ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Σε έναν κόσμο που με τρελούς και ανεξέλεγκτους
ρυθμούς αλλάζει και μας τρομάζει, και ίσως οι νέες μορφές βίας του είναι ισχυρότερες από το ίδιο το φαινόμενο της ζωής, εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί ο
σύγχρονος αναγνώστης ή ο συγγραφέας, αν μετά το τέλος των μεγάλων Επαναστατικών
και ανατρεπτικών Ιδεολογιών του προηγούμενου αιώνα, η Τέχνη, έχει κάτι να πει ή
να προσφέρει στις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ή είναι ή έγινε και
αυτή, ένα ακόμα εύπεπτο καταναλωτικό προϊόν της μεταμοντέρνας κατάστασης των
κοινωνιών της τρίτης ανθρώπινης χιλιετίας. Αν δεν λαθεύω στις ερμηνευτικές μου
προθέσεις, ο κόσμος των Εικαστικών Τεχνών και αυτός του Κινηματογράφου, με
όλες τις κοινωνικές και εμπορικές παραμέτρους των ανθρώπων που μετέχουν σε
αυτούς τους δύο κόσμους, είναι οι δύο κυριότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του
σημερινού ανθρώπου που μας επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια των
συλλογισμών μας. Θέλω να πω ότι, τα πάντα στις μέρες μας ανάγονται στην σφαίρα
του εμπορίου και του εύκολου νόμιμου ή παράνομου κέρδους. Οι τιμές των
σύγχρονων έργων τέχνης είναι μάλλον δυσανάλογες από την αισθητική ή
καλλιτεχνική τους ποιότητα. Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για την έβδομη
τέχνη. Έχει οργανωθεί και οικοδομηθεί μια ολόκληρη αυτοκρατορία πολλαπλών
συνδέσεων και σχέσεων γύρω από το κινηματογραφικό δημιούργημα-προϊόν, που
υπερβαίνει, τις προσδοκίες ή τους οραματικούς σκοπούς των ίδιων των δημιουργών (παραγωγών, σκηνοθετών, σεναριογράφων κλπ.). Το ίδιο θα μπορούμε ίσως να
ισχυριστούμε και για τον χώρο της λογοτεχνίας. Και όταν γράφω Λογοτεχνία εννοώ
την τέχνη του σύγχρονου μετά μοντέρνου μυθιστορήματος, που και αυτό, δεν
εκφράζει πλέον παρά το τέλος κατά κάποιον τρόπο της τέχνης του και της
προϊστορίας του. Αν αποδεχτούμε έστω και σαν υπόθεση εργασίας ότι η Ποίηση, ο Ποιητικός
λόγος γενικότερα έχει κλείσει τον κύκλο του μέσα στις ζωές και τις συνειδήσεις
των ανθρώπων των σύγχρονων κοινωνιών μας, ότι δεν λέει τίποτα στις μεγάλες ή μικρότερες
ανθρώπινες μάζες, (παρά του ότι εξακολουθούν να εκδίδονται καλές ή μη ποιητικές
συλλογές), ακολουθεί και αυτή (η Ποίηση) το φαινόμενο της Πολιτικής που έχει
αντικατασταθεί από την παραπολιτική και τον δημοσιογραφικό, επιφανειακό ή
κουτσομπολίστικο μικροσχολιασμό. Μια ψευτό ανάλυση ή αναφορά των πολιτικών
γεγονότων ή διπλωματικών διεθνών ενεργειών που γίνεται εμβόλιμα και
καταχρηστικά στα δελτία ειδήσεων, καθώς παρουσιάζονται οι σελέμπριτοι και το
λάϊφ στάιλ της μόδας των σταρ και των καταναλωτικών προϊόντων αγοράς. Μετά από
έναν καταστροφικό σεισμό γυρίζουμε σελίδα και παρουσιάζουμε την ενδυματολογική
πρόταση της τάδε πρώτης κυρίας ή διαφημίζουμε ένα λαμπερό προϊόν. Τρανταχτό των
ημερών μας παράδειγμα, ο νέος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά την εδώ επίσκεψή
του. Τον αντιμετώπισαν όλοι σαν έναν λαμπερό σταρ του κινηματογράφου χωρίς να
γνωρίζουν ή να ενδιαφερθούν να ακούσουν το κυβερνητικό πρόγραμμά της κυβέρνησής
του ή τους πολιτικούς του σχεδιασμούς επί προεδρίας του. Και επανερχόμενος, ο
ρόλος και η εμβέλεια του Ποιητικού λόγου έχει περιοριστεί μάλλον, μόνο στους
χώρους της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια) και σε όσους ασχολούνται
στον χώρο της τριτοβάθμιας, με την εκπόνηση εργασιών και μελετών για πρόσωπα ή
ποιητικά έργα της ελληνικής γραμματείας και, για ορισμένα ελάχιστα μεσήλικα
πρόσωπα που έμαθαν από παλαιά να διαβάζουν και να εντρυφούν στον ποιητικό
λόγο. Αν αληθεύουν τα ως άνω, τότε μπορούμε να εκφράσουμε τις ίδιες θέσεις και
για τον μυθιστορηματικό λόγο; Δηλαδή το σύγχρονο μυθιστόρημα αντρών-και κυρίως
γυναικών-εκφράζει τι; Τις μεταμοντέρνες σχέσεις των ανθρώπων; Την διάλυσή τους;
Τις συνειδήσεις τους; Τα νέα σύμβολά τους; Την γλώσσα τους; Την ηθική τους; τι
εκφράζει ο σύγχρονος μυθιστορηματικός λόγος των ημερών μας; Και, έχει καμία σχέση
με τον μυθιστορηματικό λόγο των μεγάλων μυθιστοριογράφων των προηγούμενων
αιώνων; Οι σύγχρονοι συγγραφείς, μετέχουν των δεκάδων αδιεξόδων των ηρώων τους,
ή απλά ξεδιπλώνουν την παρουσία τους στις λευκές σελίδες στολίζοντάς τες με
πιπεράτα και πικάντικα στιγμιότυπα και περιγράμματα; Έχει την διάθεση ή την
πρόθεση ένας σημερινός μυθιστοριογράφος να δείξει την ίδια στοργή και ελεήμονα
διάθεση, να σταθεί σιωπηλός ή σκεπτικός μπροστά στα ηθικά διλήμματα ενός
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, καθώς μας παρουσιάζει τα εσωτερικά διλήμματα των ηρώων
του, τους ηθικούς τους ενδοιασμούς, τα προσωπικά τους διλήμματα, τους
κοινωνικούς τους φραγμούς στην εκτέλεση των παραβατικών πράξεών τους; Ποιος ή
ποια σύγχρονος μυθιστορηματικός δημιουργός μπορεί να αγαπήσει και να σταθεί
δίπλα σε μια ηρωίδα του, όπως η Φόνισσα, όπως έπραξε ο κυρ Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης; Ο Αντρέας Καρκαβίτσας είναι ένα άλλο τρανταχτό παράδειγμα, ο
διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς επίσης και άλλοι. Να μετάσχει ο ίδιος ο
συγγραφέας στα διλήμματα συνείδησης των ηρώων του; Ποιος σημερινός
μυθιστοριογράφος μπορεί να αντικατοπτρίσει τα συνειδησιακά διλήμματα πολλών
ηρώων του Νίκου Καζαντζάκη που είναι και δικά
του αδιέξοδα; Ακόμα και στα αστυνομικά μυθιστορήματα της αγγλίδας Άγκαθα
Κρίστι, βλέπουμε μια γυναίκα συγγραφέα καθώς σχεδιάζει την πλοκή της εξέλιξης
της ιστορίας, να μετέχει των εσωτερικών αδιεξόδων των ηρώων ή ηρωίδων της
διακριτικά και από απόσταση, να δικαιολογεί πράξεις τους που προέρχονται από
παλαιά τραύματα της παιδικής τους ηλικίας και άλλα ιδιαίτερα συμβάντα της ζωής
τους, σαν τα περιστατικά αυτά να αφορούσαν την ίδια την συγγραφέα και την ζωή
της. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για άλλες κλασικές συγγραφικές
μορφές των προηγούμενων αιώνων. Ποιος αμφισβητεί την συμπάσχουσα ματιά του γάλλου μυθιστοριογράφου Βίκτορα Ουγκώ καθώς
μας περιγράφει τις ενέργειες των ηρώων του, προς τους συμπατριώτες του γάλλους,
την εξαθλιωμένη ζωή τους, τις δύσκολες συνθήκες που βίωναν την περίοδο εκείνη;
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τον Ονόρε ντε Μπαλζάκ, τον Δουμά, τον
Γεώργιο Ονέ. Φανερή δεν είναι η άμεση και εσωτερική σχέση της Μαργαρίτας
Γιουρσενάρ με αρκετούς ήρωές της; Όχι σαν λογοτεχνικοί σχεδιασμοί, αλλά για την
αληθινή τους πραγματική ζωή. Με δυό λόγια, όσοι έχουν διαβάσει μυθιστορήματα
ξένα ή ελληνικά των προηγούμενων αιώνων θα αναγνωρίσουν ότι ο συγγραφέας ή η
συγγραφέας αυτών των έργων, ενδιαφερόντουσαν άμεσα για τους ανθρώπους γύρω τους
που μας περιέγραφαν και τα προβλήματά τους. Σήμερα, μπορούμε να το ισχυριστούμε
αυτό με βεβαιότητα, και πόση; Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ο συγγραφέας είναι
εντελώς ξεκομμένος από τα πραγματικά συμβάντα της ζωής των ανθρώπων που
σχεδιάζει μέσα στο έργο του. Οι ήρωές του αγαπιούνται από τον ίδιο ή τους
αναγνώστες του, περισσότερο από τους αληθινούς ανθρώπους γύρω τους και τα
αληθινά τους προβλήματα.
Αν
αληθεύουν οι σκέψεις αυτές, τότε μπορούμε να μιλάμε και για το τέλος του
σύγχρονου μυθιστορηματικού λόγου, όπως και της πολιτικής; Με άλλα λόγια, μπορεί
στις μέρες μας ένας σύγχρονος γραφιάς, όπως ο ρώσος συγγραφέας Αλεξάντερ
Σολζενίτσιν να μας αφηγηθεί τα βασανιστήρια και τα βάσανα κρατουμένων και
φυλακισμένων για πολιτικούς λόγους στα διάφορα σημεία του πλανήτη, υποφέροντας
και ο ίδιος; Ενδιαφέρει έναν σύγχρονο μυθιστοριογράφο να καταγράψει τις φρικτές
εμπειρίες ενός εμφύλιου σπαραγμού μιας άλλης χώρας από την δική του, όπως
έπραξε ο αμερικανός Έρνεστ Χέμινγουαίη; Ο Εμίλ Ζολά, κάνοντας προσωπικό στόχο
της ζωής του την υπόθεση Ντρέϋφους δεν μας δείχνει την αγάπη την προσωπική και
το άμεσο ενδιαφέρον που έτρεφε για τον γάλλο στρατιωτικό στην αληθινή του ζωή;
Το συναντάμε αυτό στα σύγχρονα πρόσωπα των συγγραφέων ή μήπως όχι. Η αποξένωση
των ανθρώπων είναι γενικευμένη. Γιαυτό αναφέρθηκα παρά πάνω για το τέλος και
του μυθιστορηματικού λόγου. Το μυθιστόρημα, άρχισε να χάνει την επίδραση που
είχε στις συνειδήσεις των ανθρώπων, πρώτα από το άμεσο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ
των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και μεταγενέστερα της τηλεόρασης, και στις αρχές
του προηγούμενου αιώνα από την τέχνη του κινηματογράφου. Ο κινηματογραφικός
φακός ασκεί ισχυρότερη επίδραση στις συνειδήσεις των ανθρώπων, από ότι η γραφή
ενός συγγραφέα. Η Εικόνα της Γλώσσας.
Κάνοντας τους
προσωπικούς αυτούς συλλογισμούς και θέτοντας διάφορα ερωτήματα για τον ρόλο και
την σημασία της συγγραφικής τέχνης στις συνειδήσεις των ανθρώπων των σύγχρονων
κοινωνιών, μελετώ παλαιά κείμενα που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στο θέμα που
συναντώ σε διάφορα βιβλία ή περιοδικά, προσπαθώντας να στηρίξω τις θέσεις μου ή
να τις αναιρέσω, βρίσκοντας απαντήσεις σε παλαιούς προβληματισμούς ή ερωτήματα
που έθεταν συγγραφείς εντός ή εκτός της ελληνικής γραμματείας. Κάτω από αυτό το
σκεπτικό συνάντησα ένα κείμενο της αγγλίδας συγγραφέως Rosamond Lehmann, που είχε δημοσιευτεί
στο περιοδικό «ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», τόμος τρίτος, τεύχος 1, τον Μάϊο του
1947, στις σελίδες 14 έως 16, κείμενο στο οποίο η αγγλίδα συγγραφέας εκθέτει τους
δικούς της προβληματισμούς για το «ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ» μετά το 1940.
Θέσεις που θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν ενδιαφέρον και ίσως, μας
λύνουν ή διατηρούν τα παραπάνω ερωτήματα ανοιχτά προς διερεύνηση. Οι απόψεις
της, αν συνδυαστούν με τις απόψεις που εξέφρασαν οι γάλλοι ομότεχνοί της την
δεκαετία του 1950, όπως η Nathalie
Sarraute,
ο Alain
Robbe-Grillet, και άλλοι για το
Σύγχρονο Μυθιστόρημα, μας προσφέρουν μια επαρκή εικόνα ερμηνειών για το που
βάδισε εδώ και αρκετές δεκαετίες πριν και που κατέληξε ο μυθιστορηματικός
λόγος. ή που δεν κατέληξε. Σίγουρα οι καιροί και οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων
άλλαξαν, που σημαίνει ότι και οι σύγχρονοι μας συγγραφείς εκφράζουν ή
αντικατοπτρίζουν τις ιστορικές συνθήκες και τις κοινωνικές ανάγκες των καιρών
των ηρώων τους που σχεδιάζουν. Η οντολογική και κοινωνική ταυτότητα των
ανθρώπων άλλαξε. Χαρακτήρες τύπων, και ταυτότητες ηρώων, αξίες των προηγούμενων
αιώνων δεν συναντάμε πλέον στα σύγχρονα μυθιστορήματα, ούτε ασφαλώς μέσα στην
ζωή και γύρω μας, ή πολύ σπάνια. Οι μεγάλοι και επιφανείς μυθιστορηματικοί
ήρωες που συγκλόνιζαν τις συνειδήσεις μας έχουν εκλείψει. Αν συμβαίνει, που
συμβαίνει αυτό, είναι εύλογο τότε ή όχι το ερώτημα, για το ποιος είναι ο ρόλος
του σύγχρονου μυθιστορήματος μέσα στην κοινωνία; Και έχει ρόλο; Και αν δεν
έχει, μήπως έκλεισε τον ιστορικό του κύκλο; Όπως το Έπος;
Παραθέτω το κείμενο της Rosamond Lehmann, όπως δημοσιεύεται στο παλαιό αυτό γνωστό μας περιοδικό, ευελπιστώντας ότι ίσως οι αναγνώστες αυτής της ιστοσελίδας θα συναντήσουν προβληματισμούς που και οι ίδιοι έθεσαν διατηρώντας ανοιχτό το ερώτημα-συζήτηση, για το αν έχει Μέλλον ή όχι το σύγχρονο μυθιστόρημα, ή αν έκλεισε και αυτό τον κύκλο του. Δεν αναφέρω τον ή την μεταφράστρια του κειμένου γιατί δεν αναγράφεται ούτε στο περιοδικό. Προφανώς θα έγινε από τους εκδότες του περιοδικού.
Παραθέτω το κείμενο της Rosamond Lehmann, όπως δημοσιεύεται στο παλαιό αυτό γνωστό μας περιοδικό, ευελπιστώντας ότι ίσως οι αναγνώστες αυτής της ιστοσελίδας θα συναντήσουν προβληματισμούς που και οι ίδιοι έθεσαν διατηρώντας ανοιχτό το ερώτημα-συζήτηση, για το αν έχει Μέλλον ή όχι το σύγχρονο μυθιστόρημα, ή αν έκλεισε και αυτό τον κύκλο του. Δεν αναφέρω τον ή την μεταφράστρια του κειμένου γιατί δεν αναγράφεται ούτε στο περιοδικό. Προφανώς θα έγινε από τους εκδότες του περιοδικού.
Στο ίδιο
τεύχος, δημοσιεύονται και τα ενδιαφέροντα κείμενα των ποιητών Γιώργου Σεφέρη
και Οδυσσέα Ελύτη για τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, καθώς και ένα κείμενο του
τεχνοκριτικού Δ. Ε. Ευαγγελίδη για τον λαϊκό ζωγράφο. Ξεχωρίζει το κείμενο του
Κ. Θ. Δημαρά, «Επαφές της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας με την αγγλική
(1780-1821)», και τα κείμενα για «Ο «Πρόλογος στη Ζωή» του Άγγελου Σικελιανού.
Ο Παντελής Πρεβελάκης κρατά την στήλη κριτικής του βιβλίου, και ο Ι. Γεωργίου
έχει την κριτική θεάτρου, που μας μιλά για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε
σκηνοθεσία του πειραιώτη σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη, και του Θεάτρου Τέχνης σε
σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν.
THE FUTURE OF THE NOVEL –ΤΟ
ΜΕΛΛΟΝ
ΤΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Τον περασμένο χρόνο
πολλοί Άγγλοι συγγραφείς, περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτικοί,-ανάμεσά του
είμουν και εγώ-ρωτήθηκαν να απαντήσουν σε μια έρευνα σχετική με την κατάσταση
της Αγγλικής λογοτεχνίας από τον πόλεμο κι έπειτα. Οι απαντήσεις θα
δημοσιεύονταν σε μια γαλλική έκδοση του περιοδικού “Horizon”. Ποια είταν τ’
αγαπημένα μας αναγνώσματα στο διάστημα του πολέμου; Ποιά, από τα ποιητικά ή πεζά
έργα που δημοσιεύτηκαν μετά το 1939, θεωρούσαμε καλλίτερα; Και τέλος, ποια
είταν η γνώμη μας για τη μελλοντική εξέλιξη των Αγγλικών γραμμάτων;
Όπως
βλέπετε, τα ερωτήματα είταν λίγο πρόχειρα, κι ανάλογες είταν κι οι απαντήσεις.
Ωστόσο με τον τρόπο αυτό, άρχισε να δημιουργείται ένα σημείο επαφής ανάμεσα
στις δύο χώρες που είχε χωρίσει τόσα χρόνια ο πόλεμος. Είταν ένα είδος
πνευματικής γέφυρας, ένα πέρασμα της στιγμής, από όπου ο ηπειρωτικός Ευρωπαίος,
γεμάτος ανυπομονησία και περιέργεια, μπορούσε να μπει στη χώρα μας, να
οσφρανθεί την πνευματική μας ατμόσφαιρα, κι αφού γνωρίσει τη λογοτεχνική μας
παραγωγή της πολεμικής περιόδου, να τη συγκρίνει με τη δική του. Πραγματικά,
είταν κάτι πολύ χρήσιμο, αλλά ρωτιέμαι καμιά φορά, ποιο κοινό τάχα να ενδιαφέρθηκε
για όλα αυτά και τι εντύπωση να του έκαναν; Ποια ονόματα και ποιοι τίτλοι να το
ξάφνιασαν, και πώς να του φάνηκε όταν είδε πώς πολλοί Άγγλοι συγγραφείς που
θαυμάζονται στη Γαλλία είναι τις περισσότερες φορές εντελώς άγνωστοι εδώ ή
μένουν στο περιθώριο; Αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.
Όλοι όσοι
πήραν μέρος στην έρευνα, ξαφνιάστηκαν όταν δημοσιεύτηκαν τ’ αποτελέσματα της.
Πρώτα-πρώτα διάβασαν τις δικές τους απαντήσεις και κατόπι τις απαντήσεις των
πιο διακεκριμένων συναδέλφων τους. Υπάρχουν συγγραφείς ματαιόδοξοι, κι άλλοι
που ενδιαφέρονται μόνο για τήν καλή τους φήμη. Και ασφαλώς, όλοι αυτοί, όταν
είδαν πώς από τα έργα που ανέφεραν οι φίλοι τους, έλειπε πολλές φορές κανένα
δικό τους, θάκλεισαν το περιοδικό πικραμένοι κι αμίλητοι.
Από το
πελώριο κύμα των μυθιστορημάτων που δημοσιεύτηκαν από το 1939 κι ύστερα, παρ’
όλη την κρίση στο ζήτημα του χαρτιού, μόνο μια μικρή αναλογία πήρε τιμητική
θέση στις απαντήσεις. Εξάλλου, όλοι όσοι απάντησαν στην έρευνα, ανάφεραν ότι
πολύ λίγα μυθιστορήματα είχαν διαβάσει στο διάστημα του πολέμου, κι όλα σχεδόν
είταν συγγραφέων του 19ου αιώνα, πού ίσως άλλωστε ποτέ να μην τους
είχαν εγκαταλείψει. Δεν καταλαβαίνω γιατί ο πόλεμος θ’ άλλαζε τόσο πολύ τις
καθιερωμένες λογοτεχνικές προτιμήσεις και συνήθειες, εκτός άν αυτό το ξόδεμα
της ζωής, αυτή η κτηνωδία, αυτή η αποσύνθεση της εποχής, δυνάμωσαν την όρεξή
μας για τη λύτρωση και την παρηγοριά της σκέψης, που δίνει η ποίηση, ή για την
ισορροπία και την αντικειμενικότητα των ιστορικών έργων. Εξάλλου, κανείς δεν
είχε πολύν καιρό για διάβασμα.
Το
ερώτημα ποιο θα είναι το μέλλον της Αγγλικής λογοτεχνίας και ποιοι οι
καινούργιοι προσανατολισμοί της, προκάλεσε ένα χείμαρρο από αντιφατικές γνώμες.
Μερικοί απόλυτα κατηγορηματικοί, μίλησαν για τη χυδαιότητα, την παρακμή και την
αναρχία της εποχής. Κάποιος έφτασε στο σημείο να προφητεύσει την ολοκληρωτική
εξαφάνιση της λογοτεχνίας. Άλλοι πάλι άφησαν στον εαυτό τους κάποια αισιοδοξία
και μερικές πολύ μέτριες ελπίδες. Τέλος, μερικοί-όπως εγώ-αρνήθηκαν ν’
απαντήσουν, κι αυτή νομίζω, είταν και είναι η φρονιμότερη στάση. Οι προφητείες
βγαίνουν καμιά φορά σε βάρος του προφήτη. «Προσανατολισμός» είναι μια απαίσια
λέξη που θυμίζει παρεξηγημένο επιστημονισμό και επιπόλαιη μόρφωση ή την τάση
της εποχής να διαβάζουμε βιβλία γραμμένα γι’ άλλα βιβλία, αντί να διαβάζουμε τα
ίδια τα βιβλία. Θάλεγε κανείς πώς η αναζήτηση των «προσανατολισμών» έχει ποια
γίνει ξεχωριστό επάγγελμα. Μια μέρα ήρθε να με δεί ένας νέος στην ηλικία
καθηγητής της φιλολογίας σ’ ένα από τα μικρά πανεπιστήμια της Αμερικής, που ήθελε
να μαζέψει υλικό για μια πραγματεία που έγραφε με θέμα το μυθιστόρημα. Μού
δήλωσε ότι είχε ειδικευτεί στους προσανατολισμούς. Ποτέ δεν είχε ακούσει να
μιλούν για τον Marcel
Proust.
Θυμάμαι ακόμα, στις αρχές του πολέμου, με τι στόμφο οι πολιτικοφιλολογικοί
θεωρητικοί ορμούσαν, κρατώντας ψηλά τα μανιφέστα τους, για ν’ ανοίξουν τους
λεγόμενους καινούργιους δρόμους, ν’ αναγγείλουν τι θα έγραφαν οι συγγραφείς και
τι θα έπρεπε να γράψουν για να βοηθήσουν την πολεμική προσπάθεια.
Ευτυχώς,
στο πείσμα των θορυβοποιών και των απαισιόδοξων, οι Άγγλοι συγγραφείς έδειξαν
μια ζωτικότητα και μια ανεξαρτησία πνεύματος ικανές ν’ αντισταθούν σ’ όλες τις
τάσεις ομαδικοποίησης και εκλαΐκευσης. Εκείνοι που έκαναν ακόμα έργο
δημιουργικό, εξακολούθησαν να γράφουν όπως νόμιζαν καλλίτερα. Μού φαίνεται
μάλιστα πώς οι καλοί συγγραφείς, εκείνοι που πρίν από τον πόλεμο είχαν δώσει
αρκετές υποσχέσεις, έγραψαν τα καλλίτερα έργα. Αλλά οι κακοί συγγραφείς
εξακολούθησαν να γράφουν άσχημα. Μερικοί άλλοι, και καλοί και κακοί,
εσταμάτησαν εντελώς να γράφουν.
Αλλά άς
γυρίσουμε στο μυθιστόρημα, πού τη σημερινή και μελλοντική του κατάσταση, έχει
σκοπό να εξετάσει τούτο το άρθρο. Δε γράφτηκε ως το τώρα κανένα μεγάλο πολεμικό
μυθιστόρημα. Κανείς δεν έγραψε κάτι που ν’ αξίζει, πού νάχει ανάλογη ψυχολογική
ή πνευματική βαρύτητα με τα γεγονότα που ζήσαμε τα τελευταία έξη χρόνια.
Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα, θα γραφτεί ίσως μια
μέρα. Δεν νομίζω όμως, αν γραφτεί, πώς θα γραφτεί στην Αγγλία, αλλά σε χώρα που
όλοι τους οι κάτοικοι έζησαν μαζί τον ίδιο τον θάνατο και την ίδια ανάσταση,
αυτό το αρχέτυπο του μύθου πού είναι τόσο γόνιμος για όλους τους συγγραφείς
όλων των εποχών. Μπορεί να γραφτεί στη Γαλλία, ή στη Γερμανία ίσως, ή και στη
Ρωσία μια μέρα. Στην Αγγλία, η μοίρα μας δεν είταν η ίδια, και ίσως εμείς οι
καλλιτέχνες δεν είχαμε την τύχη να δοκιμάσουμε μια ολοκληρωτική καταστροφή και
μια ολοκληρωτική πνευματική αναγέννηση. Ζήσαμε βέβαια με δυσκολία μέσα σε μια
ατέλειωτη αποπνιχτική σήραγγα γεμάτη κόσμο, όπου από καιρό σε καιρό άναβαν
κόκκινες καυτερές φλόγες κι έτσι μπορούσαμε να δούμε ο ένας το πρόσωπο του
άλλου. Η σήραγγα αυτή συγκλονιζόταν από υπόκωφους κρότους και εκρήξεις, και
πολλές φορές νομίσαμε πώς θάπεφτε να μας πλακώσει, αλλά στο τέλος βγήκαμε
ζωντανοί.
Αλλά που
βρισκόμαστε; Πού πάμε; Καλά καλά δεν το ξέρουμε. Γι’ αυτό, είναι πολύ πιθανό
σήμερα οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι να γυρίσουν πίσω στην εποχή και στους
τόπους όπου ήξεραν πού βρισκόντανε. Να πάν εκεί που η φαντασία τους θα μπορεί
ελεύθερη να δημιουργεί, ανάμεσα σε πλαίσια γνωστά και σύμβολα καθιερωμένα. Αυτό
άλλωστε έκαναν στο διάστημα της ζωής που πέρασαν μέσα στο αποπνιχτικό χάος της
σήραγγας. Θα ξαναγυρίσουν στα νιάτα τους όπως ο Evelyn Vaughn στο
“Brides
head
Revisited”,
ή όπως ο Sir
Osbert
Sitwell
και ο William
Plomer,
θα ξαναπλάσουν τη ζωή τους μέσα σε αυτοβιογραφίες, ή θα δημιουργήσουν
αλληγορίες και φαντασμαγορίες. Η Miss
Compton-Burnett θα εξακολουθήσει,
ελπίζω, να εμπνέεται από την ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων της Εδουαρδιανής
εποχής, στις υπέροχες καυστικές σάτιρες.
Υπάρχει,
ωστόσο, μια σημαντική εξαίρεση ανάμεσα στους συγγραφείς αυτούς, πού ζητούν να
ξεφύγουν από την σημερινή εποχή. Ο Henry Green, σε δυό του μυθιστορήματα, το “Caught” και το “Loving” πού δημοσιεύτηκαν στο διάστημα
του πολέμου, κατόρθωσε να εκφράσει την καινούργια πείρα πού βγαίνει άμεσα από
τον πόλεμο, συνδυάζοντας υπέροχη ποίηση και ρεαλισμό. Είναι σπουδαίος
καλλιτέχνης, και προπαντός ένας σύγχρονος καλλιτέχνης με την καλλίτερη σημασία
της λέξης. Κατάφερε να βρεί το σωστό νόημα της εποχής, όπως ο ίδιος το
καταλαβαίνει σαν καλλιτέχνης, μελετώντας την αποσύνθεση και διάσπαση του
σημερινού κόσμου. Για τον Green,
όπως και για πολλούς ποιητές, ο σπόρος φυτρώνει με δύναμη όπου κι αν τον
ρίξεις, ακόμα στο πιο ακατάλληλο έδαφος. Εντύπωση επίσης μου έκανε το έργο της Elizabeth Bowen: “In the Square” πού παρουσιάζει, μέσα σε λίγες
σελίδες, με αφάνταστη δύναμη, την εντατική ζωή μιάς μικρής ομάδας ανθρώπων που
ζούν πρόχειρα μέσα σ’ ένα μισοερειπωμένο από τον πόλεμο σπιτάκι του Λονδίνου,
κάτω από τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων.
Ποιο θα
είναι το μέλλον του μυθιστορήματος; Είμαι εντελώς ακατάλληλη ν’ απαντήσω σ’
αυτή την ερώτηση… Είναι καλλίτερο ένας συγγραφέας να μην παίρνει ορισμένη θέση,
να μη σχηματίζει ορισμένη γνώμη, και προπαντός να μην κάνει κήρυγμα. Θάπρεπε να
μένει ρευστός, δεκτικός, ικανός να συλλαμβάνει μ’ όλες του τις αισθήσεις και μ’
όλες τις δυνάμεις του και να εκφράζει μια κατάσταση-πώς να το πώ;-μια παράδοξη
κατάσταση πίστης και αμφιβολίας μαζί. Κάθε προγραμματικό σχέδιο ή κάθε σύστημα
για το μέλλον του μυθιστορήματος, μου φαίνεται πώς αναγκαστικά θα παραγνωρίζει
δυό σπουδαία στοιχεία, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Το ένα είναι η φύση
και η δύναμη του ίδιου του μυθιστοριογράφου. Το άλλο, η σύνθεση της κοινωνίας
όπου θα δημιουργήσει το έργο του, και που πρέπει να προσπαθήσει ν’
αντικαθρεφτίσει. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα περιοριστώ σε μερικές σκόρπιες εντυπώσεις
και παρατηρήσεις.
Ο E.
M.
Forster
έχει
πει, νομίζω, πώς είναι αδύνατο να γράψει κανείς σήμερα μυθιστορήματα, αφού δεν
υπάρχει πιά οργανωμένη οικογένεια όπου θα κινήσει τους ήρωές του. Μήπως όμως
αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται στην εποχή μας ένα είδος διαφορετικού
μυθιστορήματος, που να παρουσιάζει ανθρώπους έξω από οργανωμένη οικογένεια ή
χωρίς καθόλου οικογένεια; Πάντως, ο πόλεμος απέδειξε, πώς η ατομική ζωή των
ανθρώπων συνεχίζεται με εσωτερική ένταση ανάλογα με την εξωτερική βία, με μια
θέληση επιβίωσης και αναδημιουργίας πού γίνεται μεγαλύτερη όσο μεγαλώνουν οι
δυνάμεις της κοινωνικής αποσύνθεσης. Εξάλλου το μυθιστόρημα βασίζεται στις
προσωπικές σχέσεις των ατόμων.
Δεν ανήκω
σ’ αυτούς που προβλέπουν τη βαθμιαία χαλάρωση της ζωτικότητας των συγκινήσεων,
των ηθικών συγκρούσεων και της αξίας των αισθημάτων, κάτω από την άχρωμη επίδραση
της ψυχολογικής κατανόησης. Όσο καλύτερα καταλαβαίνουμε τη μουσική, τη
ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, το θέατρο, την επιστήμη, την κηπουρική, τη
μαγειρική, ή το κρίκετ, τόσο περισσότερο ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά. Κι αυτό
ισχύει περισσότερο όταν πρόκειται για ανθρώπινες υπάρξεις: όσο περισσότερα
πράγματα ανακαλύπτουμε, τόσο πιο πολύ κεντρίζεται η περιέργειά μας. Έτσι, τα
ανθρώπινα εργαστήρια είναι ανοιχτά σε όλους, και θα περάσει ίσως ακόμα πολύς
καιρός, ώστε να ταξινομηθεί, να καταγραφεί, και να μπεί στη θέση του και το
τελευταίο δείγμα. Άλλωστε, οι ανακαλύψεις και η πείρα των ψυχολόγων πρέπει να
εξακολουθήσουν να βοηθούν το συγγραφέα δημιουργό στο να ξεκαθαρίζει τα σύμβολα,
τις αναμνήσεις και τις πηγές της δράσης, για να μπορέσει να πλουτίζει κι όχι ν’
αποξηραίνει τον ανθρώπινο ορίζοντα.
Οι νέοι
μυθιστοριογράφοι θάπρεπε να ξέρουν πώς έχουν λίγες πιθανότητες να γράψουν έργα
πρώτης γραμμής πρίν φτάσουν σε ωριμότητα, δηλαδή πρίν τακτοποιήσουν αρκετά τα
πνευματικά και κοινωνικά τους προβλήματα, πρίν αποκτήσουν μια αντίληψη ζωής. Σ’
αυτήν την ωριμότητα σπάνια φτάνουν πρίν από τα σαράντα τους χρόνια, και καμιά
φορά δε φτάνουν ποτέ. Καλά θα είταν επίσης να μην ξεχνούν ότι το μυθιστόρημα
είναι πρίν απ’ όλα δουλειά. Δεν είναι πρόχειρη δημοσιογραφία, ούτε κοινωνιολογία,
ούτε παθολογία, ούτε αστυνομικό ρεπορτάζ. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα εξαιρετικό
μυθιστόρημα, κακογραμμένο. Ο συγγραφέας πρέπει να δίνει μεγάλη προσοχή στις
λέξεις, σε όλες τις λέξεις κάθε φράσης, σε όλες τις φράσεις, σ’ όλες τις
παραγράφους, σ’ όλους τους ρυθμούς του πεζού λόγου που είναι συχνά τόσο λεπτός
όσο και οι ρυθμοί της ποίησης. Προπαντός πρέπει ν’ ακούει τι λένε οι άνθρωποι,
και με ποιόν τρόπο το λένε. Το αυτί που παρακολουθεί άγρυπνα κάθε συνομιλία
είναι κάτι πολύ σπάνια, μα απόλυτα ουσιαστικό. Χωρίς αυτό, το μυθιστόρημα μένει
χωρίς ζωή.
Ο
μυθιστοριογράφος έχει το δικό του κέντρο οράματος, όπως κάθε καλλιτέχνης.
Όποιος δεν το έχει βρει ή δεν έχει την υπομονή και την πνευματική συγκέντρωση
που χρειάζεται για να προσηλωθεί σ’ αυτό, δε θα δώσει ποτέ έργο τέχνης, όσο
καλή και γόνιμη κι αν είναι η ιδέα της πλοκής και η περιγραφή των χαρακτήρων.
Οι άλλοι, εκείνοι που έχουν προσχεδιάσει στην εντέλεια το μυθιστόρημά τους, και
μπορούν από την αρχή να διηγηθούν την πλοκή με κάθε λεπτομέρεια, θα δώσουν
ίσως, ένα έργο ευχάριστο και σοφό, ή ένα ωμό κομμάτι κοινωνικού ρεαλισμού, αλλά
θα μείνουν μακριά από το μυθιστόρημα σαν έργο τέχνης. Πραγματικά, το αληθινό
μυθιστόρημα έχει τίς ίδιες απαιτήσεις με την ποίηση: γεννιέται από την εικόνα ή
τις σκόρπιες εικόνες που βρίσκονται μέσα στο υλικό που έχει μπροστά του ο
συγγραφέας. όταν έρθει η στιγμή (και κανείς δεν ξέρει πότε), οι εικόνες αυτές
θα αρχίσουν να είναι γόνιμες, να φωτίζουν ή μια την άλλη, να συμπυκνώνονται και
να σχηματίζουν αναμεταξύ τους σχέσεις που ως εκείνη τη στιγμή δε μπορούσε
κανείς να τις υποπτευθεί. Τα πρόσωπα θα φανερωθούν, θ’ αρχίσουν να λένε τα
ονόματά τους, να ξεσκεπάζουν την όψη τους, τη φωνή τους, τους σκοπούς και τα
πεπρωμένα τους. Ο συγγραφέας δεν «επινοεί» τους ήρωές του, ούτε και τους
γνωρίζει καλά από την αρχή. Του φανερώνονται σιγά-σιγά μέσα σ’ αυτό το
ανακάτωμα πίστης και αμφιβολίας που ανέφερα πιο πάνω. Οι ήρωες δημιουργούν την
πλοκή και τη δράση, ποτέ δε γίνεται το αντίθετο.
Η Virginia Woolf μου
έλεγε μια μέρα πώς αφορμή για να γράψει τα «Κύματα» είταν ένα είδος οράματος,
(«ένα ψάρι που στριφογύριζε μέσα στο νερό» όπως γράφει στο ίδιο το βιβλίο), και
πως ο ρυθμός της έκφρασης, ο τόσος ζωηρός και τόσο λίγο αντιπροσωπευτικός γι’
αυτήν, της ήρθε ένα βράδι που κοίταζε τις πεταλούδες να πηγαινοέρχονται γύρω
από τη λάμπα της, την ώρα που καθόταν έξω στη βεράντα. Επίσης, έχω πάντα τη εντύπωση
πως το “A
Passage
to
India”
του Forster,
θα γεννήθηκε από την ηχώ των σπηλαίων, αλλά δεν έχω καμιά απόδειξη γι’ αυτό.
Μού φαίνεται επίσης το μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων πού θαυμάζω, όπως η Elizabeth Bowen, ο Henry Green και ο Graham Green, είναι και αυτά βγαλμένα από μια
κεντρική εικόνα ή μια ομάδα εικόνων. Θα μπορούσα να προσθέσω εδώ ότι το
τελευταίο μου μυθιστόρημα “The
Ballad
and
the
Sourse”
είναι βγαλμένο (όσο τουλάχιστον μπορώ η ίδια ν’ αναλύσω τη μακρόχρονη περίοδο
της κυοφορίας του) από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας που συγκεντρώνονται σ’
ένα πράσινο στρογγυλό λόφο, με μια εκκλησία στην κορυφή, κι έναν τοίχο
περιβολιού με μια μικρή πόρτα. Ακόμα, από ένα κομμάτι, γαλλικού ποταμιού γεμάτο
νούφαρα κοντά σ’ ένα φράγμα, πού στην όχτη του βρισκόταν ένα πανδοχείο, και που
είχε εντυπωθεί στη φαντασία μου εδώ και πολλά χρόνια, σαν τόπος όπου μια μέρα
κάτι θα συνέβαινε. Ακόμα, από την εικόνα μιάς γυναικείας σιλουέτας τυλιγμένης
σ’ ένα γαλάζιο πανωφόρι. Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να παρανοήσει αυτά που λέω.
Γιατί δεν σημαίνει πώς μ’ αυτό μόνο έχω ολοκληρώσει το σκοπό μας, το σκοπό κάθε
μυθιστορήματος: «τη μη ποιητική έκφραση μιάς ποιητικής αλήθειας», όπως έλεγε η Elizabeth Bowen.
Ρίξαμε μια ματιά ούτε πολύ αόριστη ούτε πολύ σκοτεινή,
ελπίζω, σε μερικά απαραίτητα προτερήματα και προϋποθέσεις για ένα συγγραφέα που
αποβλέπει σ’ αυτόν το σκοπό. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα κάτι που δεν αναφέραμε, και
ποτ χωρίς αυτό κάθε ψυχικός και πνευματικός οπλισμός είναι μάταιος. Ο
μυθιστοριογράφος πρέπει να μπορεί ν’ αγαπά τους συνανθρώπους του. Απ’ αυτό
εξαρτάται το μεγαλείο του. Οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι του 19ου
αιώνα, ένιωθαν κατανόηση και συμπάθεια για τους ανθρώπους: αν σκεφτούμε την Jane Austen, τήν George Eliot, τον Dickens, τον Thackeray, την Mrs. Gaskell, τον Trollope, τον Hardy, τους μεγάλους Γάλλους
μυθιστοριογράφους, θα δούμε πόσο αληθινό είναι αυτό. Έκριναν τους ανθρώπους,
γελούσαν μαζί τους, χτυπούσαν τα ελαττώματά τους, αλλά τους αγαπούσαν και
πίστευαν σ’ αυτούς αρκετά, έτσι που μπόρεσαν να δώσουν στους ήρωες και στις
ηρωϊδες τους, ένα ηθικό ανάστημα που δε μπορεί να επηρεάσει ο χρόνος. Και γι’
αυτό ακριβώς, σ’ όλο το διάστημα της εντατικής προσπάθειας και φρίκης του
πολέμου, οι ευαίσθητοι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα παλιά μυθιστορήματα.
Δε νομίζω πώς η προτίμηση αυτή οφείλεται μόνο στην
ανακούφιση και στην νοσταλγική ευχαρίστηση πού τους έδινε το αντίκρισμα μιάς
καθιερωμένης τάξης στην κοινωνία. Νομίζω πώς οφείλεται επίσης στο ότι
επιθυμούσαν να βρίσκονται κοντά σε ανθρώπους πού μπορούσαν ν’ αγαπούν και να
θαυμάζουν, κι όχι κοντά σε πρόσωπα φτωχά, μίζερα, νευρωτικά, σκυθρωπά και
ανώριμα, απ’ αυτά που γεμίζουν τις σελίδες των σημερινών μυθιστορημάτων.
Ποιος άλλος, τώρα που ο E. M. Forster
έπαψε πιά να γράφει μυθιστορήματα, θα βρεθεί ν’ αγαπά τόσο την ανθρωπότητα,
ώστε να δημιουργήσει μεγάλους ήρωες; Ο Maurice Baring? Αυτός αγαπούσε επίσης και το Θεό.
Η Virginia
Woolf?
Είχε αρκετή αγάπη για την ηρωίδα της, την Mrs. Ramsey. Υπάρχουν, ασφαλώς, ένα-δυό άλλοι.
Αλλά, πού είναι οι ανάλογοι σύγχρονοι της Tess, του Mr. Darcy,
της Άννας Καρένινας, του Julien
Sorel,
που μας συνέπαιρναν. Αυτό είναι το πρόβλημα. Υπάρχει σήμερα μια θλιβερή έλλειψη
ανθρώπων πού να εμπνέουν. Ως τη στιγμή πού θα μας τους ξαναδώσει, ως, τη στιγμή
που θα ενδιαφερθεί και πάλι γι’ αυτούς όπως τον παλιό καιρό, το μυθιστόρημα θα
μείνει περιορισμένο και ψυχρό, όσο λαμπρό κι αν φαίνεται εξωτερικά!
ROSAMOND
LEHMANN,
περιοδικό «ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», τόμος τρίτος, τεύχος 1/Μάϊος 1947,
σελίδες 14-16.
Αυτό
είναι το κείμενο της Αγγλίδας συγγραφέως Ρόζαμον Λεχμάν (Αγγλία 3/2/1901-Αγγλία
12/3/1990). Ένα κείμενο που θεωρώ ακόμα και σήμερα, έχει την αξία του και
διατηρεί επίκαιρους τους προβληματισμούς του όσον αφορά το Μέλλον του
Μυθιστορήματος και πέρα από τα όρια της Αγγλικής επικράτειας και του χρόνου που δημοσιεύτηκε. Από όσο γνωρίζω,
δεν έχουν μεταφραστεί βιβλία της συγγραφέως στα ελληνικά. Τα ερωτήματα που
τίθενται ακόμα στις μέρες μας, είναι μάλλον πολλά, όσον αφορά την
μυθιστορηματική τέχνη, πχ. την σύγχρονη τεχνική του, την φόρμα του, τα σύμβολα
του, την γλώσσα του, τους εσωτερικούς του κώδικες, το περιβάλλον μέσα στο οποίο
εξελίσσεται η υπόθεση, το περιεχόμενό του, την θεματολογία του, το γενικό του
περίγραμμα, την ατμόσφαιρά του, την ακαμψία ή την αληθοφάνεια των
περιγραφομένων καταστάσεων και φυσικά, το νέο μοντέλο χαρακτήρα του Ήρωά του ή
των δορυφορικών Ηρώων του. Το κεντρικό όμως ερώτημα είναι ένα, αν γίνεται
πιστευτώ από τους σύγχρονους αναγνώστες σήμερα ο σύγχρονό μας μυθιστορηματικός
λόγος και σε ποιο βαθμό. Ή αν όχι και γιατί, τόσο από τον ίδιο τον
μυθιστοριογράφο όσο και από τον αναγνώστη. Μήπως είναι μια αναγνωστική πίστη που πλέον ξεφτίζει; Όπως
πάλι εύστοχα έγραψε η Σαρρώτ: «Ούτε
κατηγορίες ούτε ενθαρρύνσεις καταφέρνουν να αναζωογονήσουνε μια πίστη που
ολοένα ξεφτίζει. Και, όπως το δείχνουν τα φαινόμενα, όχι μονάχα ο
μυθιστοριογράφος δεν πιστεύει πιά στους ήρωές του, αλλά κι ο αναγνώστης από τη
μεριά του δεν καταφέρνει πιά να πιστέψει. Έτσι βλέπουμε τον ήρωα του
μυθιστορήματος να χάνει το διπλό εκείνο στήριγμα, την πίστη σ’ αυτόν, και του
συγγραφέα και του αναγνώστη, που τον κρατούσε όρθιο, σε σταθερή ισορροπία, και
του ‘δινε τη δύναμη να σηκώσει στους φαρδιούς ώμους του όλο το βάρος της
ιστορίας, με αποτέλεσμα να κλονίζεται και να γονατίζει», σ.33. Γιαυτό στην
εισαγωγή αυτού του σημειώματος συνέδεσα μάλλον όχι άστοχα ή άδικα, το τέλος της
μυθιστορηματικής τέχνης (και του ποιητικού λόγου) με εκείνο του τέλους της
Πολιτικής στις μέρες μας. Ο κεντρικός και ρυθμιστικός μυθιστορηματικός Ήρωας,
έχει χάσει την εμβέλειά της επιρροής του μέσα στις συνειδήσεις των
σύγχρονων αναγνωστών, όπως αντίστοιχα και ο πολιτικός. Δεν μπορεί πλέον ο
συγγραφέας να καταγράψει αυτήν την «ένταση ζωής» των μοντέρνων καιρών μας,
που έγραψε παλαιότερα ο Γάλλος πεζογράφος Αντρέ Ζίντ, αυτό το καθρεφτίζει με
εύστοχο τρόπο μέσω της εικόνας ο μεγάλος αντίπαλος του μυθιστορήματος, ο
σύγχρονος κινηματογράφος. Η έβδομη τέχνη, είτε στην καλλιτεχνική της έκφραση
είτε στην ντοκουμενταρίστικη ρεαλιστική της αλήθεια καλύπτει τις φαντασιώσεις
των σύγχρονων ανθρώπων, αληθεύει των γεγονότων της εποχής μας. Ένας
Γιάννης-Αγιάννης δεν θα γίνει αποδεκτός, ενώ ένας Σίριαλ κίλερ θα αποκτήσει
πολλούς θαυμαστές. Με άλλα λόγια, διανύοντας όλοι μας, συγγραφείς και
αναγνώστες τον «Αιώνα της Υποψίας» όπως μας ανέφερε η Γαλλίδα συγγραφέας από το
1950 στο γνωστό της δοκίμιο για το τέλος του μυθιστορηματικού λόγου, δες Ναταλί Σαρρώτ, «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΨΙΑΣ»,
σ.32-46, στο Alain
Robbe
Grillet,
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ και Nathalie
Sarraute,
ΤΡΟΠΙΣΜΟΙ. Και τρία δοκίμια των συγγραφέων για το μυθιστόρημα, εκδόσεις κάλβος
1970
Στις σύγχρονες
ιστορικές συνθήκες που ζούμε, έχουμε αλλάξει το πεδίο συνεννοήσεώς μας, τροποποιήσει
τις σταθερές και οικείες διαπροσωπικές μας σχέσεις, αυξήσαμε τα πεδία των αμφισβητήσεών
μας, δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές καθιερωμένες μέχρι σήμερα αξίες και δοξασίες
του πολιτισμού μας. Οι κοινωνικές και ιδεολογικές σταθερές άλλαξαν. Η αυθεντικότητα
της ζωής δεν είναι αυτή που σου περιέγραφαν οι σου «δίδασκαν» με την στάση τους
οι μεγάλοι Ήρωες της λογοτεχνίας. Η δυσπιστία ελλοχεύει σε κάθε εξωτερικό κοινωνικό
ή πολιτιστικό ερέθισμα. Η ακριβή ετικέτα έχει υπερισχύσει της ουσιαστικής ποιότητας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα που όλα πλέον έχουν λεχθεί εδώ και χρόνια, και που απλώς
ανακυκλώνονται με διαφορετικές κάθε φορά λέξεις και εικόνες, τι ρόλο μπορεί να έχει
σήμερα στις συνειδήσεις των αναγνωστών το μυθιστόρημα; Έχει θέση μέσα στην ζωή μας
ή όχι; Μήπως απλά γεμίζουμε λευκές σελίδες, σαν ένα ακόμα προϊόν εμπορίου;
Τέλος, μπορούμε
εμείς οι απλοί αναγνώστες, όχι οι συγγραφείς
που γράφουν ή οι εκδότες που εκδίδουν, ή οι καθηγητές-γραμματολόγοι που ερευνούν
και εργάζονται στα πανεπιστημιακά τους σπουδαστήρια για τους φοιτητές τους, αλλά
εμείς οι καθημερινοί αναγνώστες, οι ανώνυμοι και άγνωστοι βιοπαλαιστές, να μιλήσουμε
για τον κορεσμό του μυθιστορηματικού λόγου, για το τέλος του Μυθιστορήματος; Και
αν ναι, τι ακολουθεί μετά, αν ακολουθεί;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Δευτέρα 16/10/1917
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου