδια, πού συνδέονται ανάμεσά τους με βαθιά διαδρομάκια. Καθώς ξεχώνουν έτσι το χώμα και το ρίχνουν στην επιφάνεια της γης, σχηματίζουν ωραίους μικρούς σωρούς. Σ’ αυτούς τους σωρούς ακουμπούν τ’ αυγά τους και φτιάνουν κερί και μέλι άγριο. Τις βλέπεις να μπαινοβγαίνουν αδιάκοπα και, κάνοντας τον περίπατό μου, αναγκαζόμουν να παίρνω χίλιες προφυλάξεις, για να μην τους χαλάσω τις υπόγειες κατοικίες. Ύστερα έρχονται τα μυρμήγκια πού, σε πολλές μεριές, ακολουθούν ένα δρόμο τόσο ίσιο, πού θα το νόμιζε κανείς πώς είν’ εμποτισμένα με το μαθηματικό αξίωμα: «ουδέν συντομότερον της ευθείας». (Πράμα που, ας το πούμε εδώ, αγνοούν απόλυτα οι πρωτόγονοι λαοί). Κι ακόμα βλέπει κανείς στο μάκρος των τειχών ολόκληρη βλάστηση από αγριόχορτα, πού άλλα μαραίνονται κι άλλα βρίσκονται σε πλέριαν άνθηση. Υπάρχει και μια νέα γενιά από μικρά δεντράκια, που μεγάλωσαν φέτος την άνοιξη μπροστά στα μάτια μου, στη μέση του δρομάκου, ή στο μάκρος του τοίχου; Μια μικρή ακακία, φυτρωμένη, καθώς φαίνεται, από κάποιο παρακλάδι του γειτονικού γέρικου δέντρου, πολλές άσπρες λεύκες, που φύτρωσαν μόλις το Μάη, μά πού είναι κιόλας στολισμένες με άπειρα λευκοπράσινα λουλούδια. Πόσες φορές σεργιάνισα σ’ αυτό το δρόμο και πόσα συναιστήματα δοκίμασα, πόσες σκέψεις πέρασαν απ’ το νου μου. Το χειμώνα, όταν έπεφτε χιόνι, άνοιγα συχνά το πέρασμα. Με συνόδευε τότε ο μικρός μου μελισσοφάγος, που τον αγαπούσα τόσο κι έλπιζα να τον ξαναδώ το φθινόπωρο, αλλά πού δε θα με ξαναβρεί πιά σαν θάρθει, καθώς συνήθιζε , να βρει φαγάκι κοντά στο παραθύρι μου. Τον Μάρτη , όταν ύστερ’ από ένα δυνατό κρύο, τα χιόνια λιώσανε, ο δρόμος μου είχε μεταμορφωθεί σε ρυάκι. Θυμάμαι ακόμη τα κυματάκια, που ξεσήκωνε ο χλιαρός αέρας πάνω στο νερό, και τις πέτρες του τοίχου, που καθρεπτιζόταν εκεί μέσα. Τέλος, ύστερα, ήρθε ο Μάης κ’ η πρώτη βιολέτα ξεπετάχτηκε κοντά στον τοίχο.  Θυμάσαι που σου την έστειλα;
     Καθώς σεργιάνιζα έτσι σήμερα, κάνοντας παρατηρήσεις και στοχασμούς, ένας στίχος του Γκαίτε ερχόταν επίμονα στη θύμησή μου:
Ο γέρο-Μέρλιν, μεσ’ στον φωτεινό του τάφο
όπου, όταν ήμουν νέος τούπιανα κουβέντα.
Ξέρεις τους στίχους που ακολουθούν. Το ποίημα βέβαια δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που αιστανόμουν και που με απασχολούσε τότε. Ήταν η μουσική και η μυστηριακή γοητεία αυτής της ποίησης, που με νανούριζαν και ξανάφερναν τη γαλήνη εντός μου. Δεν ξέρω γιατί και κάθε φορά που νιώθω ταραγμένη ή κλονισμένη, ένα ωραίο ποίημα, ιδιαίτερα του Γκαίτε, ασκεί τόσο βαθιά επίδραση μέσα μου. Αυτό που δοκιμάζω σε τέτοιες στιγμές είναι σχεδόν κάτι το φυσιολογικό, λές και μ’ αποστεγνωμένα χείλια ρουφώ κάποιο δροσιστικό πιοτό, πού μού ξαναγερεύει ψυχή και κορμί. Το ποίημα «Ανατολίτικο Ντιβάνι» που μνημονεύεις στο τελευταίο σου γράμμα, μου είναι άγνωστο. Θα σε παρακαλούσα να μου το αντιγράψεις. Υπάρχει άλλο ένα τραγούδι, που λείπει από τον μικρό μου τον τόμο του Γκαίτε και που από καιρό ήθελα να τ’ αποχτήσω έχει τίτλο “Blumenagrus” (Χαιρετισμός λουλουδιών). Είν’ ένα ποιηματάκι με τέσσερις ή πέντε στίχους. Το ξέρω από μια μελωδία του Βόλφ πανέμορφη, και τελειώνει πάνω-κάτω μ’ αυτά τα λόγια.
Μάζεψα λουλούδια.
Και μ’ ένα φτερούγισμα σε σένα,
Τάσφιξα πάνω στην καρδιά μου
Χίλιες φορές!
     Μελοποιημένο αυτό το τραγούδι έχει κάτι το τόσο ιερό, το τόσο λεπτό και αγνό, που λες και βλέπεις κάποιον να γονατίζει με βουβή λατρεία. Αλλά δε θυμάμαι πιά ακριβώς το κείμενο και θα ήθελα πολύ να τόχω.
     Χτές βράδυ, κατά τις εννιά η ώρα, είδα ένα θέαμα απαράμιλλο. Από τον καναπέ, όπου ήμουν ξαπλωμένη, παρατήρησα πάνω στο τζάμι μια ρόδινη ανταύγεια, πράμα πού με ξάφνιασε, γιατί ο ουρανός ήταν ολότελα γκρίζος. Έτρεξα στο παραθύρι και στάθηκα σαν μαγεμένη. Πάνω στο μονότονο γκρίζο τ’ ουρανού, είδα να σχηματίζεται στα ανατολικά ένα μεγάλο σύννεφο τόσο παράξενα ρόδινο και ξέχωρο από τον υπόλοιπο ουρανό, πού έμοιαζε με χαμόγελο, λές κ’ ήταν ένας χαιρετισμός από το άγνωστο. Ένιωσα κάτι σαν λύτρωση, κι άπλωσα άθελά μου τα χέρια προς τη μυστηριακή εικόνα. Δεν είν’ αλήθεια πως, όσο θα υπάρχουν τόσο ωραία χρώματα και τόσο ωραία σχήματα, η ζωή θα είναι ωραία και θ’ αξίζει τον κόπο να την ζεί κανείς; Κρεμάστηκα από το όραμα με το βλέμμα, κλείνοντας μέσα μου κάθε ρόδινη αχτίδα, όταν ξαφνικά, με πήραν τα γέλια για τον εαυτό μου. Γιατί;- Θεέ μου!-ο ουρανός και τα σύννεφα κι όλη η ομορφιά της ζωής δεν βρίσκονται βέβαια μονάχα στο Μπρόνκε και δεν θα χρειαστεί να τ’ αποχαιρετήσω εδώ. Όχι, όλ’ αυτά τα ωραία πράματα θα μ’ ακολουθήσουν, όπου κι αν πάω, κι όσο θα κρατήσει η ζωή μου.
     Σε λίγο θα σου γράψω απ’ το Μπρεσλάου. Έλα να με δεις το γρηγορότερο. Τα θερμά μου χαιρετίσματα στον Κάρλ. Σε φιλώ πολλές φορές. Ωρεβουάρ στην καινούργια μου φυλακή.
                                                    Η πιστή σου Ρόζα
                                                                                                           Μπρεσλάου, 24 Μαρτίου 1918
Πολυαγαπημένη μου Σόνιτσκα
     Πόσος καιρός πέρασε δίχως να σου γράψω και πόσες φορές  σε σκέφτηκα σ’ αυτό το διάστημα! Τα «πρόσφατα γεγονότα» μου αφαιρούν ώρες-ώρες διάθεση να γράφω… Αν μπορούσαμε αυτή τη στιγμή να τριγυρίζουμε μαζί στους κάμπους, να «μιλάμε» μαζί “de omnibus rebus” θα ήταν μεγάλο αγαθό, αλλά είναι κάτι που ούτε μπορούμε να το φανταστούμε. Η διαμαρτυρία μου απορρίφθηκε και μου στείλαν έγγραφο με λεπτομέρειες σχετικές με την κακία μου και το αδιόρθωτο του χαρακτήρα μου. Το ίδιο έγινε και με την αίτηση άδειας που είχα υποβάλει. Θα πρέπει λοιπόν να περιμένω ωσότου κατακτήσουμε ολόκληρο τον κόσμο.
     Σόνιτσκα, όταν αργώ να λάβω νέα σου, έχω το αίσθημα ότι μονάχη σου, ανήσυχη, κακόκεφη κι απελπισμένη, θα βρίσκεσαι εκεί-κάτω σαν έρημο φύλλο στη διάθεση του ανέμου, κι αυτό μου κάνει πολύ κακό. Κοίτα λοιπόν, να η άνοιξη, οι μέρες μακραίνουν και φωτίζονται, και μέσα στους κάμπους θα υπάρχουν πολλά πράγματα να δει κανείς και ν’ ακούσει. Θάπρεπε να βγαίνεις πολύ, ο ουρανός έχει τώρα πολύ ενδιαφέρον και ποικιλία, καθώς, κυνηγιούνται γοργά κι ανήσυχα τα σύννεφά του. Και η χέρσα ακόμα γη θάναι πολύ όμορφη κάτω από αυτό το εναλλασσόμενο φως. Χόρτασε τα μάτια σου απ’ όλα αυτά για λογαριασμό μου, θέλεις… Αυτά είναι τα μόνα πράματα, που δεν τα βαριέται κανείς ποτέ στη ζωή του και που έχουν πάντα την ίδια γοητεία του καινούριου, μ’ όλο που σου μένουν πάντα πιστά. Πρέπει, άλλωστε, να πας οπωσδήποτε στον Βοτανικό Κήπο για χάρη μου, και να πληροφορηθείς για κάτι, που μου έχει κινήσει πολύ την περιέργεια. Συμβαίνει φέτος, την άνοιξη κάτι πολύ παράξενο: Τα πουλιά ξαναγύρισαν όλα, ένα ή ενάμιση μήνα νωρίτερα απ’ το συνηθισμένο. Το αηδόνι ήταν κιόλας εδώ στις 10 Μαρτίου, το τόρκολ, που έρχεται συνήθως στα τέλη του Απρίλη, ξαμολούσε τα γελασάκια του από τις 15, ακόμα και το χρυσωπό κοτσύφι, που το λένε «το πουλί της Πεντηκοστής» και που δεν έρχεται ποτέ πρίν από το Μάη, σφυρίζει ολόγυρα εδώ και δεκαπέντε μέρες, πρίν απ’ την ανατολή του ήλιου, απ’ τα γκρίζα χαράματα! Τ’ ακούω όλα τους από μακριά, η φωνή τους μου έρχεται από το πάρκο του τρελοκομείου. Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτή την πρόωρη επιστροφή και θάθελα νάξερα, αν αυτό παρατηρήθηκε κι αλλού,  ή αν αυτό το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στην εντύπωση, που δημιουργείται από το τρελοκομείο. Πήγαινε λοιπόν στο Βοτανικό Κήπο, Σόνιτσκα, αλλά προς το μεσημέρι, μια μέρα με ήλιο, και άκουσε καλά όλους τους ήχους για να μου τους μεταφέρεις. Αυτό και το αποτέλεσμα της μάχης του Καμπραί, είναι ό,τι σπουδαιότερο υπάρχει για μένα στον κόσμο και ό,τι με απασχολεί περισσότερο.
     Τι ωραίες οι αντιγραφές που μου έστειλες! Για τον Ρέμπραντ περιττό να πει κανείς ό,τιδήποτε. Όσο για τον Τισιανό, μεγαλύτερη ακόμα εντύπωση μου έκανε το άλογο, ο καβαλάρης. Δεν φανταζόμουν πραγματικά, πως θα ήταν δυνατόν να εκφράσει κανείς τόση δύναμη και κομψότητα αληθινά βασιλική σ’ ένα ζώο. Αλλά εκείνο που ασυγκρίτως είναι τ’ ωραιότερο, είναι το πορτραίτο της γυναίκας του Μπαρτολομέο ντά Βενέτσια (που άλλωστε δεν το ήξερα). Τι μεθύσι στο χρώμα, τι φινέτσα στο σχέδιο, πόση κρυμμένη γοητεία στην έκφραση! Μου θυμίζει, δεν ξέρω πώς, τη «Μόνα Λίζα». Με αυτά τα λευκώματα έριξες άπειρο φως και χαρά μέσα στο κελί μου.
     Όσο για το βιβλίο του Χένσεν (Χάνς Ντίφφενμπαχ), πρέπει φυσικά να το κρατήσεις. Μου κάνει κόπο όλα αυτά τα βιβλία να μην είναι στα χέρια «μας». Προτιμώ να τα δώσω σε σένα παρά σ’ όποιον άλλο.
     Έλαβες τον Σαίξπηρ αρκετά γρήγορα; Τι γράφει ο Κάρλ; Πότε θα τον ξαναδείς; Χαιρέτα μού τον χίλιες φορές και πές του από μέρος μου: «όλα θα πάνε καλά», σε πείσμα όλων. Και προπαντός νάχεις καλή διάθεση και κέφι. Απολάμβανε την άνοιξη. Του χρόνου, ελπίζω να την περάσουμε μαζί.
     Σε φιλώ πολύ, αγαπημένη μου. Χαρούμενο Πάσχα! Πολλά χαιρετίσματα και στα παιδιά.
                                                                                                                                            Η Ρόζα σου
                          Μπρεσλάου, 2 Μαϊου 1918
     ……Διάβασα το «Καντίντ» και το «Κόμισσα Ούλφελντ», που μου άρεσαν πολύ και το ένα και το άλλο. Το «Καντίντ» είναι σε τόσο ωραία έκδοση, που δεν είχα το κουράγιο να κόψω τα φύλλα, και το διάβασα έτσι. Καθώς είναι δεμένα σε φύλλα απλά, τα κατάφερα πολύ ωραία. Αυτό το πονηρό συνονθύλευμα όλων των ανθρώπινων δυστυχιών θα μου έκανε σίγουρα, πρίν απ’ τον πόλεμο, την εντύπωση μιάς παραμορφωμένης εικόνας, αλλά τώρα μου φαίνεται απόλυτα σύμφωνο με την πραγματικότητα… Στο τέλος του βιβλίου έμαθα επιτέλους, πούθε προέρχεται η έκφραση: “Mais il faut cultiver notre jardin”, που την είχα κι εγώ μεταχειριστεί σε κάποια περίσταση. Το «Κόμισσα Ούλφελντ» έχει αποδειχτικό ενδιαφέρον και συμπληρώνει αυτά, που μας μαθαίνει ο Γκρίμμελχάουζεν… Τι κάνεις εσύ; Χαίρεσαι τουλάχιστον την εξαίσια άνοιξη;
                                                                                                                             Πάντα δική σου Ρόζα
                     Μπρεσλάου 14 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητή μου Σόνιτσκα
Πόσον καιρό έκανα να σου γράψω. Μου φαίνεται πως πέρασαν μήνες από το τελευταίο μου γράμμα. Ούτε ξέρω αν βρίσκεσαι κιόλας στο Βερολίνο, κι ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει έγκαιρα για τα γενέθλιά σου. Παρακάλεσα τη Ματθίλδη να σου στείλει ένα μπουκέτο ορχιδέες, αλλά η καημένη βρισκόταν τότε στο νοσοκομείο και δεν ξέρω αν θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει την παραγγελία μου. Αλλά ξέρεις πως είμαι πάντα κοντά σου μ’ όλη μου την καρδιά και τις σκέψεις. Ήθελα να σε νιώθω εκείνη την ημέρα τριγυρισμένη από μαβιές ορχιδέες, λευκές ίριδες και υακίνθους με δυνατό άρωμα. Ίσως να μπορέσω, του χρόνου τέτοιον καιρό τουλάχιστον, να σου φέρω με τα χέρια μου λουλούδια αυτή τη μέρα, και να κάνω μαζί σου έναν περίπατο στο Βοτανικό Κήπο και στους κάμπους. Τι όμορφα που θάταν! Σήμερα το θερμόμετρο είναι στο μηδέν, αλλά ταυτόχρονα η ατμόσφαιρα είναι ζωντανεμένη από μια χλιαρή δροσιστική πνοή που θυμίζει την άνοιξη κι ανάμεσα στα πυκνά και κάτασπρα, σαν το γάλα, σύννεφα διακρίνεται ένας ουρανός βαθυγάλαζος, ενώ τα σπουργίτια τιτιβίζουν χαρούμενα. Θα νόμιζε κανείς πως βρισκόμαστε στα τέλη Μαρτίου. Χαίρομαι προκαταβολικά για την άνοιξη. Είναι το μόνο πράμα που δεν το χορταίνει κανείς ποτέ, όσο ζεί. Αντίθετα το εκτιμά κάθε χρόνο και περισσότερο. Το ήξερες Σόνιτσκα, πως η αρχή της άνοιξης, μέσα στον ζωικό κόσμο, δηλαδή το ξύπνημα στη ζωή, αρχίζει τώρα, τις πρώτες μέρες του Γενάρη, χωρίς να περιμένει την άνοιξη που δείχνει το καλαντάρι; Ενώ σύμφωνα με τα ημερολόγια, ο χειμώνας μόλις κι αρχίζει, εμείς βρισκόμαστε στην πιο κοντινή περιοχή του ήλιου. Λοιπόν, το γεγονός αυτό εξασκεί μια μυστηριακή επίδραση πάνω σε κάθε ζωντανό, έτσι που ακόμα και στο βόρειο ημισφαίριο, που μένει πάντα χιονοσκεπασμένο, ο κόσμος των φυτών και των ζώων ξυπνάει σαν από μαγεία. Τα δέντρα μπουμπουκιάζουν και πολλά ζώα γονιμοποιούν.
     Τις προάλλες, διάβαζα μεσ’ στο βιβλίο του Φρανσέ πως οι σπουδαιότερες παραγωγές στη φιλολογία και την επιστήμη συμπίπτουν με τους μήνες Γενάρη και Φλεβάρη. Στην ζωή των ανθρώπων, όπως και όλων των όντων, το χειμερινό ηλιοστάσιο αποτελεί μια κρίσιμη καμπή, γιατί τότε είναι που ξυπνούν όλες οι ζωτικές δυνάμεις. Και εσύ το ίδιο, μικρή μου Σόνιτσκα, είσαι σαν ένα μικρό πρώιμο λουλούδι, φυτρωμένο ανάμεσα σε χιόνια και πάγους, που γι’ αυτό θα πρέπει σ’ όλη του τη ζωή ν’ ανατριχιάζει λιγάκι και να μην αισθάνεται ποτέ εντελώς άνετα, τόσο, ώστε θα πρέπει να το προσέχουν και να το περιποιούνται σαν ένα φυτό της σέρας.
     Χάρηκα πολύ τον Ροντέν που μου έστειλες για τα Χριστούγεννα και θα σου έγραφα γρηγορότερα για να σ’ ευχαριστήσω, αν η Ματθίλδη δεν μούλεγε πως ήσουνα στη Φραγκφούρτη. Εκείνο που μ’ ευχαρίστησε πάνω απ’ όλα, ήταν που διαπίστωσα σε ποιο σημείο ο Ροντέν έχει το αίσθημα της φύσης, το θρησκευτικό σεβασμό που δείχνει για το παραμικρό χορταράκι μέσα στους κάμπους. Πόσο ανώτερο πλάσμα πρέπει να ήταν: Ανοιχτόκαρδος, απροσποίητος, ξέχειλος από εσωτερική φλόγα και ξυπνάδα. Μου θυμίζει, ασφαλώς, τον Ζωρές. Σ’ αρέσει το Μπρουντκόορενς; Τόχεις διαβάσει; Αυτό το μυθιστόρημα μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Βρίσκω ιδιαίτερα πως οι περιγραφές των τοπίων του έχουν μεγάλη ποιητική δύναμη. Στο Μπρουντκόορενς, όπως και στο Ντέ Κόστερ, είναι ολοφάνερο ότι στην ωραία χώρα της Φλάντρας ο ήλιος ανατέλλει και βασιλεύει με πολλή περισσότερη λαμπρότητα, απ’ όσο σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου. Πρόσεξα πάντοτε ότι οι Φλαμανδοί ήταν κυριολεκτικά ερωτευμένοι με την χώρα τους. Για να την περιγράψουν, μεταχειρίζονται λόγια που θα ταίριαζαν μάλλον σε  μια νεαρή πανέμορφη αρραβωνιαστικιά, παρά σ’ ένα ωραίο τοπίο. Το σκοτεινό και τραγικό τέλος πλησιάζει, στο χρώμα, τις μεγαλειώδεις εικόνες του «Τίλλ Οϊλενσπίγκελ». Έχω υπόψη μου ιδίως τη καταστροφή του δημόσιου κτιρίου.  Δε βρίσκεις ότι, από το χρώμα τους, τα βιβλία τούτα θυμίζουν εντελώς τον Ρέμπραντ; Ο σκοτεινός τονισμός του συνόλου, όπου έρχεται και μπερδεύεται όλη η γκάμα του χρυσαφιού και του παλιού χρυσαφιού, ο καταπληκτικός ρεαλισμός στη λεπτομέρεια κι ωστόσο η αίστηση του μυστήριου και του θρύλου, που ξεχύνεται από παντού;
     Διάβασα στο «Μπερλίνερ Τάγκερπλατ» ότι στο Φρήντριχ-Μουζέουμ εκθέσανε κάποιον καινούργιο Τισιανό. Τον είδες; Θα σου πω ειλικρινά πως ο Τισιανός δεν είναι από τις συμπάθειές μου. Του βρίσκω υπερβολική δεξιοτεχνία. Οί πίνακές του μου δίνουν την εντύπωση πως είναι πολύ γλυμένοι και πολύ ψυχροί.-Συχώρεσέ με, αν κάνω ιεροσυλία αυτή τη στιγμή, αλλά δεν μπορώ παρά να μιλώ σύμφωνα με τις εντυπώσεις μου. Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη αν μπορούσα να επισκεφτώ αυτή τη στιγμή το Φρήντριχ-Μουζέουμ και ν’ αποδώσω τιμή στον νέο φιλοξενούμενο. Είδες το κληροδότημα Κάουφμαν, για το οποίο μιλούν τόσο πολύ αυτό τον καιρό;
     Τώρα διαβάζω διάφορες μελέτες περί Σαίξπηρ, γραμμένες το 1860 και το 1880, τον καιρό όπου στην Γερμανία γινόταν ακόμη μεγάλη κίνηση γύρω από το πρόβλημα Σαίξπηρ. Θα μπορούσες να μου προμηθέψεις από τη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Ράιχσταγκ: Κλάιν, «Ιστορία του ιταλικού δράματος», Σάκ, «Ιστορία της δραματικής φιλολογίας στην Ισπανία» και το βιβλίο του Γερβίνου και του Ούλριτσι πάνω στον Σαίξπηρ; Τι ιδέα έχεις για τον Σαίξπηρ; Γράψε μου γρήγορα.
     Σε φιλώ και στο σφίγγω με στοργή το χέρι. Να είσαι ήρεμη και γαλήνια σε πείσμα όλων! Αγαπητή μου Σόνιτσκα, ωρεβουάρ.
Πότε θάρθεις;
Σόνιτσκα, θέλεις να μου κάνεις μια χάρη; Στείλε από μέρους μου υακίνθους στη Ματθίλδη. Θα σε ξοφλήσω όταν έρθεις να με δείς.
                                                                                                                                                    Η Ρόζα σου
                                                                                                                                  Μπρόνκε, 23 Μαϊου 1917
-Το τελευταίο σου γράμμα, της 14ης, έφτασε μόλις σου είχα στείλει το δικό μου. Είμαι γεμάτη χαρά, πού μπόρεσα νάχω πάλι επαφή μαζί σου και θάθελα να σου στείλω σήμερα έναν εγκάρδιο χαιρετισμό για την Πεντηκοστή. «Πεντηκοστή, χαρούμενη γιορτή, ξανάρθες πάλι». Έτσι αρχίζει το “Reineke Fuchs” του Γκαίτε. Ελπίζω να την χαρείς και συ λιγάκι. Πέρυσι, τέτοιον καιρό, κάναμε μαζί με τη Ματθίλδη την ωραία εκδρομή του Λίχτενράντε, όπου μάζεψα για τον Καρλ στάχτα και αγριολούλουδα…
Το βράδυ πάλι, πήγαμε περίπατο σαν τις «τρείς αρχόντισσες της Ραβέννας», με τριαντάφυλλα στο χέρι, στους κάμπους του Σύντεντε…
…………………………….
Σόνιτσκα, μιλάς με πικρά λόγια για τη μακριά φυλάκισή μου, κι αγαναχτείς: «Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι ν’ αποφασίζουν για την τύχη άλλων ανθρώπων». Μη θυμώνεις μαζί μου, αλλά μ’ έκανες να γελάσω με την καρδιά μου. Μέσα στους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέβσκι, υπάρχει κάποια κυρία Σοσλάκοβα που έχει τη συνήθεια να κάνει ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις, αλλά πρίν επιχειρήσει κανένας να της απαντήσει αυτή πετιέται σ’ άλλο θέμα. Αγαπητό μου πουλάκι, όλη η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, που άλλωστε δεν είναι μακρύτερη από μερικές χιλιάδες χρόνια, βασίζεται στο γεγονός ότι πάντοτε οι άνθρωποι αποφάσιζαν για την τύχη του πλαινού τους, κι αυτό έχει ρίζες βαθιές μέσα στις υλικές συνθήκες της ζωής. Μονάχα μια εξέλιξη που θάρθει ύστερ’ από χιλιάδες βάσανα, θα μπορέσει να φέρει μιάν αλλαγή. Ζούμε, αυτή τη στιγμή, ένα από τα πιο ταραγμένα κεφάλαια αυτής της εξέλιξης και συ ρωτάς «γιατί όλ’ αυτά». «Για ποιο σκοπό;»-Να μια  ερώτηση που δεν έχει καμιά σχέση με την αντίληψη της ολότητας της ζωής και των δυνάμεών της. Για ποιο σκοπό υπάρχουν τα κοτσύφια στον κόσμο; Δεν το ξέρω. Αλλά χαίρομαι όταν τα βλέπω και παρηγοριέμαι, σαν ακούω ξαφνικά το βιαστικό τους τιτίβισμα νάρχεται από μακριά, πάνω απ’ τον τοίχο.
     Υπερεκτιμάς άλλωστε τη «γαλήνη» μου. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πώς η εσωτερική μου ισορροπία και η μακαριότητά μου κλονίζονται με την πρώτη ανάλαφρη σκιά που περνά πάνωθέ μου, και πάσχω τότες αφάνταστα. Αλλά, σε μια τέτοια περίσταση, είναι στο χαρακτήρα μου να σωπαίνω. Δεν υπερβάλλω τίποτα, σε τέτοιες στιγμές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη. Έτσι, τούτες τις τελευταίες μέρες, ένιωθα μέσα μου χαρά κι ευτυχία. Χαιρόμουν τον ήλιο, όταν ξαφνικά, την περασμένη Δευτέρα, μια παγερή καταιγίδα με κυρίεψε, κι αμέσως η αχτιδόβολη ευθυμία μου έγινε βαθιά δυστυχία. Νομίζω πώς, αν εκείνη τη στιγμή η ψυχική ευτυχία μου λάβαινε υλικήν υπόσταση κι εμφανιζόταν μπροστά μου, δεν θα μπορούσα να της πώ λέξη. Το πολύ, με κάποιο σιωπηρό βλέμμα, θα μπορούσα να της είχα εκφράσει τη θλίψη μου. Είναι αλήθεια πώς η επιθυμία να μιλώ με  κυριεύει πολύ σπάνια. Για βδομάδες ολάκερες δεν ακούω ούτε τον ήχο της φωνής μου. Γιαυτό το λόγο, άλλωστε, πήρα την ηρωική απόφαση να μην πω να μου φέρουν εδώ τη γατούλα μου. Το καημένο το ζωάκι είναι συνηθισμένο στη χαρά της ζωής. Της αρέσει να τραγουδώ, να γελώ και να παίζω κρυφτούλι μαζί της μέσα σ’ όλο το σπίτι. Εδώ θα μελαγχολούσε. Θα την αφήσω λοιπόν στη Ματθίλδη. Η Ματθίλδη θάρθει μια απ’ αυτές τις μέρες να με δεί, κι ελπίζω η επίσκεψή της να με ανακουφίσει. Ίσως η Πεντηκοστή να είναι και για μένα μια «Χαρούμενη γιορτή». Σόνιτσκα, να είσαι κεφάτη και ήσυχη, όλα θα τελειώσουν καλά, πίστεψέ με. Χαιρέτα μου εγκάρδια τον Κάρλ.
                                                                                                   Σε φιλώ πολλές φορές
                                                                                                                                                Η Ρόζα σου
                                                                                                                          Μπρόνκε, 18 Φεβρουαρίου 1917
….Πάει καιρός που τίποτα δεν με είχε τόσο ταράξει, όσο η σύντομη αναφορά της Μάρθας σχετικά με την επίσκεψή σου στον Κάρλ και την εντύπωση που σου έκανε να τον δεις πίσω από ένα συρματόπλεγμα. Γιατί δεν μου είπες τίποτα γι’ αυτό; Έχω κάποιο δικαίωμα να συμμερίζομαι τις στενοχώριες σου και θέλω να τις ξέρω όλες. Αυτό που διάβασα εξάλλου μου θύμισε ζωηρά τη στιγμή που είδα κι εγώ για πρώτη φορά τους αδελφούς και τις αδερφάδες μου, πρίν από δέκα χρόνια, μέσα στο φρούριο της Βαρσοβίας. Εκεί κάτω, σε μπάζανε σ’ ένα είδος διπλό κλουβί, που οι πλευρές του ήταν φτιαγμένες από ένα συρμάτινο καφάσι. Δηλαδή μέσα σ’ ένα κλουβί, κλεισμένο καταμεσίς ενός άλλου κλουβιού μεγαλύτερου. Έτσι ανάμεσα από τα νερό-παιχνίδια, που κάναν τα δυό απανωτά καφάσια, έπρεπε να ιδείς και να κουβεντιάσεις. Συλλογίσου ακόμα, ότι εκείνη η μέρα της επίσκεψής μου, ήταν η αυριανή μιας απεργίας πείνας, που βάσταξε έξη μέρες, και ότι ήμουν τόσο εξαντλημένη, ώστε ο λοχαγός (διοικητής του φρουρίου) αναγκάστηκε σχεδόν να με κουβαλήσει στο εντευκτήριο. Έπρεπε να πιάνομαι και με τα δυό μου χέρια από τα σύρματα του κλουβιού για να μην πέσω, πράμα που δυνάμωνε σίγουρα τη εντύπωση πού έκανα, πώς είμαι κάποιο ζωντανό μέσα σε ζωολογικό κήπο. Το κλουβί βρισκόταν σε μια σκοτεινή γωνιά του θαλάμου κι ο αδερφός μου κολλούσε το πρόσωπό του πάνω στα σύρματα. «Πού είσαι;» όλο με ρώταγε. Και, ταυτόχρονα, σκούπιζε τα γυαλιά του από τα δάκρυα, που τον μποδίζαν να βλέπει. Πόσο θάμουν ευχαριστημένη αν μπορούσα  να βρίσκομαι αυτή τη στιγμή μέσα στο κλουβί του Λουκάου και να γλυτώσω έτσι τον Καρλ από μια τέτοια δοκιμασία!
     Ευχαρίστησε πολύ από μέρος μου τον Πφέμφερτ, πού μου έστειλε τον Γκάλσγουερδυ. Σήμερα τον τέλειωσα και είμαι χαρούμενη πολύ που τον διάβασα. Η αλήθεια είναι πως αυτό το μυθιστόρημα μου άρεσε λιγότερο από τον «Πλούσιο», όχι «μολονότι», αλλά «επειδή» η κοινωνική θέση κυριαρχεί εκεί μέσα περισσότερο. Μέσα σε ένα μυθιστόρημα δεν επιζητώ την θέση, αλλά, πρίν από όλα, την καλλιτεχνική αξία, και εκείνο που με ενοχλεί απ’ αυτή την άποψη μέσα στους «συντρόφους του κόσμου», είναι το ότι ο Γκάλσγουερδυ κάνει εκεί πολλή επίδειξη πνεύματος. Αυτό θα σε παραξενέψει. Όμως ανήκει κι αυτός στο ίδιο καλούπι  του Μπέρναρ Σω ή του Όσκαρ Ουάιλντ. Ένα καλούπι πού, αυτή τη στιγμή, έχει μεγάλη διάδοση, καθώς φαίνεται, ανάμεσα στους άγγλους διανοούμενους: ο τύπος ανθρώπων πολύ έξυπνων και ραφιναρισμένων, αλλά μπλαζέ, που αντιμετωπίζουν καθετί που γίνεται στον κόσμο, μ’ ένα ύφος σκεπτικιστικό και περιγελαστικό. Οι λεπτές και ειρωνικές παρατηρήσεις, που κάνει ο Γκάλσγουερδυ με το σοβαρότερο ύφος του κόσμου για τους ήρωές του, με κάνουν συχνά να σκάσω στα γέλια. Όμως, ακριβώς όπως οι πραγματικά καλοαναθρεμένοι άνθρωποι δεν κοροϊδεύουν ποτέ, ή σπάνια, το περιβάλλον τους, έτσι και ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν πρέπει ποτέ να παίρνει ειρωνική στάση απέναντι στα δημιουργήματά του. Πρέπει να με καταλάβεις καλά, Σόνιτσκα. Μ’ αυτό δεν αποκλείω την σάτιρα του υψηλού ύφους. Για παράδειγμα ο «Εμμανουήλ Κούιντος» του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν είναι η πιο ανίλεη σάτιρα της σύγχρονης κοινωνίας που γράφτηκε εδώ κι εκατό χρόνια. Αλλά ο ίδιος ο Χάουπτμαν δεν καγχάζει καθώς τη γράφει. Στο τέλος του έργου του, βλέπω τα χείλη του να τρέμουν και τα σαστισμένα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Ο Γκάλσγουερδυ, αντίθετα με τις γεμάτες πνεύμα παρατηρήσεις, που ξαμολάει σχεδόν παντού, μου κάνει την εντύπωση ενός πλαϊνού μου συνδαιτυμόνα που, κάθε φορά, όταν ένας καινούργιος καλεσμένος μπαίνει μεσ’ στο σαλόνι, σκύβει στ’ αυτί μου για να τον ειρωνευτεί και να τον κουτσομπολέψει.
     Σήμερα είναι Κυριακή. Πάλι Κυριακή. Η πιο θανάσιμη μέρα για τους φυλακισμένους και τους ολομόναχους. Είμαι μελαγχολική, αλλά εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά εσύ να μην είσαι, ούτε κι ο Κάρλ. Γράψε γρήγορα για να μάθω πότε φεύγεις για αναψυχή, και που θα πάς.
Σε φιλώ μ’ όλη μου την καρδιά και χαιρετώ τα παιδιά.
                                                                                                      Η Ρόζα σου
ΥΓ. Ο Πφ. Δε θα μπορούσε να μου ξαναστείλει κανένα βιβλίο, ίσως κάτι του Τόμας Μαν; Δεν ξέρω τίποτα δικό του. Κι ακόμα μια παράκληση: ο ήλιος αρχίζει να με θαμπώνει όταν βγαίνω. Θα είχες την καλοσύνη να μου στείλεις ένα μέτρο τούλι μαύρο με μαύρες πίκες; Σ’ ευχαριστώ προκαταβολικά.

Σόνιτσκα, έτσι θα πεθυμούσα, νάμαι πάντα ολόγυρά σου, να σε διασκεδάζω, να φλυαρώ ή να σωπαίνω μαζί σου και να μην σ’ αφήσω να διαφεντεύεσαι από τους μαύρους κι απελπισμένους  συλλογισμούς σου. Ρωτάς μέσα στην κάρτα σου: «Γιατί να είν’ όλα έτσι;» Παιδί που είσαι! Είναι η ζωή που είν’ «έτσι», από πάντα, κι όλα της είναι γνώριμα, κατά τον ίδιο τρόπο: οι πόνοι, οι χωρισμοί, οι νοσταλγίες. Πρέπει να ξέρεις να την παραδέχεσαι  στο σύνολό της, χωρίς να της αφαιρείς τίποτα και να βρίσκεις ένα νόημα και μια ομορφιά σ’ όλες τις εκδηλώσεις της. Αυτό κάνω εγώ τουλάχιστον. Κι όχι από καμιά γνώση, που την απόχτησα με τη σκέψη, αλλά πολύ πιο απλά, χάρη στην ίδια μου την φύση. Ενστικτώδικα διαιστάνομαι πως αυτός είναι ο μόνος σωστός τρόπος να παίρνει κανείς τη ζωή. Και γι’ αυτό νιώθω ευτυχισμένη σ’ όλες τις περιστάσεις. Δε θάθελα τίποτα να σβήσω από τη ζωή μου, ούτε τίποτα να της αλλάξω. Φτάνει να μπορούσα να κάνω και σένα ν’ αποχτήσεις μια τέτοια αντίληψη της ζωής!...
     Τα Γράμματα από την φυλακή της Rosas Luxemburg, το Ημερολόγιο της Anne Frank, τα έργα και οι μελέτες της Hannah Arendt, είναι τα σύγχρονα μνημεία γυναικείου πολιτισμού. Τα έργα που μας μαθαίνουν τι είναι Ιστορία και τι Πολιτική. Είναι κείμενα εξομολογητικά και μη, όχι μιας άλλης εποχής, αλλά ενός καλύτερου μέλλοντος της ανθρωπότητας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25 Ιουλίου 2017                       


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου