Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι

     Ο ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΗΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
      Αυτό το σχόλιο, θα μπορούσε νάταν και μια ποιητική σπουδή για την ελευθερία. Όμως για μια ελευθερία-υπόλειμμα, πού ακόμα μετά βίας συντηρείται στον καιρό μας, ανάμεσα από τα σκοτεινά κτίρια των μεγάλων εταιριών και μές από τ’ ανθρώπινα γεννήματα ανέραστων και απωθητικών γονέων. Για μιάν ελευθερία, που την κερδίζει παίζοντας κανείς μ’ άγρια θηρία.
                            Μάνος Χατζιδάκις

     Συμπληρώνονται σήμερα ενενήντα δύο χρόνια από την γέννηση του Μελωδού των Ονείρων μας, του αερικού της ευαισθησίας μας, του Μάνου Χατζιδάκι (Ξάνθη 23/10/1925-Αθήνα 15/6/1994). Στην διαρκώς παρούσα παρουσία του, μεταφέρω δικά του ποιήματα όπως ο Θεσσαλονικιός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης διέσωσε, και μας τα παρουσίασε στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ, τεύχος 17-Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σ.3-10, των εκδόσεων Νεφέλη με διευθυντή του περιοδικού τον ποιητή και μεταφραστή Χάρη Βλαβιανό.
     Ο πρώιμος αυτός ποιητικός λόγος του Μάνου Χατζιδάκι, μας φανερώνει την ποιητική φλέβα που από πολύ νωρίς έκρυβε μέσα του. Την άμετρη ευαισθησία του, το πάθος του για ελευθερία, τον ερωτισμό του, την δημοκρατική του συνείδηση, την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του, αλλά, και την επαναστατική πολιτική του φύση. Πίσω από την ερωτική κρούστα της ποίησής του ελλοχεύει η πολιτική του ταυτότητα, ο αγωνιστικός του χαρακτήρας, η διαρκής του αγωνία για μουσική και πνευματική ανύψωση των νεοελλήνων. Πατώντας πάνω στην παράδοση του τόπου του, αρνήθηκε κάθε ασυνείδητη συμβατικότητα του καιρού του, κάθε τοπικιστική εθνικιστική φωνή που περιόριζε την οικουμενικότητα του μουσικού και ποιητικού του λόγου. Ο Μάνος Χατζιδάκις, υπήρξε μια βαθιά και ουσιαστικά πολιτική προσωπικότητα, ένας στρατηλάτης όχι μόνο του Έρωτα, της ερωτικής ελευθερίας, αλλά και ένας διαρκής κοινωνικός επαναστάτης, στρατευμένος μέχρι το τέλος του βίου του στην φωτεινή πλευρά της ζωής. Είναι ο Έλληνας δημιουργός που με την μουσική του ευαισθησία, κατόρθωσε να μετουσιώσει τα μνημειώδη εφήμερα στιγμιότυπα της ζωής μας, σε ερωτική ονειροφαντασία. Σε μια πανδαισία μουσικών ήχων και φωνών που μας οδηγεί στις λαϊκές γειτονιές των αγγέλων. Στο αιώνιο σύμπαν των ατομικών μας ονείρων που μας αναβαπτίζει διαρκώς.
Τώρα που η ευαίσθητη παρουσία του έχει νυχτωθεί μέσα στις στοές του χρόνου, ο λόγος και η μουσική του μας είναι απαραίτητη. Σε αυτό το σκοτεινό και αινιγματικό ατομικό μας ταξίδι προς την αιωνιότητα, το φώς που εκπέμπει το είδωλό του είναι πνευματική μας κληρονομιά.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Λυπητερή παρέλαση-Εργατική cantata
ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
     Γνωριστήκαμε με τον Μάνο Χατζιδάκι το καλοκαίρι του 1946, όταν είχε έρθει στην Θεσσαλονίκη, με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών. Ήταν τότε είκοσι ενός ετών, όσο κι εγώ. Είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή πρίν από ένα χρόνο, αλλά δεν ήξερα ότι και ο ίδιος έγραφε ποιήματα. Μου το εκμυστηρεύθηκε ένα βράδυ σ’ ένα παραθαλάσσιο μικρό καφενείο και διακριτικά, σχεδόν διστακτικά, μου έδωσε και μένα να διαβάσω δύο ποιητικές συνθέσεις του. Εξίσου διακριτικά, σαν να μιλούσε σε (φτασμένο) ομότεχνό του, μου εξομολογήθηκε την επιθυμία του να τα φροντίσω εγώ, ώστε να δημοσιευτούν στη Θεσσαλονίκη. Μού άρεσαν τα ποιήματά του’ του υποσχέθηκα ότι θα φρόντιζα να βγούν όσο γίνεται πιο καλαίσθητα και σε γνωστό τυπογραφείο. Τα χειρόγραφα έμειναν στα χέρια μου. Μά τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τόσο δύσκολα και μαύρα για μένα, ώστε δεν μπόρεσα να του ξεπληρώσω το χρέος. Τα ποιήματα κάπου παράπεσαν, όπως και τόσα άλλα χαρτιά, και ξεχάστηκαν σιγά-σιγά. Σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, ανασκαλεύοντας κιτρινισμένα απομεινάρια μιάς άλλης εποχής, τα ξαναβρήκα και θέλησα με νοσταλγία να θυμίσω εκείνο το θερμό και ευαίσθητο παιδί που ήταν τότε ο Μάνος Χατζιδάκις. Γιαυτό και τα παρέδωσα στον φίλο μου Χάρη Βλαβιανό, ώστε να τα δημοσιεύσει στην Ποίηση.
(Το μοναδικό λάθος που διόρθωσα ήταν το όνομα του ζωγράφου και γραφίστα Γιώργου Σβορώνου, που ο Μάνος Χατζιδάκις, από παραδρομή, είχε σημειώσει ως Νίκο, προφανώς συγχέοντάς τον με τον γνωστό ιστορικό).

ΛΥΠΗΤΕΡΗ ΠΑΡΑΛΑΣΗ
Μια ποιητική σειρά από στιγμές

Κάθε πρωϊ η απουσία της νύχτας μας πληγώνει
Κι η πολιτεία μένει απροετοίμαστη
Μ’ ένα φανταχτερό σημάδι στο λαιμό
Μ’ ένα λυπητερό χαμόγελο στον ορίζοντα.
Μονάχα εσύ
Με τη σημαία και τη ρόγα του στήθους σου
Θα καλύψεις την απουσία
Μια μέρα.
--
Τα μάτια μου χορεύουν με τη θάλασσα
Ως να γεννούν μια σκυθρωπή πανοπλία
Γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουνε
Την αγωνία μου
Φίλε!
Πόσο καιρό θα περιμένω
Να σμίξουνε τα χέρια μας
Σ’ ένα ατελείωτο καλημέρα;
--
Στην παραλία χτές έκαψα το μεράκι μου
Κι έτσι κανείς να μη θυμάται πιά
Γι’ άνθρωπο λυπημένο
Αργότερα ίσως η μάνα μου
Να λέει για το παιδί της
Για το παιδί που αγάπησε
Τον κεραυνό.
--
Κρίμα’ κι ο μήνας πάει σκούζοντας
Κι αντριεύει το πετσί μας
Χτυπώντας και ματώνοντας τα πόδια μας στην αποβάθρα.
Ο Άη Γεράσιμος μας δώνει το ρυθμό
Κι εμείς δεν λησμονάμε
Μηδέ γυναίκες με τα δουλεμένα στήθια
Μηδέ τους γέρους πού διαβάζουνε τη σύνοψη
Ξέροντας πώς τον Αύγουστο θα μείνουμε
Πολύ σκληροί για τον έρωτα
Πολύ τρυφεροί για τον θάνατο.
--
Είναι στιγμές
Πού όλα τα χελιδόνια
Καρτεράν τον ώμο σου
Να ξεχωρίσει μεσ’ απ’ τον ήλιο.
n    --  --
Portrait of melancholy
Ι
Ήλιος κραυγή και σύννεφο
Από ‘να περασμένο θρήνο της φυλής μου
Γεννιέσαι και πεθαίνεις
Κάθε στιγμή
Πού ο Εσπερινός κράζει τ’ αγριοπερίστερα
Στην αμασχάλη του Θεού.
--
Παιδί κι από τα μάτια σου
Δυό Εραστές
Λησμονημένοι στην πρωτεύουσα
Να σμίγουν και να τραγουδάν
Τις αγωνίες της ηλικίας σου
Και μ’ ένα σφύριγμα
Τις λυπημένες ιστορίες μιάς Κυριακής
Μ’ όλη την αγωνία
Πού λειτουργεί αδιάκοπα τον Επιτάφιο
Μιάς πολιτείας σαν την δική μου.
--
Κι είν’ το παιδί ένα σύννεφο
Πού σκίζει τ’ όνειρο στα δυό με πίπιζες,
Κι είναι φανάρι πού δε σβιεί με τη φωνή μου,
Κι είναι ξημέρωμα που αργεί
Μ’ ένα μετέωρο καληνύχτα στον Ορίζοντα.
--
Κι αν σμίξουν τ’ άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Πού παραδέχεσαι
Τον εαυτό σου.
ΙΙ
Εσύ παιδί ανήσυχο
Έχοντας αγκαλιά δυό νύχτες
Πού ασυλλόγιστα γευτήκανε τον θάνατο
Σφήνωσες το τραγούδι μου στα χείλια σου
Και περιμένεις τον Χριστό.
--
Μά είναι νεκρός για τον θεό μου
Έτσι όπως μές στα χέρια σου
Ένας κρυστάλλινος έρωτας
Μιλάει για τη χαμένη κυρά σου.
--
Κι οι νύφες καίν τα στέφανα και δεν το συλλογιούνται
Και τα παιδιά μεθάν, τις λεύκες, παρατάν
Στην όχθη ένα τριαντάφυλλο
Σμίγουν τα στόματα και τραγουδάν
Όσο να ‘λθει ξημέρωμα να πάνε να πλαγιάσουν.
--
Κι είναι τάχα τριαντάφυλλο για μέτωπο φιλημένο;
Είναι νανούρισμα για μοιρολόι μαϊστρου;
--
Παιδί, μείνε όπως σ’ έπλασε
Με τη γητειά και με τη θλίψη των προγόνων μου
Γιατί ο θάνατος είναι μια ικεσία
Ατέλειωτη.
ΙΙΙ
Στον τόπο που γεννήθηκα γεννήθηκαν τα χέρια σου
Κι αν το καθένα δάχτυλο γίνεται δυνατή στιγμή
Για να μας φέρει πιο μακρυά κι απ’ τη ζωή
          Τίποτες δεν μάς μένει.
--
Στον τόπο που γεννήθηκα γεννήθηκαν οι ώρες σου
Κι αν οι ώρες σπάν το λήθαργο και ξαναζωντανεύουν
Να σμίξουν με τον πόνο τους τόνε δικό μας πόνο
          Τίποτες δεν μας μένει.
--
Στον τόπο που γεννήθηκα γεννήθηκαν οι πόθοι σου
Κι άς είν’ κοπέλες άγουρες μ’ ένα φιλί να πέφτουν
Στη σιγουριά του πλάτανου, στο γέλιο της συκιάς
          Τίποτες δεν μας μένει.
--
Στον τόπο που γεννήθηκα γεννήθηκαν τα μάτια σου
Κι είναι τα μάτια ανώριμα για τη θλιμμένη ψυχή μου
Κι είναι η ψυχή μου απέραντη για τη δικιά σου νύχτα…
          Κι αυτό θα μένει.
21/8/1946

ΕΡΓΑΤΙΚΗ CANTATA
Μ’ ένα σχέδιο του Γ. Σβορώνου
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥΤΟ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΥΛΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΑΛΑΤΙΝΗ

     Στη συνοικία προχτές σκότωσαν ένα εργάτη σκύψαμε απάνω του και τον ρωτήσαμε. Σύντροφε η γής πότε θα τραγουδήσει; Μά ήσαν τα μάτια του κλειστά και δεν μας άκουσε. Ύστερα απ’ αυτό, μια γριούλα χάθηκε στο πλαϊνο σοκκάκι κάμνοντας το σταυρό της.
Ι
Μάτι κλειστό στον πόνο σου
Χείλια σαρκαστικά στο θρήνο σου
Κι ένας Χριστός τ’ ομολογάει
Δεν έσβυσε η φωνή σου.
--
Κοπέλες
Με τον έρωτα στα στήθια σας
     γυναίκες με τους γιούς σας
                 σύντροφοι!
Δεν είν’ σβησμένη του η φωνή
Μαζύ κι ανάσα και κραυγή
Βόλι τραχύ στον Τύραννο
Στον μαχητή ‘ναι σύνθημα
Για το παιδί ένα σφύριγμα παραμυθιού
Στην αγαπητικιά του αγκάλιασμα
Και στη γριά τη μάνα του
Έν’ άσπρο περιστέρι-
--
Όχι δεν έσβησε η φωνή σου
Γιατί μέσα της έχουν μαζωχτεί τα βογγητά μας
Και πά στα χέρια μας τώρα σπαράζουν αετοί
Πού καρτεράνε να χιμήξουν τ’ άστρα
Κατρακυλώντας ουρανό, μ’ όλα τά σύννεφα
Να μας καλωσορίσουνε.
--
Δεν έσβησε η φωνή σου
Σύντροφε πές μας…
ΙΙ
Έτσι αρχινάει τ’ όνειρο
Να κράζουν τους αντάρτες μας
Οι κορυφογραμμές.
--
Κανείς δεν μένει μοναχός
Καβάλα τ’ άλογα, καβάλα οι μαχητές
Σκίζουν τις λεύκες μάτια μου και προσπερνάν
Γλείφουν τις φλόγες και χτυπάν τ’ αστροπελέκι.
--
Σύντροφε σύ τι καρτεράς, ξύπνα και το παιδί σου
Πλύνε το, στόλιστο ταχειά και βγάλτο στην αμάχη.
Οι μάνες πιά δε το βαστούν ν’ αγκομαχάν παιδιά τους
Και τα παιδιά δε βούλονται να παίζουν με το Χάρο
--
Κανείς δε μένει μοναχός
Μόν’ τα κοράκια μείναν στο καμπαναριό
Ν’ αγριοκοιτάζουν κυνηγούς, τους Άγιους να φυλάνε
Κι άς είν’ καμπάνες που βαράν
Κι άς είν’ τα βόλια γλήγορα για τους προδότες.
--
Του αντρειωμένου το σπαθί φόβος δε το κατέχει
Έχει δρεπάνι για κραυγή κι ένα σφυρί για τάμα
Κι έτσι πού αντρειέψαν μηχανές
Κι έτσι που οι φλόγες σκίζουνε τα μοιρολόγια
Στα στήθια μας οι Χάροντες σφυρίζουν το Αλληλούια.
ΙΙΙ
Η γής τραγούδι αρχίνησεν και δεν το σταματάει
Κι ο Μάης στένει το χορό, κάτου με τους εργάτες
Κι άς πέφτουν νιοί λεβεντονιοί στον πονεμένο κάμπο
Καθώς αγριοπερίστερα, με τη γητειά στο στόμα
Το αίμα τους είν’ γαρούφαλλο, είν’ η κραυγή τους κρίνος
Και μές στα μάτια ο άνεμος λιγοθυμάει τις λεύκες
Στους μαχητές υπόσκεση, τραγούδι στην αμάχη.
--
Κι άς μένουν οι λεβεντονιοί ξέσκεποι στην αντάρα
Η γής τραγούδι αρχίνησεν και δεν το σταματάει.
Θεσσαλοίκη 1946
Μάνος Χατζιδάκις.
      Αυτές είναι οι δύο ενότητες ποιημάτων του νεαρού Μάνου Χατζιδάκι, που μας παρουσίασε μετά από χρόνια ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
     Διαβάζοντας τα νεανικά αυτά ποιήματα, μένουμε έκπληκτοι από την ποιητική ωριμότητα κα καλλιέργεια του νεαρού συνθέτη. Ενός ευαίσθητου παιδιού, που δεν προέρχεται από τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά την επαρχία. Και μάλιστα την επαρχία εκείνης της ιστορικά τραγικής εποχής. Τα ποιήματα καταρχάς, μας δείχνουν έναν έφηβο που έχει διαβάσει Δημοτική Ποίηση, ιδιαίτερα τα Κλέφτικα Τραγούδια, τραγούδια που φέρουν αυτόν τον ηρωικό και ένδοξο τόνο για τους νεαρούς αγωνιστές της κλεφτουριάς. Ο εσωτερικός ρυθμός των στίχων, παρά την διαφορετική τους δομή και τεχνοτροπία προσομοιάζει με αυτόν των ανώνυμων δημοτικών μας τραγουδιών. Αναγνωρίζουμε την ατμόσφαιρα που έχουν τα ποιήματα για τον Διγενή, μόνο που εδώ, ο Μάνος Χατζιδάκις μεταφέρεται την πάλη από τα αλώνια, στις κορυφογραμμές που πολεμούν οι αριστεροί σύντροφοί του λεβεντονιοί. Οι αγωνιστές κομμουνιστές είναι οι νέοι ακρίτες. Σε στίχο της Καντάτας δηλώνεται ξεκάθαρα η κομμουνιστική μαρξιστική ιδεολογία και τα σύμβολά της. Το σφυρί και το δρεπάνι. Κάτι που δεν προσέχθηκε από τους μεταγενέστερους. Ασφαλώς δεν έχουν τα πρωτόλεια ποιήματα τον προπαγανδιστικό φωνακλάδικο ηρωικό τόνο που έχουν τα τραγούδια της Εαμικής Αντίστασης, όμως το τέμπο τους είναι καθαρά αντιστασιακό στέκεται ισάξια και ισότιμα δίπλα στα γνωστά μας ηρωικά τραγούδια των αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης. Μάλιστα με όχι και τόσο έμμεσο τρόπο, ο νεαρός Χατζιδάκις, υποδεικνύει τι αξίζει για τους «προδότες». Τα ποιήματα έχουν μια επικαλυπτόμενη διαστρωμάτωση. Ο ερωτισμός συνυπάρχει με τον πολιτικό τόνο χωρίς να αναιρεί η μία ατμόσφαιρα την άλλη. Αν στην Λυπητερή Παρέλαση υπερισχύει ο προσωπικός ερωτικός τόνος του ποιητή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διακρίνουμε και στοιχεία πολιτικής και κοινωνικής υφής. Το ίδιο έχουμε και στην Εργατική Καντάτα. Η πολιτική δεν αναιρεί τον κρυφό ερωτισμό με τον οποίον ο ποιητής παρατηρεί τους κόκκινους λεβεντονιούς και τα ηρωικά τους ανδραγαθήματα. Εδώ αμυδρά φέρνει στον νου μας ποιητικές συνθέσεις του στρατευμένου ποιητή μας Γιάννη Ρίτσου. Μόνο που στον Ρίτσο, υπάρχει αυτός σκληρός ρεαλισμός της ιδεολογίας που ορίζει τα όρια της ποιητικής σύνθεσης ενώ στον Χατζιδάκι είναι το ερωτικό στοιχείο που εξωραΐζει την παγερότητα των πολιτικών κινήσεων. Σολωμικές αμυδρές επιρροές, διακρίνουμε σε ορισμένους στίχους, με την ανοιξιάτικη ή Μαγιάτικη ατμόσφαιρά τους. Μόνο που ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ορίζει μέσα σε ρομαντική ατμόσφαιρα τα δικά του συναίσθημα. Το Παιδί που υμνεί, δεν είναι Ιδέα, αλλά έχει σάρκα και οστά, επιθυμίες και ανησυχίες, κινείται μέσα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Το ερωτικό βλέμμα του Χατζιδάκι, είναι τρυφερό, λυπητερό αλλά γαλήνιο, ελεγχόμενα φουρτουνιασμένο. Ψήγματα ποιητικής ατμόσφαιρας από την ποίηση του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, διακρίνουμε στην πρώτη ενότητα των ποιημάτων.
     Ο λόγος είναι κοφτός αλλά λαμπερός, κόβεται απότομα αλλά, και ακολουθεί έναν μουσικό ρυθμό. Οι λέξεις είναι εικόνες που αρτιώνουν μια παράσταση, ένα γεγονός, ένα ιδιαίτερο συμβάν. Τίποτα δεν πάει χαμένο σε αυτά τα ποιήματα, ρυθμοί και τεχνοτροπίες, λέξεις και εσωτερικές σιωπές, κενά και επιρροές, ποιητικές συγγένειες και αναφορές σε θρησκευτικά σύμβολα-πρόσωπα, αισθήματα ιδιαίτερα και πολιτικά προσωπικά οράματα, σύμβολα και αισθήσεις έρωτος, υφαίνονται σε έναν μεγάλο λαϊκό ποιητικό καμβά που μας θέλγει. Ένας ποιητικός λόγος που ιερουργεί την ποιητική του κοινωνία, και που μας δηλώνει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την αναφορική του σχέση τόσο σε ιδιαίτερες ερωτικές στιγμές του ποιητή όσο και σε πρόσωπα και ιστορικές στιγμές της ελλάδας. Μια ποίηση που κοινωνεί όχι με τον εαυτό της, αλλά, με τα εσωτερικά και εξωτερικά συμβάντα του κόσμου από όπου προέρχεται και απεικονίζει.
Μάνος Χατζιδάκις νύν και αείν

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 23 Οκτωβρίου 2017    

   

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου